Περιεχομενα
Επικηδειος Λογος

Ταπεινές προσωπικές ἐμπειρίες καί μαρτυρίες γιά τήν προσωπικότητα τοῦ Πατρός

Ἐπικήδειος Γερόντισσας Φιλοθέης

Παναγιώτατε,

Ἀπό χθές τό πρωί ὁ πολυσέβαστος πνευματικός μας Πατέρας, ὁ π. Συμεών, κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο στόν «τόπο», «ἵνα ὅπου ἐστίν Αὐτός κακεῖνος ᾖ μετ᾿ Αὐτοῦ». Ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια καί ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης καί ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως τό βαρύτατο καί πολύπλευρο χρέος του ἐπί τῆς γῆς καί μετά ἀπό τίς ἐπανειλημμένες παρατάσεις ζωῆς πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός –συγκαταβαίνοντας προφανῶς στή δική μας ἀδυναμία νά δεχτοῦμε τήν ἀπουσία του– ἦρθε ἡ εὐλογημένη ὥρα νά πεῖ τό «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα». Αὐτή τήν ὥρα τήν πρόσμενε διακαῶς ἐδῶ καί πολλά χρόνια καί προετοίμαζε κι ἐμᾶς εὐκαίρως ἀκαίρως γι᾿ αὐτή τήν ἀναπόφευκτη στιγμή.

Χθές ὅμως τελείωσαν ὅλα· ἔληξε καί ἡ τελευταία προθεσμία. Τό σταφύλι στήν ἄμπελο τοῦ Θεοῦ εἶχε ὡριμάσει τόσο πολύ, πού ὁ τρυγητός του δέν ἐπιδεχόταν ἄλλη ἀναβολή –ἄν καί ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδινε αὐτή τήν παράταση τῆς ζωῆς, γιατί δέν εἶχε βάλει ἀκόμη ἀρχή μετανοίας. Ζοῦσε τό τοῦ Ἀββᾶ: «Ἀκμήν οὐκ ἔβαλον ἀρχήν». «Ἄν θέλετε», ἔλεγε, «νά σᾶς δώσει ὁ Θεός πολλή ζωή, νά ζητᾶτε νά σᾶς δώσει μετάνοια. Ἡ μετάνοια δέν χορταίνεται». Τώρα εἶναι γεγονός ὅτι ὁ Πάτερ, μετά καί ἀπό τό τελευταῖο ἐξουθενωτικό μαρτύριο τῶν πολλῶν καί ποικίλων καί ἀφαντάστων ἀσθενειῶν διαρκείας τεσσάρων περίπου ἐτῶν, πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός –καθόσον ἡ ψυχή του φλεγόταν γιά μαρτύριο– καί τό ὁποῖο φυσικά ἀντιμετώπισε μέ ἀπαράμιλλη ὑπομονή καί ὑπακοή, «εἰσῆλθεν εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου του», γιά νά ἀπολαμβάνει πλέον ἐκεῖ «μετά τῶν δικαίων» τά ἀγαθά τῆς αἰώνιας μακαριότητος, πού τόσο πολύ πόθησε καί ἀγάπησε, καί τά ὁποῖα πιστεύουμε ὅτι βίωνε ἤδη ἀπό αὐτή τή ζωή.

Ἀνθρωπίνως λυπούμαστε καί πονᾶμε πολύ, καί αὐτή τή στιγμή ἴσως θά ἦταν προτιμότερο νά μήν ποῦμε τίποτε καί νά σιωπήσουμε μπροστά στό ἱερό σκήνωμα τοῦ Πατρός. Αὐτό πιστεύουμε ὅτι θά ἀνέπαυε περισσότερο τήν ψυχή του, γιατί ὁ ἴδιος δέν δέχτηκε ποτέ νά ἀκούσει λόγο καλό καί ἐπαινετικό ἐνόσω ἦταν στή ζωή. Καί δέν δέχτηκε, γιατί ὡς γνήσιος καί ἀληθινός ἀγωνιστής τοῦ Χριστοῦ πού ἦταν, ἤξερε ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν ψυχή, ἀπό τό νά εἰσπράττει κανείς σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο δόξα καί τιμή. «Μακριά, μακριά», μοῦ ἔλεγε κάποτε, «ἀπό ὅπου ὑπάρχει κίνδυνος νά ἀκούσεις λόγο καλό, γιατί τίποτε ἄλλο δέν βλάπτει τόσο πολύ τήν ψυχή, ὅσο οἱ ἔπαινοι καί οἱ λόγοι οἱ ἐγκωμιαστικοί».

Τώρα ὅμως πού ἐξέλιπε ὁ κίνδυνος αὐτός, ἐλπίζουμε νά συγχωρήσει τήν «ἱεροσυλία» μας αὐτή, πού τολμοῦμε δηλαδή νά ἀποκαλύψουμε ἔστω καί ἀκροθιγῶς κάτι ἀπό τήν κρυμμένη ἁγία ζωή του, κάτι ἀπό τή θεοφιλή πολιτεία του, κάτι ἀπό τήν πολυδιάστατη καί ἀνεξιχνίαστη, γιά μᾶς τουλάχιστον, προσωπικότητά του. Καί τί θά μποροῦσε ἄραγε νά ἀποκαλύψει κανείς ἀπό τόν βίο ἑνός δούλου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σέ ὁλόκληρη τή ζωή του ἐπεδίωκε τό «λάθε βιώσας»; Εἶναι γεγονός ὅτι ὅλη ἡ ζωή του ἦταν ταπείνωση, ἀφάνεια, σιωπή· καί ὅλη ἡ προσπάθειά του ἦταν πῶς νά διαφεύγει τήν προσοχή τῶν ἄλλων καί νά μένει τελείως ἀπαρατήρητος, σάν νά ἦταν ἀνύπαρκτος· καί αὐτό συμβούλευε καί ἐμᾶς.

Δέν ξέρω ἄν θά μπορέσει νά σκιαγραφήσει κανείς κάποτε τήν προσωπικότητα τοῦ Πατρός, χωρίς νά ὑπάρχει κίνδυνος νά τήν ἀδικήσει.

Καί τό πρῶτο πού μᾶς ἔρχεται τώρα νά ποῦμε, εἶναι ὅτι ὁ π. Συμεών ἔζησε ὡς ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων καί γνωστῶν. Ἔζησε ὡς ξένος στόν κόσμο αὐτό, γιατί ξένος ἦταν καί ὁ Χριστός. Χαρακτηριστικό ἦταν ὅτι κάθε Μ. Παρασκευή βράδυ, μετά τήν περιφορά τοῦ Ἐπιταφίου, κανοναρχοῦσε ὁ ἴδιος καί ἔψαλλε ἐκ βαθέων τό «δός μοι τοῦτον τόν ξένον», καθώς ἐκείνη τήν ὥρα βίωνε προφανῶς μαζί μέ τόν Χριστό καί τή δική του ξενιτεία.

Κι ἐμεῖς ἀκόμη, πού μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεός νά βρεθοῦμε κάπως περισσότερο κοντά του, φοβοῦμαι πώς δέν τόν καταλάβαμε ὅσο ἔπρεπε καί ὅσο ὀφείλαμε νά τόν καταλάβουμε. Ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, δέν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση νά συντονιστεῖ κανείς μέ τή συχνότητα τοῦ Πατρός. Ὅπως ἔλεγε καί ὁ ἴδιος, ἀναφερόμενος στήν ἐποχή ἐκείνη πού συγκατοικοῦσε μέ τόν π. Τιμόθεο, εἶναι δύσκολο νά ζεῖ κανείς μέ ἁγίους. Ὁ Πάτερ, παρ᾿ ὅλο πού ζοῦσε καί ἐκινεῖτο πολύ ἁπλά καί πολύ ἀνθρώπινα ἀνάμεσά μας, οὐσιαστικά ζοῦσε μόνος μέ μόνο τόν Θεό. Τό «ἐάν μή εἴπῃ ἄνθρωπος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ὅτι ἐγώ μόνος καί ὁ Θεός ἐσμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, οὐ σῴζεται», ἦταν ἕνα ἀπό τά βασικά σημεῖα τῆς διδαχῆς του. Ἀποσυρμένος ἐδῶ στήν ἔρημο τοῦ κόσμου, μακριά ἀπό τόν φακό τῆς δημοσιότητος, ζοῦσε τή σώζουσα μοναξιά. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ πλατιά ἀπό ἀγάπη καρδιά του ἀγκάλιαζε ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα, ἀλλά καί τόν καθένα μας χωριστά, γι᾿ αὐτό καί αἰσθανόμασταν τήν παρουσία του καί ἐν ἀπουσίᾳ του.

Κέντρο καί στόχος τῆς ζωῆς τοῦ Πατρός, ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας, ἦταν ὁ Χριστός. Ἦταν ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ ζωή, πού πιστεύουμε ὅτι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ἀφομοίωνε σέ τέλειο βαθμό. Πιστεύουμε ὅτι στήν ψυχή του ἀναπαυόταν τό Ἅγιο Πνεῦμα, δεδομένου ὅτι μέλημά του καθημερινό ἦταν νά εὐαρεστεῖ, ὅσο ἦταν δυνατόν, κατά πάντα στόν Θεό. Καί αὐτό πάσχιζε μέ ὅλη του τήν καρδιά νά μεταδώσει καί στούς πιστούς.

Ὁ διακαής πόθος του καί ὁ βαθύς καημός του νά διδάξει καί νά μυήσει τούς πιστούς στό μυστήριο τῆς σωτηρίας, νά ζοῦν, δηλαδή, ὄχι ἀνεύθυνα –ὅσα πᾶνε κι ὅσα ἔρθουν, ὡς ἐλεύθεροι, ὅπως ἔλεγε, σκοπευτές– ὄχι ἁπλῶς ὡς κοσμικοί ἄνθρωποι ἀλλά ὡς βαπτισμένοι, μέσα στή συγκεκριμένη μαθητεία τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στή λατρεία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ζοῦσε καί ὁ ἴδιος, κατέφαγε κυριολεκτικά τήν καρδιά του ἀπό πόνο καί ἁγία ἀγωνία. Καί ἐκεῖνο πού ἔκανε τήν ψυχή του νά ματώνει ἦταν, ὅταν ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του διαπίστωνε ὅτι οἱ χριστιανοί, ἐπηρεασμένοι καί αὐτοί ἀπό τό σύγχρονο κοσμικό ἰσοπεδωτικό πνεῦμα τῆς κοινωνίας, ἁμάρταναν θανάσιμα, χωρίς νά συνέχονται ἀπό τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας. Καί τό χειρότερο, χωρίς νά ἔχουν κάν τήν αἴσθηση ὅτι ἁμαρτάνουν.

Ἀμφιβάλλω ἄν μπόρεσε ποτέ κανείς νά συλλάβει κάτι ἀπό τούς θρήνους τῆς ψυχῆς του, ἀπό τόν πόνο αὐτό καί τήν ἀγωνία πού κατέτρωγαν τήν καρδιά του, καί νά ἀφουγκραστεῖ κάτι ἀπό τούς ἐσωτερικούς καημούς του καί τούς κρυφούς ἀναστεναγμούς του. Ὁ π. Συμεών, ὅπως τό ὁμολογοῦσε καί ὁ ἴδιος, ἦταν πράγματι πολύ πονεμένος ἄνθρωπος· γι᾿ αὐτό καί πονοῦσε πολύ γιά ὅλες τίς ψυχές. Πονοῦσε γιά τόν ἄνθρωπο, τόν ἄνθρωπο τόν βασανισμένο ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά ὅλο τό ποίμνιό του καί γιά ὅλους τούς πιστούς. Πονοῦσε, γιατί πόνεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τόν ἔνιωθες σάν μιά λαμπάδα πού ἔλιωνε συνεχῶς ἀπό πόνο καί ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του. Καί ὅπως καί ὁ πνευματικός του πατέρας, ὁ π. Τιμόθεος, τοῦ ὁποίου τό πνεῦμα μιμήθηκε καί ἀντέγραψε σέ τέλειο βαθμό, ἔτσι καί ὁ ἴδιος «ποτέ δέν ἀγάπησε τόν Χριστό χωρίς τήν Ἐκκλησία του καί τήν Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό». Ἡ ὑπακοή του στήν Ἐκκλησία καί στίς ἑκάστοτε ὑποδείξεις καί παρατηρήσεις τῶν Προϊσταμένων της ἦταν ἀπόλυτη. Τό τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου «ὅπου ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία» καί τό «μηδείς χωρίς τοῦ ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν Ἐκκλησίαν» ἦταν ἡ κεντρική καί ἀπαράβατη θέση τοῦ Πατρός, γύρω ἀπό τήν ὁποία ἐκινεῖτο καί ἐνεργοῦσε ὡς μέλος, ἀλλά καί ὡς ὁμάδα μαζί μέ ἄλλους πιστούς πού τοῦ ἐμπιστευόταν ὁ Κύριος, μέσα στήν Ἐκκλησία του.

Μαζί του αἰσθανόσουν νά εἶσαι ἐντελῶς ἀσφαλής καί τόν ἐμπιστευόσουν ἀπόλυτα, γιατί ἔνιωθες νά ἔχεις δίπλα σου τόν ἄνθρωπο τόν ἀληθινό, τόν ἐλεήμονα καί φιλάνθρωπο πατέρα μέ τήν κενωτική προσφορά πρός ὅλους, τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ξένοιαζες πέρα γιά πέρα, γιατί εἶχες τή βεβαιότητα ὅτι ὅλα τά βάρη σου, ἀπό ὁπουδήποτε κι ἄν προέρχονταν, τά ἀναλάμβανε ἐκεῖνος. Ὅ,τι γινόταν, γινόταν διά τῶν εὐχῶν τοῦ Πατρός. «Ἄσ᾿ τα ὅλα σέ μένα», ἔλεγε, μέ τήν ἔννοια ὅτι τά ἀναλαμβάνει ὅλα ὁ Χριστός. «Γιά τόν Χριστό ὅλα εἶναι ἁπλά, ὅλα εἶναι εὔκολα. Καί γιά τόν ἄνθρωπο, ὅταν εἶναι μέ τόν Χριστό, ὅλα εἶναι ἁπλά καί εὔκολα, ἀφοῦ ὅλα τά κάνει ὁ Χριστός». Αὐτή ἦταν ἡ προτροπή του πρός τίς ψυχές.

Ὡς πρός τίς ἄλλες ἀρετές καί τά χαρίσματά του, δέν μπορεῖ, νομίζω, νά πεῖ κανείς ὅτι τό ἕνα χάρισμα τό εἶχε περισσότερο ἤ λιγότερο ἀπό τό ἄλλο, γιατί ὅλα τά ρύθμιζε ἡ σπάνια διάκρισή του καί ὅλα λειτουργοῦσαν κατά τόν πιό τέλειο, κατά τό δυνατόν, γιά τήν περίσταση τρόπο, καί αὐτό ἦταν πού ἔδινε τήν ἀληθινή ἀνάπαυση στήν ψυχή.

Δέν θυμούμαστε οὔτε μιά φορά νά ἐνήργησε μέ κάποια ὑπερβολή εἴτε πρός τό ἕνα ἄκρο εἴτε πρός τό ἄλλο ἄκρο. Ἦταν ἐμφανῶς ὁ ἄνθρωπος τοῦ μέτρου· τῆς μέσης, τῆς βασιλικῆς, ὅπως συνήθιζε νά λέει, ὁδοῦ. Καί αὐτό συνέβαινε, γιατί τό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν του ἦταν ἡ χριστομίμητη ταπείνωση καί ἡ φοβερή πίστη του. Αὐτή τήν πίστη, αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη, αὐτό τό ἐν λευκῷ καί ἄνευ ὅρων ἄφημά του στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ –πού εἶναι καί ἡ κεντρική θέση τῆς διδαχῆς του– τά ἀπέκτησε, ὅπως τό εἶπε ἐπανειλημμένως καί ὁ ἴδιος, ὅταν μετά τήν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, τοῦ π. Τιμοθέου, τόν κάλεσε ὁ Κύριος νά συνεχίσει τό ἔργο ἐκείνου καί βρέθηκε ξαφνικά μέσα στό πέλαγος, βρέθηκε σέ ἕναν μονόδρομο. Τότε, ἀναλογιζόμενος πῶς ἦταν δυνατόν νά ἐπωμιστεῖ τή φοβερή εὐθύνη πού τόν ἀνέμενε, τή στιγμή πού ἦταν τόσο νέος (μόλις 28 ἐτῶν) καί αἰσθανόταν πέρα γιά πέρα ἀνεπαρκής μπροστά στό ἀπρόσιτο γι᾿ αὐτόν πνευματικό ὕψος τοῦ πνευματικοῦ του πατρός, κάποια ὥρα, μετά ἀπό ἐπίμονη καί ἔμπονη μακροχρόνια προσευχή, πῆρε, ὅπως εἶπε, τήν πληροφορία ἀπό τόν Θεό: «Ἀπό σένα δέν περιμένω τίποτε. Ἄσ᾿ τα ὅλα σέ μένα κι ἐσύ ἀκολούθα με». Αὐτό ἦταν. «Ἀπό τότε ξένοιασα», εἶπε, «καί ὅ,τι ἔγινε μέχρι τώρα τά ἔκανε ὅλα, διά τῶν πρεσβειῶν τοῦ π. Τιμοθέου, ὁ Θεός». Καί μάλιστα ἐπενέβαινε, ὅπως ἔλεγε, κατά τέτοιον τρόπο στή ζωή του ὁ Θεός, πού δέν τοῦ ἄφηνε κανένα περιθώριο νά πιστεύει ὅτι κάτι ἔκανε καί ὁ ἴδιος. Ὅλα ἦταν τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά τονίσουμε ἐδῶ ὅτι πρῶτος πρεσβευτής του ἦταν ὁ προστάτης του ἅγιος, ὁ Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ἀπό ὅπου καί διδάχτηκε τήν ἀπόλυτη ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τήν «εὐπρόθυμον» ὑπακοή στόν πνευματικό του πατέρα, καί ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς μετά τήν ἐκδημία τοῦ π. Τιμοθέου ἦταν ὁ ἀπλανής πνευματικός του ὁδηγός.

Εἶναι γεγονός ὅτι σέ ὅλες του τίς ἐνέργειες ὁ Πάτερ δέν ἔβαζε καθόλου ἀνθρώπινη πρωτοβουλία. Μέ τήν ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι «ὁ Θεός κυβερνᾶ», «ξέρει ὁ Θεός» καί «θά δείξει ὁ Θεός», δέν ὅριζε καθόλου, σέ καμιά περίπτωση τόν ἑαυτό του· ἔτσι, ἄφηνε νά μιλάει πρῶτα ὁ Θεός καί ὁ δοῦλος του νά ἀκούει: «Λάλει, Κύριε, ὁ δοῦλός σου ἀκούει». Πρῶτα, ὅπως τόνιζε χαρακτηριστικά, τοῦ ἔλεγε ὁ Θεός νά ἁπλώσει τά πόδια καί μετά τοῦ ἔστελνε τό πάπλωμα. Εἶχε δηλαδή τό κουράγιο, τήν ἀνεξάντλητη ὑπομονή καί τήν ἀσκανδάλιστη πίστη, νά περιμένει, μέχρις ὅτου ἀπαντήσει ὁ Θεός. Καί ἀπαντοῦσε πάντοτε ὁ Θεός, ἔστω κι ἄν χρειαζόταν κάποιες φορές νά περάσουν καί μερικές δεκαετίες ἀκόμη.

Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τό παράδειγμα τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού τελέσατε διά τῶν τιμίων χειρῶν Σας ἐσεῖς, Παναγιώτατε, καθώς ἐπίσης καί τήν ἵδρυση τῶν δύο ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, τόσο τοῦ γυναικείου, τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ὅσο καί τοῦ ἀνδρικοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἱδρύθηκε πρόσφατα μέ τή δική Σας εὐθύνη, ἀφοῦ προσπεράσατε μέ τήν πατρική Σας φροντίδα καί πρωτοβουλία ὅλες ἐκεῖνες τίς ἀντίξοες συνθῆκες, πού φαινόταν νά στέκονται ὡς ἀξεπέραστα ἐμπόδια στήν ἀποπεράτωση αὐτοῦ τοῦ ἔργου. Καί στίς τρεῖς αὐτές πολύ χτυπητές περιπτώσεις, ἀλλά καί σέ ἄλλες πολλές, πού δέν ὑπάρχει δυνατότητα, ἀλλά οὔτε χρειάζεται αὐτή τήν ὥρα νά τίς ἀναφέρουμε, εἴδαμε πάνω στά πράγματα πῶς «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις» γίνονται «δυνατά παρά τῷ Θεῷ». Κατά τήν προσφιλή ἔκφραση τοῦ Πατρός: «Καλύτερα δέν γινόταν!» Ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἐδῶ, ὁ Θεός δέν τοῦ χάλασε ποτέ χατίρι τοῦ Πατρός, καθόσον «θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτόν ποιήσει, καί τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται καί σώσει αὐτούς».

Ὡς πρός τήν τακτική του «θά δείξει ὁ Θεός», καθώς ἀπέφευγε συνήθως νά δίνει καί κάποιες ἐξηγήσεις, ὁμολογοῦμε ὅτι σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἰδιαίτερα δυσκολευτήκαμε στή συνεργασία μαζί του, γιατί, ὅπως καταλαβαίνετε, δέν εἶναι καθόλου εὔκολο –ὅταν δέν εἶναι κανείς σέ ἀνάλογα πνευματικά μέτρα– νά μή σιγουρεύει τίποτε στή ζωή του καί νά ζεῖ συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἁγία, ὅπως τήν ὀνόμαζε ὁ ἴδιος, ἐκκρεμότητα. Ὡστόσο ὅμως, ὅλοι μας ὁμολογοῦμε πόση πνευματική ὠφέλεια ἀποκομίσαμε ἀπό τή συνεχή αὐτή ἐκκρεμότητα. Βασική του θέση ἦταν: «Ἡ ἀνυπομονησία καί ἡ βιασύνη σκοτώνουν τήν ψυχή, ἐνῶ ἡ καρτερία καί ἡ προσμονή ὡριμάζουν καί θεραπεύουν τήν ψυχή. Διότι, σύν τοῖς ἄλλοις, ἔτσι ἀφήνει ἡ ψυχή περιθώριο στόν Θεό νά ἐπέμβει». Ὁ Πάτερ βίωνε, μέ δυό λόγια, σέ ὅλη του τή ζωή τό μαρτύριο τῆς σώζουσας ὑπομονῆς. Καί δέν ἦταν λίγα τά πικρά ποτήρια πού ἤπιε γουλιά-γουλιά μέχρι τρυγός καί οἱ δυσκολίες καί τά καμίνια μέσα ἀπό τά ὁποῖα πέρασε. Μόνο ὅμως πού δέν ἐπηρεαζόταν ἀπό αὐτά καί ἔβγαινε πάντοτε ἀλώβητος, γιατί, ὅπως καί νά ἔρθουν τά πράγματα, «ὁ ταπεινός οὐ θροεῖται».

Ὡς πρός τό κηρυκτικό καί κτιτορικό ἔργο του, εἶναι φανερό ὅτι ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν διδαχή καί δημιουργία. Ἔκτιζε ἐκκλησίες, ἔκτιζε μοναστήρια καί αἴθουσες γιά τή λατρεία καί τή διακονία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἔκτιζε ψυχές μέ «πρώτη ὕλη» τή θεία διδαχή καί τήν ἀγάπη τήν καθαρή, τήν τελείως ἀνιδιοτελή. Καί αὐτό πού ἔνιωθε ὁ ἀκροατής ἦταν ὅτι ὁ Πάτερ δέν «κήρυττε» οὔτε καί δίδασκε ἀπό τή θέση τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ διδασκάλου πρός μαθητές, ἀλλά ὡς γνήσιος δέκτης τοῦ θείου λόγου πού ἦταν, μετέδιδε αὐτούσια καί ἀναλλοίωτη τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς ὅπως τή βίωνε ὁ ἴδιος. Ἐπί ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια δέν χόρτασε καί δέν κουράστηκε νά μεταδίδει στό ποίμνιο τίς οὐράνιες ἀλήθειες ἔτσι ὅπως ἔβγαιναν βιωμένες, ζεστές καί ἀνανεωμένες μέσα ἀπό τή δική του πάντοτε προσωπική ἐμπειρία. Ὁ λόγος του ἦταν αὐθεντικός, γι᾿ αὐτό καί εἶχε δύναμη καί ἦταν λυτρωτικός. Ἔτσι ἁπλά καί ἀνεπιτήδευτα ὅπως μιλοῦσε, συνήρπαζε καί ἀλλοίωνε τίς ψυχές.

Κάτι πού δέν πρέπει νά παραλείψουμε εἶναι καί τό γεγονός ὅτι σέ κάθε ὁμιλία του ἦταν ὁ πρῶτος καί καλύτερος μαθητής. Πολλές φορές ἔλεγε: «Ἐγώ σάν νά τά ἄκουσα γιά πρώτη φορά αὐτά πού φώτισε νά ποῦμε αὐτή τήν ὥρα ὁ Θεός, καί ὠφελήθηκα πολύ. Αὐτά πού εἴπαμε σήμερα δέν θά ἤθελα νά μήν τά εἶχα ἀκούσει». Σχετικά μάλιστα μέ τόν προβληματισμό του καί τήν ἱερή ἀγωνία του κατά πόσον τό ἔργο του εἶναι εὐάρεστο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ –καί αὐτή τήν ἀγωνία τήν ἔχουν, νομίζω, ὅλοι οἱ πνευματικοί ὁδηγοί– τρεῖς φορές, ὅπως εἶπε στό ἐκκλησίασμα, τόν βεβαίωσε ἡ Παναγία ὅτι τό ἔργο του τό ἀποδέχεται ὁ Θεός.

Ὅσο γιά τό ἐξομολογητικό ἔργο του, ὅλοι, πιστεύω, μποροῦμε νά καταθέσουμε, ὁ καθένας ἀπό τήν πλευρά του, τήν προσωπική μας μαρτυρία. Γνώστης βαθύς ὁ Πάτερ –λόγῳ καί τῶν εἰδικῶν σπουδῶν του στό Στρασβοῦργο– ὅλων τῶν ψυχοπαθολογικῶν καί γενικά τῶν ἀρρωστημένων καταστάσεων πού ταλαιπωροῦν τόσο πολύ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, μέ τό ἐξαιρετικά ἀνεπτυγμένο διορατικό καί προορατικό του χάρισμα –πού τό ἀπέκρυπτε ὡστόσο πολύ ἐπιμελῶς, προφανῶς πρός ἀποφυγήν δημιουργίας ἐντυπώσεων– εἶχε τήν ἱκανότητα νά περνάει τήν ψυχή ἀπό πνευματικό τομογράφο καί νά τῆς βγάζει τό πιό ἀξιόπιστο ψυχογράφημα, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο νά τή φέρνει σέ κατάσταση αὐτογνωσίας καί μετανοίας.

Εἶχε τό χάρισμα –ὡς «ὁμοιοπαθής», ὅπως ἔλεγε, πού ἦταν– νά μπαίνει στή θέση τοῦ καθενός καί νά συμπάσχει κυριολεκτικά μαζί του, καθώς προσπαθοῦσε νά βιώσει καί ὁ ἴδιος ὅλη τή βαθύτερη κατάσταση τῆς ψυχῆς πού εἶχε ἀπέναντί του. Ἔνιωθε, ὅπως ὁμολογοῦσε, νά ἐξομολογεῖται καί ὁ ἴδιος μαζί μέ τόν κάθε ἐξομολογούμενο χωριστά, μέ ἀποτέλεσμα νά φεύγει κανείς ἀπό τό ἐξομολογητήριο μέ τήν αἴσθηση ὅτι κάποιος τόν κατάλαβε, κάποιος τόν πόνεσε, κάποιος τόν δέχτηκε καί τόν ἀγάπησε ἔτσι ὅπως ἦταν, καί αὐτό ἦταν πού ἀνέπαυε πλήρως καί εἰρήνευε τήν ψυχή. Καί αὐτό συνέβαινε γιατί, ὅπως τό εἶπε ὁ ἴδιος: «Ὅσο κάτω κι ἄν κατρακυλήσει κάποιος, ἐγώ, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, εἶμαι πιό κάτω ἀκόμη καί περιμένω ἐκεῖ. Ἑπομένως, μένει μιά ἐλπίδα γιά τήν κάθε ψυχή».

Γιά τόν Πάτερ δέν μετροῦσε ποτέ τό πόσο ἁμάρτησες –αὐτό εἶναι δεδομένο, ἔλεγε– ἀλλά τό «μηκέτι ἁμάρτανε»· μετροῦσε ἡ μετάνοια τῆς ψυχῆς. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἄκρα συγκατάβασή του καί ἡ ἀπόλυτη, θά λέγαμε, ἀπάθειά του, πού ἐνῶ ἄκουγε τίς πιό φοβερές καί ἀπίθανες πτώσεις καί θά περίμενε κανείς νά μαλώσει καί νά ἐπιτιμήσει τήν ψυχή πού εἶχε μπροστά του, δέν ταρασσόταν καί δέν ἀπογοητευόταν ποτέ καί ἀπό τίποτε. Δέν ἔδειχνε τόν παραμικρό φόβο γιά τό κακό πού ἔγινε, ἀπό ὁποιαδήποτε αἰτία κι ἄν προερχόταν, ἀλλά καημός του καί μέλημά του ἦταν πῶς νά περισώσει αὐτό πού ἀπέμεινε. Πῶς νά ἀξιοποιηθεῖ τό κακό πού ἔγινε. Τό πρῶτο πού ἔλεγε ἦταν: «Θά βγεῖ καλό». Καί ἔβγαινε πάντοτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τό καλό. Ὅλο τό μυστικό ἦταν νά βοηθήσει τήν ψυχή, ὅπως καί νά ἦταν τά πράγματα, νά πάρει τή θετική στάση, πού εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ταπείνωση καί ἡ ἐμπιστοσύνη στό ἔλεος καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ λεπτή ἐπίσης καί εὐαίσθητη καρδιά του δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά λυπήσει ἐπ᾿ οὐδενί ἤ νά φέρει σέ δύσκολη θέση τόν ἄνθρωπο. Ὡστόσο ὅμως, τό ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης πού τόν διακατεῖχε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία ὅλων τῶν ψυχῶν τοῦ ἔδινε συγχρόνως καί τή δύναμη, ἀλλά καί τήν πατρική ἄνεση, νά μή χαρίζεται σέ κανέναν ἀπολύτως, ἀνεξαρτήτως θέσεως καί γνωριμίας, καί νά τοῦ λέει ὅλη τήν ἀλήθεια.

Αὐτό τό κατόρθωνε, γιατί δέν εἶχε τήν παραμικρή τάση νά κατακτήσει καί νά δεσμεύσει τήν ὁποιαδήποτε ψυχή πού τοῦ ἔστελνε ὁ Θεός γιά νά τή βοηθήσει. Φροντίδα του ἦταν νά κατευθύνει καί νά συνδέει τήν ψυχή μέ τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ἔπαιζε τόν ρόλο ἁπλῶς τοῦ χειραγωγοῦ. Καί ἐπειδή πίστευε ὅτι δέν ἦταν κατάλληλος νά πάει νά βρεῖ μόνος του τίς ψυχές, δεχόταν ὁποιεσδήποτε καί ὁσεσδήποτε τοῦ ἔστελνε ὁ Θεός. Ὡς πρός τό σημεῖο αὐτό ἔλεγε ὅτι ἔκαμνε τό ἔργο τῆς «σταχομαζώχτρας» μέσα στόν ἀγρό τοῦ Θεοῦ: μάζευε τίς ψυχές-στάχυα πού ξέμεναν ἀπό τούς κανονικούς θεριστάδες. Καί πίστευε ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔστελνε τίς ψυχές, ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά τόν φώτιζε πῶς νά τίς βοηθήσει. Καί καθώς δέν εἶχε τόν φόβο μήν τυχόν καί τίς χάσει, εἶχε ὅλη τήν ἄνεση νά τούς πεῖ ξεκάθαρα ὅλη τήν ἀλήθεια.

Σ᾿ αὐτό πιστεύουμε ὅτι συντελοῦσε πολύ καί τό ἐνδεικτικό τῆς λεπτῆς ψυχῆς του χαρακτηριστικό, ὅτι σεβόταν σέ ἀπόλυτο βαθμό τήν ἐλευθερία τῆς ψυχῆς. Στόχευε πάντα στό φιλότιμο τῆς ψυχῆς· γι᾿ αὐτό οὐδέποτε προσπαθοῦσε νά ἐπιβάλει τή γνώμη του. «Χίλιες φορές», ἔλεγε, «νά πεῖς τήν ἀλήθεια, ἀλλά οὔτε μιά φορά νά προσπαθήσεις νά τήν ἐπιβάλεις· ἡ ἀλήθεια ἐπιβάλλεται ἀπό μόνη της». Ὅπως ἐπίσης οὐδέποτε ἔκανε κατάχρηση τῆς ἐξουσίας πού τοῦ παραχώρησε ὁ Θεός. Ἐνῶ δηλαδή θά μποροῦσε ὡς Γέροντας πού ἦταν –ἄν καί ὁ ἴδιος δέν θεωροῦσε τόν ἑαυτό του Γέροντα, γι᾿ αὐτό καί δέν ἀπαντοῦσε στήν προσφώνηση «Γέροντα», ἀλλά «Πάτερ»– νά μιλήσει κάποιες φορές σέ τόνους ὑψηλούς ἤ καί νά μᾶς μαλώσει ἀκόμη αὐστηρά, ὅταν χρειαζόταν, δέν τόν εἴδαμε ποτέ –ἐμεῖς τουλάχιστον στό Μοναστήρι– νά συμπεριφέρεται κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο, γιατί θά τοῦ ἔλεγε, λέει, ὁ Θεός: «Ποιός εἶσαι ἐσύ! Κι ἐσύ ἁμαρτωλός εἶσαι». Ὅταν μάλιστα κάποια φορά τόν ρώτησα γιατί ἀποφεύγει νά μᾶς βάλει ἔστω καί ἕναν μικρό παιδαγωγικό κανόνα, ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Τί κανόνα νά βάλουμε, παιδί μου; Ὑπάρχει σήμερα γιά τόν ἄνθρωπο μεγαλύτερος κανόνας ἀπό τό νά σηκώσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του; Ἄς μήν τοῦ προσθέσουμε καί ἄλλο βάρος· τοῦ φτάνει τό βάρος ἀπό τόν ἑαυτό του· τοῦ φτάνει ὁ παιδεμός ἀπό τήν ἴδια τήν ἁμαρτία».

Ἡ βαθιά ἐπίσης ταπείνωσή του καί ἡ ἀπέραντη μακροθυμία καί ἀνεξικακία του τόν ὑποχρέωναν νά χρησιμοποιεῖ πάντοτε τή «ράβδο» τῆς ἐπιείκειας καί τῆς συγκαταβάσεως πού, ὅπως ἀποδείχτηκε, φιλοτιμεῖ καί εὐαισθητοποιεῖ περισσότερο τίς ψυχές. Ἀσκοῦσε δηλαδή τήν ἑκούσια, ὅπως ἔλεγε, καί ἐλεύθερη ὑπακοή, πού θεραπεύει καί λυτρώνει τήν ψυχή, καί ὄχι τήν ἐξαναγκαστική, πού ἀπό τή μεγάλη του πείρα γνώριζε ὅτι ἀγριεύει καί βλάπτει τήν ψυχή. Καλλιεργοῦσε, μέ δυό λόγια, τή φιλάνθρωπη ὑπακοή. Καί μέ ὅλη αὐτή τήν τακτική δέσμευε ἀδέσμευτα καί ἀκίνδυνα τήν ψυχή.

Καί λέμε ἀκίνδυνα, γιατί ὁ Πάτερ εἶχε καί τό σπάνιο ἴσως χάρισμα νά κρατάει μιά ἱερή ἀπόσταση ἀπό τήν ψυχή. Καί νά προσπαθοῦσε κανείς νά προσκολληθεῖ, λόγῳ ἀδυναμίας, στό πρόσωπό του, δέν μποροῦσε νά βλαφτεῖ, γιατί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο δέν ὑπῆρχε περίπτωση ὁ μακαριστός νά ἀνταποκριθεῖ, καί πολύ περισσότερο νά ἐκμεταλλευτεῖ τήν ψυχή. Ἦταν τόσο ἱερό τό δέος πού ἐνέπνεε ἡ ὅλη παρουσία του, ὥστε δέν μποροῦσες νά εἶσαι μαζί του καί νά μή λαμβάνεις τά ἀνάλογα μέτρα σου. Ἡ προσωπικότητα τοῦ π. Συμεών ἦταν τέτοια, πού ἐπισκίαζε τούς γύρω του. Ἦταν ἕνας καθρέπτης πού ἀντικρίζοντάς τον ἔβλεπες μέσα σ᾿ αὐτόν τόν Χριστό καί τόν ἴδιο τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σου, καί δέν μποροῦσες νά μήν τοῦ ἀποκάλυπτες τούς κρυφούς λογισμούς σου.

Τό ὑψηλό ἐπίσης αἴσθημα τῆς εὐθύνης πού, ὅπως ἀναφέραμε πιό πάνω, τόν διακατεῖχε, τόν ἔκανε νά εἶναι καί ὑπερβολικά προσεκτικός. Οὐδέποτε ξέφυγε ἀπό τό στόμα του λόγος περιττός, πράγμα πού ὑποχρέωνε καί τόν συνομιλητή του νά εἶναι προσεκτικός. Ἕνα καί μόνο βλέμμα του ἔφτανε γιά νά σέ βάλει αὐτοστιγμεί στή θέση σου. Ὁ λόγος του, «ἅλατι ἠρτυμένος», ποτέ δέν προκαλοῦσε κορεσμό. Καί γενικά ὁ Πάτερ ἦταν ὁ ἄνθρωπος πού δέν μποροῦσες νά τόν συνηθίσεις. Ἐγώ προσωπικά, κάθε φορά πού χτυποῦσε τό κουδούνι τῆς πόρτας καί ἔμπαινε στό Μοναστήρι, ἔνιωθα σάν νά τόν ἔβλεπα γιά πρώτη φορά.

Πάντοτε ἐπίσης, καθώς ἦταν ἄνετος καί πρόθυμος, μετέδιδε αὐτή τήν ἄνεση καί στόν συνομιλητή του· οὐδέποτε ἔνιωθες στή συνεργασία μαζί του νά πιέζεται ἀπό τόν χρόνο. Εἶχε βρεῖ τό μυστικό τοῦ χρόνου, ἔτσι πού ὁ χρόνος νά τόν ὑπηρετεῖ. Δέν εἶχε στήν ψυχή του βιασύνη, γι᾿ αὐτό καί τό ἄγχος ἦταν τελείως ξένο πρός τήν ὕπαρξή του.

Πάνω ἀπό ὅλα ὅμως ὁ π. Συμεών ἦταν ἀδιαλείπτως προσευχόμενος. Ὅλη ἡ φροντίδα του καί ἡ προσοχή του ἦταν στό νά ἀξιοποιεῖ ὄχι μόνο τίς ὧρες καί τά λεπτά, ἀλλά καί τό δευτερόλεπτο ἀκόμη. Κάθε στιγμή, ἔλεγε, ἔχει τή δική της ἱστορία καί παράγει τό δικό της βίωμα. Γι᾿ αὐτό καί δέν μποροῦσες οὔτε μιά στιγμή νά τόν πιάσεις ξεχασμένο καί ἔξω ἀπό τήν προσευχή. Εἴτε μιλοῦσε εἴτε ἐργαζόταν εἴτε περπατοῦσε, σοῦ ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ νοῦς του ἦταν συνεχῶς προσκολλημένος στή θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα ὅμως ἦταν καί τόσο προσγειωμένος, πού τόν ἔβλεπες νά ἀσχολεῖται μέ ὅλη του τήν εὐλάβεια καί τήν προσοχή καί μέ τήν πιό ἀσήμαντη, θά λέγαμε, λεπτομέρεια τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ἦταν, μέ ἄλλα λόγια, «τοῖς πᾶσι προσηρμοσμένος». Ζοῦσε δηλαδή ὡς ἑτοιμοθάνατος καί ἐργαζόταν ὡς ἀθάνατος.

Ἡ ὅλη ἔκφραση τοῦ προσώπου του ἔδειχνε ὅτι ὁ Πάτερ ἔπασχε συνεχῶς τά θεῖα, καί αὐτό ἔνιωθε κανείς νά κορυφώνεται στή λατρεία καί ἰδιαίτερα στή θεία Λειτουργία. Ὅσο καί νά τό ἐπεδίωκε νά μήν ἐκδηλωθεῖ ἐξωτερικά, οἱ λυγμοί του καί τά δάκρυα πού τοῦ ξέφευγαν πολλές φορές –παρά τήν προσπάθειά του νά συγκρατηθεῖ– πρόδιδαν τήν πληγωμένη ἀπό τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό καρδιά του. Κάποιες φορές μάλιστα, ὅταν ἀναφερόταν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἔλεγε ὅτι ἡ θεία Λειτουργία δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτό πού βλέπουμε νά τελεῖται ἐξωτερικά, ἀλλά εἶναι ἕνα ὅραμα, «εἶναι ἕνα παράθυρο μέσα ἀπό τό ὁποῖο βλέπουμε τί γίνεται στόν οὐρανό». Γι᾿ αὐτό τό θέμα ὅμως μποροῦν νά μιλήσουν καλύτερα καί πιό ὑπεύθυνα μόνο οἱ πατέρες πού λειτουργοῦσαν μαζί του καί εἶχαν ἄμεση προσωπική ἐμπειρία ἀπό ὅλη αὐτή τήν πραγματικότητα.

Καί καθώς ὁ μακαριστός ἀφηνόταν ὁλοτελῶς στή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός τόν ἀναγεννοῦσε καί βιολογικά. Ἐκεῖ πού ἔβλεπε κανείς τήν πλήρη σωματική ἀδυναμία του καί κατάπτωση, ἀπό τήν ὅλη ἐπισφαλή ὑγεία του καί τήν προχωρημένη ἡλικία του, μόλις ἄρχιζε τό ἔργο του, εἰδικά τή διδαχή καί τήν ἐξομολόγηση, ὑπερέβαινε τόσο πολύ τόν ἑαυτό του, πού δέν σοῦ ἄφηνε τήν παραμικρή ἐντύπωση κοπώσεως καί ἀνημποριᾶς. Σάν νά μήν εἶχε δικό του ἑαυτό. Ἦταν φανερό ὅτι κάποιος «ἄλλος» μιλοῦσε μέ τό στόμα τοῦ Πατρός καί ἐνεργοῦσε μέ τό ἀσθενικό του σῶμα. Ἦταν φανερό ὅτι δέν ζοῦσε ὁ ἴδιος. Ζοῦσε ἐν αὐτῷ ὁ Χριστός.

Πάντοτε, κατά τά τελευταῖα ἰδίως χρόνια, ἦταν φανερό ὅτι ὁ Πάτερ «σήμερα» ἦταν περισσότερο ἀλλοιωμένος ἀπό «χθές». Αὐτό τό διαπίστωναν ὅλοι ὅσοι τόν συναντοῦσαν ἀπό κοντά. Πρόσφατη ἀπόδειξη αὐτῆς τῆς πραγματικότητος εἶναι καί ἡ μαρτυρία ἑνός ἐκ τῶν γιατρῶν τῆς κλινικῆς, ὅπου νοσηλεύτηκε τελευταῖα, καί ὁ ὁποῖος, ἐντυπωσιασμένος προφανῶς ἀπό τή φωτεινή καί γαλήνια μορφή τοῦ Πατρός, εἶπε χαρακτηριστικά: «Αὐτός ὁ κληρικός ἐκπέμπει πνευματική ἀκτινοβολία».

Ἀλλά ὁσαδήποτε κι ἄν εἰπωθοῦν εἴτε τώρα εἴτε ἀργότερα, ἡ ζωή τοῦ Πατρός δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ καί νά ἐκφραστεῖ μέσα ἀπό τά δικά μας φτωχά λόγια καί ἀνθρώπινα σχήματα, δεδομένου ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή του ἦταν ἡ ἱκανότητα πού εἶχε νά καλύπτει τήν ἀρετή του. Ἡ ζωή τοῦ Πατρός θά μένει γιά πάντα κρυμμένη ὡς ἱστορία, γιά νά συνεχίζεται μόνο ὡς ζωή ἐν Χριστῷ.

Τόν πιό πετυχημένο ἴσως χαρακτηρισμό τόν ἔδωσε, νομίζω, Παναγιώτατε, μέ μία μόνο φράση ὁ προκάτοχός Σας, ὁ μακαριστός Παντελεήμων ὁ Β΄, ὅταν στίς 23 Νοεμβρίου 1993 εὐαρεστήθηκε νά ἐγκαταστήσει τήν ταπεινότητά μου στή διακονία τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Τήν ὥρα δηλαδή πού, μετά τήν τέλεση τῆς σχετικῆς ἀκολουθίας, κατευόδωνε ὁ Πάτερ τόν Παναγιώτατο μαζί μέ τούς τότε στενούς του συνεργάτες (τόν νῦν Ἅγιο Βεροίας, τόν νῦν Ἅγιο Λαγκαδᾶ καί τόν μακαριστό Μητροπολίτη Ἐλασσῶνος κυρό Βασίλειο), κάτι πρέπει νά τοῦ εἶπε ὁ μακαριστός Παντελεήμων, λόγο δηλαδή ἐπαινετικό, πού ἐμεῖς δέν τόν εἴχαμε ἀκούσει, γιατί ἤμασταν σέ κάποια ἀπόσταση· ἀκούσαμε ὅμως πολύ καθαρά τόν Πάτερ νά λέει, σκυμμένος πάνω ἐκεῖ στό ἀνοιχτό παράθυρο τοῦ αὐτοκινήτου: «Ἐγώ, Παναγιώτατε; Ἐγώ εἶμαι μή ὤν». Ὁπότε, ἔτσι αὐθόρμητος ὅπως ἦταν ὁ Δεσπότης, βγάζει τό χέρι του ἀπό τό παράθυρο καί λέει μέ τή βροντερή φωνή του: «Ἕνας εἶναι ὁ Συμεών!»

Μέ πολύ δέος καί πολλή προσοχή τολμήσαμε νά ἀποκαλύψουμε κάτι ἀπό τήν ἁγία ζωή τοῦ Πατρός, ἔτσι ὅπως ἐμεῖς τή βλέπαμε καί τήν καταλαβαίναμε μέ τίς δικές μας ἀτελεῖς πνευματικές αἰσθήσεις ἀπό τίς ἐξωτερικές του ἐκδηλώσεις, μέσα ἀπό τήν πολυχρόνια συνεργασία πού εὐδόκησε ὁ Κύριος νά ἔχουμε μαζί του. Ἡ ἐσωτερική του ὅμως μυστική ζωή, ἡ σφαίρα τῆς πνευματικῆς μέθης καί τῶν θείων ἁρπαγῶν πού διαισθανόμασταν ὅτι ζοῦσε, αὐτή ἀνήκει στήν ἄβατη γιά μᾶς περιοχή. Γι᾿ αὐτά μόνο «ἡ ἡμέρα δηλώσει».

Ἤδη ὁ Πάτερ, μετά καί τόν δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ἔπαινο καθώς καί τήν Πατριαρχική εὐαρέσκεια πού ἀξιώθηκε ἐπί τῆς γῆς, κατά τήν πρόσφατη ἐπίσκεψη τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, στό Ἡσυχαστήριό μας, πιστεύουμε ὅτι πέρασε στή χώρα τῶν ζώντων καί κατέλαβε τή θέση του μεταξύ ἐκείνων πού προῆλθαν «ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης καί ἔπλυναν τάς στολάς αὐτῶν καί ἐλεύκαναν αὐτάς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου». «Εἰσῆλθεν εἰς τήν κατάπαυσιν τοῦ Κυρίου του», γιά νά καταπαύσουν ἐκεῖ μαζί καί ὅλοι οἱ πόνοι του, οἱ σωματικοί καί ψυχικοί, ἀπό τόν ὑπερβολικό κόπο καί μόχθο πού κατέβαλε καί τό δυσβάστακτο βάρος τῶν εὐθυνῶν πού σήκωσε γιά τή σωτηρία ὅλων μας. «…μακάριοι οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνῄσκοντες … ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν…» Ἦρθε ἡ ὥρα νά ξεκουραστεῖ ἀπό τίς συνεχεῖς ὠδίνες πού περνοῦσε σέ ὅλη του τή ζωή, καθώς ἔχυνε σταγόνα-σταγόνα μέ πόθο ἱερό τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του γιά ὅλους, ἀλλά καί γιά τόν καθένα μας χωριστά, γιά νά μᾶς γεννήσει «διά τοῦ Εὐαγγελίου»· διότι κατά μίμησιν τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσῃ». Αὐτή τήν ὥρα οἱ σταγόνες αὐτές νιώθουμε νά φτάνουν ὥς τίς ψυχές μας καί νά συνεχίζουν νά μεταγγίζουν μέσα μας κάτι ἀπό τή ζωή του.

Ἡ θλίψη μας εἶναι μεγάλη, γιατί, ὅπως ἀντιλαμβάνεσθε, χάσαμε ὅ,τι πολυτιμότερο, ἀνθρωπίνως, ὑπῆρχε γιά μᾶς. Χάσαμε τήν ὀμπρέλα, κάτω ἀπό τήν ὁποία αἰσθανόταν κανείς τόση ἀσφάλεια, τόση σιγουριά καί τόση ξενοιασιά! Παραδόξως ὅμως, συγχρόνως νιώθουμε σάν νά μή χάσαμε καί τίποτε. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ αἰσθανόμαστε νά πατᾶμε πολύ στερεά καί σταθερά στά πόδια μας, καί αὐτό τό νιώθουμε ὡς ἀποτέλεσμα καί εὐλογία τῶν πρεσβειῶν τοῦ Πατρός καί τῶν δικῶν Σας, Παναγιώτατε, εὐχῶν.

Αὐτό πιστεύουμε ὅτι εἶναι χειροπιαστή ἀπόδειξη ὅτι ὁ Πάτερ δέν μᾶς ἐγκατέλειψε ὀρφανούς καί δέν μᾶς ἄφησε μόνους ἐδῶ σ᾿ αὐτή τή ζωή. Ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ καί νά εἶναι καί τώρα ἀνάμεσά μας παρών. Εἶναι παρών μέ τόν λόγο του τόν ζωντανό, πού μᾶς ἄφησε καί μέ τόν ὁποῖο θά συνεχίσει νά μᾶς τρέφει, νά μᾶς στηρίζει, νά μᾶς νουθετεῖ καί νά μᾶς καθοδηγεῖ, ὅπως πάντοτε, ἀπλανῶς, ἰδιαίτερα μάλιστα σήμερα, πού ἡ πλάνη στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, δογματική καί βιωματική, ἔχει πάρει τόσο ἀνεξέλεγκτες διαστάσεις πού κινδυνεύουν –κατά τόν Εὐαγγελιστή– νά πλανηθοῦν, «εἰ δυνατόν, καί οἱ ἐκλεκτοί».

Εὐχηθεῖτε, σᾶς παρακαλοῦμε, ἄν δέν μπορέσαμε νά μιμηθοῦμε τό ἅγιο παράδειγμά του καί νά τόν ἀναπαύσουμε ὅσο ἔπρεπε καί ὅπως ὀφείλαμε ἐνόσω ἦταν στή ζωή, νά τόν ἀναπαύσουμε ἔστω καί τώρα, μετά τήν ἐκδημία του.

Εὐχηθεῖτε νά περάσει κάτι ἀπό τή θεωμένη ζωή του καί στίς δικές μας ψυχές, πού αὐτό περιμένει ἀσφαλῶς ἀπό ὅλους μας, καί πού αὐτή θά εἶναι ἡ ἀληθινή ἀνταπόκρισή μας στή σταυρωμένη ἀγάπη του γιά τή σωτηρία μας.

Πιστεύουμε πώς ἡ μακαρία ὁδός καί ὁ τόπος ἀναπαύσεως δέν ἑτοιμάστηκε μόνο γιά τόν μακαριστό Πατέρα μας, ἀλλά ἐκεῖ θά ἑτοιμάζει ὁ ἴδιος τώρα καί τόν δικό μας τόπο. Καί ὅπως μαζί του περάσαμε ὅλη τή θλίψη καί τόν πόνο αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ἐπίγειας ζωῆς, ἐκεῖ πιστεύουμε ὅτι μᾶς περιμένει ὅλους, γιά νά ἀπολαμβάνουμε μαζί του καί τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη τῆς ἄλλης, τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Τήν εὐχή του νά ἔχουμε.