ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
Θεματική Συλλογή
Τόμος Β´
(Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια)
Κεντρική διάθεση: Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»
https://toperivoli.gr/product/τό-μέγα-γεροντικόν-τόμος-β΄/
Περιεχόμενα
Ἀντί προλόγου
Εἰσαγωγικό σημείωμα
Κεφάλαιο Δ´
Περί ἐγκρατείας. Καί ὅτι δέν πρέπει νά τηροῦμε τήν ἐγκράτεια μόνο στήν τροφή ἀλλά καί στίς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς
Κεφάλαιο Ε´
Διάφορες διηγήσεις ὠφέλιμες γιά τούς πολέμους πού ξεσηκώνει μέσα μας τό πάθος τῆς πορνείας
Κεφάλαιο ΣΤ´
Περί ἀκτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει νά φυλαγόμαστε καί ἀπό τήν πλεονεξία
Κεφάλαιο Ζ´
Διάφορες διηγήσεις πού μᾶς ἐνθαρρύνουν γιά ὑπομονή καί ἀνδρεία
Κεφάλαιο Η´
Τίποτε δέν πρέπει νά κάνουμε γιά ἐπίδειξη
Κεφάλαιο Θ´
Εἶναι ἀνάγκη νά ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νά μή κρίνουμε κανένα
Βιογραφικά σημειώματα
Εὑρετήρια
Εἰσαγωγικό σημείωμα
Εἶναι γνωστό ὅτι “τό μαρτύριο τοῦ αἵματος” πού ὑπέστησαν τά πιστά μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν, τό διαδέχθηκε τό ἐξίσου ἐπώδυνο, ἀλλά καί βαρυσήμαντο “μαρτύριο τῆς συνειδήσεως”. Ὁ ἰσόβιος δηλαδή καί συνεχής ἀγώνας κάθε χριστιανοῦ νά ἐπιτύχει στόν κόσμο αὐτό μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἀπό τόν τυραννικό κλοιό τῆς ἁμαρτίας καί τόν ἐξαγιασμό του.
Στή μεταβατική αὐτή περίοδο, πρός τό τέλος τῶν διωγμῶν καί στά πρῶτα εἰρηνικά χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ (τέλη 3ου-ἀρχές 4ου αἰ.), κάποιες ψυχές, πού σέ σύντομο χρονικό διάστημα πολλαπλασιάστηκαν, «θεϊκῷ ἔρωτι πτερούμενοι» τόλμησαν, «ὡς οὐδέν λογισάμενοι» τά τερπνά τοῦ κόσμου, «νά ἐξέλθουν» στήν ἀπαράκλητη ἔρημο, γιά νά ὑπομείνουν ἐκεῖ ἀπερίσπαστοι ἀπό βιοτικές μέριμνες τά παθήματα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, συσταυρούμενοι καί συνανιστάμενοι μ᾿ Αὐτόν στόν ἰσόβιο ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι «ἐπολίσθη» ἡ ἔρημος.
Στήν εἰσαγωγή τοῦ Α´ τόμου τῆς σειρᾶς μπορεῖ ὁ ἀναγνώστης νά κατατοπισθεῖ πάνω σέ ἐνδιαφέρουσες πτυχές τοῦ ὅλου θέματος. Νά γνωρίσει δηλαδή ποιοί ἦσαν οἱ πρωτοπόροι ἐρημίτες Γέροντες, ποιές μορφές παρουσίασε ὁ μοναχισμός στήν πρώτη του ἐμφάνιση, ποιός ὁ χαρακτήρας καί ἡ σημασία τῶν Ἀποφθεγμάτων τῶν ἁγίων Γερόντων, ἀλλά ἀκόμη καί τόν οἰκοδομητικό τρόπο προσέγγισης τοῦ ἀναγνώστη σ᾿ αὐτά, ὥστε νά ἀνασύρει τόν σωτήριο θησαυρό πού κρύβουν καί νά ἐντρυφήσει σ᾿ αὐτόν.
Στόν τόμο αὐτόν περιοριζόμαστε σέ μιά σύντομη κατατόπιση πάνω στό ἀντικείμενο τοῦ βιβλίου.
Δύο παραλλαγές Ἀποφθεγμάτων ὑπάρχουν· ἡ ἀλφαβητική καί ἡ θεματική ἤ συστηματική. Στήν πρώτη παρατίθενται σέ ἀλφαβητική σειρά τά ὀνόματα τῶν Πατέρων μέ τά Ἀποφθέγματά τους, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Μ. Ἀντώνιο μέχρι τόν ἀββᾶ Ὤρ.
Στή θεματική ἤ συστηματική παραλλαγή τό ὑλικό κατατάσσεται σέ 21 κεφάλαια, πού τό καθένα ἀναφέρεται σέ ἕνα κύριο θέμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Αὐτή ἡ θεματική παραλλαγή, ἡ ὁποία μέχρι τῶν ἡμερῶν μας παρά τή μεγάλη σπουδαιότητά της παρέμενε ἀνέκδοτη, ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τῶν τόμων τοῦ Μεγάλου Γεροντικοῦ μέ μετάφραση στή νεοελληνική καί τά σχετικά σχόλια. Ὁ τίτλος αὐτός προτιμήθηκε, ἐπειδή ἡ θεματική παραλλαγή περιλαμβάνει ὅλα τά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου.
Ἡ ἔκδοσή μας βασίστηκε κυρίως στούς ἑξῆς τρεῖς κώδικες: Coislin 108 (11ου αἰ.), Coislin 127 (12ου αἰ.) καί Σιναϊτικός 454 (18ου αἰ.).
Ἀκολουθοῦμε τή διαίρεση τῶν Ἀποφθεγμάτων σέ 21 κεφάλαια, ὅπως εἶναι στούς προαναφερθέντες βυζαντινούς χειρόγραφους κώδικες.
Ὁ Α´ τόμος περιλαμβάνει τά τρία πρῶτα κεφάλαια.
Στόν Β´ τόμο περιέχονται τά ἑπόμενα ἕξι (6) κεφάλαια τοῦ κώδικα, πού εἶναι τά ἑξῆς:
Κεφ. Δ´ : Περί ἐγκρατείας·… καί ὄχι μόνο στήν τροφή, ἀλλά καί στίς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς.
Κεφ. Ε´: Διηγήσεις ὠφέλιμες… γιά τόν πόλεμο τῆς πορνείας.
Κεφ. ΣΤ´: Περί ἀκτημοσύνης… καί ἀποφυγή τῆς πλεονεξίας.
Κεφ. Ζ´: Διηγήσεις… περί ὑπομονῆς καί ἀνδρείας.
Κεφ. Η´: Τίποτε δέν πρέπει νά κάνουμε γιά ἐπίδειξη.
Κεφ. Θ´: Εἶναι ἀνάγκη νά ἐπαγρυπνοῦμε, ὥστε νά μήν κρίνουμε κανέναν.
Θεοῦ συνεργοῦντος θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλοι τόμοι.
Τό Γεροντικόν ἤ (ἀλλιῶς:) Πατερικόν ἤ τά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων ἔγιναν πολύ ἐνωρίς ἀντικείμενο ἐντρυφήσεως· ἀρχικά ἀπό ὁμάδες μοναχῶν πού ζητοῦσαν νά βαδίσουν στά ἴχνη προγενεστέρων ἁγίων Γερόντων καί ἀργότερα διευρύνθηκε τό ἐνδιαφέρον στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀγαπήθηκαν καί διαβάστηκαν ὅσο λίγα βιβλία· καί ἐξακολουθοῦν νά διαβάζονται μέχρι καί σήμερα, παρόλο πού παρῆλθαν δεκαπέντε καί πλέον αἰῶνες.
Ἡ διαχρονική αὐτή ἀνά τούς αἰῶνες ἀξία τῶν κειμένων αὐτῶν ἔγκειται ἀφενός στό ὅτι δέν ἀποτελοῦν θεωρία ―ὅσο ὑψηλή κι ἄν θά μποροῦσε νά εἶναι αὐτή― ἀλλά πράξη καί ἐμπειρία· ὅμως πιό πέρα καί πάνω ἀπ᾿ αὐτό εἶναι ὅτι δέν ἀπηχοῦν κατορθώματα καί καταστάσεις ἁπλῶς ἀνθρώπινες ―ὅσο καλές κι ἄν θά μποροῦσε νά ἦταν αὐτές― ἀλλά τή θεανθρώπινη ζωή τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ὑπῆρξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες σκεύη καί δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χάρις στήν «τετρωμένη» ἀπό ἀγάπη καρδιά τους γιά τόν Θεό καί στήν ἄνευ ὅρων παράδοσή τους σ᾿ Αὐτόν.
Καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι σήμερα ἔχουν ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα γιά τόν τεχνοκρατούμενο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βάλλεται ἐξουθενωτικά δίκην ἐφόδου ἀπό τά συνεχῶς αὐξανόμενα ἐκθαμβωτικά ἐπιτεύγματα τῆς Τεχνικῆς καί τή νοοτροπία τῆς ἀδηφάγου καταναλωτικῆς κοινωνίας, πού ὅλα αὐτά ἐγκυμονοῦν τόν κίνδυνο τῆς ἀλλοτρίωσης, γιά νά μήν ποῦμε τῆς διαστροφῆς, τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως.
Τά Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Γερόντων ἐκφράζουν τήν βιωμένη ἀπό τόν ἄνθρωπο ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ πού τόν σώζει. Μαρτυροῦν μ᾿ ἕνα τρόπο ἁπλό καί καθαρό πῶς βρίσκει κανείς τόν ἄγνωστο Χ, τόν ἑαυτό του ἀφενός, καί ἀφετέρου τόν ἀπόμακρο (ὅπως ὁ ἴδιος τό νομίζει) Δημιουργό καί Πλάστη του, τόν Θεό.
Πρέπει νά μᾶς εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου ἐκτός ὀλίγων ἐξαιρέσεων ἦσαν ἁπλοί πιστοί, ἄμοιροι τῆς κατά κόσμον σοφίας ἀλλά κάτοχοι τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ· κατά τό ἀποστολικόν: «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ». Ἐπίσης ἀποδεικνύεται καί ὅτι «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστὶ καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί» (Α´ Κορ. 1, 27-29 καί 25).
Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἑξῆς περιστατικό μέ τόν Μέγα Ἀρσένιο, τόν βυζαντινό ἀξιωματοῦχο πού ἀντήλλαξε τή χλιδή καί τή δόξα τῆς ἀνακτορικῆς ζωῆς μέ τήν ἀτιμία καί τήν πτωχεία τῆς ἐρημικῆς ζωῆς στή μοναχική παλαίστρα. Ὅταν ρωτοῦσε κάποια φορά γιά πνευματικά θέματα ἕναν ἐρημίτη, κάποιος γνωστός του πού παραβρέθηκε τή στιγμή ἐκείνη εἶπε μέ ἀπορία στόν Ἀρσένιο· «Πῶς ἐσύ μέ τόσο μεγάλη μόρφωση, πού κατέχεις καί τή ρωμαϊκή καί τήν ἑλληνική σοφία, συμβουλεύεσαι αὐτόν τόν ἀγροῖκο (= τόν χωριάτη, τόν ἄξεστο) γιά τούς λογισμούς σου;» Καί ὁ Ἀρσένιος ἀπάντησε: «Τή ρωμαϊκή καί τήν ἑλληνική σοφία τή γνωρίζω, ἀλλά τό ἀλφάβητο αὐτοῦ τοῦ “ἀγροίκου” δέν ἔχω μάθει ἀκόμη».
Ἕνας μύστης τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας τήν παραμερίζει καί σκύβει νά μάθει τό ἀλφάβητο τοῦ «ἀγροίκου», πού εἶναι ὅμως κάτοχος τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ.
Καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἕνας ἀγράμματος, ὁρμᾶ νά φθάσει τόν Θεό, χωρίς προϋποθέσεις κοσμικῆς σοφίας, καί ἀναδεικνύεται καθηγητής τῆς ἐρήμου καί καθοδηγεῖ γενεές ἀνθρώπων χάρις στή σοφία πού τοῦ χορήγησε ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.
Ἡ ζωή λοιπόν καί ὁ λόγος τῶν ἁγίων εἶναι καρπός οὐράνιος πού πέφτει σάν σπόρος καί μεστώνει σιγά-σιγά μέ τή ζωοποιό ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή τους, πού εἶναι κενή ἀπό τύφο καί ἀλαζονεία καί βρίσκει ὁ Θεός τόπο “νά ἀκουμπήσει” γιά νά ἐνεργήσει τό ἁγιαστικό του ἔργο. Γι᾿ αὐτό τόσο ἡ καθαρή ἀρετή τῶν ἁγίων ὅσο καί ὁ λόγος τους ὁ ἁπλός καί ἀπέριττος οἰκοδομοῦν καί παρατείνονται ἀνά τούς αἰῶνες ἀναλλοίωτα, ὅπως ἀναλλοίωτο παραμένει ὅ,τι ἀφορᾶ τόν Θεό.
Τό πρόβλημα λοιπόν εἶναι πῶς ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι οἰηματίες ἄνθρωποι μέ τήν ἀλαζονική πεποίθηση στόν ἑαυτό μας καί στά προσόντα μας, θά θελήσουμε νά σκύψουμε μέ πνεῦμα μαθητείας μπροστά στίς ἅγιες αὐτές μορφές καί θά μπορέσουμε, πίσω ἀπό τή φαινομενική τους ἀσημαντότητα καί την εὐαγγελική τους ἀνεπιτήδευτη ἁπλότητα, νά διακρίνουμε καί νά ἀνασύρουμε τόν θεϊκό πλοῦτο πού κρύβεται.
Φυσικά δέν καλούμαστε νά πάρουμε τόν δρόμο γιά κάποια ἔρημο ―ἄλλωστε «ἔρημος» ἔγινε ἀπό κάποια πλευρά καί ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία σήμερα― ἀλλά νά διακρίνουμε στή ζωή καί τόν λόγο τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας τό πνεῦμα πού τούς διέπει· καί πού αὐτό δέν εἶναι ἄλλο παρά τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Εὐχαριστώντας “ἐκ βαθέων” τόν Θεό πού μέ τή δική του βοήθεια ἔφθασε ἡ ὥρα νά ἐκδοθεῖ ὁ Β´ τόμος τοῦ Μ. Γεροντικοῦ, ἄς τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς βγάλει ἀπό τήν κουφότητα τῶν γηίνων ἀνερμάτιστων ἐπιδιώξεων μας, ὥστε μέ τό φωτεινό παράδειγμα καί τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων μας νά κάνουμε τόν σωτήριο προσανατολισμό μας πρός τήν μόνη Ἀλήθεια, τόν Θεό.
Ὀφείλουμε εὐχαριστίες καί πολλή εὐγνωμοσύνη σ᾿ ὅλους τούς ἀγαπητούς συνεργάτες τοῦ Ἡσυχαστηρίου μας, πού ὁλόψυχα καί πολύπλευρα συνέδραμαν τήν ὅλη ἐργασία τοῦ Β´ τόμου. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός θά λάβει ὑπόψιν του τόν κόπο τῆς ἀγάπης τους καί δεόντως θά τούς ἀνταμείψει.
Ἐπιλογή ἀπό τά ἀποφθέγματα
Κεφάλαιο Δ´
- Ἔλεγε ὁἀββᾶς Δανιήλ γιάτόν ἀββᾶ Ἀρσένιο· «Ὅλη τή νύκτα τήν περνοῦσε ἄγρυπνος. Καί ὅταν κατά τά ξημερώματα ἀπό ἀνάγκη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἤθελε νά κοιμηθεῖ, ἔλεγε στόν ὕπνο: Ἔλα, κακέ δοῦλε. Καί τόν ἅρπαζε γιά λίγο καθισμένος καί εὐθύς σηκωνόταν».
- Ἔλεγε ὁἀββᾶς Ἀρσένιος: «Γιάτόν μοναχό εἶναι ἀρκετό νά κοιμᾶται μιά ὥρα, ἐάν εἶναι ἀγωνιστής».
- Ὁἴδιος βάδιζε κάποτε μαζίμέ τούς μαθητές του· καί ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς βρῆκε πάνω στόν δρόμο ἕνα μικρό ἀρακά χλωρό καί λέει στόν Γέροντα· «Πάτερ, μοῦ ἐπιτρέπεις νά τό πάρω αὐτό;» Τόν κοίταξε μέ ἀπορία ὁ Γέροντας καί τοῦ λέει· «Ἐσύ τό ἔβαλες ἐκεῖ;» «Ὄχι» ἀπαντᾶ ὁ ἀδελφός. «Καί πῶς λοιπόν θέλεις νά πάρεις ―τοῦ λέει ὁ Γέροντας― αὐτό πού δέν τό ἔβαλες ἐσύ;»
- Ἔλεγαν ἐπίσης γι᾿αὐτόν καίτόν ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ: «Ὅταν πουλοῦσαν κάποιο πράγμα, ἔλεγαν τήν τιμή του ἀλλά ἔπαιρναν ὅ,τι τούς ἔδιναν χωρίς δεύτερο λόγο καί ἔνιωθαν ἀναπαυμένοι.
Κι ὅταν πάλι ἤθελαν νά ἀγοράσουν κάτι, πλήρωναν τήν τιμή πού τούς ἔλεγαν σιωπηλοί καί ἔπαιρναν τό σκεῦος χωρίς νά ποῦν κουβέντα».
- Ἔλεγαν γιάτόν ἀββᾶἙλλάδιο ὅτι ἔμεινε εἴκοσι χρόνια στά Κελλία καί δέν σήκωσε ποτέ τά μάτια του νά δεῖ τή στέγη τῆς ἐκκλησίας.
- Εἶπε ὁἀββᾶς Ἰωάννης ὁΚολοβός: «Ἐάν ἕνας βασιλιάς θελήσει νά καταλάβει μιά ἐχθρική πόλη, πρῶτα δεσμεύει τό νερό καί τήν τροφή. Καί ἔτσι οἱ ἐχθροί κινδυνεύοντας νά πεθάνουν ἀπό τήν πείνα ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτόν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά σαρκικά πάθη. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μέ νηστεία καί πείνα, οἱ ἐχθροί πού εἶναι στήν ψυχή του χάνουν τή δύναμή τους».
Κεφάλαιο Ε´
- Ἔλεγε ὁἀββᾶΜατώης: «Ἦλθε κάποιος ἀδελφός καί μοῦ εἶπε ὅτι ἡ καταλαλιά εἶναι χειρότερη ἀπό τό σαρκικό ἁμάρτημα. Καί εἶπα: Σκληρός εἶναι ὁ λόγος. Μέ ρωτάει τότε: Καί πῶς νομίζεις πώς ἔχει τό θέμα αὐτό; Καί τοῦ ἐξήγησα: Ἡ καταλαλιά εἶναι κακό πράγμα, ἀλλά ἔχει γρήγορη θεραπεία. Γιατί ἐκεῖνος πού κατηγορεῖ μετανοεῖ πολλές φορές ὁμολογώντας: Κατηγόρησα. Ἐνῶ ἡ πορνεία εἶναι ἕνας φυσικός θάνατος».
- Ρώτησε ὁἀββᾶς Ἀνούβ τόν ἀββᾶΠοιμένα γιά τούς ἀκάθαρτους λογισμούς, πού γεννᾶ ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί γιά τίς μάταιες ἐπιθυμίες. Καί τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Μήπως θά δοξασθεῖ τό ἀξινάρι χωρίς αὐτόν πού τό χρησιμοποιεῖ γιά νά κόβει; Καί σύ μή συνεργάζεσαι μ᾿ αὐτά καί θά ἀδρανήσουν».
- Ἦλθε κάποτε ἕνας ἀδελφός στόν ἀββᾶΠοιμένα καίτοῦ λέει: «Τί νά κάνω, πάτερ, πού πιέζομαι ἀπό τόν πειρασμό τῆς πορνείας; Πῆγα μάλιστα στόν ἀββᾶ Ἰβιστίωνα καί μοῦ λέει: Πρέπει νά μήν τόν ἀφήσεις νά χρονίσει πάνω σου». Καί ἀπαντᾶ ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Οἱ πράξεις τοῦ ἀββᾶ Ἰβιστίωνα εἶναι ψηλά στόν οὐρανό μέ τούς ἀγγέλους μαζί, καί τοῦ διαφεύγει ὅτι ἐγώ καί σύ βρισκόμαστε μέσα στήν ἐπήρεια τοῦ σαρκικοῦ ἁμαρτήματος. Ἀλλά ἐγώ πιστεύω ὅτι ἐάν ὁ μοναχός κυριαρχήσει στήν κοιλιά καί στή γλώσσα καί φυλάξει τήν ξενητεία, ἔχε θάρρος, δέν πεθαίνει».
- Διηγοῦνταν γιάτήν ἀμμᾶΣάρρα ὅτι ὑπέμεινε δεκατρία χρόνια σφροδρό πόλεμο ἀπό τόν δαίμονα τῆς πορνείας καί ποτέ δέν προσευχήθηκε γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ὁ πόλεμος, ἀλλά μόνο ἔλεγε: «Θεέ μου, δός μου δύναμη».
- Πολεμήθηκε κάποτε ἕνας μαθητής μεγάλου Γέροντα ἀπόσαρκικόπειρασμό. Καί ὁ Γέροντας βλέποντας τόν κόπο του τοῦ λέει: «Θέλεις νά παρακαλέσω τόν Θεό νά σοῦ ξαλαφρώσει τόν πόλεμο;» Κι αὐτός εἶπε: «Ὄχι, ἀββᾶ, γιατί ἄν καί κοπιάζω, ἀλλά βλέπω καρπό ἀπό τόν κόπο μου. Καλύτερα παρακάλεσε τόν Θεό νά μοῦ δίνει ὑπομονή νά τόν ἀντέξω». Κι ὁ ἀββᾶς τότε τοῦ εἶπε: «Σήμερα διαπίστωσα ὅτι ἔχεις προκόψει καί μέ ἔχεις ξεπεράσει».
Κεφάλαιο ΣΤ´
- Διηγήθηκε ὁἀββᾶς Δανιήλ γιάτόν ἀββᾶ Ἀρσένιο ὅτι ἦλθε κάποτε ἕνας μαγιστριανός καί τοῦ ᾿φερε διαθήκη ἑνός συγγενῆ του συγκλητικοῦ πού τοῦ ἄφησε μιά κληρονομιά τεράστια. Τήν πῆρε στά χέρια του καί ἐπρόκειτο νά τή σχίσει. Ἔπεσε τότε στά πόδια του ὁ ἀξιωματοῦχος καί τοῦ ᾿πε: «Σέ παρακαλῶ μή τή σχίσεις, γιατί θά μοῦ πάρουν τό κεφάλι». Τοῦ λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος: «Ἐγώ πέθανα πρίν ἀπ᾿ ἐκεῖνον, ἐνῶ αὐτός μόλις τώρα». Καί ἔστειλε πίσω τή διαθήκη χωρίς νά δεχθεῖ τίποτε ἀπολύτως.
- Εἶπε ὁἀββᾶς Εὐπρέπιος: «Τάσωματικά ἀγαθά εἶναι ὑλικά. Αὐτός πού ἀγαπάει τόν κόσμο, ἀγαπάει ἐμπόδια. Ἄν λοιπόν συμβεῖ νά χαθεῖ κάτι, πρέπει νά τό δεχόμαστε μέ χαρά καί εὐγνωμοσύνη, γιατί ἀπαλλαχτήκαμε ἀπό φροντίδες».
- Ὁἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης εἶχε ἀποκτήσει τρία βιβλία ὠφέλιμα. Πάει λοιπόν στόν ἀββᾶΜακάριο καί τοῦ λέει: «Ἔχω τρία βιβλία καλά καί ὠφελοῦμαι ἀπ᾿ αὐτά· ἀλλά καί οἱ ἀδελφοί τά χρησιμοποιοῦν καί ὠφελοῦνται. Πές μου ὅμως τί ὀφείλω νά κάνω. Νά τά κρατήσω γιά τήν ὠφέλεια τή δική μου καί τῶν ἀδελφῶν ἤ νά τά πουλήσω καί νά δώσω τά χρήματα στούς φτωχούς;» Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπάντησε: «Καλές εἶναι οἱ ἀγαθές πράξεις, ἀλλά ἀνώτερο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη». Μετά ἀπ᾿ αὐτά πού ἄκουσε, πῆγε, τά πούλησε καί μοίρασε τά χρήματα στούς φτωχούς.
- Εἶπε ὁἀββᾶς Ἰσαάκ ὅτι ὁἀββᾶς Παμβώ ἔλεγε: «Ὁ μοναχός πρέπει νά φοράει τέτοιο ροῦχο, ὥστε νά τό ρίξει ἔξω ἀπ᾿ τό κελί του τρεῖς μέρες καί κανείς νά μήν τό πάρει».
- Εἶπε ὁἀββᾶς Κασσιανός ὅτι κάποιος συγκλητικός ἀπαρνήθηκε τόν κόσμο καίμοίρασε τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς· κράτησε ὅμως λίγα γιά προσωπική του χρήση, γιατί δέν θέλησε νά ἀποδεχθεῖ τήν ταπεινοφροσύνη τῆς τέλειας ἀπάρνησης καί τή γνήσια ὑποταγή στόν κοινοβιακό κανόνα.
Σ᾿ αὐτόν ὁ ἅγιος Βασίλειος εἶπε τό ἑξῆς: «Καί τόν συγκλητικό ἔχασες καί μοναχός δέν ἔγινες».
- Πρόσφερε κάποιος σ᾿ἕνα Γέροντα χρήματα λέγοντάς του: «Κράτα τα νά᾿χεις νά ξοδεύεις, γιατί γέρασες, εἶσαι καί ἄρρωστος». Ἦταν λεπρός. Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἐσύ μετά ἀπό ἑξήντα χρόνια ἦλθες νά μοῦ πάρεις τόν τροφοδότη μου; Νά, τόσα χρόνια εἶμαι ἄρρωστος καί δέν μοῦ ἔλειψε τίποτε, γιατί ὁ Θεός μοῦ τά ἐξασφαλίζει καί μέ τρέφει». Καί δέν δέχτηκε νά τά πάρει.
Κεφάλαιο Ζ´
- Εἶπε ὁἀββᾶς Ποιμήν: «Τάσημάδια τῆς προκοπῆς τοῦ μοναχοῦ στούς πειρασμούς φαίνονται».
- Εἶπε ὁἀββᾶς Γρηγόριος ὁΘεολόγος: «Ὅταν ξεκινοῦσες γιά τή μοναχική ζωή, ἐάν δέν περίμενες νά σοῦ παρουσιαστεῖ καμιά δυσκολία, τό ξεκίνημα ἦταν ἐπιπόλαιο καί ἐπιρρίπτει τώρα μομφή σ᾿ αὐτούς πού τήν καθιέρωσαν. Ἐάν ὅμως περίμενες τή δυσκολία καί δέν παρουσιάστηκε, αὐτό εἶναι χάρις. Κι ἄν παρουσιάστηκε, νά τήν ὑπομένεις καρτερικά· ἀλλιῶς νά ξέρεις ὅτι διαψεύδεις τήν ὑπόσχεσή σου».
- Εἶπε ὁἀββᾶς Ἠσαΐας: «Τίποτε δέν ὠφελεῖτόσο τόν ἀρχάριο ὅσο οἱ προσβολές καί οἱ περιφρονήσεις. Ὅπως δηλαδή προκόβει τό δένδρο πού ποτίζεται καθημερινά, τό ἴδιο καί ὁ ἀρχάριος πού περιφρονεῖται καί ὑπομένει».
- Ἔλεγαν γιάτόν ἀββᾶΘεόδωρο καί τόν ἀββᾶ Λούκιο τοῦ Ἐνάτου ὅτι πέρασαν πενήντα χρόνια περιπαίζοντας τούς λογισμούς τους καί ἔλεγαν: «Μετά τόν χειμῶνα αὐτόν θά φύγουμε ἀπ᾿ ἐδῶ». Κι ὅταν ἔφτανε τό καλοκαίρι, ἔλεγαν: «Μετά τό καλοκαίρι αὐτό, ἀναχωροῦμε ἀπ᾿ ἐδῶ». Καί ἔτσι ἔκαναν σ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς τους οἱ ἀείμνηστοι Πατέρες.
- Εἶπε ἡἀμμᾶς Θεοδώρα ὅτι κάποτε ἕνας εὐλαβής δεχόταν βρισιές ἀπόκάποιον καί τοῦ λέει: «Μποροῦσα κι ἐγώ μέ τόν ἴδιο τρόπο νά σοῦ μιλήσω, ἀλλά ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ μοῦ κλείνει τό στόμα».
- Ἔλεγε ὁἀββᾶς Ποιμήν γιάτόν ἀββᾶ Κόπρη ὅτι ἔφτασε σέ τόσο ὑψηλά μέτρα, ὥστε ὅταν ἀρρώσταινε καί ἦταν κατάκοιτος, εὐχαριστοῦσε τόν Θεό καί ἐμπόδιζε νά γίνεται τό δικό του θέλημα.
Κεφάλαιο Η´
- Ἐπαίνεσαν στόν ἀββᾶἈντώνιο κάποιοι ἀδελφοίἕναν μοναχό. Καί ὁ ἀββᾶς, κάποια φορά πού τόν ἐπισκέφθηκε ὁ μοναχός, τόν δοκίμασε ἄν ὑπομένει τόν ἐξευτελισμό. Διαπίστωσε ὅμως ὅτι δέν τόν ἀντέχει, καί τοῦ εἶπε: «Μοιάζεις μέ τό χωριό πού ἀπό μπροστά εἶναι καταστόλιστο, ἐνῶ ἀπό τήν πίσω μεριά λεηλατεῖται ἀπό ληστές».
- Κάποτε στάΚελλία πούὑπῆρχε γιορτή οἱ ἀδελφοί ἔτρωγαν στήν ἐκκλησία. Ἦταν ἐκεῖ ἕνας ἀδελφός καί εἶπε στόν μοναχό πού διακονοῦσε: «Δέν τρώγω μαγειρεμένο φαγητό ἀλλά ἁλάτι». Καί ὁ διακονητής μέ ὑψωμένη τή φωνή εἶπε ἐνώπιον ὅλων σέ ἄλλον ἀδελφό: «Ὁ δείνα ἀδελφός δέν τρώει φαγητό μαγειρεμένο· φέρε του ἁλάτι».
Σηκώθηκε τότε κάποιος ἀπό τούς Γέροντες καί τοῦ εἶπε: «Θά σοῦ συνέφερε νά ᾿τρωγες στό κελί σου σήμερα κρέας, παρά ν᾿ ἀκούσεις τόν λόγο αὐτόν ἐνώπιον ὅλων».
- Εἶπε ἀκόμη: «Ἐάν σέἐπισκεφθεῖκάποιος ἀδελφός, πάρε τό πένθος ἀπό τό πρόσωπό σου καί κρύψε το στήν καρδιά σου, ἕως ὅτου φύγει ὁ ἀδελφός. Καί τότε βάλε πάλι τό πένθος στό πρόσωπό σου, γιατί φεύγουν οἱ δαίμονες, ὅταν τό βλέπουν νά σέ συνοδεύει».
- Ἔλεγαν γιάτούς Σκητιῶτες ὅτι ἐάν κάποιος ἀνακάλυπτε τήν ἄσκησήτους, δέν τήν εἶχαν πιά αὐτήν ὡς ἀρετή ἀλλά ὡς ἁμαρτία.
Κεφάλαιο Θ´
- Ὁἀββᾶς Ἀγάθων ὅταν ἔβλεπε κάτι πούὁ λογισμός του ἤθελε νά τό κρίνει, ἔλεγε μέσα του: «Ἀγάθων, ἐσύ μήν τό κάνεις αὐτό»· καί ἔτσι ὁ λογισμός του ἡσύχαζε.
- Ἕναν ἀδελφόπούεἶχε πέσει σέ κάποιο ἁμάρτημα, τόν ἀπομάκρυνε ὁ πρεσβύτερος ἀπό τήν ἐκκλησία. Σηκώθηκε τότε ὁ ἀββᾶς Βησσαρίων και βγῆκε μαζί του λέγοντας: «Κι ἐγώ ἁμαρτωλός εἶμαι».
- Ἔλεγαν γιάτόν ἀββᾶΜακάριο τόν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, θεός ἐπίγειος (Βλ. Ἰω. 10, 34). Γιατί ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεός σκεπάζει τόν κόσμο, ἔτσι καί ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τά ἐλαττώματα πού ἔβλεπε στούς ἄλλους, σάν νά μή τά ἔβλεπε, καί ἐκεῖνα πού ἄκουε σάν νά μή τά ἄκουε.
- Κάποιος ἀδελφός τῆς Σκήτης κάποτε ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στήν ὁποία κάλεσαν τόν ἀββᾶΜωυσῆἀλλ᾿ αὐτός δέν θέλησε νά πάει. Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ πρεσβύτερος: «Ἔλα, γιατί σέ περιμένουν ὅλοι». Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καί πῆγε κρατώντας στήν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο πού τό γέμισε ἄμμο. Οἱ Πατέρες πού βγῆκαν νά τόν προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ;» «Οἱ ἁμαρτίες μου ―ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας― πού κυλοῦν καί πέφτουν πίσω μου καί δέν τίς βλέπω. Καί ἦλθα ἐγώ σήμερα νά κρίνω τά σφάλματα ἄλλου». Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν αὐτά οἱ Πατέρες, δέν εἶπαν τίποτε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ ἀλλά τόν συγχώρεσαν.
- Εἶπε ἐπίσης: «Μπορεῖἕνας ἄνθρωπος νάφαίνεται ὅτι σιωπᾶ ἐνῶ ἡ καρδιά του κατακρίνει τούς ἄλλους· ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πάντοτε λαλεῖ. Καί μπορεῖ ἕνας ἄλλος νά μιλάει ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδυ καί ὅμως κρατάει σιωπή· γιατί δέν λέει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα ὠφελοῦν».
- Ρώτησε ἕνας ἀδελφός τόν ἀββᾶΠοιμένα: «Ἐάν δῶκάποιο σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μου, εἶναι καλό νά τό σκεπάσω;» Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ὅποια ὥρα σκεπάσουμε τό σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καί ὁ Θεός τό δικό μας. Καί ὅποια ὥρα θά φανερώσουμε τοῦ ἀδελφοῦ τό σφάλμα, θά φανερώσει καί ὁ Θεός τό δικό μας».