Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου τόμος Β’
«Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»
Κεντρική διάθεση: Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»
https://toperivoli.gr/product/ὑπεραγία-θεοτόκε-σῶσον-ἡμᾶς/
Περιεχόμενα
Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν 7
Χριστιανοί “τοῦ γλυκοῦ νεροῦ” σήμερα;
[Παράκληση 1η] 9
«… ἐμαυτόν δέ οὔπω ἀπολιπεῖν ἠδυνήθην»
[Παράκληση 2η] 21
Πῶς μπορεῖς νά ᾿σαι ἔτσι χριστιανός;
Ἀνακομιδή ἁγ. Στεφάνου. Ἀγρυπνία 33
Καί σάρκα δανείσασα» [Παράκληση 3η] 41
Δέν εἶναι μόνο γιά ἐκλεκτούς ἡ ἁγιότητα
Ἁγία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ 53
Τό κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας· νά σωθεῖ
ὁ ἄνθρωπος [Παράκληση 4η] 65
Πανηγυρικός ἑσπερινός Μεταμορφώσεως
τοῦ Κυρίου 77
Ὁ Κύριος δέν θέλει νά ἐντυπωσιάζει
[Παράκληση 5η] 87
Ποιά εἶναι ἡ σωτηρία πού ζητοῦμε;
[Παράκληση 6η] 99
Ἑκούσιον τό πάθος τοῦ Χριστοῦ, γιά νά
σταυρωθεῖ ἡ ἁμαρτία [Παράκληση 7η] 109
«Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται»,
ἐφόσον παραμένει στό “ὄχημα”
[Παράκληση 9η] 125
Ὀφείλουμε νά νιώθουμε καί νά ἐνεργοῦμε
ὡς σεσωσμένοι [Παράκληση 10η] 137
Ἔχεις μέσα σου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
ἤ εἶσαι σκέτος ἄνθρωπος;
[Παράκληση 11η] 151
Χάνουμε τήν οὐσία. Νοθεύεται
τό ὅλο πνεῦμα τῆς γιορτῆς
Ἀγρυπνία Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου 167
Μήν παρερμηνεύουμε αὐτά πού ἀκοῦμε
[Κυριακή ἀπόγευμα] 179
Ὁ Θεός μᾶς περνάει ἀπό κρισάρα,
γιά νά λεπτύνουμε. Ἀπόδοση
ἑορτῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου 193
Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν
Εὐδοκίᾳ Θεοῦ ἔχουμε ἀνά χεῖρας τό Β´ τεῦχος τῆς σειρᾶς «Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου.». Διατηρήσαμε τόν γενικό αὐτό τίτλο, γιατί ὁ ἴδιος λόγος πού ἀναφέρεται στό Α´ τεῦχος συντρέχει κι ἐδῶ. Στό διάστημα αὐτό πού γιορτάζουμε τήν Παναγία μας παρεμβάλλονται γιορτές, ὅπως ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἀλλά καί ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. τοῦ ἁγίου Στεφάνου, τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ κ.ἄ., τῶν ὁποίων τά ἱερά μηνύματα θά ἦταν ἀπώλεια νά μήν τά γνωρίζουμε ἐξαιρώντας τους ἀπό τό ἴδιο χρονικό αὐτό διάστημα.
Σ᾿ αὐτό τό τεῦχος ἐπίσης ἔχουμε τό πλεονέκτημα ὅτι καί οἱ δεκαέξι ὁμιλίες, πού ἀποτελοῦν τό βιβλίο, παρουσιάζουν μιά ἑνότητα. Εἶναι ἀφενός σειρά ὁμιλιῶν Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους καί ἀφετέρου ἔχουν ὡς ἐπίκεντρο τήν τόσο προσφιλή καί βασική εὐχή πρός τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί δική μας μητέρα, τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς»· στό νόημα τῆς εὐχῆς αὐτῆς ἐνεβάθυνε ὁ ὁμιλητής ἀπό θεολογική καί πρακτική ἄποψη.
Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο
Ἐκεῖνο πού αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά τονίσω –γιατί διαπιστώνω κάποια πράγματα καί πρέπει νά τά λέμε, κι ἀπό κεῖ καί πέρα ὅποιος καταλάβει βέβαια εἶναι τό ἑξῆς· Ἔχω παρατηρήσει ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός, καθώς βλέπει βαθύτερα τήν ψυχή μας, τόν πόθο μας, εἴμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί, μέλη τῆς Ἐκκλησίας του, δέν ἐξαιρεῖ κανέναν ὁ Θεός καί ἐπιτρέπει νά ἔρθουν τοῦ καθενός ἔτσι ὅπως θά ἔρθουν, καί τρόπον τινά ἀνοίγει δρόμους ὁ Θεός· καί ἐνῶ βοηθάει ὁ Θεός νά προχωρήσει ἡ ψυχή ἔτσι πού νά ἁγιασθεῖ, ὁ ἄνθρωπος κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει. Αὐτό εἶναι γεγονός –τό ἐχω πεῖ κι ἄλλη φορά καί τό τονίζω– δέν λέμε ἁπλῶς φράσεις καί λόγια. Εἶναι μιά πραγματικότητα αὐτό, πού κάνει κανείς ὅτι δέν καταλαβαίνει. Πολύ εὐλογημένος, πάρα πολύ εὐλογημένος καί πολύ θά εὐλογηθεῖ καί θά χαριτωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔτσι σάν νά ἀφουγκράζεται, δηλαδή τείνει εὐήκοον οὖς νά ἀκούσει τί λέει ὁ Θεός, νά δεῖ πῶς τόν ὁδηγεῖ ὁ Θεός, καί ἀμέσως νά ἀνταποκρίνεται.
Δέν δίστασε ἡ ἁγία Θεοδώρα, καθώς ἔδειξαν τά πράγματα ὅτι ἦταν καλό νά ρθεῖ στή Θεσσαλονίκη, ἦρθε στή Θεσσαλονίκη καί ἔμεινε ἐδῶ. Δέν τήν δέσμευσε τό ὅτι ἀπό κάπου ἀλλοῦ καταγόταν καί πῶς νά ρθεῖ ἐδῶ μέ τά μέσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἐπίσης δέν κάθησε νά κλαίει πού πῆρε ὁ Θεός τίς δυό κόρες της ἀλλά ἀμέσως κανόνισε τί θά γίνει γιά τήν ἄλλη. Καί ὅταν ὁ Θεός πῆρε καί τόν σύντροφό της, πάλι δέν κάθησε νά κλαίει καί νά ὀδύρεται, ὁπωσδήποτε τόν ξεπροβόδισε καλῶς, ὁπωσδήποτε ἦταν κοντά του καί τόν βοήθησε νά ἔχει καλό τέλος καί νά σωθεῖ ἡ ψυχή του. Κι ἐκείνη, χωρίς νά ζηλέψει τόν σύζυγό της πού πῆγε στάς οὐρανίους μονάς, ἐνῶ αὐτή θά χρειαζόταν νά ζήσει πολλά χρόνια ἀκόμη καί νά παιδευτεῖ, δέχθηκε εὐχαρίστως αὐτό πού ἔδειχνε ὁ Θεός, νά κάνει τόν ἀγώνα της, νά κάνει τήν ἄσκησή της· καί τό ᾿κανε καί ἔγινε ἁγία.
Γενικά βλέπουμε, τόσο ὁμαλά καί τόσο ἁπλά προχωροῦν τά πράγματα. Βέβαια ὅταν ἔρθουμε στίς λεπτομέρειες –μπορεῖ γενικά-γενικά νά ποῦμε, πήγαμε ἐδῶ, πήγαμε ἐκεῖ, ζήσαμε ἔτσι, ζήσαμε ἀλλιῶς, κάναμε τοῦτο, κάναμε τό ἄλλο– ἀλλά ὁ καθένας ξέρει τί ζεῖ κάθε στιγμή, τί δυσκολίες συναντάει, ποιά πράγματα παρά λίγο νά τόν βουλιάξουν καί σώθηκε τρόπον τινά τήν τελευταία στιγμή, αὐτά τά γνωρίζει ὁ καθένας. Ἑπομένως ἀπό τό ἕνα μέρος ἔχει τά ὀδυνηρά της ἡ ζωή καί τά δύσκολα, ἀλλά γενικά ὅμως καί τελικά εἶναι ἁπλά καί φυσιολογικά τά πράγματα καί κάποτε τελειώνει ὁ δρόμος, ὅσο κι ἄν εἶναι μακρύς, σιγά-σιγά τελειώνει.
Παρακαλῶ λοιπόν, ὅπως λέγαμε καί ξαναλέγαμε χθές, νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά θέλουμε ἀκριβῶς αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. “Ναί, θέλω, Κύριέ μου, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, νά μέ φωτίσεις, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, νά μέ ξυπνήσεις, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει, νά μέ ὁδηγήσεις, νά μέ βάλεις στόν δρόμο σου, νά μέ κάνεις δικό σου, Θεέ μου, νά μέ πᾶς ὅπως θέλεις, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει”. Ἔτσι λοιπόν μέ μιά τέτοια διάθεση νά ξεκινήσουμε, ὄχι στά λόγια ὅμως, στήν πράξη.
Κι αὐτά τά χρόνια πού πέρασαν μέχρι σήμερα καί μπορεῖ νά χάσαμε πολλές εὐκαιρίες, ἄν θελήσουμε νά τό συνειδητοποιήσουμε, θά μᾶς βοηθήσει ὁ Θεός καί θά νιώσουμε, “πόσα χρόνια ἔχασα, Θεέ μου, πόσες εὐκαιρίες ἔχασα, πόσες φορές μοῦ μίλησες κι ἐγώ ἔκανα ὅτι δέν ἄκουσα, πόσες φορές μοῦ ἔδειξες δρόμο κι ἐγώ σάν νά μήν τόν εἶδα, πόσες φορές μέ σκούντηξες καί θέλησες νά μέ ἀναλάβεις καί δέν ἀνταποκρίθηκα”. Καί δέν ἀρκεῖ ἁπλῶς νά πεῖ κανείς, “κρίμα πού ἔχασα ὅλον αὐτόν τόν καιρό καί κρίμα πού ἔχασα ὅλες αὐτές τίς εὐκαιρίες κι ὅλα αὐτά τά χρόνια”. Ὄχι, δέν εἶναι ἁπλῶς αὐτό μόνον. Αὐτό θά τό δεῖ κανείς, ἀλλά αὐτό συγχρόνως εἶναι καί κάτι θετικό. Δηλαδή ἕνας πού συνειδητοποιεῖ ὅτι ἔχασε πολύν καιρό καί ἔκανε ὅτι δέν πρόσεξε καί δέν κατάλαβε, καί ἐνῶ πολλές φορές μίλησε ὁ Θεός, ἔκανε ὅτι δέν ἄκουσε, ἀκόμη πιό πολύ ὕστερα ἀνάβει ὁ ζῆλος του, “Θεέ μου, ἔχασα τόν καιρό μου ἀλλά τώρα, νά, ἔρχομαι”, καί εἶναι πρόθυμος νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο. Αὐτό νά κάνουμε, αὐτό.
Δέν βγαίνει τίποτε ἁπλῶς πού ἀκούσαμε μιά φορά ἀκόμη κάποια καλά λόγια, ἐκκλησιαστήκαμε ἀκόμη μιά φορά, κάναμε τήν προσευχή μας, ἀλλά τελικά γυρίσαμε στόν ἑαυτό μας. Δέν ὠφελεῖ αὐτό, ὄχι· νά δοθοῦμε στόν Θεό. Καί ξέρει ὁ Θεός, δέν θά μᾶς ἀδικήσει.
Στό ὄρος Θαβώρ ὁ Κύριος –αὐτό νά τό προσέξουμε, παρακαλῶ– ἔκανε αὐτό τό πράγμα: Φανερώθηκε γιά λίγο στούς μαθητάς του πῶς ἀκριβῶς εἶναι ὡς Θεός, ὅσο μπορεῖ νά δεῖ ὁ ἄνθρωπος. Πάντοτε ἔτσι ἦταν ὁ Κύριος, διότι ποτέ δέν ἔπαυσε νά ᾿ναι Θεός. Ἄνθρωπος, ἀλλά πάντοτε εἶναι καί Θεός, Θεάνθρωπος, ἀλλά ἔκρυβε τόν ἑαυτό του. Καί νά ξέρουμε γενικῶς ὅτι ἐνόσω εἴμαστε στόν κόσμο αὐτόν, κρύβονται ὅλα· κρύβονται. Γιά καλό μας, ὄχι γιά κακό μας. Γιά καλό μας! Εἴδατε, μόλις οἱ μαθηταί θαμπώθηκαν ἀπό τό φῶς καί ἄς ποῦμε τά ᾿χασαν, ἦρθαν μέσα στή χαρά αὐτή καί ξεχάστηκαν ἐντελῶς· «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι» (Μάρκ. 9, 5), εἶπαν. Ὅλα τά ξέχασαν. Κι ἤθελαν νά μείνουν ἐκεῖ.
Ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Κύριος κάποια φορά «εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μή γεύσωνται θανάτου, ἕως ἄν ἴδωσι τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μάρκ. 9, 1), καθώς ἑρμηνεύουν οἱ εἰδικοί, ἐννοοῦσε ἀκριβῶς αὐτούς τούς τρεῖς μαθητάς, πού θά ἔβλεπαν –καί εἶδαν– αὐτήν τήν «βασιλεία» νά ἔρχεται «ἐν δυνάμει» ἔτσι.
Φανέρωσε λοιπόν τή θεότητά του ὁ Κύριος, φανέρωσε ὅσο μποροῦσαν νά καταλάβουν καί νά δεχθοῦν οἱ μαθηταί, ἀφοῦ τούς ἔφτιαξε τά μάτια τους πρῶτα νά μποροῦν νά δοῦν, φανέρωσε ἀκριβῶς αὐτή τήν οὐράνια κατάσταση.
Δέν συμφέρει ὅμως! Δέν συμφέρει! Νά τό προσέξουμε αὐτό. Ἦταν στόν παράδεισο οἱ ἄνθρωποι καί τόν ἔχασαν! Ἀνά πᾶσαν στιγμήν θά μποροῦσε ὁ Θεός νά φανερώνει τά οὐράνια, ἄς ποῦμε, στούς ἀνθρώπους. Δέν συμφέρει. Καί γι᾿ αὐτό τήν ὥρα πού εἶπαν «καλό εἶναι ἐμεῖς νά μείνουμε ἐδῶ» –οὔτε νοιάστηκαν γιά τόν ἑαυτό τους· «ποιήσωμεν, λέει, τρεῖς σκηνάς, μία γιά σένα, Κύριε, μία γιά τόν Μωυσῆ, μία γιά τόν Ἠλία καί νά μείνουμε ἐδῶ»– ἀκούστηκε ἡ φωνή «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε» (Μάρκ. 9, 7). Δέν εἶναι τά πράγματα ἔτσι ὅπως νομίζετε ἐσεῖς. Θά ρθεῖ ἐκείνη ἡ ὥρα, ἀλλά τώρα πρέπει νά ἀκούσετε.
Καί ξέρουμε ὅτι ἀπό κεῖ καί πέρα, ἐνῶ εἶδαν τόν παράδεισο, ἦταν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύφθηκε, «ἐν τῷ φωτί του», ἄς ποῦμε ἔτσι, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος στούς μαθητάς του…, παρά ταῦτα δέν ἀλλάζει ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, δέν ἀλλάζει. Καί βλέπουμε μετά, καθώς ὁ Θεός τούς εἶπε «αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, αὐτόν νά ἀκοῦτε», χάθηκαν ὅλα, πάει πέρασαν ὅλα, ἐπανῆλθαν ὅπως ἦταν καί ξεκίνησαν ἀπό ἐκεῖ καί ἔγιναν ὅσα ἔγιναν. Καί βλέπουμε αὐτούς, ἐπειδή ἀκόμη δέν ἔχουν ἀλλάξει, δέν ἔχουν διορθωθεῖ –δέν ἀλλάζει ἔτσι εὔκολα ὁ ἄνθρωπος– καί τούς βλέπουμε νά λένε πράγματα ἀκόμα ὡσάν νά μήν κατάλαβαν τίποτε, ὡσάν νά μήν καταλαβαίνουν τόν Κύριο, καί ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες καί φθάνουν καί μέχρι τοῦ σημείου ὁ Πέτρος νά τόν ἀρνηθεῖ, οἱ ἄλλοι νά διασκορπισθοῦν καί ὁ Ἰούδας νά χαθεῖ ἐντελῶς.
Ὅσο κι ἄν θέλουμε καί ἐπιθυμοῦμε καί ποθοῦμε, ἐνόσω εἴμαστε ἐδῶ, δέν μᾶς συμφέρει νά βλέπουμε ἔτσι τό φῶς αὐτό καί νά μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Θεός τή βασιλεία του. Νά τό καταλάβουμε αὐτό, παρακαλῶ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἔτσι ἐδῶ ἡ ζωή, γι᾿ αὐτό συνέχεια εἶναι ζυγός, εἶναι σταυρός, εἶναι πορεία δύσκολη, εἶναι ἐξορία, εἶναι ὅλα αὐτά τά πράγματα. Καί μέ χαρά νά τά δεχθοῦμε καί μέ χαρά νά τά σηκώσουμε, γιά νά γίνει ὄντως μεταμόρφωση τῆς ὑπάρξεώς μας. Δέν εἶναι ἁπλῶς νά δοῦμε τόν Κύριο μεταμορφωμένο· ὁ Κύριος δέν εἶναι δύσκολο νά μᾶς φανερωθεῖ ὅπως εἶναι, καί νά μᾶς φανερώνεται συνεχῶς, ἀλλά χρειάζεται νά μεταμορφωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καί ὁ ἄνθρωπος δέν μεταμορφώνεται, ἄν δέν περάσει ἀπό τόν σταυρό, δέν μεταμορφώνεται ἄν δέν σταυρωθεῖ, ἄν δέν πεθάνει ὡς πρός τήν ἁμαρτία, ἄν δέν πάθει ὅλα αὐτά πού κανονίζει ὁ Θεός νά πάθουμε ὁ καθένας μας σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.