Κεντρική διάθεση: Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»
https://toperivoli.gr/product/ὁμιλίες-μονοπάτια-πού-ὁδηγοῦν-στό/
Περιεχόμενα
Εἰσαγωγικό σημείωμα…………………………………………………………………………….. 15
Ἀντί προλόγου………………………………………………………………………………………….19
Α΄ Κεφάλαιο
Ἡ μετάνοια κατά τήν Ἁγία Γραφή
καί τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
«Μετανοεῖτε»……………………………………………………………………………………………29
Ἡ ἀντίδραση τῶν πρωτοπλάστων μετά τήν πτώση καί ὁ σημερινός ἄνθρωπος. Ἡ μετάνοια στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς. Ἡ μετάνοια στά Εὐαγγέλια. Ἡ ὡραιότερη καί ἁγνότερη προσφορά στόν Θεό. Τί θά γίνει μέ τήν ἁμαρτία; Ὁ Χριστός δίνει μετάνοια στούς καλοπροαιρέτους. Μετάνοια: τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων. Ὅλα ἔγιναν γιά νά μετανοήσουν, καί δέν μετανοοῦν. Τρία χαρακτηριστικά τῆς μετανοίας. Μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Ἁμαρτία εἶναι ἡ μή τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Βάπτισμα καί ἐξομολόγηση. Ἡ βάπτιση τῶν νηπίων καί ὁ ἁγιασμός τῶν ὑδάτων. Γιατί ὁ διάβολος δέν σώζεται; Μήπως περιμένουμε νά ἀλλάξει ὁ Θεός;
«Εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους αὐτοῦ»……………………………………………………… 80
Bάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν… «Ἑτοιμάσατε». Εἰλικρινεῖς, τίμιοι, ἀληθινοί καί εὐθεῖς.
Ἡ τραγική πράξη τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ……………… 87
Ταλαίπωρος πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Εἶναι φοβερό τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔκανε ἐλεύθερους. Κάποιοι ἄλλοι εἶναι ἄσωτοι; Ἐλθέ «εἰς ἑαυτόν». Περιμένει ὁ Θεός πότε νά ἐπιστρέψουμε. Μπορεῖ νά εἶσαι κοντά στόν Πατέρα, ἀλλά τόν ἀγάπησες;
Κινεῖσαι πρός τόν Θεό ἤ πρός τό εἴδωλό σου;…………………………………………97
Ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Κέντρο τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἑαυτός του. Εἶναι πόθος μας ὁ Θεός; Ἡ σωτήρια κίνηση. Νά ἀνησυχήσουμε γιά τήν ἀρρωστημένη νοοτροπία μας.
Ἡ αὐτοδικαίωση μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Χριστό……………………………..107
Ἡ κλήση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου. Ὁ Χριστός πλησιάζει ἐκείνους πού πιστεύουν ὅτι ἔχουν ἀνάγκη σωτηρίας. Ἀναγνώρισε ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, καί ὁ Κύριος θά σέ σώσει.
Τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ σωτηρία του………………………………………….113
«Κύριε, σῶσόν με». Θεοποίησα τόν ἑαυτό μου. Τί φταίει γιά τό κατάντημα τῆς ἀνθρωπότητος; Εἴμαστε σέ λάθος δρόμο.
Ἡ ἀμετανοησία τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ……………………………………………………….124
Πήγαινε καί πές στόν λαό… Θρησκευτικοί ἄνθρωποι πού δέν ἀκοῦν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Μήν ἐπαναπαυθοῦμε στόν τύπο. Κάναμε ἕνα συμβιβασμό. «Ὅ,τι καί νά μοῦ στοιχίσει, Θεέ μου, κάνε με νά ἐπιστρέψω σ᾿ ἐσένα».
Β´ Κεφάλαιο
Τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως
Γιατί εἶναι ἀπαραίτητο τό «δεύτερο βάπτισμα»…………………………………….137
Ὁ σκοπός γιά τόν ὁποῖο ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος πρόδωσε τό «κατ᾿ εἰκόνα». Ὁ Θεός δέν ἀπορρίπτει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά… Ἡ ἔνταξη τῶν νεοπροσερχομένων στήν Ἐκκλησία. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι «ὁδός», εἶναι πορεία. Ὁ προβληματισμός τῆς Ἐκκλησίας γιά ὅσους ἔπεσαν σέ θανάσιμο ἁμάρτημα. Μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ τακτοποίηση τῆς ψυχῆς μας; Δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος σωτηρίας. Σέ τί διαφέρει τό «δεύτερο βάπτισμα» ἀπό τό πρῶτο. Τό σημερινό ὄργιο μέ τά ρεύματα πού κυκλοφοροῦν.
Πῶς θά γνωρίσουμε καί θά ζήσουμε τελειότερα
τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως………………………………………………………….160
«Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται». Τί θά γίνει μέ ὅσους θά ἁμαρτήσουν μετά τό βάπτισμα; Ἡ ἐξομολόγηση δέν εἶναι πολυτέλεια. Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ἁμαρτάνουμε. Πότε δέν δημιουργοῦνται ἐνοχές καί ψυχολογικά προβλήματα; Ἡ ἁμαρτωλή κατάσταση ἀφαιρεῖ ἀπό τήν ψυχή τή δυνατότητα τῆς ὀρθῆς κρίσεως. Ἡ ἁμαρτία στίς ἀρρωστημένες ψυχικά καταστάσεις. «Γυμνοί καί τετραχηλισμένοι» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Νά λυτρωθοῦμε ἀπό τό πνεῦμα πού μαστίζει τόν σημερινό κόσμο.
Ἡ μυστηριακή ζωή τοῦ χριστιανοῦ………………………………………………………..179
Τίποτε ἄλλο δέν ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, ὅσο τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ θεανθρώπινη ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Δίκοπο μαχαίρι ἡ θεία Κοινωνία καί ἡ ὅλη σχέση μας μέ τόν Θεό. Ἡ ψυχή σου ἀνταποκρίνεται πρός τή χάρη τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου; Ἡ συχνότητα τῆς ἐξομολογήσεως καί ἡ σχέση της πρός τή θεία Κοινωνία. Ἐξομολόγηση πού ὁδηγεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπο σέ ταπείνωση (Περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ).
Τό ἐνταλτήριο γράμμα……………………………………………………………………………200
Τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ. Τό χρέος τοῦ ἐξομολογουμένου.
Τό καλό πρέπει νά τό κάνεις καί καλῶς………………………………………………..206
Δαιμονική ἐπενέργεια ἡ θρασύτητα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Τό δαιμόνιο φεύγει μόνο μέ τήν ταπείνωση.
Τά σαρκικά ἁμαρτήματα εἶναι θανάσιμα;…………………………………………….212
Θανάσιμες ἁμαρτίες. «Ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ». Νά ἀνατρέξουμε σέ ὅλο τό παρελθόν. Δέν εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού φτιάχνουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως στίς ἡμέρες τοῦ Νῶε. Θά χαθοῦν οἱ ψυχές, γιατί τά πῆραν λάθος τά πράγματα.
«Δέν ἔχω νά πῶ τίποτε»…………………………………………………………………………223
Νά ἀνησυχήσουμε ἄν διερωτόμαστε τί νά ἐξομολογηθοῦμε. Ὅλα αὐτά δέν μπορεῖ νά εἶναι χριστιανικά. Νά δοῦμε βαθύτερα τήν ἁμαρτία μας.
Καημός γιά τά προβλήματα. Δέν θέλουμε νά δοῦμε τό ἕνα………………..230
Ἕνα ἀπό τά μή σωστά πού γίνονται στήν ἐξομολόγηση. Ἀφήσαμε τό ἕνα πρόβλημα. Τό πρῶτο καί κύριο θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Τό μεγάλο θέμα: ἡ ἁμαρτία…………………………………………………………………..236
Ἡ ἁμαρτία μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Ἡ λαθεμένη ἀντιμετώπιση τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἴδια ἡ ἁμαρτία σου εἶναι ἡ σωτηρία σου. Οὔτε κατά διάνοιαν νά ξεκόψουμε ἀπό τόν Θεό. Ἡ ταπείνωση εἶναι δρόμος γιά τή μετάνοια. Μπροστά στό βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά γιατρέψει τήν ψυχή ἀπό ὅλα τά καρκινώματα. Σημασία ἔχει τί εἶναι ὁ Χριστός.
Ἡ ἀληθινή μετάνοια καίει τίς ρίζες τῆς ἁμαρτίας……………………………….253
Τό μεγάλο θέμα πού πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ. Γιά ποιούς λόγους ἡ ἁμαρτία μένει. Χανόμαστε στή λεπτομέρεια καί ἀγνοοῦμε σοβαρότερες ἁμαρτίες μας. Ὁ Χριστός θά μᾶς ἀφήσει στήν κατάστασή μας;
Σκέψεις γιά βαθύτερη γνωριμία μέ τόν ἑαυτό μας………………………………262
Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔφθασε τό φῶς τοῦ Θεοῦ μέσα μας; Πρβληματισμός γιά τήν ἐξομολόγηση τῶν χριστιανῶν.
Κυκλοφορεῖ πολλή πλάνη……………………………………………………………………..267
Τό πιό μεγάλο κακό ἔρχεται ἀπό μέσα μας. «Ἀνάγκη ἐλθεῖν τά σκάνδαλα». Ποιοί θά λογαριαστοῦν στήν ἐποχή μας ὡς μάρτυρες. Ἡ πλάνη στήν καθημερινή θρησκευτική ζωή μας. Θέλουμε πραγματικά νά ἀλλάξει ἡ ζωή μας; Ὅ,τι καλό κι ἄν κάνουμε στόν δρόμο τῆς πλάνης, δέν ὠφελεῖ.
Συζήτηση μέ ἀφορμή τήν ἄποψη
τοῦ Ρουμάνου πατρός Κλεόπα
γιά τόν κανόνα τοῦ ἐξομολογουμένου………………………………………………….278
Πνευματικός καί ἐξομολογούμενος. «Θεέ μου, θέλω νά μέ ὁδηγήσεις». Δέν ἀγγίζουμε τό βάθος τῆς ψυχῆς μας. Ἡ «πρόνοια» τοῦ ἀνθρώπου νά τακτοποιήσει μόνος του τήν ψυχή του. «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» Τό πιό ἀληθινό πράγμα εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση ἐλευθερώνει.
Γ´ Κεφάλαιο
Ἡ ἀληθινή ζωή
Ἡ μετάνοιά σου εἶναι ψυχολογική ἤ πνευματική;………………………………..297
Μήν μπερδεύουμε ψυχολογικές καταστάσεις μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνήσια μετάνοια φέρνει ἐλπίδα καί ἀνάπαυση στήν ψυχή. Ἡ μετάνοια γκρεμίζει τόν ἐγωισμό. Τό «πανηγύρι» τῆς μετανοίας δέν ἔχει τελειωμό. Γιατί ἐμεῖς νιώθουμε διαφορετικά ἀπό τούς ἁγίους;
Ὄχι κουκούλωμα τῆς ἀμετανοησίας μας………………………………………………306
Μετανοοῦμε; Ἕνας λόγος πού δέν προκόπτουμε. Ἀποτελέσματα τῆς ἀληθινῆς μετανοίας. Στηρίζουμε τό εἴδωλό μας;
Δέν μπορεῖ νά παίζει ὁ χριστιανός μέ τά θεῖα………………………………………313
Πρόσεξε καί θά εἶσαι εὐτυχισμένος. Ἡ γνήσια χριστιανική ζωή εἶναι μαρτυρία στούς ἄλλους.
Μέτρο συμπεριφορᾶς……………………………………………………………………………..318
«Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». «Τό πρόβλημα εἶμαι ἐγώ». Εἶναι παγίδα ἡ πεποίθηση ὅτι ἐμεῖς βλέπουμε σωστά τά πράγματα. «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν…»· τό ἐφαρμόσαμε ποτέ στή ζωή μας; Αὐτή εἶναι ἡ χριστιανική ἀγάπη.
Τά πράγματα εἶναι ἁπλά, ὅταν ἔχει κανείς τόν Χριστό………………………..329
Ἀλλά πῶς ἔχει κανείς τόν Χριστό; Ἡ δυσκολία βρίσκεται στήν ἀπροθυμία τοῦ ἀνθρώπου. Τό κατεστημένο μας θά ἐγείρει δικαιώματα χρησικτησίας. Ἐάν πάρουμε στά σοβαρά τά πράγματα, θά κάνουμε ἀγώνα. Φαίνεται ἄχαρος ὁ ἀγώνας, ἀλλά ἔτσι λυτρώνεται ἡ ψυχή. Πείθεται ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἀχρείωσή του. Τό γλυκό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Πῶς διανύεται ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας στήν πράξη. Πῶς ἔρχεται ἡ διάθεση γιά προσευχή.
Ἀνθρώπινη ἤ θεανθρώπινη ζωή;……………………………………………………………350
Ἀρκοῦσε ἡ φανέρωση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Ἕνα φοβερό γεγονός καί ἡ στάση τοῦ Θεοῦ. Ὅσο ταπεινωνόμαστε, τόσο ὁ Θεός μᾶς φωτίζει. Ὁ Χριστός στόν ἅδη. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί σώζει τόν κόσμο. Στόν παράδεισο μπαίνει ὁ Χριστός, καί ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό. Μᾶς δέχεται ὁ Χριστός μόνο μέ βάση τή μετάνοια.
Εἰσαγωγικό σημείωμα
«Ὁ κάθε ἄνθρωπος, καθένας πού κατάγεται ἀπό τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, εἶναι ἁμαρτωλός. Εἶναι πολύ ἁμαρτωλός, εἶναι πολύ ἐξαχρειωμένος. Ἀφοῦ τό λέει ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τό λέει ἔτσι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι εἶναι. Νά τό δεχθοῦμε. Νά μήν κλωτσήσουμε ἀπό μέσα μας καθόλου, νά μήν ἀντιδράσουμε. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐξαχρειωμένος, εἶναι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία, παρασύρεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέν πάει πρός τόν Θεό, δέν ζητάει τόν Θεό, πράγμα τό ὁποῖο εἶναι ἡ φυσική κίνηση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος, φαίνεται πώς μερικοί βολεύονται μέ τό νά τά λέει ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφή. Τί θέλουν νά ποῦν αὐτοί τούς ὁποίους βολεύει αὐτή ἐδῶ ἡ ἀλήθεια; Θέλουν νά ποῦν: ῾῾Ἄφησέ με ἥσυχο. Ἐδῶ τό λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή, καί εἶναι καθολικά ἀποδεκτό ὅτι οὐδείς ἀναμάρτητος. Εἶναι λοιπόν ὅ,τι φυσιολογικό, ὅ,τι ὁμαλό, νά κάνω ἁμαρτίες᾿᾿.
Ἄκουσα μέ τά αὐτιά μου ἕναν καθηγητή νά λέει: ῾῾Ναί μέν ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἀναμάρτητο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο, ἀλλά οὕτως ἤ ἄλλως θά ἁμάρτανε ὁ ἄνθρωπος᾿᾿. Καί τό ἔλεγε αὐτό μέ τήν ἑξῆς ἔννοια: Τί καθόμαστε καί μιλοῦμε; Τί καθόμαστε καί συζητοῦμε; Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὁ ἄνθρωπος θά ἁμάρτανε, ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι ἁμαρτωλός.
Καί σέ τελευταία ἀνάλυση –αὐτό μπορεῖ νά μήν τολμοῦν νά τό ποῦν ἔτσι, ἀλλά φαίνεται στά πράγματα– αὐτό πού λένε σημαίνει: Πάψτε νά μᾶς μιλᾶτε γιά ἁμαρτία. Πάψτε νά μᾶς λέτε ὅτι δέν πρέπει νά μένουμε στήν ἁμαρτία, ὅτι πρέπει νά ξεφύγουμε ἀπό τήν ἁμαρτία. Τελείωσε. Ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι κι ἀλλιῶς, θά ἁμάρτανε καί, ἔτσι κι ἀλλιῶς, θά κάνει ἁμαρτίες. Μή μιλᾶτε πιά γι᾿ αὐτό τό θέμα. Γιά ἄλλα πράγματα νά μᾶς μιλᾶτε.
Πράγματι, λέγονται ἕνα σωρό καλά πράγματα, ἕνα σωρό ὑψηλές θεολογίες, ἀλλά δέν ἀγγίζουν τό θέμα αὐτό τῆς ἁμαρτίας».
Σέ μιά ἐποχή ὅπως ἡ δική μας, στήν ὁποία τό πνεῦμα πού κυριαρχεῖ εἶναι αὐτό πού περιγράφουν περιληπτικά οἱ παραπάνω γραμμές, ὁ λόγος γιά μετάνοια εἶναι ἐπίκαιρος καί ἀπαραίτητος, περισσότερο ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά.
Ὁ Θεός οἰκονόμησε, ἀπό τότε πού ἄρχισαν νά γίνονται ἀπό τόν π. Συμεών οἱ διάφορες ὁμιλίες, νά λεχθοῦν πάρα πολλά γύρω ἀπό τήν ἁμαρτία καί τή μετάνοια. Ἕνα μικρό μέρος αὐτῶν πού εἰπώθηκαν εἶναι καί αὐτή ἡ μικρή συλλογή ὁμιλιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τό παρόν βιβλίο μέ τίτλο: Ἀδάμ, ποῦ εἶ;
Προβαίνουμε στήν τέταρτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ἐπιμεληθήκαμε ἀπό τήν ἀρχή τά κείμενα. Θά μποροῦσαν νά δημοσιευθοῦν καί ἄλλες ἀνάλογες συλλογές ὁμιλιῶν, καθώς, ὅπως σημειώνεται παραπάνω, εἶναι συνεχής ἡ ἀναφορά τοῦ ὁμιλητοῦ στή μετάνοια.
Ἀξίζει ἐδῶ νά σημειώσουμε ἐν κατακλεῖδι καί αὐτό πού λέχθηκε σέ ἄλλη περίπτωση.
«Τήν περασμένη Κυριακή, Κυριακή μετά τά Φῶτα, ἡ Ἐκκλησία μας κατά κάποιον τρόπο γιόρταζε τήν ἀρχή τοῦ κηρύγματος τοῦ Κυρίου. Διότι σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική περικοπή: Ἀπό τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καί λέγειν… Καί τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου ἦταν: Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, ὁ λόγος μας θά εἶναι πάντοτε λόγος περί μετανοίας, ἀφοῦ ὁ Κύριος αὐτό τό κήρυγμα ἔκανε. Καί θά εὐχόμουν, καί παρακαλῶ νά εὐχηθεῖτε κι ἐσεῖς, ἡ τελευταία ὁμιλία πού θά κάνω ἀπό αὐτό ἐδῶ τό βῆμα, νά εἶναι ὁμιλία περί μετανοίας. Ὅλες οἱ ὁμιλίες πού θά γίνονται μέχρι τότε, ἀλλά καί ἡ τελευταία, νά βοηθήσουν ὅλους μας, ἀδελφοί μου, ὄντως νά μετανοήσουμε καί ὄντως νά μποῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά εἴμαστε ὅλοι μαζί ἐκεῖ στόν οὐρανό».
Ἀντί προλόγου
«Ποῦ εἶναι ὁ Θεός Ἠλιού; Γιατί δέν ἀπαντᾶ;»
Ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία –ἄν μπορῶ νά τό πῶ ἔτσι– ἴσως εἶναι τό ὅτι ἕνεκα τῆς μή σωστῆς στάσεώς μας, ἀχρηστεύουμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἤ τό μειώνουμε πολύ. Βέβαια, ὡς πρός ἐμᾶς.
Ὅπως λένε οἱ πατέρες, δέν θά κολασθοῦμε ἐπειδή εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Αὐτό τό ξέρει ὁ Θεός καί γι᾿ αὐτό ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία. Θά κολασθοῦμε, ἐπειδή δέν πήγαμε στόν ἰατρό Χριστό νά μᾶς θεραπεύσει. Εἶναι ἕνα μεγάλο θέμα αὐτό καί πάντοτε εἶναι ἐνώπιόν μας, καί ἴσως τίς ἡμέρες αὐτές τῶν ἑορτῶν εἶναι ἀκόμη περισσότερο προκλητικό ἐνώπιόν μας καί πολύ ζωντανό.
Εἴμαστε βαπτισμένοι χριστιανοί. Ἰδιαίτερα οἱ γιορτές μᾶς τό ὑπενθύμισαν, καί εἰδικότερα χθές καί σήμερα ἡ ἑορτή αὐτή τῶν Θεοφανείων μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι εἴμαστε βαπτισμένοι. Ὅμως, δέν ζοῦμε ὡς βαπτισμένοι.
Εἴμαστε στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν ζοῦμε ὅπως θά ἔπρεπε νά ζοῦν τά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ὅλη ὕπαρξή μας χριστοποιεῖται, δεδομένου ὅτι αὐτόν τόν σκοπό ἔχει ἡ θεία Κοινωνία, νά γίνει ὁ καθένας μας ἕνας Χριστός.
Ἐξομολογούμαστε, καί δέν φαίνεται νά συγχωρεῖται πραγματικά, βαθιά-βαθιά μέσα μας, ἡ ἁμαρτία, καί νά ἐλευθερωνόμαστε ἀπό αὐτήν.
Περνοῦμε μέσα ἀπό τίς πανάγιες αὐτές γιορτές, καί ἐνῶ οἱ ἅγιοι πατέρες τά κανόνισαν ἔτσι, ὥστε ὅλα αὐτά πού ἀναγινώσκονται, πού τελοῦνται καί ψάλλονται, νά εἶναι παράδεισος, ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι γευόμαστε τά τοῦ παραδείσου.
Καί μένει τό ἐρώτημα, τό θέμα αὐτό τό μεγάλο: Τί γίνεται; Δέν ἦλθε πράγματι ὁ Θεός στή γῆ; Δέν ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὅ,τι ἔκανε γιά μᾶς; Δέν ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία του πού εἶναι ὁ ἴδιος, τό ἴδιο του τό σῶμα; Δέν ἁγιάσθηκαν ὄντως μυριάδες ψυχές καί κατά τά χρόνια τά ἀποστολικά καί κατά τά χρόνια τῶν μαρτύρων καί ἀργότερα καί μέχρι σήμερα; Δέν εἶναι αὐτά ἀληθινά; Πῶς συμβαίνει ἡ δική μας ἡ ζωή, τό εἶναι μας, ἡ ὅλη ψυχή μας νά μένει ἔξω ἀπό αὐτή τήν ἀλήθεια, ἔξω ἀπό αὐτή τήν κατάσταση τήν ἁγία;
Ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο Δ΄ Βασιλειῶν,1 ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀναληφθεῖ ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀπό τήν Ἰεριχώ πῆγαν μαζί μέ τόν προφήτη Ἐλισσαιέ στόν Ἰορδάνη ποταμό, ὅπου μέ τή μηλωτή του χτύπησε ὁ προφήτης Ἠλίας τά νερά τοῦ ποταμοῦ, καί διαχωρίστηκαν, καί πέρασαν στήν ἀπέναντι ὄχθη. Εἶπε τότε ὁ προφήτης Ἠλίας στόν Ἐλισσαιέ νά τοῦ ζητήσει τί θέλει νά τοῦ κάνει, πρίν ἀναληφθεῖ στόν οὐρανό. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε, νά τοῦ δώσει διπλή τή χάρη πού ἔχει αὐτός. Ὁ προφήτης τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι μεγάλο τό αἴτημά του, ἀλλά, ἐάν τόν δεῖ νά ἀναλαμβάνεται στόν οὐρανό, θά πραγματοποιηθεῖ τό αἴτημά του. Καί ἐνῶ βάδιζαν, ξαφνικά ἐμφανίσθηκε πύρινο ἅρμα πού πῆρε τόν προφήτη Ἠλία, καί ἀνελήφθη στόν οὐρανό. Ὁ Ἐλισσαιέ πῆρε τή μηλωτή τοῦ προφήτη Ἠλία πού ἔπεσε ἀπό ψηλά καί θέλησε νά γυρίσει πίσω περνώντας τόν Ἰορδάνη ποταμό. Χτύπησε τά νερά τοῦ ποταμοῦ μέ τή μηλωτή τοῦ προφήτου Ἠλιού, ἀλλά τά νερά δέν διαχωρίστηκαν, καί διερωτήθηκε: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός Ἠλιού;» Δέν μποροῦσε νά τό δεχθεῖ αὐτό ὁ Ἐλισσαιέ. Δέν μποροῦσε νά μείνει σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, σάν δηλαδή νά ἔκλεισε ὁ οὐρανός, σάν νά μήν ὑπάρχει γι᾿ αὐτόν ὁ Θεός, σάν νά μήν ἔρχεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Καί αὐτό τό ἐρώτημά του δέν ἦταν βέβαια μιά ἀπορία οὔτε ἁπλῶς ἕνα ἐρώτημα. Ἀλλά τί; Καθώς, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, ὁ Θεός τόν δοκίμασε, γιά νά δεῖ πῶς θά τά πάρει τά πράγματα, ὁ προφήτης Ἐλισσαιέ, πού ἦταν μαθητής τοῦ προφήτου Ἠλιού, ἔδειχνε μέ τό ἐρώτημά του αὐτό πώς δέν ἦταν δυνατόν νά ἀποκοιμηθεῖ ἤ νά ψάξει νά βρεῖ διάφορες δικαιολογίες ἤ νά ἀφεθεῖ σέ μιά κατάσταση πού νά ἔφθινε, σέ μιά κατάσταση πού δέν θά μποροῦσε νά ἔχει σχέση μέ τόν προφήτη Ἠλία καί μέ τόν Θεό.
Δέν τόν δέσμευε τίποτε, δέν ἀναζητοῦσε ὅμως κάπου ἀλλοῦ αὐτό πού ἀναζητεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί δέν προσπάθησε νά τά βολέψει τά πράγματα. Ζητοῦσε τόν Θεό: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός;» Καί πιθανόν ὁ Θεός νά τόν δοκίμασε, γιά νά δεῖ ἀκριβῶς αὐτή τήν ἀντίδρασή του, τήν καλή ἀντίδρασή του· δέν ἀφέθηκε στό νά ἀκηδιάσει οὔτε, ὅπως εἴπαμε, βόλεψε τά πράγματα οὔτε τά δικαιολόγησε. Καί ἦλθε ἀμέσως ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ. Ξαναχτύπησε μέ τή μηλωτή, καί διαχωρίστηκαν τά νερά τοῦ Ἰορδάνη.
Ἄραγε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, πού εἴμαστε βαπτισμένοι, πού κατ᾿ ἀρχήν δεχόμαστε ὅτι ὄντως ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐποίησε ὅλα τά ἐπί τῆς γῆς, καί ὅτι ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία του, ὑπάρχουν τά μυστήρια, ἄραγε διερωτόμαστε: «Ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι ὅλη αὐτή ἡ ἀλλαγή, ὅλη αὐτή ἡ μεταμόρφωση καί ὅλη αὐτή ἡ καλή ἀλλοίωση, πού μᾶς ὑπόσχεται ὁ Θεός ὅτι θά ἔλθει στήν ψυχή μας;» Διερωτόμαστε; Ἤ σάν νά μᾶς βολεύει τό ὅτι δέν ἀπαντᾶ ὁ οὐρανός;
Μήπως ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο, μήπως ἐδῶ κρύβεται τό μυστικό, ἀκριβῶς ὅπως στήν περίπτωση αὐτή τοῦ Ἐλισσαιέ στόν Ἰορδάνη ποταμό; Μήπως πρέπει τελικά νά διερωτηθεῖ κανείς καί νά ἀνησυχήσει μέ τήν καλή ἔννοια, καί νά ζωντανέψει ἀκόμη πιό πολύ ἡ πίστη του, καί νά μεγαλώσει μέσα του ἡ πεποίθηση: Δέν μπορεῖ· ὁ Θεός ὑπάρχει. Δέν μπορεῖ· ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος. Καί δέν μπορεῖ, παρά αὐτά πού ἔκανε ὁ Θεός γιά τή σωτηρία μας, καί εἶναι ἔργο δικό του, νά ἔχουν καί τώρα τή δύναμη αὐτή, ὅπως τήν εἶχαν στούς ἀποστόλους, στούς μάρτυρες, στούς ὁσίους καί σέ ὅλους τούς ἁγίους.
Φαίνεται ὅτι πάντοτε ἔτσι τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός τά πράγματα, γιά νά φανεῖ ποιός πιστεύει, ποιός δέν πιστεύει· γιά νά φανεῖ ποιός ταπεινώνεται, ποιός δέν ταπεινώνεται, ποιός μετανοεῖ, ποιός δέν μετανοεῖ, ποιός ἀγαπᾶ τόν Θεό, ποιός δέν τόν ἀγαπᾶ· γιά νά φανεῖ ποιός τά κατάλαβε σωστά τά πράγματα καί τά ἔβαλε μέσα στήν ψυχή του σωστά καί δέν θέλει μέ δικαιολογίες νά ξεφύγει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ.
Τό βάπτισμα πού πήραμε εἶναι βέβαια βάπτισμα, καί τό ὅτι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιά ἀλήθεια. Καί τό ὅτι οἱ περισσότεροι ἴσως ἀπό μᾶς, ἀπό μικρά παιδιά εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία καί συμμετέχουμε, μετέχουμε τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαζόμαστε καί τρέχουμε στίς γιορτές, εἶναι μιά πραγματικότητα. Ἀλλά πόσο ὅμως ἡ ὅλη δύναμη τοῦ Θεοῦ πού κρύβεται σέ ὅλα αὐτά, ἡ ἄκτιστη αὐτή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πόσο ἐνεργεῖ μέσα μας καί μᾶς μεταμορφώνει καί μᾶς ἀλλοιώνει καί μᾶς κάνει Χριστούς, μᾶς κάνει νά εἴμαστε ὄντως ἀληθινοί χριστιανοί, ὄντως μικροί Χριστοί; Θά παρακαλοῦσα νά τό προσέξουμε αὐτό τό σημεῖο.
Συναντᾶ κανείς, π.χ., ἕναν φτωχό, ἕναν σακάτη, καί καθώς εἶναι εὐαίσθητος, ἀναταράσσεται ὁλόκληρος καί βοηθάει αὐτόν τόν φτωχό –ἄς πάρουμε τήν περίπτωση ὅτι τόν βοηθάει πλουσιοπάροχα– γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ὅμως, ὅσο γίνεται γρηγορότερα ἀπό κοντά του, νά μή βλέπει τή δυστυχία του, ἔχοντας τή βεβαιότητα ὅτι τακτοποιήθηκε, ὅτι τό τακτοποίησε τό θέμα.
Μήπως ἡ ὅλη σχέση μας μέ τόν Θεό, ὅσο καλή κι ἄν εἶναι, ὅσο πνεῦμα θυσίας κι ἄν ἔχει, ὅσο κόπο καί ἄν κάνουμε, ὅσα τυχόν πράγματα κι ἄν στερούμαστε, μήπως τελικά ἔχει αὐτόν τόν χαρακτήρα; Λέει κανείς «Μήπως;», ἀλλά τά πράγματα δείχνουν ὅτι ἔτσι εἶναι.
Τελικά, ὁ Θεός βλέπει ὅτι τό ὅποιο δόσιμό μας ἔχει αὐτόν τόν χαρακτήρα: κάναμε τό καθῆκον μας. Ὅπως τό κάνει αὐτός πού δίνει στόν φτωχό, ἀλλά τό βάζει στά πόδια. Κάναμε τό καθῆκον μας. «Νά ἐκκλησιαστοῦμε θέλεις, Θεέ μου; Θά ἔλθουμε. Νά κοινωνήσουμε θέλεις; Θά τό κάνουμε. Νά ἐξομολογηθοῦμε; Καί αὐτό θά τό κάνουμε. Θέλεις νά σέ θυμούμαστε, νά προσευχόμαστε; Θά τό κάνουμε. Ἀλλά ὅμως –δέν τό λέμε ἔτσι, ἀλλά ἔτσι τό ζοῦμε– δέν εἶσαι ἐσύ τό πᾶν γιά μᾶς. Δέν μᾶς φθάνεις. Ἄλλα πράγματα θέλουμε, ἄλλα ζητοῦμε, ἄλλα πράγματα μᾶς γεμίζουν, ἄλλα μᾶς εὐχαριστοῦν, ἄλλα πράγματα εἶναι ἡ ζωή μας, καί βοήθησέ μας, ὅσο μπορεῖς περισσότερο, νά ἀποκτήσουμε αὐτά τά ἄλλα πράγματα». Καί κλείνει ὁ οὐρανός.
Εἴμαστε βαπτισμένοι, ἀλλά ζοῦμε σάν νά μή βαπτιστήκαμε. Εἴμαστε κοινωνημένοι, ἀλλά ζοῦμε σάν νά μήν κοινωνήσαμε. Περνοῦμε μέσα ἀπό αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες καί ὄντως μέσα στή λατρεία ἔχουμε τό μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, τό μυστήριο τῆς Βαπτίσεώς του καί τῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καί ὅμως, γιά μᾶς εἶναι νεκρά πράγματα.
Ὅπως λέει ἕνα τροπάριο τοῦ κανόνα τοῦ Πάσχα: Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καὶ τά καταχθόνια… Ἔχουμε τό φῶς αὐτό; Λάμπουμε; Ἦλθε στήν ψυχή μας αὐτό τό φῶς καί χύνεται πρός τά ἔξω αὐτό τό φῶς; Βρήκαμε τήν εἰρήνη, βρήκαμε τήν ἀλήθεια, βρήκαμε ὄντως τόν ἁγιασμό; Εἶναι μέσα μας ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια, εἶναι ὄντως μέσα μας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὄντως μέσα μας τό φῶς; Εἴμαστε ὄντως –διότι ἐκεῖ ἀποβλέπουν ὅλα– μικροί Χριστοί; Νιώθουμε νά μᾶς κυβερνᾶ ὁ Χριστός; Εἴμαστε ἅγια ἀρτοφόρια, πού φέρουμε μέσα μας τόν Χριστό, πού φέρουμε μέσα μας αὐτό τό φῶς, καί καταπλημμυρισμένοι ἐμεῖς ἀπό τό φῶς ἀκτινοβολοῦμε καί φωτίζουμε καί ἄλλους;
Δέν ὑπάρχει καμιά δικαιολογία. Μήν πεῖ κάποιος: «Αὐτά εἶναι γιά τούς ἁγίους». Εἶναι προφάσεις αὐτά, εἶναι δικαιολογίες, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού εἴπαμε: ὅ,τι κάνουμε, κάποια θρησκευτικά πράγματα πού κάνουμε, τά κάνουμε, τρόπον τινά, ἴσα-ἴσα γιά νά κλείσουμε τό στόμα, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μήν ἔχει νά πεῖ: «Δέν ἔρχεστε, δέν ἐκκλησιάζεστε, δέν κοινωνεῖτε». Ὅμως, πέρα ἀπό αὐτά, μᾶς εἶναι ξένος ὁ Θεός. Δέν τόν ζητοῦμε, δέν τόν θέλουμε.
Συγκλονίστηκε, συνταράχθηκε ὁλόκληρος ὁ προφήτης Ἐλισσαιέ, ὅταν εἶδε ὅτι δέν ἔγινε αὐτό πού περίμενε νά γίνει καί πού ἔπρεπε νά γίνει. Διότι αὐτός εἶχε πείρα κοντά στόν προφήτη Ἠλία ὅτι εἶναι ἀνοιχτός ὁ δρόμος αὐτός τῆς ἐπικοινωνίας μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Ποιός ἀπό μᾶς συγκλονίζεται, ἀνησυχεῖ μέ τήν καλή ἔννοια, συνταράσσεται στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του καί κραυγάζει, καθώς βλέπει ὅτι δέν γίνεται στήν ψυχή του αὐτό πού ὑπόσχεται ὁ Θεός, αὐτό πού ὑποσχέθηκε, αὐτό πού ἔκανε γενικά γιά τόν ἄνθρωπο; Ποιός;
Καί μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός, διότι βολευόμαστε· σάν νά τό θέλουμε ἔτσι.
Δέν θέλουμε «νά μᾶς ταράξει τούς κύκλους». Δέν θέλουμε νά μᾶς βάλει σέ ἀνησυχία, νά μᾶς βγάλει ἀπό τό ἐγώ, ἀπό τή φιλαυτία μας, ἀπό τήν ἐγωλατρία μας.
7-1-1995