ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος τόμος | Σελίδες 306 | Διάσταση 15 × 21 | 2002
Αγια Γραφη
A+
A
A-

21. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν

 

Τό ἱερό Ψαλτήριο, «τό θεόσδοτον καί σεβάσμιον τοῦτο βιβλίον», κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, «ἐκρίθη τό ἀναγκαιότερον καί ὑπέρ τά ἄλλα πολύχρηστον εἰς τήν ἱεράν ἡμῶν Ἐκκλησίαν. Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἐπετάχθημεν (=ἔχουμε τήν ἐντολή) νά προσευχώμεθα καί ἑπτάκις τῆς ἡμέρας εἶναι ἄφευκτος ἡ ἀνάγνωσις τοῦ ἱεροῦ Ψαλτῆρος. Ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς, ἐν ὅλοις τοῖς θείοις Μυστηρίοις ἀρχή, μέση καί τέλος γίνεται τό ἱερόν Ψαλτήριον…

…Ὅθεν ὁ ἱερός Ἀθανάσιος ἐν τῷ προοιμίῳ τῶν Ψαλμῶν λέγει· “Πᾶσα μέν Γραφή θεόπνευστός ἐστι καί ὠφέλιμος πρός διδασκαλίαν… Ἡ δέ γε βίβλος τῶν Ψαλμῶν, ὡς παράδεισος τά ἐν αὑτῇ φέρουσα μελῳδεῖ, καί τά ἴδια πάλιν μετ᾿ αὐτῶν ψάλλουσα δείκνυσιν”. Ὁ δέ θεῖος Χρυσόστομος ταμεῖον πάσης πνευματικῆς χάριτος καί θησαυρόν ὠφελείας ἀποδεικνύων τό ἱερόν τῶν Ψαλμῶν βιβλίον, οὕτω φησίν (=ἔτσι τελικά ἀποφαίνεται γι᾿ αὐτό)· “Μυρίων ἀγαθῶν ἐμπεπλησμένον τό βιβλίον εὑρήσετε” (=Τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν θά τό βρεῖτε νά ξεχειλίζει μύρια ἀγαθά)».

***

Πρίν εἰκοσιοκτώ χρόνια, τό 1974, ἄρχισε μιά σειρά ὁμιλιῶν, στήν ὁποία γινόταν ἑρμηνεία «τοῦ θεοσδότου καί σεβασμίου τούτου βιβλίου» τῶν Ψαλμῶν, ἡ ὁποία συνεχίστηκε μέχρι τό 1997.

Ἔχουμε τή γνώμη ὅτι δέν χρειάζεται νά ἀναφέρουμε στό σύντομο αὐτό σημείωμα εἰσαγωγικά στοιχεῖα γιά τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν. Πολλά μπορεῖ νά βρεῖ ὁ ἀναγνώστης σέ σχετικά βιβλία πού κυκλοφοροῦν. Σημειώνουμε ἐδῶ τίς ἐκτεταμένες εἰσαγωγές τοῦ ἁγίου Νικοδήμου (βλ. σημ. 1), τοῦ π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου (βλ. παρακάτω), ὅπως καί αὐτά πού εἶναι γραμμένα στόν 12ο τόμο τῆς Θρησκευτικῆς καί Ἠθικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας (σσ. 455-460).

***

Ἡ δήλωση «1-20» στόν τίτλο τοῦ παρόντος τόμου ἔγινε γιά λόγους καθαρά τεχνικούς, χωρίς αὐτό νά ἀνταποκρίνεται πλήρως στό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου. Δηλαδή, δέν περιέχονται οἱ ὁμιλίες πού ἔγιναν στούς πρώτους εἴκοσι ψαλμούς, ἀλλά μόνο σέ ἐννέα ἀπό αὐτούς. Καί αὐτό γιατί δέν ὑπάρχουν στό ἀρχεῖο μας οἱ ὁμιλίες στούς ὑπόλοιπους ἕνδεκα ψαλμούς.

Ἀλλά καί σέ τέσσερις ἀπό αὐτούς τούς ψαλμούς (2ο, 6ο, 7ο καί 9ο) δέν ἔχουμε τήν ἑρμηνεία κάποιων στίχων τους. Εἰδικά στόν ἔνατο ψαλμό, πού ἔχει τριάντα ἐννέα στίχους καί εἶναι ὁ μεγαλύτερος τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἔχουμε τήν ἑρμηνεία μόνο ἐννέα στίχων. Φρονοῦμε ὅτι οἱ ἐλλείψεις αὐτές δέν θά ἔπρεπε νά ἀποτελέσουν ἐμπόδιο στό νά περιληφθοῦν στό βιβλίο καί οἱ τέσσερις ὡς ἄνω ψαλμοί, καί αὐτό γιά δύο λόγους. Κατ᾿ ἀρχήν ὁ σκοπός μας δέν εἶναι νά προσφέρουμε μιά πλήρη ἑρμηνεία τῶν Ψαλμῶν, πού ἄλλωστε κυκλοφορεῖ, ἀλλά ὅλα αὐτά πού, ὅπως πιστεύουμε, φώτισε ὁ Θεός νά λεχθοῦν μέ ἀφορμή τό κείμενο τῶν Ψαλμῶν. Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ἡ κάθε ὁμιλία ἔχει τήν αὐτοτέλειά της.

Ἡ ἑρμηνεία τοῦ τρίτου, δεκάτου ἐνάτου καί εἰκοστοῦ ψαλμοῦ δέν εἶναι ἀπό τή σειρά ἑρμηνείας τῶν Ψαλμῶν, ἀλλά ἀπό μιά νεώτερη σειρά ὁμιλιῶν, στήν ὁποία γινόταν ἑρμηνεία τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου.

Στήν ὅλη ἐργασία μας χρησιμοποιήσαμε ὡς βοήθημα τό ἔργο τοῦ Ἀρχιμ. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου, Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο´. Κείμενον, ἑρμηνευτική παράφρασις, εἰσαγωγή, σχόλια. Ἐκδ. Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος «Λυδία». Τόμ. 24, Οἱ Ψαλμοί, ἔκδ. δ´ ἐπηυξημένη καί βελτιωμένη, Θεσσαλονίκη 1986 (στό ἑξῆς: π. Ἰ. Γιαννακόπουλος). Τό ἔργο αὐτό χρησιμοποιοῦσε καί ὁ π. Συμεών στίς ὁμιλίες του.

Ἐπειδή ὑπάρχουν ἀρκετές ἀναφορές σέ δύο εἰδικά ἐκδόσεις, τίς ἀναγράφουμε ἐδῶ σέ πλήρη μορφή καί παραπέμπουμε σ᾿ αὐτές στίς σημειώσεις τοῦ βιβλίου συντομογραφημένα. Οἱ ἐκδόσεις αὐτές εἶναι·

α. Τό Μέγα Γεροντικόν, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχ. «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», τόμ. 1-4, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2000 (2η ἔκδοση), 1995, 1997, 1999 (στό ἑξῆς: Τό Μέγα Γεροντικόν).

β. Ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἔργα, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», τόμ. 1-3, Θεσσαλονίκη 1988, 1989, 1990 (στό ἑξῆς: Ὅσιος Συμεών).

***

«Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι Καινή Διαθήκη. Ξεσκεπάζονται ὅλα, ἀποκαλύπτονται ὅλα, φωτίζονται καί φανερώνονται ὅλα. Καί μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε γιά τόν Χριστό. Ὅλα πλέον εἶναι Καινή Διαθήκη». Αὐτό, κατά ἰδιαίτερο ἴσως τρόπο, ἰσχύει γιά τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν. Καί τό πνεῦμα μέ τό ὁποῖο γίνονταν οἱ ὁμιλίες αὐτές ἦταν τί θέλει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά πεῖ μέσα ἀπό τά θεόπνευστα κείμενα τῶν Ψαλμῶν σ᾿ ἐμᾶς πού ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν αἰώνα, μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί στή σημερινή πραγματικότητα.

Νομίζουμε ὅτι ὁ ἀναγνώστης θά διαπιστώσει ὅτι πράγματι τό βιβλίο τῶν Ψαλμῶν εἶναι Καινή Διαθήκη, ὅταν «τό μελετοῦμε μέ ταπείνωση, μέ καθαρή καρδιά, μέ καθαρό νοῦ, μέ ἀφοσίωση στόν Θεό καί ἀναζητοῦμε μέ πολλή προσοχή τήν ἀλήθεια καί ὄχι κάτι ἄλλο». Ἰδιαίτερα μάλιστα θά διαπιστώσει πόσο ἄμεση σχέση ἔχουν οἱ Ψαλμοί μέ τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή, τήν ἐν Χριστῷ ζωή.

***

Στόν πρῶτο αὐτόν τόμο τῆς σειρᾶς ἑρμηνείας τῶν Ψαλμῶν δώσαμε τόν τίτλο «Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», διότι μέσα ἀπό τά θεόπνευστα αὐτά κείμενα καί τήν ἑρμηνεία τους προβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνήκει στόν Θεό, πού ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό, προβάλλεται ἡ εἰκόνα τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπου. Μιά εἰκόνα πού παρουσιάζει ὄχι τήν ἐξωτερική ἀλλά τήν ἐσωτερική πνευματική κατάσταση τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.

Πιστεύουμε ὅτι ὅποιος θέλει νά βοηθηθεῖ νά γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀληθινά χριστιανός, ἄν διαβάσει τά κείμενα πού ἀκολουθοῦν μέ αὐτή τήν ἐπιθυμία καί μυηθεῖ στό πνεῦμα τῶν ὁμιλιῶν αὐτῶν, δέν θά διαψευσθοῦν οἱ προσδοκίες του.

 

 

Καί πάντα, σα ν ποι (ὁ εὐσεβής), κατευοδωθήσεται. (Ψαλμ. 1, 3.) Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα κάνει ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, ὁ πιστός, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ θά κατευοδωθοῦν, θά πᾶνε καλά. Σήμερα κι ἐμεῖς λέμε ὅτι ὅλα τοῦ εὐσεβοῦς, τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, θά πᾶνε καλά. Καί ἔτσι εἶναι. Τό λέει καί ὁ ψαλμωδός ἐδῶ.

Ὡστόσο ὁ προφήτης Ἰερεμίας θέτει ἕνα ἐρώτημα, μέ τό ὁποῖο, τρόπον τινά, ἐννοεῖ τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού λέει ἐδῶ ὁ ψαλμωδός. Διερωτᾶται ὁ προφήτης: Τί τι δός σεβν εοδοται; Γιατί στόν ἀσεβή πηγαίνουν ὅλα καλά; Ὁ ψαλμωδός λέει ὅτι ὅλα τοῦ εὐσεβοῦς, τοῦ πιστοῦ, τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ θά πᾶνε καλά. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας εἶναι σάν νά λέει ὅτι, ἔτσι ὅπως βλέπουμε τά πράγματα, τά τοῦ ἀσεβοῦς πηγαίνουν ὅλα καλά, εοδοται δός το σεβος, καί διερωτᾶται γιατί συμβαίνει αὐτό.

Καί θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἐδῶ ἔχουμε μιά ἀντίθεση. Δέν πρόκειται βέβαια περί ἀντιθέσεως. Διότι, ὅταν ὁ προφήτης Ἰερεμίας θέτει αὐτό τό ἐρώτημα, δέν λέει συγχρόνως ὅτι τά τοῦ εὐσεβοῦς δέν πᾶνε καλά· ἁπλῶς ὁμιλεῖ γιά τόν ἀσεβή. Ὡστόσο θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ὑπονοεῖ πώς τά τοῦ εὐσεβοῦς δέν πᾶνε πάντοτε ὅλα καλά.

Προπαντός σήμερα βλέπουμε αὐτό πού λέει ὁ προφήτης Ἰερεμίας: τά τοῦ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου πηγαίνουν καλά. Εὐοδοῦται ἡ ὁδός τῆς ζωῆς τοῦ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου. Ἀκόμη καί σήμερα θέτουμε τό ἐρώτημα τοῦ προφήτη Ἰερεμία, καί πολλές φορές αὐτή ἡ πραγματικότητα μερικούς τούς κάνει νά ὀλιγοπιστοῦν, νά ἀμφιβάλλουν. Ὅσο κι ἄν λέει ὁ ψαλμωδός ὅτι ἡ ὁδός τοῦ εὐσεβοῦς θά εὐοδωθεῖ, ὅτι τό ἔργο τοῦ εὐσεβοῦς θά εὐοδωθεῖ, ἀνέκαθεν ὑπῆρχε αὐτή ἡ πραγματικότητα, ὅτι δηλαδή εὐοδοῦται παράλληλα καί ὁ ἀσεβής. Καί ὁ προφήτης θέτει αὐτό τό ἐρώτημα. «Τί γίνεται, Θεέ μου;» σάν νά λέει. «Γιατί συμβαίνει αὐτό; Ἐσύ δέν μᾶς ὑπόσχεσαι ὅτι, ἐάν ἀκολουθήσουμε τόν δρόμο σου, ἐάν ἀκολουθήσουμε τό θέλημά σου, ἐάν εἴμαστε εὐσεβεῖς, ἐάν εἴμαστε ἄνθρωποι δικοί σου, θά φᾶμε τά ἀγαθά τῆς γῆς»; «Ἐσύ, Θεέ μου», εἶναι σάν νά λέει ὁ προφήτης Ἰερεμίας, «ἔτσι τά λές, καί τά δεχόμαστε ἔτσι, ἀλλά τί γίνεται καί εὐοδοῦται καί ἡ ὁδός τοῦ ἀσεβοῦς;» Καί τό βλέπει κανείς. Ὅσο ἐνάντια πάει κανείς στόν Θεό, τόσο πιό πολύ πετυχαίνει στή ζωή, καί τόσο πιό πολύ ὅλα τά δικά του πηγαίνουν καλά.

Ὑπῆρχε λοιπόν ἀνέκαθεν αὐτό τό ἐρώτημα. Βέβαια, ὁ προφήτης Ἰερεμίας καί οἱ ἄλλοι προφῆτες θέτουν αὐτό τό ἐρώτημα, ἀλλά φυσικά δέν μένουν μέ τήν ἀπορία, διότι γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, εἶναι φιλάνθρωπος, εἶναι δίκαιος. Γνωρίζουν ἐπίσης ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τίς βουλές τοῦ Θεοῦ καί νά καταλαβαίνει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. «Τίς γνω νον Κυρίου; τίς σύμβουλος ατο γένετο;» Καί εἶναι θράσος μεγάλο νά θέλει κανείς νά μπεῖ μέσα στή μυστική βουλή καί στή μυστική σκέψη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι θράσος φοβερό αὐτό, καί εἶναι κάτι πού μπορεῖ δυστυχῶς νά τό κάνει ἕνας πιστός. Μεγάλο θράσος, μεγάλη ἁμαρτία εἶναι νά θέλει κανείς νά συμβουλέψει τόν Θεό, νά τόν ἐλέγξει, νά τόν κουμαντάρει.

Πόσες φορές, καί σήμερα ἀκόμη, πιστοί ἄνθρωποι, χριστιανοί, ἄνθρωποι πού κατά τά ἄλλα βέβαια πᾶνε καλά, ὅταν πιέζονται ἀπό τό βάρος διαφόρων δυσκολιῶν καί διαφόρων δυστυχιῶν, δέν ἀντέχουν, καί, ἄλλοτε μέ τό στόμα τους, ἄλλοτε ἁπλῶς μέ τήν καρδιά τους, σάν νά διαμαρτύρονται στόν Θεό, σάν νά τά βάζουν μέ τόν Θεό, σάν νά βρίσκουν ὅτι δέν τά ἔκανε καλά ὁ Θεός καί σάν νά θέλουν νά τόν συμβουλέψουν.

Πάντως, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι θά μπορέσουμε λίγο-λίγο, λίγο-λίγο νά καταλάβουμε τόν Θεό, νά μποῦμε μέσα στό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί νά ἔχουμε ἀληθινή σχέση μέ τόν Θεό, μόνο ὅταν ἐκ τῶν προτέρων, χωρίς καμιά ἐξέταση –δέν χρειάζεται, ἀλλά καί εἶναι θράσος– δεχθοῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι δίκαιος, εἶναι φιλάνθρωπος, εἶναι ἀγαθός, εἶναι πάνσοφος· δεχθοῦμε ὅτι δέν τά μπερδεύει, δέν πέφτει ἔξω, δέν κάνει λάθη καί οὔτε ἐμποδίζεται ἀπό τίποτε, οὔτε μπορεῖ κανείς νά τόν ἐλέγξει. Ἔτσι πρέπει νά σταθοῦμε ἀπέναντι στόν Θεό καί νά τό πάρουμε αὐτό ὡς δεδομένο.

Ἄν δέν καταλαβαίνουμε κάτι, δέν τό καταλαβαίνουμε· τό καταλαβαίνει ὅμως ὁ Θεός. Ἄν δέν μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε γιατί συμβαίνει κάτι, δέν μποροῦμε· νά ᾿ναι εὐλογημένο. Ὁ Θεός ὅμως τό ξέρει. Ἐμεῖς θά ἀναπαυθοῦμε, θά ξεκουραστοῦμε, θά φωτισθεῖ τό πνεῦμα μας, θά ξεφύγουμε ἀπό τή δυσκολία καί ἀπό τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο βρισκόμαστε, ὅταν ἀκριβῶς ἐμπιστευθοῦμε στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, στήν πανσοφία καί στή δικαιοσύνη του, καί ὄχι ὅταν μέ τό μυαλουδάκι μας προσπαθοῦμε νά καταλάβουμε αὐτά τά πράγματα: γιατί νά δυστυχεῖ αὐτός ὁ ὁποῖος εἶναι εὐσεβής καί κάτι προσπαθεῖ νά κάνει, καί γιατί τοῦ ἄλλου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀσεβέστατος καί δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τόν Θεό, νά εὐοδοῦται ἡ πορεία του, καί νά πηγαίνουν ὅλα τά δικά του καλά.

Καί ἄν ἀκόμη ὁ Θεός ἐπιχειροῦσε νά μᾶς ἐξηγήσει γιατί συμβαίνουν ὁρισμένα πράγματα, δέν θά μπορούσαμε νά τά καταλάβουμε. Ἄν θέλετε, μέ πιστεύετε, ἀδελφοί μου. Δέν ὑπάρχει καλύτερος, εὐκολότερος καί ἀποτελεσματικότερος τρόπος νά μπεῖ κανείς μέσα στή βουλή τοῦ Θεοῦ καί νά ἐννοήσει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ἀπό αὐτόν πού εἶπα: νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, στή δικαιοσύνη του, στήν ἀγαθότητά του, στή φιλανθρωπία του. Καθόλου νά μήν ἐπιτρέπουμε στόν ἑαυτό μας, οὔτε κατά διάνοιαν, νά προβληματίζεται γιατί καί πῶς, διότι δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά καταλάβουμε· ὁ Θεός γνωρίζει.

Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ξέρει ποιές εἶναι οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ, πῶς σκέπτεται ὁ Θεός καί γιατί ἀφήνει νά γίνει τό ἕνα, γιατί ἀφήνει νά γίνει τό ἄλλο. Καί ἐπαναλαμβάνω, ἀδελφοί μου, τό μυστικό εἶναι αὐτό: νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό πλήρως, χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη. Καί ἄν ἀκόμη στήν πολλή δυσκολία κινηθεῖ ἡ ψυχή μας ἔτσι πού θά ποῦμε: «Γιατί, Θεέ μου;», νά τό καταπιοῦμε αὐτό, νά τό πνίξουμε καί νά ζητήσουμε συγγνώμη ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι ἀναπαύεται ἡ ψυχή. Δέν ἀναπαύεται δι᾿ αὐθυποβολῆς. Ὄχι. Ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἀναπαύει τόν ἄνθρωπο. Ἐπειδή ἀκριβῶς ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐμπιστευόμενος σ᾿ αὐτόν καί μή θέλοντας νά ἐρευνήσει τάχα καί νά ἐξιχνιάσει τί ἔγινε, γίνεται δεκτικός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ, καί ἔτσι μυεῖται λίγο στίς βουλές τοῦ Θεοῦ, μυεῖται λίγο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁπότε καταλαβαίνει κάτι, πού ἕνας ἄλλος δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει.

Ἑπομένως, καθόλου νά μή σκανδαλιζόμαστε ἀπό ὅσα βλέπουμε νά συμβαίνουν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Ἄλλος εἶναι ὁ νοικοκύρης. Ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὅλα τά παρακολουθεῖ καί ὅλα τά βλέπει.

Αὐτό, ἀδελφοί μου, εἶναι ἕνα θέμα, εἶναι ἕνα σημεῖο πού πρέπει νά τό προσέξουμε. Οἱ ἅγιοι πατέρες τά κατάλαβαν ἀλλιῶς τά πράγματα, τά πῆραν ἀλλιῶς, καί ἔγιναν ἅγιοι. Μπορεῖ νά στερήθηκαν ἀπό ὁρισμένα πράγματα στή ζωή αὐτή καί τά στερήθηκαν εὐχαρίστως, μπορεῖ νά ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά τά στερηθοῦν ἤ ἐκεῖνοι μόνοι τους θέλησαν νά τά στερηθοῦν, ἀλλά πλούτησαν μέ τόν οὐράνιο πλοῦτο, πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός.

Ἀφήσαμε τό πνεῦμα τῆς ζωῆς, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τήν πηγή πού εἶναι ὁ Θεός, τό ἀφήσαμε αὐτό, τό ὁποῖο ὁ Θεός μᾶς τό ἔδωσε πλούσια, καί τό ἔχουμε μέσα στήν Ἁγία Γραφή, μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ἐπηρεασθήκαμε ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Ἀφήσαμε τόν Θεό καί ὅλοι τρέχουμε ἀγκομαχώντας νά βροῦμε στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τή λύτρωση, τήν ἄνεση, τήν ἀνάπαυση, τή χαρά.

Στόν εὐσεβή ἄνθρωπο, στόν πράγματι πιστό, στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, στόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό καί θεωρεῖ ὅτι θησαυρός εἶναι ὁ Χριστός, θεωρεῖ ὅτι τό πᾶν εἶναι ὁ Χριστός, ὄντως ὅλα θά πᾶνε καλά. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι θά πᾶνε καλά οἱ δουλειές, ὅτι θά πάει καλά τό σπίτι, ὅτι θά πάει καλά δέν ξέρω τί. Ὄχι. Ἀλίμονο ἄν ὁ πιστός ἐλπίσει σ᾿ αὐτά. Ὄχι ὅτι δέν θά φτιάξει καί αὐτά, ὅταν τά χρειάζεται καί ὅσο μπορεῖ νά τά φτιάξει. Ὁ εὐσεβής λοιπόν ἄνθρωπος, ὁ πιστός ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό ἔχει τόν πλοῦτο μέσα του, ἔχει τόν θησαυρό μέσα του, ὁ ὁποῖος θησαυρός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄν τώρα τοῦ λείψει τοῦτο ἤ τοῦ λείψει ἐκεῖνο, αὐτά δέν τόν ἐπηρεάζουν. Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἔχει τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μέσα του, αὐτό θά πεῖ ὅτι ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ μέσα του, αὐτό θά πεῖ ὅτι εἶναι πλούσιος, καί ὅτι τήν ὥρα πού πεινάει, εἶναι σάν νά μήν πεινάει, τήν ὥρα πού εἶναι φτωχός, εἶναι σάν νά μήν εἶναι φτωχός. Δέν εἶναι θεωρία αὐτά· προσέξτε το. Δέν εἶναι θεωρία.

Δέν ἔχουμε ἐδῶ ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων στωικῷ τῷ τρόπῳ, ὅτι δηλαδή δέν τά δίνεις σημασία, ἐπειδή τάχα ἔχεις νεκρώσει τόν ἑαυτό σου. Τό θέμα εἶναι ὅτι ἔχεις τόν Θεό. Καί ὁ Θεός μπορεῖ νά σοῦ δώσει τά πλούτη πολλαπλάσια, ὅταν ξέρει ὅτι δέν θά σοῦ κάνουν κακό. Ἄλλοτε πάλι ὁ Θεός παίρνει τήν ὑγεία, παίρνει τά πλούτη ἀπό τόν εὐσεβή. Τόν ἀσεβή τόν ἀφήνει· δουλεύει καί θά τά βγάλει. Ἀπό τόν εὐσεβή ὅμως ὁ Θεός μπορεῖ νά πάρει καί τήν ὑγεία του, μπορεῖ νά πάρει καί τά πλούτη του, μπορεῖ νά πάρει καί ἄλλα πράγματα.

Μή φοβάστε! Ἐδῶ εἶναι πού μερικές ψυχές φοβοῦνται· «Νά πάω μέ τόν Θεό. Μά, ἄν μοῦ κάνει καμιά ζημιά;» Ἀπό κάποια πλευρά, ἔχει δίκαιο ἡ ψυχή πού ἔχει ἕναν τέτοιο φόβο. Γιατί ὁ Θεός, ἀκριβῶς γιά νά σοῦ δώσει τόν οὐράνιο πλοῦτο καί νά τόν ἔχεις μέ ἀσφάλεια μέσα στήν ψυχή σου καί νά μήν ὑπάρχει κίνδυνος νά τόν χάσεις, εἶναι ἐνδεχόμενο νά σοῦ πάρει προσωρινά τήν ὑγεία, νά σοῦ πάρει καί κάποια ἄλλα πράγματα. Ξέρει ὁ Θεός. Δέν θά κάνει λάθος. Οὔτε θά σέ ζημιώσει ὁ Θεός οὔτε θά σέ μεταχειρισθεῖ ἄσπλαχνα καί ἄπονα, ὅπως ἴσως νομίζεις. Ὄχι. Ὁ Θεός θά σέ μεταχειρισθεῖ μέ τέτοιον τρόπο, ὥστε θά ἔλθει ὥρα πού θά πεῖς: «Χαλάλι, Θεέ μου, ὅλα· καί οἱ πόνοι καί οἱ ἀρρώστιες καί τοῦτο κι ἐκεῖνο. Λυποῦμαι πολύ, Θεέ μου, πού δέν τό καταλάβαινα τότε καί εἶπα μερικά πικρά λόγια. Ἀλλά πόσο σοφά, Θεέ μου, ἐνήργησες ἐσύ, πού ἐπέτρεψες νά μοῦ ἔλθει τοῦτο, πού ἐπέτρεψες νά μοῦ ἔλθει ἐκεῖνο, πού ἐπέτρεψες νά μοῦ ἔλθει τό ἄλλο!»

Μέ αὐτή λοιπόν τήν ἔννοια, «πάντα, ὅσα ἄν ποιῇ» ὁ εὐσεβής, «κατευοδωθήσεται», ὅλα τά ἔργα τοῦ εὐσεβοῦς θά πᾶνε καλά. (σσ. 34-48 ἀποσπάσματα)