ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος Τόμος | Σελίδες 362 | Διάσταση 15χ21 | 2009
Ασκητικα
A+
A
A-

29. Μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου

Μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου

Χριστιανός στόν 21ο αἰώνα;

 

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/μέσα-στην-έρημο-του-κόσμου-χριστιανός/

 

Περιεχόμενα

Εἰσαγωγικό σημείωμα

Α´

Τό μίασμα τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος

στήν πνευματική ζωή

Ἡ αἰσθητή παρουσία τοῦ χαρίσματος

τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ἡ ἀρχή καί ἡ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ ἀρχόμενη ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας

φυγαδεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα

Τό μεγάλο ρεῦμα πρός τήν ἔρημο

Ὁ χριστιανός σέ σχέση μέ τόν κόσμο

πρέπει νά ζεῖ σάν σέ ἔρημο

Ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος

Ὁ ἀληθινός χριστιανός εἶναι πρῶτα

ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος

Πῶς δυσκόλως θά γίνουν χριστιανοί,

ἀληθινοί ἄνθρωποι, ἐκεῖνοι πού…

Ἐάν λίγο μόνο μπορούσαμε νά πάρουμε

ἀπό τό πνεῦμα, τή σκέψη,

τήν ὅλη νοοτροπία τοῦ ἀσκητοῦ!

Θά βεβαιωθοῦμε ἀπό τήν πείρα ὅτι ὑπάρχει

ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος

Κοσμικός εἶσαι, ὅταν χάνεις τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ὅλο σέ τραβάει πρός τά ἄνω

Ἡ Ἐκκλησία: ἕνας ἐρημίτης μέσα στήν

ἀπέραντη ἔρημο τοῦ κόσμου

Ἐκκοσμικευμένη ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγεται

σέ ἐκτροπές. Ἡ ἁγία ἐκτροπή

Ὁ μοναχισμός, ὡς ἕνα ἄκρο στό σῶμα

τῆς Ἐκκλησίας, τή συγκρατεῖ ἀπό τό ἄλλο ἄκρο,

τήν ἐκκοσμίκευση

Ἀντισώματα στό κοσμικό πνεῦμα

πού τείνει νά μᾶς πνίξει

Χτίζουμε πάνω στήν ἄμμο;

Βρισκόμαστε ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό μας.

Νήψη ἐπιτυγχάνεται στόν κόσμο;

Ἅμα κάτι δοκιμάσεις, κάτι γευθεῖς…

Γιά νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό,

πρέπει νά ἀρνηθεῖ τό ἀνθρώπινο

Παθαίνουν, διότι δέν ὑποτάσσονται σέ κανέναν

…τότε ἔνιωσα ἕνα νυγμό στή συνείδηση

Εἴμαστε ἔξω ἀπό τό ἀληθινό θεμέλιο

Δέν ὑπάρχει ἀπό τήν πλευρά μας

ἡ ἀνάλογη ἑτοιμασία, γιά νά μᾶς ἐμπιστευθεῖ

ὁ Θεός τή χάρη του

Νά κοπιάσουμε λίγο γιά τήν ταπείνωση

Ὑπάρχει ἡ μέθη ἡ πνευματική.

Γιατί νά μένουμε φτωχοί;

Ἀλλά ποῦ ἀκολουθεῖ κανείς τόν Χριστό;

Ὁ Κύριος πορεύεται πρός τό πάθος

Εἶναι σταύρωση πραγματική τό νά ἀκολουθεῖς

τόν Χριστό· εἶναι μιά συγκλονιστική

πραγματικότητα

«Σέ ὅλη μου τή ζωή ἤμουν ἐνάντιός σου,

Θεέ μου!»

«Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε!»

Τά πάντα εἶναι μέσα μας. Νά στρωθοῦμε

καί νά ἀνακαλύψουμε τόν θησαυρό

Τό σεσιγημένο μυστήριο

Νά τό προσέξεις, νά συνεπαρθεῖς…

Ἐάν δέν πεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι

«ἐγώ καί ὁ Θεός μόνον», δέν σώζεται

Σέ κάποια γωνιά βαθιά στήν ψυχή μας

θά συναντήσουμε τόν Χριστό

Γεύσεις θείας ζωῆς

(Τό ἀντίδοτο τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος)

Ἕνας δρόμος μέσα στόν ὁποῖο εἶναι ὅλα

Σοῦ ἀνοίγει ὁ Θεός τόν δρόμο πρός τό ὅλον

Εἶναι ἁπλῶς μιά δόση αὐτό, γιά νά προκληθεῖ

ἡ πνευματική ὄρεξη

Μέσα ἀπό τό ἀδιέξοδο

μιά νέα ζωή ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ

Τό δράμα τοῦ σημερινοῦ χριστιανοῦ

Τό νέο μήνυμα θά κάνει τό θαῦμα του·

θά γίνει κάτι ἀνέλπιστο

Ὁ Χριστός πέθανε, γιά νά ζήσει,

νά ὑπάρξει ἡ ἀληθινή πραγματικότητα

Ἐπειδή συμβίβασαν τά ἀσυμβίβαστα…

Β´

Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς μέσα ἀπό τή μαθητεία

Ἡ βάση καί τό κορύφωμα

τῆς ἐν Χριστῷ μαθητείας

Ὁ Κύριος κάνει τό ὅλο εἶναι μας

νά εἶναι θεανθρώπινη ζωή

Γιά νά σέ φωτίσει ὁ Θεός, πρέπει νά ὡριμάσεις

Νομίζει ὅτι ἔμαθε ὅλο τόν κόσμο,

ἀλλά ἔχει διάθεση νά μάθει καί ἄλλα

Μέσα στήν Ἐκκλησία πηγαίνει κάπως ἀλλιῶς

ἡ μαθητεία

Ὁ Θεός «ποιεῖ» ἄνθρωπό του ἐκεῖνον

πού πείθεται ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν

«…ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι».

Ἀκόμη εἶστε συνηθισμένοι ἄνθρωποι

«Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν;»

Ὁ Κύριος εἶναι πλάι μας,

ἀλλά κατά ἕναν τρόπο πού ἐμεῖς

δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε

Μιά γλυκιά τυραννία τῆς ψυχῆς

«Καί παρεβιάσαντο αὐτόν».

«Πέστε τό μου, καί θά περάσω»

…γι᾿ αὐτό περπάτησε μαζί τους

Ἄν ὄντως ἐμφανιστεῖ ὁ Κύριος,

θά γίνει ἄφαντος

Ψάρια δέν ἔπιασε, ἔπιασε ὅμως

τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ

Ἡ προκατάληψη γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ,

Λειτουργία εἶναι καί αὐτός

Ὁ Κύριος μᾶς λέει: «Δοκίμασε πάλι».

Νά τό μυστικό τῆς πνευματικῆς ζωῆς

Ἔρχεται καρπός, καί ἡ ἀσφάλειά του εἶναι

ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος

Χριστιανός εἶναι κατ᾿ οὐσίαν

αὐτός πού ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του

Δέν συνεννοούμαστε μέ τόν Θεό

Πολύ φτωχό τό φιλότιμό μας

Συνεπαρμένοι ἀπό τήν ἐνέργεια

πού μεταδίδουν τά σωτηριώδη νοήματα

τῆς Ἐκκλησίας

Ὁ Θεός μᾶς παγιδεύει μέσα στήν ἁμαρτία μας

κατά σοφό καί σωτηριώδη τρόπο

Λίγο νά σκαλίσεις, θά πεταχτεῖ τό φιλότιμο

«Τό δεύτερο ταξίδι»

Βιβλίο ἡ καρδιά μας, γιά νά γράψει ὁ Θεός

μέ τό μελάνι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Μιλοῦσε αὐτοπροσώπως ὁ Θεός,

ἐπειδή εἶχαν καθαρή καρδιά

Νά ἡ μεγάλη ἁμαρτία:

δέν θέλεις νά κερδηθεῖς ἀπό τόν Θεό

Τό ὅλο νόημα νά φθάσει στήν ψυχή ὡς φώτιση,

ὡς αἰχμαλωσία Θεοῦ

Τό δεύτερο θέλημα τοῦ Θεοῦ·

ἡ ἐντολή μετά τήν πτώση: μετάνοια

«Ἀγαθός παππούλης…»

Καταφυγή: ἐργαστήριο ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας

«Ὁ Θεός Δημητρίου, βοήθει μοι»

Ἡ γωνιά αὐτή εἶναι μιά Καταφυγή

«Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι»

Κάθε δευτερόλεπτο κάνει ἐργασία

ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ

Δέν θά ἤθελα, αὐτά πού εἴπαμε ἀπόψε ἐδῶ,

νά μήν τά εἶχα ἀκούσει κι ἐγώ

Νά εἴμαστε κοντά καί νά ὑπενθυμίζουμε

ὁ ἕνας στόν ἄλλο τά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς

Τό φύλλο βάτου σάν νά λέπτυνε τό δέρμα

Ἡ ἀξιοποίηση τοῦ ἑνός ταλάντου

Ἄν δέν μαθητεύσουμε στόν Θεό,

θά μαθητεύσουμε ὁπωσδήποτε

στή φιλαυτία μας

Δέν μεταμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος

κατά μαγικό τρόπο

«Τώρα καταλαβαίνω τί εἶναι ὁ ἑαυτός μου.

Πέταμα θέλει αὐτός»

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι στή ρίζα του φίλαυτος.

Νά γιατί χρειάζεται ἡ μαθητεία

«Ναί, θά σέ ἐλεήσω!»

«Ἀποσύρω τή ζημιά τῆς ἀφροσύνης μου…»

Δέν μαθαίνονται ἀμέσως τά μαθήματα

Στά πνευματικά χαίρεσαι κάθε δευτερόλεπτο

νά βάζεις ἀρχή

Τό ὅλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ λέγεται θεία οἰκονομία

Πῶς βλέπω τή ζωή μου

μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ

«Ὁ Θεός ἦταν κάπου κοντά μου,

ἔτρεχε πίσω μου, μέ εὐλογοῦσε, ὅσο δεχόμουν»

«Σύ, Κύριε, πάντα οἶδας, σύ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε»

Γ΄

Ἡ πνευματική ζωή εἶναι καί τέχνη

Δέν γιατρεύεται ἡ ψυχή μαγικά·

γιατρεύεται ἀκολουθώντας τόν Κύριο

«Ζορίζομαι. Τρέξτε νά μέ βγάλετε

ἀπό τό ζόρισμα!»

Ἅμα ἐσύ ἀσχολεῖσαι ἀκόμη

μέ τά καμώματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου…

Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή πίστη,

αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή χριστιανική πορεία

Ὅποιος μείνει πιστός τήν ὥρα τῆς ἀκηδίας,

ἐκεῖνος θά προκόψει…

Καί τό χωράφι τό ὀργώνουμε ξηρό,

ὄχι μέ ὑγρό τό χῶμα

«Καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ»

Ὁ μεγάλος πειρασμός

Ὁ σταυρός εἶναι θάνατος. Σβήνουν ὅλα.

Οὔτε εἶσαι τίποτε οὔτε ἐπιτυγχάνεις τίποτε.

Σταυρώνεσαι

Ὅταν σταυρωθεῖς μέ τόν Χριστό,

ἡ ἁμαρτία θά μείνει νεκρή,

ἀλλά ἐσύ θά ἀναστηθεῖς

«Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται»

Ὁ Κύριος θέλει νά πείσει τόν καθένα μας

ὅτι μᾶς ἀγαπάει

Γίνεται πιό τολμηρή ἡ ἀγάπη Του

Ἡ χειρότερη ὥρα,

αὐτή εἶναι ἡ πιό εὐλογημένη ὥρα

Θά λάβει πληροφορία ἡ ψυχή μέσα μας:

«Ἀλήθεια, ὑπάρχει ὁ Χριστός!»

Ἡ σωτηρία εἶναι μεγάλο, ἄπιαστο γεγονός

Κάτι πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος

Σώζεσαι ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὅλα δείχνουν

ὅτι πᾶς νά καταποντιστεῖς

Εἶναι μεγάλο μυστήριο

ἡ κοινωνία μας μέ τόν Θεό

Θά σέ ξεσκεπάσει ὁ Θεός

Εἶναι γλυκός ἀγώνας, γλυκός, πολύ γλυκός

Ὁ Θεός κυβερνάει καί τό σύμπαν, ἀλλά

καί τήν κάθε ψυχή, ἐκεῖ πού πάει βῆμα-βῆμα

Τέχνη τεχνῶν ἡ πνευματική ζωή

Νά προχωρήσουμε πιό πέρα

«Ἀσκός νέος»

Ἄν θέλεις νά προκόψεις πνευματικά,

πρέπει νά ἀλλάξεις

«Ποιό εἶναι τό δικό μου κατεστημένο;»

Ἡ πρώτη δουλειά πού θά κάνει

ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ…

«Ναί, θέλω, Κύριε, νά μετανοήσω,

νά νιώσω ὅτι μέ συγχωρεῖς»

Τό ἐγώ δέν ἀντέχει νά αἰσθάνεται

ὅτι εἶναι ἁμαρτωλό

Συνέχεια μᾶς ἀπασχολεῖ

πῶς θά βολευτεῖ τό ἐγώ

Τό ἐγώ μετασχηματίζεται συνέχεια

καί κρύβεται

Ἐκεῖνο πού ἔχει ἀξία: βάζει κανείς ἀρχή

καί μένει σταθερός

Στήν τελική εὐθεία.

Μνήμη θανάτου πού εἶναι ὅλο ζωή

Ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ

Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου σέ προσγειώνει

Μέσα βαθιά στήν ψυχή νά εἶναι αὐτό τό βίωμα:

ἀναμένουμε τήν ἀναχώρηση· ἀναμένουμε

νά ἀνοίξει ἡ θύρα τοῦ οὐρανοῦ

Ἡ πίστη εἶναι περισσότερο

ἀπό τήν πραγματικότητα

Κατενώπιον Θεοῦ. Αὐτή νά εἶναι ἡ χαρά μας,

αὐτός νά εἶναι ὁ πόθος μας

Ὁ Κύριος θέλει ἀνά πᾶσαν στιγμήν

νά εἴμαστε ἕτοιμοι

Χωρίς ἀναβολή

Ἅμα πιστέψεις, ἅμα συνεπαρθεῖς…

Εἴμαστε χριστιανοί καί φυτοζωοῦμε;

Τώρα νά βάλουμε ἀρχή. Αὐτή ἡ ἀναβολή,

αὐτό τό «νά τό σκεφτῶ», δέν εἶναι καλό

«Καί ἐγένετο σιγή ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς ἡμιώριον…»

Σιωπή: ἕνας μυστικός δρόμος πρός τόν Θεό

Σιωπή: ἡ ἀγαπητική λατρεία καί ἡ λατρευτική

διάθεση τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό

Ἡ τελευταία ἄμυνα τοῦ ἐγώ

Ἀντί ἐπιλόγου

Τό μύρο τῆς ψυχῆς

Μιά εἰδική ἐπίσκεψη

Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ζεσταίνει καί ξυπνάει

τήν ψυχή

 

 Εσαγωγικό σημείωμα

Τό βιβλίο αὐτό θέτει ἕνα ἐρώτημα, ἕνα πρόβλημα καί συγχρόνως ἕναν προβληματισμό: «Μπορεῖ κανείς σήμερα νά ζεῖ μέσα στόν κόσμο ὡς ἀληθινός χριστιανός; Μποροῦν αὐτά τά δύο –χριστιανική ζωή καί κόσμος– νά συμβιβαστοῦν; Μποροῦν νά συνυπάρχουν;» (Βλ. σ. 106)

Ὅποιος χριστιανός εἶναι εἰλικρινής, δέν θά δυσκολευτεῖ νά ὁμολογήσει ὅτι εἶναι ἔντονη ἡ ἐρημιά καί ἡ μοναξιά πού βιώνει ὁ σημερινός χριστιανός μέσα στήν πολυάριθμη ἔρημο τῆς σύγχρονης ἀνταγωνιστικῆς κοινωνίας. Καί αὐτό συμβαίνει, διότι ἔφυγε ἀπό τό θεμέλιό του, πού εἶναι τό νά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ξέχασε τήν καταγωγή του, ἀρνήθηκε τόν προορισμό του –«οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»– (Βλ. Ἑβρ. 13, 14) καί ἀντί νά ζεῖ ὡς «πάροικος καί παρεπίδημος» (Βλ. Α´ Πέτρ. 2, 11), ὡς ἀληθινός ἐρημίτης μέσα στόν κόσμο, κάνοντας χρήση καί ὄχι κατάχρηση τοῦ κόσμου, ζήτησε προσβάσεις πρός τόν κόσμο. Προτιμώντας τήν εὔκολη λύση τῆς ἱκανοποιήσεως τοῦ ἐγώ, θεοποίησε τόν ἑαυτό του.

Στίς πρῶτες σελίδες τοῦ βιβλίου ὁ ὁμιλητής ἐπισημαίνει ὅτι στά χρόνια μας τό πιό ἐπικίνδυνο ἀπό ὅλα εἶναι τό κοσμικό πνεῦμα, πού ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος μέσα του καί ὑπηρετεῖ τό ἐγώ του. Καί δέν ἔμεινε ἔξω ἀπό αὐτό τό κλίμα καί ὁ ῾῾καλύτερος᾿᾿ ἀκόμη χριστιανός, γιατί ὄχι καί ὁ μοναχός. Στήν προσπάθειά του νά συνδυάσει κανείς κόσμο καί Χριστό, τελικά εἶναι ἕνας χριστιανός χωρίς Χριστό καί εἶναι «ἐλεεινότερος πάντων τῶν ἀνθρώπων» (Βλ. Α´ Κορ. 15, 19). Αὐτό εἶναι τό δράμα καί ἡ τραγικότητα ἡμῶν τῶν σημερινῶν χριστιανῶν.

Γιά τό μίασμα αὐτό τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος, πού ἔχει κάνει τή γῆ μιά ἀπαράκλητη ἔρημο, γίνεται λόγος στό πρῶτο, κυρίως, μέρος τοῦ βιβλίου.

Καί ἐνῶ ὅλοι διαπιστώνουμε ὅτι δέν πᾶμε καλά, ὅτι ὁδηγηθήκαμε σέ ἕνα ἀδιέξοδο, ὁ ὁμιλητής, μέ τό αἰσιόδοξο πνεῦμα πού χαρακτηρίζει ὅλη τή διδαχή του, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ποτέ ἄλλοτε ἡ ἀνθρωπότητα δέν ἦταν τόσο κατάλληλη, ὅσο σήμερα, γιά νά δεχθεῖ τό μήνυμα τῆς σωτηρίας. Ὅσο πιό ἁμαρτωλός καί ἀχρεῖος εἶναι κανείς, τόσο πιό κατάλληλος εἶναι γιά τή σωτηρία –γιατί ὅλη αὐτή ἡ κατάστασή του, θέλει δέν θέλει, τόν ταπεινώνει– ἀρκεῖ νά καταδεχτεῖ νά πάει στόν Θεό ὡς ἁμαρτωλός καί νά ζητήσει σωτηρία.

Τό κλειδί γιά νά βγεῖ ὁ χριστιανός ἀπό τό ἀδιέξοδο αὐτό εἶναι, ὅπως ἐκτίθεται στό δεύτερο μέρος τοῦ βιβλίου, ἡ μαθητεία μέσα στήν Ἐκκλησία. Γιατί μόνο ἐκεῖ θά ξεβολευτεῖ κανείς ἀπό τή φιλαυτία του –πού εἶναι καί ἡ ρίζα τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος– καί πηγαίνοντας κόντρα στήν ἄκρατη ἱκανοποίηση τοῦ ἐγώ, θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό κοσμικό φρόνημα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι στή ρίζα του φίλαυτος, καί γι᾿ αὐτό, ὅπως ἐπαναλαμβάνει συχνά ὁ ὁμιλητής, χρειάζεται ἡ μαθητεία. Ἄν δέν μαθητεύσουμε στόν Θεό, θά μαθητεύσουμε ὁπωσδήποτε στή φιλαυτία μας.

Μαθητεύοντας κανείς μπαίνει στόν νοῦ τοῦ Θεοῦ –«ἡμεῖς δέ νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν»– (Α´ Κορ. 2, 16) καί μυεῖται στήν τέχνη τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως μᾶς τήν παρουσιάζει τό τρίτο μέρος τοῦ βιβλίου. Δηλαδή, καθώς ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται νά ζεῖ ὡς χριστιανός, ἀργά ἤ γρήγορα ὁ Θεός θά τόν ξεσκεπάσει, καί θά χάσει τήν καλή ἰδέα πού εἶχε γιά τόν ἑαυτό του. Θά γνωρίσει τήν πλήρη ἀδυναμία του καί θά πεισθεῖ ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά σωθεῖ μόνος του. Ἡ συναίσθηση τῆς ἀποτυχίας μᾶς βοηθάει νά πᾶμε στόν Χριστό χωρίς αὐτοδικαίωση, καί ὁ Χριστός δέν ἔχει δυσκολία νά μᾶς σώσει δωρεάν. Ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἡ πνευματική ζωή εἶναι καί τέχνη ἀλλά καί ἕνα μυστήριο, πού ὁ Χριστός θά μᾶς φωτίσει νά τό βιώσουμε. Ἔχει μεγάλη σημασία –ἐπιμένει σ᾿ αὐτό ὁ ὁμιλητής– ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἡ ψυχή νά περνάει ἀπό τήν ἀρνητική στή θετική στάση, ὥστε νά ἀνοίγει συνεχῶς ὁ δρόμος τῆς σχέσεως καί κοινωνίας μέ τόν Θεό.

Στήν πραγματικότητα, ἀργά ἤ γρήγορα θά συνειδητοποιήσει κανείς ὅτι ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ καί τοῦ κόσμου εἶναι σταυρός. Στοιχίζει. Ὅ,τι ὅμως σταυρώνεται, πεθαίνει, καταλήγει ὁ ὁμιλητής. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ὅποιος ἀποφασίσει νά εἶναι χριστιανός, θά εἶναι σάν σέ ἔρημο σέ σχέση μέ τόν κόσμο. Θά εἶναι σταυρωμένος. Θά ζεῖ ἕνα συνεχές μαρτύριο. Θά ζεῖ ὡς ἕνας ἐρημίτης μέσα στήν ἀπέραντη ἔρημο τοῦ κόσμου.

Μήπως ἦρθε ἡ ὥρα νά ἀποφασίσουμε νά ζήσουμε αὐτό τό μαρτύριο σωτηριολογικά;

Σ᾿ αὐτόν τόν προβληματισμό μας –τήν ἀνάγκη δηλαδή νά πάρουμε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στόν Θεό, πού θά εἶναι καί μιά ἀληθινή μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο– θεωρήσαμε χρέος μας, συγχρόνως τό βλέπουμε καί ὡς φιλάδελφη κίνηση, νά κάνουμε κοινωνούς καί ἄλλους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, πού θά θελήσουν νά διαβάσουν καλοπροαίρετα τίς ὁμιλίες πού ἀκολουθοῦν.

Τά τρία αὐτά θέματα (κοσμικό φρόνημα, μαθητεία, τέχνη πνευματικῆς ζωῆς), πού εἶναι ἀλληλένδετα –καθώς τό ἕνα προϋποθέτει τό ἄλλο καί τό ἕνα ὁδηγεῖ στό ἄλλο– χαρακτηρίζουν τό περιεχόμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ βιβλίου. Οἱ ὁμιλίες αὐτές ἔγιναν σέ διάφορες συνάξεις, πού εἶναι διάσπαρτες μέσα σέ μιά μεγάλη χρονική περίοδο σαράντα περίπου χρόνων (1970-2008). Ἡ ἐπιλογή ἔγινε μέ βάση τό ἀντιπροσωπευτικό περιεχόμενό τους καί τή διαχρονική ἐπικαιρότητά τους. Ἴσως σήμερα οἱ ἀλήθειες πού περιέχονται στίς ὁμιλίες αὐτές νά εἶναι πιό ἐπίκαιρες ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή.

 

 Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο

 Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον θά τό λάβει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἀποφασίσει –εἴτε μέ τόν ἕναν εἴτε μέ τόν ἄλλο τρόπο, ἀνάλογα μέ τήν ψυχοσύνθεσή του, μέ τόν χαρακτήρα του, ἀνάλογα μέ τήν κοινωνία μέσα στήν ὁποία ζεῖ– νά ξεφύγει ἀπό αὐτό τό κοσμικό πνεῦμα, ἀπό αὐτή τήν ἐκκοσμικευμένη κατάσταση στήν ὁποία, θέλει δέν θέλει, βρίσκεται ἡ Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο· καί θά παραδοθεῖ στόν Θεό, καί μέ πολλή ἐμπιστοσύνη, μέ πολλή ἐλπίδα, μέ μοναδική ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα θά ζητήσει τό χάρισμα ἀπό τόν Θεό. Καί ὁ Θεός θά τό δώσει· θά τό δώσει ἀκόμη καί σέ ἕναν ἄνθρωπο πού δέν πῆγε στήν ἔρημο, ἀλλά ζεῖ μέσα στόν κόσμο. Πρέπει ὅμως αὐτός ἐν σχέσει μέ τόν κόσμο νά εἶναι, κατά κάποιον τρόπο, σάν σέ ἔρημο. Ἄν δέν εἶναι σάν σέ ἔρημο –ὅπως ἦταν ἕναν καιρό ἡ Ἐκκλησία– δέν μπορεῖ νά λάβει τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλο θά εἶναι λίγο χριστιανός, ὅλο θά ἔχει ἕνα κάτι –ἕνα χρῶμα, ἕνα πασάλειμμα– χριστιανικό, ἀλλά τελικά δέν θά εἶναι ζωντανά, ἀληθινά, πραγματικά πνευματικός ἄνθρωπος.

 Ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ καί, ἀφοῦ ἔκανε τό ἔργο πού εἶχε νά κάνει, ἀνελήφθη στούς οὐρανούς, καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἦρθε τό Ἅγιον Πνεῦμα, καί ἱδρύθηκε ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τά πρῶτα μέλη της, οἱ ἀπόστολοι καί ὅσοι πίστεψαν στό κήρυγμά τους, εἶχαν βαθυτάτη συνείδηση ὅτι ἡ Ἐκκλησία, καί ἑπομένως καί αὐτοί, δέν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἐξελέγησαν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, καί ἡ Ἐκκλησία προῆλθε ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, ἀλλά μόλις δημιουργήθηκε, καί μόλις ὁ καθένας ἔγινε μέλος της, ἔπαψαν νά εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ Χριστός, καί ἑπομένως καί ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἦταν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ Ἐκκλησία, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν βαθυτάτη συνείδηση καί συναίσθηση ὅτι μέσα στόν κόσμο εἶναι ξένοι.

Ὡστόσο, δέν σηκώθηκε ἡ Ἐκκλησία νά φύγει ἀπό τόν κόσμο· ἔμεινε μέσα ἐκεῖ. Ὅμως, παρά τό ὅτι ἔμεινε, ἦταν ξένη· καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὅσο ξένος εἶναι ἕνας ὁ ὁποῖος σηκώνεται καί πηγαίνει σέ μιά ἔρημο, ὅπου δέν αἰσθάνεται νά ἔχει κανέναν ὁλόγυρά του. Ἔτσι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο ἦταν σάν μέσα σέ μιά ἔρημο. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἦταν ἕνας ἐρημίτης, μέ αὐτή τήν ἔννοια, μέσα στήν ἀπέραντη ἔρημο τοῦ κόσμου. Ζοῦσε χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς γέφυρες πού εὐνοοῦσαν συμβιβασμούς καί ὑποχωρήσεις. Ζοῦσε μάλιστα ἀπό τά πρῶτα της βήματα μέ τήν αἴσθηση ὅτι, ὅπου νά ᾿ναι, ἔρχεται τό πλήρωμα τῆς βασιλείας, δηλαδή ὅπου νά ᾿ναι ἔρχεται ὁ Κύριος. Αὐτό εἶναι τό πλήρωμα τῆς βασιλείας: τό ὅτι ξανάρχεται ὁ Κύριος.

Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν καί τά μέλη της ζοῦν μέ αὐτή τήν ἀναμονή ποιοτικά. Θέλω αὐτό νά τονίσω: ποιοτικά. Δέν μποροῦν νά αἰσθανθοῦν ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐάν δέν ζοῦν μέ αὐτή τήν ἀναμονή, ἐάν δέν εἶναι πιασμένοι ἀπό αὐτή τήν ἀναμονή, ὅτι ὁ Κύριος ἔρχεται, ἄσχετα πότε θά ἔρθει. Ἐκκλησία καί βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά αὐτό τό πλήρωμα, αὐτή ἡ πλήρης βασιλεία τοῦ τέλους, ἡ ὁποία συνεχῶς μπαίνει μέσα στόν κόσμο αὐτόν καί ἁγιάζει καί μετατρέπει σέ βασιλεία καί σέ Ἐκκλησία ὅσους μετατρέψει, φέρνοντάς τους πρός τό πλήρωμα. Γι᾿ αὐτό, ἡ παρούσα κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνδεδεμένη κατά στενό, ὀργανικό καί ζωντανό τρόπο –ὄχι ἁπλῶς χρονικά ἀλλά καί ποιοτικά– μέ αὐτή τήν ἀναμονή.

Εἶναι κάποιος κοσμικός, ὅταν χάνει τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ὅλο τόν τραβάει πρός τά ἄνω, καί αὐτός ὅλο καί τραβάει μέ τήν ἐπιθυμία του τή βασιλεία πρός τά ἐδῶ. Ὅταν αὐτό χαθεῖ, εἶναι κοσμικός κανείς, ἔστω καί ἄν φοράει καλογερικά ἐνδύματα καί τρώει τά πιό νηστίσιμα φαγητά.

Ὅσο περισσότερο μπαίνεις σ᾿ αὐτή τή μαθητεία, τόσο πιό πολύ αἰσθάνεσαι αὐτό: «Ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα». Καί ἔτσι εἶναι, γιατί πηγαίνει κάπως ἀλλιῶς ἐδῶ ἡ μαθητεία. Ἐδῶ, στά πνευματικά, βοηθιέται κανείς ἔτσι ἤ ἀλλιῶς νά δεῖ ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν. Ἄλλο ὅμως εἶναι νά λέγεται θεωρητικά αὐτό –καθώς τό ἀκούει κανείς καί σκέπτεται ὅτι μπορεῖ ἔτσι νά εἶναι– καί ἄλλο εἶναι νά ἔρθει ἡ ὥρα πού νά τό νιώσει κανείς ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν· μέσα στήν ψυχή του, μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του νά νιώσει ἔτσι κανείς: «Τί εἶμαι, Κύριέ μου; Τίποτε δέν εἶμαι. Μάλιστα ὄχι ἁπλῶς μηδέν, ἀλλά ἁμαρτωλό μηδέν». Καί νά ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά σέ κάνει ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ μηδενός.

Βέβαια, δέν βλέπει κανείς ἀμέσως τί εἶναι. Πρέπει νά μαθητεύσει, πρέπει νά ἀγωνίζεται, πρέπει νά προσπαθεῖ. Ὁ χριστιανικός ἀγώνας πιό πολύ ἔχει μιά τέτοια σημασία: ἀγωνίζεσαι καί ἀποτυγχάνεις, ἀγωνίζεσαι καί δέν γίνεται τίποτε, ἀγωνίζεσαι καί τελικά πιό ἁμαρτωλός βγαίνεις, πιό ἐμπαθής, πιό χάλια βγαίνεις μέ τόν ἀγώνα. Ἔτσι εἶναι. Καί πείθεσαι τελικά ὅτι δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτε μόνος σου –αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15, 5). Καί φθάνει κανείς ἀπό ἀπόψεως φρονήματος, ἀπό ἀπόψεως συναισθήσεως, ἀπό ἀπόψεως βιώματος, σ᾿ αὐτό: ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν, καί μόνο ἄν βάλει τό χέρι του ὁ Θεός, θά γίνει κάτι. Καί τότε ἔρχεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά γίνεται πρῶτα ὅλη ἐκείνη ἡ ἐργασία πού μοιάζει νά εἶναι πολύ ἀρνητική, καθώς, τρόπον τινά, προχωρεῖς ἀπό συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος σέ μεγαλύτερη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός σου. Ἕνα τέτοιο πράγμα γίνεται. Ἀλλά καθώς προηγεῖται ὅλο αὐτό, ἔρχεται ἡ κατάλληλη ὥρα πού εἶσαι πλέον στά χέρια τοῦ Θεοῦ ἕνα μηδέν. Καί τότε ἄνετα ὁ Κύριος ἐκ τοῦ μηδενός σέ δημιουργεῖ ἄνθρωπό του· ἄνθρωπο πού ἔχει θεανθρώπινη ζωή. Δηλαδή, ὁ Κύριος σέ ἑνώνει μαζί του, ἑνώνεται μαζί σου, σέ ἔχει μέσα του, ἔρχεται μέσα σου. Ἔχουμε ἐδῶ τόν Θεάνθρωπο Κύριο, πού κάνει κι ἐμᾶς ὅ,τι εἶναι κι Ἐκεῖνος· μᾶς μεταδίδει θεανθρώπινη ζωή ἤ, μᾶλλον, κάνει τό ὅλο εἶναι μας νά εἶναι θεανθρώπινη ζωή.

 Ὅποια μπόρα κι ἄν περάσει κανείς –μπόρα· σάν νά κατέβηκε στόν ἅδη κάτω, ἤ πού χρειάστηκε νά κοπιάσει χωρίς ἀποτέλεσμα– νά μή φοβηθεῖ, νά μή σκανδαλισθεῖ καθόλου. Ἐάν εἶναι συντονισμένος μέ τόν Κύριο, ἐάν πιστεύει ὄντως στόν Κύριο, τή δύσκολη ὥρα μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι σάν νά χάνονται ὅλα, ἀλλά σιγά-σιγά σιγά-σιγά περνάει ἡ δύσκολη ὥρα, καί μένει ὁ καρπός. Καί μένει πράγματι καρπός. Πράγματι! Σ᾿ ἐκεῖνον βέβαια πού στέκεται σωστά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ταπεινά, ἔχει ἐμπιστοσύνη καί περιμένει χωρίς νά ἀποκάμνει καί χωρίς νά σκανδαλίζεται, ὅπως εἴπαμε. Ἔρχεται καρπός.

Καί ὁ καρπός αὐτός πάντοτε ἔχει καί τό βίωμα αὐτό: «Πώ πώ, Θεέ μου! Πώ πώ, Θεέ μου! Τί ἔχω μέσα μου! Τί εἶμαι βαθιά μέσα μου!» Διότι, ἐνῶ εὐλογεῖται κανείς –ὅπως αὐτοί γέμισαν ψάρια (Βλ. Λουκ. 5, 1-11)– ἐνῶ χαριτώνεται, συγχρόνως ὅμως συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του. Μερικοί νομίζουν ὅτι εὐλογία Θεοῦ, χάρη Θεοῦ εἶναι μιά ὑψηλή κατάσταση. Ὄχι. Τό πρῶτο-πρῶτο πού αἰσθάνεσαι, ὅταν σέ ἐπισκεφθεῖ ἡ χάρη, εἶναι ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, πολύ ἁμαρτωλός, καί ὅτι δέν εἶσαι καθόλου ἄξιος νά εἶσαι τοῦ Θεοῦ, δέν εἶσαι καθόλου ἄξιος νά εὐλογεῖσαι ἀπό τόν Θεό. Καί αὐτό εἶναι ἡ σιγουριά. Ταπεινώνεσαι ἔτσι, ἔχεις μετάνοια ἀληθινή ἔτσι, καί δέν φεύγει ὁ καρπός· μένει ὁ πνευματικός καρπός. Καί καθώς ὁ Θεός μᾶς δίνει ζωή –ὅση ζωή δώσει στόν καθένα– αὐτό γίνεται καί πάλι καί πάλι, καί συνέχεια ἔχουμε καρπό, συνέχεια ἔχουμε προκοπή, συνέχεια ἔχουμε πρόοδο· ναί, ἀλλά αὐτῆς τῆς ποιότητος.

Καθώς φιλοτιμεῖται κανείς νά ἀκολουθήσει τόν Κύριο, στήν πορεία αὐτή, καθώς, θέλει δέν θέλει, κάθε βῆμα πού κάνει, καί πιό ἁμαρτωλός βλέπει ὅτι εἶναι, κάθε παράξενη προσπάθεια πού κάνει, καί πιό μεγάλη ἀποτυχία ἔχει, μαθαίνει νά ἐμπιστεύεται καί νά ἀφήνεται στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διότι, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἔχει καί αὐτό ὁ ἄνθρωπος, ὁ πεπτωκώς ἄνθρωπος: Ἀγωνίζεται, ἀγωνίζεται, ἀλλά γιά νά παρουσιάσει τόν ἑαυτό του ἀσπροπρόσωπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· καθαρό, ἄς ποῦμε. Ἐνῶ δέν εἶναι αὐτό ὁ ἀγώνας. Ὁ ἀγώνας εἶναι νά πάρεις ὡς δεδομένο ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός, νά ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου, νά σηκώνεις τόν σταυρό σου καί νά τρέχεις πίσω ἀπό τόν Χριστό, νά ἀκολουθεῖς τόν Χριστό. Ὁπότε, μαθαίνεις τό μάθημα τῆς ταπεινώσεως, τό μάθημα τῆς μετανοίας. Δέν γίνεται ἀλλιῶς· δέν τά βγάζεις πέρα μέ τίποτε.

Ἔτσι, ὅλο προχωρεῖς καί γεύεσαι τή σωτηρία, καθώς ὅλο καί περισσότερο ἀφήνεσαι στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καί ὄχι στίς ἀρετές σου καί στά κατορθώματά σου. Γεύεσαι ἔτσι τή λύτρωση καί αἰσθάνεσαι αὐτή τήν ἀναστημένη ζωή πού δίνει ὁ Χριστός, αὐτή τήν οὐράνια ζωή πού δίνει ὁ Χριστός, αὐτή τήν ἄλλη πραγματικότητα. Καί δέν ἔχεις δυσκολία μετά νά πετάξεις τό ἕνα, νά πετάξεις τό ἄλλο, νά γλιτώσεις ἀπό τό ἕνα, νά ἀπαγκιστρωθεῖς ἀπό τό ἄλλο καί νά μείνεις γυμνός καί μόνος ἐνώπιον τοῦ μόνου Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος γιά νά θεωθεῖ. Ἕως ὅτου ὅμως νά βρεῖ αὐτόν τόν δρόμο, θά περάσει πολλά. Καί θά τόν βρεῖ, ὅταν ἀφεθεῖ στό νά τόν θεώσει ὁ Θεός. Ὅταν κάνει ἀγώνα στηριζόμενος στίς δικές του ἱκανότητες –ναί μέν ἔχω κουσούρια, στεροῦμαι ταλάντων, ὑστερῶ, ἀλλά ἐγώ θά τό ξεπεράσω αὐτό– εἶναι ἕνας μάταιος ἀγώνας· ἕνας ἀγώνας πού ὄχι μόνο δέν ὠφελεῖ, ἀλλά βλάπτει. Διότι ὁ ἄνθρωπος παθαίνει αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τούς Ἑβραίους στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή: «Τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν» (Ρωμ. 10, 3). Παθαίνει δηλαδή αὐτό τό ἄχαρο πράγμα, αὐτό τό φοβερό πράγμα: καί τήν ὥρα πού θέλει κανείς νά κάνει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί τήν ὥρα πού θέλει νά εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά εἶναι μέ τόν Θεό, νά βαδίζει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, νά θεωρεῖται ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, θέλει τά πράγματα νά τά κάνει ἔτσι, πού νά ἔχει μέσα του αὐτή τήν αὐτοδικαίωση: «Ἐγώ εἶμαι, ἐγώ τά ἔκανα, ἐγώ τά κατάφερα, ἐγώ τό κατόρθωσα». Βαθιά δηλαδή ἡ ρίζα εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ φιλαυτία, πού κατατρώγει ὅλα αὐτά τά καλά πού κάνεις, καί στό τέλος ἔχουμε τό μηδέν.

Ἐδῶ εἶναι λοιπόν πού, ἐνῶ τά λέμε, τά ξαναλέμε, δέν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε. Ὁ καθένας, ἐπειδή δέν θέλει νά στρωθεῖ στή μαθητεία, στήν ὑπακοή, στόν ἀγώνα τόν σωστό –μέ τήν ἔννοια νά εἶναι ἕτοιμος νά περάσει ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός χωρίς νά σκανδαλίζεται μέ τόν Θεό, ἀλλά νά ἔχει ἐμπιστοσύνη καί χαρά μεγάλη πού βρῆκε τόν Θεό, πού τόν βρῆκε ὁ Θεός, πού τόν ἔβαλε στόν δρόμο, καί ὑπομονετικά νά κάνει τόν κανόνα του– ὅλα τά διαστρέφει. Αὐτό βέβαια δέν σημαίνει ὅτι τό κάνει ἐπίτηδες. Ὄχι. Βαθύτερα ὅμως ἔχει εὐθύνη κανείς· διότι δέν θέλει νά δεῖ ὅτι εἶναι ἕνας ἐγωίσταρος –συγγνώμη πού τό λέω ἔτσι. Δέν θέλει νά τό δεῖ.

Ὅ,τι κι ἄν ἔρθει, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, ὁ Θεός τό ξέρει καί τό ἐπιτρέπει, διότι, σύν τοῖς ἄλλοις, ἄκουσε τήν προσευχή σου, πού τόν παρακαλεῖς καί τοῦ λές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καί εἶναι σάν νά σοῦ ἀπαντᾶ: «Ναί, θά σέ ἐλεήσω. Ἀλλά γιά νά ἐλεηθεῖς, δέν φθάνει ἁπλῶς νά σοῦ δώσω ἐγώ τό ἔλεός μου. Ἐγώ ἔχω πλούσιο ἔλεος νά σοῦ δώσω, ἀλλά πρέπει ἐσύ νά πάρεις σωστή στάση. Ὅμως, γιά νά μάθεις αὐτό τό μάθημα καί νά πάρεις σωστή στάση, πρέπει νά πάθεις». Καί ἐπιτρέπει νά ἔρθει τό ἕνα, τό ἄλλο… Καί καμιά φορά, ἄν ὄχι ὅλες τίς φορές, ἔρχεται ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού δέν περίμενες. Ὅλα τά ἄλλα τά περίμενες, ἀλλά αὐτό δέν τό περίμενες. Κι ἐσύ, ὡς καλός μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὡς ὑπάκουος μαθητής, ὡς καλός χριστιανός, ἀληθινός χριστιανός πού θέλει σωτηρία, νά μήν πάθεις τίποτε μέσα σου, νά μήν ταραχθεῖς, νά μήν ἀνησυχήσεις. Καί ὅμως, πολλές φορές τρέχει κανείς στά προσκυνήματα, στούς ἁγίους, στόν Θεό, νά παρακαλέσει, ὥστε τό γρηγορότερο νά πάρει αὐτό τό ὁποῖο ἐπέτρεψε ὁ Θεός. Καί τό ἐπέτρεψε –ἐσύ βέβαια δέν τό καταλαβαίνεις ἔτσι– γιά νά σοῦ κάνει καλό.

Ὁ παλαιός ἄνθρωπος ζητάει εὐχαριστήσεις. Καί ὁ καθένας μας εἶναι παλαιός ἄνθρωπος· ὁ καθένας μας ἔχουμε μέσα μας τή φιλαυτία. Βαπτισθήκαμε μέν καί εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά, γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, πιό πολύ ζωντανός εἶναι μέσα μας ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἡ φιλαυτία. Καί ἄν θελήσουμε νά ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό, προκειμένου νά μᾶς γιατρέψει ὁ Χριστός καί νά μᾶς ὁδηγήσει ἐκεῖ πού θά μᾶς ὁδηγήσει –νά μᾶς βάλει στή βασιλεία του– ὁ Χριστός θά ἐπιτρέψει νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα, πού ἡ φιλαυτία θά μείνει χωρίς τροφή, ὁ παλαιός ἄνθρωπος θά μείνει χωρίς τροφή. Δέν πεθαίνει ἀλλιῶς. Καί ἀκριβῶς γιά νά πεθάνει ὄντως ὁ παλαιός ἄνθρωπος, πάντοτε βέβαια κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐν χάριτι Θεοῦ, θά ἀρχίσει κανείς γιά ἕνα διάστημα –ἀνάλογα μέ τόν καθένα– νά νιώθει αὐτό: ὅτι ἔχει μέσα του μιά ξηρότητα, ἔχει κάτι τό στεγνό, δέν βρίσκει αὐτό πού θέλει, δέν αἰσθάνεται ἔτσι πού θά ἤθελε, δέν ἔχει καμιά εὐχαρίστηση, καμιά παρηγοριά, δέν βρῆκε τίποτε καλό κτλ.

Ὅποιος διαθέτει λίγο μυαλό, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, καί τά καταλάβει τά πράγματα ὅπως πρέπει νά τά καταλάβει καί, ἀκριβῶς ἐπειδή παθαίνει αὐτά, μείνει πιστός ἐκεῖ, θά προκόψει, διότι θά ξεπεράσει τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἀλλιῶς, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γίνει ἀληθινός χριστιανός. Καί μπορεῖ νά εἶσαι χριστιανός μιά ζωή ὁλόκληρη, καί οὐδέποτε νά γευθεῖς λίγο τή ζωή τή χριστιανική, οὐδέποτε· ὅλα αὐτά πού νιώθεις, πού ζεῖς, νά εἶναι ἐντελῶς ἐξωτερικά.

Ἑπομένως, παρακαλῶ πολύ νά μήν ἐπηρεασθοῦμε ἀπό τέτοια βιώματα κοπώσεως, ἀνίας, πλήξεως, στενοχωρίας, ἄν ἔρθουν. Τά νιώθει ἔτσι κανείς, ἐπειδή ἀκριβῶς ἔμαθε νά γλυκαίνεται ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Ὅταν ὅμως λίγο κατά σοφό τρόπο σκεφθεῖ –καί μπορεῖ νά σκεφθεῖ– ὅτι αὐτό πρέπει νά γίνει, ἑπομένως εἶναι εὐκαιρία τώρα νά βρεῖ τόν Χριστό, καί ἀρχίσει νά πιστεύει στόν Χριστό ἐνῶ δέν εὐχαριστεῖται ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ξεπερνάει κανείς τόν ἑαυτό του καί περνάει σέ ἄλλη κατάσταση· βρίσκει ὄντως τόν Χριστό.

Ἀπαρνούμενος τόν ἑαυτό του καί αἴρων τόν σταυρό ἀκολουθεῖ κανείς τόν Χριστό· ἀλλιῶς, ὅλα εἶναι ψέματα. Ἐάν σοβαρά ἀποφασίσεις νά ἀκολουθήσεις τόν Χριστό, καθώς ὁ δρόμος δέν εἶναι ἄλλος παρά αὐτό –τό νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου καί νά ἄρεις τόν σταυρό σου– ὁ Κύριος ἔτσι ἤ ἀλλιῶς θά σέ ἀνεβάσει στόν σταυρό. Ἐκεῖ ὁ Κύριος ἀνέβηκε, στόν σταυρό· ἐκεῖ ἔγιναν ὅλα: ἐκεῖ σταυρώθηκε καί ἀπέθανε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ καταργήθηκε ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ καταργήθηκε ὁ θάνατος, ὁ ἅδης. Καί ὅποιος θέλει νά βρεῖ τόν Χριστό, ναί, θά σταυρωθεῖ. Ὁ Κύριος θά ὁδηγήσει τά πράγματα κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς νά γίνει πραγματικότητα αὐτό: ὄντως νά ἀπαρνεῖσαι συνεχῶς τόν ἑαυτό σου καί συνεχῶς νά αἴρεις, νά σηκώνεις τόν σταυρό σου. Καί ὅλο τό θέμα γιά τόν κάθε χριστιανό εἶναι αὐτό: Μένει ἐκεῖ στόν σταυρό καρφωμένος; Ἤ, ὄχι μόνο ἡ ὅποια ἀνθρώπινη προσπάθειά του γίνεται ἔτσι πού δείχνει ὅτι αὐτό πού τόν νοιάζει εἶναι πῶς θά κατέβει ἀπό τόν σταυρό, ἀλλά καί τόν Κύριο παρακαλεῖ –αὐτόν τόν χαρακτήρα καί αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ προσευχή του– νά τόν ξεκαρφώσει ἀπό τόν σταυρό, νά τόν κατεβάσει ἀπό τόν σταυρό;

Ὁ ἄνθρωπος ἑκουσίως ἁμάρτησε. Δέν τοῦ ἐπέβαλαν τήν ἁμαρτία. Ἑκουσίως ἁμάρτησε· ἀγκαλιάστηκε μέ τήν ἁμαρτία. Αὐτό εἶναι μέσα μας, εἶναι μιά πραγματικότητα. Καί δέν ξεγλιτώνεις ἀπό τήν ἁμαρτία, ἐάν ἀκριβῶς δέν ἀποφασίσεις νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, νά πεθάνεις δηλαδή. Δέν εἶναι κάτι ἡ ἁμαρτία πού μπορεῖς νά τό πάρεις καί νά τό πετάξεις. Ἀγκαλιάστηκες καί, τρόπον τινά, σάν νά ἔγινες ἕνα μέ τήν ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτό πρέπει νά πεθάνεις. Ὅταν σταυρωθεῖς μέ τόν Χριστό, ἡ ἁμαρτία θά μείνει νεκρή, πεθαμένη, ἀλλά ἐσύ θά ἀναστηθεῖς· ὁ Χριστός θά σέ ἀναστήσει.

Καί ὅσοι ἔχουν τήν τόλμη αὐτή, ὅσοι ἔχουν αὐτό τό κουράγιο νά σταυρωθοῦν, προχωροῦν. Οἱ ἄλλοι πᾶνε ὥς ἐκεῖ, κλωθογυρίζουν ἐκεῖ, ἀλλά στό πρῶτο φύσημα τοῦ ἀνέμου, στήν πρώτη προσβολή τοῦ ἐχθροῦ παραδίδονται ἄνευ ὅρων στόν ἐχθρό καί κατεβαίνουν ἀπό τόν σταυρό· δέν θέλουν νά σταυρωθοῦν. Καί εἶναι κρίμα, εἶναι κρίμα! Πάει ἔτσι χαμένη ἡ ζωή μας.

Παρακολουθῶ, ὡς ἐκ τῆς θέσεώς μου, πῶς δουλεύει ὁ Θεός μέ κάποιες ψυχές· καί μιλῶ γιά τίς ψυχές ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες πολύ φιλότιμα θέλουν νά προκόψουν. Καί ὁ Θεός ἀκούει, πιστεύει, δέχεται αὐτή τήν πρόθεση, αὐτή τή διάθεση, αὐτό τό ὁποῖο ἐπιθυμεῖς. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή τό δέχεται, καθώς σέ βάζει στά χέρια του ὁ Θεός, θά ἐπιτρέψει νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα, πού ἐσύ ἀλλοῦ νόμιζες ὅτι θά βρεθεῖς καί ἀλλοῦ βρέθηκες· ἄλλο νόμιζες ὅτι θά βρεῖς μέσα σου καί ἄλλο βρίσκεις. Ἐπιτρέπει δηλαδή ὁ Θεός νά συνειδητοποιήσεις γιά τά καλά τί ἐστί, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, παλιανθρωπιά μέσα μας. Ἐπιτρέπει νά δεῖς κατά ὠμό τρόπο τό ἄγριο κατεστημένο πού ἔχεις μέσα σου, καί τό φυλάγεις μήν τό πειράξει κανείς, καί θέλεις νά τό ἐπιβάλεις κιόλας. Ναί, ὁ Θεός κατά ὠμό τρόπο θά σοῦ τό βγάλει μπροστά σου. Καί αὐτό πού χρειάζεται εἶναι νά ἀφεθεῖ κανείς στά χέρια τοῦ Θεοῦ· νά πεῖ: «Ἄχ Θεέ μου, πῶς τά νόμιζα τά πράγματα καί πῶς εἶναι! Καί δέν καταλάβαινα. Καί τώρα, σέ εὐγνωμονῶ πού ἐπέτρεψες νά ξεσκεπαστεῖ ὁ ἑαυτός μου καί νά τό καταλάβω. Πόνεσα βέβαια, πληγώθηκα, παρά λίγο νά τιναχτῶ στόν ἀέρα. Ἀλλά μέ φώτισες, Θεέ μου, καί μοῦ ἔδωσες νά καταλάβω. Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Ἄν κάνεις ἔτσι, ὤ τοῦ θαύματος, λυτρώνεσαι. Καί δέν ἔχει τελειωμό αὐτό· αὔριο πάλι κάτι ἄλλο θά δεῖς. Ἀλλά εἶναι γλυκός ἀγώνας, γλυκός, πολύ γλυκός.

 Τό κατεστημένο –τουτέστιν τόν ἐγωισμό, τή φιλαυτία, αὐτή τήν παλαιότητα– τό ἀφήνει κανείς ἀπείραχτο· δέν ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, δέν ἀπαρνεῖται τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοί οἱ ὁποῖοι τελικά καταλήγουν: «Ἄ, πρέπει νά ἀλλάξω. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ἄν συνεχίσω νά ἔχω αὐτή τή νοοτροπία πού ἔχω, ἄν συνεχίσω νά ἔχω περί πολλοῦ τόν ἑαυτό μου ὅπως τόν ἔχω, ἄν συνεχίσω νά μήν ἔχω διάθεση νά ἀπαρνηθῶ τό ἐγώ μου, τή φιλαυτία μου, τήν ἐγωλατρία μου –ὅλα αὐτά πού ἔμαθε κανείς ἀπό μικρό παιδί καί ἔφτιαξε τό κατεστημένο του– δέν θά γίνει τίποτε». Πρέπει νά τό καταλάβει κανείς αὐτό. Ἅμα δέν τό καταλάβει, ματαιοπονεῖ.

Αὐτή εἶναι ἡ ἄσκηση. Καί ἐδῶ εἶναι πού ὁ ἄνθρωπος τά κάνει θάλασσα, ἄν εἶναι ἔξω ἀπό ὑπακοή. Ἄν νομίζει ὅτι μόνος του μπορεῖ νά διαφεντεύει, θά τά κάνει θάλασσα· καί θά κάνει ζημιά στήν ψυχή του καί θά πᾶνε χαμένοι καί οἱ κόποι του. Χρειάζεται ὑπακοή. Ἀληθινή ὑπακοή πού μᾶς ὁδηγεῖ στόν Χριστό. Ἀληθινή ὑπακοή πού συντελεῖ, ὥστε νά ἀπαρνεῖσαι τόν παλαιό ἄνθρωπο. Ἀληθινή ὑπακοή, πού σημαίνει ὅτι αἴρεις τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἔρχεται ἔτσι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἡ ὅλη εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, καί χαριτώνεσαι καί γίνεσαι χαριτωμένος.

Οἱ Πατέρες ἔλεγαν ὅτι αὐτό, τό νά ἀλλάξει ἕνας ἄνθρωπος, τό νά γίνει χριστιανός, νά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἔτσι πού νά δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά προκόπτει, αὐτό εἶναι πολύ σοβαρό θέμα. Τέχνη τεχνῶν, ἄς ποῦμε. Ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, σήμερα μέ πάρα πολλή εὐκολία νομίζει κανείς ὅτι μπορεῖ νά εἶναι χριστιανός χωρίς νά σκεφθεῖ σοβαρά ὅτι πρέπει νά ἀλλάξει, ὅτι πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του. Πάει στήν ἐκκλησία, ἔχει μιά διάθεση καλή, καί νομίζει ὅτι φτάνει αὐτό. Δέν εἶναι κακό νά πᾶς στήν ἐκκλησία, δέν εἶναι κακό νά ἀκούσεις, ἄς ποῦμε, ἤ νά μελετήσεις καί νά συζητήσεις. Ἀλλά ὅταν ὅμως παίρνεις ἐπιπόλαια τά πράγματα καί δέν ἔχεις καθόλου διάθεση νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, δέν μπορεῖς νά γίνεις ἀληθινός χριστιανός. Διότι ἡ πρώτη δουλειά πού θά κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν θά ἔρθει μέσα σου καί θά ἀρχίσει νά δουλεύει, εἶναι ἀκριβῶς νά γκρεμίσει τό κατεστημένο, εἶναι ἀκριβῶς νά σέ βοηθήσει νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου. Ἀλλιῶς, δέν ἔρχεται, ἤ, καί ἄν ἔρθει, φεύγει.

Ἄν προσέξετε, θά δεῖτε ὅτι πολλά πράγματα εἴμαστε πρόθυμοι νά κάνουμε, καί πνευματικά πράγματα, ἀλλά ὅλα ὅμως σέ τελευταία ἀνάλυση γιά νά ἱκανοποιηθεῖ τό ἐγώ. Καί τήν ὥρα πού αἰσθάνεσαι ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός καί ἔχεις τύψεις καί ἀνησυχεῖς καί θέλεις νά τακτοποιηθεῖς, σέ τελευταία ἀνάλυση ὅλο αὐτό γίνεται, ἐπειδή δέν μπορεῖς νά ἀντέξεις τό ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός –τό ἐγώ δηλαδή δέν ἀντέχει νά αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἁμαρτωλό. Διότι, ἄν αἰσθανθεῖς ἀκριβῶς τήν ἁμαρτωλότητά σου, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὕστερα τό ἐγώ· πρέπει νά μαζέψει τά μπογαλάκια του καί νά φύγει. Ὅμως μέ τίποτε δέν θέλει νά φύγει τό ἐγώ, ἤ, καλύτερα νά ποῦμε, μέ τίποτε ἐμεῖς δέν θέλουμε νά ἀφήσουμε νά φύγει τό ἐγώ. Καί εἶναι ἕνας φαῦλος κύκλος.

Λέει λοιπόν ὁ Κύριος: «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, θά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του». Ἐάν μελετήσουμε καλύτερα τά πράγματα, θά δοῦμε πώς, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε, τό κάνουμε ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὑπέρ τοῦ νά ζεῖ καί νά βασιλεύει ὁ ἑαυτός μας. Δέν μποροῦμε ἔτσι νά ἔχουμε κοινωνία ἀληθινή μέ τόν Θεό, νά ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Θεοῦ.

Γιά νά βάλουμε καλή ἀρχή λοιπόν, νά κάνουμε αὐτό: νά ἀποφασίσουμε νά ἀφεθοῦμε στόν Χριστό ἀπαρνούμενοι τό ἐγώ μας. Δέν εἶναι πολύ δύσκολο. Κάνεις, ἄς ποῦμε, κάποιες σκέψεις. Σκέψου ἐκείνη τήν ὥρα: Οἱ σκέψεις αὐτές μέ ποιό πνεῦμα γίνονται; Γίνονται μέ τό πνεῦμα ὅτι εἶσαι παραδομένος πιά στόν Χριστό καί ἀνάλογα σκέπτεσαι; Ἤ σάν νά τόν ξέχασες καί κάνεις σκέψεις, γιά νά βολέψεις τόν ἑαυτό σου; Ἐπίσης, ἐκδηλώνεσαι ἔτσι, συμπεριφέρεσαι ἀλλιῶς, μιλᾶς ἔτσι ἤ ἀλλιῶς. Μέ ποιό πνεῦμα γίνονται ὅλα αὐτά; Καί κυρίως: βαθιά μέσα στήν ψυχή τί ὑπάρχει, τί γίνεται;

Νά λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅλοι ὅτι τό ἐγώ, πού εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς ἁμαρτίας μέσα μας, μετασχηματίζεται συνέχεια καί κρύβεται, μόνο καί μόνο γιά νά περισωθεῖ τελικά, νά μήν πάθει τίποτε. Καί ἐξ ὅσων ἔχω καταλάβει, σέ ἄλλον ἔτσι, σέ ἄλλον ἀλλιῶς, σέ ὅλους ὅμως τελικά κατά τόν ἴδιο τρόπο ταμπουρώνεται τό ἐγώ πίσω ἀπό τό ὅτι «νά, ἐγώ δέν τά καταλαβαίνω αὐτά· ἐγώ καταλαβαίνω ἔτσι ὅπως καταλαβαίνω, σκέπτομαι ἔτσι ὅπως σκέπτομαι». Ἔχει φτιάξει δηλαδή κανείς, μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως, ἕνα κατεστημένο.

Καί συμβαίνουν δύο πράγματα: Τό ἕνα εἶναι ὅτι δέν θέλει κανείς μέ τίποτε νά χαλάσει αὐτό τό κατεστημένο, ἀκριβῶς διότι εἶναι τό φρούριο πού προστατεύει τό ἐγώ· καί μᾶς ἀρέσει αὐτό τό πράγμα. Τό ἄλλο εἶναι ὅτι, ὅσος λόγος κι ἄν γίνει –πνευματικός λόγος– καί κάνει κανείς μιά προσπάθεια, εἴτε μέ τή σκέψη του, μέ λογισμούς καλούς, εἴτε μέ τό νά συζητήσει προκειμένου νά βοηθηθεῖ ἔτσι ἀλλιῶς, στήν πράξη τό πρῶτο πού γίνεται εἶναι νά ἀσφαλισθεῖ τό ἐγώ, ὥστε νά μήν κινδυνεύει, καί ἀπό κεῖ καί πέρα μετά διαβάζει κανείς, ἀκούει, συμφωνεῖ κτλ. Καί παίρνει μιά στάση τέτοια, πού δείχνει ὅτι δέν θέλει νά κλονισθεῖ τό ἐγώ του, αὐτό πού εἶναι ἕνα κατεστημένο ἐκεῖ μέσα· δέν θέλει μέ τίποτε νά γκρεμισθεῖ. Γι᾿ αὐτό, εἶναι ἀνάγκη νά ἀπαρνηθεῖ κανείς τόν ἑαυτό του ὄχι ὅπως αὐτός θέλει καί ὅπως αὐτός νομίζει, ἀλλά ὅπως πρέπει. Διότι μπορεῖ νά ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου, ἀλλά νά ἀπαρνεῖσαι ἁπλῶς κάποια ἐπιφανειακά πράγματα, ἐνῶ τό βαθύτερο ἐγώ σου δέν τό ἀφήνεις νά κινδυνεύσει μέ τίποτε.