Ἁμαρτία καί ψυχοπαθολογικές καταστάσεις
Κεντρική διάθεση: Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»
https://toperivoli.gr/product/ψυχολογικά-προβλήματα-και-πνευματικ/
Περιεχόμενα
Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν…………………………………………………….9
Κεφάλαιο Α´
Θέματα ἰδιοσυγκρασίας
Οἱ τέσσερις κατηγορίες ἀνθρώπων κατά τόν Γαληνό………………………17
Κατανόηση κάθε ψυχῆς ξεχωριστά καί συμπαθής μεταχείριση……..32
Κεφάλαιο Β´
Σύμπλεγμα κατωτερότητος
Οἱ πιό ἀξιοσυμπάθητοι ἄνθρωποι…………………………………………………….53
Ρίζες σέ βιώματα τῆς παιδικῆς ἡλικίας…………………………………………….73
Γένεση τοῦ συμπλέγματος κατωτερότητος………………………………………82
Τί πρέπει νά κάνουμε;………………………………………………………………………106
..Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι τό ἴδιο………………………………………..120
Κεφάλαιο Γ´
Τό πρόβλημα τῆς ἀσυνείδητης ἐνοχῆς
Ἐνοχή καί ἀσθένειες…………………………………………………………………………133
Ὁ Κύριος σηκώνει τήν ἐνοχή μας,
ὅταν τήν ἐναποθέτουμε στό ἔλεός του………………………………………….144
Κεφάλαιο Δ´
Τό πρόβλημα τῆς ἀσυγχώρητης ἁμαρτίας
Μέσα στό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας νά ζητοῦμε τή σωτηρία μας………165
Ἄν δέν σέ ἐλευθερώσει ὁ Θεός, δέν ἐλευθερώνεσαι………………………..187
Κεφάλαιο Ε´
Θρησκευτική ὑπερακρίβεια
«Τί μεγάλος ἅγιος πού εἶμαι!»………………………………………………………..203
Κεφάλαιο ΣΤ´
Ἁμαρτία καί ἀσθένεια
Τί εἶναι ἁμαρτία;……………………………………………………………………………223
Ἄλλο ἁμαρτία καί ἄλλο ἠθική ἀσθένεια……………………………………..239
Ἀντί ἐπιλόγου…………………………………………………………………………….. 261
Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν
Τό τρίτο βιβλίο τῆς σειρᾶς «Ψυχολογικά προβλήματα καί πνευματική ζωή» τῶν ἐκδόσεών μας περιλαμβάνει ὁμιλίες πού ἔγιναν μέ βάση κάποια κεφάλαια τοῦ βιβλίου «Ψυχολογία καί τό ἔργον τῆς καθοδηγήσεως τῶν ψυχῶν» τοῦ W. L. Northridge (ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖο Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1959, μετάφραση Σάββα Ἀγουρίδου) (στό ἑξῆς· Ψυχολογία). Οἱ ὁμιλίες αὐτές ἔγιναν τήν ἄνοιξη τοῦ 1969 στήν αἴθουσα τοῦ ἐνοριακοῦ κέντρου τοῦ Ἱ. Ν. Ἀναλήψεως Θεσσαλονίκης σέ ἀπογευματινές κυριακάτικες συνάξεις.
Τό ἀνά χεῖρας βιβλίο εἶναι χωρισμένο σέ ἕξι μέρη. Τό Α´ μέρος ἀναφέρεται στίς ἰδιοσυγκρασίες, δηλαδή στούς ψυχολογικούς τύπους τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἔχουν ταξινομηθεῖ ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστήμονες, καί μᾶς βοηθάει νά γνωρίσουμε καλύτερα καί τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους.
Τό Β´ μέρος κάνει λόγο γιά τό σύμπλεγμα κατωτερότητος, ἀπό τό ὁποῖο πάσχουν ὄχι λίγοι ἄνθρωποι –περισσότεροι, θά λέγαμε, ἀπό ὅσο μποροῦμε νά φανταστοῦμε· μεταξύ αὐτῶν καί χριστιανοί– καί ἐξηγεῖ τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτό, ἀπό ποῦ προέρχεται, πῶς ἐκδηλώνεται καί πῶς μπορεῖ νά θεραπευθεῖ.
Στό Γ´, Δ´ καί Ε´ μέρος ὁ ὁμιλητής μᾶς βοηθάει οὐσιαστικά νά κατανοήσουμε τό θέμα τῆς ἀσυνείδητης ἤ ἀπωθημένης ἐνοχῆς. Ὅπως θά δοῦμε μέσα στίς σελίδες τοῦ βιβλίου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει, ἔρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν ἠθική του συνείδηση, καί δημιουργοῦνται μέσα του βιώματα ἐνοχῆς. Καί καθώς δέν μπορεῖ νά τά ἀντέξει, προσπαθεῖ νά ἐξισορροπήσει τήν κατάσταση ἀπωθώντας τά βιώματα αὐτά στό ὑπόγειο τῆς ψυχῆς του, στό ἀσυνείδητο. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἐμφάνιση διαφόρων συμπτωμάτων, τά ὁποῖα εἶναι, τρόπον τινά, ὑποκατάστατο τῶν βιωμάτων πού ἔχουν ἀπωθηθεῖ, καί τά ὁποῖα συμπτώματα ἔχουν ὡς σκοπό νά ἀπομακρύνουν τό αἴσθημα ἐνοχῆς.
Στό ΣΤ´ μέρος τοῦ βιβλίου ἐφιστᾶται ἡ προσοχή μας στή διάκριση μεταξύ ἁμαρτίας καί ἠθικῆς ἀσθένειας.
Διαβάζοντας κανείς τίς ὁμιλίες αὐτές, διαπιστώνει τό πόσο πολύ μπερδεύονται καί ἀλληλοκαλύπτονται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου οἱ ἔννοιες ἀλλά καί ἡ ὅλη πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀρρώστιας, πόσο δυσδιάκριτες εἶναι πολλές φορές, καί πόσο ἀπαραίτητη εἶναι ἡ διάκριση τῆς μιᾶς ἀπό τήν ἄλλη γιά τή σωστότερη ἀντιμετώπιση ἀμφοτέρων.
Στά χρόνια πού πέρασαν ἀπό τότε πού ἔγιναν οἱ ὁμιλίες αὐτές, μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νά ἔχει προχωρήσει πολύ στούς διάφορους τομεῖς, αὐτός καθ᾿ ἑαυτόν ὅμως ὁ ἄνθρωπος κατά βάθος παραμένει ὁ ἴδιος, ἐφόσον εἶναι ἀπόγονος τῶν πρωτοπλάστων. Ὁπωσδήποτε καί ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας ἔχει προχωρήσει πολύ. Ὡστόσο, στό βιβλίο αὐτό λέγονται κάποιες ἀλήθειες πού πιστεύουμε πώς τίς ἔχουμε ἀνάγκη οἱ σημερινοί ἄνθρωποι –ἰδιαίτερα ὅσοι ἀπό μᾶς κάνουν φιλότιμο ἀγώνα νά βροῦν τήν ἀληθινή τους βάση καί νά ζήσουν ἀληθινά πνευματική ζωή. Διότι μᾶς βοηθοῦν νά συνειδητοποιήσουμε κατ᾿ ἀρχήν πόσο ὅλοι μας, ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας, μέχρις ἑνός σημείου εἴμαστε μπλοκαρισμένοι ἀπό διάφορες ἀρρωστημένες καταστάσεις –ὅπως ὑποδηλώνει καί ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου– οἱ ὁποῖες ἀνάγονται τελικά στό ἕνα πρόβλημα· αὐτό τῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό καί τῆς σωστῆς ἤ μή στάσεώς μας ἀπέναντί του. Ταυτόχρονα μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν τρόπο τοῦ ξεμπλοκαρίσματος καί τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς τόσο ἀπό ψυχολογικῆς ὅσο καί ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως, καθώς ὁ ὁμιλητής προσπαθεῖ νά δεῖ καί νά ἑρμηνεύσει κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου τά θέματα μέ τά ὁποῖα καταπιάνεται.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι, γιά νά θεραπευθεῖ κανείς, εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσει πρῶτα ὅτι ἔχει μέσα του ἀρρωστημένες ψυχολογικῆς φύσεως καταστάσεις καί στή συνέχεια νά τίς ἀποδεχθεῖ καί νά σπεύσει νά ζητήσει βοήθεια. Κατά κανόνα, ἀκόμη καί ὅταν διαισθάνεται κανείς ὅτι κάτι δέν πάει καλά μέσα του, δέν θέλει νά δεχθεῖ ὅτι ἔχει τέτοιας φύσεως καταστάσεις, γιατί αἰσθάνεται ὅτι αὐτό τόν θίγει. Ἐνῶ ἡ λύτρωση ἀρχίζει εὐθύς μόλις δεῖ κανείς σωστά τό ὅλο αὐτό θέμα τῆς ὑπάρξεως ἀρρωστημένων βιωμάτων στήν ψυχή του· δηλαδή –σέ τελευταία ἀνάλυση– εὐθύς μόλις ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ.
Πρέπει νά διευκρινισθεῖ σαφῶς ὅτι ὁ ὁμιλητής ἐδῶ δέν κάνει ψυχιατρική, ἀλλά παίρνει ἀφορμή ἀπό αὐτά πού λένε οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες –καί στό συγκεκριμένο βιβλίο ὁ Northridge– καί προχωρεῖ πιό πέρα, ἐμβαθύνοντας στήν πνευματική πλευρά τῶν θεμάτων. Μέ αὐτή τήν ἔννοια οἱ ὁμιλίες αὐτές, παρά τό γεγονός ὅτι ἔγιναν πρίν ἀπό 40 χρόνια, ἔχουν ἀξία καί ἀπό τήν πλευρά αὐτή: Ἄλλο εἶναι νά προσφέρονται στόν ἀναγνώστη ἁπλῶς κάποιες γνώσεις ψυχολογίας, καί ἄλλο εἶναι νά προσφέρονται αὐτές ὡς βιωμένες ἀλήθειες, ἐμποτισμένες μέ τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως κάνει ἐδῶ ὁ ὁμιλητής, καθώς, ὅσα λέγονται, φιλτράρονται μέσα ἀπό τήν πείρα του ὡς πνευματικοῦ.
Πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός φώτισε τόν ὁμιλητή νά ἀσχοληθεῖ μέ τά θέματα πού πραγματεύεται τό βιβλίο καί νά τά παρουσιάσει κατά τρόπο λιτό καί κατανοητό, ὥστε νά μιλοῦν κατευθείαν στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Θά παρακαλούσαμε τόν ἀναγνώστη, ἐάν θέλει νά ὠφεληθεῖ, αὐτή τήν πλευρά τῶν ὁμιλιῶν νά προσέξει καί ὄχι τήν ὅποια ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί τίς ὅποιες ἐλλείψεις διαπιστώσει, πού εἶναι πολλές.
Ἡ ὁμιλία
Οἱ πιό ἀξιοσυμπάθητοι ἄνθρωποι
τοῦ κεφαλαίου: Σύμπλεγμα κατωτερότητος
Τό σύμπλεγμα κατωτερότητος εἶναι ἕνα πολύ σπουδαῖο, πολύ σημαντικό θέμα, καί πρέπει νά γνωρίζουμε ὅσο γίνεται περισσότερα πάνω σ᾿ αὐτό, ἐμεῖς κυρίως πού ζοῦμε σ᾿ αὐτή τήν ἐποχή.
Γίνεται σήμερα πολύς λόγος –σέ ἐφημερίδες, σέ βιβλία, σέ περιοδικά, στίς συζητήσεις– γιά τά αἰσθήματα κατωτερότητος, γιά τό σύμπλεγμα κατωτερότητος ἤ μειονεκτικότητος. Ὅμως, ὅσοι γράφουν ἤ μιλοῦν πρόχειρα, δέν γνωρίζουν ἴσως τί σημαίνει, τί εἶναι βαθύτερα σύμπλεγμα κατωτερότητος, καί καμιά φορά πολλοί τά μπερδεύουν τά πράγματα.
Ἐκεῖνο πού πρέπει νά ξέρουμε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς εἶναι ὅτι ἕνας πού κατέχεται ἀπό σύμπλεγμα κατωτερότητος εἶναι ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος· δέν μπορεῖ νά εἶναι εὐτυχής. Ἐπίσης, ὅτι δημιουργεῖ παντοῦ προβλήματα· καί στό σπίτι του καί στή δουλειά του καί στούς ὅποιους ἄλλους ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους ἔρχεται σέ ἐπαφή. Δημιουργεῖ προβλήματα, δυσκολίες, ἔριδες, παρεξηγήσεις. Καί ἐνῶ αὐτός εἶναι κυρίως ὑπεύθυνος γιά τά προβλήματα πού δημιουργοῦνται –ὑπεύθυνοι εἶναι βέβαια καί οἱ ἄλλοι πού δέν ξέρουν τό πρόβλημά του, ὥστε νά τό λάβουν ὑπ᾿ ὄψιν τους– δέν τό καταλαβαίνει καί πάντοτε ρίχνει τό βάρος καί τήν εὐθύνη στούς ἄλλους.
Ἀξίζει λοιπόν νά συζητήσουμε αὐτό τό θέμα, γιά νά γνωρίσουμε κατ᾿ ἀρχήν τούς ἴδιους τούς ἑαυτούς μας, κατά πόσον εἴμαστε ἤ ὄχι προσβεβλημένοι ἀπό αὐτή τήν ἀρρώστια· καί ἐπίσης γιά νά γνωρίσουμε τούς ἀνθρώπους μέ τούς ὁποίους ἐρχόμαστε σέ ἐπικοινωνία. Κυρίως οἱ γονεῖς πρέπει νά γνωρίζουν τίς αἰτίες ἀπό τίς ὁποῖες προέρχονται τά αἰσθήματα κατωτερότητος, γιά νά προλαμβάνουν τή δημιουργία τῶν αἰσθημάτων αὐτῶν στά παιδιά.
Ὁ ὅρος «σύμπλεγμα κατωτερότητος»
Ὁ κληρικός, τό βιβλίο τοῦ ὁποίου χρησιμοποιοῦμε, γράφει τά ἑξῆς·
Τά συμπτώματα τῆς κατωτερότητος ποικίλλουν. Πολλοί ἄνθρωποι ἔχουν συνείδησιν τῆς ἀνεπαρκείας των· ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί καθ᾿ ὅλην τήν ζωήν των ἀπό τόν ἐφιάλτην τῆς ἀποτυχίας, ἀπό τήν ὑποψίαν ὅτι ἡ ζωή αὐτή εἶναι κάτι πολύ δι᾿ αὐτούς, ἀπό ἕνα αἴσθημα ὅτι εἶναι περιττοί καί ὅτι κανείς δέν τούς χρειάζεται, ὅτι δέν ὑπάρχει δι᾿ αὐτούς κάποια χρήσιμος τοποθέτησις εἰς τήν ζωήν. Ἕνεκα τῆς ἐλλείψεως αὐτοπεποιθήσεως ὀπισθοδρομοῦν πρό τῶν πάσης φύσεως εὐθυνῶν, ἀντί δέ νά διακινδυνεύουν μᾶλλον αὐτήν ταύτην τήν ἀποτυχίαν, ἀποφεύγουν κάθε ἐνέργειαν πού θά τούς ἔφερεν εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῶν ἄλλων ἤ τόν συναγωνισμόν μετ᾿ αὐτῶν. Ἴσως νά ἔχουν πολλά χαρίσματα, εἶναι ὅμως ἄνθρωποι πού οὕτως εἰπεῖν δεσμεύονται καί δέν χρησιμοποιοῦν τά χαρίσματα πού διαθέτουν.
Ὅταν δηλαδή ὑπάρχει τό αἴσθημα κατωτερότητος, τόσο πολύ αὐτό μπλέκει τόν ἄνθρωπο, ὥστε, κι ἄν ἀκόμη ἔχει ὁρισμένες ἱκανότητες, ὁρισμένα τάλαντα, αὐτός δέν καταλαβαίνει ὅτι τά ἔχει. Ὄχι βέβαια γιά νά ὑπερηφανευθεῖ, ἀλλά γιά νά προσφέρει κάτι στούς ἄλλους ἀνθρώπους, γιά νά ἔχει κοινωνία μαζί τους καί νά μπορεῖ νά σταθεῖ στή ζωή· γιά νά ζήσει.
Δέν ἠμπορεῖτε νά τούς πείσετε νά ἀναλάβουν ἐργασίαν διά τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἐργασίαν διά τήν ὁποίαν διαθέτουν ὅλα τά προσόντα. Γιά νά προσφέρουν κάτι μικρό· ὄχι μεγάλα πράγματα. Ἀπογοητευμένοι καί πάντοτε φοβούμενοι ἕνα κτύπημα εἰς τήν τιμήν καί ἀξιοπρέπειάν των –ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο– ἀποφεύγουν τούς συνανθρώπους των ὅσον τό δυνατόν περισσότερον.
Ἀλλ᾿ ὅσοι ὑποφέρουν ἀπό αἴσθημα κατωτερότητος δέν ἔχουν ὅλοι συνείδησιν ἀνεπαρκείας τινός.
Εἶναι δηλαδή αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν συναίσθηση τῆς ἀνεπάρκειάς τους, ὅτι κάτι δέν πάει καλά μέσα τους, ὅτι δέν θά τά καταφέρουν. Εἶναι ὅμως καί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ναί μέν ἔχουν σύμπλεγμα κατωτερότητος, ἀλλά δέν ἔχουν συνείδηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος· καί αὐτό εἶναι τό πιό δύσκολο. Ὑπάρχουν δέ πάρα πολλοί τέτοιοι ἄνθρωποι μέσα στήν κοινωνία, πού καί οἱ ἴδιοι δέν ξέρουν τί τούς γίνεται, ἀλλά κι ἐμεῖς δέν τούς καταλαβαίνουμε, γιά νά τούς φερθοῦμε ἀνάλογα, ὥστε νά μή δημιουργοῦν προβλήματα καί δυσκολίες, ὅπου κι ἄν βρίσκονται. Καί ἀκριβῶς αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν γνωρίζουν τό σύμπλεγμά τους, εἶναι τά θύματα αὐτῆς τῆς καταστάσεως.
Ὁ ὅρος «σύμπλεγμα κατωτερότητος» πρέπει νά περιορίζεται αὐστηρῶς εἰς τά συναισθήματα κατωτερότητος πού ἔχουν ὑποστῆ ἀπώθησιν καί δέν ἀναγνωρίζονται πλέον ὑπό τοῦ πάσχοντος.
Αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν συμπλέγματα κατωτερότητος, κατά κανόνα τά ἔχουν σέ κατάσταση ἀπωθημένη. Δηλαδή, κάποια ψυχικά τραύματα πού δημιουργήθηκαν στήν παιδική ἡλικία, ἐπειδή δέν θεραπεύτηκαν, ἀπωθήθηκαν –κάτι ὅμως πού δέν τό γνωρίζουν αὐτοί πού πάσχουν– καί ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τό ἀσυνείδητο, αὐτά ἐνεργοῦν. Σύμπλεγμα ἐξάλλου λέγεται κάτι πού βρίσκεται σέ κατάσταση ἀπωθήσεως· δέν ἔχει δηλαδή κανείς συνείδηση περί τῆς ὑπάρξεώς του.
Ὁ ὅρος «σύμπλεγμα» χρησιμοποιεῖται ὀρθῶς, ὅταν ἀναφέρεται εἰς ἕνα σύστημα συναισθηματικῶς τονισμένων ἰδεῶν, αἱ ὁποῖαι ὡς ἐκ τῆς φύσεώς των εἶναι πολύ ὀδυνηραί διά νά κρατηθοῦν εἰς τήν συνείδησιν καί ἔχουν ὑποστῆ ἀπώθησιν. Εἰς ἕνα μεγάλον ἀριθμόν ἀνθρώπων αἰσθήματα κατωτερότητος ἀποτελοῦν ἕνα συνειδητόν ἐμπόδιον. Ἄλλοι ὅμως δέν ἔχουν συνείδησιν ὅτι πάσχουν. Αὐτοί εἶναι τά καθαυτό θύματα τοῦ συμπλέγματος κατωτερότητος.
Γιατί ὑπάρχει κίνδυνος
νά παρεξηγήσουμε τούς πάσχοντες
Ἀπαιτεῖ κάποιο μέτρον ψυχολογικῆς ἐμβαθύνσεως ἡ ἀνακάλυψις μιᾶς περιπτώσεως συμπλέγματος κατωτερότητος. Τά συμπτώματά της ἐμφανίζουν ὄχι πάντοτε κατωτερότητα, ἀλλά τό ἀντίθετον· ἐξ οὗ καί ὁ κίνδυνος παρεξηγήσεως καί ἀδίκου κρίσεως εἰς βάρος ἐκείνων πού πάσχουν ἀπό τήν ἀσθένειαν αὐτήν.
Οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ συμπλέγματος κατωτερότητος, τίς ὁποῖες βλέπει καί ὁ ἴδιος πού τό ἔχει καί οἱ ἄλλοι, δέν εἶναι ἄμεσα ἐκδηλώσεις κατωτερότητος ἀλλά ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Δηλαδή, ἐνῶ μπορεῖ νά πάσχει ἕνας ἀπό αἴσθημα κατωτερότητος στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του, ἐμφανίζεται ἐνώπιον τῶν ἄλλων καί ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ του ὡσάν ἕνας πολύ δραστήριος καί πολύ δυναμικός ἄνθρωπος. Καί ἐνῶ στό βάθος ὑπάρχει τό τραῦμα τῆς μειονεξίας πού τόν ἐξουθενώνει, αὐτός ἀπό ἀντίδραση ἀσυνείδητη ἐκδηλώνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο.
Ἄν ἔτσι ἔχει τό πράγμα, χρειάζεται, ὅπως καταλαβαίνουμε, πάρα πολύ νά προσέχουμε καί νά ἐρευνοῦμε, πρῶτα στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, μήπως αὐτά τά ὁποῖα κάνουμε εἶναι ἐκδηλώσεις ἑνός ἀπωθημένου αἰσθήματος κατωτερότητος. Μπορεῖ δηλαδή ἀκούραστα κανείς νά ἐργάζεται, χωρίς ὅμως νά αἰσθάνεται μιά πληρότητα, ἕναν χορτασμό μέσα του, χωρίς νά αἰσθάνεται μιά εἰρήνη, μιά ἠρεμία μέσα του. Ἀντίθετα, κατιτί διαρκῶς τόν κάνει νά θέλει κι ἄλλα κι ἄλλα νά πετύχει· ὅπως συμβαίνει μ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος διψάει καί πίνει ἁλμυρό νερό. Πίνει, πίνει, πίνει, καί ὅσο πίνει, τόσο διψάει. Αὐτό δέν εἶναι φυσιολογικό πράγμα.
Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν νά γίνει μιά ἔρευνα· μιά προσπάθεια νά ἐρευνήσουμε ὁ καθένας τόν ἑαυτό του. Ἀλλά ἐπίσης νά προσέξουμε καί νά προσπαθήσουμε νά δοῦμε σωστά καί αὐτούς μέ τούς ὁποίους ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή, σέ ἐπικοινωνία. Κυρίως μάλιστα, ὅσοι εἶναι ὑπεύθυνοι, ὅπως οἱ γονεῖς, πού εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τά παιδιά τους, ὅπως ἕνας ἱερέας, πού εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλα τά πνευματικά του τέκνα, ὅπως ἕνας δάσκαλος γιά τούς μαθητές του κτλ. Ὅσοι εἶναι ὑπεύθυνοι, ἀκόμη πιό πολύ νά ἐρευνήσουν· αὐτοί οἱ ἄνθρωποι μέ τούς ὁποίους ἔρχονται σέ ἐπαφή, ἀλλά καί τῶν ὁποίων ἔχουν τήν εὐθύνη, τί εἶναι; Καί γιατί ἐνεργοῦν ἔτσι ὅπως ἐνεργοῦν; Γιατί ἐκδηλώνονται ἔτσι ὅπως ἐκδηλώνονται;
Ἕνα παιδί, π.χ., στό σχολεῖο, πού εἶναι θρασύτατο, πού εἶναι σάν καπετάνιος, πού διαρκῶς δημιουργεῖ φασαρίες, αὐτό τό παιδί τί εἶναι ἄραγε; Μήπως στό βάθος –πού κατά 99,5% ἔτσι εἶναι– τό παιδί αὐτό ἔχει τραύματα, ἔχει σύμπλεγμα κατωτερότητος, ὁπότε πρέπει πολύ διαφορετικά νά τό μεταχειρισθεῖ ὁ δάσκαλος, γιά νά μπορέσει τό παιδί νά καταλάβει τί τοῦ συμβαίνει, καί στή συνέχεια νά βοηθηθεῖ νά τακτοποιηθεῖ μέσα του; Ὁπωσδήποτε διαφορετικά θά τό μεταχειρισθεῖ, ἀπό ὅ,τι θά τό μεταχειρισθεῖ, ἄν ἁπλῶς δεῖ τίς ἐκδηλώσεις του. Ἄν μείνει ἁπλῶς σ᾿ αὐτές, θά τό δέρνει, θά τό μαλώνει, θά τό τιμωρεῖ, καί τό παιδί αὐτό μπορεῖ νά καταντήσει ἐκεῖ πού δέν θά πρέπει νά τό ποῦμε.
Ψευτοαμοιβές γιά τό σύμπλεγμα
Ὅλαι αἱ ἐκδηλώσεις τοῦ συμπλέγματος κατωτερότητος εἶναι τῆς φύσεως τῶν ψευδῶν ἀνταμοιβῶν.
Ὅλες οἱ ἐκδηλώσεις ἑνός ἀνθρώπου πού ἔχει σύμπλεγμα κατωτερότητος, εἶναι ἐκδηλώσεις πού μοιάζουν μέ ψευτοαμοιβές γιά τό σύμπλεγμα αὐτό. Δηλαδή, τό σύμπλεγμα αὐτό, ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι κρυμμένο, ζητάει, ζητάει, ζητάει συνεχῶς, καί ὁ ἄνθρωπος καταπονεῖται, κουράζεται, κοπιάζει νά μαζέψει μερικά πράγματα –ψευτοαμοιβές– γιά νά τά προσφέρει σ᾿ αὐτό τό θηρίο πού ἔχει μέσα του, καί τό ὁποῖο θηρίο ὁ ἄνθρωπος τό ἀγνοεῖ· δέν ξέρει ὅτι τό ἔχει.
Ματαιοδοξία, φαντασίωσις, σνομπισμός, ἀγάπη τῆς φωταυγίας –δηλαδή τῆς προβολῆς, τῆς λάμψεως– ἀθεράπευτος ἐγωισμός καί ἔπαρσις, εἶναι εἰς πολλούς ἀνθρώπους τά ἐξωτερικά σημεῖα ἑνός ἐσωτερικοῦ συναισθήματος ἀδυναμίας· ἑνός δηλαδή συμπλέγματος κατωτερότητος.
Ἕνας πού τόν βλέπουμε ὅτι εἶναι ματαιόδοξος, ἕνας ἄλλος πού εἶναι παθολογικά ἐγωιστής, μπορεῖ στό βάθος νά ἔχουν αἴσθημα κατωτερότητος. Ὄχι βέβαια ὅτι ὑπάρχει καί ὑγιής ἐγωισμός, καλός δηλαδή ἐγωισμός· δέν τό λέμε μέ αὐτή τήν ἔννοια. Λίγο πολύ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐγωιστές, ἀλλά σέ μερικούς ὑπάρχει ἕνας παθολογικός ἐγωισμός, μιά ἔπαρση· ὑπάρχει μιά ματαιοδοξία, μιά ἀρρωστημένη τάση γιά σνομπισμό, μιά τάση νά προβάλλεται κανείς, νά λάμπει, νά ἀκούγεται, νά φαίνεται, νά μιλοῦν ὅλοι γι᾿ αὐτόν.
Αὐτά εἶναι, ὅπως εἶπαμε, ἐκδηλώσεις τοῦ συμπλέγματος κατωτερότητος. Ἑπομένως, ὅταν ἔχουμε νά κάνουμε μέ τέτοιους ἀνθρώπους, δέν πρέπει νά βλέπουμε αὐτή τήν ἐκδήλωση καί νά μένουμε ἐκεῖ, ἀλλά νά προσπαθοῦμε νά δοῦμε τόν ἄνθρωπο αὐτόν βαθύτερα. Ἄν μπορέσουμε δηλαδή, νά βροῦμε τό τραῦμα του, νά βροῦμε, τέλος πάντων, τήν πληγή του, καί ἄν μποροῦμε, νά τόν βοηθήσουμε. Κατ᾿ ἀρχήν, ἄν μή τι ἄλλο, νά τόν συμπαθήσουμε.
Οἱ πιό ἀξιοσυμπάθητοι ἄνθρωποι εἶναι κάτι τέτοιοι. Οἱ ὁποῖοι εἶναι τόσο ἀποκρουστικοί, τόσο ἀπωθητικοί· καθόλου δέν μπορεῖ κανείς νά τούς συμπαθήσει. Καί ὅμως, εἶναι οἱ πιό ἀξιοσυμπάθητοι ἄνθρωποι· ὄχι βέβαια γιά τίς καλοσύνες τους, ἀλλά διότι εἶναι ἄρρωστοι, εἶναι τραυματισμένοι. Εἶναι θύματα ἑνός τραύματος, καί τίς οἶδε ποιός φταίει γι᾿ αὐτό τό τραῦμα. Ὅπως θά ποῦμε καί πιό κάτω, αὐτά τά τραύματα, στά ὁποῖα ὀφείλονται τά συμπλέγματα κατωτερότητος –κυρίως αὐτά· καί ἄλλα τραύματα, ἀλλά κυρίως αὐτά– δημιουργοῦνται στήν παιδική ἡλικία, τότε πού ἀκόμη τό παιδί δέν ἔχει πολύ-πολύ συνείδηση τῆς ὑπάρξεώς του. Καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἄλλοι φέρουν πιό πολύ τήν εὐθύνη γιά τό τραῦμα αὐτό.
Μερικά χαρακτηριστικά τοῦ πάσχοντος
Ὁ πάσχων ἐκ κατωτερότητος εἶναι συνήθως ἕνας ἄκρως ἀτομικιστής, ἀνίκανος νά μοιρασθῇ μέ ἄλλους τήν τιμήν δι᾿ οἱανδήποτε ἐπιτυχίαν.
Δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό. Εὐτυχεῖ, ἄς ποῦμε, ἕνας ἄνθρωπος. Ὁ πάσχων ἐκ κατωτερότητος δέν μπορεῖ νά συμμετάσχει στήν εὐτυχία του. Ἤ, εὐτυχεῖ ὁ ἴδιος, ἐπέτυχε αὐτός ὁ ἴδιος κάτι. Δέν μπορεῖ αὐτή τήν ἐπιτυχία νά τή μοιραστεῖ μέ τούς ἄλλους· τή θέλει ὅλη, πέρα γιά πέρα δική του.
Δέν ἀνέχεται κριτικήν, οὐδέποτε δέ παραδέχεται ὅτι εὑρίσκεται ἐν ἀδίκῳ.
Λένε οἱ καλόγεροι μερικά πράγματα πού μᾶς βοηθοῦν νά καταλάβουμε πόσο πεῖσμα ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο, καί τό ὁποῖο δέν τόν ἀφήνει νά δεῖ λίγο –ἔστω λίγο– ὅτι μπορεῖ νά βρίσκεται ἐν ἀδίκῳ. Δημιουργήθηκε κάτι μεταξύ κάποιου γέροντος καί ἑνός ὑποτακτικοῦ του. Γέροντες στά μοναστήρια λέγονται οἱ ἡγούμενοι. Σέ ἕνα κελί, πού εἶναι δυό τρεῖς καλόγεροι, ἕνας ἔχει θέση ἡγουμένου καί οἱ ἄλλοι εἶναι ὑποτακτικοί. Δημιουργήθηκε λοιπόν σάν μιά παρεξήγηση μεταξύ τοῦ προεστῶτος, τοῦ γέροντος δηλαδή, καί τοῦ ὑποτακτικοῦ. Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ γέροντας λέει στόν ὑποτακτικό ὅτι ὅλο τό θέμα εἶναι νά πεῖ «εὐλόγησον, γέροντα». Δηλαδή, μετανοῶ, ζητῶ συγγνώμη. Αὐτό εἶναι τό θέμα. «Πές εὐλόγησον», ἔλεγε ὁ γέροντας στόν ὑποτακτικό, καί αὐτός δυσκολευόταν νά τό πεῖ. «Πές νά ᾿ναι εὐλογημένο», καί πάλι δυσκολευόταν. Ἐπέμεινε ὁ γέροντας· «Ἔ, πές, ἀδελφέ, εὐλόγησον». Καί ἀπαντᾶ ὁ μοναχός· «Εὐλόγησον, ἀλλά ἐσύ φταῖς!»
Ἔτσι ἀκριβῶς τό λένε, τό διηγοῦνται οἱ καλόγεροι αὐτό. Ὁπωσδήποτε, συμβαίνει κάτι παρόμοιο συχνά πυκνά, καί τό ἀναφέρουν, γιά νά βοηθοῦν τούς ὑποτακτικούς νά ταπεινώνονται.
Θέλω νά πῶ μέ αὐτό ὅτι, καί ὅταν ἀκόμη γιά κάποιο λόγο –εἴτε διότι μᾶς κάνει ἡ ἀνάγκη εἴτε γιά λόγους κοινωνικούς εἴτε γιά λόγους πού μᾶς ἀναγκάζουν νά τηρήσουμε ὁρισμένα προσχήματα, εἴτε γιά ἄλλους λόγους– κατά κάποιον τρόπο ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἔχουμε ἄδικο, μπορεῖ κατά βάθος νά μήν τό ἀναγνωρίζουμε. Λέμε δηλαδή· «Ναί, συμφωνῶ μαζί σου. Ζητῶ συγγνώμη». Καί μπορεῖ βέβαια νά μήν τό ποῦμε ὠμά σάν τόν καλόγερο, ὅμως ἀπό μέσα μας μπορεῖ νά λέμε· «Κατά βάθος ἐσύ φταῖς». Εἶναι αὐτό τό πεῖσμα, πού δέν σέ ἀφήνει νά ἀναγνωρίσεις ὅτι βρίσκεσαι κι ἐσύ ἐν ἀδίκῳ, καί ὅλο στόν ἄλλο τό φορτώνεις.
Πτοεῖται βαθύτατα πρό τῆς ἰδέας τῆς ἥττης.
Δέν μπορεῖ δηλαδή νά ἀνεχθεῖ ἥττα. Δέν ἀναλαμβάνει μιά ἐργασία, ἀπό φόβο μήπως ἀποτύχει. Δέν μπορεῖ νά ἀνεχθεῖ τήν ἀποτυχία. Θέλει νά εἶναι ὄχι ἑκατό τά ἑκατό ἀλλά λίγο παραπάνω βέβαιος ὅτι θά ἐπιτύχει, καί τότε μόνο θά ἀναλάβει τήν ἐργασία. Δέν εἶναι συνηθισμένος, δέν τό σηκώνει ἡ συνείδησή του νά ἀναλάβει κάτι μέ πιθανότητες ὅτι θά ἀποτύχει καί ὅτι μπορεῖ νά ἐκτεθεῖ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Αὐτό τό πράγμα δέν τό ἀντέχει.
Οὐδέποτε ἀπολογεῖται χαριέντως διά τά λάθη του.
Κάνει λάθη, ἀλλά θά πάρει ὕφος πολύ σοβαρό γιά νά ἀπολογηθεῖ. Ἀστειευόμενος, κατά κάποιον τρόπο χαριτολογώντας, δηλαδή ἔτσι μέ χάρη, δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό.
Παίρνει συνήθως μίαν τεχνητήν στάσιν· ὁμιλεῖ μεγαλοφώνως διά τάς σχέσεις του μέ τόν καλόν κόσμον, σιωπᾷ ὅμως, ὅταν πρόκειται περί τῶν σχέσεών του μέ ταπεινῆς κοινωνικῆς θέσεως ἀνθρώπους. Ἐνδέχεται μάλιστα νά καλλιεργήσῃ καί κάποιον εἰδικόν τόνον εἰς τό λέγειν καί τήν προφοράν· πολλάκις πρόκειται περί ἀνθρώπου θυμώδους, ὅστις ἀφήνει τήν ὀργήν του νά ἐκσπᾷ κατά τῶν ἄλλων, διά νά ἐμποδίσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν κατανόησιν τῆς ἰδίας του ἀνεπαρκείας.
Πόσες φορές βλέπουμε εἴτε ἄλλους ἀνθρώπους νά ξεσποῦν, νά θυμώνουν, εἴτε ἐμᾶς τούς ἴδιους, καί δέν μποροῦμε νά τό ἐξηγήσουμε, διότι δέν θέλουμε νά τό ἐξηγήσουμε· νά δοῦμε δηλαδή βαθύτερα ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτό τό ξέσπασμα, ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτός ὁ θυμός. Βλέπεις ἕναν φρόνιμο ἄνθρωπο· καί μόλις τόν πατήσεις στό ἀδύνατο σημεῖο, θηρίο γίνεται.
Προσπάθειες συγκαλύψεως
τοῦ αἰσθήματος κατωτερότητος
Αἱ ἐπιμόνως ἀνόητοι καί κυριαρχικαί τάσεις του εἶναι συνήθως προσπάθειαι συγκαλύψεως τοῦ αἰσθήματος κατωτερότητος πού τόν διακατέχει.
Αὐτό εἶναι ὅλο τό θέμα. Γι᾿ αὐτό θυμώνει, γι᾿ αὐτό εἶναι θρασύς, γι᾿ αὐτό φωνάζει, γι᾿ αὐτό φαίνεται δραστήριος, γι᾿ αὐτό φαίνεται, τρόπον τινά, ἱκανότατος· γιά νά καλύψει κατά βάθος τό αἴσθημα κατωτερότητος πού ἔχει. Προσέξτε. Δέν τό κάνει σκόπιμα αὐτό τό πράγμα. Τό κάνει χωρίς νά ἔχει συνείδηση, χωρίς νά τό καταλαβαίνει καί ὁ ἴδιος, ἀλλά στήν πραγματικότητα ἔτσι εἶναι· κάνει ὅλα αὐτά τά πράγματα, γιά νά μπορέσει νά καλύψει τό αἴσθημα κατωτερότητος, τό σύμπλεγμα κατωτερότητος πού ἔχει· γιά νά φυλάξει ἐκεῖνο τό τραῦμα, πού προκάλεσε τό σύμπλεγμα. Καί δέν τοῦ δίνει μιά νά φύγει ἀπό κεῖ καί νά τελειώνει. Πῶς ὅμως νά τοῦ δώσει μιά;
Ὅλα ὅσα λέμε δέν σημαίνουν ὅτι, ἄν τυχόν συναντήσουμε κανέναν τέτοιον, εἴτε στό σπίτι εἴτε ὅπου ἀλλοῦ, ἄν δηλαδή ἐπισημάνουμε κανέναν τέτοιον τύπο, ἀμέσως νά ἀρχίσουμε τό «κατηγορῶ». Δέν σημαίνουν αὐτό ὅσα λέγονται· ἴσα-ἴσα σημαίνουν τό ἀντίθετο. Ὅπως εἶπα καί πιό πάνω, εἶναι ἀξιοσυμπάθητοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι καί ἔχουν ἀνάγκη ἀπό πολλή κατανόηση, ἔχουν ἀνάγκη ἀπό πολλή ἀγάπη· ἔχουν ἀνάγκη νά μή σταθοῦμε σ᾿ αὐτά τά ὁποῖα φαίνονται, νά μήν προσέξουμε αὐτές τίς ἐκδηλώσεις τους, ἀλλά νά προσπαθήσουμε νά δοῦμε βαθύτερα τήν πληγή τους καί νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά τή γιατρέψουμε.
Καί ἐδῶ εἶναι, θά λέγαμε, τό λεπτό σημεῖο, πού γίνεται αἰτία νά συμβαίνουν τά καβγαδάκια, οἱ παρεξηγήσεις. Καί καμιά φορά, κάτι πού ἀρχίζει ἀπό μικρή ἀφορμή ὁδηγεῖ σέ σοβαρές συνέπειες. Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν, πρῶτον διότι ἐκεῖνος ἐκεῖ εἶναι τέτοιος πού εἶναι, καί δεύτερον διότι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι δέν μποροῦμε νά τόν καταλάβουμε, δέν μποροῦμε νά μποῦμε βαθύτερα μέσα στήν ψυχή του. Ἔτσι, πιανόμαστε ἁπλῶς ἀπό τήν ὀργή του, ἀπό τή θρασύτητά του, πιανόμαστε ἁπλῶς ἀπό τή ματαιοδοξία του, ἀπό τή μεγαλομανία του, ἀπό τόν σνομπισμό του, ἀπό ἕνα σωρό τέτοια πράγματα. Πιανόμαστε ἀπό αὐτά καί σάν νά λέμε· «Ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο θά κάτσω ἐγώ νά τόν συμπαθήσω; Αὐτός εἶναι ἄξιος γιά κεῖνο καί γιά τό ἄλλο» κτλ.
Πόσο ἔξω ὅμως πέφτουμε! Καί φυσικά, οἱ ἄνθρωποι, οἱ πολλοί ἄνθρωποι μπορεῖ ἔτσι νά κάνουν. Ἀλλά ἐκεῖνοι ὅμως πού ἔχουν μιά εὐθύνη δέν πρέπει. Πρῶτα ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς ἰδιαίτερα –οἱ ὁποῖοι καλούμαστε καί ἀποστελλόμαστε ἀπό τόν Θεό νά προσέξουμε ξεχωριστά κάθε πρόβατο λογικό, νά δοῦμε τά τραύματά του καί νά τό βοηθήσουμε– εἶναι ἀνάγκη πολύ-πολύ προσεκτικά, μέ πολλή κατανόηση, μέ πολλή ἀγάπη νά σταθοῦμε μπροστά στόν καθένα. Νά μήν πιανόμαστε, ἐπαναλαμβάνω, ἀπό τίς ὅποιες ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις του, ἀλλά νά βλέπουμε βαθύτερα τό τραῦμα καί νά βοηθοῦμε τόν ἄνθρωπο.
Ὄχι ὅμως μόνο ἐμεῖς, ἀλλά καί ὅλοι ἐκεῖνοι, ὅπως εἶπα, πού ἔχουν μιά εὐθύνη –οἱ δάσκαλοι, οἱ καθηγητές, οἱ γονεῖς– ἀλλά γενικῶς καί κάθε χριστιανός, ἐφόσον καθένας ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Ναί. Μήν ἁρπάζεσαι. Ἀκόμη καί ὅταν βλέπουμε –χρειάζεται νά τό ποῦμε– ὁρισμένους ἀνθρώπους νά κάνουν κάτι ἔξαλλα πράγματα, νά μήν πιανόμαστε ἀπό αὐτά. Ἐμεῖς πιανόμαστε ἀπό αὐτά τά ἔξαλλα καί δέν σκεπτόμαστε· «Ἄραγε, γιατί τά κάνουν αὐτά;» Καί κάνουμε πάρα πολύ κακό. Δηλαδή, ὡς χριστιανοί, ὡς ἀπεσταλμένοι τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο, καθόλου καλά δέν ἐνεργοῦμε· δέν κάνουμε καθόλου καλά τό χριστιανικό μας ἔργο. Καί ὁ διάλογός μας μέ τόν κόσμο, καί αὐτός δέν εἶναι καθόλου καλός, συνετός καί λογικός.
Χρειάζεται στίς ἡμέρες μας οἱ χριστιανοί νά κινούμαστε μέσα στόν κόσμο μέ πολλή σοφία, μέ πολλή σύνεση, μέ πολλή, θά λέγαμε, ἐξυπνάδα· ὄχι μέ τήν κακή ἀλλά μέ τήν καλή ἔννοια. Αὐτό δηλαδή τό ὁποῖο στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα λέγεται διάκριση. Δέν ἐπιτρέπεται ἁπλῶς νά πιανόμαστε ἀπό αὐτά πού βλέπουμε, ἀπό αὐτά πού ἐκδηλώνουν διάφοροι ἄνθρωποι· οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου ἤ καμιά φορά καί ἄνθρωποι πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἕνεκα τῶν τραυμάτων αὐτῶν, δέν ἐκδηλώνονται καλά. Δέν ἐπιτρέπεται. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται.
Βλέπουμε –ἄν θέλετε νά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα– τίς ἡμέρες τῶν Ἀπόκρεω νέους, νέες νά ντύνονται καρναβάλια, κι ἐμεῖς κάτι παθαίνουμε. Δέν νομίζω ὅτι πρέπει νά χυμήξουμε πάνω τους καί νά ἀρχίσουμε νά κατηγοροῦμε. Τό θέμα εἶναι πῶς θά μπορέσουμε νά βροῦμε τήν αἰτία πού τούς κάνει αὐτούς τούς ἀνθρώπους νά ἐκδηλώνονται κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο· καί στή συνέχεια πῶς θά μπορέσουμε νά κάνουμε διάλογο μαζί τους, γιά νά τούς βοηθήσουμε νά ἔλθουν σέ συναίσθηση καί νά θεραπευθοῦν. Ἄν δέν τό κάνουμε αὐτό, δέν κάνουμε τίποτε. Ἄν πάλι κάνουμε αὐτή τήν ἐργασία, καί δέν γίνει τίποτε, δέν ἔγινε· τελείωσε. Ἄσε τόν ἄλλο νά κάνει ὅ,τι θέλει.
Νοσηροί καί ἐκκεντρικοί τύποι εἰς τάς πλείστας τῶν περιπτώσεων δέν εἶναι ἀπό σκοποῦ κακοποιοί· εἶναι ἁπλῶς ἀσθενεῖς πού ἀπαιτοῦν συμπαθῆ, ἐπιμελῆ καί καρτερικήν φροντίδα. Πρέπει νά τούς φέρωμεν εἰς τήν κατανόησιν τοῦ προβλήματός των. Ἄν ὄχι ὅλοι, πολλοί ἐξ αὐτῶν δύνανται νά μεταβληθοῦν ἀπό δύσκολα μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἰς ὁμαλούς, εὐτυχεῖς καί ἐνθουσιώδεις ἐργάτας της.
Ἡ φαντασία
ὡς ὑποκατάστατο τῆς πραγματικότητος
Εἴπαμε ὅτι οἱ ἐκδηλώσεις αὐτές εἶναι ψευτοαμοιβές. Ἡ ματαιοδοξία, ἡ ἔπαρση, ὁ ἐγωισμός, ὁ σνομπισμός καί τά ὅμοια, τά ἀντίθετα δηλαδή ἀπό τό αἴσθημα κατωτερότητος, ὅλα αὐτά εἶναι σάν μιά ἀμοιβή –ψευτοαμοιβή– γιά τό σύμπλεγμα κατωτερότητος. Ἐδῶ, σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις, σ᾿ αὐτές τίς ἀσθένειες, γιά τίς ψευτοαμοιβές παίζει πολύ σπουδαῖο ρόλο ἡ φαντασία. Βέβαια, σέ κάθε ἄνθρωπο χρειάζεται ἡ φαντασία.
Ὅλοι οἱ ὁμαλοί ἄνθρωποι ζοῦν κατά κάποιον τρόπον εἰς τόν κόσμον τῆς φαντασίας. Ἡ φαντασία, ἐντός τῶν ὁρίων, εἶναι χρήσιμος ὡς κίνητρον πρός δρᾶσιν. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού ὑποφέρει ἀπό σύμπλεγμα κατωτερότητος ἔχει τήν τάσιν νά κάμῃ τήν ἀνεξέλεγκτον πτῆσιν τῆς φαντασίας ἕνα ὑποκατάστατον τῆς πραγματικότητος καί τῆς ἀληθοῦς ἐπιτυχίας.
Στή συνέχεια ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος ἦταν, ὅπως ἐλέχθη, ἱερέας καί ψυχολόγος συγχρόνως καί εἶχε ἐπαφή μέ ἀρρώστους, κάνει λόγο γιά κάποιον νέο, ὁ ὁποῖος φοιτοῦσε σέ κολλέγιο καί δημιουργοῦσε ἐκεῖ ζητήματα. Ἦταν πρόβλημα γιά τό σχολεῖο ὁ νέος αὐτός.
Κάποιος νέος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πρόβλημα κατά τά ἔτη τῆς φοιτήσεώς του εἰς τό κολλέγιον, ὅταν τό πρῶτον συνηντήθημεν, μοῦ ἐξήγησεν ὅτι ὅλη ἡ ἀνωμαλία εἰς τάς σχέσεις του μέ τούς διδασκάλους του ὠφείλετο εἰς τήν ἠλιθιότητά των καί τήν ἀδυναμίαν των ν᾿ ἀναγνωρίσουν ὅτι δέν ἐχρειάζετο μαθήματα εἰς τά μαθηματικά καί τά λατινικά, ἐφ᾿ ὅσον ἡ καρριέρα του εἶχεν ἤδη ἀποφασισθῆ καί ἐξασφαλισθῆ.
Αὐτός ὁ νέος μέ τή φαντασία του εἶχε πείσει τόν ἑαυτό του ὅτι δέν τοῦ χρειάζονταν αὐτά τά μαθήματα. Ἔλεγε· «Τί μοῦ χρειάζονται ἐμένα τά λατινικά; Τί μοῦ χρειάζονται ἐμένα τά μαθηματικά; Τί κι ἄν πηγαίνω στό κολλέγιο; Τί κι ἄν ὑπάρχει ἐκεῖ ἕνα τέτοιο πρόγραμμα; Ἐγώ θά ζήσω χωρίς αὐτά τά μαθήματα. Δέν μοῦ χρειάζονται». Καί ἐπειδή οἱ καθηγητές ἐπέμεναν ὅτι τοῦ χρειάζονται –διότι, ἅπαξ καί πῆγε στό σχολεῖο, ἔπρεπε νά μάθει μαθηματικά καί λατινικά– ἐδημιουργεῖτο τό πρόβλημα αὐτό τό μεγάλο. Καί ὁ νέος αὐτός, ὅταν τόν ρωτοῦσαν γιατί δημιουργεῖται αὐτό τό πρόβλημα μέ τούς καθηγητές του, ἀπαντοῦσε· «Γιατί εἶναι ἠλίθιοι αὐτοί».
Ἰσχυρίζετο ὅτι εἶχε συγγράψει ἀρκετά θεατρικά ἔργα, καί ὅτι διηύθυνε θίασον πού ἐξετέλεσε τά ἔργα του αὐτά μέ καταπληκτικήν ἐπιτυχίαν εἰς ὅλας τάς μεγάλας πόλεις τῶν Βρεττανικῶν Νήσων. Εἶχεν ἐπίσης πολλάς ἐμφανίσεις καί εἰς τήν ἠπειρωτικήν Εὐρώπην. Εἶχεν ἤδη γίνει διάσημος.
Ὅλα αὐτά ὅμως ἦταν παραμύθια· τά εἶχε φαντασθεῖ. Βέβαια, ἐνῶ ἦταν ψέματα, αὐτός δέν τά ἔλεγε ἐν γνώσει του ὡς ψέματα. Ἔτσι τά εἶχε φαντασθεῖ, ἐπειδή εἶχε φύγει ἀπό τήν πραγματικότητα, λόγῳ τοῦ ὅτι ὑπῆρχε τό σύμπλεγμα καί ἤθελε ψευτοαμοιβές· ὅτι δηλαδή κάνει πολλά, ὅτι κατορθώνει πολλά, ὅτι ἐπιτυγχάνει κτλ. Καί γι᾿ αὐτό λοιπόν διηγεῖτο τέτοια πράγματα.
Μέ διεσκέδασεν –λέει αὐτός ὁ ψυχολόγος-ἱερέας– ἕνα ὁλόκληρον σχεδόν ἀπόγευμα μέ διαφόρους ἱστορίας περί τῶν ἀξιολογωτάτων κατορθωμάτων του, αἱ ὁποῖαι ἱστορίαι δέν εἶχον κόκκον ἀληθείας.
Τίποτε, κανένα ἀπό αὐτά τά κατορθώματα δέν ἦταν ἀληθινό.
Ἦτο ὅμως ἐξ ἄλλου προφανές ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν διηγεῖτο ἐσκεμμένα ψεύδη.
Τό παιδί αὐτό δέν πῆγε στόν ἱερέα, ἀφοῦ πρῶτα σκέφτηκε ἐνσυνείδητα· «Θά πάω τώρα νά τοῦ πῶ ἕνα σωρό ψέματα, ἕνα σωρό φανταστικές ἱστορίες». Δέν σκέφτηκε ἔτσι. Αὐτά τά πράγματα ἀσφαλῶς τά φαντάστηκε. Καί ἐκεῖνο πού τόν ἔκανε νά τά φανταστεῖ ἦταν τό σύμπλεγμα κατωτερότητος, γιά νά ἔχει ψευτοαμοιβές. Τά φαντάστηκε λοιπόν, καί ἡ φαντασία του τόσο πολύ ἑνώθηκε, τόσο πολύ ἔγινε ἕνα μέ τήν πραγματικότητα, πού τά πίστεψε κιόλας ὅτι ἔτσι ἔγιναν, καί γι᾿ αὐτό πῆγε καί τά διηγήθηκε.
Ἐπίστευεν εἰς τούς μύθους πού ἐξύφαινε, διότι εἰς τήν κατάστασιν πού εἶχε περιαγάγει ἑαυτόν δέν ἦτο πλέον δυνατή ἡ διάκρισις μεταξύ φαντασίας καί πραγματικότητος.
Ὁ ψυχολόγος ἔκανε ἔρευνα, ἔκανε προσπάθεια –ἀσφαλῶς συζήτησε καί ξανασυζήτησε μέ αὐτόν τόν νέο– καί τελικά ἀνακάλυψε τό αἴτιο. Λέει λοιπόν·
Ἀνεκαλύψαμεν εἰς τήν ρίζαν ὅλης του αὐτῆς τῆς διαταραχῆς ἕνα σύμπλεγμα κατωτερότητος. Μετά τήν ψυχολογικήν βοήθειαν πού τοῦ παρεσχέθη, κατέστη ἱκανός νά εὕρῃ τόν ἑαυτόν του ἐντός τῆς πραγματικότητος, νά ἀναλάβῃ ἀληθεῖς σπουδάς καί νά διακριθῇ ὡς ἰατρός.
Νά, λοιπόν. Ἕνας νέος, πού ἦταν χαμένος μέσα στόν φανταστικό κόσμο στόν ὁποῖο ζοῦσε, θά καταντοῦσε στό ψυχιατρεῖο, καί ποιός ξέρει τί ἄλλες συνέπειες θά εἶχε. Βρέθηκε ὅμως αὐτός ὁ ψυχολόγος-ἱερέας, ὁ ὁποῖος τόν βοήθησε, ὥστε νά ἀνακαλύψουν μαζί τό αἴσθημα κατωτερότητος. Καί μέ τίς γνώσεις πού εἶχε ὁ κληρικός, μπόρεσε νά τόν βοηθήσει νά προσγειωθεῖ, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό αἴσθημα κατωτερότητος καί νά ξαναρχίσει ἀπό τήν ἀρχή τή ζωή. Ἐδῶ εἶναι ὅλο τό μυστικό.
Πολλές φορές θά χρειαστεῖ τέτοιοι ἄνθρωποι, εἴτε στά εἴκοσί τους χρόνια εἶναι εἴτε στά εἴκοσι πέντε, στά τριάντα, στά σαράντα, νά ἀρχίσουν τή ζωή τους ἀπό τήν ἀρχή. Χρειάζεται νά ἔχει κανείς τό κουράγιο σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις νά πεῖ· «Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε· ὅ,τι ἔκανα ἔκανα. Ἔπεσα ἔξω. Θά ἀρχίσω λοιπόν τή ζωή μου ἀπό τήν ἀρχή».
Ὅταν λέμε θά ἀρχίσει τή ζωή του ἀπό τήν ἀρχή, δέν σημαίνει φυσικά ὅτι θά γίνει ἑνός ἔτους ἤ δέκα χρονῶν. Θά εἶναι στήν ἡλικία πού εἶναι. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει σημασία εἶναι, ὅλη ἡ κατάσταση πού ἔχει δημιουργηθεῖ μέσα του μέ τή φαντασία, ὅλο τό οἰκοδόμημα πού ἔχει οἰκοδομήσει ἀπό τότε πού ὑπάρχει τό σύμπλεγμα κατωτερότητος –καί τό ὁποῖο οἰκοδόμημα εἶναι μιά ψευτοαμοιβή, εἶναι μιά φαντασία, εἶναι κάτι ἐκτός πραγματικότητος– ὅλο αὐτό νά σωριαστεῖ.
Μπορεῖ ὅμως κανείς μιά ζωή ὁλόκληρη νά δουλεύει νά κάνει κάτι, νά φτιάξει ὅ,τι θά φτιάξει, καί ὕστερα αὐτό τό πράγμα νά τό δεῖ νά πέφτει, νά γκρεμίζεται; Ἔχει τό κουράγιο αὐτό; Πάντως, ἄν ἔχει αὐτό τό κουράγιο, θά κοιτάξει τί μπορεῖ νά κάνει ἀπό τήν ἀρχή καί ὄντως κάτι θά κάνει. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, στόν ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ ψυχολόγος-ἱερέας, ἔτυχε νά εἶναι νέος ἀκόμη. Καμιά φορά αὐτά τά πράγματα διαπιστώνονται πολύ ἀργότερα· στά τριάντα πέντε, στά σαράντα. Μπορεῖ κανείς τότε ἀπό τήν ἀρχή νά ἀρχίσει νά σπουδάζει; Πάντως, αὐτός ἦταν ἀκόμη νέος καί προσγειώθηκε, μπόρεσε νά βρεῖ τόν ἑαυτό του μέσα στήν πραγματικότητα, ἔκανε πραγματικές σπουδές καί ἔτσι ἔγινε ἕνας καλός γιατρός, πού διακρίθηκε.
23-3-1969