ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος Τόμος | Σελίδες 522 | Διάσταση 15χ21 | 1997
Ασκητικα
A+
A
A-

Τό Μέγα Γεροντικόν Τόμος Γ΄

ΤΟ  ΜΕΓΑ  ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

Θεματική Συλλογή

Τόμος Γ´

(Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια)

 

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/τό-μέγα-γεροντικόν-τόμος-γ/

 

Περιεχόμενα

Εἰσαγωγικό σημείωμα

Κεφάλαιο Ι´

Περί διακρίσεως

Κεφάλαιο ΙΑ´

Εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νά εἴμαστε νηφάλιοι

Κεφάλαιο ΙΒ´

Γιά τήν ἀδιάλειπτη καί νηφάλια προσευχή

Κεφάλαιο ΙΓ´

Εἶναι ἀνάγκη νά φιλοξενοῦμε καί νά ἐλεοῦμε μέ ἱλαρότητα

Κεφάλαιο ΙΔ´

Περί ὑπακοῆς

Βιογραφικά σημειώματα

Εὑρετήρια

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα

Εὐδόκησε ὁ Θεός καί ἔχουμε ἤδη ἀνά χεῖρας τόν Γ´ τόμο τοῦ Μεγάλου Γεροντικοῦ. Αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουμε ἀπό βάθους καρδίας τόν Θεό Πατέρα πού χορηγεῖ «πᾶν δώρημα τέλειον».

Εἶναι γνωστό στούς ἀναγνῶστες τῶν δύο πρώτων τόμων ὅτι αὐτή ἡ θεματική συλλογή περιέχει τά ἀποφθέγματα ὁσίων ἀσκητῶν καί Γερόντων τῆς ἐρημικῆς παλαίστρας Αἰγύπτου, Θηβαΐδος, Σινᾶ καί Παλαιστίνης, ἐπωνύμων καί ἀνωνύμων, κατά θέματα, ὅπως διαφυλάχθηκαν ἐπί αἰῶνες καταχωρημένα στούς χειρόγραφους κώδικες.

Οἱ δύο πρῶτοι τόμοι παρουσίασαν τά πρῶτα ἐννέα κεφάλαια τῶν ἀποφθεγμάτων:

Α´. Παραίνεση τῶν ἁγίων Πατέρων γιά προκοπή στήν τελειότητα.

Β´. Πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τήν “ἡσυχία” μέ κάθε μας δυνατότητα.

Γ´. Περί κατανύξεως.

Δ´. Περί ἐγκρατείας…

Ε´. Διηγήσεις ὠφέλιμες γιά τούς πολέμους πού ξεσηκώνει μέσα μας τό πάθος τῆς πορνείας.

ΣΤ´. Περί ἀκτημοσύνης… καί πλεονεξίας.

Ζ´. Διηγήσεις… γιά ὑπομονή καί ἀνδρεία.

Η´. Τίποτε δέν πρέπει νά κάνουμε γιά ἐπίδειξη.

Θ´. Εἶναι ἀνάγκη νά ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νά μή κρίνουμε κανένα.

Ὁ ἀνά χεῖρας τρίτος τόμος περιλαμβάνει τά ἑξῆς πέντε κεφάλαια, ὅπως εἶναι στή σειρά τῶν κωδίκων.

Ι´. Περί διακρίσεως.

ΙΑ´. Εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νά εἴμαστε νηφάλιοι.

ΙΒ´. Γιά τήν ἀδιάλειπτη καί νηφάλια προσευχή.

ΙΓ´. Εἶναι ἀνάγκη νά φιλοξενοῦμε καί νά ἐλεοῦμε μέ ἱλαρότητα.

ΙΔ´. Περί ὑπακοῆς.

Παρατίθεται ἀπόδοση τῶν ἀποφθεγμάτων στή νεοελληνική (ἔναντι τοῦ κειμένου), καθώς καί ὁρισμένα διευκρινιστικά σχόλια, ὅπου ἐκρίθη ἀπαραίτητο. Ἄν ὁ Θεός εὐδοκήσει, θά περατωθεῖ τό ἔργο μέ τόν τέταρτο τόμο. Γιά περισσότερα κατατοπιστικά στοιχεῖα, σχετικά μέ τήν πρώτη μορφή τοῦ μοναχισμοῦ στούς χώρους πού ἀναφέρονται τά κείμενά μας, καθώς καί τόν χαρακτήρα καί τό πνεῦμα τῶν ρήσεων τῶν ἁγίων ἀναχωρητῶν, μπορεῖ ὁ ἀναγνώστης νά ἀνατρέξει στήν Εἰσαγωγή τοῦ Α´ καί τοῦ Β´ τόμου.

«Βίος ἄνευ λόγου ―λέει ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης― μᾶλλον ὠφελεῖν πέφυκεν ἢ λόγος ἄνευ βίου»3. Μέ ἄλλα λόγια, τό παράδειγμα καί μόνο ἑνός ἀνθρώπου χωρίς τόν λόγο, ὠφελεῖ κατά κανόνα περισσότερο ἀπό τήν διδασκαλία πού δέν συνοδεύεται μέ ἀνάλογο ἦθος. Αὐτό μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἴσχυσε καί ἰσχύει γιά ὅλους τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας· ἰδιαίτερα στήν προκειμένη περίπτωση τῶν ἀσκητῶν Πατέρων τῆς Ἐρήμου, τά κείμενα τῶν ὁποίων δέν ἀποτελοῦν θεολογική πραγματεία ἀλλά εἶναι σύντομες συνήθως ρήσεις πού εἰπώθηκαν σέ ἀνύποπτο χρόνο, μέ κάποια τυχαία ἀφορμή τῆς καθημερινῆς πραγματικότητος ἤ ὡς ἀπάντηση σέ ἐρωτήματα, πού ὑπέβαλλαν ὑποτακτικοί καί συνασκητές τους καί γενικότερα ζηλωτές τοῦ ἁγίου βίου τους. Οἱ ἴδιοι «διήνυσαν τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ λανθάνοντες, ἐν σιωπῇ καὶ ποικίλοις παλαίσμασι», ἔδωσαν αἷμα καί ἔλαβαν Πνεῦμα· καί οἱ ἀδάμαντες τῶν μετρημένων λόγων τους, πού ἦσαν καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν τῇ καρδίᾳ τους, διασώθηκαν διά μέσου τῶν αἰώνων θείᾳ Προνοίᾳ μέχρις ἡμῶν προσανατολίζοντας μέ βεβαιότητα τούς ἐραστές τῆς ἁγίας βιοτῆς πρός τό «ἄκρως ἐφετόν», τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό.

Ἀνάμεσα στά ἀποφθέγματα παρεμβάλλονται καί κάποιες διηγήσεις περιστατικῶν σημαντικῶν τῆς ζωῆς τῶν ἀββάδων πού μέ τό ἁγιασμένο ἦθος τους ἀποτελοῦν ὑποδείγματα πρός μίμηση θεανθρώπινης ζωῆς. Ὅπως καί δέν παραλείπονται γεγονότα πτώσεων μεγάλων, πού ὀφείλονται στήν σύμπραξη ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καί πανουργίας τοῦ Σατανᾶ, οἱ ὁποῖες ὅμως πτώσεις κατά κανόνα ὁδηγοῦν στήν βαθειά, τήν ἀμετάκλητη καί σώζουσα μετάνοια.

Μέ τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων ἄς ἀξιωθοῦμε νά βρεθοῦμε στά ἴχνη τους.

 

 

Ἐπιλογή ἀπό τά ἀποφθέγματα

 Κεφάλαιο Ι´

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι θάρθεῖ ἐποχή, πού οἱ ἄνθρωποι θά φέρονται ὅπως οἱ παράφρονες. Καί ὅταν θά βλέπουν κάποιον πού δέν θά συμπεριφέρεται ὡς παράφρων, θά τά βάζουν μαζί του καί θά τοῦ λένε: «Ἐσύ εἶσαι τρελλός», ἐπειδή δέν εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτούς.

 

  1. Κάποτε ὁἀββᾶς Ἀντώνιος ἔλαβε ἐπιστολήἀπό τόν βασιλιά Κωνσταντίνο πού τόν καλοῦσε νά πάει στήν Κωνσταντινούπολη. Σκεφτόταν λοιπόν τί νά κάνει καί ρωτάει τόν ἀββᾶ Παῦλο, τόν μαθητή του: «Θά ἦταν καλό νά πήγαινα;» Ἐκεῖνος τοῦ λέει: «Ἐάν πᾶς, θά λέγεσαι Ἀντώνιος· ἄν ὅμως δέν πᾶς, θά λέγεσαι ἀββᾶς Ἀντώνιος».

 

  1. Ρωτήθηκε ὁἴδιος ἀββᾶς Ἀγάθων: «Τίεἶναι σπουδαιότερο; Ὁ σωματικός κόπος ἤ ἡ ἐσωτερική ἐπαγρύπνηση;» Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μέ δένδρο· ὁ σωματικός κόπος εἶναι ἡ φυλλωσιά, ἐνῶ ἡ ἐπαγρύπνηση ἡ ἐσωτερική εἶναι ὁ καρπός. Καί ἐπειδή σύμφωνα μ᾿ αὐτά πού λέει ἡ Γραφή, κάθε δένδρο πού δέν κάνει καλό καρπό τό κόβουν καί τό ρίχνουν στή φωτιά (Βλ. Ματθ. 3, 10), εἶναι φανερό ὅτι ὅλη μας ἡ φροντίδα εἶναι νά ἀποκτήσουμε καρπό· μέ ἄλλα λόγια ἐσωτερική ἐπαγρύπνηση. Χρειάζεται ὅμως καί ἡ προστασία τῶν φύλλων καί ἡ ὀμορφιά τους· καί αὐτά εἶναι ὁ σωματικός κόπος».

 

  1. Ἔλεγαν σχετικάμέτόν ἀββᾶ Δανιήλ ὅτι, ὅταν ἦλθαν οἱ βάρβαροι στή Σκήτη, οἱ Πατέρες ἔφυγαν καί ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐάν δέν ἔχει τή φροντίδα μου ὁ Θεός, γιά ποιόν λόγο κάθομαι ἐδῶ;» Πέρασε λοιπόν ἀνάμεσα ἀπό τούς βαρβάρους καί δέν τόν εἶδαν. Τότε εἶπε στόν ἑαυτό του: «Νά πού ὁ Θεός φρόντισε γιά μένα καί δέν πέθανα. Κάνε καί σύ τό ἀνθρώπινο χρέος καί φύγε ὅπως ἔφυγαν οἱ Πατέρες».

 

  1. Ρώτησε κάποιος ἀπότούς Πατέρες τόν ἀββᾶἸωάννη τόν Κολοβό: «Τί σημαίνει μοναχός;» Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Κόπος. Γιατί ὁ μοναχός σέ κάθε ἔργο κοπιάζει. Αὐτός εἶναι μοναχός».

 

 Κεφάλαιο ΙΑ´

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Ἀγάθων: «Ὁμοναχός δέν πρέπει νά ἀφήσει τή συνείδησή του νά τόν κατηγορήσει σέ καμία περίπτωση».

 

  1. Εἶπε ἐπίσης ὅτι χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦΘεοῦ(Βλ. Ἰω. 14, 21), δέν εἶναι δυνατόν νά προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος οὔτε σέ μιά ἀρετή».

 

  1. Εἶπε ἄλλη φορά: «Εἶναι ἀνάγκη ὁἄνθρωπος νάἔχει ὅλη τήν ὥρα στραμμένη τή σκέψη του στό ὅτι θά τόν κρίνει ὁ Θεός».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Ἁλώνιος: «Ἐάν ὁἄνθρωπος δέν πεῖ μέσ᾿ στήν καρδιά του ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἐγώ μόνον καί ὁ Θεός εἴμαστε, δέν θά βρεῖ ἀνάπαυση».

 

  1. Συνέβη νάὁδοιποροῦν κάποτε μαζίὁ ἀββᾶς Δανιήλ καί ὁ ἀββᾶς Ἀμμώης. Καί λέει ὁ ἀββᾶς Ἀμμώης: «Πότε κι ἐμεῖς θά μένουμε στό κελί, Πάτερ;» Καί ἀπαντᾶ ὁ ἀββᾶς Δανιήλ: «Ποιός αὐτή τή στιγμή μᾶς ἀφαιρεῖ τόν Κύριο; Ὁ Θεός εἶναι στό κελί· ὅπως καί ἔξω ἐπίσης εἶναι ὁ Θεός».

 

  1. Εἶπε πάλι: Ὅποιος ἀναζητεῖτόν Κύριο μέπόνο καρδιᾶς, θά εἰσακουσθεῖ αὐτός· καί ὅ,τι ζητήσει μέ ἐπίγνωση καί φροντίδα καί πόνο καρδιᾶς, ἐλεύθερος ἀπό κάθε τι κοσμικό, καί φροντίζοντας γιά τήν ψυχή του πῶς θά τήν παραστήσει στό βῆμα τοῦ Κυρίου ἀκατάκριτη, σ᾿ αὐτόν θά τά δώσει ὁ Κύριος.

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Σκήτης: «Ἔρχεται ὁλογισμός, μέ ταράζει καί μέ ἀπασχολεῖ· δέν ἔχει βέβαια τή δύναμη νά προχωρήσει στήν πράξη, ἀλλά ὡστόσο γίνεται ἐμπόδιο στήν ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού ἐπαγρυπνεῖ στήν ψυχή του, πετάει πέρα τόν λογισμό καί σηκώνεται γιά προσευχή».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Θεωνᾶς: «Ἐπειδήἀποσπάσαμε τόν νοῦ μας ἀπό τή θεωρία τοῦ Θεοῦ, αἰχμαλωτιζόμαστε στά σαρκικά πάθη».

 

 Κεφάλαιο ΙΒ´

 

  1. Ρώτησε ἀδελφός τόν ἀββᾶἈγάθωνα: «Πάτερ, ποιάἀρετή εἶναι στήν ἀσκητική ζωή πού ἔχει μεγαλύτερο κόπο;» Καί τοῦ λέει: «Συγχώρεσέ με· νομίζω πώς δέν ὑπάρχει ἄλλος κόπος σάν τήν προσευχή πρός τόν Θεό. Ὅποιον τρόπο ἀσκήσεως κι ἄν ἐφαρμόσει ὁ ἄνθρωπος, μένοντας καρτερικά σ᾿ αὐτόν θά βρεῖ ἀνάπαυση. Ἐνῶ γιά τήν προσευχή μέχρι τήν τελευταία μας ἀναπνοή χρειάζεται ἀγώνας. Ἐπειδή πάντοτε, ὅταν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά προσευχηθεῖ, ἐπιδίωξη τῶν δαιμόνων εἶναι νά τόν ἐμποδίσουν· γιατί γνωρίζουν καλά ὅτι τίποτε ἄλλο δέν τούς ἀνακόπτει, παρά μόνο ἡ προσευχή. Καί γι᾿ αὐτό χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας ὥς τό τέλος».

 

  1. Εἶπε πάλι: «Ὅταν ἐμφανισθεῖστήν καρδιάσου λογισμός πού σέ καταπολεμεῖ, μή ζητᾶς στήν προσευχή σου ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, ἀλλά ἀκόνιζε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ τό ξίφος τῶν δακρύων».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Ἠσαΐας ὅτι ὁἀββᾶς Ἰσίδωρος, ὁ πρεσβύτερος τοῦ Πηλουσίου, ὅταν εἶχαν κοινή τράπεζα στήν ἐκκλησία καί οἱ ἀδελφοί ἔτρωγαν καί συζητοῦσαν, τούς ἤλεγξε καί εἶπε: «Σωπᾶστε, ἀδελφοί, γνωρίζω ἀδελφό πού τρώει μαζί μας καί πίνει ὅσα ποτήρια πίνουμε κι ἐμεῖς, καί ἡ προσευχή του ἀνεβαίνει στόν Θεό σάν φωτιά».

 

  1. Ἐπισκέφθηκε ὁἀββᾶς Λώτ τόν ἀββᾶἸωσήφ καί τοῦ λέει: «Ἀββᾶ, ὅσο μπορῶ κάνω τή λίγη μου ἀκολουθία καί τή μικρή μου νηστεία, τήν προσευχή, τή μελέτη, τήν ἡσυχία καί ὅσο μοῦ εἶναι δυνατό διατηρῶ καθαρό τόν ἑαυτό μου ὡς πρός τούς λογισμούς. Τί μοῦ ὑπολείπεται νά κάνω;»

Σηκώθηκε τότε ὁ Γέροντας, ὕψωσε τά χέρια στόν οὐρανό καί τά δάκτυλά του ἔγιναν σάν δέκα λαμπάδες ἀπό φλόγα, καί τοῦ λέει: «Ἄν τό θέλεις, γίνε ὅλος μιά φλόγα».

 

  1. Ρώτησαν κάποιοι τόν ἀββᾶΜακάριο: «Πῶς πρέπει νάπροσευχόμαστε;» Καί ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Δέν χρειάζεται νά φλυαροῦμε (Βλ. Ματθ. 6, 7), ἀλλά νά ὑψώνουμε τά χέρια καί νά λέμε: “Κύριε, ὅπως θέλεις καί ὅπως γνωρίζεις, ἐλέησέ με”. Καί ἄν προμηνύεται πόλεμος: “Κύριε, βοήθει με”· καί γνωρίζει ὁ ἴδιος τί μᾶς συμφέρει καί θά μᾶς ἐλεήσει».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Μωυσῆς: «Ἐάν δέν συμφωνήσει ἡπράξη μέ τήν προσευχή, εἶναι χαμένος ὁ κόπος σου». Καί τόν ρώτησε ἄλλος ἀδελφός: «Καί τί σημαίνει νά συμφωνεῖ πράξη καί προσευχή;» «Σημαίνει ―εἶπε ὁ Γέροντας― αὐτά γιά τά ὁποῖα προσευχόμαστε νά μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Θεός, νά μήν τά κάνουμε πιά. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται ἀπό τά θελήματά του, τότε ὁ Θεός γίνεται φίλος του καί δέχεται τήν προσευχή του».

 

 Κεφάλαιο ΙΓ´

 

  1. Δόθηκε κάποτε στήΣκήτη ἐντολή: «Νάνηστέψετε τήν ἑβδομάδα αὐτή». Καί συνέπεσε τίς μέρες ἐκεῖνες νά ἐπισκεφθοῦν ἀδελφοί ἀπό τήν Αἴγυπτο τόν ἀββᾶ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος τούς ἔκανε λίγο μαγειρεμένο φαγητό. Εἶδαν οἱ γείτονες τόν καπνό καί τό ἀνέφεραν στούς κληρικούς: «Νά, ὁ Μωυσῆς κατέλυσε τήν ἐντολή, γιατί μαγείρεψε φαγητό». Κι ἐκεῖνοι εἶπαν: «Ὅταν ἔλθει, θά τοῦ μιλήσουμε».

Σάν ἔφθασε τό Σάββατο, οἱ κληρικοί βλέποντας τή θαυμαστή ἀσκητική ζωή τοῦ ἀββᾶ Μωυσῆ, εἶπαν ἐνώπιον ὅλων τῶν μοναχῶν: «Ὦ ἀββᾶ Μωυσῆ, κατάργησες τήν ἐντολή τῶν ἀνθρώπων καί τήρησες τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ».

 

  1. Ἀδελφός ἐπισκέφθηκε τόν ἀββᾶΠοιμένα μετάἀπό τίς δυό πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Σαρακοστῆς. Ἐξαγόρευσε τούς λογισμούς του καί καθώς ἀναπαύθηκε ἡ ψυχή του τοῦ λέει: «Παρά λίγο θά ἐμπόδιζα τόν ἑαυτό μου νά ἔρθει σήμερα ἐδῶ». «Γιατί;» τόν ρωτᾶ ὁ Γέροντας. «Σκέφθηκα ―τοῦ λέει ὁ ἀδελφός― μήν τυχόν δέν μοῦ ἀνοίξετε, ἐπειδή εἶναι ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς». Καί ὁ ἀββᾶς Ποιμήν ἀποκρίνεται: «Ἐμεῖς δέν μάθαμε νά κλείνουμε τήν ξύλινη θύρα, ἀλλά μᾶλλον τή θύρα τῆς γλώσσας».

 

  1. Ἀδελφός ἐπισκέφθηκε κάποιον ἀναχωρητήκαίφεύγοντας τοῦ λέει: «Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, γιατί σέ ἐμπόδισα ἀπό τόν κανόνα σου». «Ὁ δικός μου κανόνας ―ἀποκρίθηκε― εἶναι νά σέ ἀναπαύσω καί νά σέ στείλω εἰρηνικό».

 

  1. Κάποιος ἀναχωρητής ἔμενε πολύκοντάσέ κοινόβιο καί ἔκανε πολλή ἄσκηση. Συνέβη νά πᾶνε κάποιοι στό κοινόβιο καί πίεσαν κι αὐτόν νά φάει ἐκτός τῆς ὁρισμένης ὥρας του. Κατόπιν τόν ρώτησαν οἱ ἀδελφοί: «Τήν ὥρα ἐκείνη δέν στενοχωρήθηκες, ἀββᾶ;» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ἡ στενοχώρια ἡ δική μου εἶναι, ἄν κάνω τό δικό μου θέλημα».

 

  1. Δυόἀδελφοίἐπισκέφθηκαν κάποτε ἕναν Γέροντα, ὁ ὁποῖος συνήθιζε νά μήν τρώει κάθε μέρα. Ὅταν ὅμως εἶδε τούς ἀδελφούς χάρηκε καί εἶπε ὅτι ἡ νηστεία ἔχει μισθό, ἀλλά ἐκεῖνος πού τρώει χάριν τῆς ἀγάπης ἐκπληρώνει δυό ἐντολές, μία γιατί παραιτεῖται ἀπό τό δικό του θέλημα καί ἄλλη γιατί ἐφαρμόζει τήν κατεξοχήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἀναπαύοντας τούς ἀδελφούς.

 

 Κεφάλαιο ΙΔ´

 

  1. Διηγοῦνταν γιάτόν ἀββᾶἸωάννη τόν Κολοβό ὅτι πῆγε σ᾿ ἕναν Θηβαῖο Γέροντα ἀναχωρητή στή Σκήτη καί μόναζε ἐκεῖ στήν ἔρημο. Ὁ ἀββᾶς του λοιπόν πῆρε ἕνα ξερό ξύλο, τό φύτεψε καί τοῦ εἶπε: «Νά τό ποτίζεις αὐτό κάθε μέρα ἕνα λαγήνι νερό, ἕως ὅτου κάνει καρπό». Καί τό νερό ἦταν τόσο μακριά ἀπό κεῖ πού ἔμενε, ὥστε ἔπρεπε νά ξεκινάει ἀπό βραδύς καί νά ἐπιστρέφει τό πρωί.

Καί μετά τρία χρόνια πέταξε βλαστούς καί ἔκανε καρπό. Πῆρε τότε ὁ Γέροντας τόν καρπό του καί τόν ἔφερε στήν ἐκκλησία λέγοντας στούς ἀδελφούς: «Λάβετε, φάγετε καρπόν ὑπακοῆς».

 

  1. Ἔλεγαν ἐπίσης γιάτόν ἀββᾶΣιλουανό ὅτι, περπατώντας κάποτε στή Σκήτη μαζί μέ ἄλλους Γέροντες καί θέλοντας νά τούς δείξει τήν ὑπακοή τοῦ μαθητῆ του καί ὅτι γι᾿ αὐτόν τόν λόγο τόν ἀγαπᾶ, σάν εἶδε ἕνα μικρό ἀγριογούρουνο τοῦ λέει: «Βλέπεις, παιδί μου τό μικρό ἐκεῖνο βουβάλι;» «Ναί, ἀββᾶ» τοῦ λέει. «Καί τά κέρατά του πόσο τέλεια εἶναι;» «Ναί, ἀββᾶ» λέει. Θαύμασαν οἱ Γέροντες τήν ἀπάντησή του καί οἰκοδομήθηκαν μέ τήν ὑπακοή του.

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Μιώς ὅτι ἡἀληθινή ὑπακοή ἔχει ἀντάλλαγμα τήν ὑπακοή. Ὅταν κανείς ὑπακούει στόν Θεό, τόν ἀκούει καί ὁ Θεός.

 

  1. Εἶπε ἐπίσης: «Ἐμπρός, ἀδελφέ, γιάτήν ἀληθινήὑπακοή. Σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει ταπείνωση, σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει δύναμη, σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει χαρά, σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει ὑπομονή, σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει μακροθυμία, σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει ἡ φιλαδελφία, σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει κατάνυξη, σ᾿ αὐτήν ὑπάρχει ἀγάπη. Γιατί αὐτός πού ἔχει καλή ὑπακοή, ἤδη ἔχει ἐφαρμόσει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ».

 

  1. Εἶπε πάλι: «Μοναχός νηστευτής πούεἶναι ὑποτακτικός σέπνευματικό πατέρα, ἀλλά δέν ἔχει ὑπακοή καί ταπείνωση, αὐτός ὁ μοναχός δέν θά ἀποκτήσει καμιά ἀρετή, ἀλλ᾿ οὔτε καί ξέρει τί θά πεῖ μοναχός».

 

  1. Εἶπε ἡἀμμᾶς Συγκλητική: «Ἐφόσον εἴμαστε σέκοινόβιο, τό προβάδισμα τό δίνουμε στήν ὑπακοή μᾶλλον καί ὄχι στήν ἄσκηση. Γιατί αὐτή κατευθύνει στήν ὑπερηφάνεια, ἐνῶ ἡ ὑπακοή στήν ταπεινοφροσύνη».