ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος Τόμος | Σελίδες 506 | Διάσταση 15χ21 | 1994
Ασκητικα
A+
A
A-

Τό Μέγα Γεροντικόν Τόμος Α΄

ΤΟ  ΜΕΓΑ  ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ

 

Θεματική Συλλογή

Τόμος Α´

(Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια)

 

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/το-μέγα-γεροντικό-τόμος-α/

 

Περιεχόμενα

 Πρόλογος

Εἰσαγωγή

Κεφάλαιο Α´

Παραίνεση τῶν ἁγίων πατέρων γιά προκοπή στήν τελειότητα

Κεφάλαιο Β´

Γιά τό ὅτι πρέπει νά ἐπιδιώκουμε τήν «ἡσυχία» μέ κάθε δυνατό τρόπο

Κεφάλαιο Γ´

Γιά τήν κατάνυξη

Παράρτημα

Πρόλογος γιά τόν βίο καί τήν ἄσκηση τῶν μακαριστῶν ἁγίων πατέρων

Βιογραφικά σημειώματα

Εὑρετήρια

 

Εἰσαγωγή

Ἡ πιό συγκλονιστική ἔκφραση τῆς πίστης καί τῆς ἀγάπης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας γιά τόν Κύριο ἦταν τό μαρτύριο τῶν πιστῶν κατά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν. Στά εἰρηνικά χρόνια πού ἀκολούθησαν τό «μαρτύριο τοῦ αἵματος» παρεχώρησε τή θέση του στό ἐξίσου ἐπώδυνο «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως», δηλαδή στόν ἰσόβιο ἀγώνα κάθε Χριστιανοῦ νά ἐπιτύχει στόν κόσμο αὐτόν τήν ἐν Χριστῷ τελείωση καί τόν ἐξαγιασμό του.

Πρωτοποριακό καί χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ Μ. Ἀντώνιος. Ἔζησε σέ μιά μεταβατική περίοδο, δηλαδή στό τέλος τῶν διωγμῶν καί στά πρῶτα χρόνια πού ἐπικράτησε ὁ Χριστιανισμός. Ἡ φλογερή του ἀγάπη γιά τόν Χριστό τόν παρακινοῦσε νά ὑπομείνει τὰ «παθήματα» τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὥστε συσταυρούμενος καί συνταφιαζόμενος μ᾿ αὐτόν, νά ἀξιωθεῖ νά γίνει πραγματικός μιμητής του. Μέ τό τέλος ὅμως τῶν διωγμῶν, ὁ πόθος του γιά τό μαρτύριο δέν μπόρεσε νά ἱκανοποιηθεῖ καί γι᾿ αὐτό ἀσπάσθηκε τό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» φεύγοντας στήν ἔρημο «καὶ ἦν ἐκεῖ καθ᾿ ἡμέραν μαρτυρῶν τῇ συνειδήσει καὶ ἀγωνιζόμενος τοῖς τῆς πίστεως ἄθλοις».

Τό παράδειγμα τοῦ Μ. Ἀντωνίου ἀκολούθησαν πλήθη πιστῶν, πού ἀποσύρθηκαν στίς ἐρήμους τῆς Αἰγύπτου, τοῦ Σινᾶ καί τῆς Παλαιστίνης, συγκεντρώθηκαν γύρω ἀπό ἁγίους ἐρημίτες Γέροντες καί ἔτσι «ἐπολίσθη ἡ ἔρημος».

Τά Ἀποφθέγματα

Ἡ δίψα τῶν Χριστιανῶν γιά τό «μαρτύριο τῆς συνειδήσεως» καί ὁ θαυμασμός τους γιά τούς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τούς πρωτοπόρους στόν δρόμο αὐτό, τούς ὠθοῦσε μέ πνεῦμα μαθητείας νά ἀπομνημονεύουν καί νά καταγράφουν τά πολύτιμα λόγια τῶν Πατέρων, τὰ γνωστά ὡς Ἀποφθέγματα. Ἔτσι μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἄρχισαν νά παρουσιάζονται διάφορες συλλογές, πού περιεῖχαν ὄχι μόνο τά ἀποφθέγματα τῶν γνωστῶν Πατέρων, ἀλλά καί 400 περίπου ἀποφθέγματα ἄλλων ἀνωνύμων, πού μπορεῖ ἐμεῖς νά μή γνωρίζουμε τά ὀνόματά τους, εἶναι ὅμως γνωστά καί «ἀπογεγραμμένα ἐν οὐρανοῖς».

Στόν πρόλογο τῆς ἀλφαβητικῆς παραλλαγῆς τῶν Ἀποφθεγμάτων γράφονται χαρακτηριστικά τά ἑξῆς:

«Σ᾿ αὐτό ἐδῶ τό βιβλίο ἔχουν καταγραφεῖ ἀσκητικοί ἀγῶνες γιά τήν ἀρετή καί ἀξιοθαύμαστος τρόπος ζωῆς ἁγίων καί μακαριστῶν Πατέρων, καθώς καί ἀποφθέγματά τους, μέ σκοπό νά κεντρίσουν τόν ζῆλο καί νά δώσουν τήν ἀνάλογη γνώση γύρω ἀπό τά θέματα αὐτά, ὥστε νά τούς μιμηθοῦν αὐτοί πού θέλουν νά πραγματοποιήσουν τόν οὐράνιο τρόπο ζωῆς καί ἐπιθυμοῦν νά βαδίσουν τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν Οὐράνια Βασιλεία.

Πρέπει λοιπόν νά γνωρίζουμε ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες πού μέ ζῆλο ἀκολούθησαν αὐτόν ἐδῶ τόν μακάριο μοναχικό βίο καί ἀναδείχθηκαν κατόπιν καί δάσκαλοι, ἀφοῦ μιά γιά πάντα ἄναψε ἡ καρδιά τους ἀπό τή φλόγα τοῦ θείου καί οὐράνιου ἔρωτα καί ὅλα, ὅσα γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ὡραῖα καί πολύτιμα, αὐτοί τά θεώρησαν ὡς ἕνα μηδέν, τό σπουδαιότερο ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ὅτι δέν φρόντισαν νά κάνουν τίποτε ἀπολύτως γιά νά προβληθοῦν. Ἀντίθετα, πέρασαν τή ζωή τους σέ ἀφάνεια καί τά περισσότερα ἀπό τά κατορθώματά τους τά κάλυψε ἡ ξεχωριστή τους ταπείνωση. Μέ τέτοιον τρόπο βάδισαν τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο κανείς δέν μπόρεσε μέ πληρότητα νά μᾶς περιγράψει τόν βίο τους. Ὡστόσο κάποια σύντομα γραπτά ἀπό τούς θαυμαστούς λόγους ἤ τίς πράξεις τους μᾶς παρέδωσαν ἐκεῖνοι πού μέ πολλή ἀγάπη δούλεψαν γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό. Ὄχι γιατί ἤθελαν νά κάνουν χάρη σ᾿ ἐκείνους, ἀλλά γιατί ἔννοια τους ἦταν νά ὑποκινήσουν τόν ζῆλο τῶν γενεῶν πού θά ἀκολουθοῦσαν.

Ἔτσι, πολλοί σέ διάφορους καιρούς αὐτά τά λόγια καί τά κατορθώματα τῶν ἁγίων Γερόντων τά ἐξέθεσαν σέ μορφή διήγησης μέ ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο τρόπο. Γιατί σ᾿ ἕνα μόνο ἀπέβλεπαν, νά ὠφελήσουν τόν πολύ κόσμο…»

Μέ τό ἀπόφθεγμα οἱ Πατέρες δίνουν μιά σύντομη καί εὔστοχη ἀπάντηση ἤ ρήση μέ διαχρονικό κύρος καί ἀξία, πού ἀποτελεῖ συνήθως τήν κατάληξη ἑνός διαλόγου ἤ διήγησης γιά ἕνα πνευματικό θέμα. Τά πρῶτα χριστιανικά ἀποφθέγματα τῶν ἀναχωρητῶν τῶν αἰγυπτιακῶν ἐρήμων καί τοῦ Σινᾶ, παρουσιάσθηκαν στήν προφορική παράδοση στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. καί καταγράφηκαν στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰ.

Προσεγγίζοντας τὰ ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων διακρίνουμε ἀμέσως ἕναν ἀπέραντο σεβασμό γιά τήν πνευματική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπιχειροῦν οἱ Γέροντες νά πείσουν φορτικά τόν πιστό γιά τό τί πρέπει νά κάνει. Μέ ἁπλότητα προβάλλουν τή ζωή τους καί ἀφήνουν στούς μαθητές καί ἀκροατές τους νά βγάλουν τά συμπεράσματά τους καί νά πάρουν μόνοι τους τίς προσωπικές ἀποφάσεις γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς τους. Σ᾿ αὐτούς πού τούς ζητοῦν καθοδήγηση καί συμβουλές συχνά ἀπαντοῦν· «Τί ἔχω εἰπεῖν σοι; Ἄπελθε καὶ ὃ βλέπεις ποίησον» ἤ «Ὕπαγε καὶ ὃ ἑώρακάς με ποιοῦντα, ποίησον καὶ σύ».

Κοντά σ᾿ αὐτό ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό πού διαφαίνεται εἶναι μιά ἀπέραντη καλοσύνη καί ἀνεξικακία γιά τόν πλησίον. Δέν ὑπάρχουν ἐπιπλήξεις, ἔλεγχοι καί καταδίκες. Τήν αὐστηρότητα οἱ Πατέρες τήν περιορίζουν στόν ἑαυτό τους καί δέν τήν ἐπιβάλλουν στούς ἄλλους. Ὅταν διαπιστώνουν πνευματικό ὀλίσθημα σέ κάποιον ἀδελφό, ὄχι μόνο δέν σπεύδουν νά κάνουν παρατηρήσεις, συστάσεις ἤ καί ἐξουθενωτικούς ἐλέγχους, ἀλλά αἰσθάνονται συνυπεύθυνοι καί μέμφονται κυρίως τοὺς ἑαυτούς τους γιά τήν πτώση τοῦ ἀδελφοῦ τους, ἀφήνοντας στά ἁρμόδια πρόσωπα τή φροντίδα γιά τή θεραπεία τους.

Ὁλοκάθαρα ἐπίσης προβάλλει στά ἀποφθέγματα ὁ ὀργανικός δεσμός πού ὑπάρχει ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά καί στήν Ἁγία Γραφή. Συχνά οἱ Γέροντες ἤ, ὅπως συνήθως ἀποκαλοῦνται, οἱ ἀββάδες ἐκφράζουν μέ αὐτούσια χωρία τῆς Γραφῆς (ἤ ἐλαφρῶς λεξιλογικά ἀλλαγμένα) τήν ἀλήθεια πού θέλουν νά ποῦν. Καί ἄλλοτε πάλι οἱ λέξεις τους, καί οἱ ἁπλές ἀκόμη, πού χρησιμοποιοῦν, ἀπηχοῦν κάποιο χωρίο τῆς Καινῆς ἤ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί νιώθει κανείς διαβάζοντάς τα ὅτι βρίσκεται μπροστά στόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ μετουσιωμένο σέ πράξη ζωῆς.

Αὐτοί οἱ ὀλιγογράμματοι ἐπί τό πλεῖστον ἤ καί ἀγράμματοι κατά κόσμον Γέροντες, ἀλλά σοφοί κατά Θεόν, ὄχι μόνο εἶχαν τήν ἱκανότητα νά ἀποστηθίζουν τήν Γραφή ἀλλά, τό σημαντικότερο, περνοῦσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει σ᾿ ὅλη τους τήν ὑπόσταση, καθώς τήν πρόσφεραν ἀνεπιφύλακτα στόν Θεό καί μορφοποιοῦσε τή ζωή τους σέ ζωή Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ λόγος τους, τά ἀποφθέγματά τους ἦταν ὥριμος καρπός αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωποθεϊκοῦ λυτρωτικοῦ βιώματος. Ποιά ἄλλη ἀλήθεια θά μποροῦσε νά εἶναι πειστικότερη ἀπ᾿ αὐτήν; Στή σκέψη εἰδικῶν ἁγιολόγων-πατρολόγων ἴσως νά κυοφορεῖται ἡ ἰδέα πώς τό γνησιότερο ὑπόμνημα στήν Ἁγία Γραφή θά ἦταν τά ἀποφθέγματα αὐτῶν τῶν πνευματοφόρων Πατέρων. Καί ἀσφαλῶς δέν θά ἔχουν ἄδικο.

Δέν εἶναι ὑπερβολή νά πεῖ κανείς ὅτι τό βιβλίο πού περιέχει τά ἀποφθέγματα, τό Γεροντικόν ἤ Πατερικόν ἤ Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων εἶναι τό πιό πολυδιαβασμένο βιβλίο μετά τήν Ἁγία Γραφή. Ἀγαπήθηκε καί διαβάζεται ἀπό τούς Χριστιανούς ὅλων τῶν αἰώνων. Μολονότι πέρασαν τόσοι αἰῶνες, τά λόγια τῶν Πατέρων δέν ἔχασαν τήν ἐπικαιρότητά τους καί τή ζωντάνια τους, ἀκριβῶς γιατί μέ εὐαγγελική ἁπλότητα ἐκφράζουν τήν ἐμπειρία τους στό πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοσθεῖ ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Θεοῦ μέσα στά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.

Καί μιά τελευταία παρατήρηση στά ἀποφθέγματα· τὰ περισσότερα εἶναι πολύ σύντομα, περιεκτικά μέσα στήν ἐκφραστική τους λιτότητα καί προσιτά σέ ὅλους, ὥστε μπορεῖ κανείς νά τά ἀπομνημονεύσει εὔκολα καί στή συνέχεια, ἀνάλογα μέ τίς δυνατότητές του, νά ἐμβαθύνει στό νόημά τους καί νά ἐπωφεληθεῖ τόν πλοῦτο πού κρύβουν.

Κάποιο μικρό προβληματισμό ἐνδέχεται νά παρουσιάσουν στόν ἀναγνώστη ὁρισμένα ἀποφθέγματα πού εἶναι ἀπαντήσεις ἐξατομικευμένες. Ἀφοροῦν δηλαδή τόν συγκεκριμένο ἄνθρωπο πού κάνει τήν ἐρώτηση στόν ἀββᾶ γιά προσωπικό του πρόβλημα καί πού ἡ ἀπάντηση ἀντίστοιχα τοῦ διακριτικοῦ Γέροντα ἔχει προσωπικό χαρακτήρα καί δέν μποροῦμε νά τήν ἀναγάγουμε σέ κανόνα.

Γιά παράδειγμα ἀναφέρουμε τό ἀπόφθεγμα Α 51:

«Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν ἀββᾶν Ἱέρακα λέγων· Εἰπέ μοι λόγον πῶς σωθῶ. Λέγει αὐτῷ ὁ Γέρων· Κάθου εἰς τὸ κελλίον σου· ἐὰν πεινᾶς, φάγε· ἐὰν διψᾶς, πίε· καὶ μὴ κακολογήσῃς τινὰ καὶ σῴζῃ».

Ὁ ἀββᾶς λέει· «Ἐὰν πεινᾶς, φάγε· ἐὰν διψᾶς, πίε». Παράξενα ἀκούγεται ἡ φράση αὐτή ἤ τό λιγότερο μοιάζει ἁπλοϊκή, γιατί δέν συμβιβάζεται μέ τή μοναχική τάξη τῆς ἐγκράτειας. Ὁ μοναχός δέν τρώει ὅταν πεινάει, ἀλλά ὅποτε εἶναι καθορισμένο νά φάει. Ἐγκρατεύεται ἀκόμη καί στό νερό.

Ἐδῶ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἔχουμε μιά ἐξατομικευμένη ἀπάντηση πού δίνεται σάν οἰκονομία ἀγάπης. Γνωρίζει ὁ ἀββᾶς ἤ διαβλέπει τή δυσκολία τοῦ ἀδελφοῦ νά συνηθίσει, νά ἀγαπήσει τή ζωή τοῦ κελιοῦ, πού εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν στίβος τοῦ μοναχοῦ γιά τόν ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς ἀδιάλειπτο ἀγώνα του, καί τοῦ κάνει τήν παραχώρηση νά ἔχει τήν παρηγοριά τοῦ φαγητοῦ, ὅταν πεινάει, σάν ἕνα ξετέντωμα μέσα στόν σκληρό του ἀγώνα.

Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἡ φράση αὐτή τοῦ Γέροντα δέν μπορεῖ νά ἀναχθεῖ σέ κανόνα.

Ἀποφθέγματα καί Θεολογία

Οἱ πρῶτοι ἐρημίτες ἦταν ἁπλοί πιστοί, πού ἀπέρριπταν τά πολιτιστικά ἰδεώδη τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου καί ἀντιμετώπιζαν μέ πολλή ἐπιφύλαξη τήν ὑπερβολική ἐξάρτηση τῆς θεολογίας ἀπό τή φιλοσοφία, ὅπως εἶχε διαμορφωθεῖ στή θεολογική Σχολή τῆς Ἀλεξανδρείας. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ στιχομυθία τοῦ Μ. Ἀντωνίου μ᾿ ἕνα φιλόσοφο πού τόν ἐπισκέφθηκε στό ἐρημητήριό του καί ρώτησε· «Πῶς διακαρτερεῖς, ὦ Πάτερ, τῆς ἐκ τῶν βιβλίων παραμυθίας ἐστερημένος;» «Τὸ ἐμὸν βιβλίον», ἔφη ὁ Ἀντώνιος, «ὦ φιλόσοφε, ἡ φύσις τῶν γεγονότων ἐστὶ καὶ πάρεστιν, ὅτε βούλομαι τοὺς λόγους ἀναγινώσκειν τοὺς τοῦ Θεοῦ».

Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ ἐρημίτες δέν ἀσχολήθηκαν μέ τή θεωρητική θεολογία. Στά ἀποφθέγματά τους δέν θά βρεῖ κανείς ἄμεσες ἀναφορές σέ δογματικά θέματα, θεωρητικές διατυπώσεις ἤ φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Αὐτά τά ζοῦν καί μέ τό ζωντανό παράδειγμά τους δίνουν τό χριστιανικό μήνυμα μέσα στόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ γίνεται προσιτή, κατανοητή καί ἐπίκαιρη σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Χαρακτηριστικά ἀναφέρεται σ᾿ ἕνα ἀπόφθεγμα· «Τὸ λαλεῖν περὶ πίστεως καὶ ἀναγινώσκειν δόγματα ξηραίνουσι τὴν κατάνυξιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀφανίζουσιν αὐτήν, οἱ δὲ βίοι καὶ οἱ λόγοι τῶν Γερόντων φωτίζουσι τὴν ψυχήν».

Οἱ τρεῖς μορφές τοῦ μοναχισμοῦ

στήν πρώτη τους ἐμφάνιση

Ἐνόσω κρατοῦσαν ἀκόμη οἱ διωγμοί, πολλοί Χριστιανοί τῆς Αἰγύπτου ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τά ἀστικά κέντρα καί νά καταφύγουν σέ ἀκατοίκητους καί ἀπομονωμένους τόπους. Ἐκεῖ ἀνενόχλητοι καί βοηθούμενοι ἀπό τίς καλές κλιματολογικές συνθῆκες δόθηκαν στήν ἄσκηση καί στόν ἀγώνα γιά τόν ἐξαγιασμό τους.

Μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα παρουσιάστηκαν τρεῖς μορφές μοναχισμοῦ: Ὁ ἀναχωρητισμός ἤ ἐρημιτισμός, στή συνέχεια ὁ σκητιωτικός ἤ λαυρεωτικός μοναχισμός καί τέλος ὁ κοινοβιοτισμός, τό κοινοβιακό σύστημα.

Κατά τόν 4ο αἰ. μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ κράτους, πλῆθος ἀνθρώπων ἄρχισε νά προσέρχεται στήν Ἐκκλησία χωρίς τήν κατάλληλη προετοιμασία. Αὐτό προκάλεσε μιά ἐκκοσμίκευση στόν χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας καί ὑποβάθμισε τήν πνευματική της ζωή. Ἔτσι ὁ μοναχισμός παρουσιάζεται σάν κίνημα διαμαρτυρίας γιά τήν ὑποβάθμιση αὐτή καί γιά τήν παράλληλη τάση συμβιβασμοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ τά ἑλληνιστικά ἰδεώδη.

α) Τό 251 στά Κομά τῆς Ἄνω Αἰγύπτου γεννήθηκε ὁ Μ. Ἀντώνιος, ὁ θεμελιωτής τοῦ ἐρημιτικοῦ μοναχισμοῦ.

Εἰκοσαετής περίπου μετά τόν θάνατο τῶν γονιῶν του, ἀφοῦ τακτοποίησε καί τή μοναδική του ἀδελφή, ἄρχισε τήν ἀσκητική του ζωή σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό πατρικό του ἀκολουθώντας τήν ἐσωτερική του κλίση. Ἀγώνας σκληρός γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς, προσευχή καί μελέτη συνεχής ἀλλά καί χειρωνακτική ἐργασία, τά κέρδη τῆς ὁποίας διέθετε σέ φτωχούς, κρατώντας ἐλάχιστα γιά τή συντήρησή του.

Γύρω στά τριανταπέντε του χρόνια ἐγκαταλείπει τόν τόπο πού μεγάλωσε καί ἀποσύρεται στή βαθιά ἔρημο. Ἐκεῖ ἔζησε ὡς ἐρημίτης μέχρι τό 305. Στό διάστημα αὐτό κατέφθασαν πολλοί μαθητές του ἀπό τά γύρω μέρη· ὁ ἀριθμός τους ἔφτασε τούς 6.000 καί δημιουργήθηκε ἕνα μοναστικό κέντρο στήν περιοχή Φαϊούμ.

Μετά τό τέλος τῶν διωγμῶν ὁ Μ. Ἀντώνιος ἀποτραβήχθηκε στό ὄρος Κολτσίμ πού εἶναι στήν ἔρημο, δυτικά ἀπό τήν Ἐρυθρά θάλασσα. Καί ἐκεῖ τόν εὕρισκαν πολλοί μοναχοί καί λαϊκοί συχνά· ἀλλά καί ὁ ἴδιος κατέβαινε στό μοναστικό κέντρο Πισπίρ γιά νά διευκολύνει αὐτούς πού ἤθελαν νά τόν συναντήσουν. Παράλληλα ἐπισκεπτόταν καί ἄλλα μοναστικά κέντρα γιά νά ἐνδυναμώνει πνευματικά τούς μοναχούς.

Κατά τόν διωγμό τοῦ 311 δέν δίστασε νά πάει στήν Ἀλεξάνδρεια ἐκθέτοντας μέ τόν τρόπο αὐτό τή ζωή του σέ κίνδυνο, γιά νά δώσει κουράγιο στούς δοκιμαζόμενους Χριστιανούς. Ξαναπῆγε στήν πόλη αὐτή τό 355, ὅταν ὁ ἀρειανισμός φαινόταν πώς θριαμβεύει, γιά νά παρασταθεῖ τόν φίλο του Μ. Ἀθανάσιο. Ἕνα χρόνο ἀργότερα πέθανε σέ ἡλικία ἑκατόν πέντε ἐτῶν. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 17 Ἰανουαρίου.

β) Ἡ δεύτερη μορφή τοῦ μοναχισμοῦ πού ἀναπτύχθηκε στή Νιτρία καί τή Σκήτη τῆς Αἰγύπτου (βορειοδυτικά τοῦ Καΐρου) καί στή συνέχεια στίς ἐρήμους τῆς Παλαιστίνης, εἶναι ἡ «σκητιωτική» ζωή. Πρόκειται γιά μιά μεταβατική μορφή μοναχισμοῦ ἀπό τόν ἐρημιτισμό στόν κοινοβιακό βίο. Στή Σκήτη τῆς Αἰγύπτου καί τίς Λαῦρες τῆς Παλαιστίνης οἱ μοναχοί ζοῦσαν σέ ἀπομακρυσμένα μεταξύ τους οἰκήματα (καλύβες), τό Σάββατο ὅμως καί τήν Κυριακή συγκεντρώνονταν στόν κεντρικό ναό τῆς περιοχῆς τους (Καθολικό ἤ Κυριακό) γιά κοινή λατρεία, πνευματικές συζητήσεις καί διεκπεραίωση βιοτικῶν ἀναγκῶν (προμήθεια τροφίμων, πώληση ἐργοχείρων κλπ.).

Ἱδρυτές τοῦ σκητιωτικοῦ μοναχισμοῦ εἶναι οἱ ὅσιοι Ἀμμούν καί Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος.

Ὁ Ἀμμούν γεννήθηκε γύρω στά 290 στό Δέλτα τοῦ Νείλου καί κατά τό 330 ἐγκαταστάθηκε στή Νιτρία τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἔζησε ἀσκούμενος εἰκοσιδυό χρόνια. Ἡ πνευματική του ἀκτινοβολία προσείλκυσε πολλούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἐγκαταβίωσαν στήν ἔρημη αὐτή περιοχή καί ἔτσι δημιουργήθηκε τό μοναστικό κέντρο τῆς Νιτρίας. Ἐξάρτημα τῆς Νιτρίας ἦταν μιά πιό ἀπομονωμένη περιοχή, τά Κελλία, ὅπου κατέφευγαν ἀσκητές πού ἐπιζητοῦσαν ἐντονότερη ἄσκηση καί μεγαλύτερη ἡσυχία.

Ἱδρυτής τῆς Σκήτης τῆς Αἰγύπτου εἶναι ὁ Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος. Γεννήθηκε γύρω στά 300 στήν Αἴγυπτο. Τό 329 ἀκολούθησε τόν μοναχικό βίο καί τελικά ἐγκαταστάθηκε στή Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ὅπου συνέρρευσαν πολλοί ἀσκητές ἐπιζητώντας τήν πνευματική του καθοδήγηση. Ὁ Μακάριος πέθανε τό 390.

Στίς παλαιστινιακές ἐρήμους Καλαμῶνος, Ρουβᾶ, Σουσακείμ, Κουτυλᾶ, πού ἐκτείνονται νότια ἀπό τά Ἰεροσόλυμα καί τήν Ἰεριχώ καί δυτικά ἀπό τή Νεκρά θάλασσα, ἱδρύθηκαν πολλά γνωστά μοναστικά κέντρα μέ πρώτη τή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνα τόν 4ο αἰ. Ἄλλα μοναστικά κέντρα τῆς περιοχῆς αὐτῆς εἶναι οἱ Λαῦρες καί Μονές τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, τοῦ Ἁγίου Σάββα, τοῦ Ἁγίου Γερασίμου, τοῦ Καλαμῶνος, Χοζιβᾶ, Φιρμίνου, Φαράν, Παλαιστίνης, Θεοδοσίου, Θεογνίου, Σουκᾶ κ.ἄ. Ἐδῶ ἀναδείχθηκαν πολλοί ἅγιοι, πού ἔζησαν μέ πιό ὀργανωμένο τρόπο τή σκητιωτική ζωή.

γ) Ἱδρυτής τῆς τρίτης μορφῆς τοῦ μοναχισμοῦ, δηλαδή τοῦ κοινοβιοτισμοῦ, εἶναι ὁ ὅσιος Παχώμιος. Γεννήθηκε στήν Ἄνω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου γύρω στά 290. Τό 320 ἵδρυσε τό πρῶτο του μοναστήρι στήν Ταβεννησία τῆς Ἄνω Θηβαΐδος.

Μέσα σέ μιά εἰκοσιπενταετία τά ἀνδρικά μοναστήρια ἔφτασαν τά ἐννέα καί γυναικεῖα δύο πού ἦταν κάτω ἀπό τή γενική ἐποπτεία του. Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν μοναχῶν στηριζόταν σ᾿ ἕνα κοινό πρόγραμμα ζωῆς καί λατρείας, τίς βάσεις τοῦ ὁποίου ἔθεσε ὁ Παχώμιος. Πέθανε στά 346. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 15 Μαΐου.

Τά πρῶτα μοναστικά κέντρα δέν περιορίζονται μόνο στήν Αἴγυπτο καί τήν Παλαιστίνη. Ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν ζοῦν στή χερσόνησο τοῦ Σινᾶ ἀρκετοί ἀναχωρητές. Ἐκτός ἀπό τήν περίφημη μονή τοῦ Σινᾶ, τήν ὁποία ἔκτισε τόν 6ο αἰ. ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός, στήν περιοχή αὐτή ἀναπτύχθηκαν ἀξιόλογα μοναστικά κέντρα, ὅπως ἡ Ραϊθοῦ, ἡ Φαράν, ἡ Λαύρα τοῦ Ἀρσελάου, τά Ρινοκόρουρα κ.ἄ.

Στίς περιοχές αὐτές ἔζησαν οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου, πού τά Ἀποφθέγματά τους ταξινομημένα σέ θεματικές ἑνότητες περιέχονται στόν τόμο αὐτόν καί στούς ὑπόλοιπους πού θά ἀκολουθήσουν. Τά Ἀποφθέγματα αὐτά εἶναι τά «κρίνα» τῆς ἐρήμου, πού ποτίστηκαν μέ τά δάκρυα καί τούς ἀσκητικούς ἱδρῶτες τῶν Πατέρων. Πράγματι, ἡ ἀποφθεγματική διδασκαλία τους «ἔθετο ἔρημον εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ γῆν ἄνυδρον εἰς διεξόδους ὑδάτων» (Ψαλμ. 106, 35). Ἡ διαπίστωση αὐτή ἰσχύει κατ᾿ ἐξοχήν καί γιά τή δική μας ἐποχή.

Οἱ δύο παραλλαγές τῶν Ἀποφθεγμάτων

Ὑπάρχουν δύο βασικές παραλλαγές τῶν Ἀποφθεγμάτων· ἡ ἀλφαβητική καί ἡ θεματική ἤ συστηματική. Στήν πρώτη κατανέμονται σέ ἀλφαβητική σειρά τά ὀνόματα τῶν Πατέρων μέ τά ἀποφθέγματά τους ἀρχίζοντας ἀπό τόν Μ. Ἀντώνιο μέχρι τόν ἀββᾶ Ὤρ. Στή συνέχεια παρατίθενται ἀποφθέγματα ἀνωνύμων ἀναχωρητῶν.

Στή θεματική παραλλαγή τό ὑλικό κατατάσσεται σέ σειρά μέ 21 κεφάλαια, πού τό καθένα ἀναφέρεται σ᾿ ἕνα κύριο θέμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ἡ θεματική παραλλαγή, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα παρά τή μεγάλη σπουδαιότητά της παρέμεινε ἀνέκδοτη10, ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τοῦ παρόντος βιβλίου μέ τίτλο Τό Μέγα Γεροντικόν. Ὁ τίτλος αὐτός προτιμήθηκε, γιατί ἡ θεματική παραλλαγή συμπεριλαμβάνει ὅλα τά ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου.

Στήν ἔκδοσή μας βασιζόμαστε κυρίως στόν Σιναϊτικό κώδικα 454, εἴχαμε ὅμως ὑπόψιν μας καί τήν κριτική ἔκδοση τοῦ Jean-Claude Guy, Les apophtegmes des pères – Collection Systematique (Sources Chrétiennes 387), Paris 1993. Ἀκολουθοῦμε τή διαίρεση τῶν κειμένων σέ 21 κεφάλαια, ὅπως στούς βυζαντινούς χειρόγραφους κώδικες, τά ὁποῖα εἶναι τά ἑξῆς:

 

  1. Παραίνεσις ἁγίων Πατέρων εἰς προκοπὴν τελειότητος.
  2. Ὅτι δεῖ τὴν ἡσυχίαν πάσῃ σπουδῇ μεταδιώκειν.
  3. Περὶ κατανύξεως.
  4. Περὶ ἐγκρατείας καὶ ὅτι οὐ μόνον ἐπὶ βρωμάτων ταύτην παραληπτέον, ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν τῆς ψυχῆς κινημάτων.
  5. Διηγήματα διάφορα πρὸς ὠφέλειαν τῶν ἐκ τῆς πορνείας ἡμῖν ἐπανισταμένων πολέμων.
  6. Περὶ ἀκτημοσύνης ἐν ᾧ δεῖ καὶ τὴν πλεονεξίαν φυλάττεσθαι.
  7. Διηγήματα διάφορα πρὸς ὑπομονὴν καὶ ἀνδρείαν ἡμᾶς ἀλείφοντα.
  8. Περὶ τοῦ μηδὲν ποιεῖν πρὸς ἐπίδειξιν.
  9. Ὅτι φυλάττεσθαι χρὴ τοῦ μηδένα κρίνειν.
  10. Περὶ διακρίσεως.
  11. Περὶ τοῦ δεῖ πάντοτε νήφειν.
  12. Περὶ τοῦ ἀδιαλείπτως καὶ νηφόντως προσεύχεσθαι.
  13. Ὅτι φιλοξενεῖν χρὴ καὶ ἐλεεῖν ἐν ἱλαρότητι.
  14. Περὶ ὑπακοῆς.
  15. Περὶ ταπεινοφροσύνης.
  16. Περὶ ἀνεξικακίας.
  17. Περὶ ἀγάπης.
  18. Περὶ διορατικῶν.
  19. Περὶ πολιτείας ἐναρέτου.
  20. Διάλεξις ἁγίων Γερόντων κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν.
  21. Περὶ τῶν ιβ´ ἀναχωρητῶν.

Σχετικά μέ τόν παρόντα Α´ τόμο

Στόν πρῶτο τόμο περιέχονται τά τρία πρῶτα ἀπό τά παραπάνω κεφάλαια.

Εἰδικά γιά τό Α´ κεφάλαιο θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι παρουσιάζει μιά ἰδιαιτερότητα σέ σχέση μέ τά ἑπόμενα εἴκοσι κεφάλαια τοῦ Μ. Γεροντικοῦ. Τά ἀποφθέγματά του δέν περιορίζονται σ᾿ ἕνα καί μόνο ἐπί μέρους θέμα, ὅπως συμβαίνει μέ τά ἄλλα κεφάλαια, π.χ. «Περὶ ἡσυχίας», «Περὶ ἀνεξικακίας» κλπ., ἀλλά ἀναφέρονται, δειγματοληπτικά θά ᾿λεγε κανείς, σέ πολλά βασικά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι παραινέσεις διάφορες (δηλαδή προτροπές καί συμβουλές) ἁγίων Γερόντων πού, ὡς καρπός ὥριμος τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἀσκητικῆς τους πορείας καί ἄθλησης, δόθηκαν κατά περίπτωση σέ ψυχές ἀγωνιζόμενες, καθώς κατέφευγαν σ᾿ αὐτούς τούς καταξιωμένους βιαστές τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, νά μάθουν πῶς θά μπορέσουν καί αὐτές νά πορευθοῦν «ἐν ἀσφαλείᾳ» πρός τήν ἴδια κατεύθυνση.

Ἔτσι, θά λέγαμε ὅτι τό Α´ κεφ. εἶναι ἡ πύλη, ἀπ᾿ ὅπου μπαίνουμε στόν μεγάλο λειμώνα τῶν κεφαλαίων πού ἀκολουθοῦν. Ἡ καθολικότητα αὐτή τῶν Παραινέσεων τοῦ Α´ κεφ. δικαιολογεῖ καί τόν μεγάλο ἀριθμό τῶν Ἀποφθεγμάτων πού περιλαμβάνει, ἀλλά καί τή φαινομενική τους ἀνομοιογένεια. Εἶναι ὡσάν φωτεινοί πομποί, πού ὁ καθένας ἀπό τή θέση του σηματοδοτεῖ τή μεγάλη καί ἱερή πορεία τῆς ψυχῆς.

Στό τέλος τοῦ Τόμου παρατίθεται ὡς παράρτημα ἕνας μεταγενέστερος Πρόλογος τῆς θεματικῆς παραλλαγῆς τῶν Ἀποφθεγμάτων, στόν ὁποῖο περιέχονται τά θέματα τῶν κεφαλαίων μέ ἀναφορά σέ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Στή συνέχεια θεωρήσαμε χρήσιμο νά συμπεριλάβουμε στοιχειώδη βιογραφικά σημειώματα τῶν ἁγίων Γερόντων, σ᾿ ὅποιες περιπτώσεις καί ὅσο ἦταν δυνατό, γιά μιά καλύτερη προσέγγιση τοῦ ἀναγνώστη στίς μορφές αὐτές πού μᾶς κληροδότησαν τούς ἀδάμαντες τῆς ἐμπειρίας τους.

Προτιμήσαμε νά παρατεθοῦν στό τέλος τοῦ Τόμου καί ὄχι στή σελίδα πού συναντῶνται τά ὀνόματα, γιά νά μή διακόπτεται ἡ συνέχεια τῶν ἀποφθεγμάτων. Ἔνδειξη ὅτι ὑπάρχει βιογραφικό σημείωμα γιά τό ὄνομα, εἶναι ὁ ἀστερίσκος δεξιά καί πάνω ἀπ᾿ αὐτό.

Ὁ τόμος αὐτός, ὅπως καί οἱ ἑπόμενοι, ὁλοκληρώνεται μέ τά Εὑρετήρια.

***

Σάν τυχαῖες παρουσιάστηκαν ἀρχικά οἱ συμπτώσεις πού προκάλεσαν τήν ἔκδοση αὐτή. Κατά τήν πορεία ὅμως τῆς ἐργασίας φάνηκε ὅτι ἦταν οἰκονομία Θεοῦ οἱ συμπτώσεις αὐτές πού μᾶς κινητοποίησαν καί ἔχουμε σήμερα στά χέρια μας τό Μέγα Γεροντικόν.

Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι καί τό Μέγα Γεροντικόν πού γνώρισε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τό φῶς τῆς δημοσιότητος, θά εἶναι ἕνα ρυάκι κοντά στόν χείμαρρο τῶν ἐντύπων καί θά βρεθοῦν κάποιοι διψασμένοι πού θά σκύψουν νά δροσιστοῦν καί νά ἀναζωογονηθοῦν.

Τά κείμενα αὐτά, ὅπως ἤδη ἔχουμε ἐπισημάνει, δέν εἶναι προϊόν θεωρητικοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ ―ὥστε νά ἀφοροῦν λίγους― ἀλλά εἶναι καρπός ἀγώνων, ἱδρώτων καί αἵματος γιά τήν ἀπόθεση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τήν πρόσληψη τῆς νέας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς. Εἶναι ἡ ἀπόρριψη τοῦ θανάτου περνώντας μέσα ἀπό τόν θάνατο καί ἡ γέννηση στή νέα κατάσταση τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Γι᾿ αὐτό καί ἀπευθύνονται στόν κάθε Χριστιανό, ἀλλά γιατί ὄχι καί στόν κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο πού ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα θά λέγαμε ἔχουν λόγο στόν σύγχρονο ἄνθρωπο τῆς πολυδιάστατης ἐποχῆς μας, πού κορεσμένος ἀπό τά ἀτέλειωτα φροῦδα νοητικά κατασκευάσματα, διψάει νά βρεῖ χειροπιαστή τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν ἀλήθεια πού ἔχει γίνει καί γίνεται πράξη ζωῆς, τή βιωμένη διάσταση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Καί ἀκριβῶς αὐτή τή διάσταση προσφέρει καί θά συνεχίσει νά προσφέρει ἡ ζωή καί ὁ λόγος τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες, καί ἐπί τοῦ προκειμένου τά Ἀποφθέγματα τῶν πνευματοφόρων Πατέρων τοῦ βιβλίου αὐτοῦ. Γιατί «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8). Καί ἐπαληθεύει διαχρονικά αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει» (Ἰω. 14, 12).

***

Δυό λόγια γιά ἐκείνους ἀπό τούς ἀγαπητούς ἀναγνῶστες πού συμβαίνει νά μήν εἶναι ἐξοικειωμένοι μέ παρόμοια τοῦ Γεροντικοῦ πατερικά κείμενα. Ἴσως κάποιοι διαβάζοντάς τα νά ποῦν: «Δέν εἶναι αὐτά γιά μᾶς. Δέν ζοῦμε στήν ἔρημο, δέν εἴμαστε καλόγηροι». Καί ἄλλοι πάλι ἀπό ζῆλο πολύ ἄν θελήσουν νά ἀντιγράψουν κατά γράμμα τούς λόγους τῶν Πατέρων, θά δοῦν ὅτι ἐπιχειροῦν πράγματα πού δέν γίνονται.

Καί οἱ πρῶτοι καί οἱ δεύτεροι μέ τή στάση τους θά μείνουν ξένοι στόν πατερικό θησαυρό. Τί μένει νά γίνει;

Κατ᾿ ἀρχήν δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἔρημος καί τά μοναστικά κέντρα σέ κάθε ἐποχή, ἰδιαίτερα ὅμως αὐτόν τόν αἰώνα (4ο), πού ἡ Ἐκκλησία ὑπέστη τόν κλονισμό τῆς ἐκκοσμίκευσης μέ τήν ξαφνική συρροή πλήθους ἀνθρώπων στούς κόλπους της (μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας), ὑπῆρξαν οἱ κοιτίδες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου διατηρήθηκε καί διασώθηκε τό γνήσιο πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καί πίστης.

Ἄρα μέσα στά λόγια καί στά ἔργα τῶν Πατέρων ἔχει ἐναποτεθεῖ ὁ θησαυρός αὐτός, τόν ὁποῖο ἀκριβῶς ὀφείλουμε νά ἀναζητοῦμε καί νά τόν μεταφέρουμε στή ζωή μας, ὥστε νά γινόμαστε ὅλο καί περισσότερο ἀληθινοί. Δέν θά μείνουμε λοιπόν στό γράμμα, γιατί ὁπωσδήποτε καί ἡ γλώσσα καί ἡ πρακτική τοῦ μοναχικοῦ ἀγώνα κινεῖται σέ διαφορετικά μεγέθη ἀπ᾿ ὅ,τι τοῦ μή μοναχοῦ. Ἀλλά πίσω ἀπό τό γράμμα θά ἀναζητήσουμε τό πνεῦμα πού διέπει τόν λόγο καί τό ἔργο τοῦ μοναχοῦ. Θά ἀναζητήσουμε μ᾿ ἄλλα λόγια τήν ἀλήθεια πού ξεκινάει ἀπό τόν Θεό καί ἀναζητεῖ ψυχές πού θά τήν ἀποδεχθοῦν, γιά νά τίς ἀποκαταστήσει στό «ἀρχαῖον κάλλος».

Ἄς πάρουμε γιά παράδειγμα ἕνα ἀπόφθεγμα, τό Β 36: «Ὁ ἀββᾶς Ἀϊὼ ἠρώτησε τὸν ἀββᾶν Μακάριον λέγων· Εἰπέ μοι ῥῆμα. Λέγει αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Μακάριος· Φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους, κάθου εἰς τὸ κελλίον σου καὶ κλαῦσαι τὰς ἁμαρτίας σου καὶ μὴ ἀγάπα λαλιὰν ἀνθρώπῳ καὶ σῴζῃ».

Ὁ ἀββᾶς Ἀϊώ ζητάει ἀπό τόν διάσημο Γέροντα Μακάριο νά τοῦ πεῖ κάποιο σωτήριο λόγο. (Τό συνήθιζαν αὐτό). Καί ὁ ἀββᾶς Μακάριος μέσα σέ λίγες λέξεις ἀναφέρεται σέ βασικές προϋποθέσεις πού θά τόν ὁδηγήσουν στή σωτηρία.

Ἄν τώρα αὐτά τά λίγα ἁπλά λόγια τοῦ ἀββᾶ τά πάρει κανείς κατά γράμμα, θά τρομάξει καί θά πεῖ: «Δέν γίνονται αὐτά». Ἄν ὅμως δέν βιαστεῖ νά τά ἀπορρίψει, ἀλλά μέ περίσκεψη καί ταπεινή διάθεση, ἔχοντας ὑπόψιν του καί ὅλα ὅσα εἴπαμε παραπάνω, θελήσει νά μάθει ποιό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ ἀββᾶ, ποιά ἀλήθεια κρύβεται πίσω ἀπό τήν ἐπιγραμματική του ὑπόδειξη, δέν θά ἀργήσει νά τήν ἀνακαλύψει.

«Φεῦγε τοὺς ἀνθρώπους». Δέν συνιστᾶ ἀσφαλῶς ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος στόν Ἀϊώ νά ἀποφεύγει τούς ἀνθρώπους ὡς μισάνθρωπος· ἀλλά τοῦ ἐφιστᾶ τήν προσοχή σ᾿ ἕναν κίνδυνο· στόν κίνδυνο νά ἀστοχήσει ὡς μοναχός στό ἔργο του, ἄν δέν ἀποφύγει τόν περισπασμό τῆς ἀναστροφῆς μέ τούς ἀνθρώπους. Ὁ μοναχός, θά μᾶς πεῖ ἕνας Γέροντας τοῦ βιβλίου μας, ὀνομάσθηκε μοναχός, γιατί διάλεξε νά ζεῖ μόνος μέ μόνο τόν Θεό, παλεύοντας μέ τίς ἀντίθετες δυνάμεις πού φέρει μέσα του. Καί παλαίστρα εἶναι τό κελί του. Μέσα στήν ἀπόλυτη ἡσυχία καί ἠρεμία τοῦ κελιοῦ ἡ ψυχή συναρμολογεῖται καί ἀρχίζει ἡ πνευματική ἐργασία· καί ἐφόσον εἶναι συνεχής, μέρα μέ τή μέρα, χρόνο μέ τόν χρόνο ἔρχεται ἡ προκοπή χάριτι Θεοῦ. Ἄν ὅμως διακόπτεται ἡ ἐργασία αὐτή συχνά-πυκνά χωρίς σοβαρή ἀνάγκη καί διασπᾶται ὁ μοναχός, χάνει τόν κόπο του. Φεύγει ἡ κατάνυξη, ὑποχωρεῖ ἡ μετάνοια, ἀπομακρύνεται ἡ σωτηρία.

Ποιό λοιπόν εἶναι τό πνεῦμα τοῦ ἀποφθέγματος πού ἀφορᾶ κάθε Χριστιανό;

Εἶναι ἡ αὐταπόδεικτη ἀλήθεια ὅτι γιά νά γίνει ἐργασία πνευματική στήν ψυχή, ἀπαραίτητος ὅρος εἶναι ἡ ἡσυχία. Ὄχι πρωτίστως ἡ περιβαλλοντική, πού καί αὐτή ἔχει τόν λόγο της, ἀλλά ἡ ἐσωτερική ἡσυχία εἶναι τό ζητούμενο. Ἡ ἀπουσία τῶν ἐσωτερικῶν θορύβων, ἡ γαλήνια ἀτμόσφαιρα, ἡ νηνεμία. Ὅταν ἀνεμοστρόβιλοι κυκλώνουν τήν ψυχή ―ἀγωνιώδεις μέριμνες, φόβοι, ἀνασφάλεια, ἄγχος, στρές― πού στήν τρελή τους δίνη δέν ἀφήνουν τίποτα ὄρθιο, εἶναι, τό λιγότερο, ἀφελές νά συζητοῦμε γιά ἐσωτερική ζωή, γιά πνευματική ἐργασία. Στή φουρτουνιασμένη θάλασσα πού ὁ βυθός ἔχει γίνει ἕνα μέ τόν θαλάσσιο ὄγκο τῶν ὑδάτων, δέν ξεχωρίζεις τίποτα μέσα στόν θολό ὑδάτινο ὄγκο.

Ἄν ἀνοίξουμε τό κατά Ματθαῖον (14, 22-23), θά δοῦμε τόν Κύριο ὅτι «ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ». Ποιός; Ὁ Θεάνθρωπος Κύριος! Καί ἀπό τούς μαθητές του ἀκόμα ἀπομακρύνθηκε τήν ὥρα αὐτή πού πῆγε νά διαλεχθεῖ μέ τόν Πατέρα του. Δέν τά λέει ὅλα τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου;

Καί ἄν προχωρήσουμε στό κατά Λουκᾶν (5, 15-16), θά ἀκούσουμε τόν Εὐαγγελιστή νά λέει γιά τόν Κύριο ὅτι μετά τήν ἐπικοινωνία του μέ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ, πού συνέρρεε γύρω του γιά νά ἀκούσει λόγον ζωῆς ἤ νά ζητήσει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τή μάστιγα τῆς ἀρρώστιας, «ἦν ὑποχωρῶν ἐν τοῖς ἐρήμοις»· ἀποσυρόταν δηλαδή ὄχι μιά ἀλλά πολλές φορές σέ ἐρημικά μέρη καί ἦταν μόνος μέ μόνο τόν Πατέρα.

Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος. Καί ἔχει τόση ἐπικαιρότητα γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο τόν ταλαιπωρημένο καί ταλαιπωρούμενο ἀπό τήν αὐξημένη, πέρα τῶν ἀνεκτῶν ὁρίων, ἠχορρύπανση τῆς ψυχικῆς του σφαίρας.

Ἐξισορρόπηση τῶν ἐπιδιώξεων ―θά μᾶς ἔλεγε σήμερα ὁ ἀββᾶς― φρόνηση μεγαλύτερη, ἀπαγκίστρωση ἀπό τό ἀρτηριοσκληρωτικό κοινωνικό κατεστημένο πού μᾶς σέρνει δούλους του, ἐπιστροφή στό ξάγναντο τοῦ Θεοῦ.

Μέ τό παράδειγμα αὐτό, φίλοι ἀναγνῶστες, εἶναι σαφές ὅτι τό κάθε ἀπόφθεγμα ἔχει στόν πυρήνα του μιά σωτήρια ἀλήθεια, πού πρέπει νά τήν ἀνασύρουμε.

***

Τελειώνοντας αἰσθανόμαστε χρέος νά εὐχαριστήσουμε θερμά καί ὅλους τούς συνεργάτες μας, φίλους τοῦ Ἡσυχαστηρίου μας, πού πολύ ἐγκάρδια συνέδραμαν τήν ὅλη ἐργασία τῆς ἔκδοσης. Ἀποφεύγουμε νά δημοσιεύσουμε τά ὀνόματά τους, μήν προσκρούσουμε στή μετριοφροσύνη τους, καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά ἀμείψει τούς κόπους τους.

Ἡ δόξα γιά ὅ,τι καλό γίνεται ἀνήκει στόν Θεό· γιατί εἶναι δικό του δώρημα. Ἀπό τούς ἀναγνῶστες μας ζητοῦμε τήν ἐπιείκειά τους γιά τίς δικές μας ἐλλείψεις καί τίς εὐχές τους γιά τή μετάνοιά μας.

 

Ἐπιλογή ἀπό τά ἀποφθέγματα

Κεφάλαιο Α´

  1. Εἶπε ἐπίσης (ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος): «Εἶναι ἀπαραίτητο νάἀποκτοῦν, ὅσοι μποροῦν, τάχριστιανικά βιβλία. Καί μόνο πού τά βλέπουμε τά βιβλία, μᾶς κάνουν πιό διστακτικούς πρός τήν ἁμαρτία· ἀλλά καί μᾶς παρακινοῦν νά ἀνοίγουμε τά μάτια ὅλο καί περισσότερο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ».

 

  1. Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἴδιο Γέροντα: «Πῶς ἔρχεται στήν ψυχήὁφόβος τοῦ Θεοῦ;» Καί ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ταπείνωση καί τήν ἀκτημοσύνη, ἔρχεται μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ».

 

  1. Στίς ἀρχές τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ὁἴδιος ὁἀββᾶς Εὐπρέπιος ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καί τοῦ εἶπε: «Ἀββᾶ, πές μου κάποιον λόγο, πῶς θά μπορέσω νά σωθῶ;» Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἐάν θέλεις νά σωθεῖς, ὅπου κι ἄν πᾶς, μή βιαστεῖς νά πάρεις τόν λόγο, πρίν σέ ρωτήσει κάποιος». Αὐτός ἔνοιωσε συντριβή γιά τόν λόγο πού τοῦ εἶπε καί ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Ἀληθινά, πολλά βιβλία διάβασα καί τέτοια ὠφέλεια ποτέ δέν γνώρισα». Κι ἔφυγε πολύ ὠφελημένος.

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Μακάριος στόν ἀββᾶΖαχαρία: «Πές μου ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ μοναχοῦ;» Καί τοῦ λέει ἐκεῖνος: «Ἐμένα ρωτᾶς, πάτερ;» Τοῦ ἐξήγησε ὁ ἀββᾶς Μακάριος: «Ἔχω πληροφορία μέσα μου γιά σένα, παιδί μου Ζαχαρία. Εἶναι δηλαδή κάποιος πού μέ κεντρίζει νά σέ ρωτήσω». Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ζαχαρίας: «Ὅσο καταλαβαίνω, πάτερ, τό νά βιάζει σ᾿ ὅλα τόν ἑαυτό του· αὐτό κάνει τόν μοναχό».

 

  1. Εἶπε ἀκόμη: «Μίσησε ὅλα τάτοῦκόσμου καί τή σωματική ἀνάπαυση, γιατί αὐτά σέ ἔκαναν ἐχθρό μέ τόν Θεό. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει κάποιον ἐχθρό, μάχεται ἐναντίον του, ἔτσι ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νά πολεμοῦμε ἐναντίον τῶν ἀδυναμιῶν τοῦ σώματος γιά νά μήν τό ἀφήσουμε στό βόλεμά του».

 

  1. Ρώτησε ἡἀμμᾶς Θεοδώρα τόν πάπα Θεόφιλο γιάτό ρητό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τί σημαίνει «Τόν καιρόν ἐξαγοραζόμενοι» (Εφ. 5, 16). Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπαντᾶ: «Οἱ λέξεις πού χρησιμοποιεῖ δείχνουν τό κέρδος. Ἄς ποῦμε σοῦ παρουσιάζεται περίπτωση νά σέ βρίσουν· ἀγόρασε τότε τήν εὐκαιρία τῆς βρισιᾶς μέ ταπεινοφροσύνη καί μακροθυμία καί πάρε τό κέρδος μέ τό μέρος σου. Σοῦ δίνεται εὐκαιρία γιά ἀτιμία, ἀγόρασε τήν εὐκαιρία μέ τήν ἀνεξικακία καί ἔχεις κέρδος. Καί ὅλα τά ἀντίθετα, ἄν θέλουμε, γίνονται γιά μᾶς κέρδη».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Ἰωσήφ ὁΘηβαῖος: «Τρία πράγματα ἔχουν μεγάλη ἀξία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσθενεῖ καί τοῦ ᾿ρχονται ἐπί πλέον καί ἄλλοι πειρασμοί καί εὐχαρίστως τούς ἀποδέχεται, εἶναι τό ἕνα. Τό δεύτερο εἶναι νά κάνει κανείς ὅλα του τά ἔργα καθαρά ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, χωρίς τίποτε τό ἀνθρώπινο. Καί τό τρίτο, νά ζεῖ ὡς ὑποτακτικός σέ πνευματικό πατέρα καί νά ἀπαρνεῖται κάθε δικό του θέλημα».

 

  1. Διηγήθηκε ὁἀββᾶς Κασσιανός γιάκάποιον ἀββᾶ Ἰωάννη κοινοβιάρχη ὅτι ὑπῆρξε σπουδαῖος στή ζωή του. Αὐτός, λέει, ὅταν κόντευε νά πεθάνει καί ἐκδημοῦσε μέ χαρά καί προθυμία πρός τόν Θεό, τόν περικύκλωσαν οἱ ἀδελφοί ζητώντας νά τούς ἀφήσει σάν κληρονομιά κάποιον σύντομο καί σωτήριο λόγο, πού θά τούς βοηθοῦσε νά φθάσουν στήν κατά Χριστόν τελειότητα.

Κι ἐκεῖνος ἀναστέναξε καί εἶπε: «Ποτέ δέν ἔκανα τό δικό μου θέλημα οὔτε δίδαξα σέ κάποιον κάτι πού προηγουμένως δέν τό τήρησα ἐγώ» (Βλ. Ματθ. 5, 19).

 

  1. Εἶπε ὁμακάριος Ἰωάννης ὁΧρυσόστομος: «Ὅταν κάθεσαι νά διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νά ἐπικαλεῖσαι στήν ἀρχή τόν Θεό ν᾿ ἀνοίξει τά μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νά μήν περιοριστεῖς στό νά διαβάζεις μόνο αὐτά πού γράφτηκαν ἀλλά καί νά τά ἐκτελεῖς, καί ἔτσι νά μή γίνει καταδίκη μας ἡ μελέτη τοῦ βίου καί τῶν λόγων τῶν ἁγίων» (Πρβλ. Λουκ. 12, 47 καί Ἰακ. 1, 23-25).

 

  1. Εἶπε πάλι ἕνας Γέροντας: «Ὁδιάβολος χτυπάει πάνω στόἐλάττωμα τοῦ μοναχοῦ· γιατί συνήθεια πού σταθεροποιεῖται μέσα σέ μεγάλο χρονικό διάστημα, γίνεται ἕνα μέ τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἰδιαίτερα στούς ἀμελέστερους.

Κάθε φαγητό πού ἡ ἐρεθιστική μυρωδιά του σέ κάνει καί τό ζητᾶς, μή θελήσεις νά τό προσφέρεις στόν ἑαυτό σου καί μάλιστα, ὅταν εἶσαι ὑγιής· καί αὐτό πού ἐπιθυμεῖς, μήν τό φᾶς, ἀλλά τρώγοντας αὐτά πού σοῦ στέλνει ὁ Θεός, νά τόν εὐγνωμονεῖς ὅλη τήν ὥρα. “Τά ψωμάκια μας τά φάγαμε” σάν μοναχοί, ἀλλά ἀκόμη δέν γίναμε μοναχοί.

Ἀπόκτησε λοιπόν ἀνδρικό φρόνημα, γιά νά μή φαίνεται τό σχῆμα πού φορᾶς σάν ξένο, ἀδελφέ μου, ἀλλά ἔχε τή σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τήν ταπείνωση».

 

  1. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Εἴτε πέφτεις νάκοιμηθεῖς εἴτε σηκώνεσαι ἤὁτιδήποτε ἄλλο κάνεις, ἐάν ἔχεις τόν Θεό μπροστά σου, σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά σέ φοβίσει ὁ ἐχθρός· καί ἐφόσον ὁ λογισμός αὐτός μείνει σταθερά προσηλωμένος στόν Θεό, τότε καί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θά μείνει μέσα σ᾿ αὐτόν».

 

  1. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Φρόντισε μέἰδιαίτερη προσοχήνά μήν ἁμαρτάνεις, γιά νά μήν προσβάλεις τόν Θεό πού κατοικεῖ μέσα σου καί τόν διώξεις ἀπ᾿ τήν ψυχή σου».

 

 

Κεφάλαιο Β´

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Ἀντώνιος: «Ὅπως ἀκριβῶς τάψάρια πεθαίνουν, ὅταν μένουν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα στή στεριά, ἔτσι καί οἱ μοναχοί, ὅταν καθυστεροῦν ἔξω ἀπό τό κελί ἤ περνοῦν τήν ὥρα τους μέ κοσμικούς, χαλαρώνει μέσα τους ὁ ρυθμός τῆς ἄσκησης.

 

  1. Ὁἀββᾶς Βιτίμης διηγήθηκε τόἑξῆς: «Κάποτε καθώς κατέβαινα στή Σκήτη, κάποιοι μοῦ ἔδωσαν λίγα μῆλα, γιά νά τά μεταφέρω στούς Γέροντες. Καί ἐγώ κτύπησα τήν πόρτα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, γιά νά τοῦ τά δώσω. Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος: “Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δέν θά ἤθελα τούτη τήν ὥρα νά μοῦ κτυπήσεις τήν πόρτα, κι ἄν ἀκόμη μοῦ μετέφερες τό μάννα. Μήν πᾶς καί σέ κανένα ἄλλο κελί”. Ἐγώ τότε ἀνεχώρησα γιά τό κελί μου καί πρόσφερα τά μῆλα στήν ἐκκλησία».

 

  1. Κάποιος ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶἨσαΐα: «Πῶς πρέπει νάἡσυχάζει κανείς μέσα στό κελί;» Καί ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας: «Τό νά ἡσυχάζει κανείς στό κελί σημαίνει νά ἐκθέτει συνεχῶς τόν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά ἐπιστρατεύει ὅλη του τή δύναμη γιά νά ἀντιστέκεται σέ κάθε λογισμό πού σπέρνει ὁ ἐχθρός· γιατί αὐτό σημαίνει ἀναχώρηση ἀπό τόν κόσμο».

Καί εἶπε ὁ ἀδελφός: «Τί σημαίνει κόσμος;» «Κόσμος εἶναι ―ἀπάντησε ὁ Γέροντας― τό νά διασπᾶται κανείς σέ πολλές καί διάφορες ὑποθέσεις. Κόσμος εἶναι τό νά ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι τά ἀντίθετα πρός τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά ἱκανοποιοῦν τά σαρκικά τους θελήματα. Κόσμος εἶναι τό νά νομίσει κανείς ὅτι μένει παντοτεινά στή ζωή αὐτή. Κόσμος εἶναι νά φροντίζει γιά τό σῶμα πρός βλάβην τῆς ψυχῆς καί νά καυχιέται γι᾿ αὐτά πού ἀφήνει πίσω του. Κι αὐτά δέν τά εἶπα ἀπό μόνος μου, ἀλλά ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι πού τά λέει: Μήν ἀγαπᾶτε τόν κόσμο μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου (Α´ Ἰω. 2, 15)».

 

  1. ὉἀββᾶςΘεόδωρος τῆς Φέρμης εἶπε: «Ὁ ἄνθρωπος πού γνώρισε τή γλυκύτητα τοῦ κελιοῦ, ἀποφεύγει τόν πλησίον του χωρίς αὐτό νά σημαίνει περιφρόνηση».

 

  1. Ὁἀββᾶς Μακάριος ὁΜέγας ἔλεγε στούς ἀδελφούς στή Σκήτη, μόλις ἔκαμνε ἀπόλυση τῆς ἐκκλησίας: «Φεύγετε, ἀδελφοί». Καί τοῦ εἶπε ἕνας ἀπό τούς Γέροντες: «Πάτερ, πιό πέρα ἀπό τήν ἔρημο αὐτή ποῦ μποροῦμε νά φύγουμε;» Κι ἐκεῖνος ἔβαζε τό δάχτυλο στό στόμα του καί ἔλεγε: «Αὐτό νά φεύγετε»· καί ἔμπαινε μέσα στό κελί του, ἔκλεινε τή θύρα καί καθόταν.

 

  1. Ἕνας ἀδελφός ἐπισκέφθηκε στήΣκήτη τόν ἀββᾶΜωυσῆ καί τοῦ ζήτησε νά τοῦ πεῖ κάποιον λόγο. Καί ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πήγαινε, κάθησε στό κελί σου καί τό κελί σου θά σοῦ τά διδάξει ὅλα».

 

  1. Εἶπε πάλι: «Ἄν ἀγαπᾶς τήσιωπή, θάἔχεις ἀνάπαυση, σέ ὅποιον τόπο κι ἄν κατοικήσεις».

 

  1. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ἡσωστήπαραμονή στό κελί γεμίζει τόν μοναχό μέ ἀγαθά».

 

  1. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος πούἁμάρτησε στόν Θεό, ὀφείλει νάξεκόψει τόν ἑαυτό του ἀπό κάθε ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἕως ὅτου πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔγινε φίλος του. Γιατί ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».

 

  1. Κάποιος ἀδελφός ρώτησε ἕναν Γέροντα: «Τίεἶναι ἡσυχία καίσέ τί ὠφελεῖ;» Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἡσυχία εἶναι τό νά μένεις στό κελί σου μέ ἐπίγνωση καί φόβο Θεοῦ, μακριά ἀπ᾿ τή μνησικακία καί τήν ὑψηλοφροσύνη. Μιά τέτοια ἡσυχία γεννᾶ ὅλες τίς ἀρετές καί προστατεύει τόν μοναχό ἀπό τά πυρωμένα βέλη τοῦ ἐχθροῦ καί δέν τόν ἀφήνει νά πληγώνεται ἀπ᾿ αὐτόν.

 

 

Κεφάλαιο Γ´

  1. Ἕνας ἀδελφός εἶπε στόν ἀββᾶΠοιμένα: «Μέταράζουν οἱ λογισμοί μου καί δέν μ᾿ ἀφήνουν νά φροντίσω γιά τίς ἁμαρτίες μου ἀλλά μέ κάνουν νά προσέχω τίς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου». Ὁ Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιά τόν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στό κελί του ἔκλαιγε πάντοτε γιά τόν ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ μαθητής του καθόταν σέ ἄλλο κελί. Πῆγε λοιπόν κάποια φορά ὁ μαθητής στό κελί τοῦ Γέροντα καί τόν βρῆκε νά κλαίει· ὁπότε τοῦ λέει: «Πάτερ, γιατί κλαῖς;» Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τίς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω». Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Δέν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ» καί ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται: «Ἀλήθεια, ἄν ἀφεθῶ νά δῶ τίς ἁμαρτίες μου, δέν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἤ τέσσερες νά κλαῖνε μαζί μου γι᾿ αὐτές». Εἶπε λοιπόν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού γνώρισε τόν ἑαυτό του».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Εὐάγριος: «Νάθυμᾶσαι πάντοτε τήν αἰώνια κρίση, νά μήν ξεχνᾶς τήν ἔξοδό σου ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί τότε δέν θά ὑπάρχει ἁμαρτία στήν ψυχή σου».

 

  1. Ὁἀββᾶς Ἠλίας εἶπε: «Ἐγώτρία πράγματα φοβοῦμαι· τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, τή συνάντησή μου μέ τόν Θεό καί τήν ἔκδοση τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης γιά μένα».

 

  1. Ὁἀββᾶς Ἠσαΐας εἶπε: «Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτός πούζεῖ τή ζωή τῆς ἡσυχίας νά βάζει τόν φόβο τῆς συνάντησης μέ τόν Θεό μπροστά ἀπό τήν ἀνάσα του· γιατί ἐνόσω ἡ ἁμαρτία πείθει τήν καρδιά του νά τήν ἀκολουθεῖ, δέν ἦρθε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀκόμα καί βρίσκεται μακριά ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ».

 

  1. Ὁἴδιος ὁἀββᾶς Θεόφιλος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, τήν ὥρα πού πέθαινε εἶπε: «Καλότυχος εἶσαι, ἀββᾶ Ἀρσένιε, γιατί παντοτεινά εἶχες στή μνήμη σου αὐτή τήν ὥρα».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Λογγίνος: «Ἡνηστεία ταπεινώνει τό σῶμα, ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τόν νοῦ, ἡ ἡσυχία φέρνει τό πένθος, τό πένθος βαπτίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἁμαρτία».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Μωυσῆς: «Ὅσοι νικηθήκαμε ἀπόκάποιο σωματικό πάθος, ἄς μήν ἀμελήσουμε νά μετανοήσουμε καί νά πενθήσουμε τούς ἑαυτούς μας, προτοῦ μᾶς βρεῖ τό πένθος τῆς κρίσεως».

 

  1. Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶΠοιμένα: «Τίνά κάνω μέ τίς ἁμαρτίες μου;» Καί ἀπαντώντας ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Αὐτός πού θέλει νά λυτρωθεῖ ἀπό τίς ἁμαρτίες του, μέ δάκρυα λυτρώνεται ἀπ᾿ αὐτές· καί ἐκεῖνος πού θέλει νά ἀποκτήσει ἀρετές, μέ δάκρυα τίς ἀποκτᾶ. Γιατί τό νά κλαῖμε εἶναι ἡ ὁδός πού μᾶς παρέδωσε ἡ Γραφή, καθώς καί οἱ πατέρες, πού ἔλεγαν: κλάψτε· ἄλλη ὁδός δέν ὑπάρχει παρά μόνον αὐτή».

 

  1. Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶΠοιμένα: «Τίνά κάνω;» Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τήν ὥρα πού ὁ Θεός θά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, γιά ποιό πράγμα θά ἀνησυχήσουμε;» Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Γιά τίς ἁμαρτίες μας». Λέει λοιπόν ὁ Γέροντας: «Ἄς μποῦμε ἑπομένως στό κελί μας καί μένοντας ἐκεῖ ἄς θυμόμαστε τίς ἁμαρτίες μας καί τότε ὁ Κύριος θά μᾶς βοηθάει σέ ὅλα».

 

  1. Ὁἀββᾶς Παῦλος εἶπε: «Μέχρι τόλαιμό εἶμαι βυθισμένος σέ βοῦρκο καί κλαίω μπροστά στόν Κύριο λέγοντας: Ἐλέησέ με».

 

  1. Εἶπε ὁἀββᾶς Ὑπερέχιος: «Ὁμοναχός τή νύκτα τήν κάνει μέρα ἀγρυπνώντας καί ἐπιμένοντας στήν προσευχή. Ἔτσι κατανύσσοντας τήν καρδιά του χύνει δάκρυα καί ἐπικαλεῖται ἀπό τόν οὐρανό ἔλεος».

 

  1. Ἕνας ἀδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Πῶς ἔρχεται ὁφόβος τοῦΘεοῦ στίς ψυχές;» Ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ταπείνωση καί τήν ἀκτημοσύνη καί τό νά μήν κρίνει τούς ἄλλους, θά ᾿ρθει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν».

 

  1. Ἕνας Γέροντας εἶπε: «Σέκεῖνον πούμετανοεῖ ἁρμόζει νά κάνει αὐτά: νά ζήσει μόνος, νά ἔχει φροντίδα γιά τήν ψυχή του, νά πενθεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του, νά μήν ἔχει μέριμνα γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, κανένα νά μή στενοχωρήσει, τόν ἑαυτό του νά θλίβει, τόν ἑαυτό του νά ἐλέγχει, νά ζεῖ στερημένα, νά κρίνει τόν ἑαυτό του, πάντοτε νά ἀγρυπνεῖ καί μέ πόνο καρδιᾶς νά ζητάει ἀπό τόν Θεό τό ἔλεός του».

 

  1. Εἶπε πάλι: «Ἀλίμονόσου, ψυχή, γιατίσυνήθισες μόνο νά ζητᾶς τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά τόν ἀκοῦς καί τίποτε νά μήν κάνεις ἀπό ὅσα ἀκοῦς. Ἀλίμονό σου, σῶμα, γιατί ξέρεις αὐτά πού σέ μολύνουν καί πάντοτε αὐτά ζητᾶς, τόν χορτασμό καί τήν ἀπόλαυση. Ἀλίμονο στόν νεώτερο πού γεμίζει τήν κοιλιά του καί δίνει ἐμπιστοσύνη στό θέλημά του, γιατί ἔτσι εἶναι μάταιη ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου πού ἔκανε».

 

  1. Κάποιος Γέροντας πούἔμενε στόκελί του ὁλομόναχος, ἔκανε ἑξήντα χρόνια μοναχός χωρίς νά σταματήσει ποτέ νά κλαίει. Καί ἔλεγε πάντα: «Τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας, μᾶς τόν ἔχει δώσει ὁ Θεός γιά μετάνοια καί πολύ θά τόν ἀναζητήσουμε κάποτε».