Ἀπό τό πάθημα τοῦ Ἀδάμ στή λύτρωση
Κεντρική διάθεση: Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»
https://toperivoli.gr/product/ἀπό-τό-πάθημα-τοῦ-ἀδάμ-στή-λύτρωση/
Περιεχόμενα
Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν…………………………11
Ἀντί προλόγου
«…πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων»……………………..21
Α΄
Τί εἶναι νεύρωση;
Πῶς παρουσιάζουν τή νεύρωση οἱ εἰδικοί……………….37
«Αὐτός τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε…»……………………..57
Β΄
Οἱ πρωτόπλαστοι, ἡ ἁμαρτία, ἡ νεύρωση
Ἡ ἠθική συνείδηση……………………………………………………71
Ἡ βαθύτερη αἰτία: ὁ ἐγωισμός………………………………….84
«Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»…………………………………………………………..92
Γ΄
Τά κύρια στοιχεῖα τῆς νευρώσεως
Ἡ ἐνοχή……………………………………………………………………..107
Τό ἄγχος…………………………………………………………………….129
Ἡ διαταραχή τῆς ἱκανότητας
τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς…………………………………………136
Δ΄
Ὁ νευρωτικός καί ὁ ποιμένας-θεραπευτής
Μεταβίβαση……………………………………………………………….155
Ποιός μπορεῖ νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο;…………………172
Γιατί ὁ νευρωτικός
δύσκολα πηγαίνει στόν ἱερέα;…………………………………..181
Ἀρνητική μεταβίβαση………………………………………………..191
Τό πρόβλημα
τῆς καταλληλότητος τοῦ ποιμένος…………………………..205
Ἀντιμεταβίβαση………………………………………………………..225
Ἡ ψυχική ἀντίσταση…………………………………………………233
Τό «ἀγγελικό πλέγμα» τοῦ ποιμένος……………………….244
Κάτι πού εἶναι δυστυχῶς ἀναπόφευκτο…………………..251
Ε΄
Ἡ πνευματική ζωή ὡς βάση τῆς ψυχικῆς ὑγείας
Ἡ ἀπό τοῦ παραδείσου ἐξορία τοῦ Ἀδάμ…………………263
Τί εἶναι πνευματική ζωή;
Ἡ ζωή τῆς ἀλήθειας………………………………………………….271
Στ́΄
Θεμελιώδεις ἀρχές τῆς πνευματικῆς ζωῆς–
βασικοί ὅροι γιά τή θεραπεία τῆς νευρώσεως
Ἀνεπιφύλακτη πίστη στόν Θεό………………………………..277
Ἀπώτερος σκοπός τοῦ ἀνθρώπου
ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ………………………………………………………..287
Ἡ ἀναγνώριση τῆς ὑπάρξεως τῆς ἁμαρτίας……………298
Τί εἶναι ἁμαρτία;……………………………………………………….306
«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»……………….320
Ἡ ἀποδοχή τῆς ἐνοχῆς……………………………………………..337
Ὅ,τι θά γίνει καί στή Δευτέρα Παρουσία…………………347
Ἡ ἀποδοχή τοῦ πάθους…………………………………………….360
Ζώντας τό πάθος μας
μέσα στό πάθος τοῦ Χριστοῦ,
λυτρωνόμαστε…………………………………………………………..371
Ἡ ἐσχατολογική προοπτική……………………………………..382
Ἡ λατρευτική ζωή……………………………………………………..392
Εἰσαγωγικό σημείωμα
Ἡ πρώτη ἀσθένεια πού ἐμφανίστηκε στό ἀνθρώπινο γένος ἔχει νά κάνει μέ τό πάθημα τοῦ Ἀδάμ ἐκεῖ στόν παράδεισο. Ὁ Ἀδάμ, μετά τήν πτώση του, δέν πῆρε τήν ἀληθινή στάση, πού θά ἦταν νά ὁμολογήσει τήν ἁμαρτία του καί νά ζητήσει συγγνώμη ἀπό τόν Θεό, ἀποδεχόμενος τήν ἐνοχή του καί τίς συνέπειες αὐτῆς. Ἀλλά τί ἔκανε; Ἀπέκρυψε τήν ἁμαρτία του, ἀπωθώντας ἔτσι καί τήν ὅλη ἐνοχή στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς του, καί μάλιστα ἔριξε τήν εὐθύνη γιά τήν πτώση του στόν Θεό. Ἡ συμπεριφορά του αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά δημιουργηθεῖ μέσα στόν ψυχικό του κόσμο ἕνα σύμπλεγμα, πού μπορεῖ νά ταυτιστεῖ μέ ὅ,τι ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους ὀνομάζει νεύρωση. Ὁ Ἀδάμ λοιπόν εἶναι ὁ πρῶτος νευρωτικός ἄνθρωπος.
Ἡ ἀσθένεια αὐτή παραμένει ἀπό τότε μέχρι σήμερα στό ἀνθρώπινο γένος καί ὥς ἕνα σημεῖο ἔχει προσβάλει ὅλους μας, καθώς κάθε ἄνθρωπος, ὡς ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, ἀντιδρᾶ λίγο πολύ ὅπως κι ἐκεῖνος στή σχέση του μέ τόν Θεό, ἀφοῦ κουβαλάει μέσα του κληρονομικῷ τῷ τρόπῳ τό ὅλο πάθημα τοῦ Ἀδάμ καί τίς συνέπειές του. Μέ αὐτή τήν ἀρρώστια, τή νεύρωση, καί τήν αἰτία πού τήν προκαλεῖ, ἀσχολεῖται τό βιβλίο αὐτό.
***
Πρίν ἀπό 43 χρόνια, τό φθινόπωρο τοῦ 1967, ὁ π. Συμεών ἄρχισε μιά σειρά ὁμιλιῶν, οἱ ὁποῖες συνεχίστηκαν μέχρι τήν ἄνοιξη τοῦ 1969. Οἱ ὁμιλίες ἐκεῖνες, πού ἀποτελοῦν καί τό περιεχόμενο τοῦ παρόντος βιβλίου, ἔγιναν μέ βάση τή διατριβή ἐπί ὑφηγεσίᾳ «Ἡ νεύρωσις ὡς ‘‘ἀδαμικόν πλέγμα’’» (Συμβολή εἰς τήν Ποιμαντικήν Θεολογίαν), Θεσσαλονίκη 1966 (στό ἑξῆς: Νεύρωση), τοῦ ὁμοτίμου πλέον καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κ. Ἰωάννου Κορναράκη, ἡ ὁποία διατριβή ἀσχολεῖται ἀκριβῶς μέ τήν ἀσθένεια αὐτή.
Ὁ ὁμιλητής στηρίχτηκε στίς ψυχολογικές ἔννοιες, τήν ὁρολογία καί τή δομή τῆς ἐν λόγῳ ἐπιστημονικῆς ἐργασίας καί τίς χρησιμοποίησε, γιά νά δημιουργήσει τίς ὁμιλίες αὐτές. Καί βέβαια πραγματεύτηκε τά θέματα τῶν ὁμιλιῶν του καί ἀπό τήν πλευρά τήν πνευματική, μέ τήν πείρα πού ἔχει ὡς πνευματικός, λόγῳ τῆς ἄμεσης ἐπικοινωνίας του μέ τούς χριστιανούς καί γενικότερα καί εἰδικότερα στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως.
Τό παρόν βιβλίο –στό ὁποῖο ὑπάρχει μιά ἀρκετά μεγάλη ποικιλία θεμάτων καί ἀνάλογη πληθώρα ὁρολογίας ψυχιατρικῆς φύσεως– εἶναι χωρισμένο σέ ἕξι κεφάλαια.
Στό πρῶτο κεφάλαιο οἱ εἰδικοί μᾶς λένε τί εἶναι ἡ νεύρωση καί ποῦ ὀφείλεται. Ἐδῶ κυριαρχεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐνοχῆς, ἡ ὁποία ἐνοχή συνδέεται ἄμεσα μέ τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας.
Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ βαθύτερη αἰτία πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποδέχεται τήν ἐνοχή του –δέν θέλει δηλαδή νά αἰσθάνεται ἔνοχος– καί τήν ἀπωθεῖ, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ πρωτόπλαστοι; Ποιός εἶναι ὁ ρόλος τῆς ἠθικῆς συνειδήσεως μέσα στόν ἄνθρωπο καί ποιά ἡ σχέση της μέ τήν ἐνοχή; Τί συνέβη στόν Ἀδάμ ἐκεῖ στόν παράδεισο μετά τήν πτώση του –καί ἔκτοτε στόν καθένα μας κάθε φορά πού ἁμαρτάνουμε; Ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα αὐτά δίδονται στό δεύτερο κεφάλαιο. Τό κύριο βάρος πέφτει στόν ἐγωισμό, πού εἶναι ἡ βασική αἰτία τῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐνοχῆς.
Στό τρίτο κεφάλαιο, καθώς ἀναπτύσσονται τά κύρια χαρακτηριστικά στοιχεῖα τῆς νευρώσεως, πού εἶναι ἡ ἐνοχή καί μάλιστα ἡ ἀπωθημένη ἐνοχή, τό ἄγχος καί ἡ διαταραχή τῆς ἱκανότητας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς, συνειδητοποιοῦμε πόσο κι ἐμεῖς εἴμαστε τελικά προσβεβλημένοι ἀπό τήν ἀρρώστια αὐτή χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε.
Γιά τή θεραπεία τῆς ἀσθένειας αὐτῆς τό πρῶτο-πρῶτο πού πρέπει νά γίνει –λένε οἱ εἰδικοί– εἶναι νά ἔλθει ὁ ἀσθενής σέ προσωπική ἐπαφή μέ κάποιον, ὁ ὁποῖος θά ἀναλάβει νά κάνει τό ἔργο τοῦ θεραπευτῆ, τοῦ ἰατροῦ. Αὐτό χαρακτηρίζεται ἀπό ὅλους τούς ψυχοθεραπευτές «ὡς τό κυριότερο θεραπευτικό μέσο». Ἀλλά πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἤδη μιά τέτοια προσωπική ἐπαφή καί σχέση μεταξύ ἱερέως καί πνευματικοῦ τέκνου προσφέρεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς τό μέσον γιά τή συγχώρηση τῆς ἁμαρτίας, πού συντελεῖται εἰδικότερα κατά τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Γι᾿ αὐτή τήν προσωπική σχέση θεραπευτῆ καί νευρωτικοῦ, καί εἰδικότερα ἱερέως καί πνευματικοῦ τέκνου, μέ ἀπώτερο σκοπό τή θεραπεία τοῦ τελευταίου, γίνεται λόγος στό τέταρτο κεφάλαιο. Στή σχέση αὐτή μπορεῖ νά ἐμφανιστοῦν δυσκολίες τόσο ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἀρρώστου ὅσο καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ θεραπευτῆ. Ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης θά ἔλθει σέ ἐπαφή μέ ἔννοιες ἄγνωστες ἴσως σ᾿ αὐτόν ἀπό ἀπόψεως ὁρολογίας ὄχι ὅμως καί ἀπό ἀπόψεως βιώματος, ὅπως εἶναι ἡ θετική καί ἀρνητική μεταβίβαση, ἡ ἀντιμεταβίβαση, ἡ ψυχική ἀντίσταση, τό ἀγγελικό πλέγμα τοῦ ποιμένα. Ἐδῶ θίγεται καί τό πρόβλημα τῆς καταλληλότητας τοῦ ποιμένα-πνευματικοῦ ὡς θεραπευτῆ.
Προχωρώντας στό πέμπτο κεφάλαιο, γίνεται σαφές ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι ἡ βάση τῆς ψυχικῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅτι βασικός ὅρος τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀλλά καί τῆς ψυχικῆς ὑγείας εἶναι τό νά ζεῖ κανείς ἀληθινά. Βαθιά μέσα του ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ τήν ἀλήθεια· ὄχι νά ξεφεύγει ἀπό τήν πραγματικότητα καί νά ζεῖ μέ ἀπωθήσεις, συμπλέγματα, ἀτακτοποίητα βιώματα καί ὑπεκφυγές. Ἀξίζει νά προσέξει κανείς τόν καθοριστικό ρόλο πού παίζει ἡ πνευματική ζωή στήν πρόληψη τῆς νευρώσεως ἤ, στήν περίπτωση πού ἐκδηλώθηκε ἡ νεύρωση, στή θεραπεία της.
Ποιές ὅμως εἶναι οἱ θεμελιώδεις ἀρχές τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖες ἀναγνωρίζονται ὡς ὅροι τῆς ψυχικῆς ὑγιεινῆς καί εἶναι βασικοί ὅροι γιά τή θεραπεία τῆς νευρώσεως; Στό ἕκτο κεφάλαιο γίνεται ἐκτενής λόγος γι᾿ αὐτούς τούς ὅρους, πού εἶναι ἡ ἀνεπιφύλακτη πίστη στόν Θεό, ἡ ἀναγνώριση τῆς ὑπάρξεως τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀποδοχή τῆς ἐνοχῆς, ἡ ἀποδοχή τοῦ πάθους, ἡ ἐσχατολογική προοπτική, ἡ λατρευτική-μυστηριακή ζωή, χωρίς τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά θεραπευτεῖ ἡ νεύρωση κατά πλήρη καί ὁριστικό τρόπο.
***
Ἐπιβάλλεται, νομίζουμε, νά ἀναφερθοῦμε λίγο στό βιβλίο «Ἡ νεύρωση ὡς ‘‘ἀδαμικό πλέγμα’’», πού ἀποτελεῖ, ὅπως ἐλέχθη, τή βάση τῶν ὁμιλιῶν τοῦ παρόντος βιβλίου.
Ἡ διατριβή τοῦ κ. Κορναράκη ὡς ἐπιστημονική ἐργασία παρουσιάζει ὁπωσδήποτε δυσκολία στήν κατανόηση τῶν ἐννοιῶν καί ὅρων πού χρησιμοποιεῖ ὁ συγγραφέας. Αὐτό σημαίνει πώς, καθ᾿ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπεξεργασίας τῶν ὁμιλιῶν, συναντήσαμε ἀρκετές δυσκολίες, καθώς ἔπρεπε νά συμβουλευόμαστε καί νά βοηθούμαστε ἀπό τήν ἐν λόγῳ ἐργασία. Γι᾿ αὐτό, ζητοῦμε καί ἀπό τούς εἰδικούς, πού τυχόν θά διαβάσουν τό ἀνά χεῖρας βιβλίο, καί γενικά ἀπό τούς ἀναγνῶστες, τήν ἐπιείκειά τους γιά τά ὁποιασδήποτε μορφῆς λάθη πού ἐνδεχομένως θά συναντήσουν, παρά τήν προσπάθειά μας νά τά ἀποφύγουμε.
Ἄς σημειωθεῖ ἐπίσης ὅτι, ξεκινώντας τήν ἐργασία μας αὐτή, εἴχαμε ἐπικοινωνία μέ τόν συγγραφέα, ὁ ὁποῖος συνδέεται ἀπό τότε μέ πνευματική φιλία μέ τόν ὁμιλητή. Τόν ἐνημερώσαμε γιά τό βιβλίο πού σκεπτόμασταν νά ἑτοιμάσουμε, καί μᾶς ἔδωσε ἐκθύμως τήν ἄδεια νά χρησιμοποιήσουμε τή διατριβή του, καί μάλιστα τήν ἔκδοση τοῦ 2009. Νομίζουμε ὅτι ἔχει ἐνδιαφέρον νά παραθέσουμε κάποια σχόλια γιά τό βιβλίο, πού ἔγιναν κατά τήν παρουσίαση τῆς νέας ἐκδόσεως σέ εἰδική ἐκδήλωση. Ἐκεῖ, μεταξύ τῶν ἄλλων, τονίστηκε ὅτι τό βιβλίο τοῦ κ. Κορναράκη ἦταν –καί εἶναι– καί δυνατό καί τολμηρό, μέ τήν ἔννοια ὅτι «εἰσάγει τό γεφύρωμα θεολογίας καί ψυχοθεραπείας/ψυχολογίας», καθώς «ἐπιχειρεῖ μιά ἀνακεφαλαίωση θεωριῶν καί ἀντιλήψεων ψυχολογίας καί ψυχανάλυσης σέ παραλληλισμό ἤ συνδυασμό μέ τίς βασικές καταβολές τῆς χριστιανικῆς παράδοσης καί θεολογίας». Ἀπό αὐτήν, ἑπομένως, τήν ἄποψη τό βιβλίο συνιστᾶ πολύτιμη συμβολή στόν τομέα τῆς ποιμαντικῆς ψυχολογίας.
Οἱ ὁμιλίες τοῦ παρόντος βιβλίου προσφέρουν ἁπλοποιημένες, καί γι᾿ αὐτό πιό εὔκολα κατανοητές, τίς ἔννοιες τῆς ἐργασίας τοῦ κ. Κορναράκη. Ἡ ἰδιαίτερη δέ συμβολή τοῦ ἀνά χεῖρας βιβλίου εἶναι ὅτι ὁ ὁμιλητής, καί ὡς ἐκ τῆς θέσεώς του ὡς πνευματικοῦ, χειραγωγεῖ βῆμα πρός βῆμα τόν ἀναγνώστη (αὐτόν πού ἔχει ἀνάγκη θεραπείας, καθώς στενάζει κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἀπωθημένης ἐνοχῆς καί ὅλων τῶν συνεπειῶν πού ἀπορρέουν ἀπό τό πάθημα τοῦ Ἀδάμ) καί τόν βοηθάει νά περπατήσει μέ ἀσφάλεια καί νά διανύσει ὁμαλά αὐτή τήν πορεία ἐν Χριστῷ, γιά νά φτάσει στό τέρμα, ὥστε ὄχι μόνο ἀπό τήν κόλαση τῆς ἐνοχῆς (ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας) νά βγεῖ στήν παραδεισένια χαρά τῆς λυτρώσεως ἀπό τή νεύρωση, ἀλλά καί ἀπό τήν ἁμαρτία νά ἐλευθερωθεῖ, τήν αἰτία δηλαδή πού δημιούργησε τή νεύρωση. Ἡ πείρα τῆς Ἐκκλησίας διδάσκει ὅτι μπορεῖ κανείς νά ζήσει τήν ἐλευθερία αὐτή ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Ὄχι κάποτε.
Ἐν κατακλεῖδι, θά λέγαμε ὅτι ὁ σκοπός καί ὁ κύριος χαρακτήρας τῶν ὁμιλιῶν, ὅπως θά διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης, εἶναι πρωτίστως ἀφυπνιστικός, παράλληλα ὅμως καί παρηγορητικός, ἀνακουφιστικός, μέ τήν ἔννοια ὅτι προσφέρει λύτρωση στόν ἔνοχο ἄνθρωπο, λύση στό ὅλο δράμα τοῦ Ἀδάμ. Προσωπικός καημός τοῦ ὁμιλητῆ εἶναι, μέ ὅσα λέει καί ἐξηγεῖ, νά βοηθήσει τόν ἀναγνώστη νά προβληματιστεῖ καί νά εὐαισθητοποιηθεῖ πάνω στό μεγάλο θέμα ἁμαρτία-ἐνοχή, ὁπότε νά αἰσθανθεῖ μόνος του τήν ἀνάγκη νά ἀναζητήσει βοήθεια, θεραπεία καί λύτρωση ἐκεῖ πού προσφέρεται αὐτή: μέσα στήν Ἐκκλησία. Διότι, ὅπως τονίζει ὁ ὁμιλητής,3 κατά τήν πίστη μας, κατά τό Εὐαγγέλιό μας, δέν θεραπεύεται καί δέν λυτρώνεται ὁ ἄνθρωπος, παρά ἀφοῦ λάβει τήν ἄφεση, ἡ ὁποία δίδεται ἀπό Ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἔρχεται καί σηκώνει τήν ἁμαρτία τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
Μέ τήν ἐνανθρώπηση καί τή σταύρωσή του ὁ Χριστός μπαίνει στή θέση ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος –καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά, προσωπικά– ἡ ὁποία ἀνθρωπότητα ἀποθέτει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅλη τήν ἐνοχή της καί ὅλες τίς ἁμαρτίες της. Ἀπό τίς ὁποῖες ἁμαρτίες καθαίρεται ὁ ἄνθρωπος, ἀκριβῶς διότι ὑπάρχει ὁ λυτρωτής, ὁ ὁποῖος ἀφαιρεῖ τό φορτίο ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο καί τό σηκώνει ὁ ἴδιος, καί ὡς Θεός πού εἶναι ἐξαλείφει τήν ἁμαρτία. Παύει δηλαδή νά ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία. Αὐτό γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία ἐν τῷ εἰδικῷ μυστηρίῳ τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Ἀλλά γιά νά γίνει αὐτό χρειάζεται προσωπική ἐπαφή, προσωπική σχέση ἐπικοινωνίας τοῦ πνευματικοῦ μέ τόν (ψυχολογικά καί πνευματικά) ἄρρωστο ἄνθρωπο, ὥστε νά νιώσει αὐτός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τή λυτρωτική χάρη τοῦ Χριστοῦ χειροπιαστή νά περνάει μέσα στήν ὕπαρξή του.
Ὁ Χριστός λοιπόν συγχωρεῖ, ὁ Χριστός προσφέρει τή λύτρωση. Καί αὐτό εἶναι, ἀδελφοί μου, τό μεγάλο ἀγαθό πού ἔχουμε ἐμεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄς μή χάνουμε τήν εὐκαιρία αὐτή.
Ἀπό τό κεφάλαιο: Τά κύρια στοιχεῖα τῆς νευρώσεως
ἕνα μέρος τῆς ὁμιλίας: Ἡ ἐνοχή
Τά χαρακτηριστικά τῆς νευρώσεως
Τά χαρακτηριστικά τῆς νευρώσεως εἶναι ἡ ἐνοχή, ἡ ἀπώθηση τῆς ἐνοχῆς, τό ἄγχος, ἡ ἐπιθετικότητα. Δηλαδή, ἐκεῖνος πού εἶναι νευρωτικός, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ἐπιτεθεῖ ἤ ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του ἤ ἐναντίον κάποιου ἄλλου. Εἴδαμε ὅτι ὁ Ἀδάμ ἐπιτέθηκε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Καί κάθε νευρωτικός σέ τελευταία ἀνάλυση ἐκεῖ φθάνει. Καί ὅταν δηλαδή ἐπιτίθεται ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του καί θέλει, τρόπον τινά, νά τόν πνίξει, στήν πραγματικότητα ἐπιτίθεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, διότι θέλει, ἄν εἶναι δυνατόν, νά ἐξαφανίσει ἀπό προσώπου τῆς γῆς τόν ἑαυτό του, πού εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό τῆς νευρώσεως εἶναι ἡ διαταραχή τῆς ἱκανότητας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς. Δηλαδή, ὁ νευρωτικός καταντάει σέ μιά κατάσταση τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά διακρίνει τό ἀπόλυτο ἀπό τό σχετικό καί τό σχετικό ἀπό τό ἀπόλυτο. Αὐτό συνέβη στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά ἐμπιστευθεῖ στόν ἀπόλυτο Θεό, ἀλλά καταφεύγει σέ κάτι τό πρόχειρο, τό στιγμιαῖο. Καί ἐκείνη τήν ὥρα ἀπολυτοποιεῖ τό ψέμα, στηρίζεται στό ψέμα, γιά νά μπορέσει νά ξεφύγει πρός τό παρόν ἀπό τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα ὁ Ἀδάμ δέν μπορεῖ νά ξεχωρίσει μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο: τοῦ ἀπολύτου Θεοῦ καί τοῦ ψεύδους, τό ὁποῖο εἶναι τόσο σχετικό· εἶναι οὐσιαστικά ἀνύπαρκτο. «Ἔτσι, ὁ Ἀδάμ προδίδει ὁλοφάνερα τή διαταραχή τῆς ἱκανότητας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς, τήν ὁποία βιώνει ἔντονα. Αὐτή ἡ ἀδυναμία τοῦ Ἀδάμ νά ἐπιλέξει μέ ἐπιτυχία τήν ἀξία τήν ὁποία πάσῃ θυσίᾳ θά ἔπρεπε νά σεβαστεῖ, ἐπιβεβαιώνει τό γεγονός ὅτι βιώνει ψυχική διαταραχή, ἡ ὁποία συμπίπτει πρός τή νευρωτική διαταραχή».4 Στή διαταραχή τῆς ἱκανότητας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς ὀφείλεται τό ὅτι καμιά φορά ὁ νευρωτικός πιάνεται ἀπό ἀνύπαρκτα πράγματα, καθώς δέν μπορεῖ νά δεῖ τήν κλίμακα τῶν ἀξιῶν καί νά πιαστεῖ ἀπό τά ὑψηλότερα.
Ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου πού χρησιμοποιοῦμε, ἀναφέρει στό εἰδικό κεφάλαιο τά πέντε αὐτά χαρακτηριστικά καί στή συνέχεια κάνει ἐκτενή λόγο γιά τρία χαρακτηριστικά, σημειώνοντας τό ἑξῆς: «Γιά νά μή λάβει δέ μεγάλη ἔκταση μιά τέτοια ἐξέταση, λόγῳ ἐλλείψεως χώρου περιορίζουμε τά πέντε κύρια στοιχεῖα τῆς νεύρωσης σέ τρία, δεδομένου ἄλλωστε ὅτι ἀφ᾿ ἑνός ἡ ἐνοχή καί ἡ ἀπώθηση τῆς ἐνοχῆς καί ἀφ᾿ ἑτέρου ἡ ἐπιθετικότητα καί ἡ διαταραχή τῆς ἱκανότητας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς εἶναι δυνατόν νά ἐξετασθοῦν ὡς ἕνα στοιχεῖο. Ἔτσι τά στοιχεῖα τῆς νεύρωσης πού χρειάζεται νά ἐξετασθοῦν ὑπό τό πρῖσμα τοῦ ῾῾ἀδαμικοῦ πλέγματος᾿᾿ εἶναι ἡ ἐνοχή, τό ἄγχος καί ἡ διαταραχή τῆς ἱκανότητας τῆς ἀξιολογικῆς ἐπιλογῆς».
Ὅπου ὑπάρχει νεύρωση,
ἐκεῖ ὑπάρχει ἐνοχή ἀπωθημένη
Καί ἄς πάρουμε μέ τή σειρά αὐτά τά χαρακτηριστικά.
Καί πρῶτα τήν ἐνοχή. Λένε οἱ εἰδικοί ὅτι στή νεύρωση ἔχουμε ἐνοχή. Καί ὄχι ἁπλῶς ἐνοχή, ἀλλά ἀπωθημένη, σπρωγμένη στό ἀσυνείδητο ἐνοχή. Ὅπως δηλαδή στήν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ εἶναι ἔνοχος, δέν τό ὁμολογεῖ· δέν μπορεῖ, τρόπον τινά, νά τό πεῖ. Ὅταν λοιπόν ἀπωθηθεῖ ἡ ἐνοχή, τότε ἔχουμε νεύρωση. Ἄν δέν ἀπωθηθεῖ ἡ ἐνοχή, τότε εἶναι ἁπλῶς ἔνοχος, ἁμαρτωλός ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν ὅμως ἀπωθηθεῖ ἡ ἐνοχή, τότε ἔχουμε νευρωτική κατάσταση. Ὅπου λοιπόν ὑπάρχει ἀπωθημένη ἐνοχή, ἐκεῖ ὑπάρχει νεύρωση, καί ὅπου ὑπάρχει νεύρωση, ἐκεῖ ὑπάρχει ἐνοχή.
Βέβαια, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά, μπορεῖ κανείς, ἐνόσῳ εἶναι μικρό παιδί, γιά διαφόρους λόγους νά ὑποστεῖ ὁρισμένα ψυχικά τραύματα, καί αὐτά τά τραύματα, ὅταν μεγαλώσει, νά ἐκδηλωθοῦν καί νά ἐξελιχθοῦν σέ νεύρωση. Καί ἐδῶ ὅμως πάλι κάπου κρύβεται ἐνοχή, ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν διέπραξε μιά συγκεκριμένη ἁμαρτία, ἔστω κι ἄν δέν ἐπεδίωξε νά διαπράξει μιά συγκεκριμένη ἁμαρτία, ἤ δέν κατάλαβε ὅτι ἔχει ἁμαρτήσει.
Καί αὐτό συμβαίνει, διότι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο –ἕνεκα κληρονομικῆς προδιαθέσεως ἤ κάποιου ψυχικοῦ τραύματος– δέν μπορεῖ νά πάρει ἀπέναντι τῆς ζωῆς, ἀπέναντι τῆς πραγματικότητος τήν ὁποία ζεῖ, τή στάση τήν ὁποία πρέπει νά πάρει, ὅταν δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει σωστά αὐτή τήν πραγματικότητα, τότε ἡ ἀντίδρασή του, ἡ συμπεριφορά του, ἡ ὅλη ζωή του εἶναι ἀνάλογη, καί, χωρίς νά τό καταλαβαίνει, ἐδῶ ὁπωσδήποτε σφάλλει στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος νόμος τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι τό ὀρθό.
Ἐφόσον λοιπόν δέν ἔχει τή δύναμη, δέν ἔχει τήν ἱκανότητα νά δεῖ τήν ὀρθότητα, νά τήν ἑρμηνεύσει, νά τήν καταλάβει, σφάλλει ἀπέναντι αὐτῆς τῆς ὀρθότητας, παίρνει μιά ἄλλη στάση, ἡ ζωή του εἶναι διαφορετική ἀπ᾿ ὅ,τι θά ἔπρεπε νά εἶναι. Καί ἑπομένως σέ τελευταία ἀνάλυση ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει. Καί ἐπειδή αὐτό τό πράγμα εἶναι ἔτσι μπλεγμένο πού δέν μπορεῖ νά τό ξεκαθαρίσει κανείς, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά ἀπωθεῖται.
Νά μέ συγχωρεῖτε πού ἐπιμένω λιγάκι σ᾿ αὐτό τό σημεῖο. Ἐπιμένω, διότι εἶναι πάρα πολύ μεγάλη ἀνάγκη.
Πῶς στά κρυφά εἰσβάλλουν μέσα μας
αἰσθήματα ἐνοχῆς πού ἀπωθοῦνται
Θά ἤθελα κατ᾿ ἀρχήν νά γνωρίζετε ὅτι ὁ ὁμιλῶν αὐτή τή στιγμή δέν ὁμιλεῖ μόνο ἐπειδή ἁπλῶς διαβάζει ὁρισμένα πράγματα πού ἀναφέρονται σέ ἀνθρώπους πού ἔζησαν κάποτε, ἀλλά καί ἐπειδή παρακολουθεῖ τίς ἀνάγκες τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Καί βλέπει ὅτι χρειάζεται νά ἐπιμένει σέ ὁρισμένα σημεῖα, καί γι᾿ αὐτό αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά τό κάνει.
Σέ ἕναν ἄνθρωπο, λοιπόν, καθώς μεγαλώνει, ἐάν ἡ προσωπικότητά του γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο εἶναι τέτοια, πού νά μήν τοῦ ἐπιτρέπει κατ᾿ ἀρχήν νά καταλάβει τή ζωή, νά τήν ἐξηγήσει, νά τήν ἑρμηνεύσει σωστά καί στή συνέχεια νά πάρει τή στάση πού πρέπει νά πάρει ἀπέναντι τῆς ζωῆς, ἀπέναντι τῆς πραγματικότητος, ὅταν συμβαίνει αὐτό ἐδῶ τό πράγμα, χωρίς νά τό καταλαβαίνει τίς πιό πολλές φορές κανείς, δημιουργοῦνται μέσα του αἰσθήματα ἐνοχῆς, καί τήν ἐνοχή αὐτή τήν ἀπωθεῖ. Ἡ ἀπώθηση τῆς ἐνοχῆς δημιουργεῖ τή νεύρωση. Καί ἐπειδή ὅλο αὐτό γίνεται ἀσυνείδητα, γι᾿ αὐτό καμιά φορά ἕνας νευρωτικός ἄνθρωπος –μιά νευρωτική ψυχή– καί ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά καταλάβει τί τοῦ φταίει, καί ὅλο ἀναρωτιέται τί συμβαίνει, καί οἱ ἄλλοι δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν τίς ὅποιες ἐκδηλώσεις του.
Παρακολουθεῖτε τώρα, π.χ., ἐδῶ τίς ὁμιλίες αὐτές, ἀκοῦτε γιά ἐνοχή, ἀκοῦτε γιά ἁμαρτήματα, καί ἄν κάποιος αἰσθάνεται λίγο πολύ ὅτι σάν νά μήν πηγαίνει καλά, πιθανόν νά σκεφθεῖ: «Γιά, νά ψάξω νά βρῶ ποῦ ἔχω πταίσει, πότε ἔκανα κάτι κακό, μεγάλο ἤ μικρότερο. Καί μήπως αὐτό δέν τό τακτοποίησα, ἀλλά ἔχω ἀπωθήσει τήν ἐνοχή πού μοῦ προκάλεσε;» Ψάχνει λοιπόν νά βρεῖ καί δέν βρίσκει τίποτε. Τίποτε τό ἀξιόλογο· κάτι δηλαδή πού θά ἄξιζε ἤ θά χρειαζόταν νά τό προσέξει ἰδιαιτέρως. Ἀλλά κι ἄν ἀκόμη πάει καί σέ κάποιον ἄλλο –σέ ἕναν ψυχαναλυτή, σέ ἕναν εἰδικό γιατρό– ψάχνει κι ἐκεῖνος ἀπό δῶ ἀπό κεῖ, ὅμως δέν βρίσκεται τίποτε τό σπουδαῖο. Παρά ταῦτα ὅμως, ἡ ψυχή εἶναι νευρωτική· παρά ταῦτα, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ὑποφέρει, πάσχει. Τί συμβαίνει λοιπόν; Τί γίνεται;
Πιστεύω ὅτι σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση συμβαίνει τό ἑξῆς. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἀπό παιδί, καθώς μεγάλωνε, εἶχε ὁρισμένα ψυχικά τραύματα ἀπό διάφορες αἰτίες. Αὐτά τά ψυχικά τραύματα τόν ἔκαναν νά μήν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει σωστά τή ζωή καί νά πάρει τή στάση πού πρέπει νά πάρει ἀπέναντι τῆς ζωῆς. Δηλαδή, ἀλλιῶς τή βλέπει τή ζωή ὁ νορμάλ ἄνθρωπος, ὁ φυσιολογικός ἄνθρωπος, καί ἀλλιῶς τή βλέπει αὐτό τό ἄτομο. Ἀλλιῶς τήν ἑρμηνεύει αὐτός, ἀλλιῶς τήν καταλαβαίνει, καί φυσικά ἀνάλογη –διαφορετική– εἶναι ἡ στάση πού παίρνει ἀπέναντι τῆς καθημερινῆς πραγματικότητος. Ἐπειδή ἀκριβῶς συμβαίνει αὐτό, χωρίς νά τό καταλαβαίνει, στά κρυφά, θά λέγαμε, εἰσβάλλουν μέσα του αἰσθήματα ἐνοχῆς. Ὅπως ἕνα μέρος πού θά τό φράξουμε μέ σανίδια, γιά νά μήν μπαίνει μέσα σ᾿ αὐτό νερό, ὅσο καλά κι ἄν τό φράξουμε, τό νερό θά βρεῖ τρόπο, θά βρεῖ μιά χαραμάδα, νά περάσει «στά κρυφά» μέσα. Μόνο ἄν τό φράξουμε μέ μπετόν, μόνο ἄν τό φράξουμε μέ κτιστό ντουβάρι, δέν θά περάσει τό νερό.
Σ᾿ αὐτές λοιπόν τίς προσωπικότητες, τίς τραυματισμένες γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο, περνοῦν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ –χωρίς νά ξέρουν ὅτι συγκεκριμένα ἁμάρτησαν ἤ ὅτι θέλησαν συγκεκριμένα νά ἁμαρτήσουν– διάφορα βιώματα ἐνοχῆς μέσα στήν ὕπαρξή τους καί τίς κάνουν νά μήν αἰσθάνονται ἐντάξει μέ τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί μέ τή συνείδησή τους. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι δημιουργεῖται μιά ἀκαθόριστη, μιά πολύ συγκεχυμένη ἐνοχή –παρά ταῦτα ὅμως ἐνοχή– ἡ ὁποία τελικά ἀπωθεῖται, ἀφοῦ καλά-καλά δέν τήν καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὑπάρχει. Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος αὐτός γίνεται νευρωτικός. Καί ὅπου ὑπάρχει νεύρωση, ὑπάρχει καί ἄγχος. Μέσα στή νεύρωση εἶναι καί τό ἄγχος καί τά ἄλλα στοιχεῖα τῆς νευρώσεως.
***
Γιά νά εἴμαστε μάλιστα πιό ἀκριβεῖς, καί γιά νά μήν τυχόν τό παίρνει κανείς ὅτι αὐτά τά ὁποῖα λέγονται αὐτή τή στιγμή ἐδῶ εἶναι μόνο γιά ἄλλους, πιστεύω ὅτι καί πάντοτε βέβαια, ἀλλά ἰδιαίτερα σήμερα, δέν θά ὑπάρχει ἴσως ἄνθρωπος –μιλᾶμε τώρα γιά τούς πιστούς, μιλᾶμε γι᾿ αὐτούς πού ἀγωνίζονται νά ζήσουν ἐν Χριστῷ· ἀφήνουμε τούς ἄλλους– δέν ὑπάρχει πιστός χριστιανός, ὁ ὁποῖος νά μήν εἶναι λίγο πολύ προσβεβλημένος ἀπό τήν ἀσθένεια αὐτή, καί ἑπομένως νά μή βιώνει καί τίς συνέπειες καί τά συμπτώματα τῆς ἀσθένειας αὐτῆς. Πότε δηλαδή νά ἔχει ἄγχος, πότε νά εἶναι ἐπιθετικός, πότε νά μήν μπορεῖ νά ἀνεχθεῖ κάτι, πότε νά μήν μπορεῖ νά ξεχωρίσει ποιό εἶναι τό ἀπόλυτο καί ποιό εἶναι τό σχετικό, ποιό εἶναι τό ὑψηλότερο καί ποιό εἶναι τό χαμηλότερο. Πρό ἡμερῶν συζητούσαμε καί μέ κάποιον γιατρό εἰδικό ἐπάνω σ᾿ αὐτά τά θέματα, καί συμφωνοῦσε σ᾿ αὐτό.
Λίγο πολύ λοιπόν ὅλους μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτό τό θέμα, καί γι᾿ αὐτό χρειάζεται νά προσεχθοῦν αὐτά ἀπό ὅλους μας, γιά νά βοηθήσουμε, ὅσο μποροῦμε, τόν ἑαυτό μας, ὥστε νά ἀπαλλάσσεται σιγά-σιγά μέ τή χάρη καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, ἀπό τήν ἀσθένεια αὐτή.
Καί ὀφείλουμε νά τονίζουμε συνεχῶς, σύμφωνα μέ αὐτά πού μᾶς λένε ἐδῶ οἱ εἰδικοί, ὅτι πίσω ἀπό τή νεύρωση, στό βάθος κάθε νευρώσεως βρίσκεται ἡ ἐνοχή, καί μάλιστα ἀπωθημένη ἐνοχή. Διότι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά ὑπάρξει νεύρωση, χωρίς νά ἔχει προηγηθεῖ ἀπώθηση ἐνοχῆς. Μπορεῖ νά ὑπάρξει ψύχωση ἤ ἄλλες ψυχολογικῆς φύσεως ἀσθένειες, ἀλλά νεύρωση γιά νά ὑπάρξει, πρέπει νά ὑπάρξει ἀπώθηση. Ἐάν δέν σπρώξει κανείς κάτι στό ἀσυνείδητο καί νά παραμένει αὐτό ἐκεῖ, νεύρωση δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει. Ἀλλά τί θά σπρώξει κανείς ἐκεῖ; Τί θά ἀπωθήσει στό ἀσυνείδητο; Κάτι πού δέν θέλει νά τό βλέπει. Κάτι πού δέν τό ἀντέχει. Κάτι πού δέν μπορεῖ νά τό σηκώσει. Κάτι πού προσβάλλει τήν ἠθική συνείδησή του. Ἐδῶ ἀκριβῶς στηρίζονται οἱ εἰδικοί καί λένε ὅτι ὁπωσδήποτε θά ὑπάρχει ἐνοχή.
Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον
νά θεραπευθεῖ ἡ νεύρωση μέ τόν χρόνο
Ὑπάρχουν, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ἀσθένειες πού ἀνήκουν στίς ψυχώσεις, καί οἱ ὁποῖες ἀντιμετωπίζονται κυρίως μέ τά κατάλληλα φάρμακα. Ὑπάρχουν ἐπίσης καί περιπτώσεις ὅπως μιά ἔντονη συναισθηματική κατάσταση, κάποιος ψυχικός πόνος, ἕνα ἁπλό ψυχικό τραῦμα, πού γιατρεύονται κυρίως μέ τόν χρόνο. Ἕνας πονάει, π.χ., διότι πέθανε κάποιος συγγενής του, ἕνα προσφιλές του πρόσωπο. Πονάει πάρα πολύ, τόσο πού πραγματικά πάει νά πεθάνει καί ὁ ἴδιος ἀπό τό τραῦμα, ἀπό τόν πόνο, ἀπό τή λύπη πού αἰσθάνεται. Συγκλονίζεται κυριολεκτικά. Βέβαια, θά προσπαθήσουμε νά παρηγορήσουμε αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά τό καλύτερο πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά ἀφήσουμε νά περάσει ὁ χρόνος. Νά περιμένουμε τόν χρόνο νά τόν θεραπεύσει· καί θά τόν θεραπεύσει. Ἤ, μπορεῖ γιά οἰκονομικούς λόγους κανείς νά τρανταχτεῖ τόσο πολύ, ὥστε κυριολεκτικά νά ἀρρωστήσει ψυχολογικά. Ἤ, γιά ἕναν ἄλλο λόγο μπορεῖ ἐπίσης κυριολεκτικά νά ἀρρωστήσει κανείς ψυχικά. Ὅλες αὐτές οἱ περιπτώσεις, ὅσο περνάει ὁ χρόνος, ὅσο περνάει ὁ καιρός, τόσο σιγά-σιγά θεραπεύονται. Γι᾿ αὐτό καί σέ τέτοιες περιπτώσεις ὁ καλύτερος γιατρός εἶναι ὁ χρόνος. Νά τό ξέρουμε ὅλοι μας αὐτό καί γιά τόν ἑαυτό μας ἀλλά καί γιά τούς ἄλλους.
Στίς ἴδιες αὐτές περιπτώσεις μπορεῖ ὡστόσο νά ὁδηγηθεῖ κανείς στήν ψύχωση, ἄν μάλιστα ἔχει καί προδιάθεση, καί νά χρειάζεται εἰδική θεραπεία. Οἱ πολλοί ὅμως μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου θεραπεύονται.
Εἶναι ὅμως ἐντελῶς ἀδύνατον –αὐτό πρέπει νά καταλάβουμε καλά ἐδῶ, πρίν προχωρήσουμε– εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά θεραπευθεῖ ἡ νεύρωση μέ τόν χρόνο. Γιά μιά νεύρωση δέν μποροῦμε νά ποῦμε: «Ἔ, δέν πειράζει. Μέ τόν καιρό θά περάσει. Σιγά-σιγά, ἀργότερα, τοῦ χρόνου, ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια θά περάσει». Δέν πρόκειται νά περάσει ἡ νεύρωση ποτέ μέ τόν χρόνο. Ἡ νεύρωση θά περάσει τότε μόνο, ὅταν, αὐτό τό ὁποῖο εἶναι μέσα στό ὑπόγειο τῆς ψυχῆς ριγμένο, βγεῖ στό φανερό καί, ἀφοῦ βγεῖ στό φανερό, μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἁμαρτία πού τό γέννησε καί συγχωρηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Διότι, κατά κανόνα, αὐτό πού εἶναι ἐκεῖ μέσα σπρωγμένο καί κρυμμένο εἶναι ἐνοχή. Δέν εἶναι κάτι ἄλλο· εἶναι ἐνοχή. Ἑπομένως, εἶναι μιά ἁμαρτία στό μέσον, πού διαπράχθηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Δέν φθάνει συνεπῶς ἁπλῶς νά βγεῖ στό συνειδητό ἡ ἐνοχή, πράγμα πού κάνει ἕνας ψυχαναλυτής, ἕνας εἰδικός γιατρός, ὁ ὁποῖος βγάζει στό συνειδητό αὐτό πού εἶναι ἀπωθημένο. Τό ἔβγαλε μέν ἐκεῖ, ἀλλά τί ἔγινε; Αὐτός στόν ὁποῖο ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἀπώθηση, ἐάν εἶναι πιστός ἄνθρωπος, πρέπει στή συνέχεια νά τακτοποιήσει μέ τή μετάνοια, μέ τήν ἐξομολόγηση τήν ἁμαρτία πού τοῦ δημιούργησε τήν ἐνοχή πού ἀπώθησε, γιά νά λάβει τή συγχώρηση καί νά μπορέσει ἔτσι νά σταθεῖ στά πόδια του. Ἀλλιῶς, ἤ πάλι θά τό ἀπωθήσει, πάλι θά τό σπρώξει στό ὑποσυνείδητο, ἤ θά φύγει τελείως ἀπό χριστιανός, γιά νά ζήσει ὅπως ὁ ἄλλος ὁ κόσμος «ἀμέριμνα», καί θά ἔχει φυσικά ἄλλες περιπέτειες ἐκεῖ. Εἶναι λοιπόν ἐντελῶς ἀδύνατον νά θεραπευθεῖ ἡ νεύρωση μέ τόν χρόνο. Χρειάζεται ὁπωσδήποτε νά γίνει σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση –ἄς χρησιμοποιήσουμε μιά λέξη τῆς ψυχολογίας· τόσες ἄλλες χρησιμοποιοῦμε– ἀνάλυση.
Νά γίνει δηλαδή ξεσκάλισμα. Πῶς χαλάει κανείς ἕνα ντουβάρι; Τό παίρνει πέτρα-πέτρα, τοῦβλο-τοῦβλο, κομμάτι-κομμάτι ἀσβέστη καί τό χαλάει, ἕως ὅτου νά βρεῖ –ἄν ἔχει κρύψει κάποιος ἐκεῖ– τίς κρυμμένες λίρες. Ἔτσι χρειάζεται νά ξεσκαλίσει κανείς ὅλη τήν πορεία τῆς ψυχῆς σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, καί νά τήν ξεδιπλώσει, ἕως ὅτου βρεθεῖ αὐτό τό ὁποῖο εἶναι ἀπωθημένο. Ἕνα εἶναι; Περισσότερα; Δέν ξέρουμε. Μπορεῖ νά εἶναι καί κάτι ἀκαθόριστο, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως. Καί ἔτσι νά βοηθηθεῖ ἡ ψυχή –χρειάζεται νά βοηθηθεῖ– ἄν ὄχι τίποτε ἄλλο, νά πάρει τήν ἀληθινή στάση ἀπέναντι τῆς ζωῆς, μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί πού μᾶς ἔβαλε ὁ Θεός. Νά πάρει τή σωστή στάση ἀπέναντι τῆς ὑπάρξεως, τῆς ὅλης πραγματικότητος, καί νά μήν παίρνει μιά ψεύτικη στάση, πού εἶναι ἁμαρτία αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν, καί δέν τό καταλαβαίνει ὅτι εἶναι ἁμαρτία. Ἔτσι μπορεῖ νά θεραπευθεῖ ἡ νεύρωση· ὄχι μέ τόν χρόνο.
Κάνει αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἀδάμ
Στό σημεῖο αὐτό ἐπιτρέψτε μου νά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, πού γράφει ἐδῶ τό βιβλίο, τό ὁποῖο τό παίρνει ἀπό κάποιον Brun. Αὐτός ἦταν γιατρός καί ἀναφέρει ἀπό τήν καριέρα του, ἀπό τό ἔργο του, τήν περίπτωση μιᾶς ἀσθενοῦς, ἡ ὁποία ἦταν νευρωτική.
Κάποτε πῆγε στό ἰατρεῖο του μιά κυρία, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό ἄγχος καί μάλιστα ἀπό «ἄγχος σιδηροδρόμου». Φοβόταν δηλαδή τόν σιδηρόδρομο, τό τραῖνο. Ὁ φόβος συνίστατο στό ὅτι δέν μποροῦσε νά ταξιδέψει ποτέ μόνη της. Χρειαζόταν νά κάνει τακτικά ἕνα ταξίδι μέ τό τραῖνο –εἴκοσι λεπτά περίπου κρατοῦσε τό ταξίδι αὐτό– ἀλλά ποτέ δέν μποροῦσε νά κάνει τό ταξίδι αὐτό, ἐάν δέν ἦταν μαζί της καί μιά φίλη της. Μιά φορά δέν μποροῦσε νά πάει ἡ φίλη της καί –τί νά κάνει;– πῆρε τό πολύ μικρό παιδάκι της. Μολονότι ὅμως εἶχε τό παιδάκι της, μιά καί δέν εἶχε τή φίλη της, φοβήθηκε πάρα πολύ ἐκείνη τήν ἡμέρα ὅτι θά τῆς συμβεῖ κάποιο ἀτύχημα.
Ἐκτός ἀπό αὐτό ἡ γυναίκα αὐτή φοβόταν ἐπίσης πολύ γιά τόν ἄνδρα της. Ἐνῶ δηλαδή ἀρχικά φοβόταν ἡ ἴδια νά ταξιδεύει μέ τό τραῖνο, μετά ἄρχισε νά φοβᾶται καί γιά τόν ἄνδρα της, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔμπορος καί τακτικά ταξίδευε –πήγαινε καί ἐρχόταν– μέ τό τραῖνο. Καί ὅλο καί σκεπτόταν, ὅλο τό εἶχε στόν νοῦ της ὅτι κάποια μέρα θά φέρουν τόν ἄνδρα της σκοτωμένο ἀπό τό τραῖνο.
Ὁ γιατρός αὐτός προσπάθησε νά ἀναλύσει τήν ψυχή αὐτή, γιά νά δεῖ τί γίνεται. Τί τελικά διαπίστωσε ὅτι εἶχε συμβεῖ; Ἡ κυρία αὐτή, ὅταν ἦταν κοπέλα, σέ ἕνα ταξίδι της μέ τό τραῖνο ἔτυχε νά γνωρισθεῖ μέ κάποιο νέο στό τραῖνο, καί ἡ γνωριμία αὐτή δυστυχῶς εἶχε μιά συνέχεια: γοητεύθηκε ἡ κοπέλα τόσο, ὥστε ἀκολούθησε τόν νέο αὐτό καί τελικά ἁμάρτησε. Μετά τήν ἁμαρτία ὅμως –ἐπειδή ἦταν, φαίνεται, εὐαίσθητη ψυχή– καταλήφθηκε ἀμέσως ἀπό ἄγχος, ἀπό μιά ἀγωνία, ἀπό φόβο καί τρόμο. Δυστυχῶς ὅμως αὐτό ὅλο τό βίωμα πού ἔζησε κατά τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας καί μετά, τό ἀπώθησε, δηλαδή –νά τό πῶ ἁπλά, γιά νά συνεννοούμαστε– τό ἔσπρωξε στό ὑπόγειο τοῦ ἀσυνειδήτου.
Καί προσέξτε τώρα τί κάνει ἡ γυναίκα αὐτή. Κάνει αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἀδάμ. Ἀντί δηλαδή νά σταθεῖ ὁ Ἀδάμ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖ: «Θεέ μου, δέν ἔκανα ἔτσι πού μοῦ εἶπες, ἀλλά παρέβην τήν ἐντολή σου. Ἁμάρτησα. Τί θά μέ κάνεις δέν ξέρω· ἀλλά πάντως αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Σέ ποιόν νά τό πῶ καί ποῦ νά πάω; Ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου, σ᾿ ἐσένα ἁμάρτησα, σ᾿ ἐσένα τά λέω». Ἀντί λοιπόν ὁ Ἀδάμ νά σταθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖ ἕνα τέτοιο πράγμα, προσπάθησε νά ξεφύγει μέ χίλιους δυό τρόπους, μέ ψευτιές καί δικαιολογίες, ἀποποιούμενος τήν εὐθύνη πού εἶχε.
Ἔτσι ἀκριβῶς κάνει κάθε νευρωτικός. Ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή, ἀπωθεῖ τό βίωμα αὐτό τῆς ἐνοχῆς καί προσπαθεῖ ἔπειτα ἀπό κάπου νά πιαστεῖ ἤ κάπου νά στηριχτεῖ. Καί γιατί ἐνεργεῖ ἔτσι; Διότι τί θά γίνει; Ἀπωθήθηκε μέν αὐτό τό βίωμα, ἀλλά συνέχεια ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ νευρωτική, σέ ἀγχώδη κατάσταση. Βρίσκει λοιπόν κάτι ἄλλο, στό ὁποῖο πάει, τρόπον τινά, νά στηριχτεῖ.
Ἔτσι καί ἡ γυναίκα αὐτή ἀπώθησε τήν ἐνοχή, ἀπώθησε τό βίωμα ἐκεῖνο, καί αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ὡς συνέπεια τή νευρωτική κατάσταση. Καί ἡ νευρωτική κατάσταση ἐκδηλωνόταν μέ τό νά αἰσθάνεται ἄγχος καί φόβο καί τρόμο γιά τό τραῖνο, καί μάλιστα τόσο πολύ πού νά μήν μπορεῖ νά ταξιδέψει μόνη της μέ αὐτό, ὡσάν νά ἐπρόκειτο νά τή φάει τό τραῖνο, καί νά φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά φοβᾶται ἀκόμη καί γιά τόν ἄνδρα της. Ὅπως βλέπουμε ἐδῶ, ἡ νευρωτική κατάσταση τῆς γυναίκας αὐτῆς ὀφειλόταν στήν ἐνοχή της λόγῳ κάποιας ἁμαρτίας πού μεσολάβησε καί στήν ἀπώθηση αὐτῆς τῆς ἐνοχῆς.
***
Βέβαια, θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ στόν γιατρό αὐτό καί στόν συγγραφέα πού ἀναφέρει τό παράδειγμα, καί σ᾿ ἐμένα πού τό λέω τώρα, ὅτι τό βίωμα πού εἶχε ἡ γυναίκα θά μποροῦσε νά δημιουργηθεῖ καί σέ περίπτωση πού εἶχε συμβεῖ κάτι ἄλλο. Θά μποροῦσε δηλαδή ἡ γυναίκα αὐτή, ἐκείνη τή φορά πού ταξίδεψε, νά μήν εἶχε πάθει αὐτό πού ἔπαθε, ὥστε νά εἶναι στό μέσον ἡ ἁμαρτία, ἀλλά νά εἶχε πάθει κάτι ἄλλο· π.χ., νά ἐκτροχιαζόταν τό τραῖνο, νά χτυποῦσαν τά βαγόνια, καί νά γινόταν καί ἀνατροπή, μέ ἀποτέλεσμα νά φοβηθεῖ τόσο πολύ, καί ὁλόκληρος ὁ ἐσωτερικός της κόσμος νά τρανταχτεῖ σέ τέτοιο σημεῖο, πού νά ὑποστεῖ μιά φοβία, καί στό ἑξῆς νά μήν μπορεῖ νά ταξιδεύει μέ τό τραῖνο.
Προσέξτε. Θά μποροῦσε νά εἶχε συμβεῖ αὐτό, καί ἔτσι νά φοβᾶται στό ἑξῆς τό ταξίδι μέ τό τραῖνο. Ἀλλά στήν περίπτωση αὐτή θά φοβόταν τό ταξίδι καί μέ συντροφιά· ὄχι μόνο χωρίς συντροφιά. Βλέπουμε ὅμως ἐδῶ ὅτι ἔπαιρνε τή φίλη της μαζί, καί μέ τή φίλη της ἔκανε θαυμάσια τό ταξίδι. Ἐπιπλέον, ἄν εἶχε συμβεῖ ἐκτροχιασμός τοῦ τραίνου, αὐτός ὁ τρόμος πού θά τήν εἶχε κυριεύσει δέν θά ἦταν ἕνας ἀπωθημένος τρόμος, ἀλλά θά ἦταν κάτι πού θά τό εἶχε πάντοτε ὑπ᾿ ὄψιν της, καί μάλιστα γι᾿ αὐτό δέν θά ταξίδευε, ἀπό τόν φόβο καί μόνο μήν τυχόν ἐκτροχιασθεῖ τό τραῖνο, μήν πάθει τίποτε, μή σκοτωθεῖ. Ἐνῶ στήν ἄλλη περίπτωση, τῆς διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδή ἔχουμε ἐκεῖ ἀπώθηση τῆς ἐνοχῆς, ἔχουμε ἐντελῶς νευρωτική κατάσταση καί νευρωτικές ἐκδηλώσεις.
Πῶς τελικά τακτοποιεῖται ἡ ἐνοχή
Δυό λόγια ἀκόμη γιά νά τελειώσω.
Ὁ γιατρός βέβαια, καθώς δέχθηκε τή γυναίκα αὐτή στό ἰατρεῖο του, τή βοήθησε νά καταλάβει γιατί εἶχε «ἄγχος σιδηροδρόμου». Ἐνῶ δηλαδή αὐτή φοβόταν τό τραῖνο γιά ἄλλους λόγους ἀπό αὐτούς πού ἡ ἴδια νόμιζε –τό φοβόταν, ὅπως εἴπαμε, ἐπειδή εἶχε ἀπωθήσει ἐκεῖνο τό παλαιό βίωμα– ὁ γιατρός ἀπό δῶ ἀπό κεῖ βρῆκε τρόπο καί τήν ἔκανε νά θυμηθεῖ καί νά ὁμολογήσει ἐκεῖνο τό παλαιό ἁμάρτημα, νά τό συνειδητοποιήσει, καί ἔτσι βοήθησε, τρόπον τινά, νά δημιουργηθεῖ μιά ἀνακούφιση· νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό ἄγχος ἡ γυναίκα καί νά ἰσορροπήσει. Ἀλλά αὐτό ἦταν κάτι προσωρινό, κάτι ἐπιφανειακό, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν εἶναι πραγματική θεραπεία. Ἡ πραγματική θεραπεία θά ἐρχόταν πότε; Ἄν ὄχι μόνο συνειδητοποιοῦσε τήν ἁμαρτία της, ἀλλά καί ἄν συγχωριόταν ἡ ἁμαρτία, ἡ ὁποία τῆς δημιούργησε ἐνοχή πού εἶχε ἀπωθήσει, εἶχε σπρώξει στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς της ἡ γυναίκα αὐτή.
Αὐτό εἶναι, ἀδελφοί μου, τό μεγάλο ἀγαθό πού ἔχουμε ἐμεῖς μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ξέρετε πόσοι ἄνθρωποι σήμερα τρέχουν στούς γιατρούς τούς εἰδικούς, τούς πολύ εἰδικούς ἤ καί τούς λίγο εἰδικούς ἤ καί καθόλου εἰδικούς; Τρέχουν καί βοηθιοῦνται –εἶναι ἀλήθεια– νά συνειδητοποιήσουν ὁρισμένα πράγματα, νά ἀποκαλυφθοῦν ὁρισμένα κρυφά καί ἀπωθημένα βιώματά τους, νά ἔρθουν στό φῶς, νά βγοῦν δηλαδή στό συνειδητό, καί ἔτσι νά νιώσει ὁ ἄνθρωπος κάποια ἀνακούφιση, κάποια γαλήνη. Ἀλλά ὥς ἐκεῖ· τίποτε περισσότερο. Δέν μποροῦν οἱ γιατροί νά τακτοποιήσουν, δηλαδή νά ἀπαλείψουν, τήν ἐνοχή, διότι δέν μποροῦν νά συγχωρήσουν τήν ἁμαρτία πού τή δημιούργησε. Καί ὅταν μιά ἁμαρτία δέν συγχωρεῖται, ἤ θά ἀπωθηθεῖ πάλι τό βίωμα τῆς ἐνοχῆς πού αὐτή δημιούργησε, καί ὁ ἄνθρωπος θά συνεχίσει νά εἶναι νευρωτικός, ἤ θά σκοτώσει κανείς τή συνείδησή του καί θά ζεῖ ὡς ἕνας ἄνθρωπος πού δέν ἔχει οὔτε Θεό οὔτε τίποτε.
Ἡ ἐνοχή λοιπόν δέν τακτοποιεῖται ἁπλῶς μέ τή συνειδητοποίηση. Ἡ ἐνοχή τακτοποιεῖται, ὅταν συγχωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία πού τή δημιούργησε. Καί μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία συγχωρεῖται ἡ ἁμαρτία. Συγχωρεῖται ὁ ἄνθρωπος καί ἀπαλλάσσεται τῆς ἐνοχῆς. Συγχωρεῖται μόνο μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε, ἀκριβῶς γιά νά συγχωρηθεῖ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, καί νά ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας τόσο πολύ, ὡσάν, ὅπως λένε οἱ πατέρες, νά μήν ἔκανε ἁμαρτία!
Ὁ Θεός δέν θεραπεύει
ἁπλῶς τό τραῦμα τῆς ἁμαρτίας,
ἀλλά σέ καθιστᾶ νέο ἄνθρωπο
Ξέρετε τί θά πεῖ αὐτό; Ξέρετε τί θά πεῖ νά κάνεις μιά ἁμαρτία καί νά συγχωρηθεῖς τόσο πολύ, νά γιατρευτεῖς τόσο πολύ ἀπό αὐτή τήν ἁμαρτία –νά ἀπαλλαγεῖς δηλαδή ἀπό τήν ἐνοχή πού σοῦ δημιούργησε– ὡσάν νά μήν ἔκανες ἁμαρτία; Ἀλλά καί κάτι παραπάνω κάνει ὁ Θεός. Διότι ὁ Θεός δέν θεραπεύει ἁπλῶς τό τραῦμα πού δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία, δέν θεραπεύει ἁπλῶς τήν ψυχή πού κάνει ἁμαρτία, ἀλλά ἀναγεννᾶ ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἄνθρωπο καί τόν καθιστᾶ νέο ἄνθρωπο.
Γι᾿ αὐτό καί λένε οἱ πατέρες7 ὅτι ἡ ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σταύρωση καί ἡ ἀνάστασή του ὄχι μόνο ξαναφέρνουν τόν Ἀδάμ –ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἐκεῖ χαμηλά– στήν κατάσταση πού ἦταν πρίν πέσει, ἀλλά τόν ἀνεβάζουν μέχρι τό καθ᾿ ὁμοίωσιν. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πλέον γίνεται θεός, διότι ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἔχει ἑνωθεῖ ἡ Θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα, καί ἔτσι ὅλη ἡ ἄκτιστη θεϊκή ἐνέργεια, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ περνάει μέσα στόν ἄνθρωπο.
Χρειάζεται λοιπόν συγχώρηση, καί ἡ συγχώρηση ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία καί δίδεται εἰδικότερα στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Καί γι᾿ αὐτό, ἰδίως στίς ἡμέρες μας, καλεῖται ἡ Ἐκκλησία καί εἰδικότερα οἱ πνευματικοί νά παίξουν σπουδαιότατο ρόλο σ᾿ αὐτόν τόν τομέα, ὥστε, εἰ δυνατόν, καθόλου νά μή χρειάζεται νά πηγαίνουν οἱ πιστοί στούς γιατρούς, ἀλλά νά πηγαίνουν κατευθείαν στόν ἱερέα. Πρέπει ὅμως νά μπορεῖ ὁ ἱερέας νά τούς βοηθήσει. Νά μπορεῖ νά ξεσκαλίσει αὐτό τό ὄχι, ἄς ποῦμε, ἐντάξει κτίσμα πού ἔχει μπροστά του, γιά νά βρεθεῖ ποῦ ὑπάρχει τό κουσούρι, ποῦ ὑπάρχει ἡ ἐνοχή, ὥστε νά τακτοποιηθεῖ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος: νά βρεῖ τόν Θεό, νά συγχωρηθεῖ καί νά ζήσει μέ τόν Θεό.
3-12-1967