Διαπροσωπικές σχέσεις τοῦ χριστιανοῦ
Κεντρική διάθεση: Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»
https://toperivoli.gr/product/διαπροσωπικές-σχέσεις-του-χριστιανο/
Περιεχόμενα
Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν……………………………8
«Ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσι»………………………………….11
«Γνῶθι τήν σήν ἀξίαν, ὦ ψυχή»…………………………………26
Ἡ ἀντινομία πού ὑπάρχει
μέσα στόν χριστιανισμό ………………………………………..44
Κατά τό μέτρο τῆς πίστεώς μας…………………………………62
Τεκνογονία–Ἐκτρώσεις Α’………………………………………….81
Τεκνογονία–Ἐκτρώσεις Β’…………………………………………..98
Τεκνογονία–Ἐκτρώσεις Γ’………………………………………….114
Μέγα μυστήριο! Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος……………..132
Ἡ ἀγάπη γιά τόν Θεό
καί τόν συνάνθρωπο δέν χωρίζουν………………………148
Ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό…………………………………..162
Θεέ μου, τά ἀπαρνοῦμαι ὅλα γιά τήν ἀγάπη σου……179
Ἀνοικτοί πρός τούς ἄλλους……………………………………….195
Φιλαυτία καί ἰδιοτέλεια…………………………………………….209
«Ἀποθανεῖν ἀπό παντός ἀνθρώπου»………………………227
Νά μάθουμε τό μάθημα τῆς ὑπακοῆς……………………..239
Ἡ περιχώρηση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων……………………253
Γονεῖς καί παιδιά………………………………………………………267
Τρεῖς χαρακτηριστικές περιπτώσεις ἁγίων……………..283
Εἶναι ἀγεφύρωτη ἡ διάσταση μεταξύ ὀρθοδόξων
καί καθολικῶν;………………………………………………………293
Πεντηκοστή· Μεγάλη γιορτή, μεγάλη χαρά…………….302
Ποιός μπορεῖ νά ἀνυψώσει ἔτσι τόν ἄνθρωπο;………..309
Εἰσαγωγικό σημείωμα ἐπιμελητῶν
Ἀπό τό 1969 καί ἑξῆς, ἐκτός ἀπό τίς ἄλλες συνάξεις στή διάρκεια τῆς ἑβδομάδος, γίνονται, τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς, ὁμιλίες πού ἀπευθύνονται σέ μικτό ἀκροατήριο φοιτητῶν καί γενικότερα νέων.
Τά πρῶτα 2-3 χρόνια ὁ ὁμιλητής ἀναφέρθηκε στά προβλήματα τῆς ἐφηβείας, στόν γάμο καί στήν ἀγαμία. Μετά ἀναπτύχθηκαν διάφορα θέματα, ὅπως ἡ πίστη, ἡ ἁμαρτία κτλ. Τά ἑπόμενα χρόνια καί μέχρι τό 1995, τό θέμα κάθε χρονιᾶς δέν ὁριζόταν ἀπό τόν ὁμιλητή, ἀλλά στήν ἐπιλογή του συνέβαλλαν καί οἱ ἀκροατές. Δηλαδή, στήν πρώτη σύναξη τοῦ ἔτους, μετά ἀπό τόν σχετικό διάλογο μεταξύ ὁμιλητοῦ καί ἀκροατῶν, καθοριζόταν τό θέμα τῶν ὁμιλιῶν τῆς χρονιᾶς
Ἐδῶ πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐξέταση τοῦ κάθε θέματος ἀπό ὅλες του τίς πλευρές δέν ἦταν δυνατόν νά ὁλοκληρωθεῖ στό πλαίσιο τῶν συνάξεων μιᾶς χρονιᾶς. Χαρακτηριστικό εἶναι αὐτό πού λέχθηκε σέ μιά ὁμιλία: «Τό θέμα πού εἴχαμε ἀρχίσει ἀπό τήν ἀρχή τῆς χρονιᾶς κάπως τό πλησιάσαμε, ἀλλά ὅλα αὐτά πού λέμε ἐπί ἕναν χρόνο στή σύναξή μας αὐτή γιά τό κάθε θέμα εἶναι τελικά καί σάν μιά εἰσαγωγή. Τό κάθε θέμα πρέπει νά τό μελετᾶ κανείς μιά ὁλόκληρη ζωή, γιά νά μυηθεῖ σ᾿ αὐτό καί τελικά νά ὠφεληθεῖ».
Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό συνέβαινε καί τό ἑξῆς: καθώς ὁ ὁμιλητής δεχόταν ἀπό τούς νέους προφορικές καί γραπτές ἐρωτήσεις, ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ἔπαιρνε ἀνάλογη τροπή. Ἐπιπλέον, μερικές φορές τμῆμα τῆς ὁμιλίας ἤ καί ὁλόκληρη ἡ ὁμιλία ἀφιερωνόταν στήν ἀπάντηση ἐρωτήσεων τῶν ἀκροατῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν ἐκτός τοῦ θέματος. Ἐπίσης, πρίν ἀπό τίς γιορτές τῶν Χριστουγέννων, καί τοῦ Πάσχα οἱ συνάξεις ἀναφέρονταν σέ κάτι ἐπίκαιρο. Ἰδιαίτερα μάλιστα στό χρονικό διάστημα ὕστερα ἀπό τό Πάσχα, ἀναπτύσσονταν κατά κανόνα ζητήματα πού εἶχαν ἐλάχιστη ἤ καί καθόλου σχέση μέ τό θέμα τῆς χρονιᾶς.
***
Τό ἔτος 1984-85, ὕστερα ἀπό τίς διάφορες προτάσεις τῶν νέων καί τόν διάλογο πού ἀκολούθησε, ἀποφασίστηκε οἱ ὁμιλίες τῆς χρονιᾶς νά ἀναφέρονται στό θέμα: «Διαπροσωπικές σχέσεις τοῦ χριστιανοῦ».
Γιά τούς λόγους πού ἀναφέραμε παραπάνω, τό θέμα δέν ἐξαντλήθηκε, ἐνῶ ἀρκετές ἀπό τίς συνάξεις ἀφιερώθηκαν σέ ἄλλα ζητήματα.
***
Ὕστερα ἀπό τίς διευκρινίσεις αὐτές, νομίζουμε πώς γίνεται κατανοητό ὅτι δέν θά ἦταν εὔκολο νά δοθεῖ στό βιβλίο αὐτό ἕνας τίτλος πού νά καλύπτει τό περιεχόμενο ὅλων τῶν ὁμιλιῶν.
Καταλήξαμε στήν ἄποψη ὅτι τό θέμα τῆς χρονιᾶς μπορεῖ νά ἀποτελέσει καί τόν τίτλο τοῦ βιβλίου. Ὁ ἀναγνώστης ὅμως παρακαλεῖται νά δεῖ τόν τίτλο ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα αὐτά πού ἀναφέρονται παραπάνω.
Τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχουν, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, διαπροσωπικές σχέσεις· καί μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων ὑπάρχουν αὐτές οἱ σχέσεις. Δέν ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ Πατήρ, δέν ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ Υἱός, δέν ὑπάρχει ἁπλῶς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πάντοτε ὁ Πατήρ ὑπάρχει ἐν σχέσει μέ τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὁ Υἱός ἐν σχέσει μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα· τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐν σχέσει μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. Οὔτε ὑπάρχει τό ἕνα πρόσωπο μόνο καί τά ἄλλα δέν ὑπάρχουν· οὔτε τό ἕνα πρόσωπο ἀφομοιώνει τά ἄλλα. Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ὁ ἕνας Θεός, ἀλλά αὐτός ὁ ἕνας Θεός πάντοτε, πάντοτε, εἶναι τρία πρόσωπα. Καί πάντοτε, ἑπομένως, μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπάρχει ἡ κοινωνία αὐτή, ἡ σχέση αὐτή. (σ. 12)
Ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσι, εἶπε ὁ Κύριος. Καί οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι ἕνα, νά εἶναι ἑνωμένοι σέ ἕνα, ἀλλά ἐν ἡμῖν. Ἐν τοῖς προσώποις δηλαδή τῆς Ἁγίας Τριάδος, στηριζόμενοι ἐκεῖ, θεμελιούμενοι ἐκεῖ. Νά ξεκινοῦν ἀπό ἐκεῖ, νά ἔχουν ἀναφορά ἐκεῖ καί νά ἐπιστρέφουν ἐκεῖ. Δέν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι ἕνα, ἁπλῶς καί μόνο μέ τό νά μιμοῦνται τόν Θεό, μέ τό νά ἔχουν ὡς παράδειγμα τόν Θεό. Ὁ Χριστός δέν λέει αὐτό μόνο. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά εἶναι ἕνα, νά εἶναι ἑνωμένοι, ἀγαπημένοι, ὅπως εἶναι τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά ὅμως ἐν ἡμῖν· ἐν τοῖς προσώποις τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐν τοῖς τρισί προσώποις τῆς Ἁγίας Τριάδος μποροῦν νά γίνουν οἱ ἄνθρωποι ἕνα, νά εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἕνα. (σ. 13)
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μηδέν. Ἀπό τήν ἀνυπαρξία ἦλθε στήν ὕπαρξη. Τόν ἔφερε ὁ Θεός ἀπό τό μηδέν. Δέν ἐπιστρέφει πλέον στό μηδέν, ἀλλά καθ᾿ ἑαυτόν ὅμως εἶναι μηδέν. Δέν ἐπιστρέφει στό μηδέν, γιατί ὁ Θεός δέν θέλει πιά ἐκεῖ νά ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός τελικά τόν κρατάει στήν ὕπαρξη γιά πάντα. Αὐτή τή συναίσθηση πρέπει νά τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος βαθιά μέσα του καί νά συναισθάνεται ὅτι ἐν τῷ Θεῷ θά εἶναι ὅ,τι θά εἶναι, ἐν τῷ Θεῷ θά κάνει ὅ,τι θά κάνει, ἐν τῷ Θεῷ θά φθάσει ὅπου θά φθάσει, ἐν τῷ Θεῷ θά εἶναι, ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός. Ἤ, ἄν θέλετε, ὤν ἐν τῷ Θεῷ, θά ἔχει μέσα του τόν Θεό καί θά εἶναι θεοφόρος ὁ ἄνθρωπος, θά εἶναι πνευματοφόρος, θά εἶναι χριστοφόρος, θά φέρει τόν Θεό μέσα του, θά ἔχει μέσα του τήν Ἁγία Τριάδα. (σσ. 15-16)
Σέ καμιά περίπτωση ἡ Ἐκκλησία δέν θά συμφωνήσει μέ τήν ἔκτρωση. Σέ καμιά περίπτωση. Σ᾿ αὐτό εἶναι κατηγορηματικότατη. Στά ἄλλα μπορεῖ νά παίρνει ἡ Ἐκκλησία μιά πιό –πῶς νά ποῦμε;– εὐέλικτη στάση, μιά πιό ἐλαστική, νά τήν ὀνομάσω, στάση. Ὅμως, σέ καμιά περίπτωση, πάλι κατά τή γνώμη μου καί νομίζω ὅτι εἶναι ἡ γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία δέν θά πεῖ· «Μήν κάνετε παιδιά». Δέν θά τό πεῖ αὐτό. Θά πεῖ: «Ἄν θέλετε νά εἶστε κατ᾿ ἀκρίβειαν ἐντάξει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἤ θά πρέπει νά ἀφήσετε ἐλεύθερα νά κάνετε ὅσα παιδιά σᾶς δώσει ὁ Θεός ἤ θά ζεῖτε ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ἐν ἐγκρατείᾳ. Καί θά ἔλθετε νά μᾶς πεῖτε τί θά κάνετε. Καί ἡ Ἐκκλησία θά βάλει κάποιο ἐπιτίμιο μεγαλύτερο ἤ μικρότερο». (σ. 85)
Τί κάνει ἕνας ἄθεος; Ἕνας πού εἶναι ἄθεος θεωρητικά, ἀλλά καί ἕνας πού θεωρητικά μπορεῖ νά μή φαίνεται ἄθεος καί νά μή λέει ὅτι εἶναι ἄθεος, ἀλλά πρακτικά εἶναι καί αὐτός ἄθεος, τί κάνει; Δέν λογαριάζει τόν Θεό, δέν ὑπολογίζει τόν Θεό, τόν πετάει πέρα. Σέ κάποιον πού ζεῖ ἐν τῷ Θεῷ, ἀποκεφαλίζεται πλήρως ἡ φιλαυτία, καί δέν μένει ἴχνος ἰδιοτέλειας καί φιλαυτίας. Διότι ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει καμιά αἴσθηση ὅτι εἶναι κάτι. Ὅ,τι εἶναι, εἶναι ἐν τῷ Θεῷ. Δέν ἔχει νά ζητήσει τίποτε ἤ νά διεκδικήσει ἤ νά περιμένει μισθό. Δέν ὑπάρχουν τέτοια πράγματα. Ὅ,τι εἶναι καί δέν εἶναι, εἶναι ἐν τῷ Θεῷ· ἀλλιῶς εἶναι ἀνύπαρκτος. Ἄν εἶναι ὑπαρκτός, εἶναι ἐν τῷ Θεῷ, καί τά πάντα εἶναι ὁ Θεός· αὐτός δέν εἶναι τίποτε. Ποῦ ἰδιοτέλεια καί ποῦ φιλαυτία, ἀφοῦ δέν εἶναι τίποτε; Τά πάντα εἶναι ὁ Θεός. Ἄν εἶναι κάτι δικό του, αὐτό εἶναι μόνο ἡ ἀνταρσία ἀπέναντι στόν Θεό, τό νά μή λογαριάσει τόν Θεό καί νά πεῖ «Εἶμαι κι ἐγώ καί κάνω ὅ,τι θέλω». Αὐτό ἀκριβῶς πού κάνει ὁ ἄθεος, ὁ ὁποῖος δέν λογαριάζει τόν Θεό καί λέει: «Ἐγώ εἶμαι αὐτός ὁ ἄνθρωπος καί μπορῶ ἐκεῖνο, μπορῶ τό ἄλλο, κάνω αὐτό, κάνω τό ἄλλο». Ποιός εἶσαι ἐσύ; Ποιός εἶσαι ἐσύ; Παίρνεις τόν ἑαυτό σου ἕτοιμο ἀπό τόν Θεό καί παίρνεις τά πάντα ἕτοιμα ἀπό τόν Θεό καί τά σφετερίζεσαι καί τά κάνεις δικά σου καί λές: «Θά ἀγαπῶ ἐγώ καί θά ἀγαπῶ ἀνιδιοτελῶς». Τί νά ἀγαπᾶς ἀνιδιοτελῶς, ἀφοῦ ὅλος εἶσαι μιά ἰδιοτέλεια καί ὅλος εἶσαι μιά φιλαυτία καί ὅλος εἶσαι πνιγμένος μέσα στόν ἑαυτό σου; (σ. 214)
Δέν μπορεῖς νά γίνεις χριστιανός, δέν μπορεῖς νά πλησιάσεις τόν Θεό, νά βρεῖς τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά σέ βρεῖ ὁ Θεός καί νά σοῦ δώσει ὅ,τι θά σοῦ δώσει, δέν μπορεῖ νά σοῦ ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός, ἄν δέν πᾶς μέ διάθεση μαθητείας. Ἀφοῦ εἶσαι πολύξερος, μέσα στίς δικές σου σκέψεις βλέπεις καί τά τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὡς ἄνθρωπος πού ξέρει, ὡς ἄνθρωπος πού καταλαβαίνει, ὡς ἄνθρωπος πού κρίνει, ὡς ἄνθρωπος πού ἔχει κέφι, ἔχει πόθο, ἔχει ζῆλο. Μιλῶ γιά ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θά πάρει μιά γενναία ἀπόφαση νά μπεῖ σέ ὑπακοή, θά πάρει γενναία ἀπόφαση νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ὅμως, ὅλο αὐτό τό βλέπει μέ τή δική του σκέψη, μέ τή δική του κρίση. Καί φτιάχνει κι ἕνα ὄνειρο δικό του, φτιάχνει κι ἕναν δρόμο δικό του καί ὑπολογίζει πῶς περίπου θά γίνουν τά πράγματα. Δέν πηγαίνει «ἐν λευκῷ» κανείς στόν Θεό. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο λάθος. Πρέπει νά πάει ἐν λευκῷ καί νά σκεφτεῖ: «Ἐγώ εἶμαι μυρμηγκάκι. Τί ξέρω; Νά ἀφήσω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό, νά μέ ὁδηγήσει ὁ Θεός». Αὐτό ὅμως εἶναι θάνατος. Δύσκολο εἶναι αὐτό· δέν γίνεται. Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά εἶναι ἀνοιχτομάτης. Καί ὅταν πηγαίνει στόν Θεό, αὐτό θέλει. Δέν γίνεται ἔτσι. Δέν γίνεται, διότι κάνεις τόν ἔξυπνο καί ὅλα τά κριτικάρεις. Καί τελικά, ὅταν ζοριστεῖς, θά φύγεις. Διότι, ἅμα σέ βάλει στό χέρι του ὁ Θεός, θά σέ ζορίσει. Δέν παίζει ὁ Θεός μαζί σου· δέν εἶναι ἀστεῖα. Καί θά βρεῖς ὕστερα χίλιες δυό δικαιολογίες καί ἀφορμές νά δικαιολογήσεις τή φυγή σου αὐτή, ὅτι φταίει τοῦτο, φταίει ἐκεῖνο, φταίει τό ἄλλο. Ἐνῶ τίποτε ἀπό αὐτά δέν στέκει. Ἁπλούστατα, εἶχες μέν μιά ὄρεξη, εἶχες μιά διάθεση, ὅμως ἤθελες νά γίνουν τά πράγματα μέ βάση τή δική σου σκέψη καί μέ βάση τούς δικούς σου συλλογισμούς, καί ὅπως τά ὑπολόγιζες ἐσύ ὅτι θά γίνουν. Δέν εἶχες διάθεση νά ἀφήσεις ἐν λευκῷ τόν ἑαυτό σου στόν Θεό νά σέ ὁδηγήσει ὁ Θεός. Ἑπομένως, δέν εἶναι εὔκολο νά κάνει ὑπακοή κανείς. Ὄχι δέν εἶναι εὔκολο· δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει ὑπακοή. Καί ὅμως, αὐτό πρέπει νά γίνει. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. (σσ. 242-243)