Συνάξεις Τριωδίου Β΄
Ἐπιστροφή στόν παράδεισο
Κεντρική διάθεση: Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»
https://toperivoli.gr/product/συνάξεις-τριωδίου-β΄/
Περιεχόμενα
Εἰσαγωγικό σημείωμα………………………………………….7
Γιατί δέν μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Χριστός;…………………9
Τά ὅπλα μας· ἡ προσευχή καί ἡ νηστεία…………….18
Νά μυηθοῦμε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας……………….38
Μελέτη Τριωδίου…………………………………………………44
Τό πανηγύρι τῆς ἀληθινῆς μετανοίας………………. 59
Ἡ πρώτη μέρα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ………………70
Τί καλύτερο ἀπό τό νά βρεῖς τόν Θεό;………………..80
Ἡ ζωή μου ζωή μαζί μέ τόν Θεό…………………………84
Ὁ Χριστός, ὁ πολύς καρπός…………………………………87
Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ Χριστός……………………………..97
Ποιά εἶναι ἡ πνευματική ζωή…………………………….108
Μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου………………………………………..117
Αὐτό εἶναι σωτηρία, αὐτό εἶναι θέωση………………121
«Κύριε τῶν Δυνάμεων… ἐλέησον ἡμᾶς»……………129
«…Πίστει καί πόθῳ προσέλθωμεν…»…………………135
Ἡ ἀντινομία στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας……141
Ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ
καί ὁ πόνος τοῦ συνανθρώπου…………………………..148
Ὁ σταυρός καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ…………………..158
Στόν δρόμο γιά τό δεύτερο Βάπτισμα………………..174
Ὄντως νά γίνουμε τοῦ Χριστοῦ………………………….178
Γιατί ὁ Θεός διαλέγει τήν Παναγία;…………………..180
Καλή μετάνοια……………………………………………………192
Μετάνοια χωρίς ὅρους καί ὅρια…………………………204
Ἡ Παναγία παράδειγμα ταπεινώσεως……………..210
«Ἰδού ἀναβαίνομεν…»………………………………………..212
Καθαροί στό σῶμα, καθαροί καί στήν ψυχή……..236
Ὁ ἀγώνας μας νά ἐνταθεῖ………………………………….241
Εἰσαγωγικό σημείωμα
Τό βιβλίο «Συνάξεις Τριωδίου – Β’. Ἐπιστροφή στόν Παράδεισο» περιέχει ὁμιλίες πού ἔγιναν κατά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Στήν περίοδο αὐτή μᾶς εἰσάγει ἡ ὑπενθύμιση ὅτι εἴμαστε οἱ ἐξόριστοι τοῦ Παραδείσου. Τό ὅτι παθαίνουμε ὅσα παθαίνουμε, τό ὅτι ἡ ζωή εἶναι τόσο δύσκολη καί τόσο πικρή, τό ὅτι τό φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας δηλητηριάζει τόν κάθε ἄνθρωπο καί δέν τόν ἀφήνει λίγο νά ἀνασάνει, νά νιώσει μιά γλύκα μέσα του, καί γενικότερα ὅλα τά δεινά τῆς ζωῆς μας, ἐδῶ ἔχουν τήν ἐξήγηση· στήν παρακοή τῶν πρωτοπλάστων στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὁποία παρακοή εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τόν Παράδεισο μέ ὅλες τίς ἐπιπτώσεις.
Ἐμεῖς, ὡς χριστιανοί, σ᾿ ὅλη μας τή ζωή καί πιό εἰδικά τήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καλούμαστε νά πάρουμε τόν ἀντίθετο δρόμο, καλούμαστε νά κάνουμε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ἔκαναν οἱ πρωτόπλαστοι.
Βέβαια, γιά μᾶς τούς πολλούς χριστιανούς ἡ φράση «Μεγάλη Τεσσαρακοστή» ταυτίζεται μέ τή δυσκολία, μέ τή στέρηση, μέ τόν κόπο, πού ἔχουν μέσα κάτι τό ἄχαρο. Μπορεῖ νά ἔχουμε καί ἐρωτήματα· Μήπως κάνουμε λάθος; Μήπως πέφτουμε ἔξω; Ἐπιπλέον, μπορεῖ νά ἔχουμε καί τόν πειρασμό, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔδωσε ὅλα τά ἀγαθά, γιατί νά τά στερούμαστε καί νά μήν τά ἀπολαμβάνουμε;
Ὅμως ἄσχετα μέ τό τί ἐμεῖς νομίζουμε, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τά παραπάνω καί τή ζωή τῶν ἁγίων θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι γιά τήν Ἐκκλησία ἡ περίοδος αὐτή εἶναι ἐπιστροφή στόν Παράδεισο· πορεία πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ζωή μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο νόημα τῆς περιόδου αὐτῆς πιστεύουμε ὅτι θά βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν.
Δέν ξέρω πόσοι ἀπό μᾶς καθώς θά μπαίνουμε στή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, θά εἶχαν τό κουράγιο νά ποῦν: «Θεέ μου, Θεέ μου! Ἐγώ δέν ἔζησα ἄλλες Τεσσαρακοστές. Τώρα ἦλθα γιά πρώτη φορά στή ζωή αὐτή». Καί μέ ὅλη τήν καρδιά, μέ ὅλο τόν ζῆλο, μέ ὅλη τή χαρά, νά ἀρχίσει κανείς τήν Τεσσαρακοστή καί νά μπεῖ στήν Τεσσαρακοστή. Καί νά μήν ἀρχίσει κανείς νά λέει· «Ἦλθε ἡ Τεσσαρακοστή. Τί θά γίνει μέ τή νηστεία;» Ἀλλά νά μπεῖ στήν Τεσσαρακοστή σάν νά εἶναι ἡ πρώτη καί τελευταία στή ζωή του, σάν νά εἶναι ἡ πρώτη καί τελευταία πού ἔχει στή διάθεσή του. (σ. 15)
Καθώς ἕνας σύγχρονος ἄνθρωπος ἀκούει γιά τή μεγάλη περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἀκούει γιά νηστεία, γιά προσευχές, ἀκούει ὅτι πρέπει νά πιέζουμε τόν ἑαυτό μας, ὅτι πρέπει νά πᾶμε κόντρα στόν παλαιό ἄνθρωπο, ὅτι μέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί περισσότερο πρέπει νά σταυρωνόμαστε, ἤ τά ἀφήνει καί φεύγουν ἤ, ἄν τά ἀκούσει, τρομάζει. Τρομάζει καί βαθιά μέσα του λέει… Τό λέει; Μπορεῖ νά μήν τό λέει σέ κανέναν καί μόλις καί μετά βίας λίγο στόν ἑαυτό του, βαθιά μέσα του λέει: «Γιατί νά μήν εἶναι πιό εὔκολα τά πράγματα; Γιατί νά εἶναι τόσο δύσκολα;» Καί καταλαμβάνεται ἀπό ἀθυμία, καταλαμβάνεται ἀπό λύπη καί τελικά πνίγεται ἐκεῖ μέσα καί δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε. Ὅλα τά τροπάρια αὐτές τίς ἡμέρες τό λένε καί τό ξαναλένε: Περιχαρῶς δεξώμεθα, πιστοί, τό θεόπνευστον διάγγελμα τῆς νηστείας. Ἀσμένως, λαοί τήν νηστείαν ἀσπασώμεθα. Τό στάδιον ἤνοικται τῆς θεοσδότου ἐγκρατείας· φαιδρῶς ὑπαντήσωμεν οἱ χρήζοντες ἐλέους. Τήν πάνσεπτον ἐγκράτειαν ἐναρξώμεθα φαιδρῶς. Εὐχαρίστως. Πολύ πολύ εὐχαρίστως. Κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπως ἔκανε πρῶτος ὁ Κύριος τίς σαράντα ἐκεῖνες ἡμέρες, καλούμαστε καί ἐμεῖς νά μποῦμε στόν ἀγώνα αὐτό, στήν πάλη αὐτή, νά νικήσουμε τόν διάβολο. Ὁ διάβολος, εἶναι σίγουρο, ἑκατό τά ἑκατό, ὅτι μπορεῖ νά νικηθεῖ. Καί θά νικήσουμε –ἀπό μᾶς, ἄν εἴμαστε μόνοι, δέν μπορεῖ νά γίνει τίποτε– ὅταν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ θά παλέψουμε μέ τήν προσευχή καί μέ τή νηστεία. Προσευχή συνεχής, ἐπικοινωνία ἀδιάκοπη μέ τόν Χριστό, ἀναφορά ἀδιάκοπη στόν Χριστό, τόσο πού ὁ Χριστός νά εἶναι ἐκεῖνος πού θά ἐργάζεται μέσα μας. Τόσο στενή σχέση. Καί νηστεία. Καί ὅλα αὐτά μέ χαρά, σάν νά εἶναι λαχεῖο. Ὁ κόσμος χαίρεται γιά πολλά ἄλλα πράγματα. Γιά μᾶς… Ξέρετε, ὁρισμένες ψυχές πράγματι λένε: «Πότε νά ἔλθει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή!» Χωρίς νά σημαίνει αὐτό ὅτι τόν ἄλλο καιρό ἀδρανοῦν. Ἔτσι πρέπει νά τό πάρουμε: χαρούμενα, μέ ὅλη μας τήν καρδιά. Καί ὁπωσδήποτε τό κέρδος, τό ἀποτέλεσμα, θά εἶναι ἡ νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ἡ συσταύρωσή μας μέ τόν Χριστό καί ἡ συνανάστασή μας μέ τόν Χριστό. Ἄν προσέξει κανείς τήν ὥρα πού γίνεται ὁ ὄρθρος, ὁ ἑσπερινός, τό μέγα ἀπόδειπνο, τήν ὥρα πού γίνεται ἡ προηγιασμένη, ὅταν γίνεται ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τίς Κυριακές τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἄν προσέξει κανείς καί ἄλλες ἰδιαίτερες ἀκολουθίες, ὅπως εἶναι ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου κανόνος πού γίνεται τήν Ε’ ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, θά βρεῖ τέτοιο πλοῦτο, τέτοιο θησαυρό, πού δέν θά ξεκολλάει ἀπό αὐτά καί θά χτυπάει –ἄς ἐπιτραπεῖ νά πῶ ἔτσι– κανείς τό κεφάλι του, πού ζεῖ τόσα χρόνια σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί ἐνῶ ὑπάρχει αὐτός ὁ πλοῦτος μέσα στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός δέν τόν ξέρει καί εἶναι γι᾿ αὐτόν ἕνας κρυμμένος θησαυρός. (σσ. 30-32)
Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ… Ἄς νηστεύσουμε νηστεία δεκτή, πού εἶναι εὐάρεστος στόν Κύριο. Καί λέει στήτ συνέχεια ὅτι ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν λογαριάζει τή νηστεία τῶν τροφῶν. Αὐτό εἶναι δεδομένο. Δέν νοεῖται Τεσσαρακοστή, δέν νοεῖται νά κάνουμε λόγο γιά νηστεία καί νά μή νηστεύουμε ἀπό τίς τροφές. Ὅμως εἶναι ἐνδεχόμενο νά μείνει κανείς μόνο σ᾿ αὐτό, καί γι᾿ αὐτό σπεύδει νά πεῖ ὅτι ἀληθινή νηστεία εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις. Νά διώξεις μακριά τά κακά, νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τά κακά, νά γίνεις ξένος ὡς πρός τά κακά καί νά μήν ἔχουν αὐτά σχέση μαζί σου. (σσ. 49-50)
Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή βέβαια εἶναι περίοδος πένθους, πνευματικῆς λύπης, εἶναι περίοδος μετανοίας, δακρύων, ἐξομολογήσεως, εἶναι περίοδος πού συμμαζεύει κανείς τόν ἑαυτό του καί τόν τοποθετεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί βλέπει πόσο ἅγιος, πόσο καθαρός εἶναι ὁ Θεός, καί πόσο ἁμαρτωλός εἶναι ὁ ἑαυτός του. Ὅμως ὅλο αὐτό εἶναι μιά γιορτή. Ὑποθέτω, κάθε χριστιανός θά ἔχει μιά κάποια μικρή ἐμπειρία ὅτι, ὅταν ὁ Θεός κάνει πνευματικές τίς αἰσθήσεις μας, ὅταν πάρει τό κάλυμμα πού καλύπτει τόν λόγο του, πού καλύπτει ὅλα αὐτά πού ἔχουμε μέσα στή λατρεία, στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅλα αὐτά πού ἔχουμε σέ ὅλα αὐτά πού ψάλλονται, πού ἀναγινώσκονται, ἀκόμη καί στά ἔργα τῶν πατέρων, τότε ἡ ψυχή μεθάει. Εἶναι σέ μιά μέθη, μέθη πνευματική, καί δέν χορταίνει, ἄς ποῦμε ἔτσι, π.χ., νά μετανοεῖ. Μετανοεῖ καί θέλει κι ἄλλο νά μετανοήσει. Κλαίει καί θέλει κι ἄλλο νά κλάψει. Ταπεινώνεται καί θέλει ἀκόμη πιό πολύ νά ταπεινωθεῖ. Συντρίβεται καί θέλει ἀκόμη πιό πολύ νά συντριβεῖ. Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά της κι ἀκόμη πιό πολύ θέλει νά τή συναισθανθεῖ. Παραδίνεται στήν προσευχή πρός τόν Κύριο καί ἀκόμη πιό πολύ τό θέλει αὐτό. Παραδίνεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, στή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ καί ἀκόμη πιό πολύ θέλει νά παραδοθεῖ. Εἶναι μέθη, πνευματική μέθη. (σσ. 70-71)
Ἐνῶ κανείς ἀπό τό ἕνα μέρος αἰσθάνεται ὅτι δέν ὑπάρχει ἄλλος ἁμαρτωλός σάν κι αὐτόν, ἀπό τό ἄλλο μέρος αἰσθάνεται ὅτι δέν ἔχει ἐλεηθεῖ ἄλλος σάν κι αὐτόν. Ἀπό τό ἕνα μέρος κανένας ἄλλος δέν βυθίζεται στό πένθος, δέν χρειάζεται νά βυθισθεῖ στό πένθος, δέν χρειάζεται νά βυθισθεῖ στόν ἅδη ὅπως αὐτός, μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι γιά τήν κόλαση, γιά τά κατάβαθα τοῦ ἅδου, ἀπό τό ἕνα μέρος λοιπόν αἰσθάνεται ὅτι σέ κανέναν ἄλλο δέν ἀξίζει κάτι τέτοιο, ὅσο στόν ἑαυτό του, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ἀπολαμβάνει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀπολαμβάνει τή χαρά τοῦ Θεοῦ, ζεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν οὐράνια ζωή, ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά πού δίνει ὁ Θεός, ἀπολαμβάνει τόν ἴδιο τόν Θεό.
Αὐτά εἶναι ἀκατανόητα γιά τόν ἔξυπνο, γιά κεῖνον πού θέλει νά τά καταλάβει ἁπλῶς μέ τό μυαλό τό ἀνθρώπινο. Εἶναι ἀκατανόητα. Δέν μπορεῖ νά τά καταλάβει. «Πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἔτσι;» Ὁ ἄλλος ὅμως πού ταπεινώνεται, πού πιστεύει, πού τά δέχεται –ὁ Θεός μιλάει, ὁ Θεός τά λέει ἔτσι, ὁ Θεός τά κάνει ἔτσι– αὐτός τά ζεῖ. Ὄχι ἁπλῶς ὑποθέτει ὅτι εἶναι ἔτσι. Τά ζεῖ, τά νιώθει, βλέπει καθαρά-καθαρά ὅτι εἶναι ἔτσι, καί δέν τοῦ μένει καμία ἀμφιβολία μέσα στήν ψυχή. (σ. 146)
Θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι συνεχόμεθα ἀπό δύο πράγματα: ἀπό τό ἕνα μέρος μᾶς συνέχει ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος μᾶς συνέχει ὁ πόνος, γιά τό ὅτι τόσο πολύ ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι, τόσο πολύ πάσχουν οἱ ἄνθρωποι.
Ἀπό τό ἕνα μέρος, ἀδελφοί μου, ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη. Τί νά ποῦμε! Τί νά ποῦμε! Μᾶς πῆρε ὅλους μας ὁ Θεός ἀπό κεῖ πού μᾶς πῆρε –ὅπου μᾶς βρῆκε– καί μᾶς ἔφερε κοντά του, μᾶς ἄνοιξε τά μάτια, μᾶς φώτισε καί μᾶς φωτίζει, μᾶς ἔδωσε καί μᾶς δίνει μετάνοια, μᾶς συγχώρησε καί μᾶς συγχωρεῖ, ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι εἴμαστε ἕνα τίποτε, μᾶς δέχεται καί μᾶς δίνει τήν ἀξία πού δίνει σέ κάθε ἄνθρωπο καί μᾶς γεμίζει μέ τήν παρουσία του, μέ τή Θεότητά του, μέ τή χάρη του, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό εἶναι χαρά καί εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση.
Τί νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος! Τί νά πεῖ! Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά νιώσει ὅτι εὐχαρίστησε τόν Θεό, ὅσο ἀξίζει· οὔτε μπορεῖ ποτέ νά εὐχαριστηθεῖ γιά τό ὅτι ἀνταποκρίθηκε στόν Θεό, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί στή χαρά τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀξίζει. Μένει κατάπληκτος ὁ ἄνθρωπος, ἐκστατικός, ἐνώπιον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, τῆς χαρᾶς τοῦ Θεοῦ. Τί νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος!
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι διαρκῶς ἐκτεθειμένος καί ἀπό τήν πλευρά τῆς εὐγνωμοσύνης. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εὐχαριστήσει τόν Θεό, νά εὐγνωμονήσει τόν Θεό, νά δοξάσει τόν Θεό, ὅσο πρέπει, ἔτσι πού νά νιώσει κανείς ὅτι φθάνει, εἶναι ἀρκετό· ἔτσι πού νά νιώσει κανείς ὅτι χορταίνει ἀπό εὐγνωμοσύνη ἡ ψυχή του.
Γι᾿ αὐτή τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό τό πλησίασμα τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό τό σκύψιμο τοῦ Θεοῦ ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, γι᾿ αὐτή τήν τρυφερότητα καί τούς γλυκασμούς τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτή τήν εὐσπλαχνία του, τή φιλανθρωπία του, γι᾿ αὐτό τό ἀγκάλιασμα πού προσφέρει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί λιώνει τόν ἄνθρωπο καί τόν διαλύει, πῶς μπορεῖ κανείς νά εὐγνωμονήσει τόν Θεό; Πῶς μπορεῖ νά ἀνταποκριθεῖ στόν Θεό; Καί συνέχεται λοιπόν ὁ ἄνθρωπος. Συνεχῶς αἰσθάνεται καταϋποχρεωμένος· ὅμως ὅλο αὐτό συγχρόνως εἶναι ζωή. Αὐτό τό πράγμα δέν εἶναι φόρτωμα, δέν εἶναι βάρος· εἶναι ἕνα ξαλάφρωμα, εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερη χαρά. Ἀλίμονο δηλαδή ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἤμασταν σέ θέση νά εὐγνωμονήσουμε τόν Θεό ὅσο πρέπει. Ἀλίμονο. Θά ἔκλειναν οἱ δρόμοι. Ἀλλά ἔτσι μένουν ἀνοικτοί, καί εἰσρέει συνεχῶς ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη τοῦ Θεοῦ, μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Μᾶς συνέχει λοιπόν, ἀδελφοί μου, αὐτή ἡ εὐφροσύνη καί ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ. Μέρα νύκτα. Ὅπου κι ἄν εἴμαστε. Καί ὅταν κοιμόμαστε καί ὅταν ξυπνοῦμε καί ὅταν πᾶμε καί ὅταν ἐρχόμαστε καί ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει. Καί τά λυπηρότερα καί τά πιό δυσάρεστα δέν μποροῦν καθόλου νά ἐπηρεάσουν αὐτή τήν πραγματικότητα. Χριστιανοί εἴμαστε. Δέν εἴμαστε οὔτε μουσουλμάνοι οὔτε βουδιστές κτλ. Χριστιανοί εἴμαστε. Ἔχουμε τόν ἀληθινό Θεό. Πιστεύουμε στόν ἀληθινό Θεό. Τόν βρήκαμε· μᾶς βρῆκε ἐκεῖνος. Δέν ὑπάρχουν ἐδῶ ψευτιές, δέν εἶναι ἐδῶ μπαλώματα, δέν ἔχουμε ἐδῶ φτιαχτά πράγματα. Ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός πού ξανοίγεται, ἡ Θεότητα πού ξανοίγεται στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ Θεός πού συγκαταβαίνει. Εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἁπλώνεται μέσα στόν ἄνθρωπο, ἔρχεται καί κατασκηνώνει μέσα στόν ἄνθρωπο.
Ὁ Θεός σκύβει ἐπάνω μας. Ὄχι ἁπλῶς βρίσκει τό πλάσμα του, ἀλλά βρίσκει αὐτό τό πονεμένο, τό δυστυχισμένο πλάσμα, αὐτό τό ἀτίθασο, τό ἀπείθαρχο πλάσμα, αὐτό τό παιδί του πού εἶχε γίνει ἀντάρτης. Τό βρίσκει ὁ Θεός καί τό ἀγκαλιάζει, τό περιπτύσσεται, τό γλυκοφιλάει καί τό κάνει ἐντελῶς δικό του· τό θεωρεῖ δικό του. Καί ὁ ἄνθρωπος γεμίζει ἀπό τόν Θεό καί συνέχεται ἀπό αὐτή τήν εὐφροσύνη, ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη καί τή χαρά τοῦ Θεοῦ, ὅπου κι ἄν πάει, ὅπου κι ἄν βρεθεῖ.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος μᾶς συνέχει, ἀδελφοί μου, τό ὅτι εἶναι τόσο πονεμένοι οἱ ἄνθρωποι! Τόσο πονεμένοι! Καί δέν ἐννοῶ ἁπλῶς τά βάσανα πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, τή δυστυχία πού ἔχουν, τόν πόνο, ἄς ποῦμε, πού φέρνει μιά ἀρρώστια, τόν πόνο πού φέρνει ἕνα κάτι ἄλλο. Δέν ἐννοῶ αὐτόν τόν πόνο πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι βρίσκονται στό σκοτάδι, βρίσκονται στήν ἄγνοια, εἶναι σέ ἕνα ἀδιέξοδο καί δέν ξέρουν τί τούς φταίει.
Μᾶς συνέχει καί αὐτός ὁ πόνος πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι. Πῶς μπορεῖ κανείς νά μή λάβει ὑπ᾿ ὄψιν του ὅτι καί γονεῖς καί μεγάλοι καί νέοι καί παιδιά καί ἄνδρες καί γυναῖκες καί μορφωμένοι καί ἀμόρφωτοι καί εὐκατάστατοι καί ἄποροι ὑποφέρουν; Πάσχει κανείς μαζί μέ ὅλους αὐτούς καί ὑποφέρει καί συνέχεται ἀπό αὐτόν τόν πόνο.
Νά λυπηθοῦμε ἀλλήλους, ἀδελφοί μου, ὁ ἕνας νά λυπηθεῖ τόν ἄλλο, νά προσέξουμε καί νά ξέρουμε καί νά μήν ἔχουμε τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι θά ἀνοίξει καί γιά μᾶς ἡ πόρτα τοῦ Θεοῦ, ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ. Θά ἀποκαλυφθεῖ καί σ᾿ ἐμᾶς ὁ Θεός, θά φανερωθεῖ ὁ Κύριος καί θά μᾶς δώσει αὐτή τή χαρά καί τήν εὐφροσύνη, γιά νά ζήσουμε μέ χαρά καί εὐφροσύνη ἐδῶ στή γῆ καί νά εἰσέλθουμε κάποτε στή χαρά τῆς αἰωνίου βασιλείας του. (σσ. 148-152)