ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος Τόμος | Σελίδες 354 | Διάσταση 15χ21 | 2014
Υπακοη
A+
A
A-

34. Φιλάνθρωπη ὑπακοή

Φιλάνθρωπη ὑπακοή

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/φιλάνθρωπη-υπακοή/

Περιεχόμενα

Εἰσαγωγικό σημείωμα 1

Α´ 2

Τό μυστήριο τῆς ὑπακοῆς 2

Ἡ ὑπακοή 2

εἶναι ἕνα μυστήριο 1 2

Τρεῖς ὄψεις τῆς ὑπακοῆς 2

Καί ὁ ὁμιλῶν εἶναι ἕνας ἀκροατής 4

Ὅταν κάνεις ὑπακοή γιά τόν Κύριο, ξενοιάζεις 5

Ἡ ἀξιοποίηση τῆς ζωῆς διά τῆς ὑπακοῆς 6

Νά μήν ὑπάρξει προδοσία στήν ὑπακοή 7

Ὅσο πιό πολλή ὑπακοή στόν Θεό κάνετε, τόσο πιό φοβερά πράγματα θά βγοῦν ἀπό μέσα σας 8

«Πᾶμε γιά ἀπέναντι, ἀλλά –δέν γίνεται ἀλλιῶς– πρέπει νά περάσουμε γεφύρι» 9

Ἡ ὑπακοή εἶναι συνισταμένη τοῦ μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως 9

Ὅταν μαρτυρεῖ κανείς ὑπακούοντας, ὁμοιάζει μέ τόν Χριστό 10

Αὐτά λέγονται ὑπεύθυνα, ἐν ὥρᾳ ἱερᾷ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ 11

Ἅμα ἔχει κανείς ὑπακοή, ἔχει τόση γνώση, ὅση ἡ Ἐκκλησία 11

Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά ὑπάρχει μοναστήρι, 12

ἀλλά νά γίνει ἔργο στήν ψυχή 12

Ἡ κλωστή ἀπό τήν ὁποία κρατιόμαστε 14

Ὁ ἄνθρωπος κάνει λάθη, ὁ Θεός ὅμως τά χρησιμοποιεῖ γιά καλό 14

Ὁ Θεός εἶναι πού δίνει τή χάρη, πού γιατρεύει, ἀρκεῖ ἡ ψυχή νά εἶναι στό κανάλι ἀπό ὅπου θά ἔρθει ἡ χάρη 15

Ὁ Θεός θά μᾶς ὁδηγήσει μέχρι τό τέλος 16

Ἔχετε ἀσφάλεια ἐδῶ 18

«Ὁ Θεός ἐπεμβαίνει καί μέ βάζει σ᾿ ἕνα δρόμο» 19

Μέ πολλή εὐλάβεια καί σεβασμό θά πεῖ κανείς στήν ψυχή ὅ,τι ἔχει νά πεῖ 20

Ἐμεῖς τόν δήμιο τόν ἔχουμε μέσα μας 20

Νά προχωρήσουμε στόν ἁγιασμό 22

Στόν Θεό θά πάει ἡ ψυχή, ἀλλά πρέπει νά περάσει ἀπό τήν ὑπακοή 23

Τό ναί θά τό πεῖ ὁ ἄνθρωπος 23

«Αὐτοῦ ἀκούετε» 24

Ἡ καθεμιά ψυχή πρέπει νά δοθεῖ ἐλεύθερα στόν Χριστό 25

Ὕστερα ἀπό ἀγώνα… 26

Θά κοπεῖ τό θέλημα 26

Θά παραδώσει τήν ψυχή γυμνή καί τετραχηλισμένη στήν ὑπακοή 28

Ὑπακοή ἤ βόλεμα; 29

«Γιατί εἶμαι ἐδῶ;» 29

Ἐρχόταν ὡς συνέπεια ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή 30

Κάποια λεπτά σημεῖα τῆς ψυχῆς 31

Ἕνα-ἕνα βγαίνουν τά ἀπωθημένα βιώματα καί ξεπερνιοῦνται 33

Ἡ αἴσθηση τῆς ἀποτυχίας: οἰκονομία Θεοῦ, γιά νά ἀπορρίψει ἡ ψυχή τόν ἑαυτό της 34

Ὁ ἑαυτός μας μᾶς κρύβει τό κλειδί 34

«Σ᾿ ὅλη μου τή ζωή προσπάθησα νά κάνω κάτι, καί δέν ἔκανα τίποτε» 35

«Τί λένε αὐτοί τώρα;» 36

Δέν προκαλεῖται ἡ ἀντίδραση 37

Ἔτσι νομιμοποιεῖται πνευματικά ἡ ὅποια ἀρνητική κατάσταση 39

«Ἔτσι εἶναι, Πάτερ, κι ἐγώ δέν κατάλαβα τίποτε;» 40

Ἡ γραμμή Μαζινό. «Δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ» 41

«Φεῦ, ἦρθα μέν ἐδῶ, ἀλλά ἦρθε καί ὁ ἑαυτός μου μαζί μου» 41

Ὁ ἡμιμαθής χριστιανός εἶναι ἐπικίνδυνος 43

«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί ἡ Ἐκκλησία, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» 45

Τίποτε ἄλλο δέν χαροποιεῖ τόν Κύριο ὅσο τό νά τοῦ δείξουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη 46

Ὅ,τι καί νά γίνει, εἴμαστε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ 48

«Εὐλόγησον, ἀλλά ἐσύ φταῖς!» 49

Ἡ θεραπευτική θεολογία εἶναι ἡ ἀληθινή θεολογία 50

Ὅμως ὑπάρχει ἕνα κλειδάκι, ὑπάρχει ἕνα μυστικό 51

«Ἔκανα λάθος. Συγγνώμη!» 52

Β´ 53

Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς 53

διά τῆς ὑπακοῆς 53

«Θέλω νά γίνω ἀληθινή μοναχή». 54

Νά ἔχεις μεράκι μέσα σου νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό 54

«Ἐγώ τώρα θά γίνω μοναχή, τώρα στρώνομαι γιά νά γίνω μοναχή» 55

Νά φύγουμε ἀπό τό κατεστημένο καί νά περάσουμε στό μεράκι 56

Μᾶς ἑνώνει ἡ κοινή ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἡ κοινή πορεία πρός τήν αἰώνια ζωή 57

Νά ὑπάρχεις ἐν Θεῷ 58

Βαθιά μέσα στήν ψυχή μας πρέπει νά φύγει τό ἐμπόδιο 59

Τό ἴδιο ἔργο τοῦ Χριστοῦ κάνουμε 62

Ἀπό τό περίγραμμα στό περιεχόμενο 62

Ἡ ὑπακοή, ὅπου λειτουργεῖ σωστά, εἶναι περισσότερο ἀπό τό μισό ἔργο 63

Τί ὡραῖα εἶναι νά μαθητεύεις, νά ὑπακοῦς, νά σταυρώνεσαι 64

Ποιές καταστάσεις μου βγαίνουν ἀπό τόν κανόνα τῆς μοναχικῆς ἀκριβείας 65

Ποιές καταστάσεις μας ἐμποδίζουν νά λειτουργήσει ἡ ὑπακοή 66

Νομίζω ὅτι ἐγκληματῶ, ἄν δέν τά πῶ αὐτά. Εἶναι θέμα σωτηρίας! 67

Ἄν δέν ἔχεις ἐμπιστοσύνη, δέν μπορεῖς νά κάνεις σωστή ὑπακοή 69

Τήν ὥρα πού ὁ ἄλλος σέ ἀδικεῖ εἶναι μιά καλή εὐκαιρία νά σταυρώσεις τό ἐγώ σου 70

Ἡ ἀγάπη ἔχει πόνο μέσα 72

Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀξία τῆς ὑπακοῆς 73

Τήν ὥρα πού ἡττᾶσαι ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νικᾶς 73

«Μήπως κάνω λάθος;» 74

Θά λυθεῖ ὁ κόμπος 75

Φιλαυτία τί εἶναι; Ὁ ἑαυτός μας 77

Ἡ ὠφέλεια ἀπό τήν ὑπακοή 78

Εἶμαι σέ ὑπακοή; 79

Τό λεπτό σημεῖο 80

Δεῖξτε λίγο φιλότιμο 81

«Γιά νά τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιά καλό μου εἶναι» 82

Μέ τό «συγγνώμη» λερώνεται τό 83

Ἀμέσως νά ζητάει συγγνώμη κανείς 84

Μέ τήν ὑπακοή προχωρεῖ κανείς μέ μεγάλα βήματα 85

Αὐτά εἶναι τά μυστήρια τῆς καθεμιᾶς ψυχῆς 86

Τό κατεστημένο δέν φεύγει εὔκολα· κάνει ἑλιγμούς 87

«Θεέ μου, ἔκανα ἐγώ καμιά καλή πράξη μέχρι σήμερα;» 88

Γιά νά μή λερωθεῖ τό κατεστημένο… 89

Μή φοβᾶσαι τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις 90

Δέν μπορεῖς νά νιώσεις ἀληθινή μετάνοια, ἐάν δέν δεῖς τήν ἀχρείωσή σου 92

Εἶμαι χριστιανός σημαίνει: 93

Ὅταν δέν ζεῖς σύμφωνα μέ τίς ὑποσχέσεις πού ἔδωσες, ἀρρωσταίνεις πνευματικά 95

Ἀλλιῶς, θά ἦταν ἐπίορκος κανείς 96

Ὅποιος ὑπακούει, θά γιατρευτεῖ γρηγορότερα 97

Προσοχή μήπως κοινωνοῦμε ἀναξίως 98

Ὅταν ἐσύ κάνεις σάν νά μή συμβαίνει τίποτε… 100

«Θά πάρεις τά φάρμακα» 101

Εἶναι προτιμότερο νά μήν κοινωνήσεις 102

Μήν τυχόν ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του 103

Γίνεσαι μοναχός, γιά νά μήν εἶσαι 104

Ὁ μοναχός θέτει ὑπό ἔλεγχο τούς λογισμούς, τά βιώματα 104

Δέν θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή 105

Τά τῆς ζωῆς τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι συγκεκριμένα 106

«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται…» 107

Ἡ ὠφέλεια θά ἔρθει μέσα ἀπό τόν πόνο τῆς κοπῆς τοῦ θελήματος 109

«Πῶς νά ξέρω ἄν ἡ ἐργασία μου ἄρεσε στόν Θεό;» 110

«Ἄξιόν ἐστιν…» 111

Ἡ ὑπακοή εἶναι ἕνα μυστήριο μέσα στήν ψυχή 111

Τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τελεσιουργεῖται στήν ψυχή τῶν ταπεινῶν 112

Ἡ Παναγία μᾶς κάνει τό δῶρο τῆς ταπεινώσεως 114

Συν-κτίσιμο ψυχῶν 115

Δέν ὑπάρχει ἅγιος 115

Οἱ ἰδανικές συνθῆκες εἶναι αὐτές πού φέρνει ὁ Θεός 116

Μέθη Χριστοῦ 117

Οἱ ἅγιοι ἄφηναν τόν ἑαυτό τους ἐντελῶς ἐκτεθειμένο 118

Ὅταν καλεῖται κανείς νά ξεπεράσει τά συνηθισμένα, περνάει ἀπό μιά κρίση 120

Ἐνῶ εἶναι κανείς στήν ἀρχή, σάν νά εἶναι στό τέλος 121

Ζωή κατενώπιον τοῦ Θεοῦ 122

Ἐφόσον θά ἀντέξετε καί θά μείνετε, 123

Ἡ ὅλη πραγματικότητα ἐδῶ δέν ἀνέχεται κεκαλυμμένες καταστάσεις 123

Καθώς ἔφυγε ὅλη ἐκείνη ἡ κάλυψη, ἀντιμετώπισαν τήν ἀκατέργαστη ψυχή τους 124

Ἐξαρτᾶται ἀρκετά ἀπό τόν πνευματικό τό πῶς θά προχωρήσει μιά ψυχή 126

Εἴμαστε αὐτοί πού λάβαμε 127

τό ἕνα τάλαντο 127

Ὁ Κύριος θέλει νά βλέπει 129

Ὁ παλαιός ἄνθρωπος εἶναι πού ἀγριεύει. Μή φοβᾶσαι! 129

Δι᾿ ἡμῶν ὁ Θεός θά πεῖ αὐτό πού ταιριάζει στήν καθεμιά ψυχή 130

Δέν βγαίνει πάντοτε καλό μέ τό ζόρισμα 131

«Τίς εἰμι ἐγώ;» 133

Δέν μέ ἀγγίζει ἡ ἀπογοήτευση 133

Ἔχουμε ἐπίγνωση 134

Ὑπάρχει ἕνα κάτι μέσα στήν ψυχή 135

«Κάποιο ἄγγιγμα ἀπό τόν Θεό ἔχει…» 135

Ὡς λαβών τό ἕν τάλαντον 136

Ἄν νιώσεις τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀδύνατον νά ἁμαρτάνεις ὕστερα 136

Χριστιανική ζωή σημαίνει ὅτι βρίσκουμε τόν δρόμο τῆς ἁγιότητος 137

Κατά βάθος, τά τάλαντα εἶναι ἡ δυνατότητα πού ἔχει ὁ καθένας νά σωθεῖ 138

«Αὐτά πού λέγονται κάθε φορά, ἐγώ δέν θά ἤθελα μέ τίποτε νά τά χάσω» 140

Ὑπάρχει μέσα ἐκεῖ ἕνα κάτι πού εἶναι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ 141

«Ἀποσύρω τή ζημιά τῆς ἀφροσύνης μου 143

καταθέτοντας τό κεφάλαιο 143

τῆς ἐμπιστοσύνης μου 143

στήν τράπεζα τῆς ὑπακοῆς» 143

Ἡ ἀξιοποίηση τοῦ ἑνός ταλάντου 143

Ἄν δέν μαθητεύσουμε στόν Θεό, θά μαθητεύσουμε ὁπωσδήποτε στή φιλαυτία μας 143

Δέν μεταμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος κατά μαγικό τρόπο 144

«Τώρα καταλαβαίνω τί εἶναι ὁ ἑαυτός μου. Πέταμα θέλει αὐτός» 145

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι στή ρίζα του φίλαυτος. Νά γιατί χρειάζεται ἡ μαθητεία 147

«Ναί, θά σέ ἐλεήσω!» 148

«Ἀποσύρω τή ζημιά τῆς ἀφροσύνης μου…» 150

Δέν μαθαίνονται ἀμέσως τά μαθήματα 151

Στά πνευματικά χαίρεσαι κάθε δευτερόλεπτο νά βάζεις ἀρχή 152

Ἀντί ἐπιλόγου 153

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα

Τό περιεχόμενο τοῦ παρόντος βιβλίου εἶναι συνάξεις-ὁμιλίες πού ἀπευθύνονται στίς ἀδελφές τοῦ Ἡσυχαστηρίου καί ἔγιναν ἀπό τόν πνευματικό τους πατέρα π. Συμεών –ὅπως ἄλλωστε συνηθίζεται σέ ὅλα τά μοναστήρια– στήν προσπάθειά του νά καθοδηγήσει τίς ἀδελφές στήν πνευματική καί εἰδικότερα στή μοναχική ζωή.

Τό βιβλίο ἀσχολεῖται μέ τό μεγάλο θέμα τῆς ὑπακοῆς. Μέσα ἀπό τά κείμενα διαφαίνεται καθαρά ὁ ἰδιαίτερος, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖται ἐδῶ στόν χῶρο αὐτόν ἡ ὑπακοή –δηλαδή ἡ ἑκούσια καί ἐλεύθερη ἀλλά καί ὑπεύθυνη δέσμευση τῆς ψυχῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τούς συγκεκριμένους ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας– καθώς λαμβάνεται ὑπ᾿ ὄψιν ἀπό τούς ὑπευθύνους ὅλη ἡ βεβαρημένη ψυχοσωματική πραγματικότητα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Γίνεται δέ φανερό πῶς αὐτός ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῶν ψυχῶν εἶναι μιά φιλάνθρωπη –ἐξ οὗ καί ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου– καί ἐν τῇ φιλανθρωπίᾳ της σώζουσα τελικά ὑπακοή. Ὅπως λέει ὁ π. Συμεών: «… ἐγώ, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶμαι ἴσως πιό ἁμαρτωλός ἀπό σᾶς, πιό ἀκατάλληλος ἀπό σᾶς, πιθανόν, ἕνεκα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, νά ἔχω τό κουράγιο νά δείξω περισσότερη κατανόηση σέ κάποιες ψυχές ἀδύναμες, οἱ ὁποῖες, ἄν πήγαιναν ἀλλοῦ, μπορεῖ νά μήν τό ἔβρισκαν αὐτό. Ὁπωσδήποτε, βέβαια, ἀλλοῦ θά ἦταν καλύτερα. Ἀλλά πόσες φορές ὑπάρχει ὁ καλός, ὁ ὁποῖος ἴσως νά μήν μπορεῖ νά ἀσχοληθεῖ πολύ-πολύ μαζί μας, νά μήν μπορεῖ νά μᾶς κατανοήσει ἔτσι ὅπως ἐμεῖς θά περιμέναμε. Καί νά, ὑπάρχει ὁ ὁμοιοπαθής, πού γυρίζει νά μᾶς δεῖ, κάτι μᾶς λέει πού μᾶς ταιριάζει καλύτερα, καθώς ὁ παθών εἶναι καί μαθών» (βλ. σ. 289).

Ἐπίσης, ὅπως συχνά λέει ὁ π. Συμεών, δέν διαφοροποιεῖται ὁ τρόπος σωτηρίας γιά ὅσους ζοῦν στόν κόσμο ἀπ᾿ ὅ,τι γιά τούς μοναχούς. Ὁ δρόμος τῆς θεραπείας καί τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς γιά ὅλους, καί γιά τούς λαϊκούς καί γιά τούς μοναχούς, εἶναι ἡ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μόνο πού μέσα σέ ἕνα μοναστήρι ἡ ὑπακοή ἔχει ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς ἐκεῖ ἀσκεῖται πιό συγκεκριμένα. «Δέν ὑπάρχει καμία διαφορά –νά τό ξέρουμε αὐτό– ἀνάμεσα στόν λαϊκό καί στόν μοναχό ἀπό αὐτή τήν ἄποψη. Καί οἱ δύο ὀφείλουν ἐξίσου νά ζοῦν τήν κατά Θεόν ζωή. Μέ τίς ὑποσχέσεις πού δίνει κανείς στό βάπτισμα, δέν εἶναι λιγότερο δεσμευμένος ὁ λαϊκός ἀπό τόν μοναχό» (βλ. σ. 212).

Ἐπειδή οἱ θέσεις αὐτές τοῦ πνευματικοῦ μας πατρός γιά τή δική μας πραγματικότητα εἶναι ἡ πιό κατάλληλη καί ἡ πιό εὔπεπτη «τροφή» γιά τήν πνευματική μας στήριξη καί προκοπή, τολμοῦμε νά τίς δημοσιεύσουμε –σάν ἄλλοι «φτωχοί φιλάδελφοι», κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο1– γιά ὅσους τυχόν θά ἤθελαν, κοντά σ᾿ ἐμᾶς, νά βοηθηθοῦν μέσα ἀπό αὐτή τή φιλάνθρωπη, ὅπως τή βιώνουμε, ὑπακοή, καθώς ὅλοι προσπαθοῦμε νά κάνουμε φιλότιμα τόν πνευματικό μας ἀγώνα εἴτε μέσα σέ κάποια μοναστική ἀδελφότητα εἴτε μέσα στόν κόσμο, καθένας ὅπου τάχθηκε νά κάνει τόν κανόνα του σ᾿ αὐτή τή ζωή.

Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο

Φιλάνθρωπη ὑπακοή

Ὅσο πιό πολλή ὑπακοή στόν Θεό κάνετε, τόσο πιό φοβερά πράγματα θά βγοῦν ἀπό μέσα σας. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀφήνει νά βγοῦν οἱ βρωμιές ἀπό μέσα του. Ὅταν ὅμως μπεῖ στήν ὑπακοή, ἕνα-ἕνα ὅλα θά βγοῦν. Ὅπως στόν ὕπνο, ὅταν κοιμηθοῦν οἱ φύλακες, δηλαδή τό συνειδητό, βγαίνουν ἀπό τό ὑποσυνείδητο τά ἀπωθημένα βιώματα –σάν τά τσακάλια καί τίς ἀλεποῦδες, πού ἀρχίζουν καί βγαίνουν τή νύχτα, μόλις πέσει τό σκοτάδι– καί γι᾿ αὐτό βλέπει κανείς συνήθως στά ὄνειρα τά πιό ἀπίθανα πράγματα. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει στήν ὑπακοή.

Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀσφάλεια· καί μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἔχεις εὐθύνη γιά τήν ἑκάστοτε πραγματικότητα, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι –καθώς ἡ ὑπακοή εἶναι καθιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία καί εἶναι αὐτό πού ἀγαπᾶ ὁ Θεός– δέν ἔχεις ἐσύ εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μαρτυρεῖ κανείς ὑπακούοντας, ὁμοιάζει μέ τόν Χριστό. Κάνοντας ὑπακοή εἶσαι μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου… Ὅσο περισσότερο σοῦ στοιχίζει ἡ ὑπακοή, τόσο μεγαλύτερη εὐλογία ἔχεις.

Στά πνευματικά, μπορεῖ κανείς, τή γνώση πού θά ἔχει στά ἑξήντα, νά τήν ἔχει ἀπό τά τριάντα. Ἀκόμη περισσότερο, μπορεῖ νά ἔχει τή γνώση τήν πέραν τοῦ τάφου, ὅπως τήν ἔχει αὐτός πού πεθαίνει. Τί ὡραῖο, τί σημαντικό θά ἦταν νά γνωρίζει κανείς τά πέραν τοῦ τάφου ἐνῶ εἶναι ἀκόμη ἐδῶ! Καί φαίνεται ὅτι ναί μέν ἀποκτᾶ κανείς λίγο-λίγο τή γνώση, ὅταν τήν ἀποκτᾶ καί ὅσο τήν ἀποκτᾶ, ἀλλά ἡ γνώση αὐτή πάντα ὑπάρχει μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί ἐδῶ εἶναι ἡ ἀξία τῆς ὑπακοῆς. Ὅταν ἔχει κανείς τή γνώση αὐτή, μπορεῖ νά εἶναι στά εἴκοσι καί νά ἐνεργεῖ σάν νά εἶναι στά ἑξήντα. Ἐνῶ εἶναι στά τριάντα, πενήντα ἤ ἑξήντα, γνωρίζει καί ἐνεργεῖ σάν νά ἔχει ἤδη πεθάνει καί ἔχει λάβει πεῖραν τῶν πέραν τοῦ τάφου. Μέσα στήν ὑπακοή τά ἔχει ὅλα αὐτά. Διότι, ἅμα ἔχει κανείς ὑπακοή, ἔχει τόση γνώση, ὅση ἡ Ἐκκλησία.

Νομίζω –καί τό λέω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ– ὅτι ὁ Θεός οἰκονομεῖ ἐδῶ ἔτσι τά πράγματα, πού ἀπό τό ἕνα μέρος νά μήν πιέζεται ἡ ψυχή, ὥστε, ἄν κάνει κάτι στά πλαίσια τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, νά τό κάνει ἐλεύθερα καί ὄχι διά τῆς βίας. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως, θά κοπεῖ τό θέλημα. Τελείωσε· δέν γίνεται ἀλλιῶς. Οὔτε ἔτσι οὔτε ἀλλιῶς μποροῦμε νά ξεγελάσουμε τούς ὑπευθύνους ἤ τόν Θεό. Πρέπει νά ἀφήσουμε ἀληθινά τό θέλημά μας. Νά τό προσέξουμε αὐτό.

Ἀπό τό ἕνα μέρος νά μήν πιεστεῖ καμιά ψυχή· δέν βγαίνει τίποτε μέ τό νά πιέσουμε τήν ψυχή. Θά στραγγαλιστεῖ, θά στραμπουλιχτεῖ –δέν ξέρω πῶς νά τό πῶ– καί ὅ,τι θά κάνει, πρός τό καλό δηλαδή, θά εἶναι σπασμωδικές κινήσεις. Νά μείνει ἑπομένως ἐλεύθερη ὅσο γίνεται ἡ ψυχή, ὄχι ὅμως γιά νά κάνει ἐλεύθερα ὅ,τι θέλει, ἀλλά γιά νά κάνει τελικά αὐτό πού πρέπει νά κάνει: πρέπει νά κάνει ὑπακοή. Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ἡ καθεμιά ψυχή πρέπει πολύ συγκεκριμένα νά κάνει ὑπακοή, νά κόψει τό θέλημά της.

Ἄν ἐπιμείνει κανείς στήν ὑπακοή, σιγά-σιγά ἔρχεται αὐτή ἡ ἀληθινή ἐμπιστοσύνη· ἀπελπίζεται δηλαδή κανείς τελείως ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἔτσι πιστεύει στόν Θεό ἀληθινά. Βέβαια, γιά νά φθάσει ἐκεῖ κανείς, πάλι μέ τήν πίστη πρός τόν Θεό φθάνει. Ἀλλά γιά νά ἔρθει ἀληθινή πίστη μέσα στήν ψυχή ὡς χάρη Θεοῦ, δέν πρέπει νά ὑπάρχει ἀντίσταση. Καί παύει ἡ ἀντίσταση, ὅταν παραδοθεῖ κανείς, ὁπότε πᾶνε ὅλα τά στηρίγματά του, πᾶνε ὅλα τά ἀτού του· ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Συχνά μιλοῦμε γιά τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Τί ὡραιότερο ἀπό αὐτό! Μᾶς ἔχει στά χέρια του ὁ Θεός καί τά ἔχει κανονίσει ὅλα· καί ἀνθρώπους κατάλληλους θά μᾶς στείλει καί τά πάντα θά μᾶς δώσει. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται ἀπό τήν πλευρά μας εἶναι, μέσα σ᾿ αὐτή τήν πίστη καί τήν ὑπακοή στόν Θεό, νά χρησιμοποιήσει κανείς τά πάντα, ὅπως τά οἰκονομεῖ ὁ Θεός γιά τόν καθένα, καί νά ἁγιάσει.

Προσέξτε τό θέμα τῆς ἐμπιστοσύνης· εἶναι πολύ σημαντικό. Θά ἔχετε διαβάσει, ὑποθέτω, στούς πατέρες ὅτι ἕνας μεγάλος πειρασμός, ἴσως ὁ πιό καίριος πειρασμός, πού ἔρχεται σέ κάθε ὑποτακτικό –ἀληθινό ὑποτακτικό– εἶναι αὐτός πού φέρνει λογισμούς ἀμφιβολίας γιά τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖο ὑπακούει, στόν ὁποῖο ἔχει ἐμπιστοσύνη. Μόλις ἀρχίσει νά κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτή, ἀπό κεῖ καί πέρα δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ ὑπακοή. Ἄν ὅμως, ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει, πιαστεῖ κανείς ἀπό αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη, ξεπερνάει τόν πειρασμό.

Σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, ὅ,τι καί νά περάσει κανείς, θά φθάσει στήν ὥρα τῆς σωτηρίας. Ἀλλά, ὅσο πιό γρήγορα ἀφεθεῖ κανείς στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί ὅσο πιό γρήγορα ὄντως ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, τόσο δέν εἶναι ὑποχρεωτικό μετά νά περάσει πολλά παθήματα. Γι᾿ αὐτό, ἔχει μεγάλη σημασία νά κάνει κανείς ὑπακοή. Ἄν κάνει, δέν θά περάσει πολλά ἡ ψυχή, εὐκολότερα θά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό της καί εὐκολότερα θά προχωρήσει.

Λοιπόν, ἐκεῖ καταλήγουμε: ὑπακοή ἀληθινή. Τό δεδομένο πού ἔχουμε εἶναι ὅτι ἡ ὑπακοή μας τελικά πάει στόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ δημιουργός μας, ὁ πλάστης μας, ὁ σωτήρας μας· αὐτός πρέπει νά ζεῖ μέσα μας.

Δύο πράγματα νά πῶ ἐδῶ. Τό ἕνα εἶναι ὅτι ἐμεῖς δέν ξέρουμε ἀκριβῶς τί θά βγεῖ μέ τήν ὑπακοή. Ὅταν ἀποφασίσεις νά παραδοθεῖς στόν Χριστό διά τῆς ὑπακοῆς, δέν ξέρεις τί θά ἀκολουθήσει. Καθένας ἀποφασίζει νά διανύσει τόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς, ἀλλά ὅπως αὐτός τόν φαντάζεται. Ὁ Χριστός ὅμως ξέρει τί θά ἐπιτρέψει νά μᾶς συμβεῖ. Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά κάνουμε ἐμεῖς ἀπό τή μεριά μας εἶναι νά ἀπαρνούμαστε ὄντως τόν ἑαυτό μας.

Τό ἄλλο εἶναι –καί τό λέμε πρώτη φορά κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο– ὅτι, ἅμα δέν πιαστεῖ ἡ ψυχή ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό της· γιατί ἀλλιῶς, φοβᾶται τό ἄγνωστο καί ἀπελπίζεται· αἰσθάνεται κατά κάποιον τρόπο σάν νά πηδάει στό χάος. Ἅμα βγεῖς ἀπό τό ἐγώ σου, πηδᾶς στό χάος· δέν εἶναι ἀστεῖα. Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι ὁ Θεός μας, καί δέν πρέπει νά ἔχουμε τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι θά μᾶς πιάσει, θά μᾶς κρατήσει. Ὄντως, γιά μᾶς εἶναι ἄγνωστο πῶς θά μᾶς ὁδηγήσει ὁ Κύριος, ἀπό ποῦ θά μᾶς περάσει, τί θά ἀφήσει νά μᾶς συμβεῖ, ἀλλά μποροῦμε ἄνετα νά ἔχουμε πλήρη ἐμπιστοσύνη. Ἄν κάτι ἀρέσει, ἄς τό ποῦμε ἔτσι, πολύ-πολύ στόν Χριστό, εἶναι ἔτσι νά τόν πιστεύουμε, ὅτι δηλαδή ἀκολουθώντας τον οὔτε θά μᾶς γελάσει οὔτε θά πέσουμε ἔξω, ὥστε νά ποῦμε: «Πῶς τό κάναμε αὐτό;»

Τίποτε ἄλλο, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, δέν χαροποιεῖ τόσο τόν Κύριο, ὅσο τό νά τοῦ δείξουμε αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη. Νά πιστεύουμε δηλαδή ὅτι, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι Θεός, δέν θά κάνει πονηριές, δέν θά μᾶς γελάσει, δέν θά μᾶς βάλει τάχα σέ δυσκολία, καί τάχα δέν θά μπορέσουμε νά τά βγάλουμε πέρα. Πλήρη ἐμπιστοσύνη. Ὄχι ἐμπιστοσύνη μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν πιστεύουμε, οὔτε πάλι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχει τή δύναμη νά μᾶς σώσει, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχει τήν ἀγάπη· μᾶς ἀγαπάει ὁ Κύριος. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία» (Βλ. Ἐφ. 5, 25). Καί Ἐκκλησία εἴμαστε ἐμεῖς. Μποροῦμε νά διανοηθοῦμε ὅτι εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά μήν ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο-Χριστό, καθώς στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ἡ Θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητα; Ἔ, ὅσο ἀγαπᾶ, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, τόν ἄνθρωπο-Χριστό ὁ Θεός, τόσο ἀγαπᾶ ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι εἴμαστε ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος-Χριστός, εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου θά σέ βοηθήσει νά ἀποφασίσεις νά κάνεις ὑπακοή, νά ἀπαρνηθεῖς τόν ἑαυτό σου, νά κάνεις τό πήδημα πού, τρόπον τινά, θά σέ κάνει νά νιώσεις ὅτι εἶσαι στό χάος. Καί ἤθελα νά πῶ ὅτι κι ἐδῶ, μέ τήν ὑπακοή πού κάνουμε, πού καλούμαστε νά κάνουμε –νά κόψουμε ὄντως τό θέλημά μας, νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας– δέν ἔχουμε τίποτε ἄλλο ὡς δεδομένο παρά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ποῦ ξέρουμε πῶς θά οἰκονομήσει ὁ Χριστός τά πράγματα; Ποῦ ξέρουμε τί θά ἀφήσει ὁ Θεός νά γίνει, τί θά ἀφήσει νά μᾶς συμβεῖ; Δέν ξέρουμε. Ἄνετα ὅμως μποροῦμε νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη.

Ἡ πολλή ἀγάπη στό ἐγώ μας φέρνει τή δειλία. Καθώς δηλαδή, μέ τό πήδημα πού θά κάνεις, μπαίνοντας στήν ὑπακοή, μέ τόν δρόμο πού θά πάρεις, μέ τό βῆμα πού θά ρίξεις, θά πεῖς «ἀντίο» στόν ἑαυτό σου –καί ὁ παλαιός ἄνθρωπος μέσα σου δέν θέλει νά τό κάνεις– αὐτό ὕστερα σοῦ δημιουργεῖ δίλημμα καί σοῦ φέρνει δειλία. Εἶναι πολύ σημαντικό νά πιστέψει κανείς ἀκριβῶς σ᾿ αὐτό πού λέει ὁ Χριστός καί νά ἀποφασίσει νά τό κάνει, καί ἐπίσης νά πιστέψει ὅτι, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, μπορεῖ νά ἔχει πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο. Ἐμεῖς δέν ξέρουμε ἀπό ποῦ θά μᾶς περάσει, τί θά συμβεῖ στόν δρόμο, τί μπορεῖ νά πάθει ὁ ἑαυτός μας, ἀλλά ξέρουμε πώς, ὅ,τι καί νά γίνει, εἴμαστε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.

Στήν πνευματική ζωή ἔχουμε αὐτό τό δῶρο ἀπό τόν Θεό, πού εἶναι ἀσφάλεια, ἀλλά καί ἀπό κάποια πλευρά σάν νά εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό τό μισό ἔργο: ἔχουμε τήν ὑπακοή. Καθώς κάνεις ὑπακοή μέ καλή διάθεση, χωρίς ὑστεροβουλίες, χωρίς ὑπολογισμούς, ἀλλά μέ ἐμπιστοσύνη –προσέξτε, μέ ἐμπιστοσύνη, μέ ἀγαθότητα– θά τό βιώσεις αὐτό. Ἄν ὅμως ὁτιδήποτε ἄλλο ἀφήσεις νά παρεισφρήσει σ᾽ αὐτό τό ἔργο τό πνευματικό πού γίνεται διά τῆς ὑπακοῆς, εἴτε εἶναι ἐπιφύλαξη εἴτε ἀμφιβολία εἴτε πονηρία –«Δέν μέ καταλαβαίνουν, δέν μέ δέχονται, δέν μέ βοηθοῦν, κάνουν διακρίσεις»– μήν περιμένεις νά ἔρθει τό κουράγιο καί ἡ διάθεση νά κάνεις ἀγώνα πνευματικό, καί μήν περιμένεις προκοπή.

Ναί μέν ἔχουμε μέσα μας τόν παλαιό ἄνθρωπο, τή φιλαυτία, ἀλλά ἄν κάνουμε λίγο κουράγιο νά ταπεινωθοῦμε λιγάκι καί θελήσουμε νά κάνουμε ἀληθινή ὑπακοή –νά μᾶς πάρουν, τρόπον τινά, ἀπό τό χέρι– θά ἀνοίξει ὁ δρόμος. Βέβαια, θά μᾶς τσούξει λιγάκι. Διότι καί τήν ὥρα πού ὑποτίθεται ὅτι στηρίζεται κανείς κάπου καί τόν πηγαίνουν, πάλι μέσα του θά ζορίζεται.

Ποιός δέν μπορεῖ νά καταλάβει λοιπόν τώρα τί εἶναι ὑπακοή καί τί βγαίνει μέ τήν ὑπακοή; Στήν πράξη ὅμως τά χαλάει κανείς, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὠμή αὐτή πραγματικότητα τῆς φιλαυτίας. Γι᾿ αὐτό καί ἀναποφεύκτως, κάνοντας ὑπακοή, λίγο θά στενοχωρηθεῖς, λίγο θά πληγωθεῖς, λίγο θά ζοριστεῖς, λίγο θά πονέσεις. Ἀλλά ὅσο πιό πολλή ἐμπιστοσύνη ἔχει κανείς καί μέ ὅσο περισσότερη ἐμπιστοσύνη συνεργάζεται, τόσο δέν θά χρειαστεῖ νά πάθει πολλά. Ἁπλά, ἁπλά εἶναι τά πράγματα.

Τόσο μπερδεμένος πού εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο μπλοκαρισμένος πού εἶναι ἀπό τό ἐγώ, ἀπό τή φιλαυτία, εἶναι δυνατόν νά ἔχει καθαρές σκέψεις καί καθαρή κρίση; Πόσο περισσότερο, ἑπομένως, γι᾿ αὐτόν τόν λόγο πρέπει κανείς νά ἀπαγκιστρώνεται ἀπό τή σκέψη του. Ὅσο κι ἄν μᾶς φαίνεται –ἀκόμη καί νά εἶναι ὄντως– ὅ,τι καλύτερο ἡ γνώμη μας, ἐμεῖς νά εἴμαστε ἀπαγκιστρωμένοι ἀπό αὐτήν. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά γίνεται. Ἀλλά νά ξέρουμε ὅμως πώς, κι ὅταν ἀκόμη μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι καλή καί ἁγία ἡ γνώμη μας, δέν εἶναι, καθώς, ὅπως εἴπαμε, εἶναι μπλοκαρισμένος ὁ ἄνθρωπος καί μπερδεμένος καί ἔχει κατεστημένο μέσα του. Κατεστημένο, προσέξτε, μέ αὐτή τήν ἔννοια πού λέμε. Καί τό κατεστημένο δέν φεύγει εὔκολα· κάνει ἑλιγμούς, σάν νά λέει στήν ψυχή: «Θέλεις νά εἶσαι πνευματικός ἄνθρωπος; Ἐντάξει, νά εἶσαι. Μή φοβᾶσαι, δέν θά σέ δυσκολέψω. Ἐγώ μόνο νά μήν πάθω τίποτε». Καί τά προσαρμόζει κανείς ὅλα ἐκεῖ πρός τό κατεστημένο του. Τό ὁποῖο κατεστημένο ἔχει μηχανισμούς ἀμύνης καί κουκουλώνεται καί προφυλάσσεται καί, σάν τόν χαμαιλέοντα πού ἀλλάζει τό χρῶμα του, προσαρμόζεται κανείς, μόνο νά μή χαθεῖ τό κατεστημένο. Στίς δύσκολες ὧρες εἶναι προθυμότατος κανείς νά κάνει τά πάντα, ἀλλά γιά νά περισώσει τελικά τό κατεστημένο του.