{Πῶς οἱ ἅγιοι βρέθηκαν στήν ἀντίπερα ὄχθη}
Γνωρίζουμε λίγο πολύ ὅλοι μας ὅτι μέσα στά κείμενα τῶν ἁγίων πατέρων συναντοῦμε συχνά αὐτή τήν προτροπή: Νά βάζεις ἀρχή, νά βάλεις ἀρχή· ἤ, βάζω ἀρχή, ἔβαλα ἀρχή, θά βάλω ἀρχή. Συναντοῦμε αὐτή τή φράση, αὐτή τήν προτροπή, αὐτή τή συμβουλή, ἀλλά καί οἱ σύγχρονοι χριστιανοί πότε-πότε τή λένε αὐτή τή φράση. Φοβοῦμαι ὅμως ὅτι δέν ξέρουμε ἀκριβῶς τί σημαίνει, καί τί θέλει νά πεῖ κανείς ἀναφέροντάς την. Δέν βγαίνει τίποτε μέ τό νά ἀναφέρει ἁπλῶς κανείς κάποια φράση πού τήν ἔλεγαν οἱ πατέρες ἤ πού τή λένε καί σήμερα κάποιοι ἅγιοι ἄνθρωποι. Ὅλα τά θέματα πρέπει νά τά γνωρίζει κανείς, ὅσο γίνεται, στό βάθος καί μετά, φυσικά, νά προσπαθεῖ νά τά οἰκειωθεῖ, νά τά ἀφομοιώσει, νά τά ζήσει. Χωρίς καί τή γνώση δέν γίνεται τίποτε.
Τί σημαίνει λοιπόν «βάζω ἀρχή»;
Ἀπό ὅ,τι βλέπουμε στά κείμενα τῶν πατέρων, μπορεῖ κανείς νά λέει καί μάλιστα μπορεῖ νά αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά λέει «βάζω ἀρχή», «θά βάλω ἀρχή», ἀνά πᾶσαν στιγμήν. Ὄχι ἁπλῶς στήν ἀρχή τῆς χρονιᾶς, ὄχι ἁπλῶς ὅταν βρισκόμαστε σέ κάποιον σταθμό τῆς ζωῆς μας, ὄχι ἁπλῶς στήν ἀρχή τῆς ἑβδομάδας, ἀλλά στήν ἀρχή καί τῆς καθεμιᾶς στιγμῆς.
«Βάζω ἀρχή». Ὄχι ἁπλῶς κανείς σκέπτεται ὅτι καλά εἶναι νά λέει καί νά κάνει κάτι τέτοιο, ἀλλά αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη συνεχῶς νά λέει «βάζω ἀρχή». Ὅσο πιό συχνά μάλιστα κανείς βάζει ἀρχή, τόσο καλύτερα εἶναι. Ἄν δέν ξέρουμε ὅμως τή σημασία τῆς φράσεως, τότε, ἤ δέν θά σκεπτόμαστε νά κάνουμε κάτι τέτοιο ἤ θά μοιάζει λίγο σάν παιχνίδι ἤ ἀκόμη, ἄν θέλετε, καί σάν κοροϊδία. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα.
Οἱ πατέρες αἰσθάνονταν τήν ἀνάγκη νά βάζουν ἀρχή, νά ἀρχίζουν δηλαδή τή σωστή ζωή ἀνά πᾶσαν στιγμήν, νά ἀρχίζουν τήν πνευματική ζωή κάθε στιγμή. Μάλιστα, ὅπως γράφει κάποιος, οἱ ἅγιοι κάθε μέρα ἔβαζαν ἀρχή καί, χωρίς νά τό καταλάβουν, βρέθηκαν στήν ἀντίπερα ὄχθη. Ἐνῶ, βάζοντας ἀρχή, μοιάζει νά εἶναι κανείς στήν ἀρχή τῆς ἐδῶ ὄχθης, ὅμως κάνοντας αὐτό, λέει, βρέθηκαν στήν ἄλλη ὄχθη.
Θά ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα ἀμέσως-ἀμέσως, γιά νά μυηθοῦμε λίγο στό θέμα, ἐν σχέσει μέ αὐτό πού λέμε γιά τούς ἁγίους, ὅτι βάζοντας συνεχῶς ἀρχή, στό τέλος βρέθηκαν στήν ἄλλη ὄχθη. Ἕνα μικρό παιδάκι θέλει νά ἀνέβει τή σκάλα πού ὁδηγεῖ στό σπίτι πού μένει. Σηκώνει τό ποδαράκι του στό πρῶτο σκαλοπάτι καί προσπαθεῖ νά φέρει καί τό ἄλλο ποδαράκι του στό πρῶτο σκαλοπάτι. Δέν τά καταφέρνει καί πέφτει. Τό παιδάκι ξαναπροσπαθεῖ καί πάλι δέν τά καταφέρνει· καί πάλι προσπαθεῖ καί πάλι πέφτει. Συνεχίζει τήν προσπάθειά του, χωρίς νά λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν του ὅτι ἀπέτυχε μία φορά, ἀπέτυχε δύο φορές… Καθόλου δέν τό ἐπηρεάζει αὐτή ἡ πραγματικότητα.
Ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ πάνω στό πλατύσκαλο τό παρακολουθεῖ, χωρίς νά τή βλέπει τό παιδί της. Βλέποντας αὐτή τήν προσπάθεια τοῦ παιδιοῦ, καί ὅτι δέν ἐπηρεάζεται καθόλου ἀπό τήν ἀποτυχία του, κατεβαίνει, παίρνει τό παιδί στήν ἀγκαλιά, καί μονομιᾶς ἀνεβαίνει τό παιδί ὅλα τά σκαλοπάτια. Θά λέγαμε ὅτι κάπως ἔτσι μοιάζει ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ζήσει πνευματικτή ζωή· τελικά ὅμως εἶναι ὁ Θεός πού χαριτώνει τόν ἄνθρωπο.
Καταλαβαίνουμε τώρα καλύτερα πῶς οἱ ἅγιοι, ἐνῶ ἔβαζαν συνεχῶς ἀρχή, βρέθηκαν στήν ἀντίπερα ὄχθη. Γιά νά καταλάβουμε τό ὅλο θέμα καλύτερα, θά ἤθελα νά τό δοῦμε λίγο καί ψυχολογικά. Νομίζω, θά μᾶς βοηθήσει αὐτή ἡ ἀνάλυση, αὐτή ἡ ψυχολογική θεώρηση τοῦ θέματος.
{Τά τρία πατώματα τῆς ψυχῆς}
Σύμφωνα μέ αὐτά πού λένε οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες, οἱ ψυχολόγοι, ἡ ψυχή μας, πού εἶναι, τρόπον τινά, σάν ἕνα οἰκοδόμημα καί πού ἔχει πολύ καί ἄγνωστο περιεχόμενο, χωρίζεται σέ τρία πατώματα.
Εἶναι πάνω-πάνω τό συνειδητό, δηλαδή αὐτό τό ὁποῖο ὅλοι καταλαβαίνουμε στόν ἑαυτό μας. Οἱ σκέψεις μας, τά αἰσθήματά μας, ἡ ὅλη διάθεσή μας πού συνειδητοποιοῦμε, πού ἐλέγχουμε, πού ξέρουμε. Πιό κάτω ἀπό αὐτό τό στρῶμα εἶναι τό ὑποσυνείδητο. Τό περιεχόμενο τοῦ ὑποσυνειδήτου μᾶς εἶναι ἄγνωστο, ἀλλά, ἐπειδή εἶναι κοντά στό συνειδητό, ποῦ καί ποῦ μᾶς ἀφήνει λίγο νά διαισθανθοῦμε τί περίπου μπορεῖ νά ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτό. Ἀπό καμιά φορά, κάτι πετάγεται ἀπό ἐκεῖ καί βγαίνει στό συνειδητό.
Πιό κάτω, στό βάθος-βάθος, στό ὑπόγειο, ἄς ποῦμε, τῆς ψυχῆς μας, εἶναι τό ἀσυνείδητο. Τό περιεχόμενο τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι terra incognita, ἄγνωστη γῆ, καί μᾶς εἶναι τελείως ἄγνωστο. Ἐνῶ λοιπόν ἐκεῖ μέσα ὑπάρχουν δικά μας βιώματα, δικές μας καταστάσεις, ὅμως, ἐπειδή εἶναι στό ἀσυνείδητο, στό σκοτεινό αὐτό ὑπόγειο, οὔτε ξέρουμε τί ἀκριβῶς ὑπάρχει οὔτε μποροῦμε νά ἐλέγξουμε αὐτό τό περιεχόμενο. Αὐτά τά βιώματα, κατά τή γλώσσα τῆς ψυχολογίας, εἶναι ἀπωθημένα, σπρωγμένα δηλαδή στό βάθος τοῦ ἀσυνειδήτου. Σύμφωνα μέ τούς ψυχολόγους, αὐτό τό περιεχόμενο τοῦ ἀσυνειδήτου ἀποκτᾶ μιά αὐτονομία, κάνει ὅ,τι θέλει, δέν μᾶς λογαριάζει, δέν μᾶς ρωτάει.
Αὐτά βέβαια οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, προπαντός οἱ νηπτικοί πατέρες, τά γνώριζαν. Γι᾿ αὐτό προτίμησαν οἱ ἴδιοι πρῶτα –καί ἔπειτα συμβούλευαν καί ἄλλους– νά καθίσουν στήν ἔρημο, στήν ἡσυχία, καί νά προσπαθήσουν, λέγοντας τήν εὐχή, νά πᾶνε βαθιά, μέχρι τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους, γιά νά ἀρχίσουν νά γνωρίζουν αὐτό τό περιεχόμενο τοῦ ὑποσυνειδήτου, τοῦ ἀσυνειδήτου, νά τό ἐλέγχουν, καί νά μήν εἶναι αὐτόνομο καί κάνει ὅ,τι θέλει.
Τό ὅτι εἶναι αὐτόνομο, ὅλοι τό ξέρουμε. Τή στιγμή πού θέλεις νά κάνεις κάτι σωστό, ἄλλη δύναμη βγαίνει ἀπό μέσα σου καί σέ ἀναγκάζει νά κάνεις κάτι ἄλλο, κάτι πού δέν τό θέλεις, καί ὅμως τό κάνεις.
{Ἡ χωριάτισσα καί ἡ καταπακτή μέ τά σκουπίδια}
Παλαιότερα στά σπίτια, στό πάτωμα ἑνός δωματίου ὑπῆρχε μιά καταπακτή, ἕνα ἄνοιγμα, καί κάτω ἦταν τό ὑπόγειο. Ἄς φαντασθοῦμε ὅτι μιά νοικοκυρά ἦλθε νά κατοικήσει ἀπό τό χωριό στήν πόλη. Χωριάτισσα μέν, ἀλλά τώρα ἦλθε στήν πόλη, καί θέλει νά κάνει τήν ἀρχόντισσα. Θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ καί νά πεῖ: «Ἐγώ χωριάτισσα εἶμαι, χωριάτικα θά τά κάνω». Δέν τό λέει ὅμως, μήν ἐκτεθεῖ. Καθώς δέν ξέρει λοιπόν πῶς ἔχουν τά πράγματα, ντρέπεται νά πάρει τά σκουπίδια καί νά τά βγάλει ἔξω. Ἀλλά τί νά γίνει ὅμως; Ἔχει καί σκουπίδια.
Μιά σωστή νοικοκυρά, πού ἔχει σκουπίδια, δέν μπορεῖ νά τά κρατάει. Ὥς τήν ὥρα πού θά τελειώσει τό φαγητό, εἶναι ἐκεῖ καί τά σκουπίδια, ἀλλά μετά δέν μπορεῖ νά τά κρατήσει. Θά τά πάρει καί θά τά πάει ἔξω. Θά τά βάλει σέ νάυλον σακοῦλες καί θά τά πάει ἔξω καί τέλειωσε. Τά σκουπίδια εἶναι ἀνύπαρκτα. Αὐτό ἦταν ὅλο. Ἐνῶ ἡ ἀρχοντοχωριάτισσα κάπως ντρέπεται καί, καθώς δέν λειτουργεῖ σωστά τό μυαλό της ἴσως ἕνεκα ἀγνοίας, θά τά κρύψει. Τώρα αὐτό φαίνεται πάρα πολύ τραβηγμένο, καθώς σήμερα στοῖβες-στοῖβες μαζεύονται τά σκουπίδια στούς δρόμους, ἀλλά ὄχι τά παλαιότερα χρόνια.
Ἔτσι λοιπόν ἀρχίζει καί ρίχνει τά σκουπίδια μέσα στό ὑπόγειο, στήν καταπακτή τοῦ σπιτιοῦ της. Ἄς ποῦμε, ρίχνει φλοῦδες ἀπό καρπούζια, πεπόνια, λεμόνια, πορτοκάλια, μπανάνες καί τέτοια. Αὐτά εἶναι σκουπίδια, ἀλλά κατά τά ἄλλα δέν εἶναι κάτι τό φοβερό. Σκουπίδια μέν, ἀλλά ὄχι κάτι τό φοβερό. Ὅλη τήν ὥρα κρατᾶς τή φλούδα τοῦ καρπουζιοῦ στό χέρι, ἕως ὅτου νά τελειώσεις. Δέν εἶναι τίποτε τό κακό, τό ἀηδιαστικό. Ἀλλά, ὅταν τελειώσεις ἐκεῖνο πού τρώγεται, τί θά τό κάνεις τό ὑπόλοιπο; Εἶναι σκουπίδι. Ὄχι ἀηδιαστικό, ἀλλά εἶναι σκουπίδι. Πετάει λοιπόν ἡ ἀρχοντοχωριάτισσα τά σκουπίδια ἐκεῖ μέσα.
Μέσα ὅμως στό ὑπόγειο αὐτά σιγά-σιγά, σιγά-σιγά παύουν νά εἶναι αὐτό πού ἦταν. Τά ἴδια αὐτά πράγματα, ἀλλά παύουν νά εἶναι αὐτό πού ἦταν. Φυσικά δέν ἐξαφανίζονται· ὑπάρχουν καί μάλιστα ἀλλοιώνονται. Ἄς ποῦμε οἱ καρπουζόφλουδες γίνονται πολτός κ.ο.κ. Ἀρχίζουν λοιπόν ὅλα νά λιώνουν, νά μουχλιάζουν, καί ἄν τά δεῖς μετά, εἶναι ὅ,τι ἀηδιαστικό. Ἔτσι, θέλουμε δέν θέλουμε, ὅσο καθαρό κι ἄν ἔχουμε τό σπίτι, ἐφόσον ὑπάρχει αὐτό τό περιεχόμενο στό ὑπόγειο, θά βγαίνουν ἀπό κεῖ κακοσμίες. Ἄν μάλιστα καμιά φορά φουσκώσουν αὐτά τά σκουπίδια καί πετάξουν τό καπάκι τῆς καταπακτῆς καί βγοῦν, τό δωμάτιο θά γεμίσει ξαφνικά ἀπό ὅλα αὐτά καί θά ἔχει τήν ἀνάλογη δυσοσμία. (Δέν ξέρω ἄν ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας ὅτι, ὅταν κάνουν τσίπουρο, ρίχνουν μέσα σέ κάδους τά σταφύλια, τά σύκα ἤ καί ἄλλους καρπούς νά βράσουν. Αὐτά, καθώς γίνεται ζύμωση, φουσκώνουν καί βγάζουν ἀναθυμιάσεις.)
Τό δωμάτιο λοιπόν θά γεμίσει δυσοσμία καί σκουπίδια. Τά σκουπίδια πού εἶχε ρίξει μέσα ἡ νοικοκυρά, ἀλλά ὄχι ὅπως τά εἶχε ρίξει. Ὅπως εἴπαμε, ἀλλοιωμένα, ἀηδέστατα καί μέ κακοσμία. Τί πρέπει νά γίνει; Βέβαια, τρομάζει ἡ νοικοκυρά, ἀλλά ἐκεῖνο πού χρειάζεται εἶναι νά ἀνασκουμπωθεῖ καί νά κάνει αὐτό πού δέν ἔκανε μέχρι τότε. Σιγά-σιγά νά τά βγάλει ἔξω, ἄς ντραπεῖ καί λίγο, ἄς ἐκτεθεῖ καί λίγο, γιά νά καθαρίσει τό σπίτι.
Ἔτσι λοιπόν, στό ὑποσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν σπρωγμένα διάφορα βιώματα ἀπό τά παιδικά μας ἀκόμη χρόνια. Καθώς μεγαλώνουμε, μᾶς συμβαίνουν πολλά ἀνεπιθύμητα πράγματα, ἀπό τά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά ξεγλιτώσουμε. Ἅμα δέν τά ἀφομοιώσει κανείς σωστά μέσα στό συνειδητό του, τά σπρώχνει –εἶναι μιά εὐκολία αὐτή– στό ὑποσυνείδητο. Αὐτά εἶναι τά ἀπωθημένα βιώματα, τά ὁποῖα ἔχουν αὐτονομία, σάν νά ἔχουν δική τους κυβέρνηση, δηλαδή δική τους ἀρχή, δική τους ἐξουσία, καί κάνουν ὅ,τι θέλουν, ὅπως εἴπαμε.
Ἐσύ τώρα, ὁ καημενούλης, ὅποιος κι ἄν εἶσαι, ὅλοι μας δηλαδή, ὅταν ἀγνοοῦμε αὐτή τήν πραγματικότητα, πῶς θά ζήσουμε πνευματική ζωή; Θά κάνουμε φιλότιμες προσπάθειες, ἀλλά ὅσο μποροῦμε νά καταλάβουμε καί ὅσο μποροῦμε νά ἐλέγξουμε τόν ἑαυτό μας καί ὅσο μποροῦμε νά βάλουμε τόν ἑαυτό μας σ᾿ ἕναν δρόμο. Ὅμως, κάθε τόσο τά ἀπωθημένα αὐτά βιώματα θά βγαίνουν ἀπό κεῖ μέσα ἀνεξέλεγκτα καί θά κάνουν τά δικά τους.
{Τό καρπούζι πού εἶναι μέσα στό νερό}
Κάποιος ἀπό αὐτούς τούς εἰδικούς ψυχολόγους, τούς θεμελιωτές τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους, φέρνει τό ἑξῆς παράδειγμα, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί εἶναι συνειδητό, τί εἶναι ὑποσυνείδητο, τί εἶναι ἀσυνείδητο, ἤ πόσο ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι συνειδητό καί πόσο εἶναι ὑποσυνείδητο καί ἀσυνείδητο.
Ρίχνουμε μέσα σέ μιά δεξαμενή μέ νερό ἕνα καρπούζι. Ἕνα μέρος τοῦ καρπουζιοῦ εἶναι ἔξω ἀπό τό νερό, τό μεγαλύτερο ὅμως μέρος εἶναι μέσα στό νερό. Καί λέει ὅτι, ἄν θελήσουμε νά δοῦμε τήν ἀναλογία στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καί ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὅλο τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι 10/10, τότε μόνο τό 1/10 εἶναι ἔξω ἀπό τό νερό, μόνο τό 1/10 εἶναι συνειδητό. (Φαντασθεῖτε ὅτι τό νερό στή δεξαμενή εἶναι πολύ θολό, ἑπομένως δέν βλέπουμε μέσα καθόλου· βλέπουμε μόνο ἐκεῖνο τό μέρος τοῦ καρπουζιοῦ πού προεξέχει.) Τό 1/10 τῆς ψυχῆς λοιπόν εἶναι συνειδητό, τό βλέπουμε, τό ξέρουμε, τό ἐλέγχουμε. Τά 9/10 ὅμως εἶναι ἄγνωστα. Ἕνα μέρος, ἴσως 3/10, εἶναι ὑποσυνείδητο, εἶναι λίγο κάτω ἀπό τό στρῶμα τοῦ συνειδητοῦ καί παίρνουμε μιά ἰδέα, ὅμως τά 6/10 εἶναι ἀσυνείδητο, εἶναι σκοτεινό ὑπόγειο, καί τό ἀγνοοῦμε ἐντελῶς.
Ταλαιπωρεῖται κανείς, ἀγωνίζεται χρόνια, καί ἔτσι προσπαθεῖ καί ἀλλιῶς προσπαθεῖ κάτι νά κάνει καί δέν βλέπει νά προκόπτει στήν πνευματική ζωή. Ἐν τῷ μεταξύ παθαίνουμε καί κάτι ἄλλο. Δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι δέν προκόπτουμε στή χριστιανική ζωή, στήν πνευματική ζωή –ἀφοῦ ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἀνεξέλεγκτο περιεχόμενο πού κάνει ὅ,τι θέλει, πῶς θά προκόψουμε;– ἀλλά, καθώς εἴμαστε χρόνια χριστιανοί καί ἀκοῦμε τόσα, διαβάζουμε τόσα καί ἔχουμε καλή διάθεση, ἀρχίζουμε καί ὑποκρινόμαστε μέ τό νά κάνουμε τόν εὐσεβή. Ὄχι ὅτι τό κάνει κανείς σκόπιμα· ὄχι.
Παίρνουμε τήν περίπτωση ἐκείνη πού ἔχει κανείς καλή διάθεση, ἀλλά δέν τά καταφέρνει νά εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος ὅπως θά ἤθελε, ὅπως ἀκούει, ὅπως διαβάζει στούς βίους τῶν ἁγίων, καί ἀρχίζει νά ὑποκρίνεται. Ὁπότε, ὄχι μόνο ἔχει κανείς ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῆς ὅλης καταστάσεώς του, ὄχι μόνο δέν μπορεῖ νά κάνει σπουδαῖα πράγματα, ἀλλά ἐπιπλέον γίνεται ὑποκριτής. Πῶς τώρα νά γιατρευτεῖ ὁ ἄνθρωπος; Περνάει ἔτσι ἡ ζωή, τελειώνει, φεύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, καί τί κάναμε; Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει.
Ὁ Θεός γνωρίζει, ἀλλά θέλει νά γνωρίζουμε κι ἐμεῖς, ἀκόμη ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, καί θέλει νά κάνουμε ὅ,τι χρειάζεται, γιά νά ἁγιάσουμε. Δέν εἶναι ἀστεῖα. Αὐτά λοιπόν πού λέμε τώρα καί πού θά ποῦμε στή συνέχεια, ἔχουν ἀκριβῶς αὐτόν τόν σκοπό: νά μᾶς βοηθήσουν –καί τό ἐλπίζω– ἄν προσέξουμε, ὥστε, ἀφοῦ κάνουμε πού κάνουμε τόν κόπο, ἀφοῦ κουραζόμαστε πού κουραζόμαστε, νά εἶναι πιό ἐπωφελής καί πιό καρποφόρος ὁ κόπος μας· νά ἀποδώσει.
{Τί σημαίνει «βάζω ἀρχή»; }
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ἀπό ἄποψη ψυχολογική εἶναι ἔτσι περίπου πού εἴπαμε. Τί θά πεῖ τώρα στήν πράξη «βάζω ἀρχή»; Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος λέει ὅτι βάζει ἀρχή, εἶναι σάν νά λέει: «Παραδίδω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό. Σπρώχνω τόν ἑαυτό μου νά ὑποταχθεῖ στόν Θεό, νά ὑπακούει στόν Θεό, νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, νά κάνει τό θέλημά του καί τίς ἐντολές του. Δίνω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό». Ἔτσι λοιπόν σήμερα πῆγε κανείς στήν ἐκκλησία, κατανύχθηκε, κάτι ἄγγιξε τήν ψυχή του καί λέει: «Θεέ μου, μέχρι σήμερα ἔπαιζα. Ἀπό σήμερα παραδίδομαι σ᾿ ἐσένα». Ἤ διαβάζει κανείς ἕνα πνευματικό βιβλίο ἤ ἀκούει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί λέει: «Τέλειωσαν τά ψέματα. Βάζω ἀρχή. Παραδίδω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό καί βάζω ἀρχή ἀπό δῶ καί πέρα νά κάνω τό θέλημά του».
Αὐτός πού πολύ τίμια καί πολύ εἰλικρινά θά τό κάνει αὐτό, καί μέ ὅλη του τήν ψυχή, χωρίς κανένα κρατούμενο καί χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη θά παραδοθεῖ στόν Θεό, θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι τήν ἄλλη μέρα κιόλας –ἤ σήμερα, ἄν τό ἔκανε χθές– δέν μπορεῖ νά πεῖ ἐντελῶς-ἐντελῶς: «Ἔβαλα χθές ἀρχή, παρέδωσα χθές τόν ἑαυτό μου στόν Θεό καί τό συνεχίζω σήμερα». Ἄν εἶναι ἐντελῶς εἰλικρινής καί τίμιος, δέν μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό. Ἀλλά τί; Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη καί σήμερα νά κάνει αὐτό πού ἔκανε χθές· δηλαδή νά πεῖ: «Θεέ μου, ἐγώ σήμερα πρώτη φορά σέ γνωρίζω. Σήμερα πρώτη φορά ἔρχομαι σέ ἐπικοινωνία μαζί σου. Σήμερα, Θεέ μου, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά παραδοθῶ σ᾿ ἐσένα». Ἐνῶ εἶναι κάτι πού τό εἶπε καί τό ἔκανε χθές.
Ὡστόσο, ὁ ἴδιος, πού κάνει αὐτό τό ἔργο, δέν αἰσθάνεται ὅτι χθές κορόιδεψε. Ὄχι· εἰλικρινά καί τίμια τό ἔκανε χθές, συγχρόνως ὅμως αἰσθάνεται σάν νά μήν τό ἔκανε, καί γι᾿ αὐτό θέλει νά τό κάνει καί σήμερα. Καί ὁ ἴδιος λοιπόν αἰσθάνεται ἔτσι, ἀλλά καί ἀντικειμενικά νά τό δοῦμε τό πράγμα, ἔτσι εἶναι. Ἔκανε τί ἔκανε χθές, αἰσθάνεται ὅμως τήν ἀνάγκη νά τό κάνει καί σήμερα. Καί μέ βάση τό παράδειγμα πού εἴπαμε προηγουμένως, παρακαλῶ, ὅσο γίνεται, νά τό καταλάβουμε τό θέμα.
{Συνεχής παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στόν Θεό}
Εἴπαμε ὅτι τό 1/10 τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς μας τό ἔχουμε στή διάθεσή μας, εἶναι συνειδητό. Εἶναι τό κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τό νερό. Αὐτό εἶναι στά χέρια μας. Τήν ὥρα λοιπόν πού λέει κανείς: «Παραδίδω ὅλο τόν ἑαυτό μου στόν Θεό καί θά εἶμαι πιά τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ τό ἄλλο, τό πιό μέσα, δέν τό ἐλέγχει –θεωρητικά μπορεῖ νά πεῖ ὅτι παραδίδει ὅλο τόν ἑαυτό του, ὅμως πρακτικά δέν ἐλέγχει, δέν ὁρίζει τό μέρος πού εἶναι μέσα στό νερό– δίνει ἑπομένως αὐτό τό κομμάτι πού εἶναι ἔξω ἀπό τό νερό.
Εἴμαστε βέβαια στά θεωρητικά, ἀλλά αὐτά τά θεωρητικά νά τά καταλάβουμε μιλώντας πρακτικά. Ἄν πάρουμε ἕνα μαχαίρι καί κόψουμε τό κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ πού εἶναι ἀκριβῶς πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, ἀμέσως τό καρπούζι θά ἀνέβει λίγο πιό πάνω. Ἑπομένως, λίγο καρπούζι θά βγεῖ πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Στήν πράξη λοιπόν ὅταν λέμε «βάζω ἀρχή», δηλαδή παραδίδω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό, εἶναι σάν νά κόβουμε αὐτό τό κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ καί ὤπ, ἀνεβαίνει ψηλότερα τό καρπούζι, καί ἑπομένως ἕνα ἄλλο κομμάτι πού δέν φαινόταν ὥς τώρα, φαίνεται τώρα, καθώς βγαίνει στήν ἐπιφάνεια.
Ἕνα τέτοιο πράγμα γίνεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κανείς τό 1/10 πού ἐλέγχει, τό συνειδητό του δηλαδή, τό παραδώσει στόν Θεό καί τό ζήσει αὐτό, ἐγώ θά ἔλεγα ὅτι τήν ἑπόμενη κιόλας στιγμή –ἔστω, τήν ἄλλη μέρα– θά νιώσει ὅτι δέν παρέδωσε τόν ἑαυτό του στόν Θεό. Μολονότι τό ἔκανε χθές καί τό πίστευε καί τό πιστεύει ἀκόμη ὅτι τό ἔκανε χθές, σήμερα δέν νιώθει ὅτι παρέδωσε τόν ἑαυτό του στόν Θεό. Γιατί; Διότι βγῆκε ἀπό τό ὑποσυνείδητο ἕνα κομμάτι τῆς ψυχῆς του πού δέν τό ἔβλεπε, πού δέν μποροῦσε νά τό ἐλέγξει, καί εἶναι τώρα στό συνειδητό. Γι᾿ αὐτό αἰσθάνεται κανείς τήν ἀνάγκη καί τήν ἄλλη μέρα νά πεῖ: «Θεέ μου, ἐγώ ἀκόμη δέν παραδόθηκα σ᾿ ἐσένα· τώρα θά παραδοθῶ». Δέν παίζει μέ τόν Θεό οὔτε μέ τήν ψυχή του.
Χθές παρέδωσε ἐκεῖνο πού μποροῦσε νά παραδώσει· σήμερα ξαναπαραδίδει τόν ὅλο ἑαυτό του, διότι δέν τεμαχίζεται ἡ ψυχή. Λέμε γιά τό καρπούζι ὅτι τό κόβουμε κτλ., γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε αὐτά πού λέμε γιά τήν ψυχή. Τήν ὥρα πού παραδίδεις τό κομμάτι αὐτό τῆς ψυχῆς σου πού ἐλέγχεις, τό συνειδητό, αὐτό, καθώς δέν εἶναι ξεκομμένο ἐντελῶς ἀπό τό ὑποσυνείδητο, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα μέ κάποια οὐρά, τό τραβάει κι ἐκεῖνο πιό πάνω, κι ἔτσι αἰσθάνεται κανείς τήν ἀνάγκη τήν ἑπόμενη ἡμέρα νά πεῖ: «Πάλι θέλω νά παραδοθῶ στόν Θεό». Στό καρπούζι κόβουμε τό πάνω-πάνω, καί ἀνεβαίνει λίγο πιό ψηλά. Ξανακόβουμε μιά φέτα, ἀνεβαίνει πάλι λίγο πιό ψηλά. Ξανακόβουμε, ὥσπου σχεδόν ὅλο θά τό κόψουμε, καί ὅλο θά βγεῖ πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ.
{Τό ἔργο πού ἔκαναν οἱ ἅγιοι, ἐνῶ ἐμεῖς τό ἀποφεύγουμε}
Στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αὐτό δέν ἔχει τέλος. Καί γι᾿ αὐτό ἐπί πολύ καιρό –μερικές φορές μοιάζει ὅτι εἶναι ἀμέτρητος ὁ χρόνος– χρειάζεται νά κάνει κανείς αὐτό τό ἔργο. Ἀκριβῶς αὐτό τό ὁποῖο ἔκαναν οἱ ἅγιοι.
Ἐμεῖς καμιά φορά διαβάζουμε γιά τούς ἁγίους καί μᾶς φαίνεται ἄχαρος ὁ ἀγώνας αὐτός, λίγο κουραστικός, λίγο σάν νά μήν ἔχει νόημα γιά μᾶς, πού εἴμαστε συνηθισμένοι νά κάνουμε τί; Ἁπλῶς νά εἴμαστε ἀπασχολημένοι –νά ἀνοίξουμε τό ραδιόφωνο, τήν τηλεόραση, νά καθίσουμε νά συζητήσουμε μέ κάποιον, νά κάνουμε παρέα, νά πᾶμε, νά ἔρθουμε– καί νά μήν κοιτᾶμε λίγο τόν ἑαυτό μας.
Συνέχεια κανείς εἶναι ἀπασχολημένος, θέλει νά εἶναι ἀπασχολημένος, γιατί ἀλλιῶς πρέπει νά μείνει μέ τόν ἑαυτό του. Ἀλλά ἄν μείνει μέ τόν ἑαυτό του, θά ἀρχίσει νά βλέπει αὐτά τά πράγματα καί θά τρομάξει. Νά γιατί μερικές φορές κάποια πιτσιλίσματα, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, πού βγαίνουν ἀπό τό ὑποσυνείδητο, ἀπό τό ἀσυνείδητο, τρομάζουν τόν ἄνθρωπο, καί λέει κανείς: «Ἄσ᾿ τα καλύτερα ἐκεῖ. Μήν ἐγγίζετε τά κακῶς κείμενα». Ἔτσι, περνάει ὁ καιρός, ἔρχεται τό τέλος, χωρίς νά ἔχουμε κάνει ἐκεῖνο πού ἔπρεπε νά εἴχαμε κάνει.
Οἱ ἅγιοι ὅμως τό πῆραν στά σοβαρά τό ὅλο θέμα τῆς σωτηρίας, τό πῆραν ζεστά, πίστεψαν ὅτι, ἀφοῦ ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Θεός στή γῆ καί πέθανε γιά τή σωτηρία μας, δέν μπορεῖ· ὁ ἄνθρωπος ὄντως σώζεται, ὄντως ἁγιάζεται, ὄντως καθαρίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία. Μπῆκαν λοιπόν οἱ ἅγιοι σ᾿ αὐτόν τόν ἀγώνα, καί σιγά-σιγά, σιγά-σιγά ὅλο τό ὑποσυνείδητο καί ὅλο τό ἀσυνείδητο, δηλαδή ἡ ὅλη ψυχή τους, ἔγινε συνειδητό.
Εἶναι ἀδιανόητο νά διαπιστώσουμε σέ ἕναν ἅγιο ὅτι πιστεύει μέν καί σκέπτεται νά ἐνεργήσει σύμφωνα μέ τήν πίστη του, ὅμως βγαίνει κάτι ἀπό μέσα του καί τοῦ χαλάει τήν πρόθεση, καί, ἐνῶ πήγαινε νά κάνει καλό, δέν ἔκανε καλό ἀλλά κακό. Οὔτε κατά διάνοιαν ὅτι συμβαίνει στούς ἁγίους αὐτό. Σ᾿ ἐμᾶς συμβαίνει αὐτό, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε μέσα μας ἀκόμη ἀκατέργαστο καί τό ὑποσυνείδητο καί τό ἀσυνείδητο, τό μεγαλύτερο δηλαδή μέρος τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς μας.
{Ἡ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου}
Μετά ἀπό αὐτά πού εἴπαμε, καταλαβαίνουμε, νομίζω, ὅλοι μας, ὄχι ἁπλῶς πόσο δύσκολα εἶναι τά πράγματα, ἀλλά ὅτι, ἔτσι ὅπως ἐμεῖς σκεπτόμαστε καί ἔτσι ὅπως ἐμεῖς ἐνεργοῦμε, τελικά μᾶλλον ματαιοπονοῦμε καί δέν μποροῦμε νά φθάσουμε ἐκεῖ πού θέλουμε νά φθάσουμε. Δέν νιώθουμε νά ἐλευθερώνεται, νά γιατρεύεται, νά ἁγιάζεται ἡ ψυχή μας, δέν νιώθουμε νά εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στά κατάβαθα τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅπως μᾶς τό ὑπόσχεται ὁ Κύριος. Καί αὐτό, ὄχι ἐπειδή δέν ξέρουμε. Ἔχουμε βέβαια ἄγνοια, ἀλλά δέν εἶναι μόνο θέμα ἀγνοίας. Αὐτό συμβαίνει, κυρίως ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση στράφηκε πρός τόν ἑαυτό του. Πρό τῆς πτώσεως ὁ ἄνθρωπος ἐκινεῖτο πρός τόν Θεό χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη καί χωρίς νά ἐμποδίζεται ἀπό τίποτε. Ὅλη ἡ ὕπαρξή του ἐκινεῖτο πρός τόν Θεό, κέντρο ἦταν ὁ Θεός καί τά πάντα ἦταν ὁ Θεός. Μετά τήν πτώση, ἄφησε ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, στράφηκε στόν ἑαυτό του καί θεοποίησε τόν ἑαυτό του. Αὐτό κυρίως εἶναι ἡ ἁμαρτία, κάτι τό ὁποῖο στήν ἐποχή μας ἔφθασε ἴσως στό χειρότερο σημεῖο.
Κάποτε οἱ ἄνθρωποι ἦταν εἰδωλολάτρες. Πίστευαν σέ διαφόρους θεούς καί σέ διάφορα εἴδωλα, πού ἐν πάσῃ περιπτώσει ἦταν πράγματα ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό τους. Στά χρόνια μας, στίς ἡμέρες μας ὁ ἄνθρωπος θεοποίησε τόν ἑαυτό του, θεωρεῖ θεό τόν ἑαυτό του. Ἀκόμη καί ἕνα μικρό παιδί μπορεῖ νά πεῖ: «Ἐγώ δέν συμφωνῶ. Ἐγώ δέν κάνω αὐτό πού μοῦ λέτε. Ἐγώ θέλω νά κάνω αὐτό πού θέλω ἐγώ. Θά κάνω αὐτό πού μοῦ ἀρέσει».
Κι ἐμεῖς νομίζουμε ποιός ξέρει τί ἀνακαλύψαμε καί τί σπουδαῖοι θά γίνουμε, ἄν σκεπτόμαστε ἔτσι καί ἐνεργοῦμε ἔτσι, ἐνῶ κάνοντας αὐτό, ὅλο καί περισσότερο βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος μέσα σ᾿ αὐτόν τόν κυκεώνα, μέσα στό σκοτεινό αὐτό ὑπόγειο τῆς ψυχῆς του. Γι᾿ αὐτό καί βλέπουμε τούς περιθωριακούς ἀνθρώπους (αὐτούς μέ τά ναρκωτικά ἤ ὅ,τι ἄλλο) νά ἔχουν κάτι παράξενες ἰδέες, νά κάνουν κάτι παράξενες ἐνέργειες, καί ἡ ὅλη ζωή τους νά μήν ἔχει καμιά σχέση μέ τή λογική. Ἐκεῖ ἔχουμε τό ἄκρο, ἀλλά κάπως ἔτσι εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.
{Τό φρόνημα τῶν σατανιστῶν}
Κάποια ἐφημερίδα πρίν ἀπό λίγο καιρό εἶχε δημοσιεύσει ἀπό κάποιο βιβλίο ἕνα μικρό κείμενο, πού ἔλεγε ὅτι στήν Ἑλλάδα ὑπάρχουν τρεῖς σατανιστικές «ἐκκλησίες». Δηλαδή, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, τρεῖς ὁμάδες, πού ἡ καθεμιά ἔχει ναούς γιά τόν σατανά. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο –ἔλεγε τό κείμενο– διέπει τήν ὅλη σκέψη τους καί τήν ὅλη ζωή τους εἶναι: «Θεός δέν ὑπάρχει· ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει. Ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Νά φάει ὅ,τι θέλει, νά πιεῖ ὅ,τι θέλει, νά πάει ὅπου θέλει, νά κοιμηθεῖ ὅπως θέλει, νά ζήσει ὅπως θέλει, νά συμπεριφερθεῖ ὅπως θέλει». Συνέχεια αὐτό τονίζεται. Καί μάλιστα πρός τό τέλος λέει ὅτι πρέπει νά πεθάνουν ἐκεῖνοι πού τυχόν δέν τά δέχονται αὐτά.
Αὐτό τό λένε οἱ σατανιστές. Καί σᾶς προκαλῶ νά ψάξετε νά βρεῖτε ἕναν ἄνθρωπο σήμερα, ἀκόμη καί μικρά παιδιά, πού δέν ἔχουν περίπου αὐτό τό πνεῦμα: «Θά κάνω ὅ,τι θέλω. Θά κάνω ὅ,τι μοῦ ἀρέσει. Θά κάνω τό κέφι μου. Ἐγώ θέλω νά κάνω αὐτό πού θέλω, ὅπως τό καταλαβαίνω». Κανείς δέν λέει: «Τί λέει ὁ Θεός; Νά κάνουμε αὐτό πού λέει ὁ Θεός». Καί φυσικά, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τό πληροφοροῦνται τά παιδιά ἀπό τούς γονεῖς, ἀπό τούς δασκάλους, ἀπό τούς μεγαλυτέρους, καί γενικά ὅλοι μας ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Καί ἄν καμιά φορά δείξουμε ὅτι τάχα σεβόμαστε τήν Ἐκκλησία, ὅτι τάχα σεβόμαστε τούς μεγαλυτέρους καί ὅτι τάχα λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν κάποιους πού ξέρουν περισσότερα, αὐτό γίνεται ἀπό κάποιο συμφέρον, καί ὄχι ἐπειδή βαθιά μέσα στήν ψυχή μας πιστεύουμε ὅτι, ὅσο περισσότερο ἀπαγκιστρωνόμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί δινόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τόσο ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τόν κύριο ἐχθρό, πού εἶναι ὁ ἑαυτός μας, καί τόσο γινόμαστε σωστοί ἄνθρωποι. Δέν φρονοῦν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι.
Μπορεῖ οἱ σατανιστές νά τά λένε αὐτά, καί μπορεῖ νά εἴμαστε ἐναντίον τῶν σατανιστῶν, ἀλλά τό ὅλο πνεῦμα τους ἔχει ἐπηρεάσει τούς πάντες. Ὅταν πρίν ἀπό καιρό ἦρθαν στή δημοσιότητα κάποιες ἐπικίνδυνες καί ἀπάνθρωπες ἐνέργειες τῶν σατανιστῶν, θορυβήθηκαν πάρα πολλοί, ὄχι μόνο χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται ἀλλά καί ἄλλοι. «Τί θά γίνει; Κινδυνεύουμε ἀπό τούς σατανιστές». Ἀλλά τό ὅτι διέδωσαν αὐτό τό πνεῦμα πρός κάθε κατεύθυνση καί τό ὅτι τό ρουφήξαμε σάν νά εἶναι κανένας θεός, δέν τό προσέχουμε, δέν τό λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν καί δέν παίρνουμε τά μέτρα μας.
{Κάθε μέρα μιά καινούργια πραγματικότητα}
Ἡ φυσιολογική κίνηση τοῦ τραίνου εἶναι νά πηγαίνει πάνω στίς ράγες. Ἄν βγεῖ ἀπό κεῖ, θά τσακιστεῖ. Ἔτσι, ἡ φυσιολογική κίνηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά προχωράει πρός τόν Θεό, καί τόσο νά μή σκέπτεται τόν ἑαυτό του, σάν νά μήν ὑπάρχει ὁ ἑαυτός του. Κάνοντας ὅμως ἔτσι, τότε ἀκριβῶς νιώθει ὅτι ὑπάρχει, τότε νιώθει ὅτι ἔχει μέσα του τόν Θεό καί τότε νιώθει τήν εὐτυχία. Αὐτή τήν πορεία, αὐτή τήν κίνηση πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος.
Δυστυχῶς ὅμως στράφηκε πρός τόν ἑαυτό του, θεοποίησε τόν ἑαυτό του, καί ἔγινε ὅλο αὐτό τό μπλέξιμο, καί δημιουργήθηκε μέσα στόν ἄνθρωπο τέτοια κατάσταση, πού σήμερα οἱ ψυχολόγοι, οἱ ψυχίατροι καί οἱ ἄλλοι εἰδικοί τήν ἀναλύουν κάπως ἔτσι: ἕνα μικρό μέρος τῆς ψυχῆς μας μποροῦμε νά ξέρουμε καί νά ἐλέγχουμε, καί αὐτό εἶναι τό συνειδητό· ὑπάρχει καί τό ὑποσυνείδητο καί τό ἀσυνείδητο, πού μᾶς εἶναι ἄγνωστα καί δέν τά ἐλέγχουμε.
Καί γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς εἴπαμε σήμερα ὅλα αὐτά, πού δέν εἶναι δύσκολα ἀλλά ἁπλά, καί ὅποιος τά πιστέψει καί ἀρχίσει ἀπό αὐτή τή στιγμή νά παραδίδει τόν ἑαυτό του στόν Θεό, κάθε μέρα θά τήν αἰσθάνεται σάν νά εἶναι μιά καινούργια πραγματικότητα, καί κάθε μέρα ὅλο καί μεγαλύτερο μέρος ἀπό τό εἶναι του θά παραδίδεται στόν Θεό. Καί θά ἔρθει μέρα πού θά νιώσει ἐντελῶς-ἐντελῶς παραδομένο τόν ὅλο ἑαυτό του στόν Θεό, ἀκόμη καί τό ἀσυνείδητό του. Ἔτσι, θά εἶναι ἕνας ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ἔρθει ἡ χάρη, νιώθει κανείς ὅτι εἶχε φύγει ἀπό τόν Θεό. Αὐτό πού συνέβη μέ τήν Εὔα, θά λέγαμε ὅτι συμβαίνει μέ τόν καθένα. Ἡ Εὔα δέν πῆρε ἁπλῶς τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί ἔφαγε, ἀλλά ἔπαψε νά εἶναι στραμμένη πρός τόν Θεό, ἔπαψε νά ἔχει σεβασμό καί ἀγάπη πρός τόν Θεό, ἔπαψε νά τόν ἐμπιστεύεται. Ἄρχισε νά ὑποψιάζεται τόν Θεό, ἄρχισε νά πονηρεύεται μέσα της μήπως αὐτά πού τῆς εἶπε ὁ διάβολος ἦταν σωστότερα, καί δυστυχῶς πίστεψε σ᾿ ἐκεῖνα καί κατρακύλησε. Πρέπει ὅλα αὐτά κανείς νά τά διώξει ἀπό τή σκέψη του, νά πιστέψει στόν Χριστό, νά ἐμπιστευθεῖ τό εἶναι του στόν Χριστό, νά τόν ἀγαπήσει, καί νά πιστέψει ὅτι καί στή δική του ψυχή μποροῦν νά γίνουν ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔγιναν στούς ἁγίους.
Μιά ψυχή κάποια μέρα στήν ἐξομολόγηση μέ ρώτησε: «Πέστε μου, πέστε μου, στήν πράξη πῶς εἶναι τό νά βάζει κανείς κάθε μέρα ἀρχή;» Τί σημαίνει στήν πράξη ὅτι ἐγώ τό ἔκανα αὐτό χθές, τό κάνω καί σήμερα, θά τό κάνω καί αὔριο καί τό κάνω κάθε μέρα; Δηλαδή, τί σημαίνει «παραδίδω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό, βάζω ἀρχή»; (Διότι δέν εἶναι ἁπλῶς κάτι θεωρητικό. Βέβαια, χωρίς πίστη δέν γίνεται, ἀλλά χρειάζεται καί νά τά σκεφθεῖ κανείς ὅλα αὐτά.)
{Ἡ ἐφαρμογή στήν καθημερινή ζωή}
Στήν πράξη τό νά βάλεις ἀρχή σημαίνει: Θά ξυπνήσεις, π.χ., τό πρωί καί θά προσπαθήσεις νά κάνεις λίγο περισσότερη προσευχή καί νά τήν κάνεις λίγο ζεστότερα, λίγο θερμότερα. Μέχρι χθές, μόλις συναντοῦσες τούς δικούς σου, ἄρχιζες ἀμέσως νά τούς ἐλέγχεις ἤ εἶχες ἀπαιτήσεις, ἤ, ἐπηρεασμένος ἀπό τήν κακοκεφιά σου, ἔκανες τόν βλοσυρό. Τώρα, ἐπειδή ἀκριβῶς παραδίδεσαι στόν Θεό, ἐπειδή ἀκριβῶς βάζεις ἀρχή καί πρέπει στήν πράξη κάτι νά κάνεις, θά προσπαθήσεις νά εἶσαι ὑπομονετικός, νά εἶσαι καλοκάγαθος, καλοσυνάτος, θά προσπαθήσεις νά μή μιλήσεις, νά περιμένεις λιγάκι, γιατί μπορεῖ νά πεῖς καμιά κουβέντα πού δέν εἶναι καλή καί θά κάνει ζημιά. Θά προσφερθεῖς νά κάνεις κάτι πού ἴσως μέχρι χθές δέν τό ἔκανες· θά βάλεις λίγο τό χέρι σου νά βοηθήσεις.
Θά βγεῖς ἔξω ἀπό τό σπίτι καί, καθώς θά συναντήσεις τόν γνωστό σου, τόν συνάδελφό σου, τόν συνεργάτη σου, τόν γείτονά σου, τόν ὅποιο ἄνθρωπο, θά προσπαθήσεις, ὅ,τι κι ἄν ἀκοῦς, ὅ,τι κι ἄν μαθαίνεις γι᾿ αὐτούς, ἐσύ, ὡς χριστιανός πού εἶσαι, ὡς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄνθρωπος πού ἔβαλες ἀρχή καί παραδόθηκες πλέον στόν Θεό, νά τούς δεῖς ὅλους, ὅ,τι καί νά εἶναι, ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ· διότι μποροῦν νά γίνουν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἀντί νά κακολογήσεις τόν ἕναν, ἀντί νά κακομεταχειρισθεῖς τόν ἄλλο, κάνε μιά προσευχή, πές ἕναν λόγο ἀπό μέσα σου: «Θεέ μου, κι αὐτός πλάσμα σου εἶναι. Βοήθησέ τον, ἐλέησέ τον». Ἔτσι θά ἐνεργήσεις, ἔτσι θά φερθεῖς σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, ὅπου κι ἄν βρεθεῖς.
Τήν κάθε συγκεκριμένη στιγμή, στήν κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ἐνθυμούμενος ὅτι ἔβαλες ἀρχή καί ὅτι παρέδωσες καί πάλι τόν ἑαυτό σου στόν Θεό, καθώς βγῆκε ἀπό τό ὑποσυνείδητο ἕνα ἀνεξέλεγκτο κομμάτι, πού ὅμως τώρα μπορεῖ νά εἶναι στόν ἔλεγχό σου, θά προσπαθήσεις νά μή σέ κυριέψει, ἀλλά νά κάνεις αὐτό τό ὁποῖο θά ἔκανε ἕνας ἅγιος, αὐτό τό ὁποῖο σοῦ λέει ἐκείνη τήν ὥρα ὁ Χριστός νά κάνεις.
{Ἴσως διερωτᾶσαι: «Μά, ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;» }
Καμιά φορά μερικοί ρωτοῦν: «Μά, ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Δέν ξέρω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Τί δέν ξέρεις; Δέν ξέρεις δηλαδή ὅτι πρέπει νά κάνεις λίγο παραπάνω προσευχή ἀπό αὐτήν πού κάνεις; Χρειάζεται νά σοῦ τό πεῖ κανείς; Δέν ξέρεις ὅτι τή λίγη προσευχή πού κάνεις, πρέπει νά τήν κάνεις μέ ὅλη τήν καρδιά σου; Δέν ξέρεις ὅτι δέν πρέπει νά ἀντιμιλήσεις στόν ἄλλο, δέν πρέπει νά τοῦ μιλήσεις ἔτσι πού νά τόν στενοχωρήσεις; Δέν ξέρεις ὅτι πρέπει λίγο νά τόν βοηθήσεις; Δέν ξέρεις ὅτι πρέπει νά τόν συγχωρήσεις, νά τόν ἀνεχθεῖς, νά τόν ἀγαπήσεις, νά προσευχηθεῖς καί γι᾿ αὐτόν; Δέν ξέρεις ὅτι πρέπει νά εἶσαι ὑπομονετικός, ὅτι δέν πρέπει νά θυμώνεις;
Τό νά βάζουμε συνεχῶς ἀρχή, δέν σημαίνει ὅτι θά κάνουμε παράξενα πράγματα. Αὐτά τά γνωστά, τά συνηθισμένα θά κάνουμε, ἀλλά μέ ἄλλο πνεῦμα, μέ ἄλλη διάθεση, καθώς θά τό μελετήσουμε ὅλο αὐτό τό θέμα, θά τό καταλάβουμε καί θά βάλουμε ἀρχή καί σήμερα καί αὔριο καί μεθαύριο· καί δέν ἔχει τελειωμό. Οὔτε θά κουραστεῖ κανείς ποτέ, ὥστε νά πεῖ: «Κουράστηκα νά βάζω ἀρχή». Ἴσα-ἴσα, κάθε μέρα θά τό νιώθεις μέσα σου ὡς ἀνάγκη νά τό κάνεις. Καί αὐτό θά εἶναι καί μιά μαρτυρία, μιά ἔνδειξη, ἀπόδειξη, θά ἔλεγα, ὅτι ἕνα ἀκόμη κομμάτι τοῦ ὑποσυνειδήτου σου, ἕνα ἀκόμη κομμάτι τοῦ ἀσυνειδήτου σου βγῆκε ἀπό τό σκοτεινό ὑπόγειο καί εἶναι ὑπό τόν ἔλεγχό σου, καί τό βάζεις κάτω ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐξαγιάζεται καί αὐτό. Ὅ,τι εἶναι κακό, ὅ,τι εἶναι σκουριά τό διώχνει ἡ χάρη, τό καθαρίζει, καί μένει μόνο ἡ ψυχή σου ἀτόφια.
{Νά, τί εἶναι ταπείνωση}
Ἔχω τόν πειρασμό νά πῶ ἕνα ἀκόμη παράδειγμα. Θά βοηθήσει καί αὐτό νά τά καταλάβουμε ὅλα αὐτά καλύτερα καί νά τά ζήσουμε καλύτερα.
Βλέπετε, ὅπως τά λέμε, χρειάζεται ἡ ὅλη ψυχή μας νά βγεῖ στό συνειδητό, στό φῶς, νά βγεῖ, ἄς ποῦμε, στό ἀγνάντεμα, στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως μποροῦμε νά τό δοῦμε καί ἀλλιῶς: νά κατεβοῦμε μέσα μας, γιά νά καθαρίσουν ὅλα. Ἀλλά ἄς δοῦμε τό παράδειγμα:
Ἔχουμε ἕνα βαρέλι γεμάτο βρώμικα νερά. Ἔχουμε καί ἕναν κυλινδρικό ὄγκο φελλοῦ τέτοιων διαστάσεων, πού μόλις χωράει στό βαρέλι, χωρίς ὅμως νά σφίγγει, ἀλλά ἀφήνοντας ὁλόγυρα ἕνα κενό μερικῶν χιλιοστῶν. Τό ὕψος τοῦ φελλοῦ εἶναι ὅσο τοῦ βαρελιοῦ. Προσπαθοῦμε νά βάλουμε τόν φελλό μέσα στό βαρέλι, καί ἐπειδή εἶναι ἐλαφρός, πρέπει νά τόν σπρώξουμε, νά τόν πιέσουμε. Ἀρχίζουμε λοιπόν νά σπρώχνουμε τόν φελλό λίγο-λίγο. Πιέζοντας τόν φελλό, ὁλόγυρα ἀπό τό βαρέλι ἀρχίζουν νά χύνονται νερά, διότι πλέον ἀρχίζει καί καταλαμβάνει τόν χῶρο τοῦ βαρελιοῦ ὁ φελλός. Καθώς σπρώχνουμε τόν φελλό, χύνονται καί ἄλλα νερά, καί ὅσο συνεχίζουμε, ὅλο καί περισσότερα νερά χύνονται, ἕως ὅτου νά πατήσει ὁ φελλός στόν πυθμένα τοῦ βαρελιοῦ, ὁπότε θά ἔχουν χυθεῖ ὅλα τά νερά ἔξω, θά ἔχει ἀδειάσει τό βαρέλι. Ἔτσι εἶναι ἡ ταπείνωση.
Δηλαδή, ὅσο κι ἄν πιστεύει κανείς, ὅσο κι ἄν τά δεῖ τά πράγματα ἔτσι ὅπως εἴπαμε καί ἀφοσιωθεῖ στόν Θεό, χρειάζεται νά πιάσει αὐτό τό καίριο σημεῖο, ὅτι μέσα του ζεῖ καί βασιλεύει τό ἐγώ, ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός. Αὐτή ἡ φιλαυτία, αὐτή ἡ ἐγωλατρία ζεῖ καί βασιλεύει. Χρειάζεται λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά ταπεινωθεῖ· κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ νά ταπεινώνεται.
Ἔχουμε πολλά στοιχεῖα, πολλά δεδομένα ἀπό τήν καθημερινή ζωή πού μᾶς βοηθοῦν, σάν ἕνας ἄλλος φελλός, νά σπρώξουμε καί νά σπρώξουμε καί νά σπρώξουμε… Καί ὅπως λέμε ὅτι πρέπει νά πιοῦμε τό πικρό ποτήρι μέχρι τρυγός, μέχρι τήν τελευταία σταγόνα, ἔτσι ἐδῶ χρειάζεται νά κατέβει ὁ φελλός μέχρι τόν πυθμένα τοῦ βαρελιοῦ, καί νά μή μείνουν μέσα καθόλου βρώμικα νερά. Μερικοί οὔτε κάν ἔχουν ἀρχίσει κάτι τέτοιο. Τό βαρέλι τῆς ψυχῆς τους εἶναι γεμάτο ἀπό τά βρώμικα νερά τοῦ ἐγωισμοῦ. Δέν ἔχουν κάνει κάν ἀρχή. Ἄλλοι ἴσως λίγο τό δοκίμασαν καί τό ἄφησαν.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος πράγματι ἀγαπᾶ τήν ταπείνωση καί θέλει νά ταπεινωθεῖ καί παρακαλεῖ γι᾿ αὐτό τόν Θεό, στήν ἀρχή ἔτσι ἀνεπαίσθητα, πολύ λίγο, μετά ἴσως πιό πραγματικά, ἀρχίζει σιγά-σιγά καί νιώθει ἀκριβῶς αὐτό τό ἄδειασμα τῆς ψυχῆς ἀπό τό ἐγώ, ἀπό τή φιλαυτία, ἀπό τό εἴδωλο αὐτό πού θρονιάσαμε μέσα μας. Καί ἄν ἀπό τό ἕνα μέρος κανείς ἐντελῶς-ἐντελῶς ταπεινωθεῖ καί ἀπό τό ἄλλο μέρος εἶναι παραδομένος στόν Θεό καί ἀφιερώνεται σ᾿ αὐτόν καί βάζει κάθε μέρα ἀρχή, μέ τήν ἔννοια πού εἴπαμε, καί τελικά ὅλο τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς ἔρθει στό φῶς τοῦ Θεοῦ, πράγματι ὁ ἄνθρωπος φθάνει σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση πού μᾶς ὑπόσχεται ὁ Κύριος.
Ὁ ὁποῖος Κύριος δέν ἦρθε ἁπλῶς νά πεθάνει ὁ ἴδιος, ἀλλά εἶπε ὅτι μαζί του θά πεθάνουμε κι ἐμεῖς, καί ὅπως ἀναστήθηκε ἐκεῖνος, θά ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς. Καί ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός μετά τήν ἀνάσταση, αὐτό γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας καλός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος πού σκέπτεται κάποια καλά πράγματα. Χριστιανός θά πεῖ μικρός Χριστός. Τελικά, τόν καθένα μας ὁ Χριστός τόν κάνει ὅ,τι εἶναι καί ὁ ἴδιος. Ὄχι ἁπλῶς ἀπ᾿ ἔξω μᾶς συμβουλεύει, ἀλλά ἔρχεται μέσα μας καί μᾶς παίρνει μέσα του, ἑνωνόμαστε καί γινόμαστε ὅμοιοί του. Ὅμοιοι μέ τόν Χριστό ἀπό αὐτήν ἀκόμη τή ζωή, ἀλλά αὐτό θά ὁλοκληρωθεῖ στήν ἄλλη ζωή. Τό εὔχομαι σέ ὅλους μας.
30-10-1994
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «…πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» Γ’ ἔκδ.