ΒΙΒΛΙΟ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Βιβλιόδετος τόμος | Σελίδες 224 | Διάσταση 14 × 20,5 | 2016
Ασκητικα
A+
A
A-

Προσεγγίζοντας τή διδαχή τοῦ πατρός Συμεών

Ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες Φιλοθέης μοναχῆς

Κεντρική διάθεση:  Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας»

https://toperivoli.gr/product/προσεγγίζοντας-τή-διδαχή-τοῦ-πατρός-σ/

Περιεχόμενα

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα………………………………………………………………… 13

 

Καλωσόρισμα………………………………………………………………………………….. 15

Οἱ λογισμοί καθορίζουν τή ζωή μας

Πότε χάνεται ὅλη ἡ εὐλογία;

Ἡ πολύ μεγάλη σημασία τῆς ὑπακοῆς

Ἀγαθοί λογισμοί

Ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἄνετοι μέσα μας,

δέν θά κολλοῦμε στά προβλήματα…

«Ἄν ἦταν στή θέση μου ὁ Χριστός,

πῶς θά συμπεριφερόταν;»

«Πάντα εὐσχημόνως

καί κατά τάξιν γινέσθω»

Στόχος ἡ ἄλλη ζωή

Ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ

Ὁ παράδεισος ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ

Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν ἐλευθερία,

γιά νά τόν ἀκολουθήσουμε ἐλεύθερα

Ὁ Θεός εἶναι χαρά

Προσευχή γιά τούς συγγενεῖς

Ὁ Θεός ὅλους μᾶς ἀνέχεται

«Τί θέλει ὁ Θεός ἀπό μένα;»

«Πάτερ ἡμῶν…»

Προβολή τοῦ ἑαυτοῦ μας

«Ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους

θέλει σωθῆναι…»

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπό ὅλα

 

Ὑπέρβαση τήν κρίσιμη ὥρα………………………………………………………. 57

Ἐμπιστοσύνη στόν πλάστη μας

Τό πνεῦμα τοῦ βολέματος

καί τῆς αὐτοδικαιώσεως

Ἅγιος Συμεών Νέος Θεολόγος:

«Μόνο πίστεψα»

Ἐλπίδα στόν Θεό

Ταπείνωση

Ταπείνωση καί ἐμπιστοσύνη στόν Θεό

Ἐν λευκῷ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό

καί ταπείνωση

Συνισταμένη ὅλων τῶν ἀρετῶν ἡ ὑπομονή

Ὑπομονή στόν πειρασμό καί στόν πόνο

Ἡ ταπείνωση στήν πράξη

«Θά περάσει ἀπό πάνω σου

ὁδοστρωτήρας…»

Ἀληθινός ἄνθρωπος

Πρῶτο βῆμα ἡ ταπείνωση

 

Τό παράπονο……………………………………………………………………………………. 88

Ἀνοικτή πρόσκληση

Τό παράπονο: προσπάθεια

πρόκλησης ἐνδιαφέροντος

«Τό πρόβλημα εἶμαι ἐγώ»

Ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο

πρέπει νά σωθοῦμε

Παλαιός ἄνθρωπος: πηγή ἁμαρτίας

Κατάργηση τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ

Ἡ ὑπομονή στήν ἀδικία

εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό

Ὑπομονή τῶν ἁγίων στό μαρτύριο

Τό παράπονο μέσα στήν οἰκογένεια

Ὁ πλησίον εὐεργέτης

καί θεράπων ἰατρός

«Ὁ Χριστός τά καλύπτει ὅλα»

Μόνο εὐγνωμοσύνη στόν Θεό

καί στούς ἀνθρώπους

 

Ἀγάπη Θεοῦ εἶναι νά βγαίνει κανείς

ἀπό τόν ἑαυτό του………………………………………………………………………. 115

Ὅλα μέσα στήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ

«Στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός…»

Τρόπος προσέγγισης τοῦ ἀδελφοῦ

Ἀποδοχή τοῦ πλησίον

Προβολή στόν πλησίον

Στό βάθος εἴμαστε ὅλοι ἄγγελοι

«Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»

Χριστόψυχοι

Βάση, μέση καί κορυφή ἡ ταπείνωση

Εὐγνωμοσύνη στόν Θεό

Προσευχή καί ἀγάπη χωρίς κρατούμενα

 

Τό βίωμα τῆς ἀπόρριψης.

«Καλά μοῦ ἔκαναν!»…………………………………………………………………… 144

«Συγγνώμη»: Ἀποδοχή καί ἀπόρριψη

Ἀναγκαία ἡ ἀπόρριψη

Μόνο ὁ ταπεινός μπορεῖ νά ἀντέξει

τό βίωμα τῆς ἀπόρριψης

Ἡ ἀπόρριψη τῆς Χαναναίας

Ἡ σκληρότητα τῆς ἀπόρριψης

Αὐτοδικαίωση καί ἀπόρριψη

Ὄχι ἐμπιστοσύνη στό ἐγώ

«Ἐταπεινώθην καί ἔσωσέ με»

Ὁ πιό ἀποτυχημένος ἄνθρωπος στή γῆ

Τό θέμα εἶναι τί θά κάνουμε ἐμεῖς

«Νά ποιός εἶναι ὁ ἑαυτός μου!»

Κατάργηση τοῦ κατεστημένου

«Καλά μοῦ ἔκανε! Δικαίως πάσχω»

 

Μετάνοια…………………………………………………………………………………………. 177

Ὁ Θεός δέν μᾶς ἀπορρίπτει,

ἐκτός ἄν τόν ἀπορρίψουμε ἐμεῖς

Μετάνοια σημαίνει: ἀλλάζω θέση ψυχῆς

Ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἁμαρτίας

ὁδηγεῖ στή μετάνοια

Ἡ εἰλικρινής μετάνοια

ὁδηγεῖ στήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας

Ἀδιάλειπτη μετάνοια

Ταπεινή ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτιῶν

Ἀμετανοησία λόγῳ ἐγωισμοῦ

Μετάνοια μέ πόνο

Ὁ Θεός συγχωρεῖ καί προστατεύει

αὐτόν πού μετενόησε

Ἡ ψυχή πού αἰσθάνεται τή συγχώρηση,

νιώθει ὅτι τήν ἐπισκιάζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ

Νά εἴμαστε συνεχῶς ἐν μετανοίᾳ

Ἡ προσευχή ἑλκύει

τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ

Ἡ δυσκολία τῆς συγγνώμης

Ἡ ἀληθινή ἐξομολόγηση

ὁδηγεῖ στή λύτρωση

 

 

 

 

 

Εἰσαγωγικό σημείωμα

 

Στίς 6 Ἰουνίου 2013 πραγματοποιήθηκε στό Ἱερό Γυναικεῖο Ἡσυχαστήριο «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου» στό Πανόραμα Θεσσαλονίκης μιά λατρευτική σύναξη, ὡς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης πρός τίς παλαιότερες κυρίες πού ἀπό τό 1974 ξεκίνησαν, μαζί μέ τή Γερόντισσα καί ὁρισμένες ἀδελφές, ὅλο τό ἔργο πού γίνεται στόν χῶρο αὐτό. Τελέσθηκε δηλαδή ἑσπερινός, καί ἀκολούθησε μιά μικρή σύναξη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν κυρίες πού ἐκκλησιάζονται στά ἀδελφά Ἡσυχαστήρια –τό ἀνδρῶο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τό γυναικεῖο τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου– καί ἡ Γερόντισσα ἀπάντησε σέ σχετικά ἐρωτήματα τῶν κυριῶν. Ἡ σύναξη κατά γενική ὁμολογία ὑπῆρξε ὠφέλιμη καί ἄκρως οἰκοδομητική. Οἱ ἐπανειλημμένες παρακλήσεις πολλῶν κυριῶν προκάλεσαν δεύτερη σύναξη (18 Νοεμβρίου 2013) μέ σύντομη ὁμιλία τῆς Γερόντισσας καί ἀπαντήσεις της καί πάλι σέ ἐρωτήματα.

Ἡ ἐνθουσιώδης ἀνταπόκριση τῶν κυριῶν καί στή δεύτερη αὐτή σύναξη ὁδήγησε στήν καθιέρωση τῶν συνάξεων σέ ἑβδομαδιαία βάση μέ σταθερή συμμετοχή μεγάλου ἀριθμοῦ κυριῶν.

Τό βιβλίο αὐτό περιλαμβάνει τίς ὁμιλίες τῆς Γερόντισσας στίς συνάξεις πού ἔγιναν τό 2013, ἕξι τόν ἀριθμό. Οἱ ὁμιλίες ἀπομαγνητοφωνήθηκαν, μέ τίς ἀπαραίτητες ἐπεμβάσεις προσαρμογῆς τοῦ προφορικοῦ λόγου στόν γραπτό.

Μέσα στίς ὁμιλίες αὐτές διαφαίνεται ὁ καημός καί ἡ προσπάθεια τῆς Γερόντισσας νά ἀφομοιώσουν οἱ ψυχές τίς σώζουσες ἀλήθειες τῆς διδαχῆς τοῦ μακαριστοῦ πατρός Συμεών, ὅπως αὐτές διασώζονται μέσα στά βιβλία τῶν ἐκδόσεων τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Ὁ ἀπώτερος δέ σκοπός εἶναι νά μυηθοῦν οἱ ψυχές στήν τέχνη τῆς πνευματικῆς ζωῆς μέσα ἀπό τήν ὑπέρβαση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου πάνω στήν πράξη τῆς καθημερινῆς ζωῆς.

Ἔτσι, μέσα ἀπό τόν λόγο τῆς Γερόντισσας, ἀναβίωσε μέσα στίς ψυχές τῶν παλαιοτέρων κυριῶν ὁ «κύκλος» μέ τόν Πάτερ στή Μόδη, στόν Ἅγιο Ἀθανάσιο, στή Δημητρίου Γούναρη καί στό Πανόραμα, ἐνῶ οἱ νεώτερες κυρίες μπόρεσαν νά σχηματίσουν καί νά ἀποκομίσουν μιά οὐσιαστική ἐντύπωση γιά τή διδαχή τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος προσεγγίζει ὅλα τά θέματα τῆς ζωῆς σωτηριολογικά μέ μιά ἐντελῶς ἰδιαίτερη προοπτική καί δύναμη. Ὅλες οἱ κυρίες βγῆκαν ὠφελημένες.

Ταπεινά φρονοῦμε ὅτι, ἄν ζοῦσε ὁ Πάτερ, θά μποροῦσε σήμερα, παραλληλίζοντας τήν πνευματική γέννηση πρός τή φυσική, νά μᾶς πεῖ: «Συνελάβομέν σε διά διδασκαλίας, ὠδινήσαμεν διά μετανοίας, ἀπετέκομεν δέ σε δι᾿ ὑπομονῆς πολλῆς καί ὠδίνων καί πόνων σφοδρῶν καί καθημερινῶν δακρύων».[1]

Τήν εὐχή του νά ἔχουμε!

 

 

Χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα

 

Ὁ διάβολος, δέν φτάνει πού ἁμάρτησε, πού ξέφυγε ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί ἔχασε τήν τρυφή τοῦ παραδείσου, καθώς ἤθελε νά γίνει θεός, ἔχει καί παράπονο τώρα: παραπονεῖται κατά τοῦ Θεοῦ καί θέλει ὁ Θεός νά μετανιώσει γιά ὅ,τι ἔπαθε ὁ διάβολος, νά τοῦ βάλει, λέει, μετάνοια.

Στήν κίνηση αὐτή ὁ διάβολος θέλει νά παρασύρει καί τόν ἄνθρωπο· μᾶς τά εἶπε αὐτά πολλές φορές ὁ Πάτερ καί τά γράφουν βέβαια ὅλοι οἱ θεολόγοι. Ἔχει τόσο φθόνο ὁ διάβολος, ἔχει τόση ζήλια, πού δέν θέλει νά βλέπει τόν ἄνθρωπο σέ μετάνοια, σέ ταπείνωση, στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, καί βάζει τά δυνατά του κατά κάποιον τρόπο γιά νά παρασύρει καί τόν ἄνθρωπο σ᾿ αὐτή τήν ἀρνητική κατάσταση, σ᾿ αὐτό τό παράπονο βασικά.

Νομίζω ὅτι ὅλοι ἔχουμε προσωπική πείρα. Ὅλοι ξέρουμε πόσο χάνουμε καί πόσο παιδευόμαστε τζάμπα χωρίς κανένα θετικό ἀποτέλεσμα, μέ τό νά καθόμαστε νά παραπονούμαστε συνεχῶς καί νά τά βάζουμε πότε μέ τόν ἕναν, πότε μέ τόν ἄλλο, πότε μέ τή μιά κατάσταση, πότε μέ τήν ἄλλη.

 

«Ἄν φύγει ἀπό τή μέση», λέει, «τό ὅποιο παράπονο καί τό πεῖσμα, ἄν φύγει αὐτό τό ὅτι ρίχνεις τήν αἰτία κάπου ἀλλοῦ, σέ κάποιον ἄλλον, ἔρχεται ταπείνωση καί λύτρωση».

 

Ἐδῶ εἶναι πού γίνεται, ἀδελφές, τό μεγάλο μακελειό· μέ τό παραμικρό σκανδαλιζόμαστε. Νά δοῦμε ὅμως πρῶτα τί εἶναι αὐτός ὁ σκανδαλισμός. «Ὁ σκανδαλισμός ἔχει νά κάνει μέ τό ὅλο εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή δέν πρόκειται γιά κάτι πού τό ἔχεις καί πρέπει νά τό ξεπεράσεις, νά τό ἀφήσεις, νά τό πετάξεις. Διαπιστώνεις, καθώς ὁ ἑαυτός σου μέ μιά ἀφορμή βγάζει πικρία, χολή, γκρίνια, γογγυσμό, παράπονο, φθόνο, ἀντίδραση, ἀπαιτητικότητα, διεκδίκηση, κακία, ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κάτι πού ξώπετσα θά τό ἀφήσεις στήν ἄκρη, θά τό πετάξεις καί θά εἶσαι ἥσυχος. Ὄχι. Θά δεῖς ὅτι αὐτόν τόν σκανδαλισμό τόν γεννᾶ τό ἐγώ σου».

 

Καί συνεχίζει ὁ Πάτερ: «Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα λάθος πού κάνεις κάποια στιγμή ἤ μιά ἀδυναμία· εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή σου. Ἄς πάρουμε μιά γλάστρα πού μέσα ἔχει σπόρο πού γεννᾶ ζιζάνια, κι ἐσύ» –αὐτό κάνει κανείς μέ τόν ὅλο πνευματικό του ἀγώνα– «κάθε ζιζάνιο πού ξεφυτρώνει τό ξεριζώνεις. Ἐντάξει, ἀλλά ἡ γλάστρα δέν θά πάψει νά γεννᾶ τά ζιζάνια· τί πρέπει νά κάνεις; Νά πετάξεις ὅλο τό χῶμα μαζί μέ τόν σπόρο πού ἔχει μέσα».

 

Ὁ χαρακτήρας εἶναι μιά δομή πού τή δίνει ὁ Θεός καί ξέρει γιατί τή δίνει: γιατί μ᾿ αὐτόν τόν ἑαυτό θά σωθοῦμε· χωρίς αὐτόν ἡ σωτηρία μας θά ἦταν κάπως ἀμφίβολη. Ἄλλο αὐτό, καί ἄλλο νά συγχέουμε τά ὅρια καί νά μπλέκουμε τόν χαρακτήρα μέ τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας. Ἔχει, ξέρετε, μεγάλη διαφορά αὐτό. Λέει κανείς: «Τί νά κάνω; Ὁ χαρακτήρας μου εἶναι νά θυμώνω πολύ!» Ναί, ὁ ἴδιος ὁ χαρακτήρας ὅμως μπορεῖ νά πεῖ ὅτι μπορεῖ νά εἶσαι καί κάποια ὥρα καλός. Ἄν προσέξετε, θά δεῖτε ὅτι δέν δικαιολογούμαστε. Δέν εἴμαστε θύματα τοῦ χαρακτῆρος μας ὅλες τίς φορές· εἶναι καί στιγμές πού ἔχουμε εἰρήνη, πού ἔχουμε χαρά, πού ἔχουμε γαλήνη μέσα μας. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν εἴμαστε; Ποῦ πάει τότε ὁ χαρακτήρας; Γιατί ἄλλες φορές νά εἴμαστε κριτικοί, διεκδικητικοί, ἀντιδραστικοί καί ἄλλες φορές νά εἴμαστε πολύ συντετριμμένοι; Kάτι συμβαίνει· κάτι βαθύτερο συμβαίνει μέσα μας καί δέν μᾶς ἀφήνει νά τό ὁμολογήσουμε οὔτε στόν ἑαυτό μας.

 

Αὐτό ἐννοεῖ ὁ Θεός, ὅταν λέει «υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν».[2] Νά τοῦ παραδώσουμε τόν ἑαυτό μας ὅπως εἶναι· ὅλη τήν καρδιά μας, ὅλη τήν περιουσία πού ἔχει ὁ παλαιός ἑαυτός μας, καί νά τά κάνει ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὄχι ὅπως θέλουμε ἐμεῖς. Αὐτό εἶναι τό λάθος μας: Ἐμεῖς σχεδιάζουμε, δημιουργοῦμε δηλαδή ἕνα κατεστημένο, ἔχουμε μία ἰδεατή εἰκόνα μέσα γιά τόν ἑαυτό μας καί μετά τάχα θέλουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτά. Ἄν καί, ὅπως λέει ὁ Πάτερ, στήν πραγματικότητα ἡ προσπάθειά μας εἶναι νά ποῦμε τελικά στόν Θεό: «Θεέ μου, κάνε κάτι νά μείνει καί ὁ παλαιός ἑαυτός μου, νά πάω μαζί μ᾿ αὐτόν στόν παράδεισο».

 

Ὁ Θεός ξέρει πῶς θά σωθεῖ ὁ καθένας· μέ ἄλλο χαρακτήρα, μέ ἄλλα δεδομένα δέν θά σωζόμασταν, ἐνῶ μέ αὐτή τή δομή πού μᾶς ἔδωσε, ξέρει ὁ Θεός ὅτι μποροῦμε νά σωθοῦμε. Ἀπό τήν πλευρά μας ὅμως χρειάζεται κάτι νά κάνουμε. Νά ὑπομένουμε κατ᾿ ἀρχήν τόν ἑαυτό μας, νά τόν ἀποδεχτοῦμε ἔτσι ὅπως εἶναι, ὄχι ὅπως τόν ἔχουμε ἐμεῖς στή φαντασία μας καί πῶς θά θέλαμε νά ἤμασταν· δέν ἔχει νόημα αὐτό. Ὅταν πᾶμε στόν παράδεισο –πρῶτα ὁ Θεός, νά ἀνοίξει ἡ πόρτα καί γιά μᾶς– θά δοῦμε πολύ διαφορετική κατάσταση ἐκεῖ. Θά λέμε: «Μά ἦταν τόσο ἁπλά τά πράγματα, τόσο ὁ Θεός δέν ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψιν του ὅλα αὐτά τά ἀρνητικά τά δικά μας καί μᾶς ἔφερε ἐδῶ;»

 

 

Ἡ χριστιανική ζωή δέν εἶναι οὔτε βάρος οὔτε ἄγχος. Ὁ Χριστός ποτέ καί πουθενά δέν ἄφησε τέτοιο μήνυμα. Λέει νά σηκώσουμε τόν ζυγό, ἀλλά ταυτόχρονα λέει ὅτι θά μᾶς ἀναπαύσει. Ἄς μιλήσουμε πρακτικά, πάνω στήν καθημερινότητα. Ἔχουμε ἕνα πρόβλημα μέ τό παιδί μας, μέ τόν σύζυγο, μέ τόν συνάδελφο, μέ τόν διπλανό, μέ τόν πλησίον; Πῶς θά ἤθελε ὁ Χριστός ἐκείνη τήν ὥρα νά σκεφτοῦμε, πῶς θά ἤθελε νά ἀντιδράσουμε, πῶς θά ἤθελε νά συμπεριφερθοῦμε; Καί μήν πεῖ κάποια, κάποιος ὅτι δέν ξέρει ἐκείνη τήν ὥρα πῶς νά ἀντιδράσει· εἶναι πάρα πολύ ἁπλό. Ἄν ἀρχίσει νά παραπονεῖται κανείς, ἐσεῖς εἰδικά οἱ μητέρες: «Μά, ἐγώ τώρα, νά κάνω τόσα πολλά καί ἕνα “εὐχαριστῶ” νά μήν ἀκούσω;», αὐτό εἶναι, ξέρετε, αὐτοδικαίωση. Δέν πειράζει, ἄς μήν ἀκούσουμε «εὐχαριστῶ» ἀπό κανέναν, ὁ Θεός νά μᾶς ἔχει στόν νοῦ του!

 

«Ἐκεῖνο τό ὁποῖο στοιχίζει πολύ στόν καθένα, εἶναι τό νά αἰσθανθεῖ ὅτι τόν ἀπορρίπτουν. Ὅλοι θέλουν νά αἰσθάνονται ὅτι τούς ἀγαποῦν, τούς ἐκτιμοῦν, τούς ἀναγνωρίζουν· δέν λείπει αὐτό ἀπό κανέναν. Καί ὅμως ὁ Θεός, ἄν θέλουμε νά βροῦμε ἀληθινά τόν Θεό, θέλει νά βιώσουμε αὐτό, τό ὅτι μᾶς ἀπορρίπτουν.

 

Δέν μποροῦμε νά συλλάβουμε ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια, γι᾿ αὐτό συμπεριφερόμαστε ὅπως συμπεριφερόμαστε, γι᾿ αὐτό δέν δεχόμαστε νά μᾶς ἀπορρίψει κανένας. Ἀλίμονο σ᾿ αὐτόν πού δέν θά μᾶς χαμογελάσει, πού δέν θά μᾶς τιμήσει, πού δέν θά μᾶς ἀποδεχτεῖ, πού δέν θά μᾶς πεῖ ἕναν καλό λόγο. Εἶναι ἀλήθεια αὐτά.

Θά ἔλεγε ἴσως κανείς: «Ἐμένα δέν μέ ἐπηρεάζουν ὅλα αὐτά». Μπορεῖ ἐπίσης νά πεῖ κάποιος: «Ἐγώ δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό ὅλα αὐτά, καί συνεχίζω τή ζωή μου». Κάπου ὅμως λέει ὁ Πάτερ ὅτι καί αὐτός πού τά παίρνει ἔτσι ἔχει πιό μεγάλο πρόβλημα, διότι καί αὐτός τό κάνει πάλι ἀπό ἐγωισμό. Ἕνας νορμάλ ἄνθρωπος δηλαδή δέν μπορεῖ εὔκολα νά τά πεῖ αὐτά. Εἴτε θά ἀντιδρᾶ θετικά εἴτε ἀρνητικά, πάλι ἀπό τήν ἴδια ρίζα θά ξεκινάει. Μόνο ὁ ταπεινός, μόνο αὐτός πού πάει μέ χαρά, μέ ἀγάπη πολλή στόν Θεό, μόνο αὐτός θά ἀντέξει αὐτό τό βίωμα.

 

Τώρα ὅμως νά δοῦμε πῶς ἐμεῖς ἀπορρίπτουμε τούς ἄλλους καί γιατί τούς ἀπορρίπτουμε. «Γιά, βάλε, λέει ὁ Πάτερ, τόν ἑαυτό σου ἐκεῖ στή θέση τῶν ἄλλων, τῶν πολλῶν, πού σοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι αὐτοί τούς ὁποίους πρέπει νά ἀπορρίψεις, νά καταδικάσεις, ‘‘τέτοιοι’’ πού εἶναι, καί τότε θά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου». «Εἶναι πολύ εὔκολο νά ξεχωρίσεις τόν ἑαυτό σου ἀπό τή μάζα τῶν μή καλῶν. Αὐτό ἄν τό ἀφήσεις νά σέ ἐπηρεάσει ὡς νόημα καί ὡς ἀλήθεια Θεοῦ, θά σέ βοηθήσει νά συνειδητοποιήσεις μέσα σου τό ἑξῆς φοβερό, καί ἴσως πεῖς μέ ἐντιμότητα: ‘‘Τά δικά μου πάθη καί ἁμαρτίες καί ἀδυναμίες τά βλέπω μέ ἕναν πόνο καί ἕναν καημό, δηλαδή θά ἤθελα νά γιατρευτῶ κάποτε ἀπό αὐτά, ἀντίθετα στόν πλησίον τά βλέπω μέ μιά ἀπονιά, μιά σκληρότητα, μιά ἀναισθησία, μιά ἀδιαφορία, σάν νά μή μέ νοιάζει δηλαδή ἄν θά γιατρευτεῖ ὁ πλησίον κάποτε’’. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀποκρουστικό βίωμα, ἀλλά μόνο ἄν τό βιώσεις ἀληθινά καί δέν σπεύσεις νά τό κουκουλώσεις μέ αὐτοδικαίωση καί ἀλαζονεία θά ἀποβεῖ λυτρωτικό· ἄν δηλαδή παραδεχτεῖς ὅτι ὄντως ἔτσι εἶναι μέσα ἡ κατάστασή σου. Ἄν δέν ἀφεθεῖς στήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πού σοῦ τό φανερώνει αὐτό, θά τρέξεις νά βρεῖς «ἁμαρτωλούς» γιά νά τούς κατακρίνεις καί νά ξεδώσεις ἐκεῖ, διοχετεύοντας ἐκεῖ τήν ἐνοχή σου γιά τό πλῆθος καί τό βάθος τῶν δικῶν σου κενῶν, τά ὁποῖα δημιουργοῦνται ἀπό τήν ἔλλειψη ἀγάπης καί σύνεσης καί φόβου Θεοῦ».

 

«Οἱ πειρασμοί, οἱ λογισμοί, ὅλα τελικά βοηθοῦν στό νά ταπεινωθεῖ κανείς, καί ἡ ταπείνωση εἶναι σωτηρία· “ἐταπεινώθην καί ἔσωσέ με”. Δέν μπορεῖς τίποτε ἄλλο νά κάνεις, καθώς σέ κυριεύουν οἱ καταστάσεις σου, τά ὅποια ἀρρωστημένα πράγματα, ὅ,τι ἄλλο κτλ. Τό μόνο πού μπορεῖς νά κάνεις εἶναι νά ὑπομένεις, ναί, νά ὑπομένεις. Ἐκεῖ κατά κάποιο τρόπο, θά λέγαμε, γίνεται ἡ ἐπώαση. Μέσα ἀπό μιά τέτοια κυοφορία, ἄς ποῦμε, καθώς θά ζήσεις τήν ἀπόρριψη, καθώς θά ζήσεις αὐτόν τόν, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, μηδενισμό ⏝μηδενίζονται τά πάντα μέσα σου, θέλεις δέν θέλεις νεκρώνεσαι⏝ καί κάνεις ὑπομονή, κάνεις ὑπομονή καί περιμένεις, ὤ τοῦ θαύματος!, γεννιέται αὐτό τό πράγμα, ἡ ταπείνωση». Νά! Βλέπουμε λοιπόν πῶς γεννιέται ἡ ταπείνωση μέσα ἀπό τήν πολύ μεγάλη ὑπομονή πού θά κάνει κανείς στόν πειρασμό, στήν ἀπόρριψη, πού οὕτως ἤ ἄλλως θά οἰκονομήσει ὁ Θεός νά ζήσουμε.

 

«Ὁ Χριστός, λέει ὁ Πάτερ, ἔπαθε χωρίς νά ὑπάρχει λόγος νά πάθει, οὔτε καί κατά ἀνάγκην ἔπαθε, δηλαδή μποροῦσε νά τά ἀποφύγει ὅλα αὐτά, Θεός ἦταν, ἀλλά ἄφησε τόν ἑαυτό του ἐκεῖ νά τόν κάνουν ὅ,τι θέλουν, καί τά μέν καί τά δέ, ὅλα, ὥστε ὁ καθένας μας τώρα, ἄν προσέξουμε καλύτερα, θά βροῦμε μέσα στά πάθη τοῦ Χριστοῦ, μέσα στόν πόνο τοῦ Χριστοῦ, μέσα στήν ὀδύνη, στήν ἀπόρριψη πού πέρασε ἐδῶ στή γῆ ἀπό μᾶς τούς ἀνθρώπους, κάπου ἐκεῖ βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀνάλογα κάθε φορά ἀπό τί πάσχουμε, τί παθαίνουμε. Ἀλλά χαίρεται ὁ Θεός ὅμως, χαίρεται πάρα πολύ, καθώς δέν ἀρχίζουμε νά γκρινιάζουμε: ‘‘Πάλι ἄρρωστοι εἴμαστε, πάλι βάσανα ἔχουμε, πάλι κινδύνους’’. Ὅλα αὐτά τά ξέρει ὁ Θεός· δέν γίνονται ἐρήμην του».

 

Ὅταν περνάει κανείς μιά δυσκολία, ἀμέσως νά σκεφτεῖ: «Τί πέρασε ὁ Χριστός;»

 

«Χρειάστηκε νά πῶ κάτι σέ μιά ψυχή, ἡ ὁποία μέ ρωτοῦσε: ‘‘Μά, τί τέλος πάντων ὑπάρχει πού ἐμποδίζει τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά περάσει μέσα στήν ψυχή μου καί νά λυτρωθῶ;’’ Καί ἦρθε ἔτσι τό πράγμα, πού εἶπα κάτι τό ὁποῖο ἦταν βέβαια πολύ ὠμό, ἀλλά ἦταν χαρακτηριστικό. Καί ἀξίζει νά τό ἀναφέρουμε, γιά νά μπορέσουμε νά καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. ‘‘Ἐάν, λέω, τώρα πού ἤρθατε ἐδῶ –προφανῶς στήν ἐξομολόγηση ἔγινε αὐτό– σᾶς ἔδιωχνα μέ τόν χειρότερο τρόπο, χωρίς νά δεχτῶ νά ἀκούσω τίποτε, καί εἴχατε ἐσεῖς τό κουράγιο νά πεῖτε: ‘‘Καλά μοῦ ἔκανε’’ –δεδομένου ὅτι δέν θά τό ἔκανα αὐτό διότι κάτι ἔπαθα, ἀλλά θά τό ἔκανα ὡς μιά παιδαγωγία, ἄν θέλετε νά πῶ– ἐάν λοιπόν εἴχατε τό κουράγιο νά πεῖτε: ‘‘Καλά μοῦ ἔκανε’’ καί νά τό κρατήσετε καλά αὐτό μέσα σας, αὐτό θά σήμαινε ὅτι ὄντως πήρατε τήν ἀπόφαση νά πεθάνει αὐτό τό κάτι πού ὑπάρχει μέσα στήν ψυχή καί ἐμποδίζει τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά εἰσχωρήσει καί νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο’’. ‘‘Δέν θά μποροῦσα νά τό πῶ’’, ἀπάντησε ἡ κυρία. Ναί, ἦταν εἰλικρινές αὐτό. Δέν θά μποροῦσε. ‘‘Γι᾿ αὐτό λοιπόν –εἶπα– θά συνεχίσουμε ἀκόμη ἔτσι, ἕως ὅτου μπορέσετε νά τό κάνετε αὐτό’’. Μπορεῖ ὁ ἱερεύς νά μή χρειαστεῖ νά τό κάνει ποτέ, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ὅμως ὁ ὁποῖος θέλει θεραπεία, χρειάζεται νά φτάσει σ᾿ αὐτό τό σημεῖο πού νά μπορεῖ νά πεῖ: ‘‘Καλά μοῦ ἔκανε’’».

 

[1]. Συμεών τοῦ Ν. Θεολόγου, ἐπιστ. 3, 1-3.

[2]. Βλ. Παροιμ. 23, 26.