27 Ἰουλίου
Τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος καί ἰαματικοῦ
Παντελεήμονος
Γαλακτόμικτον, μάρτυς, αἷμα σῆς κάρας, δι᾿ ἥν ὑδατόμικτον ὁ Χριστός χέει.
Οὗτος ὁ ἅγιος ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει 304, καταγόμενος ἀπό τήν πόλιν τῆς Νικομηδείας, υἱός πατρός μέν ἕλληνος, Εὐστοργίου ὀνομαζομένου, μητρός δέ ἐκ προγόνων οὔσης χριστιανῆς, καλουμένης Εὐβούλης.
Ἔμαθε τήν μέν τῶν σωμάτων ἰατρικήν τέχνην ἀπό τινα Εὐφρόσυνον, ὅστις εἶχεν δόξαν καί φήμην μεγαλωτάτην καί ἐφαίνετο ὅτι ἔφθασεν εἰς τό ἄκρον τῆς ἰατρικῆς. Τήν δέ τῆς ψυχῆς καί κατά Χριστόν ἰατρικήν ἔμαθεν ἀπό τόν ἅγιον Ἑρμόλαον, τόν ἱερέα τῆς ἐν Νικομηδείᾳ Ἐκκλησίας. Διά μέσου δέ τῆς κατά Χριστόν ἰατρικῆς ταύτης ἀνέστησεν ὁ ἅγιος ἕν παιδίον, τό ὁποῖον ἐδαγκάσθη ἀπό ἔχιδναν καί ἦτο κάτω πεσμένον νεκρόν, ἐπικαλεσθείς μόνον τό τοῦ Χριστοῦ ὄνομα· ὅθεν ἐβαπτίσθη ἀπό τόν ρηθέντα ἅγιον Ἑρμόλαον καί ὡδηγήθη εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ πίστιν.
Ὁ δέ τρόπος τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ ἔγινεν οὕτω πως· Τυφλός τις προσελθών εἰς τόν ἅγιον ἰατρεύθη. Ἐρωτηθείς δέ ἀπό τόν βασιλέα ποῖος τόν ἰάτρευσεν, ἀπεκρίθη ὅτι ὁ Παντολέων, διότι τοῦτο ἦτο τό πρῶτον του ὄνομα, ἐπειδή ἐπεκαλέσθη τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· ἐπρόσθεσε δέ καί τοῦτο ὅτι καί αὐτός πιστεύει εἰς τόν Χριστόν. Ὅθεν παρευθύς ἐπρόσταξεν ὁ βασιλεύς καί ἀπεκεφάλισαν τόν ποτέ τυφλόν, τόν δέν Παντολέοντα ἐρευνήσαντες εὗρον καί ἔφερον ἐνώπιον τοῦ βασιλέως.
Καί ἐπειδή ὁ ἅγιος οὔτε μέ κολακείας, οὔτε μέ ἀπειλάς ἐπείσθη νά ἀρνηθῇ τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἔδειραν αὐτόν δυνατά καί ἔκαυσαν μέ ἀνημμένας λαμπάδας. Ἐμφανισθείς δέ ὁ Κύριος εἰς τόν ἅγιον μέ τό σχῆμα Ἑρμολάου τοῦ ἱερέως εἶπεν εἰς αὐτόν νά ἔχῃ θάρρος. Ἀλλά καί ὅτε ἐβλήθη ὁ ἅγιος εἰς τόν βρασμένον μόλυβδον καί ὅτε ἔρριψαν αὐτόν εἰς τήν θάλασσαν, καί τότε λέγω, ἐφάνη ὁ Κύριος ὅτι ὁμοῦ μέ τόν Παντελεήμονα ἐβλήθη ἐντός αὐτῶν, ὅθεν καί ἔμεινεν ἀβλαβής ἀπό ὅλα τά βάσανα. Ἔπειτα ἐδόθη εἰς τά θηρία, φυλαχθείς δέ καί ἀπό αὐτά ἀβλαβής, ἐδέθη εἰς ἕνα τροχόν καρφωμένον μέ μαχαίρια κοπτερά, ὁ ὁποῖος ἀπό ὑψηλόν μέρος ἐρρίφθη εἰς τόν κατήφορον.
Μετά δέ ταῦτα ἔλαβεν ὁ ἅγιος τήν τοῦ θανάτου ἀπόφασιν. Ὅθεν προσηυχήθη καί τελειωθείσης τῆς προσευχῆς, ἦλθε θεία φωνή ὀνομάζουσα αὐτόν ἀντί Παντολέοντος Παντελεήμονα. Ὅτε δέ ἔμελλε νά ἀποκεφαλισθῇ ὁ ἅγιος, ἐξήπλωσεν ὁ δήμιος τήν χεῖρα διά νά τόν κτυπήσῃ μέ τήν σπάθην καί, ὤ τοῦ θαύματος! εὐθύς ἔλυσεν ὡς τό κηρίον. Ὅθεν οἱ στρατιῶται βλέποντες τό τοιοῦτον θαυμάσιον ἐπίστευσαν εἰς τόν Χριστόν· τότε δέ ὁ ἅγιος κλίνας θεληματικῶς τήν κεφαλήν ἀπεκεφαλίσθη. Λέγουσι δέ ὅτι ἀντί αἵματος ἐξῆλθε γάλα ἀπό τόν λαιμόν του καί ὅτι τό δένδρον τῆς ἐλαίας, εἰς τό ὁποῖον ἦτο δεμένος ὁ ἅγιος, ξηρόν πρότερον ὄν, εὐθύς ἐβλάστησε καί ἐκαρποφόρησε.
Εἶναι ἡ τρίτη στή σειρά ἀπόψε ἀγρυπνία πού κάνουμε, καί ἡ σημερινή γίνεται ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος. Καί ἔχουμε ὅλοι τήν εὐκαιρία νά δεχθοῦμε, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, ὅ,τι μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου θά μᾶς δώσει ἀπόψε ὁ Θεός. Καί ἀμέσως‑ἀμέσως θά ἔλεγα νά προσέξουμε δύο πράγματα. Τό ἕνα πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση, καθώς διαβάζαμε τό συναξάρι, εἶναι ὅτι ἐμφανίσθηκε στόν ἅγιο Παντελεήμονα ὁ Κύριος μέ τό σχῆμα τοῦ ἱερέως Ἑρμολάου καί εἶπεν σ᾿ αὐτόν νά ἔχει θάρρος. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο μποροῦμε νά τό προσέξουμε καί πρέπει νά τό προσέξουμε, ἀλλά ὅμως στήν πράξη. Ἀπό αὐτό πάσχουμε. Εὐχαρίστως ἀκοῦμε βίους ἁγίων καί ἄλλα πνευματικά ἀναγνώσματα καί εὐχαρίστως κάνουμε πνευματικά μελετήματα, ἀλλά στήν πράξη ἴσως ὑστεροῦμε.
Γιατί μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τώρα αὐτό; Νά ἔρθει κανείς στή θέση τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος πού ὑποφέρει. Καί ἐπειδή ὁ ἅγιος οὔτε μέ κολακείας οὔτε μέ ἀπειλάς ἐπείσθη νά ἀρνηθεῖ τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, ἔδειραν αὐτόν δυνατά καί ἔκαυσαν μέ ἀνημμένας λαμπάδας. Νά ἔρθουμε στή θέση τοῦ ἁγίου, πού ὄντως τόν ἔδειραν ἀλύπητα καί τόν ἔκαψαν μέ ἀνημμένας λαμπάδας. Δέν λέει ἐδῶ ἀκριβῶς ποῦ τόν ἔκαψαν, ἀλλά αὐτό συνηθιζόταν: ἔκαιγαν τίς πληγές. Φαίνεται ὅτι οἱ πληγές πονοῦν ἀκόμη πιό πολύ, ὅταν καίγονται, καί πολύ περισσότερο πονοῦν ἀπό ὅ,τι πονάει τό μή πληγωμένο σῶμα. Ὅπως ἐπίσης πονοῦν πάρα πολύ οἱ πληγές, ὅταν βάζουν σ᾿ αὐτές ἁλάτι. Τότε συνήθιζαν νά κάνουν καί αὐτό. Καί ἐμφανίζεται ὁ Κύριος καί τοῦ λέει: «Ἔχε θάρρος».
Μπορεῖ νά κάνω λάθος σ᾿ αὐτό πού θά πῶ, μπορεῖ νά ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου τόν ἑαυτό μου μόνο καί γι᾿ αὐτό ἑπομένως ἴσως νά κάνω λάθος· οἱ ἄλλοι ἐνδεχομένως νά ἀντιδροῦν διαφορετικά. Καί ὅταν προσευχόμαστε στόν Θεό καί δείχνουμε τήν πίστη μας στόν Θεό καί ἀφοσιωνόμαστε σ᾿ αὐτόν –καλή ὥρα τώρα πού εἴμαστε στόν ναό καί θά μείνουμε ἀρκετή ὥρα ἐδῶ– νομίζω ὅτι πάντοτε μέσα στό μυαλό μας καί στήν ὅλη διάθεσή μας, στήν ὅλη στάση μας καί στήν ὅλη ἐσωτερική κατάστασή μας ὑπάρχει ἕνα κάτι τέτοιο: Περιμένουμε νά μᾶς βοηθήσει ὁ Θεός μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Προσευχόμαστε, παρακαλοῦμε τόν Κύριο, καί κάπως ἔτσι περιμένουμε τήν ἐπέμβασή του, τήν ἐνέργειά του: νά ἐπέμβει, νά ἐνεργήσει ὁ Κύριος μαγικά.
Καί τό κακό εἶναι, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ὅτι δέν τό καταλαβαίνουμε πόσο εἴμαστε πλανεμένοι, πόσο ἔξω πέφτουμε. Δέν καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀλλιῶς τά πράγματα, ἐνῶ εἶναι τόσο ἁπλό τό θέμα. Πῶς καταφέρνει ὁ ἄνθρωπος καί τά μπερδεύει, τά μπλέκει, καί δέν μπορεῖ νά καταλάβει τήν ἀλήθεια. Καί ἔτσι, ἐνῶ εἴμαστε χριστιανοί, ἐνῶ πιστεύουμε στόν ἀληθινό Θεό, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φανερώθηκε καί φανερώνει τήν ἀλήθεια, ὁ ὁποῖος προσφέρει τή χάρη, τήν οὐράνια δύναμη, προσφέρει τή δύναμή του, γιά νά κάνει σ᾿ ἐμᾶς αὐτό τό ὁποῖο χρειάζεται νά γίνει, αὐτό τό ὁποῖο θέλει νά κάνει, γιά νά μᾶς σώσει, τελικά αὐτό δέν ἔγινε σ᾿ ἐμᾶς πραγματικότητα, δηλαδή δέν ἔχουμε δοκιμάσει τή δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Τελικά εἶναι ψεύτικη ἡ πίστη μας· δέν εἶναι ἀληθινή. Ὁ Θεός εἶναι ἀληθινός, ὅλα ἐκεῖνα πού λέει εἶναι ἀλήθινά, καί ἡ ὅλη φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινή. Ἐμεῖς ὅμως πῶς τά καταφέρνουμε καί τά νοθεύουμε τά πράγματα καί τά κάνουμε ψεύτικα. Καί μπορεῖ νά εἶναι κανείς χριστιανός, καί καθώς τόν βλέπουν οἱ ἄλλοι, μπορεῖ νά τόν θεωροῦν, ἄς ποῦμε, καλό χριστιανό, καί ὅμως ἴσως νά μή δουλεύει καθόλου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα σ᾿ αὐτόν τόν χριστιανό.
Μπορεῖ νά εἶναι κάποιος χριστιανός, ἀλλά νά μήν ἔχει δοκιμάσει ποτέ τή δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, τή δύναμη πού δίνει ὁ Κύριος καί, ἡ ὁποία λυτρώνει τόν ἄνθρωπο, στηρίζει τόν ἄνθρωπο, κάνει χριστιανό τόν ἄνθρωπο. Ἄγεται καί φέρεται κανείς ἀπό τά πάθη του, τίς ἀδυναμίες του, τίς ἁμαρτίες του. Εἶναι, νομίζω, πολύ σοβαρό τό θέμα, καί νά ἀνησυχήσουμε καί νά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά μᾶς φωτίσει. Θά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός. Πότε ὅμως καί πῶς θά μᾶς φωτίσει; Μόνο ἐάν ἀφεθοῦμε στά χέρια του νά μᾶς χρησιμοποιήσει ἐκεῖνος ὅπως ξέρει, γιά νά μᾶς μάθει τό μάθημα.
Μοῦ κάνει ἐντύπωση τό ἑξῆς. Ἡ ἄλφα, ἡ βῆτα ψυχή εἴτε μέ κάποιο σημείωμα εἴτε ὅταν, καθώς ἔχουν κάποια δυσκολία, καί ἔχουμε μιά ἐπικοινωνία, λένε: «Σέ παρακαλῶ, πάτερ, νά μέ βοηθήσετε. Εἶμαι σέ δύσκολη θέση. Ἔμπλεξα μέ τόν ἑαυτό μου καί δέν μπορῶ νά προκόψω πνευματικά. Νά μέ βοηθήσετε». Καί μόλις πᾶς, σέ ἀνύποπτο χρόνο βέβαια, νά βοηθήσεις πραγματικά, κατ᾿ ἀρχήν μέ λόγια καί ἔπειτα καί πιό συγκεκριμένα –νά γίνει ἔτσι, νά γίνει ἀλλιῶς– ἡ ψυχή δέν δέχεται.
Πῶς λοιπόν θά βοηθηθεῖς; Ζητᾶς νά βοηθηθεῖς, ἀλλά πῶς θά βοηθηθεῖς, ἄν δέν δέχεσαι τί θά σοῦ ποῦν; Ἄν δέν δέχεσαι νά καταλάβεις αὐτά πού πρέπει νά καταλάβεις, ἄν δέν δέχεσαι νά ἀφήσεις τά δικά σου, πῶς θά βοηθηθεῖς; Ὁ λόγος λοιπόν πού δέν καταλαβαίνουμε τί μᾶς λέει ὁ Θεός, πού δέν καταλαβαίνουμε ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁ λόγος πού δέν τή δέχεται ἡ ψυχή μας τελικά μέσα της τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί δέν ἔχουμε τελικά μέσα μας τή χάρη αὐτή τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ζοῦμε χριστιανικά, ὁ λόγος εἶναι ὅτι εἴμαστε αὐτοί πού εἴμαστε καί δέν ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό μέ διάθεση νά δεχθοῦμε ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Καί θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ταρακουνηθεῖς γιά τά καλά, γιά νά μπορέσεις νά βγεῖς ἀπό τήν παγίδα στήν ὁποία βρίσκεσαι, ἀπό τήν παγίδα τοῦ ἑαυτοῦ σου.
Πόσοι χριστιανοί, καθώς κάνουν τήν προσευχή τους, καθώς μελετοῦν, καθώς ἀπό κάποιον ἱερέα ζητοῦν πνευματική βοήθεια, δέν περιμένουν ἀμέσως νά γίνουν τά πράγματα ὅπως τά θέλουν; Ἐλάχιστοι. Καί καθώς ἀργοῦν νά γίνουν αὐτά πού θέλουν, καθώς δέν γίνονται ὅπως τά θέλουν, νομίζουν πώς οὔτε ἀκούει ὁ Θεός οὔτε προσέχει. Τελικά κατά βάθος ἀπογοητεύονται καί διερωτῶνται: Ὑπάρχει ἄραγε Θεός; Καί ἡ συνέπεια εἶναι ὅτι γεμίζει ἡ ψυχή μέ ἀπιστία.
Ἐδῶ λοιπόν κάνει ἐντύπωση αὐτό πού τοῦ λέει ὁ Κύριος. Βέβαια, βλέπουμε ὕστερα ὅτι ἐπεμβαίνει ὁ Θεός καί τόν γιατρεύει, ἀλλά αὐτά τά κάνει ὁ Θεός, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα. Ὡς Θεός τά κανονίζει πότε θά γίνουν. Ἀλλά ἐδῶ εἶναι ξυλοδαρμένος, ἄς ποῦμε, καταπληγωμένος καί πονεμένος, καί ὁ Κύριος ὁ ἴδιος, πού ἐμφανίζεται μέ τό σχῆμα τοῦ Ἑρμολάου τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἦταν διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, τοῦ λέει: «Ἔχε θάρρος». Ποιός τό καταλαβαίνει αὐτό;
Ποιός τό καταλαβαίνει; Ὅτι δηλαδή ὅταν πονοῦμε, χρειάζεται νά ὑπομείνουμε. Ἄς ὑποθέσουμε εἴμαστε ἄρρωστοι, καί ἔρχονται πολλά πράγματα πάνω μας καί πᾶν νά μᾶς βουλιάξουν. Κι ἐμεῖς ἐκείνη τήν ὥρα πρέπει νά νά διατεθοῦμε ἔτσι, σάν νά ἀκούσαμε αὐτή τή φράση: «Ἔχε θάρρος». Καί νά τό καταλάβουμε αὐτό, νά τό δεχθοῦμε καί νά κάνουμε τό καθῆκον μας. Δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε αὐτό ὅτι εἶναι τό φυσιολογικό, ὅτι εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Θεός, ὅτι ἔτσι θά ἐνεργήσει ὁ Θεός. Ἐπειδή δέν ἔρχεται ἐκεῖνο τό ὁποῖο ζητοῦμε καί τήν ὥρα πού ἐμεῖς τό ζητοῦμε, ἐπειδή δέν γίνεται ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως τό θέλουμε, πάει καί ἡ πίστη μας, πάει καί ἡ ἀντοχή μας, πάει καί τό θάρρος μας, πᾶνε καί ὅλα.
Ἀπόψε πόσο ἀλλιώτικα θά φύγουμε ἀπό αὐτήν ἐδῶ τή σύναξη, τί ἀλλαγή θά γίνει μέσα μας, ἐάν λιγάκι ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ, καί δεῖ ὁ Κύριος ὅτι ἔχουμε κουράγιο νά μᾶς πλησιάσει ὅπως ἐκεῖνος ξέρει, νά μᾶς μιλήσει ὅπως ἐκεῖνος ξέρει, νά μᾶς ἀγγίξει ὅπως ἐκεῖνος θέλει καί νά ἀρχίσει νά κάνει στήν ψυχή μας αὐτό τό ὁποῖο ἐκεῖνος θέλει. Πόσο ἀλλιώτικοι θά γίνουμε ἀμέσως! Διαφορετικά θά φύγουμε ὅπως ἤρθαμε, πέρα ἀπό τό ὅτι λίγο θά ἠρεμήσουμε, καί θά περάσουμε ἴσως λίγο εὐχάριστα, λίγο κατανυκτικά. Αὐτό ὅμως εἶναι ὅλο. Ἀλλαγή ἀληθινή δέν θά γίνει.
Δέν σκεπτόμαστε καί δέν εἴμαστε διατεθειμένοι ἔτσι ἀνάλογα, ὥστε ὁλοπρόθυμα νά κάνουμε αὐτό πού περιμένει ὁ Θεός. Πιό πολύ πέφτουμε στή ραθυμία καί ἀχρηστεύουμε τόν ἑαυτό μας. Ὅμως, ὄντως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἔχει θάρρος. Ὄντως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει κουράγιο. Ὄντως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει ὑπομονή. Ὄντως ὁ ἄνθρωπος, καί τήν ὥρα πού νομίζει ὅτι δέν ἀντέχει, μπορεῖ νά ἀντέξει. Γιά ἄλλα πράγματα, κυρίως κοσμικά, ἀνθρώπινα, κανείς κινητοποιεῖ, δραστηριοποιεῖ τόν ὅλο ἑαυτό του, γιά νά τά πετύχει, νά τά ἁρπάξει, νά τά ἀποκτήσει.
Στά θέματα αὐτά τά πνευματικά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἤ εἴμαστε ἀδιάφοροι ἤ ἡ πίστη μας εἶναι σχεδόν ἀνύπαρκτη ἤ τήν ὥρα πού ἐμφανίζεσαι ὡς εὐσεβής, ὡς εὐλαβής, ὡς ἄνθρωπος πού πιστεύεις, πού ἔχεις διάθεση νά ἀγωνιστεῖς, ἀδρανεῖς. Τό ἀληθινό, τό σωστό εἶναι ἐμεῖς ἀνθρωπίνως νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε. Ὄχι αὐτό νά τό ἀφήνουμε στήν ἄκρη, καί νά τά παίρνουμε μαγικά τά πράγματα. Πῶς, ἄς ποῦμε, πηγαίνει κανείς σέ ἕνα γητευτή καί περιμένει αὐτό πού θέλει μέ τά γητέματα πού θά τοῦ κάνει, ἄσχετα τί κάνει στή ζωή του. Ἄν δηλαδή ζεῖ μέσα στίς ἁμαρτίες, ἄν εἶναι φονιᾶς, ἄν εἶναι δέν ξέρω τί ἄλλο. Ὅπως νομίζει αὐτός ὅτι μ᾿ ἐκεῖνα ἐκεῖ τά γητέματα θά πετύχει αὐτό πού θέλει, ἔτσι καί ὁ χριστιανός περιμένει κάπως ἔτσι τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὅταν δέχεται τά τῆς πίστεως σάν νά εἶναι μαγικά πράγματα.
Ἐδῶ ἡ ὅλη ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ζωντανεύει, ξεσηκώνεται καί ὀρθώνεται –μέ τήν καλή ἔννοια– ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, γιά νά γίνει λαμπάδα, πού θά καεῖ. Ἑπομένως, καί ὑπομονή θά κάνει, καί θάρρος θά ἔχει, καί δέν θά φοβηθεῖ. Καί ἄς πονέσει, κι ἄς βογγήξει. Τό ἄλλο, τό ἄν καί πότε θά ἐπέμβη ὁ Θεός, τό ἀφήνει στόν Θεό. Δέν τόν συμβουλεύει, δέν κάθεται νά ἐλέγχει: Ἀργεῖ ὁ Θεός; Δέν ἐπεμβαίνει ὁ Θεός; Γιατί τά κάνει ἔτσι ὁ Θεός; Τίποτε.
Ἀπό αὐτῆς τῆς πλευρᾶς πρέπει νά παραδοθεῖς μέ μιά βεβαιότητα ἐντελῶς στόν Θεό: Ξέρει ὁ Θεός. Ξέρει πῶς θά ἐνεργήσει, πότε θά ἐνεργήσει, τί θά κάνει. Τό ξέρει αὐτό ὁ Θεός. Μήν τόν συμβουλεύεις, ἀλλά νά ἐνεργήσεις ὅπως, ἄς ποῦμε, ὁ ἀγωνιζόμενος, ὁ ἀθλητής, π.χ., τοῦ ἄλφα ἤ τοῦ βῆτα ἀθλήματος. Αὐτός δέν ἐλπίζει σέ τίποτε μαγικά. Καμιά φορά λένε ὅτι τό νά πετύχει κανείς εἶναι καί τύχη, καί ποιός ξέρει πῶς τό νομίζουν. Ἐκεῖνο στό ὁποῖο στηρίζεται ὁ ἀθλητής εἶναι στό νά ἐνεργοποιήσει, νά χρησιμοποιήσει ὅλες του τίς δυνάμεις, νά τίς καλλιεργήσει, νά τίς ἀναπτύξει, νά τίς πολλαπλασιάσει, ὥστε νά μή μείνει ἡ παραμικρή δύναμη μέσα του ἡ ὁποία θά κοιμηθεῖ, θά ἀποτραβηχτεῖ. Τό ὅλο εἶναι του ἐπιδιώκει ὁ ἀθλητής νά δοθεῖ στό ἄθλημά του.
Κι ἐκεῖ βέβαια ὁ σκοπός εἶναι ἁπλῶς νά ἐπιτύχει ἀνθρώπινο ἔργο, καί δέν μπορεῖ νά περιμένει ἀπό πουθενά ἀλλοῦ βοήθεια. Ἐδῶ δέν εἶναι γιά νά πετύχουμε, ἀλλά εἶναι ὅτι, ἐάν δέν κάνουμε ἔτσι, ὁ Θεός βλέπει ὅτι ἐμεῖς κοιμόμαστε μακαρίως καί ἁπλῶς περιμένουμε νά ἐπέμβει ὁ Θεός μαγικά‑μαγικά νά μᾶς δώσει τί θέλουμε νά μᾶς δώσει. Δέν γίνεται. Δέν δουλεύει ἔτσι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν δουλεύει ἔτσι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Νά ψάχνει δηλαδή νά βρεῖ τούς ἀνθρώπους ὁ Θεός καί νά τούς δίνει ὅ,τι ἐπιθυμοῦν, ἀλλά ὁ ἑαυτός τους ἤ νά εἶναι σέ ραθυμία ἤ νά εἶναι σέ ραστώνη ἤ νά εἶναι δοσμένος σέ κάτι ἄλλο. Δέν γίνεται ἔτσι. Γι᾿ αὐτό ἡ σωτηρία εἶναι ὄχι ἁπλῶς ἕνα ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δίνει τή σωτηρία σέ ὅλους, ἀλλά τελικά τή λαμβάνει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔτσι ὅπως εἴπαμε θά τά πάρει τά πράγματα, ἔτσι θά τά πιστέψει καί ἔτσι θά ἀνταποκριθεῖ. Καί ἑπομένως, σέ καμιά περίπτωση δέν θά ὀλιγοπιστήσει, δέν θά ἀποθαρρυνθεῖ, δέν θά ἀπελπιστεῖ, δέν θά τά ἐγκαταλείψει, δέν θά πεῖ «δέν μπορῶ ἄλλο, δέν ἀντέχω ἄλλο». Οὔτε κατά διάνοιαν αὐτά ὅλα.
Τίποτε ἀπό αὐτά δέν λέει ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Εἶναι δοσμένος ἐκεῖ στόν ἀγώνα του. Καί ἀκούει τόν Χριστό νά τοῦ λέει: «Ἔχε θάρρος». Καί τά ἄντεξε ὅλα αὐτά τά βασανιστήρια ὁ ἅγιος. Καί βλέπουμε ὅτι κάθε φορά πού τόν βασανίζουν ἐπεμβαίνει ὁ Θεός. Ἐπεμβαίνει, ἀλλά ὄχι ὅμως ὅτι ὁ ἅγιος μένει σέ ἀδράνεια καί ἁπλῶς τά κάνει ὅλα ὁ Θεός. Ὁ ἅγιος εἶναι δοσμένος ὅλος στόν Θεό. Καί οὔτε ἕνα κύτταρό του δέν θέλει νά τό βάλει στήν ἄκρη ἐκεῖ νά ξεκουραστεῖ, ἄς ποῦμε, νά μήν πονέσει. Τίποτε. Εἶναι δοσμένος ὅλος στόν Θεό, δοσμένος σ᾿ αὐτόν τόν συγκεκριμένο ἀγώνα. Καί ναί μέν κάθε φορά ὁ Θεός ἐπεμβαίνει, ἀλλά τελικά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀφήνει νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Καί πρίν γίνει αὐτό, ἦλθε θεία φωνή ὀνομάζουσα αὐτόν ἀντί Παντολέοντος Παντελεήμονα. Τόν ὀνόμασε ὁ ἴδιος ὁ Θεός Παντελεήμονα.
Καί νά τό ξέρουμε αὐτό, ὅτι δηλαδή ὁ ἅγιος Παντελεήμων ὁ ἰαματικός εἶναι ἀκριβῶς αὐτός ὁ ὁποῖος ἐλεεῖ ὅλους. Ὡς ἅγιος καί τί δέν μπορεῖ νά κάνει; Καί τί ὡραῖα εἶναι νά τό πιστέψουμε τώρα ἀπόψε ἐδῶ πού κάνουμε τήν ἀγρυπνία. Νά πιστέψουμε ὅτι, ὁ ἅγιος ὡς παντελεήμων πού εἶναι, σέ ὅλα εἶναι κατάλληλος, γιά ὅλα εἶναι κατάλληλος, ὅλα μπορεῖ νά μᾶς τά προσφέρει. Νά τό πιστέψουμε αὐτό. Ὅλοι, νομίζω, θά ἔχουμε μιά ἐμπειρία ὅτι κάποιες φορές ἤ κάποια φορά ἔστω, πιστέψαμε πολύ ὅτι κάτι μπορεῖ νά μᾶς τό δώσει ὁ Θεός, τό ζητήσαμε ἀπό τόν Θεό, ταπεινά βέβαια ἀλλά μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας, καί νιώσαμε μέσα μας ὅτι ἔγινε δεκτό τό αἴτημά μας, ὅτι ἤδη τό ἔκανε ὁ Θεός. Ἀργότερα πάνω στά πράγματα εἴδαμε ὅτι ὄντως ἔγινε αὐτό πού ζητήσαμε, ἀλλά νιώσαμε τήν πληροφορία μέσα στήν καρδιά μας ἐκείνη τήν ὥρα πού τό ζητήσαμε.
Ἀπόψε μποροῦμε νά ἔχουμε μιά τέτοια ἐμπειρία: ὅτι ὁ ἅγιος Παντελεήμων χαίρεται πού μαζευτήκαμε ἐδῶ στόν ναό, χαίρεται πού τόν μνημονεύουμε, πού τόν ἀγαποῦμε, πού ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, πού τόν παρακαλοῦμε, δέχεται τίς προσευχές μας καί θά ἀναλάβει τόν καθένα μας. Ἄν θέλετε, θά δώσει ὅ,τι χρειάζεται νά δώσει στόν καθένα μας, ἀλλά τό πρῶτο καί κύριο εἶναι αὐτό: Νά παρακαλέσουμε τόν ἅγιο μέ τίς πρεσβεῖες του νά κατορθώσει νά μᾶς ξεσηκώσει, νά μᾶς ξυπνήσει, νά μᾶς ζωντανέψει γιά νά δοθοῦμε ἔτσι στόν Θεό. Καί θά ἔρθει καί τό ἕνα ἔλεος καί τό ἄλλο ἔλεος καί θά ἔρθει ἡ χάρη πλούσια καί θά νιώσουμε ὅτι ἐλεήθηκε τό εἶναι μας, ἡ ὅλη ὕπαρξή μας, καί τό σῶμα μας καί ἡ ψυχή ἀπό τή μιά ἄκρη ὥς τήν ἄλλη.
27-7-2000