Τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Πελαγίας τῆς ἀπό ἑταιρίδων
Σήμερα εἶναι ἡ ἑορτή τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Πελαγίας πού ἔζησε ἁμαρτωλή ζωή, ὕστερα ὅμως ἔγινε ἁγία, καί τῆς ἁγίας Ταϊσίας πού ἐπίσης ἔζησε ἁμαρτωλή ζωή. Νομίζω πώς εἶναι μιά καλή εὐκαιρία νά ἀναφερθοῦμε λίγο στό θέμα τό ἠθικό. Καί τῶν δύο ἁγίων ὁ βίος εἶναι πολύ σύντομος, καί θά μοῦ ἐπιτρέψετε πρῶτα νά διαβάσω ἀπό τόν Συναξαριστή.
Πῶς οἱ ἁμαρτωλοί μετανοοῦν καί γίνονται ἅγιοι
Αὕτη (ἡ Πελαγία) ἦτο ἀπό τήν πόλιν Ἀντιόχειαν, σχολάζουσα καί καταγινομένη εἰς τούς χορούς καί εἰς τά θέατρα, καί πόρνη οὖσα δημοσία ἐν τῇ αὐτῇ πόλει· ὅθεν ἐκ τῆς διαβολικῆς καί αἰσχρᾶς ἐργασίας ταύτης ἐσυνάθροιζε πλοῦτον ἄμετρον. Αὕτη λοιπόν κατηχηθεῖσα μίαν φοράν ἀπό τόν ἐπίσκοπον Νόννον, ἄνδρα ἅγιον, καί θερμῶς μετανοήσασα διά τά πρότερα πονηρά ἔργα της, ἐβαπτίσθη. Εὐθύς ἀποστρέφεται ὅλα τά ἐν κόσμῳ καλά καί τερπνά, ὡσάν σκύβαλα.
Ἡ γυναίκα αὐτή ἀπό ἠθικῆς ἀπόψεως εἶχε φθάσει στό ἔσχατο σημεῖο. Εἶχε παραδοθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στήν ἀκαθαρσία αὐτή, σ᾿ αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς. Ὅμως ἦλθε ὥρα πού μετανόησε. Ἀλλά βλέπετε πῶς μετανόησε, καί πῶς γενικά μετανοοῦν οἱ ἁμαρτωλοί καί γίνονται ἅγιοι: Εὐθύς ἀποστρέφεται ὅλα τά ἐν κόσμῳ καλά καί τερπνά ὡσάν σκύβαλα. Καί ἐνδυθεῖσα τρίχινα φορέματα, ἤτοι ὑφασμένα ἀπό τρίχας τῆς αἰγός, καί εἰς σχῆμα ἀνδρός μετασχηματισθεῖσα, ἐπῆγεν εἰς τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, χωρίς νά τήν ἠξεύρῃ τις. Ἐκεῖ δέ ἡ ἀοίδιμος κλεισθεῖσα μέσα εἰς ἕν κελλίον, διήνυσε τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς της ἀσκητικῶς καί θεαρέστως. Καί οὕτως ἐν εἰρήνῃ ἀνεπαύθη ἡ μακαρία.
Δέν ἔχει περισσότερα ὁ Συναξαριστής.
Ἡ γυναίκα αὐτή, καθώς δέν γνώριζε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἔδωσε τόν ἑαυτό της σέ ὅ,τι χειρότερο μποροῦσε νά τόν δώσει. Ὅμως μετανόησε. Καί ἡ μετάνοιά της ἦταν τέτοια, πού ἔγινε ἁγία. Βέβαια, μπορεῖ νά δυσκολεύεται κανείς νά βάλει τόν ἑαυτό του στή θέση τῆς ἁγίας αὐτῆς κατ᾿ ἀρχήν ἀπό πλευρᾶς ἁμαρτίας. Ὡστόσο, ἐάν δοῦμε τόν ἑαυτό μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δέν διαφέρει πολύ ἡ ζωή μας ἀπό τή ζωή αὐτῆς τῆς γυναίκας. Ἄν βάλουμε τόν ἑαυτό μας στή θέση τῆς ἁγίας ἀπό τήν πλευρά τῆς μετανοίας, βρίσκουμε ὅτι πολλές φορές στή ζωή μας μετανοήσαμε, ὅτι κάθε τόσο αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη νά μετανοήσουμε καί μετανοοῦμε· ὅμως πόσο ἡ μετάνοιά μας εἶναι μιά τέτοια ἀλλαγή, μιά τέτοια μεταστροφή, πού νά φαίνεται καί νά ἀποδεικνύεται καί στήν πράξη;
Ἀσφαλῶς, θά ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας ὅτι κατά κανόνα ἡ μετάνοια τῶν σημερινῶν χριστιανῶν εἶναι μιά ψευτομετάνοια. Εἶναι ἕνα κάτι, ἀλλά μόλις καί μετά βίας εἶναι ἕνα κάτι. Μόλις καί μετά βίας. Καί μποροῦμε, νομίζω, νά καταλάβουμε γιατί χωλαίνουμε πνευματικά, παρά τό ὅτι εἴμαστε, θέλουμε νά εἴμαστε χριστιανοί καί θέλουμε νά προκόψουμε πνευματικά. Χωλαίνουμε, διότι δέν ἔχει ἡ μετάνοιά μας ἕναν τέτοιο χαρακτήρα, πού ὄντως κανείς παύει νά ζεῖ ὅπως ζοῦσε. Μετάνοια αὐτό θά πεῖ: ἀλλαγή τοῦ νοῦ, ἀλλαγή τῆς ὅλης νοοτροπίας καί τῆς ὅλης πορείας.
Τῆς ἁγίας Πελαγίας τῆς παρθένου
Αὕτη ἦτο κατά τούς χρόνους Νουμεριανοῦ βασιλέως ἐν ἔτει 284, πατρίδα ἔχουσα τήν Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας, καί καταγομένη ἀπό ἔνδοξον γένος. Μαθών δέ ὁ ἄρχων τῆς Ἀντιοχείας ὅτι ἦτο χριστιανή, ἔστειλε στρατιώτας διά νά τήν πιάσουν· οἱ δέ στρατιῶται ἀπελθόντες, περιεκύκλωσαν τήν οἰκίαν της διά νά ἁρπάσουν αὐτήν. Μαθοῦσα δέ τοῦτο ἡ ἁγία, ἐζήτησε νά τήν προσμείνουν ὀλίγον· οἱ δέ στρατιῶται ἐπείσθησαν· ὅθεν ἡ μακαρία σταθεῖσα κατά ἀνατολάς εἰς τόν τόπον, ὅπου προσηύχετο, ἐσήκωσε τάς χεῖρας καί τά ὀμμάτιά της εἰς τόν οὐρανόν καί ἐπροσευχήθη πολλήν ὥραν πρός τόν Θεόν, δεομένη νά μή παραδοθῇ εἰς τούς στρατιώτας – οἱ ὁποῖοι ἤθελαν φυσικά νά τήν ἀτιμάσουν – ἀλλ᾿ ἁγνή καί παρθένος νά ἀπέλθῃ εἰς αὐτόν (δηλαδή στόν Θεό). Ἔπειτα κρημνίσασα μόνη τόν ἑαυτόν της, παρέδωκε τήν ἁγίαν ψυχήν της εἰς χεῖρας Θεοῦ.
Ἔπεσε, ἄς ποῦμε, ἀπό τήν ταράτσα τοῦ σπιτιοῦ της καί παρέδωσε ἔτσι τήν ψυχή της ἁγνή καί καθαρή· θυσίασε δηλαδή τόν ἑαυτό της. Μή μᾶς φαίνεται παράξενο. Ὅπως ὁ ἄλλος, πού τοῦ λένε: «Ρίξε λίγο θυμίαμα γιά τούς θεούς», ἀρνεῖται καί ξέρει ὅτι θά τόν θανατώσουν. Ἐμεῖς σήμερα θά τοῦ λέγαμε:
«Αὐτό πού κάνεις, πού δέν ρίχνεις λίγο θυμίαμα γιά νά σώσεις τή ζωή σου, εἶναι αὐτοκτονία». Καί ὅμως δέν ρίχνει θυμίαμα ἐν γνώσει του ὅτι θά τόν θανατώσουν. Καί δέν τό κάνει αὐτό οὔτε γιατί θέλει νά αὐτοκτονήσει οὔτε γιατί βαρέθηκε τή ζωή του οὔτε γιατί ἀπελπίστηκε. Ἐνεργεῖ ἔτσι – ἀρνεῖται νά ρίξει θυμίαμα – καί θυσιάζει ἔτσι τόν ἑαυτό του, γιά νά μή χάσει τόν Κύριο. Ἔτσι καί αὐτή ἡ ἁγία ξέρει καλά ὅτι θά ἀτιμαστεῖ, ὅτι θά τήν παραδώσουν στήν ἁμαρτία. Γιά νά ἀποφύγει λοιπόν τήν ἁμαρτία, θυσιάζει καί τή ζωή της.
Ἡ ἁγία Ταϊσία, ἡ πρότερον πόρνη, ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται
Αὕτη παιδιόθεν παρακινηθεῖσα ἀπό τήν μητέρα της, ἔγινε ἐργαστήριον τοῦ διαβόλου· διδαχθεῖσα δέ ὕστερον ἀπό τόν ὅσιον Παφνούτιον τόν Σιδώνιον, καί πληροφορηθεῖσα βεβαίως ὅτι εἶναι μετάνοια καί δίδεται συγχώρησις ἁμαρτιῶν παρά Κυρίου, ἐμοίρασεν ὅλα τά ὑπάρχοντά της εἰς τούς πτωχούς, τῶν ὁποίων ἡ τιμή ἦτο τετρακόσιαι λίτραι χρυσίου. Ἔπειτα κλείσασα τόν ἑαυτόν της μέσα εἰς ἕν κελλίον, ἐστέναζεν ἐκ βάθους καρδίας καί ἔλεγεν: «Ὁ πλάσας με, ἐλέησόν με». Καί οὕτω μέ τόν λόγον αὐτόν, διήνυσε χρόνους τρεῖς· εἶτα ἐκβῆκεν ἀπό τό κελλίον της, κατά προσταγήν τοῦ ἐκεῖσε ἀββᾶ καί προεστῶτος, καί μετά δέκα πέντε ἡμέρας ἐτελειώθη ἐν Κυρίῳ.
Τελείωσε ἔτσι καί αὐτῆς ἡ ζωή.
Ὁπωσδήποτε, ἐκεῖνο τό ὁποῖο τονίζεται στόν βίο αὐτῶν τῶν δύο γυναικῶν εἶναι ἡ μετάνοιά τους καί ὄχι φυσικά ἡ ἁμαρτία τους. Ἀλλά γιά νά φανεῖ ἡ μετάνοιά τους, ἡ Ἐκκλησία παρουσιάζει πρωτίστως τήν προτέρα τους ζωή. Ὅμως ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά μήν προσέξουμε ὅτι σήμερα συμβαίνει ὅ,τι χειρότερο θά μποροῦσε νά συμβεῖ ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως στήν κοινωνία μας, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν χριστιανῶν.
Τό χειρότερο ὅλων
καί χαρακτηριστικό τῶν ἡμερῶν μας
Πάντοτε οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἁμαρτωλοί, πάντοτε ὑπῆρχε ἡ ἁμαρτία τῆς σαρκός, πάντοτε οἱ ἄνθρωποι δελεάζονταν ἀπό τήν ἁμαρτία αὐτή, καί πολλοί ἦταν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἄφηναν τόν ἑαυτό τους στίς σαρκικές ἁμαρτίες, παρασύρονταν στήν ἀκολασία, στήν ἀσωτία, στή σαρκολατρία, καί χάνονταν. Κάποτε ὅμως γίνονταν μέ κάποιο φόβο, μέ κάποια συναίσθηση. Σήμερα, δυστυχῶς, ὅπως τά ζοῦμε καί τά ξέρουμε, τό θέμα δέν εἶναι μόνο ὅτι ἁμαρτάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἁμαρτάνουν χωρίς καμιά συναίσθηση ὅτι ἁμαρτάνουν. Ἁμαρτάνουν, χωρίς νά πηγαίνει ὁ νοῦς τους ὅτι μπορεῖ νά εἶναι αὐτό κάτι πού δέν τό θέλει ὁ Θεός, ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἁμαρτία αὐτό τό ὁποῖο κάνουν, ἔστω κάποια ἁμαρτία, ἄν ὄχι βαρύτατη· ἐνῶ εἶναι βαρυτάτη ἁμαρτία. Ἁμαρτάνουν, σάν νά κάνουν τό πιό φυσικό, τό πιό σωστό πράγμα, σάν νά κάνουν ὅ,τι καλύτερο, μέ συνέπεια νά χαθεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ τύψη τῆς συνειδήσεως ἀπό τίς ψυχές τῶν χριστιανῶν. Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό τῶν ἡμερῶν μας, καί εἶναι τό χειρότερο ἀπό ὅλα. Ἔτσι ἔχει χαθεῖ ἡ σωφροσύνη ἐν σχέσει μέ αὐτά τά ἠθικά θέματα, ἐν σχέσει μέ τά ἁμαρτήματα τῆς σαρκός καί βασιλεύει ἡ ἀσωτία.
Ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, Καί ἄνθρωποι ἀκόμη πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, πού γνωρίζουν τόν Χριστό, τό Εὐαγγέλιο, καί δέν θά ἤθελαν νά χαλάσουν τίς σχέσεις τους μέ τόν Θεό –δέν θά ἤθελαν σέ καμιά περίπτωση, π.χ., νά τούς ἀφορίσει ἡ Ἐκκλησία, νά τούς ἀποκόψει, νά τούς πετάξει πέρα· δέν θά ἤθελαν νά μήν εἶναι χριστιανοί– μοῦ κάνει ἐντύπωση ὅτι καί τέτοιοι ἄνθρωποι ὄχι ἁπλῶς ἁμαρτάνουν, ἀλλά ἁμαρτάνουν μέ αὐτό τό πνεῦμα: σάν νά μήν εἶναι τίποτε σημαντικό αὐτό, τίποτε βαρύ.
Κάνει ἐντύπωση αὐτό πού λέγεται: «Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω, δέν μπορῶ νά τό νιώσω ὅτι εἶναι ἁμαρτία. Τό λέω βέβαια, ἀλλά δέν μπορῶ νά τό νιώσω ὡς ἁμαρτία». Κάνει ἐντύπωση αὐτό. Τόσο πολύ ἔχει διαφθαρεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς πρός τό θέμα αὐτό. Καί ὡς πρός πολλά ἄλλα, ἀλλά εἰδικά ὡς πρός τό θέμα αὐτό τόσο πολύ ἔχει διαφθαρεῖ. Ἔτσι, δέν ὑπάρχει καί ἐλπίδα μετανοίας. Διότι μετανοεῖς, ὅταν νιώσεις ὅτι ἔκανες κάτι πού δέν θέλει ὁ Θεός· ὅταν αἰσθανθεῖς ὅτι ἔκανες κάτι πού εἶναι βαρύ, βαρύτατο, κάτι πού εἶναι φοβερή ἁμαρτία.
Ὅταν ἔχεις μιά κάποια πίστη, μιά κάποια γνώση, θά ἔρθει ἡ ὥρα πού θά μετανοήσεις. Ἀλλά τώρα καί γιά τούς χριστιανούς –ἀφήνουμε τόν ἄλλο κόσμο– ὑπάρχει κίνδυνος ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Καί αὐτοί ἀκόμη οἱ χριστιανοί πού πιστεύουν, ἔχουν ἐπηρεασθεῖ κατά τέτοιον τρόπο, πού καί ὅταν ἀκόμη θά θελήσουν νά ἐξομολογηθοῦν ἁμαρτία τέτοιους εἴδους, εἴτε ἀπό συνήθεια εἴτε ἐπειδή ἔχουν κάποιες μικροτύψεις, στό βάθος δέν μποροῦν νά νιώσουν ὅτι πρόκειται περί ἁμαρτίας, σοβαροτάτης ἁμαρτίας, καί ὅτι χρειάζεται νά μετανοήσουν. Αὐτό εἶναι ἀκόμη χειρότερο ἀπό τήν ἴδια τή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας.
Ἡ Ἁγία Γραφή θεωρεῖ βαρύτατα
τά σαρκικά ἁμαρτήματα
Εἴπαμε ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπό τήν ἁμαρτία αὐτή καθ᾿ ἑαυτήν. Ἀλλά τό νά μή νιώθει κανείς τήν ἁμαρτία ὡς ἁμαρτία, καί ἑπομένως νά μήν ὑπάρχει ἐλπίδα μετανοίας ἤ, καί ἄν ὑπάρξει μιά κάποια μετάνοια, θά εἶναι ψευτομετάνοια, αὐτό εἶναι ἀκόμη χειρότερο, πολύ-πολύ χειρότερο. Ἁμάρτησες; Ἄν μετανοήσεις, ὁ Θεός θά σέ σώσει. Ἀλλά ἄν δέν μετανοήσεις, κάνε ὅσα θέλεις ἄλλα καλά πράγματα. Ἄς ποῦμε, σοῦ ἦλθε κάποια στιγμή ζῆλος νά μαρτυρήσεις, νά θυσιάσεις τόν ἑαυτό σου γιά τούς ἄλλους, γιά τόν Θεό. Καί ἄν ἀκόμη παραδώσεις τόν ἑαυτό σου σέ θάνατο, χωρίς ὅμως νά μετανοήσεις μέσα σου γιά τήν ἁμαρτία αὐτή, δέν ἔκανες τίποτε. Ἡ ἁμαρτία μένει.
Ἔχουμε πεῖ, τό ξέρετε κι ἐσεῖς, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή τά σαρκικά ἁμαρτήματα τά θεωρεῖ βαρύτατα ἁμαρτήματα. Ἴσως γιά ἄλλα δέν ὁμιλεῖ τόσο συγκεκριμένα καί τόσο ἀπόλυτα ἡ Ἁγία Γραφή –ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν Ἀποκάλυψη– ὅσο γι᾿ αὐτά τά ἁμαρτήματα. Δέν θά μπεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτός πού κάνει αὐτό, αὐτό, αὐτό· καί ἀπαριθμεῖ σαρκικά ἁμαρτήματα. Ἀναφέρει καί κάποια ἄλλα, κυρίως ὅμως τά σαρκικά ἁμαρτήματα. Μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί, οὔτε ἀρσενοκοῖται … βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. Πῶς κατόρθωσε ὁ διάβολος τώρα καί τά ἀποχρωμάτισε αὐτά τά ἁμαρτήματα καί, ὅπως εἴπαμε, κάνουν ὅ,τι κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά δέν θεωροῦν ὅτι πρόκειται περί ἁμαρτίας!
Στήν Ἀποκάλυψη, στά τελευταῖα κυρίως κεφάλαια –καί σέ προηγούμενα κεφάλαια– δύο φορές πού γίνεται λόγος γιά ἁμαρτίες, ἀναφέρεται: ἔξω ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ οἱ πόρνοι κτλ.
Ἐάν θέλουμε νά βρίσκουμε τήν ἀκρίβεια,
νά ἀναφερόμαστε στούς κληρικούς
Δέν ἔχω χρόνο τώρα νά σᾶς πῶ γιατί αὐτή ἡ ἁμαρτία θεωρεῖται βαρύτατη ἁμαρτία. Ἄλλη φορά τά ἔχουμε πεῖ· ἴσως μέ τούς φοιτητές. Ἀλλά εἶναι ὅμως βαρύτατη ἁμαρτία. Ὅποια ἁμαρτία κι ἄν κάνει ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον μετανοήσει, μπορεῖ νά γίνει κληρικός. Ἐξαιροῦνται ὁ φόνος, κάποιες ἄλλες ἁμαρτίες καί οἱ σαρκικές ἁμαρτίες. Ἄς ποῦμε, ἕνας νέος, ἐάν κάνει σαρκικά ἁμαρτήματα, δέν γίνεται κληρικός στόν αἰώνα τόν ἅπαντα, ἀκόμη καί νά μετανοήσει. Θά τόν συγχωρήσει ὁ Θεός, ἀφοῦ μετανοεῖ, ἀλλά κληρικός δέν μπορεῖ νά γίνει. Ἐάν, ἀφοῦ γίνει κληρικός, πέσει σέ τέτοια ἁμαρτήματα, χάνει τήν ἱερωσύνη του. Παύει νά εἶναι κληρικός.
Ἐάν κανείς θέλει νά βρίσκει κάθε φορά γιά τό καθετί ποιό εἶναι τό μέτρο, ποιό εἶναι τό ἀκριβές καί τό σωστό μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ὄχι ἐκεῖνα πού γίνονται κατά συγκατάβαση καί κατ᾿ οἰκονομίαν, θά πρέπει νά ἀναφέρεται στούς κληρικούς. Π.χ., ἕνας πού θά παντρευτεῖ δεύτερη φορά δέν γίνεται κληρικός. Ἡ Ἐκκλησία κατ᾿ οἰκονομίαν κάνει δεύτερο γάμο, κατ᾿ οἰκονομίαν κάνει καί τρίτο γάμο, ἀλλά ὅποιος θά ἤθελε νά εἶναι σύμφωνος μέ τήν ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας, νά λάβει ὑπ᾿ ὄψιν του τί στάση τηρεῖ ἡ Ἐκκλησία ἔναντι ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θά γίνουν κληρικοί, καί αὐτό νά κάνει. Ἄν τώρα ἀπό ἀδυναμία θά προχωρήσει στήν οἰκονομία, τουλάχιστον νά τό συναισθάνεται αὐτό καί νά εἶναι μιά ζωή καί γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ταπεινωμένος καί μετανοημένος.
Εἰδικά σ᾿ αὐτό τό θέμα μήν κοιτᾶτε ποιό εἶναι τό πνεῦμα σήμερα. Μήν κοιτᾶτε τί γίνεται σήμερα. Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό τά λέμε αὐτά, γιά νά μπορέσουμε λίγο νά ξεγλιτώσουμε ἀπό τό πνεῦμα πού ὑπάρχει σήμερα. Μή λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας λοιπόν τί γίνεται σήμερα καί ποιό εἶναι τό πνεῦμα. Ἀνέκαθεν ἡ Ἐκκλησία σ᾿ αὐτό τό θέμα ἦταν πάρα πολύ εὐαίσθητη. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες εἶναι ἀκαθαρσία, ἀλλά κυρίως αὐτές, διότι αὐτές κυρίως εἶναι πού καθιστοῦν ἀκάθαρτους τούς ἀνθρώπους καί τούς βγάζουν ἔξω ἀπό τή σωτηρία καί τούς κάνουν ἀσώτους. Αὐτή εἶναι ἀσωτία. Ἀσωτία τί θά πεῖ; Τό ἀντίθετο τῆς σωτηρίας. Προέρχεται ἀπό τό ρῆμα σώζω μέ τό στερητικό ἄλφα. Δηλαδή χάνεται κανείς, καταστρέφεται. Κυρίως αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά ἁμαρτήματα λέγονται ἀσωτία, αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά ἁμαρτήματα λέγονται ἀκαθαρσία.
Κυρίως αὐτά εἶναι τά ἁμαρτήματα ἀπό τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν κάνει τό πᾶν νά προφυλάξει τούς πιστούς, καί μάλιστα ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θά γίνουν κληρικοί.
Ἕρμαια τῆς σαρκολατρίας
Καμιά φορά, καθώς ἔρχονται κορίτσια καί μέ ρωτοῦν: «Νά φορῶ παντελόνι; Μπορῶ νά φορῶ παντελόνι;» προσπαθῶ νά τά βοηθήσω νά καταλάβουν. «Γιατί, λέει, νά μή φορῶ;» Καί ἀπό μιά πλευρά, γιατί νά μή φοράει; Εἶναι πάρα πολύ δύσκολο νά καταλάβει τό παιδί ὅτι, ἐάν σήμερα οἱ γυναῖκες φοροῦν παντελόνια καί γίνονται ἕνα μέ τούς ἄνδρες, καί ἄν οἱ ἄνδρες ἀφήνουν τά μαλλιά μακριά γιά νά εἶναι σάν τίς γυναῖκες, ὅλα αὐτά τά κάνουν, διότι ὑπάρχει αὐτό τό πνεῦμα τῆς σαρκολατρίας, αὐτό τό πνεῦμα τῆς πορνείας, αὐτῆς τῆς ἀκαθαρσίας. Δέν εἶναι ὅτι τάχα νά, ἔτσι βολευόμαστε καλύτερα.
***
Ὅταν τό μυαλό σου, ὁ νοῦς σου, ἡ διάνοιά σου εἶναι καθαρά, διότι τά ἔχει καθαρίσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅταν μέσα σου εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, οὔτε διανοεῖσαι νά κάνεις τέτοιες ἀθλιότητες καί ἀνοησίες. Οὔτε διανοεῖσαι. Δέν πάει καθόλου ὁ νοῦς σου. Δέν τό σηκώνει ἡ ὕπαρξή σου. Ὅταν ὅμως σκοτισθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί δέν εἶναι καθαρός, καθώς θά μπεῖ μέσα του ἄλλο πνεῦμα, τό πνεῦμα αὐτό πού εἶναι σήμερα διάχυτο, τότε ἀσφαλῶς, ὅπως εἴπαμε, ὄχι ἁπλῶς θά ἀφήσει ὁ ἄνδρας τά μαλλιά του μακριά ἤ θά φορᾶ ἡ γυναίκα παντελόνι καί θά νομίζουν ὅτι αὐτά δέν εἶναι τίποτε, ἀλλά θά προχωρήσουν πιό πολύ. Θά φθάσουν στό σημεῖο νά κάνουν ὅ,τι χειρότερο, πού δέν πάει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου –αὐτά πού τά καταδικάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέ ὅλη τή δύναμή του στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς– καί θά τά θεωροῦν ὅ,τι φυσικότερο.
Ἐπαναλαμβάνω, τό κακό δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι κάνουν οἱ ἄνθρωποι κάποιες ἁμαρτίες, ἀλλά ἡ ὅλη στάση καί τό ὅλο πνεῦμα πού ὑπάρχει. Καί αὐτό τό πνεῦμα ἐπηρεάζει τούς πάντες· καί χριστιανούς. Ἀκόμη καί μικρά παιδιά λένε: «Γιατί νά μήν κάνω ἔτσι; Γιατί νά μήν ντυθῶ ἔτσι; Γιατί νά μή χτενιστῶ ἔτσι;» Καί δέν καταλαβαίνουν, τά καημένα τά παιδιά, ὅτι εἶναι ἕρμαια τοῦ διαβόλου, ἕρμαια αὐτοῦ τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τῆς σαρκολατρίας. Μήν παραξενευθεῖτε, ἄν πῶ ὅτι ἕνα παράξενο τσουλούφι στό κεφάλι κρύβει αὐτό τό πνεῦμα. Ἕνας παράξενος τρόπος, ἄς ποῦμε, μέ τόν ὁποῖο περιποιεῖται κανείς τόν ἑαυτό του –ἴσως πιό πολύ οἱ γυναῖκες, ἀλλά δέν ὑπολείπονται καί οἱ ἄνδρες– κρύβει αὐτό τό πνεῦμα. Πίσω ἀπό αὐτόν τόν τρόπο καί μέσα σ᾿ αὐτόν τόν τρόπο εἶναι αὐτό τό πνεῦμα.
Σεβασμός στούς γονεῖς καί στούς γεροντοτέρους
Ἕνα θέμα σοβαρό στήν ἐποχή μας εἶναι καί ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ πρός τούς μεγαλυτέρους.
Σήμερα ὄχι ἁπλῶς δέν σέβονται τά παιδιά τούς γονεῖς, ὄχι ἁπλῶς δέν ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι γεροντότερος, μεγαλύτερος –ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι ὡς μεγαλύτερος μπορεῖ νά ξέρει κάτι παραπάνω, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτός καθ᾿ ἑαυτόν ὁ γεροντότερος εἶναι σεβαστό πρόσωπο– ὄχι μόνο, ἄς ποῦμε, δέν ἔχουν σεβασμό, ἀλλά τό θεωροῦν ἔγκλημα τό νά σέβεται κανείς. Θεωροῦν ὅτι κάνουν κάτι πού εἶναι ἀνήκουστο. «Τί θά πεῖ νά σέβομαι τούς γονεῖς, νά σέβομαι τούς γεροντοτέρους, τούς μεγαλυτέρους;» Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα. Τό θεωρεῖ ὑποτιμητικό, θεωρεῖ ὅτι καταργεῖ τήν ὕπαρξή του, ὅτι καταδικάζει τόν ἑαυτό του, ἐάν τυχόν σέβεται τούς γονεῖς καί γενικά τούς μεγαλυτέρους.
Πόσο κουράζομαι μερικές φορές, προσπαθώντας νά δώσω νά καταλάβουν μερικά παιδιά ὅτι κάτι εἶναι αὐτοί οἱ γονεῖς πού τά γέννησαν, πού τά μεγάλωσαν, πού τά ἀνέθρεψαν. Δέν εἶναι ἕνα τίποτε. Κάτι εἶναι. «Καί σήμερα ἀκόμη –λέω– πού εἶσαι 18 καί 20 καί 25 χρονῶν, ἐνῶ τρῶς ἀπό τό φαγητό πού σοῦ ἑτοιμάζουν οἱ γονεῖς σου, ἐνῶ ντύνεσαι μέ τά χρήματά τους, ἐνῶ μένεις στό σπίτι πού εἶναι δικό τους, στό δωμάτιο πού αὐτοί τό ἑτοιμάζουν καί αὐτοί τό καθαρίζουν, δέν τά λαμβάνεις ὑπ᾿ ὄψιν αὐτά καί φέρεσαι σάν νά εἶναι ἕνα τίποτε οἱ γονεῖς». Ὅπως δηλαδή βγαίνει κανείς ἔξω στόν ἀέρα καί ἀναπνέει τό ὀξυγόνο, ἔτσι ἀναπνέουν σήμερα τά παιδιά αὐτό τό πνεῦμα, δηλαδή νά μή σέβονται τούς γονεῖς.
«Ἐγώ δέν εἶμαι ἐλεύθερος –λέει ὁ νέος, ἡ νέα– ἐγώ δέν εἶμαι ἄνθρωπος; Γιατί νά μήν κάνω τό δικό μου;» Σέ ἐμποδίζει κανείς, σέ σκλαβώνει κανείς, σέ ἁλυσόδεσε κανείς καί δέν σέ ἀφήνει νά κινηθεῖς ἐλεύθερα; Ἐσύ ὁ ἴδιος μέ τήν τακτική σου δηλώνεις ὅτι ἐξαρτᾶσαι ἀκόμη ἀπό αὐτούς. Διότι θά πᾶς στό σπίτι τους, θά φᾶς τό φαγητό τους, θά δεχθεῖς ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα κάνουν γιά σένα. Καί τά χρήματα πού δίνεις γιά νά ἁμαρτήσεις, δικά τους εἶναι. Ἐσύ ὁ ἴδιος λοιπόν μέ τήν ὅλη στάση σου κανονίζεις ἔτσι τά πράγματα, πού ἐξαρτᾶσαι ἀκόμη ἀπό αὐτούς. Ὡς πρός τά ἄλλα λοιπόν εἶναι οἱ γονεῖς σου, καί ὡς πρός τήν ὑπακοή καί τόν σεβασμό πού τούς ὀφείλεις δέν εἶναι τίποτε;
Εἶναι χριστιανική σκέψη αὐτή;
Εἴπαμε ὅτι ὅλους τούς αἰῶνες ἁμάρταναν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἔνιωθαν ὅτι δέν εἶναι καλό αὐτό. Ἀκόμη καί μή χριστιανοί ἔνιωθαν ὅτι κάνουν κάτι πού δέν εἶναι καλό καί γι᾿ αὐτό προσπαθοῦσαν νά κρυφτοῦν. Τώρα ὄχι ἁπλῶς οἱ ἄνθρωποι ἁμαρτάνουν, ὅπως ὅλα τά χρόνια, ἀλλά θεωρεῖται ὑποκρισία νά κάνει κανείς κρυφά καί αὐτά ἀκόμη τά πράγματα. Νά γίνονται ὅλα φανερά, λένε, τάχα γιά νά μήν ὑποκρίνονται οἱ ἄνθρωποι.
Λένε μερικοί: «Δέν κάνω προσευχή, διότι δέν τή νιώθω τήν προσευχή καί νομίζω ὅτι ὑποκρίνομαι, ἄν κάνω προσευχή, χωρίς νά τή νιώθω». Εἶναι λογική αὐτή; Εἶναι χριστιανική σκέψη αὐτή; «Δέν πάω στήν ἐκκλησία, διότι δέν τό νιώθω, καί νομίζω ὅτι εἶναι ὑποκρισία νά πάω, χωρίς νά τό νιώθω». Καί δέν μπορεῖ νά κάνει τή στοιχειώδη, ἄς ποῦμε, σκέψη ὁ καθένας: ὅταν πάει στό σχολεῖο, θά τό ἤθελε νά πάει; Τοῦ ἀρέσουν πάρα πολύ τά διαβάσματα καί τά γραψίματα καί τά δαρσίματα –πού ἦταν παλιά– ἀπό τούς δασκάλους; Κανείς ὅμως δέν διανοήθηκε νά πεῖ: «Δέν θά πάω, διότι εἶναι ὑποκρισία νά πάω, ἀφοῦ δέν τό θέλω». Καί σήμερα ἄς τολμήσει κανείς νά τό πεῖ αὐτό καί μέ αὐτή τή δικαιολογία νά μήν πάει σχολεῖο. Θά τόν ἀναγκάσουν νά πάει. Καί φυσικά, ὅσοι μεγάλωσαν, ἐάν ξαναγίνονταν μικροί, καί κανένας ἄλλος νά μήν τούς ἀνάγκαζε, οἱ ἴδιοι θά ἀνάγκαζαν τόν ἑαυτό τους νά πάει σχολεῖο.
Νά νιώσουμε τόν μεγάλο κίνδυνο
Θά ἤθελα, ἀδελφοί μου, νά ἐπιστήσω τήν προσοχή ὅλων σας στό θέμα αὐτό τό σοβαρό. Γιά ὅλα τά ἄλλα θέματα ἔχουμε πεῖ πολλά μέχρι σήμερα καί θά ποῦμε. Σ᾿ αὐτό τό θέμα ἴσως νά μήν ἀναφερθήκαμε ἔτσι ἰδιαίτερα καί νά μήν ἐπιμείναμε καί νά μήν τονίσαμε ὁρισμένα πράγματα παρά ἐλάχιστες φορές. Καί ὁπωσδήποτε θά ἐπανέλθουμε. Νά ἐπιστήσω τήν προσοχή σας, ἀδελφοί μου, καί νά προσέξουμε. Κατ᾿ ἀρχήν ὅλοι νά προσέξουμε γιά μᾶς τούς ἴδιους· ὄχι ἁπλῶς γιά ἄλλους. Διότι τό πνεῦμα αὐτό εἶναι διάχυτο καί ἔχει κυριεύσει τίς καρδιές καί τόν νοῦ ὅλων, καθώς ζοῦμε σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία πού ζοῦμε, καί καθώς μέ ὅλους τούς τρόπους καί μέ ὅλα τά μέσα λέγονται ὅσα λέγονται, διακηρύσσονται ὅσα διακηρύσσονται, γίνονται ὅσα γίνονται, φαίνονται ὅσα φαίνονται.
Ἀλλά ἰδιαίτερα οἱ μεγαλύτεροι νά προσέξουν τά παιδιά τους. Καί θά ἔλεγα ὅτι τό πρῶτο καί κύριο πού χρειάζεται εἶναι ἡ προσευχή. Κατ᾿ ἀρχήν νά νιώσουμε τόν κίνδυνο τόν μεγάλο. Νά θεωρήσουμε τίς ἁμαρτίες αὐτές σάν νά εἶναι πανούκλα. Νά τίς θεωρήσουμε σάν τίς καταστροφικές ἐπιδημίες χολέρας ἤ μιᾶς ἄλλης ἀπό τίς παλιές ἀσθένειες πού θέριζαν τόν κόσμο, καί οἱ ἄνθρωποι, μόνο πού τίς ἄκουγαν, ὅσο μακριά κι ἄν φαίνονταν ὅτι εἶναι, τρομοκρατοῦνταν καί ἔσπευδαν νά λάβουν τά μέτρα τους.
Νά τίς νιώσουμε λοιπόν αὐτές ὡς πολύ μεγάλο κίνδυνο γιά ὅλους μας καί ἰδιαίτερα γιά τά παιδιά, πού εἶναι στήν ἡλικία αὐτή καί πού βουλιάζουν κάθε μέρα καί περισσότερο, καθώς ζοῦν μέσα σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία. Ἀκόμη κι ἐκεῖνα τά παιδιά τά ὁποῖα ἔχουν κάποιες ἀρχές καί ἀγωνίζονται καί ἀντιστέκονται, πολλές φορές ἐπηρεάζονται, ἀκριβῶς ἐπειδή ζοῦν σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία, καί, καθώς ἔχουν καί ἄγνοια, ἀνεπαίσθητα πότε ἐδῶ παγιδεύονται καί πότε ἐκεῖ.
Νά τίς νιώσουμε ὅτι εἶναι μεγάλος κίνδυνος. Σάν νά πρόκειται γιά τήν πιό θανατηφόρο, γιά τήν πιό καταστροφική ἀσθένεια. Ὄχι μέ τήν ἔννοια πού εἶναι ὁ καρκίνος –ὅποιος ἔχει καρκίνο, ἔχει ὁ ἴδιος· δέν κινδυνεύουν οἱ ἄλλοι– ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς μεταδοτικῆς ἀσθένειας, πού ἅμα τήν ἔχει ἕνας, ὅλοι θά τήν ἔχουμε. Νά φοβηθοῦμε πάρα πολύ, νά συνειδητοποιήσουμε τόν κίνδυνο τόν μεγάλο καί νά κράξουμε στόν Θεό. Νά κράξουμε. Ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τή μετάνοια τῶν δύο αὐτῶν γυναικῶν, ἔτσι νά μετανοήσουμε κι ἐμεῖς.
Θά δώσει ὁ Θεός μετάνοια
Προσωπικῶς πιστεύω ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά ἀφήσει τόν κόσμο στήν κατρακύλα αὐτή στήν ὁποία βρέθηκε καί πηγαίνει. Θά δώσει ὁ Θεός μετάνοια, καί θά εἶναι φοβερή ἡ μετάνοια. Δηλαδή ὅσοι θά μετανοήσουν, θά μετανοήσουν ὅπως οἱ γυναῖκες αὐτές, πού ἀπό ἑταῖρες, ἀπό πόρνες, ἔγιναν ἅγιες τῆς Ἐκκλησίας. Καί σήμερα σέ ὅλη τήν οἰκουμένη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τίς τιμᾶ, καί ὅλοι οἱ χριστιανοί προσεύχονται καί παρακαλοῦν καί ζητοῦν τή μεσιτεία τους, τίς πρεσβεῖες τους. Θά δώσει ὁ Θεός μετάνοια. Ἀλλά γιά νά δώσει ὁ Θεός μετάνοια, γιά νά δώσει ἐπιστροφή, διόρθωση, χρειάζεται ἀκριβῶς νά καταλάβουμε καί νά συναισθανθοῦμε τόν κίνδυνο. Λέει ὁ Συναξαριστής ὅτι ὁ ἐπίσκοπος κατήχησε τήν Πελαγία, καί ἡ κατήχηση αὐτή τήν ἔκανε ἀκριβῶς νά συναισθανθεῖ ποῦ εἶχε πέσει, τί ἔκανε, ποῦ εἶχε φθάσει· καί μετανόησε.
Νά συναισθανθοῦμε τόν κίνδυνο, νά τρομοκρατηθοῦμε –τό λέω αὐτό μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως– νά φοβηθοῦμε πολύ. Ἀλλιῶς, θά χαθοῦμε. Θά χαθοῦμε καί οἱ μεγάλοι καί οἱ μικροί. Καί νά προσευχηθοῦμε. Νά κράξουμε στόν Θεό, καί εἶναι ἀδύνατον ὁ Θεός νά μή μᾶς δώσει μετάνοια. Καί σ᾿ ἐμᾶς πού θά κράξουμε, θά φωνάξουμε, θά προσευχηθοῦμε, καί στούς ἄλλους, γιά τούς ὁποίους θά προσευχηθοῦμε καί θά κράξουμε. Θά δώσει μετάνοια ὁ Θεός. Θά βρεῖ κάποιες ψυχές μέ καλή διάθεση, βαπτισμένες κιόλας ψυχές, πού ἔχουν κάποια σπέρματα πίστεως μέσα τους, πού θά θελήσουν νά μετανοήσουν, καί θά δώσει ὁ Θεός μετάνοια, θά δώσει ἐπιστροφή.
Πρέπει νά πῶ καί νά τονίσω ὅτι, ἀπό κάποια πλευρά, σέ κανέναν δέν πρέπει κανείς νά ἔχει ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτά τά θέματα. Σέ κανέναν. Δέν ξέρεις ἀπό ποῦ θά ἔλθει τό κακό. Δέν ξέρεις ἀπό ποῦ θά πέσει αὐτό τό κακό πάνω στό παιδί σου. Δέν ξέρεις ἀπό ποῦ θά ξεπροβάλει τό κακό αὐτό καί θά παγιδεύσει τό παιδί σου. Δέν τό ξέρεις. Γι᾿ αὐτό οὔτε καί σέ συγγενεῖς ἀκόμη νά μήν ἔχει κανείς ἐμπιστοσύνη ὡς πρός τά θέματα αὐτά. Οὔτε καί σέ συγγενεῖς. Μέ συγχωρεῖτε, πού τά λέω ἔτσι. Δέν θέλω μέ αὐτό νά σᾶς τρομοκρατήσω μέ τήν κακή ἔννοια, ἀλλά θέλω νά ξυπνήσουμε. Καί ἐπειδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι καί δέν μποροῦμε νά τά βγάλουμε πέρα, νά κράξουμε στόν Θεό. Νά ξυπνήσουμε καί νά κράξουμε στόν Θεό, ὥστε νά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός, νά μᾶς ἐνδυναμώσει, νά μᾶς στηρίξει, νά μᾶς δώσει μετάνοια καί ἐπιστροφή· νά βάλει τό χέρι του ὁ Θεός, γιά νά προλάβουμε ὅ,τι μποροῦμε νά προλάβουμε, καί κυρίως νά μετανοήσουμε.
Μήν ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας ἀτακτοποίητο
Θά ἤθελα, πρίν τελειώσω, νά τονίσω: Κανένας μας νά μήν ἀφήσει τόν ἑαυτό του, χωρίς νά τόν τακτοποιήσει γενικῶς ὡς πρός ὅλες τίς ἁμαρτίες –αὐτά τά λέμε καί τά ξαναλέμε– ἀλλά καί ὡς πρός αὐτές τίς ἁμαρτίες. Καί ἡ τακτοποίηση δέν γίνεται ἁπλῶς μέ τό νά πῶ: «Νά, ἔκανα καί αὐτό καί μετανοῶ, Θεέ μου», ἀλλά γίνεται, ἄν ἡ μετάνοια εἶναι βαθιά καί ἀληθινή, ὅπως ἀκριβῶς στίς δύο αὐτές ἅγιες γυναῖκες. Νά σκεφθεῖς καί νά πεῖς: «Ἐγώ στή ζωή μου ἔκανα καί αὐτά τά πράγματα. Καί βέβαια μετανόησα, ἐπέστρεψα· ἀλλά ἄραγε ἡ μετάνοιά μου ἦταν καί εἶναι ὅπως τή θέλει ὁ Θεός;»
Θυμᾶμαι, σέ μιά εἰδική περίπτωση πού ὑπῆρχε τέτοιου εἴδους ἁμαρτία, κατά τή συνήθεια πού ἔχω τό καθετί νά τό βλέπω ὄχι μόνο ἀρνητικά ἀλλά καί θετικά –αὐτό, νομίζω, εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας– ἔλεγα στόν ἄνθρωπο αὐτόν: «Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε. Δέν ξεγίνεται. ῾῾Τά γιγνόμενα οὐκ ἀπογίγνονται᾿᾿. Ἐκεῖνο ὅμως πού μένει τώρα εἶναι νά ἀξιοποιηθεῖ αὐτή ἡ πτώση, νά ἀξιοποιηθεῖ αὐτή ἡ ἁμαρτία, ὥστε νά βγεῖ καλό ἀπό αὐτό».
Ἄν ἐσύ, τοῦ ἔλεγα, σέ ὅλη σου τή ζωή θυμᾶσαι αὐτή τήν πτώση –ὄχι γιά νά κολλάει ὁ νοῦς ἐκεῖ· αὐτό τό ἀπαγορεύουν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Τά σαρκικά ἁμαρτήματα ποτέ δέν πρέπει νά τά ξαναθυμᾶται κανείς, ἀλλά νά θυμᾶται γενικῶς ὅτι ἁμάρτησε, ὅτι ἔπεσε– ἐάν ἐσύ σέ ὅλη σου τή ζωή θυμᾶσαι: «Ἐγώ ἔκανα καί αὐτό. Ἐγώ πρέπει νά κλαίω, νά πενθῶ καί νά ὀδύρομαι σέ ὅλη μου τή ζωή», ξέρεις τί καλό θά σοῦ κάνει αὐτό; Ἐάν ὄντως σέ ὅλη σου τή ζωή, μόλις βλέπεις τόν ἑαυτό σου νά πάει λίγο νά ξεθαρρέψει, ἐσύ χρησιμοποιεῖς τό πάθημά σου καί ταπεινώνεις τόν ἑαυτό σου, θά δεῖς ὅτι θά εἶσαι ταπεινός, ἔτσι πού δέν θά ἤσουν, ἄν δέν εἶχε γίνει αὐτό. Θά εἶσαι ταπεινός, μετανοημένος καί θά ἔχεις τή χάρη τοῦ Θεοῦ· καί θά σωθεῖς.
Ἔτσι τακτοποιοῦνται αὐτά τά ἁμαρτήματα. Ὄχι ἁπλῶς μέ τό νά πεῖς «ἔ, νά, ἔκανα καί αὐτό». Χρειάζεται ἀληθινή μετάνοια. Μετάνοια ἡ ὁποία καρφώνεται ἐκεῖ στήν ψυχή καί μένει γιά πάντα· μέχρι τέλους. Νά φύγεις ἀπό αὐτόν τόν κόσμο ἔχοντας γενικῶς τή μετάνοια στήν ψυχή σου, ἀλλά καί εἰδικά γιά τά ἁμαρτήματά σου αὐτά. Μετά ἅγιος γίνεσαι. Ἅγιος. Ὅπως ἔγιναν αὐτές οἱ δύο γυναῖκες.
Μακάριος, ὅποιος σωθεῖ
ἀπό τίς σαρκικές ἁμαρτίες
Εἶπα στήν ἀρχή ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει τή ζωή τῶν ἁγίων αὐτῶν γυναικῶν ὄχι τόσο ἀπό τήν πλευρά τῆς πτώσεως –αὐτό τό δείχνει, τό λέει, ἔτσι εἶναι– ὅσο ἀπό τήν πλευρά τῆς μετανοίας, τῆς σωτηρίας καί τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἁγίασαν. Οἱ δύο αὐτές γυναῖκες, ἄν δέν εἶχαν πέσει ὅσο ἔπεσαν, ἴσως νά γίνονταν χριστιανές, ἀλλά θά ἦταν συνηθισμένες χριστιανές. Ἔχοντας ὅμως μέσα στή συνείδησή τους αὐτό τό καρφί –ὅτι ἔπεσαν τόσο πολύ, ὅτι ἁμάρτησαν τόσο πολύ, ὅτι μόλυναν τήν ψυχή τους τόσο πολύ– ταπεινώθηκαν, μετανόησαν καί ἔμειναν σ᾿ αὐτή τήν ταπείνωση, ἔμειναν σ᾿ αὐτή τή μετάνοια. Ἔφυγε ἐκεῖνο πού ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἕνεκα τοῦ ὁποίου παγιδεύεται: «Μή χάσω τίποτε, μήν τυχόν δέν ἀπολαύσω καί τοῦτο κι ἐκεῖνο». Στίς ψυχές αὐτές, βλέπετε, μετά τήν ἁμαρτία τους, πάει πιά αὐτό. Σάν νά μήν ὑπῆρχε ἡ ζωή τους. Σάν νά μή ζοῦσαν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Σάν νά μήν τούς χρειαζόταν τίποτε. Μετανόησαν κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καί ὄχι ἁπλῶς σώθηκαν, ἀλλά ἔγιναν ἅγιες τῆς Ἐκκλησίας. Γιά ὅλα τά ἁμαρτήματα ἔτσι νά μετανοεῖ κανείς, ἀλλά ἰδιαίτερα γι᾿ αὐτά τά σαρκικά ἁμαρτήματα, πού θεωροῦνται ἀκαθαρσία.
Ἄνετα μποροῦμε νά σκεφθοῦμε ὅτι ὁπωσδήποτε θά ἔχουμε στή ζωή μας αὐτές τίς δύο γυναῖκες καί ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας –ὑπάρχουν καί ἄλλες ἅγιες γυναῖκες πού ἔζησαν ἔτσι πρίν γνωρίσουν τόν Χριστό, ὅπως καί ἄνδρες– προστάτες καί βοηθούς στόν εἰδικό αὐτό ἀγώνα μας, στή μετάνοιά μας, στήν ἀλλαγή μας αὐτή.
Καί ἄλλα πολλά πρέπει νά πῶ, ἀλλά θά σταματήσω ἐδῶ. Καί ἐλπίζω ὅτι θά μᾶς δοθεῖ καί ἄλλη εὐκαιρία, γιά νά προσθέσουμε καί ἄλλα, γιά νά συνεχίσουμε, νά ἐπιμείνουμε στό θέμα, διότι πιστεύω –κάτι μοῦ λέει νά σᾶς τό πῶ– ὅτι ὅποιος στίς ἡμέρες μας θά σωθεῖ ἀπό αὐτά τά ἁμαρτήματα –καλό εἶναι νά μήν πέσει ποτέ ἤ, ἄν ἔπεσε, νά μετανοήσει ἔτσι ὅπως εἴπαμε– αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι μακάριος.
Οἱ πατέρες μιλοῦν γιά τήν ἐποχή τή δική μας, γιά τίς ἡμέρες τίς δικές μας, τίς ἔσχατες αὐτές ἡμέρες, πού θά γίνει τοῦτο, θά γίνει ἐκεῖνο, καί θά εἶναι πολύ δύσκολα τά πράγματα. Σήμερα δέν ἔρχεται ἡ ἁμαρτία μέ τό ξίφος, μέ τή φωτιά, ὁπότε κάποια στιγμή σέ βοηθάει ἡ χάρη, καί γίνεσαι παλικάρι καί μαρτυρεῖς καί σώζεσαι καί ἁγιάζεσαι. Σήμερα δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἀγωνίζεσαι μερικές ὧρες ἤ μερικές ἡμέρες καί τά παίζεις ὅλα γιά ὅλα. Χρειάζεται σήμερα νά ἀγωνίζεσαι μιά ὁλόκληρη ζωή· καί δέν ξέρουμε πόσο θά ζήσει ὁ καθένας μας.
Ἡ ἁμαρτία σήμερα δέν ἔρχεται σάν φωτιά νά σέ ἀπειλήσει· ἔρχεται γλυκά-γλυκά. Καί, ὅσο κι ἄν σᾶς φαίνεται παράξενο, εὐκολότερα μπορεῖ νά πεῖ κανείς «χτύπα μέ τό ξίφος, χτύπα μέ τό μαχαίρι», παρά νά πεῖ ὄχι στήν ἁμαρτία αὐτή, πού ἔρχεται κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καί δελεάζει καί αἰχμαλωτίζει τόν ἄνθρωπο πρίν κάν προλάβει νά σκεφθεῖ καί νά ἀντιδράσει. Γι᾿ αὐτό λένε οἱ πατέρες γιά τά δικά μας χρόνια, πού θά εἶναι τόσο δύσκολο νά ζήσει κανείς χριστιανικά, ὅτι αὐτοί πού τελικά θά ἀποδειχθοῦν δόκιμοι –εἴτε θά ἀγωνισθοῦν καί δέν θά παρασυρθοῦν, εἴτε, ἄν παρασύρθηκαν, θά μετανοήσουν ἀληθινά– θά θεωρηθοῦν ἀπό τόν Θεό ὡς μάρτυρες. Ἔτσι θά τούς λογαριάσει ὁ Θεός.
Καί πρέπει νά τό δοῦμε καί ἀλλιῶς. Σήμερα ἤ θά εἶσαι μάρτυρας ἤ θά πέσεις στήν ἁμαρτία. Ἤ θά εἶσαι μάρτυρας ἤ θά εἶσαι αἰχμάλωτος τῆς ἁμαρτίας. Φαίνεται ὅτι δέν ὑπάρχει μέση ὁδός. Μόνο ἐκεῖνος πού ἔχει αὐτό τό πνεῦμα μέσα του, πού ἔχει αὐτή τή γενναιότητα, πού ἔχει τό κουράγιο νά ζήσει ζωή κατά Θεόν σάν νά μαρτυρεῖ, μόνο αὐτός θά σωθεῖ. Ἤ ὅποιος, ὅπως εἶπα –συνέβη ὅ,τι συνέβη– μετανοήσει, ὅπως μετανόησαν οἱ δύο αὐτές γυναῖκες.
8-10-1988