Τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Φιλίππου ἑνός τῶν ἑπτά διακόνων
Ὧνπερ διηκόνησας ἐν γῇ πραγμάτων,
Ἐν οὐρανοῖς, Φίλιππε, μισθόν λαμβάνεις.
Οὗτος ἦτο ἀπό τήν Καισάρειαν τῆς Παλαιστίνης, τέσσαρας θυγατέρας ἔχων προφητευούσας,ἀπό τάς ὁποίας ἦτον ἡ Ἑρμιόνη καί ἡ Εὐτυχία, καθώς περί τούτου ἀναφέρει ὁ θεῖος Λουκᾶς εἰς διάφορα μέρη τῶν Πράξεων, καί Εὐαγγελιστήν αὐτόν ὀνομάζει, λέγων· «Τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντες οἱ περί τόν Παῦλον ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καί εἰσελθόντες εἰς τόν οἶκον Φιλίππου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ (τοῦ) ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά (διακόνων δηλαδή) ἐμείναμεν παρ᾿ αὐτῷ. Τούτῳ δέ ἦσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι». Μαρτυρεῖ δέ ὁ αὐτός, καί ὅτι ὁ ἀπόστολος οὗτος κατεστάθη διάκονος ὑπό τῶν ἀποστόλων ἐπί τάς χρείας καί τραπέζας τῶν πτωχῶν καί χηρῶν ὁμοῦ μέ τόν Στέφανον καί τούς ἄλλους πέντε. Οὗτος ἐνέπλησε τήν Σαμάρειαν ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου καί τόν Σίμωνα μάγον ἐβάπτισεν, ὑποκριθέντα ὅτι ἐδέχθη τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἁρπαγείς δέ ἀπό Ἄγγελον Κυρίου, ἔφθασεν εἰς τόν δρόμον τόν Εὐνοῦχον τῆς βασιλίσσης Κανδάκης, καί κατηχήσας αὐτόν, ἐβάπτισεν.
Ἔπειτα πάλιν ἐφέρθη ἀπό τόν Ἄγγελον εἰς τήν Ἄζωτον, καί ἐφώτισεν αὐτήν μέ τήν διδασκαλίαν τοῦ Εὐαγγελίου. Μετά ταῦτα ἐπῆγεν εἰς τήν Τράλλην, τήν εὑρισκομένην ἐν τῇ μικρᾷ Ἀσίᾳ, καί διά τῆς διδασκαλίας του ἔπεισεν ὅλους τούς ἐκεῖ εὑρισκομένους νά πιστεύσουν εἰς τόν Χριστόν. Εἰς αὐτήν δέ τήν πόλιν κτίσας καί Ἐκκλησίαν, πρός Κύριον ἐξεδήμησεν.
Νά ποῦμε ἀκόμη μιά φορά ὅτι διαβάζοντας ἐμεῖς τώρα τούς βίους τῶν ἁγίων ἀποστόλων, τούς βίους τῶν ἁγίων, καί βλέποντας αὐτά τά θαυμαστά πού συμβαίνουν στόν καθένα, ἄν μή τι ἄλλο μένουμε ἐν ἀπορίᾳ πῶς τότε γίνονταν αὐτά καί τώρα δέν γίνονται, καθώς βέβαια εἴμαστε καί ἐμεῖς χριστιανοί καί εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στά μυστήρια καί ξέρουμε τόσα πράγματα. Τελικά, βλέπουμε ὅτι ὑπάρχει μιά διαχωριστική γραμμή.
Νά τά πάρουμε τά πράγματα ἔτσι, ὅτι εἴμαστε καί ἐμεῖς ἀκριβῶς ὅ,τι εἶναι καί ἐκεῖνοι, μέ τήν ἔννοια ὅτι,καθώς καί ἐμεῖς εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ καί οἱ ἀγαπητοί τοῦ Χριστοῦ; Πῶς νά τά πάρουμε ἔτσι; Πῶς νά τά πάρουμε; Βλέπουμε ὅτι ἀλλιῶς εἶναι ἡ δική μας ζωή, ἀλλιῶς εἶναι αὐτῶν.
Καί, ὅπως εἴπαμε, τά διαβάζουμε, τά πιστεύουμε, ἀλλά τά προσπερνοῦμε ἤ τά κρατοῦμε μακριά μας. Καί κατά κανόνα δέν γίνεται, δέν κάνουμε αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε,δηλαδή νά προβληματιστοῦμε σοβαρά: «Τί γίνεται ἐδῶ; Σέ ἄλλον Χριστό πιστεύουμε ἐμεῖς; Ἄλλη Ἐκκλησία εἶναι τώρα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Ἄλλο Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι σήμερα; Τί γίνεται;»
Ἐδῶ γίνονται αὐτά τά θαυμαστά, δηλαδή λέει στόν ἀπόστολο Φίλιππο ὁ ἄγγελος νά πάει στόν δρόμο ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ στή Γάζα, ὅπου συναντάει κάποιον Αἰθίοπα εὐνοῦχο, ἀξιωματικό τῆς βασίλισσας τῆς Κανδάκης, τόν ὁποῖο τελικά τόν βαπτίζει. Καί ἀπό ἐκεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν ἅρπαξε καί τόν πῆγε στήν Ἄζωτο.
Τό θέμα δέν εἶναι ὅτι τότε γίνονταν αὐτά καί τώρα δέν γίνονται. Ὄχι. Εἶναι φανερό ἐδῶ ὅτι ὁ ἀπόστολος Φίλιππος ζεῖ κάτι ἄλλο, πού ἐμεῖς τό ἀγνοοῦμε, δέν τό ξέρουμε. Εἶναι ξένο πρός ἐμᾶς αὐτό τό ὁποῖο ζεῖ. Αὐτά τά θαυμαστά τότε χρειάζονταν νά γίνουν· τώρα δέν χρειάζονται. Οὔτε τά ἔκανε αὐτά τότε ὁ Θεός, γιά νά ἐντυπωσιάσει, νά ξαφνιάσει τόν κόσμο ἀπό τέτοια θαύματα, ἀλλά διότι ἔτσι τότε ἐξυπηρετοῦνταν ἡ Ἐκκλησία. Τό οὐσιαστικό θαῦμα ἤ τά οὐσιαστικά θαύματα εἶναι αὐτά πού συμβαίνουν στήν καθεμιά ψυχή ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Τό θαῦμα εἶναι νά βρεῖς τόν Θεό, νά σέ βρεῖ ὁ Θεός, καί ὄχι νά ἀρχίσεις νά βλέπεις κάποια ὑπερφυσικά πράγματα. Ἐμεῖς τώρα, οἱ ὁποῖοι ἀκοῦμε πολλά, ξέρουμε πολλά καί καλή διάθεση ἔχουμε μέσα μας, δέν πρέπει λίγο νά διερωτηθοῦμε καί νά ἔχουμε ἀπορία; Δέν πρέπει λίγο νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι κατά τό μᾶλλον καί ἧττον δέν ἔχουμε μέσα μας αὐτή τή θαυμαστή ζωή πού εἶχε ὁ ἀπόστολος Φίλιππος καί οἱ κόρες του πού ὅλες προφήτευαν; Ναί, δέν ἔχουμε μέσα μας αὐτή τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή.
Καί τό θέμα δέν εἶναι τόσο ὅτι οἱ καημένοι δέν ἔχουμε ἀκόμη αὐτή τήν κατάσταση, ὅσο ὅτι ἡ ὅλη στάση μας, νομίζω, εἶναι τέτοια, ὡσάν νά μήν τή θέλουμε. Καί δέν τή θέλουμε, διότι, ἄν ἀρχίσει ἔτσι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά λειτουργεῖ μέσα μας, νά ἐνεργεῖ μέσα μας καί νά μᾶς ἔχει στή διάθεσή του, ὅπως ἔχει ἐδῶ τόν ἀπόστολο, ἀλλά καί κάθε ἅγιο, πάει πιά· χάνουμε τόν ἑαυτό μας, δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας, καί μᾶς ἀναλαμβάνει ὁ Θεός. Καί νομίζω ὅτι δέν τό θέλει κανείς αὐτό· δέν τό θέλει. Ἀλλιῶς, δηλαδή ἐάν ὄντως θέλαμε νά γίνει μέσα μας τό θαῦμα καί νά μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Θεός,θά ἔκανε ἀμέσως μέσα μας τό θαῦμα ὁ Κύριος.
Μόλις πιστέψεις, πρέπει νά ἀλλάξεις ζωή
Πολλές φορές ἐπιμένουμε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο καί αὐτή τήν ὥρα χρειάζεται νά ἐπιμείνουμε. Αὐτό εἶναι πίστη. Συναντήσαμε τόν Θεό, μᾶς συναντάει ὁ Θεός. Τί ἔχει γίνει μέχρι αὐτή τή στιγμή δέν ἔχει τόσο σημασία. Τώρα, αὐτή τήν ὥρα τόν συναντήσαμε τόν Θεό. Πιστεύουμε τόν ἀληθινό Θεό, καί ὁ ἀληθινός Θεός θά κάνει ἐν ἀληθείᾳ μέσα μας αὐτό πού ὡς Θεός μπορεῖ καί θέλει νά κάνει.Καί ἐμεῖς παραδιδόμαστε σ᾿ αὐτό, ἀλλά μέ πίστη. Μή σηκωθοῦμε καί φύγουμε εἴτε μέ τήν ἀμφιβολία μέσα μας εἴτε μέ τή δυσπιστία μέσα μας εἴτε κυρίως μέ τή σκέψη: ἤμασταν μέσα στόν ναό, προσευχηθήκαμε,ἀκούσαμε πάλι, ἀλλά τελικά πήραμε τόν ἑαυτό μας καί φύγαμε. Ὥς ἐκεῖ, ἐνόσῳ ἤμασταν στόν ναό,εἴχαμε μιά κάποια πίστη. Μετά τόν ἑαυτό μας τόν θέλουμε νά τόν κυβερνοῦμε ἐμεῖς. Καί μόνο πού μέσα μας, παρακαλῶ, μένει ἡ ἀπορία: «Θά γίνει σ᾿ ἐμᾶς τίποτε ἤ ὄχι; Εἶναι τά πράγματαἔτσι ὅπως μᾶς τά λένε ἤ ὄχι; Ἤ, τά διαβάζουμε, τά ἀκοῦμε βέβαια, ἀλλά…» Καί μόνο αὐτό τό πράγμα, πού μένει μέσα στήν ψυχή, εἶναι ἀπιστία. Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο. Δέν εἶναι ὅτι σκέπτεται κανείς:«Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πολύ ἁμαρτωλοί, καί τί νά κάνει σ᾿ ἐμᾶς ὁ Θεός τόσο ἁμαρτωλοί πού εἴμαστε;» Γιά τούς ἁμαρτωλούς δέν ἦρθε; Γιά τούς ἁμαρτωλούς ἦρθε. Καί δέν εἶπε πουθενά ὅτι ἐξαιρεῖ τόν ἄλφα, τόν βῆτα.
Αὐτό θά πεῖ πίστη. Αὐτή τήν ὥρα γίνεται μέσα στήν ψυχή μου αὐτό τό μεγάλο, τό μοναδικό θαῦμα. Καί μόνο πού εἶμαι ἄνθρωπος, πλάσμα τοῦ Θεοῦ καί γνωρίζω καλά ὅτι ὁ Θεός ἦρθε γιά τό κάθε πλάσμα του, ἄρα αὐτή τήν ὥρα μέ βρίσκει ὁ Κύριος καί τόν βρίσκω.Ἀλλά πολύ περισσότερο πού ἐμεῖς εἴμαστε βαπτισμένοι, καί δέν ἔγινε αὐτό κατά λάθος ἤ κατά τύχη. Ἄλλο τώρα ὅτι ἐμεῖς ποτέ δέν σκεφτήκαμε ὅτι εἴμαστε βαπτισμένοι ὥστε νά προσπαθήσουμε νά ζοῦμε ὡς βαπτισμένοι. Πάντως, εἴμαστε βαπτισμένοι.
Καί ἡ παραμικρή ἀμφιβολία καί ἡ παραμικρή δυσπιστία μέσα μας, «εἶναι ἔτσι, δέν εἶναι ἔτσι;», εἶναι ἀπιστία· ἡ παραμικρή. Πόσο μᾶλλον πού μέσα μας ὑπάρχει βουνό ὁλόκληρο, ὑπάρχει αὐτός ὁ ὄγκος τῆς ἀπιστίας. Καί ὄχι νά τό πάρουμε ὅτι τάχα δέν μποροῦμε νά πιστέψουμε. Προσέξτε. Δέν εἶναι ἔτσι. Ἀφοῦ ὁ Θεός τό θέτει ὡς ὅρο τό νά πιστέψουμε, ἄρα μποροῦμε νά πιστέψουμε. Δέν μᾶς λέει νά κάνουμε κάτι πού δέν γίνεται. Ὄχι. Δέν θέλεις νά πιστέψεις, γιατί μόλις πιστέψεις, πρέπει νά ἀλλάξεις ζωή, νά ἀκολουθήσεις τόν Κύριο, νά κάνεις τό θέλημά του. Ἄς πέσεις. Καί πολλές φορές νά πέσεις, δέν πειράζει. Ὁ Κύριος ξέρει μέ ποιόν ἔχει νά κάνει.
Ἔτσι πρέπει νά σκεφθοῦμε, ἔτσι πρέπει νά τά πάρουμε καί νά τά παίρνουμε τά πράγματα. Ἔτσι θά γίνουμε χριστιανοί, ἔτσι θά ἀρχίσουμε νά ἔχουμε ἀληθινή κοινωνία καί μέ τούς ἁγίους.Ἀλλιῶς, τούς κρατοῦμε μακριά μας. Καί αὐτό ὄχι ἐπειδή εἴμαστε πολύ εὐλαβεῖς καί μήν τυχόν τούς μολύνουμε τούς ἁγίους οὔτε πάλι ἐπειδή δέν μποροῦμε νά τούς φθάσουμε, ἀλλά διότι δέν θέλουμε. Δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἀληθινή κοινωνία μαζί τους.
Νά ζητήσει κανείς εὐλογία ἀπό τόν ἅγιο, νά ζητήσει βοήθεια, ἀρωγή γιά ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη, ναί. Ἀλλά ὄχι ὅμως νά αἰσθανθεῖ ὅτι ὅπου οἱ ἅγιοι, καί ἐμεῖς ἐκεῖ· ὅπως οἱ ἅγιοι, καί ἐμεῖς μαζί τους. Δέν θά γίνουν τίποτε τέρατα καί σημεῖα· ὄχι. Ὅ,τι θά γίνει, θά γίνει κυρίως μέσα στήν καρδιά μας. Θά ἔρθει ἡ πίστη καί θά γεμίσει ἡ ψυχή μας ἀπό πίστη. Θά ἀνοίξει ὁ οὐρανός, θά ἀνοίξει ἡ ψυχή μας, θά ἀνοίξει ὁ δρόμος αὐτός καί θά βροῦμε τόν Θεό, θά μᾶς βρεῖ ὁ Θεός.
11-10-2001