Αγιολογικα
A+
A
A-

117. Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου πρεσβυτέρου τοῦ Δαμασκηνοῦ

Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου πρεσβυτέρου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

 

Πλήσας μελῶν γῆν ἡδέων Ἰωάννης,

Εἰς οὐρανούς ἄνεισι συνθήσων μέλη.

Ἀφοῦ γέμισε τή γῆ μέ εὐχάριστες ψαλμωδίες ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἀνεβαίνει τώρα στούς οὐρανούς νά συνθέσει ἐκεῖ μελωδίες.

Οὗτος ἦτο κατά τούς χρόνους Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ἐν ἔτει 716, ἔφθασε δέ καί ἕως τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, τοῦ ἐν ἔτει 741 βασιλεύσαντος, καταγόμενος ἀπό τήν Δαμασκόν –γι᾽ αὐτό λέγεται Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός– ἐκ γένους λαμπροῦ καί στολισμένου μέ τήν ὀρθόδοξον πίστιν. Ἐπειδή δέ ἔτυχε νά ἔχῃ φιλάρετον καί φιλόκαλον πατέρα, ἐγυμνάσθη ὁμοῦ μέ τόν συνανατροφόν του θεῖον Κοσμᾶν πᾶσαν σοφίαν, καί τήν ἔξωθεν τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἔσωθεν καί ἰδικήν μας παρά τινος διδασκάλου ὀνομαζομένου καί ἐκείνου Κοσμᾶ, ἀνδρός εὐλαβεστάτου καί σοφωτάτου, ὅστις ἐπωνομάζετο μέν Ἀσηκρῆτις, ἐξηγοράσθη δέ ἀπό τόν πατέρα τοῦ θείου Ἰωάννου ὁμοῦ μέ ἄλλους αἰχμαλώτους. Ὅθεν ἐπειδή ἔτυχον τοιοῦτον σοφόν διδάσκαλον, ἔφθασαν καί οἱ δύο εἰς τό ἄκρον τῆς σοφίας.

Ἐνθυμεῖσθε πού μεταξύ τῶν ἄλλων εἴχαμε πεῖ ὅτι ἔγραψαν καί ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος πολλά τροπάρια. (Ἡ Παρακλητική, τό Τριώδιον, τό Πεντηκοστάριον εἶναι γεμάτα ἀπό τροπάρια πού συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.) Θέλησαν νά κάνουν καί κανόνα γιά τό Πάσχα. Ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἔγραψε καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, πού ἦταν σάν ἀδέλφια.

Ξανασυναντήθηκαν γιά νά ψάλει ὁ καθένας τόν κανόνα πού συνέθεσε. Ἄρχισε πρῶτα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός νά ψέλνει τόν κανόνα αὐτόν τόν ἀναστάσιμο πού ἔχουμε μέχρι σήμερα, πού εἶναι σέ πρῶτο ἦχο: Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί… Ἕνα τροπάριο λέει: Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια… Ὅταν ἔψαλλε καί αὐτό τό τροπάριο, τοῦ λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς: «Ὅλα τά γέμισες μέ φῶς. Δέν ἔμεινε τίποτε γιά μένα. Τελείωσε. Αὐτός θά εἶναι ὁ κανόνας τοῦ Πάσχα». Καί ἔμεινε ὁ κανόνας αὐτός. Εἶναι πολύ ὡραῖος καί τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἀλλά εἶναι σέ δεύτερο ἦχο, ἐνῶ ὁ πρῶτος ἦχος εἶναι πιό χαροποιός. Εἶχαν φοβερή παιδεία, καί ἐδῶ τώρα πληροφορούμαστε ὅτι τούς ἐξασφάλισε ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννου σοφό διδάσκαλο.

Ὅθεν ἐπειδή ἔτυχον τοιοῦτον σοφόν διδάσκαλον, ἔφθασαν καί οἱ δύο εἰς τό ἄκρον τῆς σοφίας· ἔπειτα γενόμενοι καί οἱ δύο μοναχοί ἐσχόλαζον εἰς μόνον τόν Θεόν καί τά τοῦ Θεοῦ. Ὁ δέ Ἰωάννης παραδοθείς ἰδίως ἀπό τόν προεστῶτα τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάββα –εἶναι μιά φοβερή μονή, πού ὑπάρχει ἀπό τόν τέταρτο αἰώνα ἀκόμη– εἰς ἕνα γέροντα μεγάλον καί σοφόν κατά τά θεῖα ἐδιδάχθη παρ᾽ αὐτοῦ τήν μακαρίαν ὑπακοήν, ὅθεν ἐπροστάχθη ἀπό αὐτόν νά μή ψάλῃ ποτέ οὐδέ τό παραμικρόν ψαλτικόν κατά τήν τέχνην τῆς μουσικῆς τήν ὁποίαν ἤξευρε, διό καί ὁ Ἰωάννης ἐφύλαξεν ἀδιακρίτως τήν προσταγήν τοῦ γέροντος εἰς χρόνους πολλούς.

Ἄλλος ἅγιος ἔτσι ἔζησε, ἄλλος ἀλλιῶς, ἀλλά τελικά ὅλοι ἔκαναν τό ἴδιο: αὐτό πού ἔκανε καί ὁ Χριστός. Ὁ ὁποῖος Χριστός, καίτοι ἀναμάρτητος, ἄφηνε τό δικό του θέλημα καί ὑπήκουε στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ποῦ νά βροῦμε κάποιον σήμερα ὁ ὁποῖος νά ἔχει μιά τέτοια διάθεση καί νά ἐνεργεῖ ἔτσι ὅπως χαρακτηριστικά λέει ἐδῶ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη: Ἐνῶ ἦταν ὁ πιό ἁρμόδιος γιά νά ψάλλει, καθώς ἦταν πολύ καλός γνώστης τῆς ψαλτικῆς τέχνης, παρά ταῦτα ἐπροστάχθη νά μή ψάλῃ ποτέ οὐδέ τό παραμικρόν ψαλτικόν κατά τήν τέχνην τῆς μουσικῆς. Δηλαδή μποροῦσε νά ψάλλει, ἀλλά νά μή χρησιμοποιεῖ ὅλη αὐτή τήν τέχνη τῆς μουσικῆς πού γνώριζε, γιά τήν ὁποία ἦταν ὁ πιό ἁρμόδιος, ὁ πιό κατάλληλος καί ὁ πιό εἰδικός. Διό καί ὁ Ἰωάννης ἐφύλαξεν ἀδιακρίτως τήν προσταγήν τοῦ γέροντος εἰς χρόνους πολλούς.

Τότε οἱ ἅγιες ψυχές ἔπιαναν τήν οὐσία τῆς ὅλης πνευματικῆς ζωῆς καί δέν τούς ἐπηρέαζαν τά ἄλλα πράγματα. Ἄς εἶχαν καί προσόντα, ἄς εἶχαν καί τάλαντα. Τίποτε δέν τούς ἐπηρέαζε. Ὅλα αὐτά τά ἄφηναν στόν Θεό διά τῆς ὑπακοῆς στό μοναστήρι, στήν Ἐκκλησία, ὥστε, ὅταν ἤθελε ὁ Θεός, νά τά χρησιμοποιήσει. Καί δέν ἀφήνει κανείς διά τῆς ὑπακοῆς ἁπλῶς τά πάντα, ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, καί τό ἴδιο τό θέλημά του, ἔστω κι ἄν ἀκόμη εἶναι ἅγιο θέλημα, ὅπως ἦταν τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.

Τί νά ποῦμε… Κάθε μέρα γιορτάζουμε ὁσίους, μάρτυρες… Ἡ ἀλήθεια εἶναι βέβαια ὅτι διαβάζουμε, ἀκοῦμε τούς βίους τους καί μᾶς συγκινοῦν, μᾶς θέλγουν, ἀλλά δέν τό λέει ἡ καρδιά μας νά τούς μιμηθοῦμε. Eἶμαι λυπημένος πολύ ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, ἀπό τό πόσο δέν μᾶς πιάνουν ὅλα αὐτά. Μᾶς ἀφήνουν τελικά ἀνέγγιχτους τά τῶν ἁγίων: ἡ ζωή τους, τά βιώματά τους· ὄχι ἁπλῶς ἡ διδασκαλία τους. Οἱ ἅγιοι ἔζησαν καί δίδαξαν, ἐποίησαν καί δίδαξαν. Δέν μᾶς ἐπηρεάζουν ὅμως, δέν μᾶς ἀγγίζουν, δέν μᾶς παρακινοῦν νά τούς μιμηθοῦμε, νά κάνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι. Νά ἀφήσουμε δηλαδή τά θελήματά μας καί νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά ὑπακούσουμε στόν Θεό.

Εἴμαστε θύματα τῶν θελημάτων μας. Καί ἄλλοι μέν εἶναι θύματα μέχρι τοῦ σημείου νά κάνουν βαριές ἁμαρτίες. Γι᾿ αὐτό πρωτίστως θά λέγαμε νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός. Φαίνεται ὅτι ὀργιάζει τό κακό, ὀργιάζει ἡ ἁμαρτία, καί δέν ἀφήνει κανέναν· σαρώνει τούς πάντας. Nά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός. Ἀλλά ὅμως, ὅπως εἴπαμε, καί τό πιό ἅγιο πράγμα νά κάνεις, ἄν αὐτό εἶναι θέλημά σου, δέν τό θέλει ὁ Θεός. Ὁ Θεός θέλει τελικά ἀνά πᾶσαν στιγμήν στήν πράξη νά λέμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος: Οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Ἐμεῖς θά λέγαμε: «Δέν ἐπιζητῶ νά κάνω τό θέλημά μου, ἀλλά τό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ὅπως ἐκεῖνος μέ προστάζει, ὅπως ἐκεῖνος θέλει, ὅ,τι ἐκεῖνος θέλει αὐτό κάνω». Ἀλλά αὐτό μόνο μέσα στήν ὑπακοή μπορεῖ νά γίνει. Τό παράδειγμά μας εἶναι οἱ ἅγιοι. Δέν εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅτι θά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐνεργώντας μόνος του, ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή. Ὅσο καλή πρόθεση κι ἄν εἶχε, ὅσο ἅγιος κι ἄν ἦταν, μόνος του δέν θά μποροῦσε νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· δέν θά ἔκοβε τελικά τό θέλημά του. Ἐνῶ θά νόμιζε ὅτι κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά ἔκανε δικά του πράγματα, καθώς θά ἔλεγε «Καί αὐτό καλό εἶναι, κι ἐκεῖνο καλό εἶναι». Τό θέλημα τό κόβει κανείς καί κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὄχι ἁπλῶς μέ τό νά πεῖ: «Ἐγώ κάνω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· κόβω τό θέλημα τό δικό μου», ἀλλά μέ τό νά κόβει τό θέλημά του ἐκεῖ στήν πράξη, στήν ὑπακοή, τή συγκεκριμένη ὑπακοή.

Οἱ πατέρες καί γενικά ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἕναν ὅρο, θά λέγαμε, θέτουν γιά τήν ὑπακοή. Ἀπό κεῖ καί πέρα δέν ὑπάρχει κανένας ὅρος. Ἄνευ ὅρων ὑπακούει κανείς. Ἕνας μόνο εἶναι ὁ ὅρος: νά μήν πᾶς στά τυφλά, ἄς ποῦμε, σέ κάποιον καί κάνεις ὑπακοή, διότι μπορεῖ νά πᾶς σέ ἕναν αἱρετικό καί, χωρίς νά τό καταλάβεις, νά σέ ὁδηγήσει κατευθείαν στήν κόλαση, ἤ μπορεῖ νά πᾶς σέ ἕναν πού ἔχει ἄγνοια ἤ βρίσκεται σέ πλάνη.

Δέν θά πάει λοιπόν κανείς νά κάνει ὑπακοή ὅπου νά ᾿ναι. Χρειάζεται νά ἔχει μιά βεβαιότητα, μιά πίστη ὅτι, ἐκεῖ πού κάνει ὑπακοή, εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά τήν ψυχή του. Ἀπό κεῖ καί πέρα, ἀδιακρίτως θά ὑπακούει –ὅπως λέει ἐδῶ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη: «Ἐφύλαξεν ἀδιακρίτως τήν προσταγήν τοῦ γέροντος»– χωρίς ὅρους, ἐν λευκῷ, πρόθυμα, καί ὄχι νά σκέπτεται: «Λίγο ἀκόμη νά κάνω ὑπακοή καί μετά θά ξεγλιτώσω». Ἔτσι ἀπαρνεῖται, κόβει κανείς τό θελημά του, ἔτσι μιμεῖται τούς ἁγίους, τόν Χριστό· ἔτσι γίνεται κανείς χριστιανός.

Ὅταν ἔχουμε τέτοια πρόθεση καί ἀρχίσουμε νά κάνουμε ἕναν τέτοιον ἀγώνα, θά ἀρχίσουν σιγά-σιγά νά μᾶς ἀγγίζουν ὅλα αὐτά. Ὅπως εἴπαμε, θά διαβάζουμε τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί θά μαθαίνουμε καί αὐτά ὅλα πού ἔχει γράψει καί θά νιώθουμε ὅτι μᾶς φτάνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός· δέν μᾶς χρειάζεται τίποτε ἄλλο. Θά διαβάζουμε τόν βίο τῆς ἁγίας Βαρβάρας, καί τόσο πολύ θά μιλάει, θά μπαίνει στήν ψυχή μας, ὥστε αὐτό θά θέλουμε καί τίποτε ἄλλο. Τό ἴδιο καί μέ τούς ἄλλους ἁγίους.

Ἀλλιῶς, μένουν ἔξω ἀπό τήν ψυχή μας, μένουν ξένα γιά μᾶς. Κάπως μᾶς συγκινοῦν, κάπως μᾶς βοηθοῦν νά βελτιώσουμε κάποιες συνήθειες, ἀλλά δέν μᾶς ἐπηρεάζουν βαθιά-βαθιά, ὥστε κι ἐμεῖς νά τούς μιμηθοῦμε, κι ἐμεῖς νά κάνουμε ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι. Ἄνευ ὅρων –ἀφοῦ θά τηρήσουμε τόν μοναδικό ὅρο πού ἀναφέραμε– ἄνευ ὅρων καί ἀδιακρίτως νά κόψουμε τό θελημά μας, νά ὑπακούσουμε στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὥστε νά σωθεῖ, νά ἁγιαστεῖ ἡ ψυχή μας.

Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ἐδῶ τό ἑξῆς περιστατικό: Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔκανε ὑπακοή στόν γέροντα, στόν ὁποῖο ὁ ἡγούμενος τόν παρέπεμψε γιά νά κάνει ὑπακοή, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε βάλει κανόνα νά μήν ψάλλει. Καί ἦταν ὑπάκουος βέβαια, ἀλλά κάποια φορά, παρακινούμενος ἀπό κάποιον πού πενθοῦσε γιά τόν ἀδελφό του, πού εἶχε πεθάνει, ἔγραψε τό γνωστό νεκρώσιμο τροπάριο «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα…»

Καθώς ὁ γέροντάς του τόν ἄκουσε νά τό ψέλνει, ἐπειδή τό ἔγραψε καί τό ἔψαλε χωρίς εὐλογία, εἶχε στενοχωρηθεῖ πάρα πολύ καί ἤθελε νά τόν διώξουν ἀπό τό μοναστήρι (αὐτόν τόν γίγαντα τῆς σοφίας καί τῆς μελωδίας καί δογματολόγο). Αὐτός ὅμως δέν ἤθελε μέ τίποτε νά φύγει ἀπό τό μοναστήρι.

Καί ἔκανε συγκατάβαση ὁ γέροντάς του. «Θά δεχθῶ νά μείνεις, νά μή φύγεις, ἀλλά μέ τήν προϋπόθεση ὅτι θά καθαρίσεις ὅλους τούς χώρους τοῦ μοναστηριοῦ, τούς πιό βρώμικους». Καί δέχθηκε νά τό κάνει αὐτό, μόνο καί μόνο γιά νά μή φύγει ἀπό τό μοναστήρι.

Καθώς τά ἀκοῦς, τά διαβάζεις αὐτά, σοῦ ἔρχεται νά πεῖς: «Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί! Τί ἦταν αὐτές οἱ ἅγιες ψυχές!» Ἔ, γι᾽ αὐτό εἶναι ἅγιες ψυχές, γι᾽ αὐτό εἶναι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾽ αὐτό, ἄς ποῦμε, ψάλλεις τροπάριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καί βυθίζεσαι μέσα στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί μέσα στήν ὅλη σοφία –ὄχι ἀνθρώπινη ἀλλά θεία σοφία– καθώς ἔχουμε σ᾿ αὐτά ὄχι ἀνθρώπινη ἔμπνευση ἀλλά θεία ἔμπνευση.

Καί αὐτά τά τροπάρια, θά ἔλεγε κανείς, ἐκφράζουν, ἴσως περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἄλλα, τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μᾶς γίνεται γνωστή διά τῶν συγγραμμάτων τῶν πατέρων καί διά τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν κανόνων, ἀλλά καί διά μέσου τῶν λειτουργικῶν βιβλίων.

Λέγεται δέ ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐφάνη κατ᾽ ὄναρ εἰς τόν γέροντά του καί εἶπεν αὐτῷ νά παρακινήσῃ τόν ὑποτακτικόν του Ἰωάννην νά συγγράψῃ ὕμνους εἰς δόξαν τοῦ ἐξ αὐτῆς γεννηθέντος ἀσπόρως Χριστοῦ καί εἰς καύχημα καί χαράν τῶν Χριστιανῶν, οἵτινες χρεωστοῦν νά δοξολογῶσι τήν Θεοτόκον, καθώς καί αὐτός ὁ ἴδιος Ἰωάννης χρεωστεῖ νά δοξολογῇ αὐτήν, ἐπειδή ἀπήλαυσε πολλήν βοήθειαν παρ᾽ αὐτῆς, διότι τήν ἀδίκως κοπεῖσαν ἀπό τόν ἄρχοντα χεῖρά του ὑγιᾶ καί ὁλόκληρον ἡ Θεοτόκος ἀποκατέστησε μέ τήν μεγάλην της δύναμιν.

Ὅθεν λαβών ὁ θεῖος Ἰωάννης τήν ἄδειαν παρά τοῦ γέροντός του συνέγραψεν ὕμνους καί ἄσματα μελίρρυτα, ὑπόθεσιν προστησάμενος τῆς ἀσματικῆς του μελῳδίας καί τῆς ἄλλης λογογραφίας του αὐτήν τήν Μητέρα τοῦ φωτός καί Δέσποιναν Θεοτόκον.

Ἔχει γράψει τά βασικότερα θεοτοκία τῶν ὀκτώ ἤχων.

Μέ τοιοῦτον τρόπον λοιπόν ὁ θεῖος οὗτος τῆς Ἐκκλησίας φωστήρ συνέγραψε συγγράμματα πάμπολλα, διά τῶν ὁποίων εὑρίσκεται ἡ λύσις πάσης ἀπορίας Γραφικῆς καί παντός ζητήματος ἡ ἐξήγησις. Μέ τήν δύναμιν δέ τῶν λόγων του καί μέ τάς ἀπό τῶν θείων Γραφῶν ἀποδείξεις του ἐστηλίτευσε τήν δυσσεβῆ αἵρεσιν τῶν εἰκονομάχων. Ὅθεν μέχρι τέλους μή συγκαταβάς τελείως ἀπό τήν ἄσκησιν τελειώνει τήν ἁγίαν ζωήν του εἰς γῆρας βαθύ, ζήσας χρόνους ἑκατόν τέσσαρας.

 

Ὅταν διαβάσει κανείς τόν κατά πλάτος βίο ἤ καί ἄλλα συγγράμματα πού ἔχουν γραφεῖ, θά πληροφορηθεῖ πολλά γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Ἀμέτρητα εἶναι τά τροπάρια πού ἔκανε ὁ πάνσοφος αὐτός διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά πέρα ἀπό τά τροπάρια πού ἔγραψε καί τά ἔχουμε στά λειτουργικά βιβλία –καί εἶναι βασικά καί κλασικά στήν ὅλη μας λατρεία– ἔγραψε Δογματική. Εἶναι κλασικός διδάσκαλος τῆς Δογματικῆς, καί σ᾽ αὐτόν στηρίζονται ὅλοι μετά ἀπό αὐτόν· καί σήμερα ἀκόμη οἱ καθηγητές τῆς Δογματικῆς στηρίζονται στά τοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ὁρισμένα ἀπό αὐτά πού λέει εἶναι πολύ χαρακτηριστικά, ὅπως αὐτό:

Ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός γνώριζε τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου πρίν αὐτή γίνει, ἔτσι προνόησε νά τόν δημιουργήσει μέ δυνατότητα νά μπορεῖ νά ζήσει καί μετά τήν πτώση. Ἡ προνοησία αὐτή εἶναι ἡ ἐπιτυχέστερη ἔκφραση τῆς ἀγάπης καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.

Θά ἔλεγε κανείς: τίποτε ἄλλο νά μήν κάνει κάποιος στή ζωή του παρά μόνο νά σκύψει στόν βίο τοῦ ἁγίου καί νά μιμηθεῖ τόν ἅγιο, καί ἐπίσης νά σκύψει σ᾿ αὐτά τά ὁποῖα ἔγραψε ὁ ἅγιος, καί ἔμμετρα καί πεζά, εἶναι ἀρκετό, γιά νά μυηθεῖ στό χριστιανικό πνεῦμα. Καί δέν εἶναι κάπου σέ μιά γωνιά παραπεταμένα, ἀλλά εἶναι μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔγραψε, καί πού φυσικά πηγάζουν ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.