Αγιολογικα
A+
A
A-

118. Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου

Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σάββα τοῦ ἡγιασμένου.

 

Οὗτος ὁ ἅγιος ὑπῆρχε κατά τούς χρόνους τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, ἐν ἔτει φκζ’ (527), καταγόμενος ἀπό τήν χώραν τῶν Καππαδοκῶν ἐκ τοῦ χωρίου τοῦ καλουμένου Μουταλάσκη, υἱός γονέων εὐσεβῶν Ἰωάννου καί Σοφίας. Εὐθύς λοιπόν κατά τήν ἀρχήν τῆς ζωῆς του ἔτρεξεν εἰς τήν τῶν μοναχῶν πολιτείαν καί ἐμβῆκεν εἰς ἕν μοναστήριον Φλαβιαναῖς ὀνομαζόμενον. Τόσον δέ ἐγκρατής ἔγινεν ὁ ἀοίδιμος ἀπό τήν νεαράν του ἡλικίαν, ὥστε βλέπων ποτέ ἕν μῆλον εἰς τόν κῆπον καί ἐπιθυμήσας νά τό φάγῃ ἐπῆρε μόνον αὐτό εἰς τάς χεῖρας καί εἶπεν· «Ὡραῖος ἦτον εἰς ὅρασιν καί καλός εἰς βρῶσιν ὁ ἐμέ θανατώσας καρπός»· ἔπειτα ἔρριψε τό μῆλον κατά γῆς καί κατεπάτησεν αὐτό μέ τούς πόδας του· καί ἀπό τότε ἔβαλεν ὅρον καί ἀπόφασιν εἰς ἑαυτόν νά μή φάγῃ ποτέ μῆλον εἰς ὅλην του τήν ζωήν. Καί εἰς φοῦρνον δέ ἀνημμένον ἐμβάς ποτέ ὁ ἅγιος ἐκβῆκεν ἀβλαβής, χωρίς νά ἐγγίσῃ τελείως τό πῦρ οὔτε εἰς αὐτά τά φορέματά του. Κατά δε τόν δέκατον ἕκτον χρόνον τῆς ἡλικίας του ὑπῆγεν ὁ ὅσιος εἰς τόν μέγαν Εὐθύμιον καί ἀπό αὐτόν ἐπέμφθη εἰς τό κοινόβιον τοῦ ἁγίου Θεοκτίστου, διότι ἦτον ἀγένειος. Ἐκεῖ λοιπόν διατρίβων ὁ θεῖος Σάββας ἐλάμβανε πολλήν ὠφέλειαν ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς, ἐπειδή ἐμιμεῖτο ἑκάστου τήν ἀρετήν καί τήν θεοφιλῆ πολιτείαν· ὅθεν διά τήν αἰτίαν ταύτην ὠνόμαζεν αὐτόν ὁ μέγας Εὐθύμιος παιδαριογέροντα.

Ἀφ᾿ οὗ δέ ἐπέρασαν χρόνοι ἱκανοί ἐλάμβανεν αὐτόν ὁ Εὐθύμιος μεθ᾿ ἑαυτοῦ ὅτε ἀπήρχετο εἰς τήν ἡσυχίαν κατά τόν καιρόν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὅσον δέ ηὔξανεν ἡ ἡλικία του, τόσον ηὔξανε καί ἡ ἀρετή του. Ὅθεν καί ἔλαβε παρά Κυρίου τῶν θαυμάτων τήν χάριν καί πολλά θαυμάσια ἐτέλεσεν ὁ τρισόλβιος, διότι εἰς ἀνύδρους τόπους νερόν ἐξήγαγε διά προσευχῆς του. Ἔγινε δέ καί πολλῶν μοναχῶν καθηγητής καί ἡγούμενος καί δίς ἐστάλη πρέσβυς εἰς Κωνσταντινούπολιν πρός τούς τότε βασιλεῖς, δηλαδή τόν Ἀναστάσιον, τόν ἐν ἔτει 491 βασιλεύσαντα, καί τόν Ἰουστινιανόν, παρακινηθείς εἰς τοῦτο ἀπό τούς κατά καιρόν πατριάρχας τῶν Ἰεροσολύμων δι᾿ ὑποθέσεις ἀναγκαίας. Φθάσας λοιπόν εἰς τό ἄκρον τῆς κατά Χριστόν ἡλικίας καί γενόμενος χρόνων ἐνενήκοντα τεσσάρων, πρός Κύριον ἐξεδήμησε.

 

Αὐτό θέλει ὁ Θεός ἀπό τόν καθένα· νά ἀνταποκρινόμαστε

 

Ὁ ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος, ὁ ὁποῖος, ὅπως βλέπουμε, καταγόταν ἀπό ἕνα χωριό, ἦταν κι αὐτός ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά εἶχε μέσα του εὐθύς ἐξ ἀρχῆς μιά κλίση πρός τόν Θεό, μιά στροφή πρός τόν Θεό, μιά ἕλξη ἀπό τόν Θεό. Καί γι᾿ αὐτό ὁ Θεός τόν ὁδηγεῖ ἐκεῖ πού χρειαζόταν νά τόν ὁδηγήσει, γιά νά γίνει αὐτός πού ἔγινε τελικά. Ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ὄχι ἁπλῶς κάλεσε τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὄχι ἁπλῶς τόν ἔκανε νά μεταστραφεῖ, ἀλλά καί τόν ἔστειλε ἐκεῖ πού χρειαζόταν νά τόν στείλει, γιά νά κάνει μιά καλή ἀρχή ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί νά γίνει τελικά αὐτός πού ἔγινε.

Εἶναι ὁ Θεός πού μᾶς ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, εἶναι ὁ Θεός πού καλεῖ τούς πάντες καί ἐμᾶς καί εἶναι αὐτός πού γνωρίζει τί χρειάζεται νά γίνει σ᾿ ἐμᾶς, ποῦ νά πᾶμε, ἀπό ποῦ νά περάσουμε, πῶς νά ζήσουμε. Εἶναι ὁ Θεός πού τά γνωρίζει αὐτά καί εἶναι ὁ Θεός πού μᾶς βάζει στόν δρόμο αὐτό. Καί ἄν κανείς συνεχῶς ἀνταποκρίνεται, ὁ Θεός εἶναι δυνατός τόν ὁποιοδήποτε νά τόν ὁδηγήσει στό τέλος, ὅπως τόν ὅσιο Σάββα πού, ὅπως διαβάσαμε, ἔφθασε στό ἄκρον τῆς κατά Χριστόν ἡλικίας. Ἔφθασε στήν τελειότητα ἐκείνη, πού μπορεῖ νά φθάσει ἕνας ἄνθρωπος, στήν «ἀτέλεστο τελειότητα», καί ἐξεδήμησε πρός Κύριον.

Χρειάσθηκε νά ζήσει ἐνενήντα τέσσερα χρόνια. Πρωτίστως καί κυρίως χρειάσθηκε νά ζήσει τόσα χρόνια, γιά νά διανύσει τόν δρόμο καί νά γίνει αὐτός πού ἔγινε, ἀλλά ὁπωσδήποτε χρειάσθηκε νά ζήσει τόσα χρόνια καί γιά τούς ἄλλους. «Ἔγινε δέ καί πολλῶν, λέει, μοναχῶν καθηγητής καί ἡγούμενος καί δίς ἐστάλη πρέσβυς εἰς Κωνσταντινούπολιν πρός τούς τότε βασιλεῖς…»

Αὐτό θέλει ὁ Θεός ἀπό τόν καθένα· νά ἀνταποκρινόμαστε. Δηλαδή ἀπό τό ἕνα μέρος ἐκεῖ ὅπου βρισκόμαστε τώρα, στήν ἡλικία πού εἴμαστε ὁ καθένας, νά πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ὅ,τι καλό ἔχουμε καί μᾶς ἔβαλε σέ κάποιο δρόμο, καί νά πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς ὁδηγήσει μέχρι τέλους, θά μᾶς ὁδηγήσει στήν τελειότητα, διά τῆς μετανοίας, διά τῆς ταπεινώσεως, διά τῶν δακρύων καί ἀπό τό ἄλλο μέρος νά ἀνταποκρινόμαστε. Γιατί, φαίνεται ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ συνέχεια ἐργάζεται, συνέχεια καλεῖ καί συνέχεια θέλει νά χαριτώνει τόν ἄνθρωπο, νά καθαρίζει τόν ἄνθρωπο, νά τόν ἁγιάζει. Αὐτό συνέχεια θέλει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ζητάει ἐκεῖνον πού θά ἀνταποκριθεῖ.

 

Ὁ ἅγιος ἄνθρωπος ἀπ᾿ ὅλα ὠφελεῖται

 

Τώρα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ ἅγιος Σάββας εἶχε θέλημα; Νά εἶχε θέλημα δικό του καί νά θέλει νά κάνει τά δικά του; Δέν φαίνεται πουθενά κάτι τέτοιο. Παραδόθηκε στή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός εἶναι πού τόν ὁδηγεῖ ὄχι μόνο γενικά ἀλλά καί κατά συγκεκριμένο τρόπο καί τόν ὁδήγησε στόν ἅγιο Εὐθύμιο καί, ὅπως λέει, ὠφελήθηκε ἐκεῖ ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς. Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι εἶναι ὁ ἅγιος ἄνθρωπος. Οὔτε συνερίζεται κανέναν οὔτε συγκρίνει τόν ἑαυτό του μέ τούς ἄλλους, γιά νά παραπονεῖται ἤ γιά νά θίγεται ἤ γιά νά φθονεῖ, ἀλλά ἀπ᾿ ὅλους λαμβάνει ὠφέλεια.

 

Ἐλάμβανε πολλήν ὠφέλειαν ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς, ἐπειδή ἐμιμεῖτο ἑκάστου τήν ἀρετήν καί τήν θεοφιλῆ πολιτείαν.

 

Ἄνθρωποι ἦταν, θά εἶχαν καί κάποια ἐλαττώματα, ἀλλά καθόλου δέν πρόσεχε αὐτά, καθόλου δέν ἐπηρεαζόταν ἀπ᾿ αὐτά, ἀλλά ἔβλεπε τήν ἀρετή. Κάποια ἀρετή σ᾿ ὅλους μπορεῖ νά βρεῖ κανείς· καί στόν ἕνα καί στόν ἄλλο, σ᾿ ἄλλον περισσότερο, σ᾿ ἄλλον ὀλιγότερο, καί ἔτσι ὠφελεῖται κανείς.

Ὁ ἅγιος ἄνθρωπος ἀπ᾿ ὅλα ὠφελεῖται. Ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀπ᾿ ὅλα τά πράγματα καί ἀπ᾿ ὅλα τά ὄντα, καί παίρνει μόνο τό καλό. Κυρίως ὠφελεῖται ἀπό τούς ἀδελφούς μέ τούς ὁποίους συγκατοικεῖ. Ἐκεῖ ὁ ἅγιος Σάββας βρῆκε ἀδελφούς καί ἐμιμεῖτο τήν ἀρετή τοῦ καθενός καί ὠφελεῖτο, κάτω ἀπό τή σκέπη, κάτω ἀπό τήν εὐλογία καί τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου.

Μετά ἔγινε κι αὐτός αὐτό πού ἔγιναν οἱ ἄλλοι σ᾿ αὐτόν. Ὅπως ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἦταν πνευματικός του ὁδηγός, ἔτσι κι αὐτός ἔπειτα ἔγινε πνευματικός ὁδηγός ἄλλων ψυχῶν. Πολλῶν μοναχῶν, λέει, καθηγητής καί ἡγούμενος.

 

Ἕνα πολύ μεγάλο λάθος

 

Κάτι μοῦ λέει συνέχεια νά ἐπιμένουμε σ᾿ αὐτά, γιά νά σπάσει τό φράγμα πού ἔχουμε δημιουργήσει. Ὄχι ὅτι δέν δεχόμαστε τούς ἁγίους. Τούς δεχόμαστε ἀλλά «ἔ, αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοι». Κι ἐμεῖς ἔτσι ἤ ἀλλιῶς βολέψαμε τόν ἑαυτό μας μακριά ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων καί ἁπλῶς ζητοῦμε τίς πρεσβεῖες τους. Ὀρθώσαμε ἕνα τεῖχος ὑψηλό καί ἀδιαπέραστο. Καί εἶναι μεγάλο λάθος. Πολύ μεγάλο λάθος. Νομίζει κανείς ὅτι ἔτσι εἶναι ταπεινός. Τίποτε. Εἶναι ὑπεκφυγές.

Γιορτάζουμε τόν ἅγιο Σάββα; Νά σκεφθοῦμε σάν νά ζούσαμε στήν ἐποχή του καί νά, θά πηγαίναμε ἐκεῖ νά τόν ἀκολουθήσουμε, νά ζήσουμε μαζί του, νά μᾶς ὁδηγήσει πνευματικά. Νά τό νιώσουμε αὐτό, νά τό σκεφθοῦμε. Ἔτσι δέν μπορεῖ κανείς ἔπειτα νά μένει αὐτό πού εἶναι. Γιορτάζαμε τόν ὅσιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τήν ἁγία Βαρβάρα, τόν ἅγιο Σεραφείμ. Αὔριο θά γιορτάσουμε τόν ἅγιο Νικόλαο. Ἀνάλογα νά σκεφθοῦμε.

Δέν ἔχουμε καμία δικαιολογία νά κρατοῦμε τόν ἑαυτό μας κατά τέτοιο τρόπο μακριά καί νά ὀρθώνουμε τεῖχος ἀνάμεσα σ᾿ ἐμᾶς καί τούς ἁγίους. Δέν τό θέλουν αὐτό οἱ ἅγιοι. Οἱ ἅγιοι εἶναι δίπλα μας. Ἄς ποῦμε, ὑπάρχουν βετεράνοι ἀθλητές, πού πέρασαν κάποτε ἀπό τά γήπεδα καί τά στάδια καί νίκησαν καί τώρα ἐνθαρρύνουν τούς νέους ἀθλητές νά νικήσουν κι αὐτοί. Νά κάνουν δηλαδή καί οἱ νέοι ἀθλητές, ὅ,τι ἔκαναν οἱ παλαιότεροι, ὅ,τι ἔκαναν οἱ προηγούμενοι, οἱ ὁποῖοι τώρα τούς ἐνθαρρύνουν. Μ᾿ αὐτή τήν ἔννοια εἶναι κοντά μας οἱ ἅγιοι· κι ἐμεῖς νά εἴμαστε κοντά τους.

Μήν ξεχνᾶτε καθόλου ὅτι ἀκόμη καί ἕνας καλός χριστιανός ὄχι ὅτι δέν τιμᾶ τόν ἅγιο· τόν τιμᾶ, ἀλλά τόν κρατάει σέ ἀπόσταση. Ἡ ὅλη στάση πού παίρνει εἶναι σάν νά λέει· «Δέν θά γίνουμε καί ἅγιοι». Σάν νά μή τό θέλει κανείς, σάν νά μήν τό ἐγκρίνει. Σάν νά λέει· «Ἐκεῖνοι ἔκαναν τί ἔκαναν, ἀλλά ἐμεῖς θέλουμε νά ζήσουμε τή ζωή μας καί νά τή ζήσουμε ὄμορφα καί ὡραῖα». Καί ἔτσι ζεῖ κανείς χριστιανική ζωή ἀλλά κοσμική χριστιανική ζωή, ἐγκοσμιοκρατική ζωή.

 

5-12-1988