Τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου
Οἶστρος γιά τόν Κύριο
Μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, νά εἴμαστε στόν ναό του καί, ἐπίσης, μᾶς ἀξιώνει καί φέτος, γιά μιά ἀκόμη φορά, νά ἑορτάσουμε τόν ἅγιο Ἰγνάτιο τόν Θεοφόρο καί νά κάνουμε αὐτή τή μικρή ἀγρυπνία εἰς τιμήν καί μνήμην του, καθώς ἀπό χρόνια τιμοῦμε ἰδιαίτερα αὐτόν τόν ἅγιο.
Δέν μποροῦμε νά προσπεράσουμε τόν ἅγιο Ἰγνάτιο. Δέν εἶναι δηλαδή ἡ περίπτωσή του ἕνα θέμα πού ἁπλῶς τό διαβάζουμε καί ἤ μᾶς εἶναι κάτι συνηθισμένο ἤ εἶναι κάτι πού ἔτσι ἤ ἀλλιῶς εὔκολα τό προσπερνοῦμε. Εἶναι μιά μοναδική περίπτωση· μοναδική μέ τή σχετική ἔννοια. Ἀπό κάποια πλευρά, ἡ περίπτωση κάθε ἁγίου εἶναι μοναδική· ἀλλά ἀπόψε μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Δέν μποροῦμε λοιπόν νά προσπεράσουμε τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, τά λεγόμενα γιά τόν ἅγιο Ἰγνάτιο. Καί τί θά κάνουμε! Τί θά κάνουμε; Θά γυρίσουμε πίσω; Δέν μποροῦμε νά γυρίσουμε πίσω. Οὔτε νά προσπεράσουμε καί νά κάνουμε ὅτι δέν καταλαβαίνουμε μποροῦμε οὔτε νά σταθοῦμε μέν, ἀλλά νά μήν πλησιάσουμε. Καί παρακαλῶ πάρα πολύ, ὁ καθένας μας πολύ εἰλικρινά, πολύ τίμια νά προσεγγίσουμε τήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου καί νά δοῦμε μέ τά μάτια τῆς πίστεως ὅλη αὐτή τήν πραγματικότητα πού συνιστᾶ ὁ ἅγιος μέ τήν πίστη του, τίς ἐπιστολές του καί τά βιώματά του.
Καί φυσικά, οὔτε ἁπλῶς νά θαυμάσουμε καί νά φύγουμε οὔτε, πολύ περισσότερο, νά προσπεράσουμε, ὅπως εἴπαμε, ἤ νά ἐπιβληθοῦμε τάχα στόν ἑαυτό μας κατά τρόπο τέτοιο πού τελικά νά μήν προσέξουμε. Δέν γίνεται. Εἶναι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος μέ κανέναν τρόπο δέν θέλει νά ἀποφύγει τό μαρτύριο. Ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἄν ἀποφύγει τό μαρτύριο, θά χάσει τήν εὐλογία τοῦ μαρτυρίου, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἔχει πιάσει οἶστρος γιά τόν Κύριο, ἀγάπη μεγάλη γιά τόν Κύριο· ἀγάπη πού δέν τόν ἀφήνει νά δεῖ τίποτε ἄλλο, νά σκεφθεῖ τίποτε ἄλλο, ἀλλά θέλει νά φθάσει στόν Κύριο, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Κύριο, περνώντας ὅμως μέσα ἀπό τό μαρτύριο.
Παρακαλῶ νά τό προσέξουμε αὐτό. Ὅσο κι ἄν πιστεύει στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο κι ἄν ἐπιθυμεῖ νά βρεθεῖ μέ τόν Χριστό, ὁ ἅγιος σάν νά νιώθει –ἀκριβῶς διότι ἐπιθυμεῖ νά βρεθεῖ μέ τόν Χριστό, ἀκριβῶς γιατί ἀγαπᾶ πολύ τόν Χριστό– ὅτι δέν θά τοῦ φανερωθεῖ ὅλη ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί δέν θά εἶναι πλήρης ἡ κοινωνία του καί ἡ ἕνωσή του μέ τόν Χριστό, ἐάν δέν περάσει ἀπό τό μαρτύριο.
Δέν σταματάει βέβαια στό μαρτύριο, σάν αὐτό νά εἶναι αὐτοσκοπός· στόν Χριστό στοχεύει, τόν Χριστό ἐπιθυμεῖ, τόν Χριστό ἀγαπᾶ. Πιστεύει ὅμως –κάτι πού ἴσως ἐμεῖς δέν τό προσέχουμε– ὅτι, ἔτσι ὅπως εἶναι τά πράγματα, τό μέγα μυστήριο θά συντελεσθεῖ, ὄντως δηλαδή θά ἑνωθεῖ ἀπολύτως μέ τόν Χριστό καί θά ἔχει κοινωνία μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐάν περάσει ἀπό τό μαρτύριο, ἐάν ὄντως ἀλέσουν τό σῶμα του τά δόντια τῶν θηρίων, ὅπως οἱ μυλόπετρες ἀλέθουν τόν σίτο καί γίνεται ἀλεύρι καί ἔπειτα γίνεται ἄρτος.
Ποῦ πᾶμε ἐμεῖς τώρα; Ποῦ πᾶμε; Πῶς μποροῦμε νά προσπεράσουμε; Πῶς μποροῦμε νά μή σταθοῦμε; Πῶς μποροῦμε νά μήν προσέξουμε; Ἀλλά καί πάλι δέν φθάνει νά σταθεῖς, ἄν σταθεῖς ἀναίσθητος, ἄν σταθεῖς, χωρίς νά σέ ἀγγίζουν αὐτά τά πράγματα, ὅπως τελικά τά καταφέρνουμε ἐμεῖς, πού ἔχουμε μιά κακῶς νοουμένη ψυχραιμία. Δέν γίνεται ἔτσι.
Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου –ἡ ζωή του, τό μαρτύριό του, οἱ ἐπιστολές του– εἶναι μιά ἀλήθεια, ἡ ὁποία δέν μᾶς ἀφήνει νά προχωρήσουμε, ἐάν δέν τήν ἀγγίξουμε, ἐάν δέν τήν πλησιάσουμε, ἐάν δέν μυηθοῦμε σ᾿ αὐτήν. Καί φυσικά τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά θαυμάσουμε τόν ἅγιο, ἁπλῶς νά τιμήσουμε τόν ἅγιο ἤ, ἄν θέλετε, ἁπλῶς νά γεννηθεῖ μέσα μας ἕνας πόθος, μιά ἐπιθυμία νά μιμηθοῦμε τόν ἅγιο. Καί αὐτό δέν στοιχίζει πολύ· δηλαδή ἁπλῶς νά ἔχεις πόθο, ἁπλῶς νά ἔχεις ἐπιθυμία. Δέν εἶναι αὐτό τό πᾶν.
«Δέν θά γίνω τοῦ Χριστοῦ, ἐάν δέν μέ ἀλέσουν τά δόντια τῶν θηρίων!»
Ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε: ἐδῶ καί τώρα νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, νά ἐπιθυμήσουμε τόν Χριστό καί, μιμούμενοι τόν ἅγιο Ἰγνάτιο, καθόλου-καθόλου νά μή διανοηθοῦμε νά ἀποφύγουμε τό μαρτύριο, ἀλλά τουναντίον νά τό ποθήσουμε ἔτσι, πού νά μήν μπορεῖ νά ἐμφιλοχωρήσει κανένας ἐνδοιασμός ὡς πρός τό νά περάσουμε κι ἐμεῖς ἀπό τό μαρτύριό μας, γιά νά ἀγαπήσουμε ὄντως τόν Χριστό καί νά ἑνωθοῦμε ὄντως μέ τόν Χριστό.
Ταλαίπωροι ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ἤ ἀχρηστεύουμε ὡς πρός ἐμᾶς αὐτή τήν πραγματικότητα –σάν νά τήν ἐξαφανίζουμε ἀπό μπροστά μας– μέ τό νά διαβάζουμε καί νά ἀκοῦμε τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου ἁπλῶς σάν ἱστορία, ἤ τρομάζουμε. Τρομάζουμε καί κάνουμε πίσω, σάν νά λέμε: «Μή γένοιτο». Ταλαίπωροι! Πῶς θά βροῦμε τόν Χριστό; Πῶς θά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό; Πῶς θά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό;
Βλέπετε, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος δέν διάλεξε τόν τρόπο πού θά μαρτυρήσει· τό εἶδος, ἄν θέλετε, τοῦ μαρτυρίου. Βέβαια, τό μαρτύριο εἶναι μαρτύριο, ἀλλά τό εἶδος τοῦ μαρτυρίου δέν τό διάλεξε ὁ ἴδιος. Ἄλλοι τό διάλεξαν, οἱ ὁποῖοι καί ἀποφάσισαν νά μαρτυρήσει ἔτσι, ἀλλά αὐτός τό δέχεται σάν ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί δέν τό ἀλλάζει μέ τίποτε. Καί ἔχει φροντίδα μεγάλη ὁ ἅγιος μήν τυχόν γίνει κάτι, καί δέν περάσει ἀπό τό μαρτύριο· μήν τυχόν γίνει κάτι, καί δέν περάσει ἀπό τό στόμα τῶν λεόντων. Μποροῦμε, ἑπομένως, νά διανοηθοῦμε ὅτι πέρασε ἀπό τή σκέψη τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου ἔστω γιά λίγο ὁ λογισμός «Νά ἦταν κάτι ἄλλο. Αὐτό εἶναι πολύ δύσκολο»; Καθόλου, καθόλου δέν πέρασε τέτοιος λογισμός· οὔτε νά διανοηθοῦμε κάτι τέτοιο. Ἀποδέχεται ἀπόλυτα αὐτό τό ὁποῖο οἰκονόμησε ὁ Κύριος, καί ὁ καημός του εἶναι νά πάει τό γρηγορότερο νά μαρτυρήσει.
Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς λοιπόν, πού ὑποτίθεται ὅτι ἀγαποῦμε τόν Χριστό, θέλουμε νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ἀλλά μήν τυχόν γίνει λόγος γιά μαρτύριο; Βέβαια, τό ὅτι αὐτή τήν ὥρα εἴμαστε ἐδῶ, αὐτό μαρτυρεῖ ὅτι ἔχουμε πόθο νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Ἀκόμη, ἄν θέλετε, καί τό ὅτι ἔχει κανείς μέσα του καημό –καθώς βλέπει νά μή γίνεται, νά μήν ἔχει γίνει ἀκόμη στήν ψυχή του αὐτό πού θέλει νά γίνει– εἶναι καί αὐτό μιά μαρτυρία ὅτι ἀγαπᾶ, ὅτι ποθεῖ τόν Χριστό. Ἀλλά βλέπετε τί πίστη ἔχει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος! Ὄχι ἁπλῶς τί μέγεθος πίστεως, ἀλλά τί εἶδος πίστεως, τί ποιότητα πίστεως! Πιστεύει δηλαδή αὐτό: «Δέν θά γίνω τοῦ Χριστοῦ, ἐάν δέν μέ ἀλέσουν τά δόντια τῶν θηρίων, ἐάν δέν περάσω ἀπό τό μαρτύριο».
Δέν θά δίσταζα νά πῶ: ὄχι αὔριο, ὄχι μεθαύριο, ὄχι ἀργότερα, ὄχι πολύ ἀργότερα, ὄχι· τώρα, αὐτή τή στιγμή νά ἀγκαλιάσουμε ὁ καθένας μας τό μαρτύριό μας. Λίγο πολύ ὁ καθένας μας γνωρίζουμε τί ἔχει ἐπί τοῦ παρόντος οἰκονομήσει ὁ Χριστός γιά μᾶς, ἀπό ποιό μαρτύριο πρέπει νά περάσουμε, γιά νά φθάσουμε στήν ἀγάπη του, γιά νά γίνουμε ὄντως δικοί του, νά ἑνωθοῦμε μαζί του, ἀλλά ἐμεῖς ἔτσι ἤ ἀλλιῶς τό ἀποφεύγουμε. Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι ἐλαχιστότατοι χριστιανοί ἀνοίγουν τά μάτια τῆς ψυχῆς, ἀνοίγουν, ἄν θέλετε, τά ὦτα, ἀνοίγουν τήν ὅλη ψυχή τους καί βλέπουν αὐτό τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἔχει προθέσει ἐνώπιόν τους ὡς μαρτύριο καί τό ἀποδέχονται, τό ἀγκαλιάζουν καί δέν θέλουν μέ τίποτε νά ξεφύγουν ἀπό αὐτό. Ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοί· οἱ ἄλλοι ἤ δέν τό βλέπουν ἤ τάχα ψάχνουν νά βροῦν ἄλλο τρόπο μαρτυρίου καί ἄλλον, ἄν θέλετε, τρόπο ἀλέσματος.
Μαρτύριο σημαίνει ἄλεσμα
Παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, κανένας μας νά μή φύγουμε ἀπό δῶ ἀπόψε ἔτσι ὅπως ἤρθαμε.
Εἴθε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος νά μᾶς βοηθήσει νά δοῦμε καλά-καλά ὁ καθένας μας καί νά ἀγκαλιάσουμε τό μαρτύριο πού προθέτει ἐνώπιόν μας ὁ Κύριος, καθώς οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά περάσουμε ἀπό τό μαρτύριό μας ὁ καθένας. Καί μαρτύριο σημαίνει ἄλεσμα. Δέν τά λέει τυχαῖα αὐτά ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Δέν ἡδονίζεται ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀναλογιζόμενος τόν ἑαυτό του στά δόντια τῶν ἀγρίων θηρίων, ἀλλά τό βλέπει αὐτό ὡς ποιότητα μαρτυρίου. Ἀλλιῶς, αὐτό δέν σημαίνει τίποτε. Νά, θά τόν φᾶνε τά θηρία· θά πεθάνει. Δέν εἶναι αὐτό ὅμως πού ἔχει ἀξία. Αὐτό τό ἄλεσμα πού θά γίνει τῆς ὑπάρξεώς του, γιά νά γίνει ἄρτος Χριστοῦ, αὐτό εἶναι πού τόν συνέχει.
Τό θέμα δέν εἶναι γενικά καί ἀόριστα νά μαρτυρήσουμε, ἔτσι γενικά νά ὑποφέρουμε. Αὐτό τό ἄλεσμα τό δέχεσαι; Καί τό ἄλεσμα εἶναι ἄλεσμα. Δέν ξέρω ἄν εἴδατε ποτέ –πολλοί ἀσφαλῶς θά εἴδατε ἀλλά ἴσως ὄχι ὅλοι– πῶς γίνεται τό ἄλεσμα τοῦ σιταριοῦ. Ἐκεῖ ἡ μυλόπετρα δέν «συγχωράει»· ἡ μυλόπετρα δέν χαρίζεται, δέν κάνει ὅτι δέν βλέπει. Τελείωσε. Ὅσοι κόκκοι θά μποῦν κάτω ἀπό τή μυλόπετρα, θά ἀλεσθοῦν. Θά ἀλεσθεῖς λοιπόν. Αὐτή εἶναι ἡ ὠμή πραγματικότητα. Εἶναι μιά πραγματικότητα νά περιμένεις νά σέ φᾶνε τά θηρία, νά σέ βάλουν στό στόμα τους, νά ἀρχίσουν νά σέ ξεσχίζουν. Ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη πλευρά εἶναι ἐξίσου μιά πραγματικότητα ὅτι, τήν ὥρα πού γίνεται αὐτό, ἐκείνη τήν ὥρα νικᾶς τόν θάνατο, ἐκείνη τήν ὥρα νικᾶς τό καθετί, καί κυρίως νικᾶς τόν ἑαυτό σου καί γίνεσαι τοῦ Χριστοῦ.
Ἄν προσέξουμε τό μαρτύριο τοῦ καθενός μας, θά δοῦμε ὅτι δέν εἶναι ἀστεῖα· εἶναι μαρτύριο, εἶναι ἄλεσμα. Εἶναι αὐτή ἡ ὠμή πραγματικότητα, πού ποιός τολμάει νά τή δεῖ; Ἀλλά ὅσοι θελήσουν νά τή δοῦν, νιώθουν ὅτι ὄντως εἶναι μιά ὠμή πραγματικότητα. Εἶναι ὅμως ἐξίσου μιά πραγματικότητα ὅτι, ἄν δεχθεῖς τό μαρτύριο, ἄν τό δεχθεῖς ἀνεπιφύλακτα –καί θά τό δεχθεῖς, ἀκριβῶς διότι μαρτύρησε ὁ Κύριος, μαρτύρησαν ὅλοι οἱ δικοί του– ἄν πιστεύεις καί τό ἀποδέχεσαι τό μαρτύριο, τότε μαζί μέ τήν ὠμή πραγματικότητα ὅτι τό μαρτύριο εἶναι μαρτύριο, εἶναι δηλαδή ἄλεσμα, νιώθεις ὅτι εἶναι ταυτόχρονα καί χάρισμα· εἶναι αὐτή ἡ πραγματικότητα ὅτι γίνεσαι τοῦ Χριστοῦ, ὅτι βγαίνεις στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, φθάνεις στήν κοινωνία καί στήν ἕνωσή σου μέ τόν Χριστό. Καί φαίνεται ὅτι ἐκεῖ, στό μαρτύριο εἶναι τό μυστικό καί αὐτό εἶναι τό τόλμημα –πού λέει κανείς «δέν ἔχω τήν τόλμη· πῶς νά ἔχω τήν τόλμη;»– αὐτό εἶναι τό ζύγισμα, αὐτό εἶναι τό μέτρο: πιστεύεις ἤ δέν πιστεύεις; Τά ἄλλα εἶναι παραμύθια.
Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, αὐτό ἔκανε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος. Καί πιστεύω ὅτι ἀπόψε ὁ ἅγιος θά μᾶς φωτίσει –ὅσους ἀπό μᾶς ἔχουμε καλή διάθεση– καί θά βρεῖ τρόπο νά μᾶς βοηθήσει νά δοῦμε τό μαρτύριό μας, νά ἀγκαλιάσουμε τό μαρτύριό μας, καί νά εἶναι ὁ καημός μας πῶς θά μαρτυρήσουμε. Ὄχι βέβαια μαζοχιστικῷ τῷ τρόπῳ, γιά νά μείνουμε σ᾿ αὐτό, ἀλλά γιά νά συναντήσουμε ὄντως τόν Κύριο, νά ἀγαπήσουμε τόν Κύριο, νά νιώσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί νά σωθοῦμε.
20-12-1995