Αγιολογικα
A+
A
A-

141. Τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου

καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

 

Κάπως πανηγυρίζουμε ἀπόψε, καθώς ἔχουμε στό τέμπλο τήν εἰκόνα τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν, καί καθώς ἐπίσης ἔχουμε, εὐτυχῶς, ἀπό τόν καθένα ἅγιο ἕνα μικρό τεμάχιο ἀπό τά ἅγια λείψανά του μπροστά μας, πού ὅλοι προσκυνήσατε. Ἀλλά πανηγυρίζουμε, θά ἔλεγα, καί καθώς ἡ ὅλη ἑορτή εἶναι χαρακτηριστική καί διακρίνεται καί ξεχωρίζει μέσα στό ὅλο ἑορτολογικό ἔτος. Εἶναι ἑορτή τῶν γραμμάτων. Οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες θεωροῦνται προστάτες καί, ἄν θέλετε, φωτιστές τῶν ἀνθρώπων τῶν γραμμάτων.

Σήμερα δέν θά ἀναφερθῶ εἰδικά στούς Τρεῖς Ἱεράρχες. Κατά καιρούς ἔχουμε διαβάσει καί ἀπό τό Συναξάρι, ἔχουμε διαβάσει καί ὁμιλίες τους, λόγους τους, καί ἔχουμε πεῖ τά πρέποντα, ὅπως καί ὅσο φώτισε ὁ Θεός κάθε φορά. Ἀπόψε, ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἑορτῆς τους, θέλω νά ἀναφερθῶ σέ τρία θέματα, πού συγχρόνως εἶναι καί ἕνα θέμα.

Εἶχα ἀναφέρει κάποτε κάτι πού εἶχα ἀκούσει μέ τά ἴδια μου τά αὐτιά ἀπό τόν Τατάκη, καθηγητή τῆς φιλοσοφίας στή Φιλοσοφική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος δέν ζεῖ τώρα. Μέσα στήν αἴθουσα πού δίδασκε, κάποια φορά, καθώς μιλοῦσε γιά τή φιλοσοφία, γιά τούς φιλοσόφους, ξαφνικά συνεπαρμένος ὁ καθηγητής εἶπε: «Οἱ πατέρες ὅμως –γενικῶς οἱ πατέρες, ἀλλά εἰδικότερα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι ἐκπροσωποῦν ὅλους τούς πατέρες– πῆγαν πιό πέρα ἀπό κεῖ πού ἔφθασαν οἱ φιλόσοφοι». Καί τό τόνιζε αὐτό καί μέ τή φωνή του καί μέ τίς ἀνάλογες χειρονομίες, καί τό ἔλεγε καί τό ξανάλεγε.

Ἄλλη φορά, στήν αἴθουσα τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου, ὅπου ἦταν ὁμιλητής γιά τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, εἶπε –αὐτό συγκράτησα– ὅτι οἱ πατέρες, καί συγκεκριμένα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ξεπέρασαν τόν ἑαυτό τους, τά δικά τους, καί ἔφθασαν στήν ἀντικειμενική ἀλήθεια.

Καί πρίν προχωρήσουμε στό τρίτο, νά ποῦμε ὅτι οἱ πατέρες –πού ἀπόψε τιμοῦμε καί, καθώς τελοῦμε τή μνήμη τους, εἴμαστε μέσα στόν ναό τοῦ Θεοῦ καί τελοῦμε τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας– θά πρεσβεύσουν καί θά προσευχηθοῦν γιά μᾶς, ὥστε νά βοηθηθοῦμε νά πᾶμε πέρα ἀπό ὅλα. Ὅπου κι ἄν σταματήσεις, ὅσο κι ἄν αὐτό εἶναι σπουδαῖο, ἔξυπνο, ὅσο κι ἄν εἶναι ἕνα μεγάλο ἐπίτευγμα, δέν εἶναι τίποτε. Πρέπει νά πάει κανείς πέρα ἀπό ὅλα.

Δέν περιφρονεῖ κανείς τά ὅποια ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὅμως γιά νά βρεῖ κανείς τόν Θεό, γιά νά φθάσει στόν Θεό, πρέπει νά πάει πέρα ἀπό ὅλα. Ἀπ᾿ ὅλα, ἀπ᾿ ὅλα. Ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως ἔλεγε ὁ καθηγητής, ὅτι ναί μέν οἱ φιλόσοφοι εἶπαν τοῦτο, εἶπαν ἐκεῖνο, πέταξαν πολύ ψηλά, ἀλλά οἱ πατέρες πῆγαν πιό πέρα. Καί αὐτό τό πιό πέρα σήμαινε ἀκριβῶς αὐτό τό πράγμα: πέρα ἀπό τό καθετί. Διά τῆς πίστεως βέβαια, ἀλλά καί διά τῆς ἀρετῆς, διά τῆς ἁγιότητος.

Ἐπειδή ἀκριβῶς πίστεψαν, ταπεινώθηκαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, παραδόθηκαν, ἀφοσιώθηκαν στόν Θεό, ἔλαβαν τή χάρη, καί ἡ χάρη εἶναι πέρα ἀπό ὁποιαδήποτε φιλοσοφία καί ἀπό ὁποιοδήποτε ἐπίτευγμα. Καί οἱ πατέρες εἶχαν τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά τους.

Πιστεύω ὅτι ὅλοι οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, εἰδικότερα ἀπόψε οἱ ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες, θά προσευχηθοῦν, θά παρακαλέσουν τόν Θεό καί θά πρεσβεύσουν ὑπέρ ἡμῶν, ὥστε νά ἀνοίξει καί γιά μᾶς αὐτός ὁ δρόμος, καί νά μή γαντζωθεῖ ἡ ψυχή μας στό ἄλφα ἤ στό βῆτα, ἀλλά νά πᾶμε πέρα ἀπό ὅλα. Βέβαια, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τίς δυνάμεις του νά πετύχει κάτι τέτοιο. Ὅ,τι κι ἄν κάνει, πάλι θά εἶναι μέσα στόν περιορισμένο χῶρο τόν ἀνθρώπινο. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ, ὅλη αὐτή ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται στόν ἄνθρωπο, αὐτή εἶναι πού βγάζει τόν ἄνθρωπο πέρα ἀπό ὅλα καί συναντᾶται μέ τόν Θεό.

Καί νά πᾶμε στό δεύτερο, ὅτι ἔφθασαν οἱ πατέρες στήν ἀντικειμενική ἀλήθεια. Καί ἀντικειμενική ἀλήθεια δέν εἶναι, ὅπως ἴσως νομίζουμε: «Πές κι ἐσύ, νά πῶ κι ἐγώ, νά πεῖ καί ὁ ἄλλος, καί ὅλοι μαζί νά φτιάξουμε μιά ἀλήθεια». Ἀντικειμενική ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός. Ὅσο σπουδαῖος κι ἄν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ἀνθρωπίνως φωτισμένος κι ἄν εἶναι –πού λέμε γιά κάποιον ὅτι εἶναι φωτισμένος ὁ ἄνθρωπος αὐτός– ὅσο εὐφυής, ἰδιοφυής κι ἄν εἶναι, ὅσες ἐπιτυχίες κι ἄν ἔχει, κινεῖται μέσα στήν ἀλήθεια τήν προσωπική καί μέσα στήν ἀλήθεια ἁπλῶς τήν ἐγκοσμιοκρατική, τήν ἀνθρώπινη. Γιά νά φθάσει κανείς στήν ἀντικειμενική ἀλήθεια πού εἶναι ὁ Θεός, πάλι τό ἴδιο πράγμα πρέπει νά γίνει.

Πρέπει νά λάβει κανείς τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἁπλῶς αὐτό πού κάποτε μᾶς συμβαίνει: μᾶς ἔρχεται μιά φωτεινή ἰδέα καί νομίζουμε ὅτι φωτισθήκαμε. Σέ μιά δύσκολη περίπτωση, ἄς ποῦμε, μᾶς ἔρχεται μιά ἰδέα, καί μποροῦμε καί δίνουμε μιά λύση, καί νομίζουμε ὅτι αὐτό εἶναι φωτισμός ἀπό τόν Θεό. Ὄχι· εἶναι δικά μας αὐτά. Οἱ πατέρες ξεπέρασαν, θά λέγαμε, ὄχι ἁπλῶς τόν ἀτομισμό τους –πού δέρνει τόν ἄνθρωπο σέ ὅλους τούς αἰῶνες καί ἰδιαίτερα στά χρόνια μας· δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος σήμερα πού δέν εἶναι ἀτομιστής, φοβερά ἀτομιστής, ἐκτός ἀπό κάποιες ἐξαιρέσεις– ἀλλά ξεπέρασαν καί τήν ὅποια συλλογική ἀνθρώπινη δυνατότητα.

Εἶναι μεγάλο λάθος νά νομίζουμε ὅτι φθάνουμε στήν ἀλήθεια, ἁπλῶς ἐπειδή εἴμαστε πολλοί –ὅταν εἴμαστε πολλοί– καί συμφωνοῦμε μεταξύ μας. Ὄχι. Ἔστω κι ἄν ἀκόμη συμφωνοῦμε, ἔστω κι ἄν ἀκόμη βοηθάει ἡ σκέψη τοῦ ἑνός τή σκέψη τοῦ ἄλλου, ἡ γνώμη τοῦ ἑνός τή γνώμη τοῦ ἄλλου, δέν φθάνει κανείς ἔτσι στήν ἀλήθεια. Ἀλήθεια εἶναι ὁ Θεός. Εἴτε μόνος σου εἶσαι εἴτε μέ πολλούς, ἄν δέν φωτίσει ὁ Θεός, ἄν δέν δώσει τό φῶς του ὁ Θεός, τή χάρη του, ἄν δέν δώσει αὐτό πού εἶναι θεϊκή ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, δέν ἔχει κανείς μέσα του τήν ἀντικειμενική ἀλήθεια. Τήν ἀλήθεια στήν ὁποία εἶναι παρούσα καί ἡ ἀνθρώπινη πλευρά, ἀλλά κυρίως ὅμως ἡ θεία πλευρά· εἶναι παρούσα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Νά πᾶμε καί σέ ἕνα τρίτο, πού τό εἶχαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, πού ἐν πολλοῖς λείπει ἀπό μᾶς. Καί γι᾿ αὐτό τό λέμε καί τό τονίζουμε ἀπόψε, καί νά παρακαλέσουμε τούς ἁγίους νά πρεσβεύσουν νά μᾶς φωτίσει ὁ Θεός πρός τήν κατεύθυνση αὐτή. Δέν ἦταν οἱ πατέρες ἄνθρωποι; Ἄνθρωποι ἦταν καί αὐτοί· ἄνθρωποι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοι ἦταν ἄνθρωποι. Καί τί κουσούρια δέν εἶχαν, τί ἐλαττώματα δέν εἶχαν! Ἄλλος τά μέν, ἄλλος τά δέ, ἄλλος περισσότερα καί ἄλλος λιγότερα. Ἐπέτρεψε ὁ Θεός, οἰκονόμησε ὁ Θεός ἔτσι τά πράγματα, ὥστε καί πολύ μεγάλοι ἁμαρτωλοί νά γίνουν μεγάλοι ἅγιοι.

Ἄνθρωποι λοιπόν καί αὐτοί ὅπως ἐμεῖς, ἀδύναμοι ἄνθρωποι μέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Διότι ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ὁ ἄνθρωπος καί ἀναμάρτητος νά εἶναι –ἄν μπορεῖ νά εἶναι ἀναμάρτητος χωρίς τόν Θεό– πάλι εἶναι ἀδύναμο πλάσμα. Τί νά σοῦ κάνει; Βλέπουμε λοιπόν σέ ὅλους τούς ἁγίους, σέ ὅλους τούς πατέρες, καί στούς Τρεῖς Ἱεράρχες, πού γιορτάζουμε ἀπόψε, βλέπουμε αὐτό τό πράγμα: ξεπερνοῦν τό ἕνα, ξεπερνοῦν τό ἄλλο, καί εἶναι σάν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ξεπερνοῦν ὄχι ἁπλῶς τά ἐλαττώματά τους, τά πάθη τους, ὄχι ἁπλῶς τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλά ἀκόμη καί τά καλύτερα ἀνθρώπινα πράγματα, τά ὁποῖα μπερδεύουν τόν ἄνθρωπο, τόν παγιδεύουν.

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά φθάσει σέ μιά κατάσταση, ὅπως εἴπαμε, τέτοια πού νά εἶναι σάν ἄγγελος: σκέπτεται τόν Θεό, μιλάει μέ τόν Θεό, ἀναφέρεται στόν Θεό· ὅλη ἡ ψυχή του εἶναι ἐκεῖ στραμμένη, ὅλη ἡ ψυχή του εἶναι δοχεῖον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λίγο δύσκολο αὐτό νά τό καταλάβουμε, καί γι᾿ αὐτό θά ἐπιμείνω λιγάκι. Πάει κανείς νά προσευχηθεῖ, καί κάπου ἐκεῖ ἀμέσως εἶναι παρόντα ὅλα: εἴτε καλά πράγματα –νά ἀρχίσουμε ἀπό αὐτά– οὐδέτερα, ἀθῶα πράγματα, πού δέν εἶναι ὅμως ὁ Θεός, εἴτε οἱ ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμφανίζονται δηλαδή ἀμέσως οἱ ἀδυναμίες: ἡ μιά ἀδυναμία, ἡ ἄλλη ἀδυναμία, φόβος, ταραχή, περισπασμός, ἀπασχόληση· τέτοια πράγματα.

Καί ἐνῶ ἀπό τό ἕνα μέρος μοιάζει νά ἔρχονται αὐτά τά πράγματα μέ μιά δύναμη καί νά αἰχμαλωτίζουν τόν ἄνθρωπο, ἀπό τό ἄλλο μέρος πιό πολύ μοιάζει σάν νά μή θέλει νά τά ἀφήσει κανείς αὐτά, σάν νά μή θέλει νά ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπό αὐτά. Τό θέλει καί τό ἕνα, τό θέλει καί τό ἄλλο· μήν τυχόν ζημιωθεῖ, μήν τυχόν χάσει κάποια πράγματα. Καί ἔτσι, δέν εἶναι μόνο ὅτι αἰχμαλωτίζεται κανείς ἕνεκα τοῦ ὅτι ὅλα αὐτά τά πράγματα ἔχουν δύναμη, ἀλλά αἰχμαλωτίζεται καί ἐπειδή ἀφήνεται σ᾿ αὐτά.

Ἀκόμη καί ὅταν κανείς σκέπτεται τίς ἁμαρτίες του καί τίς ἀδυναμίες του, καί τότε τίς σκέπτεται κατά τέτοιον τρόπο πού βουλιάζει μέσα σ᾿ αὐτά. Βέβαια, μοιάζει νά ἔχει δίκαιο, ὅταν κανείς σκέπτεται: «Ἀφοῦ εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀφοῦ ἔχω ἁμαρτίες, πῶς θά τά ξεχάσω αὐτά τά πράγματα, πῶς θά ξεφύγω ἀπό αὐτά;» Μοιάζει νά ἔχει δίκαιο, ὅταν κανείς φοβᾶται καί γι᾿ αὐτό σκέπτεται: «Ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός, ἐγώ μέ τίς ἀδυναμίες μου, δέν θά εἶναι θράσος, δέν θά εἶναι ἐγωισμός φοβερός, δέν θά εἶναι ὑπερηφάνεια μεγάλη, σάν νά μήν ἔχω ἁμαρτίες, νά ἀφοσιωθῶ ἔτσι στόν Θεό, νά σκέπτομαι τόν Θεό καί νά τά ξεχάσω αὐτά;»

Καί παγιδεύεται ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἴπαμε, εἴτε διότι αὐτά ἐνεργοῦν μέ ὅλη τή δύναμή τους καί αἰχμαλωτίζουν τόν ἄνθρωπο εἴτε διότι ἀφήνεται σ᾿ αὐτά. Καί ἀφήνεται ἤ ἐπειδή τά φοβᾶται ἤ ἐπειδή σάν νά συνήθισε μέ αὐτά καί σάν νά ἀρέσκεται σ᾿ αὐτά.

Διαβάζοντας τούς πατέρες, τούς ἁγίους, βλέπουμε ἐκεῖ ὅτι ἐμφανίζονται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ πολλή ταπείνωση, μέ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός τους, ἀλλά ὅμως τίποτε ἀπό αὐτά δέν γίνεται ἐμπόδιο στό νά κινηθοῦν πρός τόν Θεό. Τίποτε, τίποτε. Τουναντίον, τό καθετί ὠθεῖ τήν ψυχή πρός τόν Θεό. Αἰσθάνεται ὁ ἅγιος τίς ἁμαρτίες του; Τρέχει μέ πολλή ἐμπιστοσύνη στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στή συγχωρητικότητα καί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέ ἀπόλυτη πεποίθηση ὅτι τόν δέχεται ὁ Θεός, τόν συγχωρεῖ καί τόν σώζει. Καί ἀμέσως ἡ προσευχή του γίνεται εὐγνωμοσύνη καί εὐχαριστία πρός τόν Θεό.

Ὅσο διαπιστώνει ὅτι ἔχει ὅλα αὐτά τά πράγματα καί ὅτι τόν καθιστοῦν ἀδύναμο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τόσο πιό πολύ σάν νά ἐνδυναμώνεται –διότι ὄντως ἐνδυναμώνεται· ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος– καί καθόλου δέν καταβάλλεται, δέν ἀπογοητεύεται, δέν ἀπελπίζεται, ἀλλά τρέχει στόν Θεό καί ἀφοσιώνεται σ᾿ αὐτόν. Καί σάν νά εἶναι, τρόπον τινά, ὅλα καπνός ἐξαφανίζονται· σάν νά εἶναι κάτι ναί μέν πολύ δυνατό, ἀλλά νά ὅμως πού ἐμφανίζεται κάτι ἄλλο πολύ δυνατότερο καί τά ἀπωθεῖ, τά ἀποδιώχνει καί ἐξαφανίζονται.

Καί αὐτό πού ἐμφανίζεται εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι, οἱ ἴδιες οἱ ἀδυναμίες –αὐτές καθ᾿ ἑαυτές οἱ ἀδυναμίες, αὐτά καθ᾿ ἑαυτά τά πάθη– ἡ ὅλη ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί ἁμαρτωλότητα καί ὅλη αὐτή ἡ ἀνθρώπινη κατάσταση κάνουν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ περισσότερο νά ἐμπιστεύεται καί νά καταφεύγει στόν Θεό, περισσότερο νά πιάνεται ἀπό αὐτόν. Καί –ὤ τοῦ θαύματος!– ἀνοίγει ὁ δρόμος αὐτός μεταξύ ψυχῆς καί Θεοῦ. Ἡ ὅλη δύναμη τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ ἑλκυστική καί ἑλκύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τόν νοῦ του, τόν ὅλο ἄνθρωπο, ἄσχετα πόσο ἀδύναμος εἶναι. Καί ὑπάρχει γιά τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ μόνο ὁ Θεός. Καί ἔτσι προσεύχεται καθαρά καί προσέχει μία‑μία τίς λέξεις, ἕνα‑ἕνα τά νοήματα. Καί τήν καθεμιά στιγμή ἡ ψυχή εἶναι δοσμένη στόν Θεό, καί δέν παρεμβαίνει, δέν μεσολαβεῖ τίποτε ἄλλο μεταξύ ψυχῆς καί Θεοῦ.

Οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι πῆγαν πέρα ἀπό τούς φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι ξεπέρασαν τόν ἑαυτό τους καί τήν ὅποια ἀνθρώπινη ἀλήθεια καί βρῆκαν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ξεπέρασαν καί κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο τόν ἑαυτό τους, καί γι᾿ αὐτούς ὑπῆρχε μόνο ὁ Θεός.

Δέν ξέχασαν καθόλου ὅτι εἶναι ἁμαρτωλοί, ὅτι εἶναι ἀδύναμοι· δέν ξέχασαν καθόλου ὅτι ὁ Θεός σώζει τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του. Ὅλα αὐτά, οἱ ἁμαρτίες καί οἱ ἀδυναμίες, ἀντί νά εἶναι ἐμπόδια, ἀντί νά εἶναι παγίδες, ἀντί νά εἶναι αἰχμαλωσία, σπρώχνουν τόν ἄνθρωπο πρός τόν Θεό, καθώς ἡ δύναμη ἡ θεϊκή ἑλκύει τόν ἄνθρωπο.

 

Ἄν αὐτά τώρα τά δοῦμε καί τά σκεφθοῦμε ἔτσι καλύτερα, ἄν δηλαδή θελήσουμε νά δοῦμε τήν ὅλη ἀλήθεια αὐτή, διαπιστώνουμε ὅτι οἱ πατέρες πολύ ἁπλά, πολύ ἔτσι ἀνθρώπινα, καθώς ἄκουσαν γιά τόν Θεό καί καθώς διαισθάνθηκαν τήν ὅλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πίστεψαν ὅτι ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, καί ἀφοσιώθηκαν, παραδόθηκαν στόν Θεό, καί ὅλα τά ἄλλα ἀκολούθησαν.

Οἱ ἅγιοι γενικῶς, οἱ πατέρες εἰδικότερα καί ἀκόμη πιό εἰδικά οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἀπό τήν ὥρα πού γνώρισαν τόν Κύριο, ἀπό τήν ὥρα πού ἦρθε τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μέσα τους, καθόλου δέν ἐπέτρεψαν στόν ἑαυτό τους νά χασομερήσει καί νά ξεχαστεῖ ἐδῶ κι ἐκεῖ, νά παγιδευτεῖ ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Καθόλου.

Οὔτε ἐμποδίστηκαν καθόλου οἱ ἅγιοι ἀπό ὅλα αὐτά τά ἀνθρώπινα προσόντα πού εἶχαν στόν μέγιστο βαθμό, τά ὁποῖα ἐλάχιστοι ἄνθρωποι τά ἔχουν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Προπαντός οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι ἦταν σοφοί κατά κόσμον, πού ἦταν τό κάτι ἄλλο κατά κόσμον, κατ᾿ ἄνθρωπον. Καί ὅπως εἶπε πρίν ἀπό αὐτούς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, Ἡγοῦμαι (πάντα) σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω –τά θεωρῶ ὅλα ἕνα τίποτε, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό– ἔτσι ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ πατέρες.

Δέν ἔκαναν τήν ἀνοησία –νά μέ συγχωρήσετε γιά τή λέξη αὐτή– πού κάνει ὁ καθένας ὁ ὁποῖος ἔχει περί πολλοῦ ὅ,τι ἔχει· καί λίγο πολύ ὅλοι κάτι ἔχουν. Οἱ πατέρες τά εἶχαν ὅλα στόν ὕψιστο βαθμό. Ὅμως δέν ἔκαναν αὐτή τήν ἀνοησία νά παγιδευτοῦν ἀπό ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας τους –δυστυχῶς ἔτσι παθαίνουν οἱ ἄνθρωποι– καί νά χαθοῦν ἐκεῖ μέσα σ᾿ αὐτά, ἀλλά εἶδαν τήν ἀλήθεια, πίστεψαν στήν ἀλήθεια καί ἔδωσαν τόν ἑαυτό τους στόν Χριστό. Καί ὁ Χριστός, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί πέθανε γιά τόν ἄνθρωπο, δέν θά τραβήξει, δέν θά ἑλκύσει τόν ἄνθρωπο, ὅταν τόν δεῖ ὅτι πάει μέ ὅλη του τήν καρδιά, μέ ὅλη τήν εἰλικρίνειά του πρός αὐτόν;

Καί ἔτσι ἀναδείχθηκαν μεγάλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, καί μαζί μέ αὐτούς ὅλοι οἱ ἄλλοι ἅγιοι, καί πρώτη καί καλύτερη ἀπό ὅλους ἡ Παναγία, ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου. Καί ἰδού ἐμεῖς ἔχουμε ἀκόμη μιά φορά τήν εὐκαιρία ἀπόψε μέσα στόν ναό τοῦ Θεοῦ κάπως ἔτσι νά τά δοῦμε τά πράγματα, κάπως ἔτσι νά πιστέψουμε καί νά μιμηθοῦμε τούς ἁγίους, τούς πατέρες, τούς Τρεῖς Ἱεράρχες.

 

30-1-1998