{Τό θέμα πού θά μᾶς ἀπασχολήσει ἀπόψε εἶναι· Ἡ Ἐκκλησία ἐν σχέσει μέ τήν Ἁγία Τριάδα.}
Ὅλοι μας γνωρίζουμε ἀπό τά σχολεῖα ὅτι συνήθως στά ἐγχειρίδια τά σχολικά, ἀκόμη καί στά πανεπιστημιακά, ὑπάρχουν διάφοροι ὁρισμοί γιά τήν Ἐκκλησία, τί εἶναι Ἐκκλησία. Ὅμως αὐτοί οἱ ὁρισμοί εἶναι πολύ μεταγενέστεροι καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι πιό πολύ προέρχονται ἀπό ἐπίδραση τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ στήν Δυτική Ἐκκλησία οἱ καθολικοί εἶχαν ἐπί αἰῶνες διαμάχες μέ τούς προτεστάντες καί, γιά νά τά βγάλουν πέρα, ἀναγκάστηκαν νά δώσουν κάποιους ὁρισμούς. Ἀπό κεῖ κάπως τούς πήραμε κι ἐμεῖς καί τούς βάλαμε στά ἐγχειρίδια, ἐνῶ οὔτε ἡ ἁγία Γραφή ἔχει κάποιο ὁρισμό γιά τήν Ἐκκλησία, οὔτε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν κάποιο ὁρισμό γιά τό θέμα αὐτό τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε στούς Κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων βρίσκουμε κάτι πού νά εἶναι ὁρισμός γιά τήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀληθινή φύση τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά παρασταθεῖ καί νά περιγραφεῖ, παρά νά ὁρισθεῖ. Καί ἡ περιγραφή αὐτή γιά τήν Ἐκκλησία θά πείσει μόνον αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία. Δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία κάποια ἰδέα. Δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία κάτι, ὅπως εἶναι τά ἄλλα ἀνθρώπινα πράγματα, γιά νά τό ὁρίσει κανείς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία πραγματικότητα μέ τήν ὁποία ζοῦμε, παρά ἕνα ἀντικείμενο τό ὁποῖο ἀναλύουμε καί σπουδάζουμε. Ἕνας μεγάλος θεολόγος τοῦ αἰώνα αὐτοῦ εἶπε «δεῦρο καὶ ἴδε». Ἄν θέλεις νά καταλάβεις τήν Ἐκκλησία, ἔλα καί νά δεῖς. Διά τῆς πείρας μποροῦμε νά μυηθοῦμε στό θέμα τῆς Ἐκκλησίας, στό τί εἶναι Ἐκκλησία.
Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά κάνω ἀμέσως κιόλας ἔτσι μιά παρατήρηση. Οἱ σύγχρονοι χριστιανοί, καθώς εἴμεθα ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ὅλο πνεῦμα πού ἐπικρατεῖ στήν κοινωνία καί στήν καθημερινή μας ζωή, θέλουμε, προσπαθοῦμε νά καταλάβουμε καί τά θεῖα πράγματα, ὅπως καταλαβαίνουμε καί τά ἄλλα. Καί ἐπειδή δέν τά καταλαβαίνουμε, καί πολλοί εἶναι πού παθαίνουν κάτι τέτοιο καί δέν ἀσχολοῦνται ὕστερα, ἤ οἱ ἄλλοι πού νομίζουμε ὅτι τά καταλαβαίνουμε, μᾶλλον πιό πολύ πλανώμεθα, παρά εἴμεθα μέσα στήν ἀλήθεια. Διότι ὅσο ὀξύ μυαλό κι ἄν ἔχεις, ὅσες ἱκανότητες κι ἄν ἔχεις, ἄν θέλετε, ὅσο κι ἄν διαβάζεις, ὅσο κι ἄν προσπαθήσεις, ὅσο κι ἄν ἔχεις καλή διάθεση, ἐάν δέν ἔρθει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ψυχή σου, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία καί τό ὁποῖο φωτίζει ὅλη τήν Ἐκκλησία καί τόν καθένα, ἐάν δέν ἔρθει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σου νά σέ φωτίσει, νά σέ μυήσει, ἄν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν σοῦ δώσει μάτια, δέν σοῦ δώσει νοῦν, δέν σοῦ δώσει καρδιά, ψυχή, γιά νά ἐννοήσεις διά τῆς βιώσεως ὅλα αὐτά τά πράγματα, δέν τά καταλαβαίνεις· θά εἶναι ἐξωτερικά.
Ἀμέσως-ἀμέσως θά ἤθελα νά πῶ ὅτι συμβαίνει ἐν πολλοῖς μέ μᾶς σήμερα αὐτό τό ὁποῖο συνέβαινε μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου, ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τόν ἄκουγαν, ἔβλεπαν τά θαύματά του, παρακολουθοῦσαν τή διδασκαλία του. Βέβαια διαισθάνονταν ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο αὐτός ὁ ἄνθρωπος, μεγάλος προφήτης, ἀλλά ὥς ἐκεῖ· δέν καταλάβαιναν περισσότερα. Γι᾿ αὐτό καί τακτικά τούς ἤλεγχε. Καί τότε πού πολλαπλασίασε τούς ἄρτους καί χόρτασαν καί ἔτρεξαν τήν ἄλλη μέρα νά τόν βροῦν, καθόλου δέν ἐνθουσιάστηκε ὁ Κύριος ἀπ᾿ αὐτό· μάλιστα καί τούς ἤλεγξε. «Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε» (Ἰω. 6, 26). Τίποτε ἄλλο δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν πέρα ἀπό τό ὅτι ἔφαγαν. Καί τούς προτρέπει· «Ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 6, 27). Ἀκόμη καί οἱ Ἀπόστολοι, οἱ μαθηταί ἐκεῖνοι τοῦ Κυρίου, δέν τόν καταλάβαιναν. Καί τόν ἴδιο τόν Χριστό τόν ἔβλεπαν καί τή διδασκαλία Του ἄκουαν καί τά θαύματά Του ἔβλεπαν, ὅλα αὐτά τά θαυμαστά, ὅμως ἔμειναν τό ἴδιο, καί μάλιστα ὄχι μέχρι νά θανατωθεῖ ὁ Κύριος, νά σταυρωθεῖ ὁ Κύριος καί νά ἀναστηθεῖ, ἀλλά καί μετά τήν Ἀνάσταση ἀκόμη εἶναι κοινοί ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτό πάλι ὀνειρεύονται καί μετά τήν Ἀνάσταση· βλέπουν τόν Κύριο κατά θαυμαστό τρόπο, ἐνῶ ἀπέθανε στόν σταυρό καί ἐτάφη, εἶναι ἀναστημένος καί ὁμιλεῖ μαζί τους καί τρώει μαζί τους, παρά ταῦτα αὐτοί ὀνειρεύονται ἐπίγειες βασιλεῖες. «Οἱ μὲν (Ἀπόστολοι) ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;» (Πράξ. 1, 6).
Καί ὅλη ἡ ἀλλαγή ἔγινε τήν Πεντηκοστή. Ὅταν ἦρθε ἡ Πεντηκοστή, ὅταν ἦρθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐξ οὐρανοῦ καί ἦρθε καί ἐκάθησεν ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον, ὅταν ἐπληρώθησαν Πνεύματος Ἁγίου, ὅταν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον τούς ἔκανε αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός _τούς μεταμόρφωσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τούς ἄλλαξε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τούς ἔδωσε νοῦν Χριστοῦ, καρδίαν καί σπλάγχνα Ἰησοῦ Χριστοῦ, Πνεῦμα Θεοῦ_ τότε οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν ἄλλοι, τότε οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου ἦταν ἐντελῶς κάτι ἄλλο. Καί γι᾿ αὐτό στό ἑξῆς οὔτε ἐφοβοῦντο οὔτε ἐδίσταζον, ἀλλά ἔτρεξαν στόν κόσμο νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο ἐν γνώσει τους ὅτι θά πεθάνουν μαρτυρικό θάνατο, θά σταυρωθοῦν, καί ὄχι ἁπλῶς τό γνώριζαν καί εὐχαρίστως τό ἐδέχοντο, ἀλλά μέ χαρά τό ἐπιζητοῦσαν. Πρέπει νά μπεῖ κανείς στήν Ἐκκλησία, νά μπεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, νά ὑποταχθεῖ στήν Ἐκκλησία, νά ζήσει κατά τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, νά γίνει κοινωνός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά καταλάβει τί εἶναι Ἐκκλησία· ἀλλιῶς θά μιλάει, καί ὅλα αὐτά θά εἶναι κάτι ἐξωτερικό. Ἡ ἰδέα περί Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία καί γιά κάθε ζωντανό μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι τό πλέον συγκεκριμένο καί τό πλέον ἁπτό πράγμα.
Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο ἡ Ἐκκλησία εἶναι μέγα μυστήριο καί ἡ ἁγία Γραφή, γιά νά μᾶς δηλώσει περί Ἐκκλησίας, χρησιμοποιεῖ διάφορες εἰκόνες. Ἡ πιό ἐπιτυχής εἰκόνα εἶναι ἐκείνη πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι εἶναι «σῶμα Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 12, 27). Καί αὐτό εἶναι τό μεγάλο θέμα. Ὁ Θεός ἔπλασε καί τόν οὐράνιο καί τόν ἐπίγειο κόσμο _καί ἐννοοῦμε ἐδῶ κυρίως τόν πνευματικό κόσμο, ὄχι τόν ὑλικό_ τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, γιά νά γίνει καί ὁ κόσμος αὐτός, κατά χάριν Θεοῦ, ὅ,τι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἔτσι ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ· τελικά ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι ὅλος αὐτός ὁ κόσμος, οὐράνιος καί ἐπίγειος, νά εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κεφαλή τοῦ σώματος αὐτοῦ ὁ Χριστός, καί καθώς εἶναι ἀναμάρτητος ὁ Χριστός _δέν πίπτει ποτέ ὁ Χριστός_ κανένα φόβο δέν ἔχει ἡ Ἐκκλησία νά πέσει, δέν ἔχει κανένα φόβο ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ἁμαρτωλή. Εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἡ κοινωνία, ἡ ἀληθινή κοινωνία τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀνθρώπων μετά τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο θέλησε ὁ Θεός. Ἐδημιούργησε τά λογικά πλάσματα ἀπό ἀγάπη, χωρίς νά ἔχει καμία ἀνάγκη, γιά νά εἶναι τά λογικά πλάσματα ὅμοια μέ Αὐτόν, καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Στή συνέχεια θά δοῦμε τό ὅλο αὐτό θέμα σέ τέσσερις παραγράφους· Ἡ Ἐκκλησία στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία. Τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἡ Ἐκκλησία. Καί τέλος ἡ Ἁγία Τριάς καί ἡ Ἐκκλησία.
Ὅλοι γνωρίζουμε, ἔτσι ξέρουμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀρχίζει ἀπό τήν ἡμέρα πού κατέβηκε τό Ἅγιον Πνεῦμα στήν Ἰερουσαλήμ, στό Ὑπερῶο, καί ἔμεινε τό Ἅγιον Πνεῦμα ἔκτοτε στούς μαθητάς, στήν Ἐκκλησία. Γνωρίζουμε ὅτι ἀπό τότε ἀρχίζει νά ὑπάρχει Ἐκκλησία. Ἤ γνωρίζουμε ὅτι ἀρχίζει ἡ Ἐκκλησία νά ὑπάρχει ἀπό τότε πού ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, ἔλαβε σῶμα, καί ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα Του, ὑπάρχει ἀπό τότε ἡ Ἐκκλησία. Ὅμως δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ἀπό πάντοτε. Καταρχήν ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει μέσα στόν νοῦν τοῦ Θεοῦ, καθότι ὁ Θεός δέν μεταβάλλεται, δέν ἀλλάζει, ἀλλά τά πάντα τά ἔχει ἀπό πάντοτε. Ἔτσι, ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἡ Ἐκκλησία χάνεται στήν αἰωνιότητα, ἐκεῖ στήν αἰωνιότητα ἔχει τήν ἀρχή της. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προγενεστέρα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, χάνεται στήν αἰωνιότητα. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε πρό πάντων τῶν αἰώνων ὁ σκοπός καί τό θεμέλιο τῆς δημιουργίας. Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ ἐδημιουργήθη πρό πάντων τῶν ὄντων καί ὁ κόσμος ἔγινε δι᾿ αὐτήν, ὅπως λέει ἕνας σύγχρονος συγγραφεύς.
Ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί αὐτός ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή, ἄρα αὐτή ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἑνωμένη μετά τοῦ αἰωνίου Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ἔχει ἐν Αὐτῷ καί δι᾿ Αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία αἰώνια ὕπαρξη. Προϋπῆρχε λοιπόν ἀπό πάντοτε ἡ Ἐκκλησία κεκρυμμένη ἐν τῷ Θεῷ ὡς τό πρό τῶν αἰώνων ἀπόκρυφον μυστήριον, «κεκρυμμένον μυστήριον καὶ ἀγγέλοις ἀγνώριστον Γαβριὴλ πιστεύεται ὁ ἀρχάγγελος». Αὐτά βέβαια δέν λένε τίποτε, ἄν ἁπλῶς ἀκούσουμε τίς λέξεις. Ἀλλά ἄν ὅμως ἔτσι φωτιζόμενοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐμβαθύνουμε λιγάκι καί αἰσθανθοῦμε ἐμεῖς τώρα πού εἴμεθα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὅτι ἀπό πάντοτε μᾶς εἶχε στόν νοῦν του ὁ Θεός, ὄχι ἁπλῶς γενικά τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί ἕνα ἕκαστον, τότε καταλαβαίνουμε αὐτό τό ὁποῖο λέγει ὁ Κύριος· «Ὑμῶν καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ἠριθμημέναι εἰσί» (Ματθ. 10, 30). Μή φοβᾶστε, λέει, τίποτε. Ναί, νά μή φοβόμαστε τίποτε, γιατί δέν βρεθήκαμε τυχαίως, δέν ὑπάρχουμε τυχαίως, δέν εἴμαστε ξεχασμένοι κάπου. Ἀπό πάντοτε ὁ Θεός μᾶς ἔχει στόν νοῦν, τόν καθένα μας, καί Ἐκεῖνος θέλησε καί ἤρθαμε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, καί Ἐκεῖνος θέλησε νά βρεθοῦμε ἐκεῖ ὅπου βρεθήκαμε, νά γεννηθοῦμε ἐκεῖ ὅπου γεννηθήκαμε καί τελικά νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ὅταν τά σκεφθεῖ κανείς ἔτσι τά πράγματα, ὅταν τά νιώσει μέσα στήν ψυχή του ἔτσι, πᾶνε ὅλες οἱ ἀνασφάλειες πού νιώθουν οἱ ἄνθρωποι καί ὅλοι οἱ κόποι πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι καί πού νιώθουν σάν νά εἴμαστε στήν τύχη. Ἐδῶ, ἕναν ἄνθρωπο ἔχεις προστάτη, ἕναν κάπως ἰσχυρό ἄνθρωπο ἤ τέλος πάντων ἕναν ἄνθρωπο πού σέ ἀγαπᾶ, τόν ἔχεις προστάτη καί αἰσθάνεσαι ἀρκετή ἀσφάλεια καί σιγουριά. Ἄν πιστέψεις ὅτι εἶναι ὁ Θεός ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπό πάντοτε σέ σκέπτεται, ἀπό πάντοτε εἶσαι στόν νοῦ Του, Αὐτός σέ ἔφερε στήν ὕπαρξη, Αὐτός εἶναι πάντοτε μαζί σου καί Αὐτός σέ προορίζει νά φθάσεις στό τέλος, τί εἰρήνη μπορεῖς νά ἔχεις μέσα σου! Τί γαλήνη μπορεῖ νά ἔχει κανείς μέσα του, τί χαρά, τί εὐφροσύνη! Καί νά μήν ἔχει καμία, ἀπολύτως καμία θέση ὁ φόβος καί ὅλα αὐτά τά ὁποῖα ἔχουν καί αἰσθάνονται οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι μακριά ἀπό τόν Θεό.
Κατά τόν Ἐρμᾶν ἡ Ἐκκλησία προϋπῆρχε ἐν τῇ σοφίᾳ καί προνοίᾳ τοῦ Θεοῦ ὡς πνευματική Ἐκκλησία πάντοτε· καί ὡς πνευματική Ἐκκλησία πάντων πρώτη ἐκτίσθη καί διά ταύτην ὁ κόσμος κατηρτίσθη. Κατά τήν λεγομένην δευτέραν ἐπιστολήν τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄνωθεν, πρώτη, πρό ἡλίου καί σελήνης ἐκτισμένη, πνευματική. Πνευματική δέ οὖσα ἐφανερώθη ἐν τῇ σαρκί τοῦ Χριστοῦ. Τά βιβλία καί οἱ Ἀπόστολοι λένε γιά τήν Ἐκκλησίαν «οὐ γῆν εἶναι ἀλλὰ ἄνωθεν». «Ἦν γὰρ πνευματικὴ ὡς καὶ ὁ Ἰησοῦς ἡμῶν ἐφανερώθη ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ἵνα ἡμᾶς σώσῃ». Καί ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Σαλαμῖνος λέγει· «Ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία ἀπ᾿ ἀρχῆς οὖσα, ὕστερον πάλιν ἀποκαλυφθεῖσα ἀρχὴ πάντων ἐστί». Καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος· «Πρότερον κτισθεῖσα ἡ Ἐκκλησία μετὰ ταῦτα γεννᾶται ἐκ Θεοῦ».
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἱδρυτής καί ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως πρώτη ἀρχή, πρώτη αἰτία τῆς Ἐκκλησίας _ἡ ἀρχή πάντων τῶν ἀγαθῶν εἶναι ὁ Θεός Πατήρ, «ὁ ἐπάνω πάντων καὶ διὰ πάντων προνοῶν καὶ διοικῶν. Ὁ Πατὴρ ἠθέλησε καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ταύτην ἡμῖν ἡτοίμασε πρὸ καταβολῆς κόσμου. Οὕτως, ἡ Ἐκκλησία ἔσχε τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ Πατρός, τὴν πρόθεσιν, τὴν βουλήν, τὴν πρώτην ὁρμήν». Ὅλα ἀπό τόν Πατέρα ἀρχίζουν _καί πρέπει νά τό τονίσουμε αὐτό καί διά τόν λόγον ὅτι τό κύριον θέμα φέτος εἶναι ὁ Θεός Πατήρ _γιά ὅλα ἡ πρώτη πηγή καί ἡ πρώτη ἀρχή καί ἡ πρώτη αἰτία καί ἡ πρώτη βουλή εἶναι ὁ Πατήρ. Ὁ Πατήρ ὡς ἡ μόνη πηγή τῆς Θεότητος γεννᾶ τόν Υἱόν καί ὁ Πατήρ ἐκπορεύει τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά καί ὁ Πατήρ ἐπίσης εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει ἐν νῷ νά δημιουργήσει τόν κόσμον, νά πλάσει τόν πνευματικόν κόσμον, νά ὑπάρξει ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία αὐτή πού ἐν χρόνῳ, ἄς ποῦμε, ἔλαβε σάρκα καί ὀστᾶ.
Καί ἔτσι, γιά νά τιμήσουμε καί νά ὑπηρετήσουμε κάπως σ᾿ αὐτό τό σημεῖο τό θέμα τό φετινό, ὁ Θεός Πατήρ, εἶναι Πατήρ, Πατήρ ὅλων, Πατήρ κατά φύσιν τοῦ Υἱοῦ, Αὐτός πού ἐκπορεύει κατά φύσιν τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά Αὐτός ἐπίσης πού κατά χάριν κάνει ὅλα τά λογικά ὄντα υἱούς καί θυγατέρες. Τελικά, ὅσοι σωθοῦν, θά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ, καί αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία. Μέσα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λίγο-πολύ ὁ καθένας μας πρέπει νά νιώθουμε ὅτι γεννηθήκαμε, «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α’ Κορ. 4, 15) λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί δέν γίνεται ἔτσι τυχαῖα μέσα στήν Ἐκκλησία λόγος γιά Πατέρες· βλέπουμε ὅτι χρησιμοποιεῖται συχνά ἡ λέξις Πατήρ, Πατέρες. Οἱ ἅγιοι δέν λέγονται ἔτσι εἰκῆ καί ὡς ἔτυχε Πατέρες. Εἶναι αὐτοί πού μέσα στήν Ἐκκλησία γεννήθηκαν ἀπό ἄλλους πιό μπροστά διά τοῦ Εὐαγγελίου· γεννήθηκαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, καί Πατέρες ὄντες τῆς Ἐκκλησίας γεννοῦν καί ἐκεῖνοι μέ τή σειρά τους ἄλλους.
Λίγο-πολύ τελικά ἀληθινός χριστιανός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά ἔχει αὐτή τήν αἴσθησιν, ὅτι γεννήθηκε. Ἄλλο εἶναι νά εἶσαι ἁπλῶς μέσα στήν Ἐκκλησία, νά πᾶς καί νά ᾿ρχεσαι, ὅπως θέλεις ἐσύ, νά ἔχεις αὐτήν τήν αὐτονομία καί νά κάνεις ὅ,τι θέλεις, καί ἄλλο εἶναι νά αἰσθάνεσαι ὅτι εἶσαι μέλος τῆς Ἐκκλησίας· ἀλλά ἔτσι, μ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια γεννημένος μέσα στήν Ἐκκλησία καί εἶσαι τέκνο τοῦ Θεοῦ, υἱός τοῦ Θεοῦ καί κάθε μέρα γίνεσαι ὅλο καί πιό πολύ τέκνο τοῦ Θεοῦ, ἕως ὅτου καταλήξουμε οἱ πάντες σ᾿ αὐτό πού λέει· Κεφαλή πάντων καί τοῦ Χριστοῦ θά εἶναι ὁ Θεός (Α’ Κορ. 11, 3), καί καθώς ἐμεῖς θά εἴμεθα ἀδελφοί μέ τόν Χριστό, γιατί εἴμεθα συγκληρονόμοι τοῦ Χριστοῦ, λέει _κληρονόμοι Θεοῦ ἀλλά συγκληρονόμοι Χριστοῦ (Ρωμ. 8, 17)_ ὡς τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὡς συγκληρονόμοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ θά κληρονομήσουμε τήν αἰώνιο βασιλεία. Καί αὐτό σημαίνει· αἰώνια ὁ Πατέρας μας ὁ οὐράνιος θά εἶναι Πατέρας μας καί ἀπό πολύ κοντά.
Προχωρώντας ὁ Θεός Πατήρ στήν ἐκπλήρωση τῆς προαιωνίου ταύτης βουλῆς του, δημιουργεῖ τήν πρώτη ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας, τό οὐράνιον τμῆμα της, δηλαδή τόν ἀόρατον καί πνευματικόν κόσμον, τόν κόσμον τῶν ἀγγέλων ὡς Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς, ὡς πόλιν Θεοῦ ζῶντος καί ὡς Ἰερουσαλήμ ἐπουράνιον. Μέ τήν δημιουργία ὑπό τοῦ Θεοῦ τοῦ πρώτου ζεύγους τῶν ἀνθρώπων, τό ὁποῖον εἶχε ἐν τῷ Παραδείσῳ ἄμεσον κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία κατέβη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τόν Θεόν καί μετεφυτεύθηκε στή γῆ, κατά τόν ἅγιον Εἰρηναῖον. Ἔτσι ἡ ἀποκεκρυμμένη ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ Ἐκκλησία εἰσέρχεται στήν ἱστορίαν τοῦ κόσμου.
Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μ᾿ αὐτά πού λέμε, προϋπῆρχε· ἦτο ὁ οὐράνιος κόσμος. Μέ τήν δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων _πού καί αὐτοί εἶναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ_ μεταφυτεύεται ἡ Ἐκκλησία στήν γῆ, εἰσέρχεται στήν ἱστορίαν τοῦ κόσμου. «Κατά τήν περίοδον αὐτήν ἄν καί αἱ ἀγγελικαί καί αἱ ἀνθρώπιναι δυνάμεις, αἱ ἐπίγειαι καί αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἀπετέλουν μίαν ἑνότητα, μίαν Ἐκκλησίαν, μίαν βασιλείαν ὑπό ἕναν βασιλέα, τόν Τριαδικόν Θεόν, ἐν τούτοις ἡ μετά τῶν ἀνθρώπων κοινωνία τοῦ Θεοῦ καθώς καί ἡ θέσις τῆς ἐξ ἀνθρώπων Ἐκκλησίας ἐν τῇ ἐπουρανίῳ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ δέν εἶχον προσλάβει τήν τελικήν αὐτῶν μορφήν. Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Θεοῦ μετά τῶν πρωτοπλάστων ἀπετέλει τό προστάδιον τῆς τελείας κοινωνίας τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν μακαρίαν ζωήν τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν».
Ἐδημιουργήθη ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή τά λογικά ὄντα, οἱ οὐράνιες δυνάμεις καί οἱ ἄνθρωποι στή συνέχεια, ἀλλά δέν εἶναι ὅλα ἀκόμη τέλεια. Εἶναι ἕνα προστάδιο. Τό τέλειο θά συντελεσθεῖ, ὅταν τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος θά γίνει ἄνθρωπος, θά σαρκωθεῖ, θά προσλάβει τήν Ἐκκλησίαν ὡς σῶμα Του, καί θά γίνει ἡ Ἐκκλησία τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἐν τῷ σώματι τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, οἱ πάντες _ἐφόσον θέλουν νά εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, ἐφόσον δέχονται τήν Ἁγία Τριάδα, ἐφόσον δέχονται τόν Χριστόν, πιστεύουν εἰς Αὐτόν, λαμβάνουν τό Πνεῦμα τό Ἅγιον_ οἱ πάντες ἔχουν ἄμεση, θά λέγαμε, περιχώρηση, ἀπό πολύ κοντά περιχώρηση μέ τόν Θεό.
Ἄλλο εἶναι γενικά νά πιστεύουμε στόν Θεό, ἄλλο εἶναι γενικά νά περιμένουμε τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού ἔρχεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἔρχεται μέ ὅλους τούς τρόπους πρός πᾶσαν κατεύθυνση· ἄλλο εἶναι ἐκεῖνο καί ἄλλο ἀκόμη καί μέσα στόν Παράδεισο πού οἱ πρωτόπλαστοι ἔγιναν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ὅμως δέν ἔχει σαρκωθεῖ ἀκόμη ὁ Λόγος, δέν ἔχει σαρκωθεῖ τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἑπομένως ὑπάρχει μιά κάποια ἀπόσταση. Μέ τή σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι καί ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Θεός, καί ἡ ἀνθρωπότητα καί ἡ Θεότητα ὑπάρχει στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· καί δέν ὑπάρχει φόβος νά πέσει πιά ἡ ἀνθρωπότητα, ὅπως ἔπεσαν οἱ πρωτόπλαστοι, καί ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό εἶναι ἀπόλυτη, ὅσο εἶναι δυνατό ἀπό τήν ἀνθρώπινη πλευρά, καί ἡ θέωση εἶναι τέλεια.
Μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων φάνηκε πρός στιγμήν ὅτι ματαιώθηκε ἡ πραγματοποίηση τῆς τελειώσεως τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεός ὅμως διώχνει μέν τούς πρωτοπλάστους ἀπό τόν Παράδεισο, ἀλλά συγχρόνως τούς δίδει καί τήν ὑπόσχεση γιά τή σωτηρία, τήν ἀπολύτρωση διά τῆς Ἐκκλησίας. Καί ὅπως γνωρίζουμε ὁ Θεός θέτει εἰς ἐφαρμογήν τό σχέδιόν Του.
Ὁ Θεός Πατήρ ἐκλέγει τόν Ἀβραάμ καί διά τοῦ Ἀβραάμ δημιουργεῖ τόν λαόν Του, τόν ἐκλεκτόν λαόν, καί ἄσχετα ἄν αὐτός ὁ λαός καθόλου δέν ἀνταποκρίνεται σ᾿ αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, ἄσχετα ἄν γενικότερα ὁ λαός αὐτός, πού εἶναι περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ καί ἐκλεκτός λαός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὅμως εἶναι σκληροτράχηλοι καί κάθε τόσο κάνουν ἀπιστίες καί ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεόν, ὅμως τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ δέν ἀποτυγχάνει. Κάποιο λεῖμμα μένει, κάποιο ὑπόλοιπο μένει. Μένουν κάποιοι οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦνται ἀπό τόν Θεόν στό σχέδιό Του. Καί ἔτσι μέ βάση αὐτό τό λεῖμμα, μέσα στό ὁποῖο εἶναι καί ἡ Παναγία, ὑπάρχει τό πρόσωπο ἐκεῖνο τό ὁποῖο, θά λέγαμε, ἀναζητοῦσε ὁ Θεός ἐπί αἰῶνες, τό κατάλληλο πρόσωπο τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά ἀνταποκριθεῖ, νά γίνει τό πρόσωπο αὐτό _πού εἶναι ἡ Παναγία_ ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, νά γίνει αὐτή ἐκ τῆς ὁποίας θά προέλθει ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος, ὅπως λέγει «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου».
Ἐπίσης θά μπορούσαμε νά ποῦμε ἐδῶ ὅτι, καθώς κάνουν λόγο οἱ Πατέρες _καί ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος ἐπίσης κάνει λόγο_ γιά «δυό συναγωγές», ναί οἱ Πατέρες τό εἶδαν καί τό ἀνεγνώρισαν αὐτό μετά. Ἀπό τό ἕνα μέρος δηλαδή εἶναι ὁ λαός αὐτός πού προῆλθε ἀπό τόν Ἀβραάμ, ὁ ἐκλεκτός λαός, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ πού ὁ Θεός τόν ἔφτιαξε, τόν ἑτοίμασε, ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ δίκαιοι ἀπό τά ἔθνη, πού οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τούς θεώρησαν, ὁρισμένους ἐξ αὐτῶν, χριστιανούς πρό Χριστοῦ. Καί εἶναι τρόπον τινά καί ἡ ἄλλη συναγωγή ἀπό κεῖ, πού καί αὐτοί ἐκλήθησαν στό νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Δέν ξέρω ἄν χρειάζεται ἐδῶ νά πῶ κάτι πού τό ἔχω πεῖ καί ἄλλη φορά. Ἦταν ἕνας μοναχός ὁ ὁποῖος ἐκεῖ στίς μελέτες του, στίς προσευχές του τά ἔβαζε συχνά μέ τόν Πλάτωνα. Δέν μποροῦσε νά τόν χωνέψει τόν Πλάτωνα τόν φιλόσοφο καί γενικά αὐτούς τούς φιλοσόφους. Καί ἕνα βράδυ, λέει, ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο του ὁ Πλάτων, καί τοῦ εἶπε ῾῾πάψε νά μέ κατηγορεῖς, διότι, ὅταν ὁ Χριστός κατέβηκε στόν Ἅδη καί κήρυξε, ἤμουν ὁ πρῶτος πού πίστεψα στό κήρυγμά Του καί εἶμαι τοῦ Χριστοῦ᾿᾿. Καί σταμάτησε ἀπό κεῖ καί πέρα ἔπειτα ὁ μοναχός αὐτός νά τά βάζει μαζί του. Εἶχε ἕνα φόβο, εἶχε ἕνα δισταγμό μήπως δηλαδή δέν τά ξέρει ὁ ἴδιος καλά τά πράγματα καί ὁ Θεός τά κανόνισε διαφορετικά.
Ὅταν ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλε τόν Υἱόν Αὐτοῦ ὁ Θεός Πατήρ στόν κόσμον νά ἱδρύσει τήν Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐξαπέστειλε καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά νά ἐμψυχώσει καί διοργανώσει αὐτήν τήν Ἐκκλησία καί νά τήν καθοδηγεῖ. Ἔτσι ὁ Θεός Πατήρ, ὡς κεφαλή πάντων εἶναι ἡ κεφαλή καί τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ εἶναι κεφαλή καί τοῦ Χριστοῦ. «Ὥσπερ ἓν σῶμα ἡμεῖς, οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πατὴρ ἕν. Εὑρίσκεται ἄρα καὶ ὁ Πατὴρ κεφαλὴ ἡμῶν ὤν, καὶ μάλιστα κεφαλὴ καὶ βασιλεὺς τῶν ἁγίων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ κεφαλὴ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς καὶ ὅλου τοῦ σώματος αὐτῆς» λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί ἐδῶ, ἀλλά προλάβαμε νά τά ποῦμε λίγο πιό μπροστά, γίνεται λόγος γιά τήν υἱοθεσία. Ὁ Θεός Πατήρ ἔρχεται αὐτός νά μᾶς σώσει, νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἁμαρτία, νά μᾶς ἀπολυτρώσει. Ὅλα αὐτά σημαίνουν τελικά νά μᾶς κάνει υἱούς καί θυγατέρες Του, νά μᾶς κάνει τέκνα Του, νά μᾶς υἱοθετήσει. Καί τώρα γίνεται ἀσφαλέστερα αὐτό. Καί μέσα στόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἦταν τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἦτο ἐπισφαλής ἡ θέση τους. Τώρα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἴμεθα κατά ὁριστικό τρόπο τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ βέβαια νά μείνει κανείς πιστός στόν Χριστό, νά ἔχει μέσα του τόν Χριστό, νά ζεῖ ἐν τῷ Χριστῷ, νά εἶναι δηλαδή ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός Πατήρ εἶναι ὁ δι᾿ Υἱοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐνεργῶν τά πάντα ἐν πᾶσι ἀπό τῆς προαιωνίου βουλῆς μέχρι τῆς βασιλείας τῆς δόξης. Αὐτά γιά τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Καί τώρα ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία. Ὅλο τό ἔργο πού κάνει ὁ Θεός γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ὅλο τό ἔργο πού κάνει ὁ Θεός, γιά νά ἁγιάσει τήν Ἐκκλησία εἶναι αὐτή ἡ Θεία Οἰκονομία. Καί ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας λέει ὅτι τό δεύτερο πρόσωπο σ᾿ αὐτό τό ἔργο κατέχει ὅλως ἐξαιρετική καί κεντρική θέση, διότι αὐτό τό πρόσωπο, ὁ Υἱός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀνέλαβε τήν ἀποκάλυψη καί φανέρωση καί τήν διά τῶν ἔργων ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς οἰκονομίας. Συνεχίζει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. «Μόνος ὁ Υἱὸς αὐτουργὸς ἐγένετο τῆς σωτηρίας ἡμῶν καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸ πᾶν εἰργάσατο». Ἐδῶ ἐπιμένει ὁ ἅγιος, καί καλά κάνει _καί ἄλλοι Πατέρες πρίν ἀπ᾿ αὐτόν ἀλλά ἰδιαίτερα αὐτός ἐπιμένει σ᾿ αὐτό_ ὅτι ἐνῶ ὅλα ὅσα γίνονται ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τήν ἀνθρωπότητα, γιά τόν κόσμο, γίνονται ἀπό κοινοῦ, ὅμως ἐδῶ εἰδικά στή Θεία Οἰκονομία «μόνος ὁ Υἱὸς αὐτουργὸς ἐγένετο τῆς σωτηρίας ἡμῶν καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸ πᾶν εἰργάσατο». «Ἐβουλήθη μὲν ἡ Τριάς _ἡ Ἁγία Τριάς ἦταν πού τό θέλησε, πού τό σκέφθηκε, πού τό ἀπεφάσισε_ καὶ ὅπως ἂν γένοιτο προυνοήθη, ἐνεργεῖ δὲ οὐκέτι κοινῇ». Δέν ἐνεργεῖ ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς. Ἄνθρωπος γίνεται μόνο τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μόνον ὁ Χριστός. Δέν γίνεται ἄνθρωπος καί ὁ Πατήρ, δέν γίνεται ἄνθρωπος καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. «Αὐτουργὸς γὰρ οὔτε ὁ Πατὴρ οὔτε τὸ Πνεῦμα ἀλλὰ μόνος ὁ Λόγος καὶ μόνος ὁ Μονογενὴς αἵματος ἠνέσχετο καὶ σαρκός, καὶ ἐπλήγη καὶ ὠδυνήθη καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, δι᾿ ὧν ἡ φύσις ἀνεβίω καὶ τὸ βάπτισμα συνέστη, ἡ καινὴ γέννησις καὶ ἀνάπλασις». Μόνο τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπέστη ὅλα αὐτά· καί γιατί; Διότι ἡ ἀνθρωπότητα ἔπαθε, ἡ ἀνθρωπότητα ἐσταυρώθη, ὁ ἄνθρωπος Χριστός σταυρώθηκε, ὁ ἄνθρωπος Χριστός ἔχυσε τό αἷμα του, ὁ ἄνθρωπος Χριστός ἐπόνεσε· ἡ Θεότης ἀπαθής διέμεινε. Ἀλλά ἄνθρωπος ἔγινε μόνο τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου λαμβάνει ὄχι τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς της ἀλλά τήν ὁριστική καί τελεία μορφή της ὡς σῶμα Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται ἡ ἰδεώδης κοινωνία τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων. Θά γνωρίζετε ἀσφαλῶς ὅλοι σας ὅτι ὄχι ἁπλῶς ὁ Θεός βρῆκε ἕνα σχέδιο, γιά νά μᾶς σώσει, ἀλλά εἶναι πάνσοφο τό σχέδιο. Καί τό σχέδιο ἀκριβῶς αὐτό εἶναι ὅτι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ κοινή βουλή καί ἀπόφαση τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔγινε ἄνθρωπος, καί ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τήν ἰδεώδη κοινωνία τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ὅλο τό θέμα εἶναι αὐτό· ὄχι ἁπλῶς νά ὑπάρχουμε, ὄχι ἁπλῶς, ἄν θέλετε, νά ἔχουμε κάποιες εὐκολίες, νά ἔχουμε κάποια καλά πράγματα, ἀλλά νά ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον δέν εἶναι αὐθύπαρκτος ἀλλά ἐκ τοῦ μηδενός τόν φέρνει ὁ Θεός στήν ὕπαρξη. Ἀλλά καί μετά πού τόν κάνει ὁ Θεός τέλειο _καί καθεαυτόν ὁ ἄνθρωπος ὡς σῶμα καί ψυχή εἶναι τέλειος_ τέλειο τόν ἔκανε ὁ Θεός, ὅμως σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Χωρίς τόν Θεό εἶναι ἕνα τίποτε. Χωρίς τόν Θεό εἶναι τό δυστυχέστερο ὄν ὁ ἄνθρωπος. Καί γιά νά συνεννοηθοῦμε καλύτερα, καί ἄν ἀκόμη ὑποθέσουμε ὅτι εἶναι ἀναμάρτητος ὁ ἄνθρωπος, ἐντελῶς ἀδύνατο βέβαια χωρίς τόν Θεό, ἀλλά ἄν ὑποθέσουμε ὅτι μπορεῖ νά εἶναι ἀναμάρτητος ὁ ἄνθρωπος, χωρίς τόν Θεό, πάλι εἶναι ἕνα τίποτε. Χωρίς τόν Θεό εἶναι ἄδειος, κούφιος. Ἡ κοινωνία αὐτή μέ τόν Θεό, τό ὅτι περνάει ἡ θεϊκή δύναμη, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια, τό Πνεῦμα τοῦτο περνάει στόν ἄνθρωπο καί γίνεται ὁ ἄνθρωπος ὅμοιος μέ τόν Θεό, αὐτό εἶναι πού ἔχει ἀξία.
Λένε τώρα καί οἱ διάφοροι σοφοί καί οἱ διάφοροι φιλόσοφοι καί οἱ διάφοροι, ἄς ποῦμε, ἀνθρωπολόγοι, ἰδεολόγοι κλπ., λένε διάφορα. Τί θά προσφέρουν ὅμως στόν ἄνθρωπο; Ποιός μπορεῖ ποτέ νά προσφέρει στόν ἄνθρωπο αὐτό πού προσφέρει ὁ Θεός; Ποιός μπορεῖ νά κάνει τόν ἄνθρωπο αὐτό πού τόν κάνει ὁ Θεός; Πού οὔτε λίγο οὔτε πολύ τόν κάνει τόν ἄνθρωπο ὅμοιό Του ὁ Θεός, καί αὐτό δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἰδέα, δέν εἶναι ἁπλῶς μιά σύλληψη λογική· εἶναι μιά πραγματικότητα. Κατά χάριν γίνεται ὅμοιος μέ τόν Θεόν ὁ ἄνθρωπος, καθώς ἔχει ἰδεώδη κοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ ἰδεώδης κοινωνία ἐπιτυγχάνεται ἐν τῷ Χριστῷ, πού μέ τή σάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τήν τέλεια ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει κατά τήν ἐποχήν τῆς σαρκώσεως τοῦ Κυρίου, δεδομένου ὅτι ὁ Κύριος κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον «οὐ μόνον Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβεν ἀλλὰ καὶ χάριν αὐτῆς προσέφερε τὴν ὑπερτάτην θυσίαν τοῦ σταυροῦ, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον, τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα. Οὐ γὰρ καλὴν μόνον ἐποίησεν ἀλλὰ καὶ νέαν, οὐ κατὰ τὴν τοῦ σώματος φύσιν ἀλλὰ κατὰ τὴν τῆς προαιρέσεως ἕξιν». Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἡνώθη ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, κατὰ τὸν ὅρον τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μετὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ κατέστη τὸ μυστικόν αὐτοῦ σῶμα καὶ ἡ ἄνευ σπίλου ἢ ρυτίδος νύμφη αὐτοῦ. Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ Ἐκκλησία ἀπέβη τελεία κοινωνία τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, «ἐπιτευχθείσης ἐν αὐτῇ καὶ δι᾿ αὐτῆς τῆς περιχωρήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ Θεῷ καὶ τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ. Γένος ἐγένετο ἓν Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ θεὸς ὁ ἄνθρωπος».
Καμιά φορά ὄχι λίγοι χριστιανοί, ὅταν ἀκοῦν ὅτι κάποτε οἱ Πατέρες ἔκαναν ἀγῶνες καί συνήρχοντο σέ Συνόδους καί ἀπεφάσιζαν καί ἀνεθεμάτιζαν ὅσους ἀνεθεμάτιζαν καί ὅριζαν ὅρους καί κανόνες ἤ πού γίνεται λόγος καμιά φορά καί σήμερα, ὑπάρχουν ἀρκετοί χριστιανοί πού ὅλα αὐτά τά πράγματα τά θεωροῦν μάταια, τά θεωροῦν μή ἔχοντα καμιά ἀξία· ὅτι ἁπλῶς εἶναι θεολογίες, ὅτι ἁπλῶς εἶναι λόγια. Δέν εἶναι ἔτσι. Ἐμεῖς βέβαια μέ τό μυαλό πού ἔχουμε, μέ τόν τρόπο πού σκεπτόμαστε, μέ τήν ὅλη νοοτροπία πού ἔχουμε _πού ἡ ζωή ἔχει ἕνα· τί βγάζεις, τί κερδίζεις, πῶς ξεγελᾶς τόν ἄλλο καί τοῦ παίρνεις περισσότερα, πῶς θά φᾶς καί πῶς θά πιεῖς, πῶς θά περάσεις καλύτερα· αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῆς ζωῆς _τί νά καταλάβουμε ἀπ᾿ αὐτά; Κατά τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ ἀνθρωπότητα καί ἡ Θεότητα ἀσυγχύτως καί ἀχωρίστως, ἀτρέπτως καί ἀδιαιρέτως. Οὔτε συγχωνεύεται καί ἐξαφανίζεται ἡ μιά ἀπό τήν ἄλλη _ἡ ἀνθρωπότητα μέ τή Θεότητα δέν συγχωνεύονται_ ἀλλά καί μένουν ἀχώριστες. Ἑνώθηκαν στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἄλλη· εἶναι ἡ Ἐκκλησία, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ πιστεύσαντες στόν Χριστό.
Νά ἀφήσουμε τί λέει ὁ ἕνας καί τί λέει ὁ ἄλλος καί τί φιλοσοφοῦν οἱ ἄνθρωποι πού δέν γνωρίζουν. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί νά γνωρίσουμε τή διδασκαλία μας, νά γνωρίσουμε τήν πίστη μας, νά γνωρίσουμε αὐτά τά ὁποῖα ὄχι ἁπλῶς κήρυξαν, δίδαξαν οἱ Πατέρες, ἀλλά τά ἔζησαν, μᾶς τά παρέδωσαν ὡς βίωμα. Νά τά ἀκούσουμε, νά τά μάθουμε, νά τά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε ἔτσι. Καί ἀναμάρτητος νά εἶσαι, ἅμα δέν νιώθεις μέσα σου τόν Χριστό, ἅμα δέν νιώθεις μέσα σου τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, καί ἀναμάρτητος νά εἶσαι, ἅμα δέν νιώθεις νά εἶσαι μέσα στόν Χριστό, ἑνωμένος μέ τόν Χριστό κατά ἕναν τέτοιο τρόπο, εἶναι ἐπισφαλής ἡ σωτηρία σου· δέν ξέρουμε τί θά γίνει.
Ἡ ἑνότης τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλῆς ἡμῶν μετὰ τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 5, 23), ὡς σώματος, εἶναι ἀπόλυτος. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐρωτᾶ· «Μὴ δύναται μέσον τι εἶναι κεφαλῆς καὶ σώματος διάστημα κενόν;» Ναί, ἐπιμένουν οἱ Πατέρες νά τό καταλάβουμε καλά. Κεφάλι καί σῶμα. Δέν ὑπάρχει τίποτε ἐνδιάμεσο. Τόσο, ὅπως εἶναι τό κεφάλι μέ τό σῶμα ἑνωμένο, ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία, ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός ἑνωμένος μέ τόν καθένα μας. Τίποτε δέν ὑπάρχει ἐνδιάμεσο. Ὅπου ἡ κεφαλή, ἐκεῖ καί τό σῶμα. Ἐάν τά χωρίσουμε, τότε δέν εἶναι σῶμα οὔτε κεφαλή. Ὅπως λοιπόν δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ κεφαλή χωρίς τό σῶμα ἤ τό σῶμα χωρίς τήν κεφαλή, ἔτσι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ὁ Χριστός χωρίς τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό. Φοβερό. Τό λένε, τό τονίζουν οἱ Πατέρες· Ἅπαξ καί ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος, πάει πιά· δέν θά πάψει ποτέ νά εἶναι καί ἄνθρωπος. Ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ἀλλά ἀνελήφθη ὡς θεάνθρωπος· ὄχι ἁπλῶς ὡς Θεός. Ὅπως ἔπρεπε, γεννήθηκε Θεάνθρωπος, ἔζησε Θεάνθρωπος, ἔπαθε ὡς Θεάνθρωπος, ἀνέστη ὡς Θεάνθρωπος, ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς ὡς Θεάνθρωπος καί αἰωνίως ἐπίσης θά μένει στά δεξιά τοῦ Θεοῦ ὡς Θεάνθρωπος. Ποτέ ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶναι χωρίς τόν Χριστό, τήν κεφαλή, καί ποτέ ὁ Χριστός χωρίς τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ὁριστική αὐτή ἡ ἕνωση, εἶναι ὁριστική αὐτή ἡ κοινωνία. Καί ὅλα αὐτά, γιατί μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, μᾶς ἀγάπησε πρό χρόνων αἰωνίων, ὄχι τότε πού τό εἴδαμε ἐμεῖς καί τό καταλάβαμε ἀλλά πρό χρόνων αἰωνίων, καί θέλησε νά μᾶς κάνει, νά κάνει τήν Ἐκκλησία σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Νά δοῦμε μερικά ἀκόμη ἐδῶ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τό συμπλήρωμα τῆς κεφαλῆς. Εἶναι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 23). Βέβαια ἀκοῦμε τή λέξη πλήρωμα, καί ἄλλος τήν ἐννοεῖ ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό πλήρωμα, δηλαδή τό κεφάλι μόνο του δέν μπορεῖ νά σταθεῖ. Πῶς τά κανόνισε ἔτσι ὁ Θεός! Λοιπόν ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει ἁπλῶς κεφαλή. Θά εἶναι καί τό σῶμα μαζί. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο «τὸ πλήρωμα τοῦ Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία. Καὶ γὰρ πλήρωμα κεφαλῆς σῶμα καί πλήρωμα σώματος κεφαλή». Κατά τόν Μ. Βασίλειο «πάντα ὁμοῦ συμπληροῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ ἑνότητι τοῦ Πνεύματος». Ἔτσι, μέ τήν ἐνανθρώπηση καί στή συνέχεια μέ τά μυστήρια τοῦ βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπιτυγχάνεται τελεία ἕνωσις καί κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις ταυτίζεται μέ τόν Χριστό. Καί ἡ ὁποία Ἐκκλησία, ἔτσι, ἀποτελεῖ συνέχεια καί ἐπέκταση τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ, καί ἔτσι συντελεῖται μυστηριώδης καί «ἀπερινόητός τις περιχώρησις μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων».
Πολύ σοφά λόγια, πολύ φοβερά λόγια. Εὔχεται κανείς νά μποῦν ἔτσι μέσα στήν ψυχή μας, νά μᾶς ταρακουνήσουν, νά μᾶς ἀφυπνίσουν. Ἐνθυμοῦμαι αὐτό τό ὁποῖο λέγει ὁ ἅγιος Μακάριος «γνῶθι τὴν σὴν ἀξίαν, ὦ ψυχή». Ἀπό τό ἕνα μέρος καλούμεθα νά ταπεινωθοῦμε, νά κατηγορήσουμε τόν ἑαυτό μας, νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας, σκόνη νά τόν κάνουμε. Ἀλλά ὅλο αὐτό ὄχι γιά κανέναν ἄλλο λόγο. Ναί, καλούμεθα νά ἀπαρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας, νά πεθάνουμε. Ἀλλά ἀκριβῶς καθώς θά πεθάνουμε _ὅπως τό σίδερο πού μπαίνει μέσα στή φωτιά καί πεθαίνει τρόπον τινά ἐκεῖ, ἀλλά τί πεθαίνει; φεύγει ἡ σκουριά_ γιά νά φύγουν λοιπόν ὅλα τά παράσιτα καί νά βγεῖ καινούργιος ὁ ἑαυτός μας ἀπό κεῖ μέσα. Διότι ἡ ψυχή δέν παύει νά ἔχει τήν ἀξία πού τῆς ἔδωσε ὁ Θεός.
«Γνῶθι τὴν σὴν ἀξίαν, ὦ ψυχή». Κατάλαβε, ψυχή μου, τί ἀξία ἔχεις. Καθένας μας κάπως ἔτσι νά καταλάβει τί σημαίνει ὅτι εἴμαστε πλάσματα τοῦ Θεοῦ, τί σημαίνει ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεός νά γίνουμε τέκνα του, μᾶς ἐκάλεσε νά γίνουμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τί σημαίνει ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέσα στά Μυστήρια ἔχουμε αὐτήν τήν μυστηριώδη καί ἀπερινόητη περιχώρηση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ὅλος ὁ Θεός ἔρχεται σέ σένα καί σέ δέχεται ὅλον. Αὐτά πρέπει νά τά πιστεύει κανείς. Θέλουμε δέν θέλουμε ζοῦμε στόν κόσμο αὐτό, ζοῦμε σ᾿ αὐτή τήν καθημερινή ζωή καί τό ἕνα τραβάει ἀπ᾿ ἐδῶ καί τό ἄλλο τραβάει ἀπ᾿ ἐκεῖ. Δέν θά πάθει τίποτε κανείς, ἄν πιστεύσει ἀληθινά καί ἄν κάθε μέρα αὐτήν τήν πίστη τήν καλλιεργεῖ καί κάθε μέρα παρακαλεῖ τόν Θεό νά τοῦ δίνει περισσότερη πίστη καί νά ζεῖ ἔτσι ὀντολογικά ἑνωμένος μέ τόν Χριστό μέσα στήν Ἐκκλησίαν. Ὅλα αὐτά μετά εἶναι μιά πραγματικότητα.
Δέν λένε οἱ Πατέρες τυχαῖα ὅτι αἰσθάνονται μέσα τους τόν Χριστό, δέν λένε τυχαῖα ὅτι αἰσθάνονται νά εἶναι μέσα στόν Χριστό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος ζοῦσε ἔτσι μέσα στήν Ἐκκλησία καί εἶχε αὐτά τά βιώματα καί ἔνιωθε, ἀνέπνεε τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἐγίνετο λόγος τότε γιά τό δεύτερο καί γιά τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ῾῾εἶναι Θεός, δέν εἶναι;᾿᾿ _ὅπως πρῶτα εἶχε γίνει γιά τόν Χριστό, γιά τό δεύτερο πρόσωπο, μετά ἔγιναν διαμάχες καί γιά τό τρίτο_ λέει ῾῾πῶς εἶναι δυνατόν νά μήν εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα Θεός, ἀφοῦ ἐμᾶς θεώνει; Καί πῶς θά θέωνε ἐμᾶς, ἄν δέν ἦταν τό ἴδιο Θεός;᾿᾿ Οἱ Πατέρες τέτοια ἐπιχειρήματα εἶχαν καί ἔτσι ἀπεδείκνυαν τήν ἀλήθεια.
Ἔχουμε ἀρκετά νά ποῦμε γιά τό σῶμα αὐτό τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα πού εἴμαστε ἐμεῖς. Λέγει κάποιος θεολόγος· Ἐν τῇ ἐκφράσει τοῦ ἀποστόλου «σῶμα τοῦ Χριστοῦ», ὁ τόνος δίδεται εἰς τήν λέξιν Χριστοῦ περισσότερον, διότι δεικνύει ὅτι τό σῶμα εἶναι σῶμα τῆς κεφαλῆς, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ τό σῶμα, καί ἑπομένως πρόκειται πρωτίστως οὐχί περί τοῦ σώματος τῶν πιστῶν (coetus fidelium), τό ἄθροισμα τῶν πιστῶν, ἀλλά περί τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ». Ἐδῶ γίνεται ἕνα λάθος ἀπό πολλούς, καί πιό πολύ προσέχουμε τό ἄθροισμα τῶν πιστῶν, ἀλλά αὐτό τό ἄθροισμα εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἄν τό ἀπομονώσουμε ἤ ἄν χαλαρά τό συνδέουμε μέ τόν Χριστό, δέν εἶναι τότε σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Δέν εἶναι ἁπλῶς νά μαζευτοῦμε ὅλοι ὅσοι πιστεύουμε καί νά θεωρηθεῖ αὐτό Ἐκκλησία καί νά θεωρηθεῖ αὐτό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἀρκεῖ αὐτό. Χρειάζεται νά εἴμαστε ὄντως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέσα στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Τό σῶμα δέν ἀποτελεῖ ἕνα ἐμπειρικό σύνολο σάν ἕνα αὐτοτελές corpus-σῶμα, τό ὁποῖον κατόπιν ἀνήκει στόν Χριστό. Δέν ὑπάρχει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του καί ὕστερα ἀνήκει στόν Χριστό. Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, οἱ πιστοί ὑπάρχουμε ἐν τῷ Χριστῷ. Δέν ὑπάρχουμε πρῶτα ὡς Ἐκκλησία καί ὕστερα πᾶμε καί ἀνήκουμε εἰς Αὐτόν, καί ἀποτελοῦμε τό σῶμα τό ὁποῖο ἐκ τῶν ὑστέρων ἀνήκει στόν Χριστό. Ἀλλά τό σῶμα ἐξαρτᾶται ἀπό Αὐτόν καί κυβερνᾶται ἀπό Αὐτόν, πού εἶναι ἡ κεφαλή καί ἐξουσιάζει ὁ Χριστός ὡς κεφαλή τό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία.
Καί ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Βασίλειος Ἰωαννίδης ἔλεγε «ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς τό ἄθροισμα τῶν πιστῶν (coetus fidelium) ἐξωτερικῶς συμπαρευρισκόμενον καί ἐξωτερικῶς συμπαρευρισκομένων ἐν μιᾷ κοινῇ θρησκευτικῇ κοινότητι ὡς ἕν τινι συλλόγῳ καί θιάσῳ, ἀλλά εἶναι αὐτό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὀντολογικῶς ἀπολύτως νοούμενον, οὐχί δέ ὡς ἁπλῆ μεταφορική εἰκών». Πόσο μεγάλο λάθος κάνουν ὅσοι ἁπλῶς μελετοῦν τήν Ἁγία Γραφή ἤ κάποιο θρησκευτικό βιβλίο ἤ συγκεντρώνονται καί προσεύχονται. Αὐτά ὅλα ἔχουν ἀξία, ἐφόσον εἴμεθα στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον εἴμεθα ὀντολογικῶς ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό ὡς Ἐκκλησία καί ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἄλλα πολλά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ἐδῶ, ἀλλά πρέπει νά προχωρήσω.
Νά ποῦμε λίγα γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κεντρική εἶναι ἡ θέσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι ὁ Χριστός ἔλεγε στούς μαθητάς του· «Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. Ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς» (Ἰω. 16, 7). «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16, 13). «Τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» (Ἰω. 15, 26). Τό λέει καί τό τονίζει, καί ὄχι ὅπως λένε οἱ Δυτικοί ὅτι ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Ἐνῶ ἀπό τό ἕνα μέρος ὅλα γίνονται καθώς ὁ Θεός Πατήρ τά σκέπτεται, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁ Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ αὐτουργός τῆς Θείας Οἰκονομίας, αὐτός πού γίνεται ἄνθρωπος, ὅλα τά κάνει, δέν γίνονται ὅμως ὅλα· χρειάζεται καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Στήν κοιλία τῆς Παναγίας τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὁ Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, θά ἀρχίσει νά κυοφορεῖται ὡς ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό τό ἔργο, μολονότι γίνεται ἀπό τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν τό κάνει μόνο Του ὅμως. Αὐτό τό ἔργο τό κάνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. «Ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» λέμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ὁ ἄγγελος πού ἐπισκέφθηκε τήν Παναγία καί τῆς ἀνήγγειλε τό χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι θά γεννήσει τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί ἐκείνη ἀπορεῖ «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; ἀποκριθείς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λουκ. 1, 34-35). Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι γιά νά ἐνεργοποιηθεῖ τό ὅλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἤ, καλύτερα, γιά νά οἰκειωθοῦν οἱ ἄνθρωποι τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου, χρειάζεται τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Γι᾿ αὐτό εἶπε στούς μαθητάς του «καθίσατε εἰς Ἰερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. 24, 49). Καί πραγματικά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἦρθε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Καί τότε οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν αὐτό πού ἤθελε ὁ Θεός νά γίνουν. Τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο, ἄς ποῦμε, ζωντάνεψε τήν Ἐκκλησία, δραστηριοποίησε τήν Ἐκκλησία καί ξεκίνησε ἡ Ἐκκλησία, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο μεταβάλλει καί ἕνα ἕκαστον τῶν Ἀποστόλων καί γίνονται πλέον μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γίνονται αὐτοί πού ἔχουν ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό, γίνονται αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν διστάζουν νά πεθάνουν κιόλας. Ἐνῶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος πρίν λίγες μέρες φοβήθηκε τήν παιδούλα, τώρα εἶναι γεμάτος Πνεῦμα Ἅγιο, εἶναι πνευματέμφορος, ἔχει τώρα ἀληθινή κοινωνία μέ τόν Θεό, δέν εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἔστω ὁ Πέτρος ὁ δυνατός, αὐτός ὁ ψημένος θαλασσινός τῆς Τιβεριάδος. Ἀνθρώπινα εἶναι αὐτά καί δέν φθάνουν, δέν κάνουν τίποτε. Τώρα εἶναι δυνατός, τώρα πού ἔχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τώρα εἶναι σάν θεάνθρωπος, σάν ἕνας ἄλλος Χριστός, καί αὐτός καί οἱ ἄλλοι. Καί αὐτό γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα καί γι᾿ αὐτό μένει μέσα στήν Ἐκκλησία τό Ἅγιον Πνεῦμα καί σέ ὅλους αὐτούς πού βαπτιζόμεθα, τό Ἅγιον Πνεῦμα κάνει τό βάπτισμα. Γίνεται γάμος; Τό Ἅγιον Πνεῦμα. Γίνεται Θεία Λειτουργία; Τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τόν Πατέρα παρακαλοῦμε, ἀλλά λέμε «κατάπεμψον τὸ Πνεῦμά σου τὸ Ἅγιον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον…, τὸ δὲ ποτήριον τοῦτο…» κλπ.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Νά ἀφήσουμε τά ἄλλα καί νά δοῦμε λίγο ἀπό τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα πάλι τί λέγει. «Εἰ γὰρ μιᾷ φιλανθρωπίᾳ τὸ γένος ἔσωσεν ἡ Τριάς, ἀλλ᾿ ὅμως τῶν ὑποστάσεων ἑκάστη τῶν μακαρίων ἰδίαν τινά λέγεται συντέλειαν εἰσενέγκαι. Ὁ μὲν γὰρ Πατὴρ διήλλακται, ὁ δὲ Υἱὸς διήλλαξε, τὸ δὲ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον φίλοις ἤδη καταστᾶσι δῶρον ἐγένετο». Ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος καί δέν ἔχει καθόλου καλή σχέση μέ τόν Θεό. Μέ τή σάρκωση τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό νά πεθάνει ὁ Χριστός ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί νά ἀναστηθεῖ, ἔπαψε νά ὑπάρχει αὐτή ἡ ἔχθρα ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό καί ἔγινε καταλλαγή. Τήν καταλλαγή αὐτή τήν ἔκανε ὁ Κύριος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δίδεται ὡς δῶρον.
Λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅτι «ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ὁ Χριστὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡμεῖς ἐν αὐτῷ, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔδωκεν ἡμῖν» (Α’ Ἰω. 4, 13-14). Τά ἄλλα εἶναι λόγια. Δέν εἶναι δύσκολο νά διαβάζεις, νά ἀκοῦς, νά συζητᾶς, νά ἀναφέρεις τόν Χριστό καί νά διδάσκεις καί τούς ἄλλους· δέν εἶναι δύσκολο. Ὅμως καθόλου δέν εἶναι αὐτό ἀπόδειξη, ἄν θέλετε, ἔνδειξη ὅτι ὄντως συνετελέσθη ἡ σωτηρία μέσα σου. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἐκείνη ἡ τελική σφραγίδα, πού δείχνει ὅτι δεχθήκαμε τόν Χριστό, μᾶς δέχθηκε ὁ Χριστός, εἴμεθα μέσα στόν Χριστό, εἶναι μέσα μας ὁ Χριστός καί ζοῦμε ἐν Χριστῷ· ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐάν μέσα μας ἔχουμε ἄλλο πνεῦμα, θά ἔχουμε δικές μας ἰδέες, καλές, σοφές ἀλλά δέν εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ἐάν λείπει ἀπό μέσα μας τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὑπάρχει πρόβλημα καί κινδυνεύουμε.
Ἀδελφοί μου, ὅλα αὐτά σημαίνουν μέ δυό λόγια τοῦτο. Ὁ Θεός εἶναι τριαδικός _ὁ Θεός ξέρει γιατί εἶναι τριαδικός, ἀλλά ἐμεῖς ὅσο μποροῦμε νά καταλάβουμε εἶναι ὅτι ἀνάμεσα στά τρία πρόσωπα ὑπάρχει κοινωνία, ὑπάρχει ἀγάπη καί δέν ἔχει καμιά ἀνάγκη ἀπό κάποιον ἄλλον ὁ Θεός. Δέν ἔχει ὁ Θεός ὁ δικός μας, ὁ τριαδικός Θεός, ὁ ἀληθινός φυσικά, αὐτός ὁ ἀληθινός Θεός δέν ἔχει καμιά ἀνάγκη. Ἑπομένως ἄν σκέφθηκε νά κάνει τόν κόσμο, ἄν σκέφθηκε νά κάνει τά λογικά ὄντα, τούς ἀγγέλους καί μᾶς, ἀπό ἀγάπη μᾶς ἔκανε. Καί ἐμεῖς ἁμαρτήσαμε, πέσαμε.
Ἀλλά ὁ Θεός ξέρει τί κάνει. Μᾶς ἐξασφάλισε, θά λέγαμε, καλύτερη σωτηρία μέ τήν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε δηλαδή τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἄνθρωπος. Ἔτσι ὅποιος τώρα πιστεύει στόν Χριστό, πιστεύει στήν Ἁγία Τριάδα, πιστεύει στήν Ἐκκλησία, ὑποτάσσεται στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζεῖ μέσα στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά ἀληθινά, ὄχι τυπικά· τυπικά ὅλοι μποροῦμε νά τό κάνουμε, πρέπει ὅμως νά ἔχουμε καί ἀποδείξεις, καί ἡ ἀπόδειξη εἶναι ἄν ἔχουμε μέσα μας τό Ἅγιον Πνεῦμα· ἄν δέν ἔχουμε μέσα μας τό Ἅγιον Πνεῦμα, εἴπαμε, εἶναι ὅλα ἐν ἀμφιβόλῳ_ οἱ πάντες λοιπόν τώρα ἐν τῷ Χριστῷ, ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, γινόμαστε ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός, καί ἀρχίζουμε καί τό βλέπουμε αὐτό ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο. Δέν εἶναι κάτι δηλαδή πού ἁπλῶς τό πιστεύουμε.
Ἄλλο λάθος πάλι αὐτό. Οἱ ἅγιοι δέν πίστευαν ὅτι ἔχουν μέσα τους τόν Χριστό, ἀλλά εἶχαν ὄντως μέσα τους τόν Χριστό. Δέν πίστευαν ἁπλῶς ὅτι εἶχαν μέσα τους τό Ἅγιον Πνεῦμα, εἶχαν ὄντως μέσα τους τό Ἅγιον Πνεῦμα. Δέν πίστευαν ἁπλῶς ὅτι τούς ἄλλαξε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά ὄντως τούς συνεχώρησε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς καθάρισε, τούς γιάτρεψε, τούς ἐθέωσε. Τό εἶχαν αὐτό μέσα τους, τό ἔζησαν αὐτό. Καί καλεῖται ὁ καθένας καί ἀρχίζει ὁ καθένας ἀπό δῶ νά τό ζεῖ αὐτό. Καί ὅλα αὐτά, καθώς θά τελειώσει ὁ κόσμος αὐτός, δέν θά τελειώσουν, ἀλλά θά τελειωθοῦν μέ τό τέλος τοῦ κόσμου αὐτοῦ, γιά νά ζήσουμε αἰώνια μέ τήν Ἁγία Τριάδα ὡς Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἁγίας Τριάδος.
12-4-1992
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ὁμιλίες-Εἰσηγήσεις»