Αγιολογικα
A+
A
A-

199. Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου (Β΄)

Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου

 

Ὁ ἅγιος

 

Τόν τελευταῖο καιρό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἔγραψε ἀκόμη ἕναν ἅγιο στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας: τόν ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη. Ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τόν εἶχε ὡς ἅγιο, καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε μέ εἰδική πράξη τήν ἁγιοκατάταξή του. Χθές, 24 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα πού κοιμήθηκε ὁ ἅγιος τό 1938, γιορτάσθηκε γιά πρώτη φορά ἡ μνήμη του. Καί στό ἑξῆς κάθε χρόνο τήν ἡμέρα αὐτή ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἀνά τόν κόσμο θά γιορτάζει τή μνήμη τοῦ νεοφανοῦς αὐτοῦ ἁγίου.

Ὁ ἅγιος Σιλουανός καταγόταν ἀπό τή Ρωσία. Ἦλθε στό Ἅγιον Ὄρος καί γιά πολλά χρόνια ἀσκήτεψε στό Ρωσικό, στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἦταν καί αὐτός ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι στόν κόσμο καί, ἄν θέλετε, εἰδικότερα ἦταν καί αὐτός ὅπως ἦταν ὅλοι οἱ ἄλλοι μοναχοί, τότε καί πρίν καί μετά, στό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἅγιος Σιλουανός, ὡς ἄνθρωπος προικισμένος ὅπως κάθε ἄνθρωπος μέ νοῦ, μελέτησε τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἦλθε στή γῆ καί ὄχι μόνο ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά παρέδωσε τόν ἑαυτό του, ἔδωσε τόν ἑαυτό του καί θυσιάσθηκε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, γιά τόν ἁγιασμό τῶν ἀνθρώπων. Καί πίστεψε ὅτι καί γι᾿ αὐτόν πέθανε ὁ Χριστός, καί ὅτι, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν ἦταν, ὅσα πάθη κι ἄν εἶχε, ὅσες ἀδυναμίες κι ἄν εἶχε, ὁ Χριστός μποροῦσε νά τόν γιατρέψει καί νά τόν ἁγιάσει. Καί γι᾿ αὐτό ἔδωσε τόν ἑαυτό του χρόνια ὁλόκληρα στόν πνευματικό ἀγώνα.

Δέν πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος ἁπλῶς γιά νά βρεῖ ἡσυχία, γιά νά βολευτεῖ, ἔστω ἁπλῶς γιά νά ζήσει κάπως πνευματικά. Ἀλλά τί; Συναισθανόμενος ἀπό τό ἕνα μέρος τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τή θυσία τοῦ Χριστοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί ἀπό τό ἄλλο μέρος τό πόσο ἁμαρτωλός εἶναι κάθε ἄνθρωπος καί πόσο ἁμαρτωλός ἦταν κι ἐκεῖνος, ἔδωσε τόν ἑαυτό του καθημερινή θυσία στόν πνευματικό ἀγώνα, ἀνταποκρινόμενος στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἕνας μαθητής του, ἕνα πνευματικό του τέκνο, ὁ π. Σωφρόνιος –ζεῖ ἀκόμη[1] στήν Ἀγγλία ἔξω ἀπό τό Λονδίνο, στό Ἔσσεξ, ὅπου ἔχει δικό του μοναστήρι– γνώρισε καλά ἀπό κοντά τόν ἅγιο Σιλουανό, εἶχε ἐμπειρίες ἀπό τή γνωριμία αὐτή καί ἀπό τήν κοινή ζωή τους. Καί εὐτυχῶς πού, καθώς μαζί μέ τήν ὅλη ἀρετή του εἶναι προικισμένος μέ πολλά χαρίσματα καί μέ τή διάθεση μέσα του νά ἁγιάσει, ὁ π. Σωφρόνιος ἔγραψε ἕνα ἀρκετά μεγάλο βιβλίο γιά τόν γέροντά του, γιά τόν πνευματικό του πατέρα, γιά τόν ἅγιο Σιλουανό, καί τοῦ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη γι᾿ αὐτό. Ἄς εἶναι εὐλογημένος, καί ὁ Θεός νά τόν ἁγιάσει.

Ἔχουμε τή χαρά καί τήν εὐλογία ἀπό τόν Θεό νά μποροῦμε νά βροῦμε μέσα σ᾿ αὐτό τό βιβλίο, ἄν ὄχι μέ κάθε λεπτομέρεια, πάντως μέ πολλές λεπτομέρειες τά τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ. Ὁ π. Σωφρόνιος χώρισε τό βιβλίο σέ δύο μέρη. Στό πρῶτο μέρος ἀναφέρεται στή ζωή τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί στό δεύτερο μέρος παραθέτει –εὐτυχῶς καί αὐτό– γραφές τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ. Κείμενα πού ἔγραψε ὁ ἅγιος, πού βγῆκαν ἀπό τό χέρι τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.

Δέν ὑπάρχει κανείς πού διάβασε αὐτό τό βιβλίο καί δέν ὠφελήθηκε, καί ἀπό τό πρῶτο μέρος, πού εἶναι ὅλα ἐκεῖνα πού γράφει ὁ π. Σωφρόνιος, καί ἀπό τό δεύτερο μέρος, πού εἶναι οἱ γραφές τοῦ ἁγίου, αὐτούσια δηλαδή κείμενά του.

Θά ἔλεγε κανείς ὅτι κάθε τόσο συναντᾶς λέξεις, φράσεις ἀπό τίς ὁποῖες μπορεῖς νά πιαστεῖς καί νά σταθεῖς στά πόδια σου καί νά πάρεις σωστή στάση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά εὐλογηθεῖς. Δέν εἶναι ἁπλῶς μερικές φράσεις χαρακτηριστικές, ἀλλά ὅλες οἱ φράσεις πού χρησιμοποιεῖ καί ὅλες οἱ λέξεις του, σχεδόν δηλαδή ὅλα τά κείμενά του, εἶναι βάλσαμο γιά τήν καθεμιά ψυχή καί παρηγορία ἀλλά καί σάν ἕνα φωτάκι… Πῶς, ἄς ποῦμε, εἴμαστε σέ ἕνα σκοτεινό μέρος καί μέ ἕνα φωτάκι ἐπισημαίνουμε ποῦ ὑπάρχει σήραγγα, καί μπαίνουμε ἐκεῖ μέσα καί προχωροῦμε. Μέσα στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας κάθε σκέψη καί κάθε νόημα τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ εἶναι ἕνα φωτάκι –ἀνάλογα βέβαια καί τί διάθεση ἔχουμε– καί μᾶς ἀνοίγει δρόμο πρός τόν Χριστό, πρός τό ἄπλετο φῶς τοῦ Χριστοῦ.

Βλέπει κανείς, διαβάζοντας τό βιβλίο, ὅτι καί ὁ ἅγιος Σιλουανός, ὁ νέος αὐτός ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος, ὅπως ὅλοι μας. Πέρασε πολλά, πάρα πολλά, καί ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, παιδεύτηκε πάρα πολύ, κοπίασε πάρα πολύ, ἀγωνίσθηκε πάρα πολύ, προκειμένου νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του, νά ξεπεράσει τόν παλαιό ἄνθρωπο, ὥστε νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τό πέτυχε. Τόν πρῶτο καιρό, ἐνῶ πολύ προσπαθοῦσε νά πλησιάσει τόν Θεό, νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν Θεό, ἐνῶ πολύ προσπαθοῦσε νά ἀνοίξει αὐτός ὁ δρόμος πρός τόν Θεό, ὥστε νά νιώσει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, νά νιώσει νά τόν ἐλεεῖ ὁ Θεός, νά τόν συγχωρεῖ ὁ Θεός, ὁ δρόμος φαινόταν κλειστός, ὥσπου ὁ ἅγιος εἶπε: «Ἀδυσώπητος εἶσαι, Κύριε».[2]

 

Ἡ κρισιμότερη ὥρα γιά κάθε πνευματικό ἄνθρωπο

 

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅποιος θά τά πάρει στά σοβαρά τά πράγματα, ὅποιος θά τά πάρει ζεστά καί θά πιστέψει, ὅπως πίστεψαν οἱ ἅγιοι, καί θά μπεῖ σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, ὅπως μπῆκαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ἀργά ἤ γρήγορα θά συναντήσει αὐτό τό κλείσιμο τοῦ δρόμου πρός τόν Θεό, ἀργά ἤ γρήγορα θά περάσει κανείς καί θά δοκιμάσει καί αὐτόν τόν πειρασμό. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι θά τά βάλει μέ τόν Θεό –μή γένοιτο!– ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι θά αἰσθανθεῖ πώς, παρά τίς παρακλήσεις του, παρά τόν ἀγώνα του, παρά τήν προσπάθειά του, ὁ Θεός σάν νά μήν ἀνταποκρίνεται. Ἔτσι συνηθίζει νά κάνει ὁ Θεός, καί λίγο πολύ ὁ καθένας θά πεῖ: «Ἀδυσώπητος εἶσαι, Κύριε».

Εἶναι ἡ κρισιμότερη ὥρα, θά ἔλεγα, γιά κάθε πνευματικό ἄνθρωπο, πού θέλει νά προχωρήσει σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο. Εἶναι ἡ κρισιμότερη ὥρα αὐτή, διότι θά πειρασθεῖ ὄχι ἁπλῶς ἀπό τούς διάφορους πειρασμούς, ἀλλά, τρόπον τινά, ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί εἶναι ἡ κρισιμότερη ὥρα, διότι εἶναι ἐνδεχόμενο νά κακιώσει κανείς, νά τόν πιάσει τό παράπονο, νά ἀπελπισθεῖ καί νά τά ἐγκαταλείψει. Ὅποιος ὅμως, ὅ,τι κι ἄν νιώσει, ἐπιμείνει, καθώς θά ταπεινωθεῖ, θά συντριβεῖ καί θά λιώσει ἡ ψυχή του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν θά ἀργήσει νά συναντήσει τόν ἐλεήμονα Θεό, νά νιώσει τό ἔλεος, τή συγχώρηση τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα τό λέει καί τό ξαναλέει ὁ ἅγιος Σιλουανός στίς γραφές του: «Μοῦ συγχώρησες τίς ἁμαρτίες, Θεέ μου». Καί ἀπευθύνεται πρός ὅλο τόν κόσμο καί παρακαλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους νά μετανοήσουν. Παρακαλεῖ καί προτρέπει ὅλους τούς ἀνθρώπους νά ἐπιστρέψουν στόν Θεό, γιά νά ἀκούσουν ὅλοι αὐτές τίς φράσεις ἀπό τόν Θεό: Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου.[3]

 

«Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι»

 

Δέν εἶναι δυνατόν σ᾿ αὐτά τά λίγα λεπτά πού ἔχουμε στή διάθεσή μας νά ποῦμε πολλά γιά τόν ἅγιο. Ἀλλά δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχει τό βιβλίο, πού ὅλοι μποροῦν νά τό διαβάσουν καί νά γνωρίσουν τά τοῦ ἁγίου. Θέλω ὅμως ἕνα ἀκόμη νά πῶ, πού εἶναι πολύ χαρακτηριστικό στή ζωή τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ. Κάποια φορά, μέσα στούς ἀγῶνες του κατά τῶν παθῶν καί τῶν δαιμόνων, εἶπε στόν Θεό: «Τί νά κάνω, Θεέ μου, γιά νά ταπεινωθῶ;» Καί μέσα στήν ψυχή του ἔνιωσε νά τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Θεός: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι».[4] Καί αὐτό ἦταν πού τοῦ ἄνοιξε ἀπό κεῖ καί πέρα τόν δρόμο, καί τό ἔλεγε καί τό ξαναέλεγε.

Τόσο δηλαδή ταπεινός νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόσο ἁμαρτωλό νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του, σάν νά εἶναι στόν ἅδη. Μπές λοιπόν μέσα στόν ἅδη. Κι ἐκεῖνος πού εἶναι στόν ἅδη, εἶναι στόν ἅδη· χάνεται. Μήν ἀπελπίζεσαι ὅμως. Μήν ἀπελπίζεσαι. Ἄν ἁπλῶς ἐλπίζει κανείς στόν Θεό, χωρίς νά νιώθει ὅτι περνάει ἀπό τόν ἅδη, δέν γίνεται τίποτε. Καί ἄν κανείς, ὅσο κι ἄν κατεβεῖ στόν ἅδη, δέν κρατήσει τήν ἐλπίδα στόν Θεό, πάλι δέν γίνεται τίποτε. Καί ὁ ἅγιος τά ἔπιασε αὐτά τά δύο: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι».

Καί θά μποροῦσα νά πῶ: Ὁποιαδήποτε ψυχή θά ἐφαρμόσει αὐτά τά ἁπλά λόγια, δηλαδή ἀπό τό ἕνα μέρος νά κρατάει τόν νοῦ στόν ἅδη καί ἀπό τό ἄλλο μέρος νά μήν ἀπελπίζεται, θά σωθεῖ. Θά μιμηθεῖ τόν ἅγιο καί θά μπεῖ καί αὐτή ἡ ψυχή μαζί μέ τόν ἅγιο στόν παράδεισο.

Ὁ π. Σωφρόνιος στό βιβλίο του, ἀναφερόμενος στόν βίο τοῦ ἁγίου, γιά νά μᾶς δώσει νά καταλάβουμε καλύτερα αὐτό τό «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι», ἀναφέρει κάτι ἀπό τούς ἀσκητές τῆς παλιᾶς ἐποχῆς. Ἕνας ἀπό τούς ἐρημίτες, καί συγκεκριμένα ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια στήν ἄσκηση καί ἀπό πολλούς ἀγῶνες, καθώς προσευχόταν, ἔλαβε πληροφορία ἀπό τόν Θεό ὅτι δέν ἔφθασε στό μέτρο τοῦ τάδε ὑποδηματοποιοῦ πού ζεῖ στήν Ἀλεξάνδρεια. Σηκώθηκε λοιπόν ὁ ἅγιος Ἀντώνιος καί πῆγε καί τόν βρῆκε. Πῆγε σέ ἕναν κοινό ἄνθρωπο, βιοπαλαιστή, καί ἤθελε νά μάθει πῶς εἶναι ἡ ζωή του. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Τό πρωί πρίν ἀρχίσω τήν ἐργασία μου, λέω στόν ἑαυτό μου ὅτι ὁλόκληρη ἡ πόλη αὐτή, ἀπό τόν πιό μικρό μέχρι τόν πιό μεγάλο, μπαίνουν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιά τίς ἐνάρετες πράξεις τους, ἐνῶ ἐγώ μόνος κληρονομῶ τήν κόλαση γιά τίς ἁμαρτίες μου. Τό βράδυ πρίν κοιμηθῶ πάλι λέω τά ἴδια λόγια».[5]

Μέ αὐτό τό περιστατικό πού ἀναφέρει ὁ π. Σωφρόνιος, προσπαθεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε καλύτερα αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Σιλουανός: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι».

 

25-9-1988 & 24-9-2002

[1]. Ἡ ὁμιλία ἔγινε τό 1988· ὁ π. Σωφρόνιος ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στίς 11 Ἰουλίου 1993.

 

[2]. Βλ. Ὁ ἅγιος Σιλουανός, σ. 29.

 

[3]. Μάρκ. 2, 5.

 

[4]. Ὅ. π., σ. 49.

 

[5]. Βλ. Τό Μέγα Γεροντικόν, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», τόμ. 4, Θεσσαλονίκη 22014, κεφ. Κ΄, 1 (σ. 460)· Εὐεργετινός, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 447. Κάτι ἀνάλογο ἀποδίδεται σέ ἀνώνυμο ἀσκητή: Βλ. Τό Μέγα Γεροντικόν, ὅ.π., κεφ. Κ΄, 24 (σ. 486).