Ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως
Ὁ τελικός σκοπός εἶναι ἡ αἰώνια κοινωνία μας μέ τόν Θεό
Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ. Γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τούς ἀγγέλους, τά οὐράνια λογικά ὄντα, ἔπλασε καί τούς ἀνθρώπους, τά ἐπίγεια λογικά ὄντα. Καί τό ἔκανε αὐτό, γιά νά ἀπολαμβάνουν αἰώνια καί πολλά ἄλλα λογικά ὄντα μαζί μέ τόν Θεό τή δόξα του, τήν ὅλη εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση πού ἔρχεται στά πλάσματά του, στά κτίσματά του, πού ἀνάμεσά τους εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος. Καθώς ἀκριβῶς ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ᾿ εἰκόνα ἀλλά καί καθ᾿ ὁμοίωσίν του, ὄντως ἡ ὅλη χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὅλη δόξα του, αὐτή ἡ θεϊκή δύναμη, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι ἐν εὐφροσύνῃ καί ἐν χαρᾷ, περνάει ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο.
Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε στήν κατάσταση τῆς πτώσεως μέ τήν ἀνταρσία πού ἔκανε ἀπέναντι στόν Θεό, ὁ Θεός δέν τόν μίσησε τόν ἄνθρωπο, δέν τόν συνερίστηκε. Καί στό εὐαγγέλιο τῆς θείας Λειτουργίας ὁ Κύριος λέει χαρακτηριστικά: «Δέν ἦλθα νά κρίνω τόν κόσμο ἀλλά νά σώσω τόν κόσμο». Ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο. Τί εἶναι σωτηρία; Σωτηρία εἶναι ἀκριβῶς νά ξανανοίξει γιά τόν καθένα μας ὁ δρόμος πρός τή θέωση καί τήν αἰώνια εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση.
Καί γιά νά γίνει αὐτό τρία πράγματα, θά λέγαμε, χρειάζονταν: Πρῶτον, νά γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός, καί ἔτσι, ἐνόσῳ θά εἶναι αἰώνια καί ἄνθρωπος, νά ὑπάρχει κατ᾿ ἀπόλυτο τρόπο ἡ δυνατότητα αὐτή, νά εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος –δηλαδή ὅλοι ἐμεῖς– ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Δεύτερον, νά θανατωθεῖ ὁ θάνατος, πού εἰσῆλθε στόν ἄνθρωπο διά τῆς ἁμαρτίας, νά θανατωθεῖ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία θανατώνεται μέ τό νά πεθάνει ὁ Χριστός ἐπάνω στόν σταυρό στή θέση ὅλων, καί ἔτσι μέ τόν θάνατό του καταργεῖ τόν θάνατο. Καί τρίτον, νά ἀναστηθεῖ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἔτσι, ὄχι ἁπλῶς ἔχουμε ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι θά ἀναστηθοῦμε καί ἐμεῖς, ἀλλά ἤδη λαμβάνουμε πείρα τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου τοῦ θανάτου πού ἔχουμε μέσα μας, λαμβάνουμε πείρα αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως, αὐτῆς τῆς κοινωνίας μας ὡς ἀνθρώπων μέ τόν Θεό, λαμβάνουμε πείρα αὐτῆς τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν.
Ἔτσι ἀκριβῶς ἔχουν τά πράγματα. Ὅλα εἶναι τελειωμένα, ὅλα ἕτοιμα, ὅλα δεδομένα· καί ὅλο τό θέμα εἶναι ἁπλά-ἁπλά νά πιστεύσουμε ὅτι εἶναι ἔτσι. Καί πιστεύοντας στόν Θεό, στό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀγαλλιάσει καί ἐν εὐφροσύνῃ τρέχουμε πίσω του· γιά νά πραγματοποιηθεῖ διά μέσου ὅλων αὐτῶν πού ἔκανε ὁ Χριστός γιά μᾶς ὁ τελικός σκοπός, πού εἶναι ἡ αἰώνια κοινωνία μας μέ τόν Θεό· γιά νά ἀγαλλιώμεθα καί νά εὐφραινόμεθα.
Ποιός πιστεύει;
Ποιός πιστεύει; Οἱ εὐαγγελικές περικοπές ὅλο αὐτό τό διάστημα ἀπό τό Πάσχα μέχρι τώρα εἶναι κομμάτι-κομμάτι ὅπως ἔρχεται ἡ σειρά ἀπό τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο. Βέβαια, σήμερα πού εἶναι ἡ ἀπόδοση δέν συμπίπτει ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε μέ αὐτήν τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ὡστόσο σ᾿ αὐτήν ἀπό τό ἕνα μέρος φωνάζει ὁ Κύριος: «ἐγώ εἶμαι τό Φῶς» καί φωτίζει τόν καθένα πού ἔρχεται εἰς αὐτόν. Ὁ Θεός ἦρθε ἀκριβῶς γιά νά φωτίσει τούς ἀνθρώπους. Ἦρθε ὄχι γιά νά κρίνει τούς ἀνθρώπους ἀλλά τούς νά σώσει ἀνθρώπους, νά σώσει τόν κόσμο. Καί ἀπό τό ἄλλο μέρος γίνεται μνεία αὐτοῦ πού λέγεται στόν προφήτη Ἠσαΐα: «Τίς ἐπίστευσε;» Καί δέν λέγεται αὐτό τυχαῖα. Βέβαια, πολλοί ἦταν αὐτοί πού εἶχαν πιστέψει, ἀλλά καί πάρα πολλοί ἦταν αὐτοί οἱ ὁποῖοι δέν πίστεψαν στόν Χριστό, καί μάλιστα ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. «Ἦρθε στούς δικούς του καί οἱ ἴδιοι δέν τόν δέχθηκαν».
Κάνει ἐντύπωση αὐτό καί πρέπει κάθε λογικό πλάσμα, κάθε ἄνθρωπος νά προσέξει, ὅτι δηλαδή μιλάει ὁ Θεός καί ὁ προφήτης διερωτᾶται: «Τίς ἐπίστευσε;»«Πίστευσε κανένας;» Καί πιό κάτω, ἀκόμη πιό χτυπητά, πιό ἐκφραστικά, ἀκόμη πιό σκληρά, ἄν θέλετε, λέει ὅτι τετύφλωκεν αὐτῶν τάς διανοίας. Ὄχι βέβαια ὅτι ὁ Θεός τούς ἔχει τυφλώσει στήν κυριολεξία. Ὁ Θεός ἦρθε γιά νά σώσει τόν κόσμο, ἀλλά ἤ ἀνοίγεις τά μάτια σου καί βλέπεις, καταλαβαίνεις, πιστεύεις καί δίνεσαι ὅλος στόν Θεό ἤ, καί ὅταν ἀκόμη δέν ἀρνεῖσαι καί δέν παίρνεις ἀρνητική στάση, ἡ ὅλη στάση σου ἡ ἀδιάφορη δέν συμφωνεῖ μέ τό πῶς τά ἔκανε ὁ Θεός, πῶς τά λέει, πῶς τά θέλει ὁ Θεός, πῶς μᾶς περιμένει ὁ Θεός καί τυφλώνεσαι ὡς πρός τά θεῖα πράγματα. Εἶναι φοβερό! Πόσοι καί πόσοι εἶναι χριστιανοί, πόσοι καί πόσοι παρακαλοῦν τόν Θεό, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ἄν μποροῦν νά ἁρπάξουν τίποτε γιά νά βολέψουν τή ζωή τους.
Ἐνῶ τό βαθύτερο νόημα εἶναι ὅτι ἐμφανίζεται ὁ Θεός καί ὡς ἄνθρωπος, γιά νά ἀπευθυνθεῖ πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν καί νά πεῖ, νά διαλαλήσει μέ ὅλους τούς τρόπους: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, καί σᾶς ἔπλασα γι᾿ αὐτόν τόν λόγο. Ἐσεῖς ἐπαναστατήσατε, γίνατε ἀντάρτες, ἀνυπάκουοι, ἀλλά ἐγώ πάλι ἦρθα κοντά σας καί κατέστρωσα σοφώτατο σχέδιο, ὥστε νά μήν ὑπάρχει κανείς πού νά μή μπορεῖ νά σωθεῖ. Σᾶς καλῶ, λοιπόν, νά μέ ἀκούσετε, νά μέ πιστεύσετε, νά δεῖτε ὅλα αὐτά πού γίνονται γιά σᾶς καί νά μέ ἀκολουθήσετε».
Νά παραδοθοῦμε στό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ
Ὅλο τό θέμα ἑπομένως εἶναι νά πιστεύσουμε καί νά πᾶμε στόν Χριστό. Πρῶτα νά πιστεύσουμε. Ὄχι νά πιστεύσουμε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, ὅτι ὑπάρχει ἁπλῶς ὁ Χριστός, ὄχι νά πιστεύσουμε ἁπλῶς σέ Θεό, ὅπως λέγεται, ἀλλά νά παραδοθοῦμε στό ὅλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, στό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ, σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Θεός. Νά τό παραδεχθοῦμε αὐτό, νά τό ἀποδεχθοῦμε αὐτό.
Διότι ἐγώ Εἶμαι ὑποχρεωμένος καί αὐτή τήν ὥρα νά πῶ, ἐξ ὅσων καταλαβαίνω, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέν θρησκευτικός καί πιστός, ἀλλά ὅμως εἶναι λίγοι, πολύ λίγοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βλέπουν μέ ἀνοιχτή ψυχή, μέ ἀληθινή πίστη καί ἀποδέχονται μέ ὅλη τήν καρδιά τους τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, τόν ἀκολουθοῦν καί χαίρονται καί ἀγάλλονται. Διότι αὐτό σημαίνει ἡ φράση: «Αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγγαλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ». Αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού ὁ Θεός σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, ἀφοῦ πέρασαν αἰῶνες ἀφότου εἶχε καταστρώσει τό σοφό του σχέδιο, καί ἔγινε ἄνθρωπος καίπέθανε στόν σταυρό καί θανάτωσε τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο καί ἀνέστη ἐκ νεκρῶν καί ἀνασταίνει καί ἐμᾶς. Καί μένει σ᾿ ἐμᾶς ἀκριβῶς μόνο αὐτό γιά τό ὁποῖο μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός: ἡ ἀγαλλίαση, ἡ εὐφροσύνη καί ἡ χαρά.
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, τό ὅλο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς, πού θέλει ἀκριβῶς νά μᾶς ἑνώσει μαζί του καί νά μᾶς θεώσει, πού θέλει νά ἔχουμε ἀληθινή κοινωνία μαζί του –σταματάει, χαλάει ἀπό τή στάση τοῦ ἀνθρώπου. Τάχα πιστεύει ὁ ἄνθρωπος στόν Θεό, τάχα τόν ἀναγνωρίζει, τάχα τόν ἀποδέχεται, τάχα τόν θεωρεῖ Θεό, ἀλλά δέν πάει σ᾿ αὐτόν, δέν τόν ἀκολουθεῖ. Θέλει νά πάρει ὅσα μπορεῖ περισσότερα, δέχεται νά παρακαλέσει, νά ζητήσει ἀπό τόν Θεό, ἀλλά δέν δέχεται νά περάσει ἐκεῖνο τό σημεῖο πού ἀπό κεῖ καί πέρα θά ἀνήκει στόν Θεό. Δέν θέλει νά τό περάσει αὐτό τό σημεῖο. Μένει ἀπό τή δική του μεριά καί ὅ,τι ἁρπάξει. Καί τελικά εἴμαστε ταλαίπωροι χωρίς κανένα λόγο.
Νά πιστέψουμε καί νά τόν ἀκολουθήσουμε μέχρι τέλους
Ἡ ζωή ὅλων μας, πού εἴμαστε χριστιανοί, πού βαπτιστήκαμε, πού ὑποτίθεται τά ξέρουμε αὐτά καί τά πιστεύουμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά, ὅλη ἡ ζωή ὁλονῶν μας ἔπρεπε νά εἶναι αὐτή ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση· ἄσχετα τί θά χρειαστεῖ νά περάσουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Αὐτά τά ξέρει ὁ Θεός. Ἐμεῖς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἐκεῖνος θά κανονίσει τί θά περάσουμε, πόσα θά χρειαστεῖ νά περάσουμε ἐνόσῳ θά ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, καί τά ὁποῖα εἶναι χρειαζούμενα. Ἄσχετα τί θά περάσουμε, λοιπόν, ἔχουμε βεβαιότητα μέσα μας γιά τή σωτηρία, ἐφόσον ὅλο τό ἔργο τό ἔκανε ὁ Κύριος καί ἔγινε γιά μᾶς. Καί ἀπό μᾶς θέλει νά πιστέψουμε καί νά τόν ἀκολουθήσουμε μέχρι τέλους ὅ,τι κι ἄν στοιχίσει. Καί ὄντως, κατά ἕναν ὁριστικό τρόπο θά νιώσουμε, θά βιώσουμε καί θά ἀκούσουμε νά μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».
Ποῦ εἶναι μετά τά προβλήματα καί οἱ δυσκολίες καί ποῦ εἶναι τάχα τά βάσανά μας; Ἐμεῖς τά δημιουργοῦμε. Καί γιά νά ἀκριβολογοῦμε, ὅταν ἀκολουθεῖς ἔτσι τόν Χριστό, ὅταν τόν πιστεύεις ἔτσι τόν Χριστό, θά δεῖς ἀμέσως ὅτι ὅλα αὐτά πού σοῦ συμβαίνουν βοηθοῦν καί αὐτά γιά νά κερδίσεις τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βοηθοῦν ὅλα αὐτά πιό γρήγορα νά καθαρίσει ἡ ψυχή σου, πιό γρήγορα νά ἀγαπήσεις ἀκόμη πιό πολύ τόν Θεό, νά πιστέψεις πιό πολύ, νά μετανοήσεις, νά ταπεινωθεῖς καί νά ἀρχίσεις νά χαίρεσαι· ὅλα, ὅλα. Δέν θά βλέπεις πλέον καί δέν θά λές: «Ἔχω τοῦτο, ἔχω ἐκεῖνο. Τί θά κάνω; Πῶς μᾶς βρῆκαν τέτοια βάσανα;» Δέν θά ἔχεις τέτοια πράγματα.
Καί τότε θά βλέπεις ὅτι ὅλα εἶναι σάν ὑπηρέτες πού κλήθηκαν γιά νά βοηθήσουν, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, αὐτός ὁ τελικός σκοπός: Νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό. Καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στήν πράξη, καθώς θά διανύουμε καί θά πορευόμαστε τή ζωή αὐτή, θά θανατωθεῖ ἡ ἁμαρτία, ὄντως θά θανατωθεῖ ὁ θάνατος καί θά ἀναστηθοῦμε ἔχοντας τή νέα ζωή, αὐτό ἀκριβῶς: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός». Καθένας πρέπει τελικά αὐτό νά νιώσει: «Ὄντως δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός». Καί ὅταν ζεῖ μέσα σου ὁ Χριστός, ἔρχεται στήν ψυχή καί κάθαρση, ἀπολύτρωση, χαρά, εὐφροσύνη, ἁγιασμός, ἀναγέννηση, μεταμόρφωση, θέωση.
Ὄντως, ἀδελφοί μου, «αὕτη ἡ ἡμέρα ἥν ἐποίησεν ὁ Κύριος ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ».
11/12-6-2002