Ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Γ΄
Λύτρωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός
Ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ Παναγία, δέν θά ὑπῆρχε σωτηρία
Σήμερα εἶναι ἡ σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βέβαια, πάλι νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ ὅτι ἡμῶν τῶν χριστιανῶν ἡ ἀνταπόκριση στό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι ἁπλῶς φτωχική ἀλλά καί ἐσφαλμένη.
Ἄλλο εἶναι νά ἐκκλησιαστοῦμε τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων καί νά βιώσουμε –καί νά βιώνουμε συνεχῶς– τό γεγονός αὐτό, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε υἱός ἀνθρώπου καί αὐτό ἔγινε γιά κάποιο λόγο, γιά κάποιο σκοπό, καί ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νά γιορτάσουμε· κάτι πού τό κάνουμε γιά μᾶς: γιά νά εὐχαριστηθοῦμε, γιά νά καταστείλουμε λίγο τίς ἐνοχές μας καί τίς τύψεις συνειδήσεως καί νά πάρουμε ἀφορμή νά κάνουμε τίς ὅποιες ἁμαρτίες κάνουν οἱ ἄνθρωποι τίς γιορτινές ἡμέρες.
Τό ἴδιο εἶναι καί μέ τήν ἑορτή τῆς Παναγίας. Ἄλλο εἶναι νά γιορτάσουμε ἁπλῶς καί ἄλλο νά αἰσθανθοῦμε ὅτι ἐάν δέν ὑπῆρχε ἡ Παναγία, δέν θά γινόταν ἄνθρωπος ὁ Χριστός καί ἑπομένως δέν θά ὑπῆρχε σωτηρία. Ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ ὅλα μποροῦσαν νά γίνουν, ἀλλά τό θέμα δέν ἦταν αὐτό. Ἔπρεπε νά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἐφόσον ὁ Θεός ὅ,τι θά ἔκανε, θά τό ἔκανε γιά τόν ἄνθρωπο, ἔπρεπε νά συμμετέχει καί ὁ ἄνθρωπος, νά συνεργήσει καί ὁ ἄνθρωπος. Στήν προκειμένη περίπτωση κυρίως, καθώς ἀποφάσισε ὁ Θεός νά σαρκωθεῖ, νά πάρει τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά γίνει ἄνθρωπος, ἔπρεπε νά βρεθεῖ τό κατάλληλο πρόσωπο, τό κατάλληλο πλάσμα ἀπό μέρους τῶν ἀνθρώπων.
Γι᾿ αὐτό καί πέρασαν αἰῶνες, πολλοί αἰῶνες ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καί ἔπεσε, ἕως ὅτου νά βρεθεῖ –καί αὐτά ὁ Θεός τά οἰκονομεῖ ἔτσι– ἡ Παναγία ἡ Κεχαριτωμένη, πού θά μποροῦσε ὄντως νά γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Καί οἱ χριστιανοί, ἄς ποῦμε, εἴμαστε πολύ ἐπηρεασμένοι καί κυριολεκτικά συνεπαρμένοι ἀπό τό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ, καί τιμοῦμε καί γιορτάζουμε τήν Παναγία, πού συνετέλεσε σ᾿ αὐτό τό ἔργο.
Δέν εἶναι δηλαδή μιά καλή εὐκαιρία γιά μᾶς νά πᾶμε ἁπλῶς μέ τά γιορτινά μας στήν ἐκκλησία, ἁπλῶς νά σκεφτοῦμε ἐμεῖς τά δικά μας ἤ καί νά ζητήσουμε ἁπλῶς νά γίνουν τά θελήματα καί οἱ ἐπιθυμίες μας. Τό πᾶν εἶναι ὁ Θεός καί τό ὅλο ἔργο πού κάνει ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο. Μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός γιά νά εἴμαστε αἰώνια μαζί του. Ἁμαρτήσαμε, ἀλλά ὁ Θεός πού τό γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὅτι θά γίνει ἔτσι, ἔβαλε σέ ἐνέργεια τό σχέδιο νά γίνει ὁ ἴδιος ἄνθρωπος καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Νά τόν σώσει βέβαια ἀπό τήν ἁμαρτία· ὄχι νά τοῦ δώσει αὐτά πού περιμένουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι καί οἱ χριστιανοί ἀκόμη γιορτάζοντας.
Ὅλο τό θέμα εἶναι ὅτι ὁ Θεός ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, καί τήν ψυχή καί τό σῶμα. Ἀπό Υἱός Θεοῦ ἔγινε καί υἱός ἀνθρώπου καί ἔκανε ὅ,τι ἔκανε ὡς ἄνθρωπος, γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ὅπως τό ξέρουμε ἀπό τήν ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως, πού καί τά ἀναγνώσματα εἶναι ἀνάλογα τότε, ὅλο τό θέμα εἶναι αὐτό τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Θεοῦ, πού σκοπό ἔχει νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτό γίνεται ἄνθρωπος ὁ Θεός, ζεῖ φυσιολογικότατα ὡς ἄνθρωπος ἐκτός ἁμαρτίας καί ἀνέρχεται, ἀφοῦ τέλειωσε τό ἔργο του, ἀνεβαίνει στόν οὐρανό καί ὡς ἄνθρωπος πλέον, ὄχι μόνο ὡς Θεός. Κατέβηκε ὡς Θεός, ἔλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἀνέβηκε στόν οὐρανό ὡς Θεός καί ἄνθρωπος, ὡς Θεάνθρωπος, ἔχοντας μάλιστα τά σημάδια τοῦ ὅλου ἔργου του ἐπί τῆς γῆς.
Λένε χαρακτηριστικά τά τροπάρια τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως ξεκινώντας ἀπό μιά προφητεία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, πού διαβάζεται στόν ἑσπερινό,[1] ὅτι διερωτῶνται οἱ ἄγγελοι, καθώς τόν βλέπουν νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό:Καί ἵνα τί αὐτοῦ ἐρυθρά τά ἱμάτια; Γιατί τά ἐνδύματά του εἶναι κόκκινα; –πού μαρτυροῦν ἀκριβῶς τήν ὅλη θυσία τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου. Καί ἀπαντοῦν ἄλλοι ἄγγελοι: Ἐκ Βοσόρ ἥκει, ὅπερ ἐστί τῆς σαρκός, διευκρινίζει ὁ ὑμνωδός,[2]καί ἐννοεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση.
Δέν θά μποροῦσε νά σταυρωθεῖ ὁ Θεός ὡς Θεός, νά χύσει τό αἷμα του ὡς Θεός. Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Ὡς ἄνθρωπος ἐγεννήθη ὁ Θεός, ἔζησε, ἔκανε τό ὅλο ἔργο, ἀνέβηκε στόν σταυρό, ἔχυσε τό αἷμα του ὡς ἄνθρωπος καί εἰσέρχεται καί ὡς ἄνθρωπος στόν οὐρανό.
Δέν γιατρευόταν ἀλλιῶς ἡ ἁμαρτία
Ἑπομένως, αὐτό εἶναι ὅλο τό θέμα, ὅτι ὅλα αὐτά γίνονται, γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Καί κάνει ἐντύπωση ὅτι ὄχι μόνο δέν τό καταλαβαίνουμε τό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ, τό ὅλο αὐτό σχέδιο, τήν ὅλη αὐτή κίνηση τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο δέν ἐρχόμαστε σέ κοινωνία μέ τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καί ἀνῆλθε στόν οὐρανό καί ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά καί δέν μᾶς νοιάζει. Γι᾿ αὐτό ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως εἴμαστε πάρα πολύ πλανεμένοι καί εἶναι νά μᾶς κλαίει κανείς. Ὁ Χριστός ὄχι ἁπλῶς ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά καί κήρυξε καί εἶπε ὅλα ὅσα χρειαζόταν νά πεῖ· μάλιστα οἰκονόμησε νά γραφοῦν κιόλας καί νά τά ἔχουμε στό Εὐαγγέλιο σήμερα ὡς Καινή Διαθήκη. Ὁ Κύριος ὅλα τά εἶπε καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι δέν ξέρουμε. Μοῦ κάνει ἐντύπωση πού λένε μερικοί: «Δέν ξέρω ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Τάχα. Ἤ: «Πέστε μου τί πρέπει νά κάνω», σάν νά μήν ξέρει, τάχα –νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ πάλι.
Ἀπό μιά πλευρά βέβαια δέν ξέρει κανείς. Ναί, δέν ξέρει, διότι εἶναι προσανατολισμένος πρός ἄλλη κατεύθυνση. Ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί αὐτοί πού θρησκεύουν καί οἱ καλοί χριστιανοί, ζοῦν μέ τόν ἑαυτό τους, ζοῦν τή ζωή τους. Δέν ζοῦν μέ τόν Χριστό, δέν εἶναι ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, δέν καταλαβαίνουν τά πράγματα ὅπως τά καταλαβαίνει ὁ Χριστός, δέν τά ἐννοοῦν ὅπως ὁ Χριστός, δέν πηγαίνουν μέ τόν Χριστό, δέν ἀκολουθοῦν τόν Χριστό. Πῶς μπορεῖς νά ἔρθεις ἔτσι σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί πῶς μπορεῖς νά καταλάβεις τό θέλημά του;
Βλέπετε, εἶπε ὁ Χριστός: Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.[3] Νά ζητοῦμε τή βασιλεία του. Γι᾿ αὐτό ἦρθε. Μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός γιά τή βασιλεία του, μᾶς ἔπλασε γιά τόν παράδεισο. Καί ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε. Πάλι ὅμως ἔρχεται ὁ Θεός νά σώσει τόν ἄνθρωπο· καί μάλιστα ἔτσι: Γίνεται ὁ ἴδιος ἄνθρωπος, διότι ἄλλος τρόπος νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει. Δέν ἔγινε τυχαῖα ὁ Χριστός ἄνθρωπος. Δέν πέθανε τυχαῖα, δέν ἔχυσε τό αἷμα του τυχαῖα. Γι᾿ αὐτό ἦρθε, γιά νά γίνουν ὅλα αὐτά καί ἔτσι νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ὅλο αὐτό πού ἔζησε ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος, ὡς Θεάνθρωπος, ἔπρεπε νά τό ζήσει κάθε ἄνθρωπος. Ἀλλά καί νά τό ζοῦσε ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος χωρίς τόν Χριστό, μόνος του, πάλι μέσα στήν ἁμαρτία θά ἦταν. Δέν μποροῦσε νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία.
Δέν ξέρω βέβαια πόσο τά καταλαβαίνουμε αὐτά. Πολλοί θά νομίζουν ὅτι εἶναι ἁπλῶς λόγια, ἐνῶ δέν εἶναι λόγια. Δέν εἶναι λόγια! Ὁ Θεός δέν λέει καί ξελέει –ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε. Ἔδωσε μιά ἐντολή στούς ἀνθρώπους. Δέν τήρησαν τήν ἐντολή, ἐνῶ τίποτε δέν τούς ἀνάγκαζε νά τήν παραβοῦν· οὔτε κάν ἀπό μέσα τους δέν εἶχαν κλίση πρός τήν ἁμαρτία. Καί ὅμως, ἐν πλήρει ἐλευθερίᾳ προτίμησαν –καθώς ἦταν ἐλεύθεροι– νά κάνουν τήν ἁμαρτία, νά παραβοῦν τήν ἐντολή. Ἔ, αὐτό δέν γιατρευόταν μέ τίποτε πιά. Δέν γιατρευόταν! Δέν ἦταν θέμα δηλαδή ἁπλῶς μετανοίας, ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο αὐτό.
Βέβαια λένε κάποιοι πατέρες[4] ὅτι, ὅταν πῆγε ὁ Θεός τό δειλινό στόν παράδεισο καί κάλεσε τόν Ἀδάμ: Ἀδάμ, ποῦ εἶ;[5] «Ποῦ εἶσαι;», ἄν ἐκείνη τήν ὥρα ἔλεγε ὁ Ἀδάμ: «Ἁμάρτησα, συγχώρησέ με», μπορεῖ νά τόν συγχωροῦσε. Ἀλλά δέν συγχωρεῖται ἡ ἁμαρτία μόνο μέ λόγια μετανοίας. Ἔπρεπε νά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος καί ἀπό ἐκεῖ νά βγεῖ ὁ ἐν Χριστῷ νέος ἄνθρωπος.
Ἀλλά πάλι, καί νά πέθαινε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, τό ὅλο ὑλικό –ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι– ἦταν ἁμαρτωλό. Καί γι᾿ αὐτό καί νά ἀνασταινόταν, πάλι ἁμαρτωλός θά ἦταν, ὅ,τι κι ἄν γινόταν. Ἔπρεπε νά πεθάνει μέν ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά αὐτός ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι καί Θεός μαζί. Καθότι ὁ Χριστός ἦταν ἀναμάρτητος αὐτός καθ᾿ ἑαυτόν ὡς ἄνθρωπος, τελείως ἀναμάρτητος, ἀλλά ἐπίσης στό πρόσωπό του ἦταν καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος καί ὅλος ὁ Θεός, φορτώθηκε τίς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων –δέν διέπραξε ἁμαρτία ὁ Χριστός– καί ἔτσι, καθώς σταυρώθηκε καί πέθανε ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντας συγχρόνως καί Θεός, ἐν Χριστῷ πέθανε ἡ ἁμαρτία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Καί συγχρόνως θεώθηκε ὁ ἄνθρωπος, καθότι ὁ Χριστός εἶναι καί ἄνθρωπος καί Θεός.
«Μιλάει ὁ Θεός. Θά κάνω αὐτό πού λέει»
Τώρα ἐμεῖς τά ἀκοῦμε αὐτά καί μέ τό μυαλό τό δικό μας, τό ὁποῖο τό θεωροῦμε καί ἔξυπνο, λέμε: «Τί εἶναι αὐτά;» Ὅποιος μπεῖ στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, θά καταλάβει· ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: Ἐάν τις θέλῃ τό θέλημα αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ)ποιεῖν, γνώσεται περί τῆς διδαχῆς.[6] Ὅποιος θά πεῖ: «Γιά, στάσου, κάτι λέει ὁ Θεός. Κάτι λέει. Θεός εἶναι. Λέει αὐτό κι αὐτό», καί θά πάρει τήν ἀπόφαση: «Ἀφοῦ μιλάει ὁ Θεός, θά κάνω αὐτό πού λέει», αὐτός θά καταλάβει. Δέν ἀπαρνεῖσαι ἀλλιῶς τόν ἑαυτό σου. Ἐδῶ εἶναι τό θέμα. Πόσο κακό κάνουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θέλουν ἀπό ἄλλο δρόμο τάχα νά καταλάβουν, νά δοῦν. Ἅμα δέν παραδοθεῖς στόν Θεό λέγοντας: «Μιλάει ὁ Θεός, αὐτό εἶναι», δέν θά καταλάβεις.
Ὡστόσο, μυαλό ἔχουμε. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε μυαλό νά καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι Θεός. Ἐφόσον λοιπόν εἶναι Θεός, ξέρει αὐτός τί λέει· ἄς μήν καταλαβαίνουμε ἐμεῖς. Ὁπότε κινεῖσαι νά κάνεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός –λέει ὁ Κύριος– πού θέλει νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά καταλάβει τί πρέπει νά κάνει. Ἀλλιῶς, δέν καταλαβαίνεις. Νά τό προσέξουμε αὐτό. Ἐδῶ εἶναι ἡ λυδία λίθος –ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε. Καί στόν παράδεισο, ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι ἄκουσαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ: «Δέν θά φᾶτε ἀπό αὐτόν τόν καρπό», ὅλο τό θέμα ἦταν νά ποῦν: «Δέν θά φᾶμε! Τό εἶπε ὁ Θεός· τελείωσε». Τό ἄλλο εἶναι ἐξυπνάδα· ἐξυπνάδα, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν θάνατο.
Ὅσο κι ἄν ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος, δέν καταστράφηκε. Καί ἔτσι χρησιμοποιεῖ τό μυαλό καί τίς ἄλλες δυνατότητες πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλά μακράν τοῦ Θεοῦ, ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν στέκεται λίγο ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ: «Τί λέει ὁ Θεός;», ἀλλά χρησιμοποιεῖ ἁπλῶς τήν ἐξυπνάδα του. Καί ἔτσι βαδίζει ἀπό λάθος σέ λάθος, ἀπό πλάνη σέ πλάνη, ἀπό καταστροφή σέ καταστροφή. Δέν χρειάζεται νά μᾶς τό πεῖ κανείς· τό βλέπουμε. Καί ὅπου νά ᾿ναι, ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, θά ἀνατινάξουμε στόν ἀέρα τή γῆ· ὅταν βέβαια θά πεῖ καί ὁ Θεός τό ναί, γιατί ὅσο κι ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει κάτι, ἅμα δέν τόν ἀφήσει ὁ Θεός, δέν μπορεῖ νά τό κάνει. Ἁμαρτωλός νά εἶναι, μπορεῖ. Δέν τόν ἐμποδίζει ὁ Θεός· ἐλεύθερος εἶναι. Ἀλλά ὡς πρός συγκεκριμένες ἐνέργειες πρέπει νά τίς ἐπιτρέψει ὁ Θεός.
Πῶς σώζεσαι; Ἄν ἑνωθεῖς μέ τόν Χριστό
Ἔπρεπε λοιπόν αὐτός πού θά πεθάνει νά εἶναι ἄνθρωπος –ἄνθρωπος ἀναμάρτητος, φορτωμένος ὅμως ὅλες τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων– καί Θεός μαζί· Θεάνθρωπος. Ἔτσι καί ἔγινε καί ἄνοιξε ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά πῶς σώζεται ὁ ἄνθρωπος; Πῶς σώζεται; Ἅμα ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός, Θεός ὤν, Υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ὅταν ἔφυγε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τή γῆ, δέν ἄφησε τήν ἀνθρώπινη φύση –σάν νά τέλειωσε τή δουλειά του– γιά νά πάει στόν οὐρανό. Ὄχι. Πῆγε ὡς Θεάνθρωπος στόν οὐρανό, φέροντας μαζί του καί τήν ἀνθρώπινη φύση, καθαγιασμένη καί θεωμένη στό πρόσωπό του.
Καί ἡ Παναγία ὑπούργησε, ὑπηρέτησε στό ἔργο τοῦ Θεοῦ· ἦταν τό μοναδικό πλάσμα πού μποροῦσε νά κάνει αὐτό τό ἔργο, νά γεννήσει τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Καί πάντοτε, βλέπετε, ἡ Παναγία εἰκονίζεται μέ τόν Χριστό. Σπάνια νά εἰκονίζεται μόνη της· κατά κανόνα εἶναι μέ τόν Χριστό. Δέν νοεῖται, τρόπον τινά, ἡ Παναγία χωρίς τόν Χριστό. Πάντοτε τόν ἔχει στήν ἀγκαλιά της, πάντοτε μαζί της. Αὐτή ὑπηρέτησε κατά μοναδικό τρόπο στό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως· τρόπον τινά, ἄν ἔλειπε ἐκείνη, πιθανόν νά μή γινόταν ἄνθρωπος ὁ Θεός.
Ἀλλά ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεός, καί ὅλο τό θέμα λοιπόν τώρα εἶναι νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό. Γι᾿ αὐτό βαπτιζόμαστε, γι᾿ αὐτό κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ· γι᾿ αὐτό ὄχι ἁπλῶς ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά ὁ καθένας μας διά τοῦ μυστηρίου τοῦ χρίσματος λαμβάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλάκαί οἱ ἄλλες λατρευτικές πράξεις μέσα στήν Ἐκκλησία –τό βάπτισμα, ὁ γάμος ἤ τά ἄλλα μυστήρια– γίνονται ἐν μυστηρίῳ. Ὅλα αὐτά δέν γίνονται γιά νά προβληθοῦμε κοινωνικά ἤ νά κάνουμε τά δικά μας, ἀλλά γιά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό.
Μέ τό βάπτισμα εἰδικότερα πεθαίνουμε μαζί μέ τόν Χριστό καί ἀνιστάμεθα μαζί του. Ὄντως δηλαδή ἕνας βαπτισμένος εἶναι ἐν Χριστῷ. Καί πολύ περισσότερο, καθώς γίνεται καί τό χρίσμα καί καθώς παίρνει αὐτό τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ διά τῆς θείας Κοινωνίας.
Ὅμως ἐδῶ χρειάζεται νά προσέξουμε. Καί ἄς φέρουμε τό ἑξῆς παράδειγμα: Ἔχετε ἄρρωστο τό παιδί σας, πᾶτε στόν γιατρό καί σᾶς δίνει φάρμακα. Παίρνει τό παιδί κάθε μέρα ἕνα ἤ δύο χαπάκια γιά μία μέρα, γιά δύο μέρες, γιάμιά βδομάδα, γιά ἕναν μήνα, ἀλλά δέν βλέπετε καμιά ὠφέλεια. Θά διακόψετε αὐτά τά φάρμακα. Καί μεγάλος νά εἶναι κανείς, ὅταν δεῖ ὅτι δέν ἔχει ὠφέλεια ἀπό τά φάρμακα, θά πεῖ: «Τί μοῦ τά δίνετε; Δέν μέ ὠφελοῦν», καί θά πάψει νά τά παίρνει· ἤ θά φροντίσει νά βρεῖ τήν αἰτία πού δέν ὠφελεῖται ἤ θά ἀλλάξει τά φάρμακα.
Ναί, μέ τό βάπτισμα γίνεται τό μέγα αὐτό θαῦμα: ἑνωνόμαστε μέ τόν Χριστό διά μέσου τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀναστάσεώς του. Καί ἀκόμη, παίρνουμε μέ τό χρίσμα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκκλησιαζόμαστε, εἴμαστε δηλαδή ἐκεῖ πού τελεῖται τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας –πού αὐτό τό μυστήριο γίνεται γιά νά κοινωνήσουμε καί ὄχι ἁπλῶς γιά νά ἐκκλησιαστοῦμε. Γίνονται ὅλα αὐτά, καί δέν ἔχουμε ὠφέλεια! Κάτι συμβαίνει· κάτι συμβαίνει!
Ἕνα χαπάκι παίρνεις, ἄς ποῦμε, καί ἄν εἶναι κατάλληλο καί καλό γιά τήν ἀσθένειά σου, ὠφελεῖσαι. Νά γίνεται ὅλο αὐτό τό θαῦμα κατά τό βάπτισμα, νά πεθαίνεις μαζί μέ τόν Χριστό καί νά ἀνίστασαι μαζί μέ τόν Χριστό, καί τελικά σάν νά μήν ἔγινε τίποτε; Αὐτό πῶς ἐξηγεῖται; Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά ἄλλα μυστήρια. Ἑπομένως, γίνεται τό βάπτισμα, γίνονται τά ἄλλα μυστήρια, ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε ἀνάλογη προκοπή πνευματική. Ἄν δέν ἔχουμε, κάτι συμβαίνει.
Καί γιά μέν τό βάπτισμα, κατά κάποιον τρόπο σάν νά τό ἀχρηστεύουμε ἐντελῶς, διότι βαπτιζόμαστε μικρά παιδιά καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀφήνουμε τά πράγματα ὅπως ἔρθουν. Ἕως ὅτου νά μεγαλώσει κανείς καί νά καταλάβει, ἤδη ἔχουν ξεφυτρώσει ἀπό τήν παλιά τή ρίζα πολύ περισσότερα πάθη ἀπό ὅσα εἶχε ὁ πρῶτος κορμός τοῦ δένδρου· πολύ περισσότερα.
Ὁ ἄνθρωπος πάλι ἐπαίρεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ὅλο αὐτό τό κακό, ὅλη αὐτή ἡ πλάνη, ὅλη ἡ μή ἀπόδοση, ἄς ποῦμε, τῆς δυνάμεως πού ἔχουν τά μυστήρια, συμβαίνει, διότι ὁ ἄνθρωπος, καθώς εἶναι ἐλεύθερος, πάλι ἐπαίρεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, κάνοντας κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας του. Ἐδῶ, ἀναμάρτητος ἦταν στόν παράδεισο, καί ὄχι ἁπλῶς ἁμάρτησε, ἀλλά εἶπε: «Γιατί νά εἶσαι μόνο ἐσύ Θεός; Καί ἐγώ θεός». Τέτοια ἀδιαντροπιά, τέτοια ἔπαρση…
Ἀπό κάποια πλευρά, ὅλοι λίγο πολύ ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ψυχές κάπως ἔτσι κάνουμε. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ εἴμαστεχριστιανοί καί συμμετέχουμε στά μυστήρια, ζοῦμε, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, τή δική μας ζωή· καί ἡ ὅλη σχέση μας μέ τόν Χριστό περιορίζεται στό νά μᾶς βοηθήσει νά ζήσουμε τή ζωή μας. Καθόλου δέν ἰσχύει μέσα μας ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ: Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ –πού σημαίνει καί τήν ὅλη ἁγιότητα πού δίνει ὁ Χριστός σ᾿ αὐτόν ὁ ὁποῖος ζητάει τή βασιλεία του– καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν, καί ὅλα τά ἄλλα θά ἔρθουν.
Οἱ χριστιανοί νοιάζονται γιά ὅλα τά ἄλλα καί ὄχι ἁπλῶς ἀφήνουν τελευταία τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ· οὔτε κάν ἀσχολοῦνται. Μάλιστα ἀπό κάποια πλευρά ἄν εἶναι δυνατόν μακριά νά πάει, νά μήν πλησιάσει, νά μήν ἔρθει. Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Τί κάνουμε; Βλέπετε, καί πού μπαίνει κανείς ὡς χριστιανός σέ ἕναν κάποιο δρόμο, σέ μιά κάποια προσπάθεια, πάλι νοιάζεται μή χάσει τήν αὐτοδικαίωσή του, τή φιλαυτία του, μή χάσει ὅλα ἐκεῖνα πού ὑπηρετοῦν τό ἐγώ του. Μπορεῖ νά σκοτώσει καί ἄνθρωπο κανείς –τρόπος τοῦ λέγειν– ἅμα τόν ἐμποδίζουν νά ζεῖ τά δικά του, νά γίνονται τά δικά του. Σπάνια νά βρεθεῖ χριστιανός πού νά ζητάει νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τά λέμε αὐτά ὄχι γιά νά τά πάρουμε ἀρνητικά, ἀλλά κάπως νά ἀποφασίσουμε νά γίνουμε θετικοί. Ἀφοῦ ζοῦμε, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός θέλει νά γίνουμε ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἀκριβῶς αὐτό πού δέν ἤμασταν μέχρι σήμερα. Ἀλλά σπάνια νά νοιάζεται κάποιος γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νά σοῦ συμβεῖ κάτι, καί ἐσύ ἀμέσως-ἀμέσως νά τό δεῖς μέσα στήν πορεία σου αὐτή πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε, ὄχι μόνο δέν θά σέ ταράξει, δέν θά σέ ἀνησυχήσει ἤ δέν θά σέ ἀγριέψει ἐναντίον τῶν ἄλλων, ἀλλά ἴσα-ἴσα μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ θά τό δεῖς ὅτι εἶναι καί αὐτό ἕνας καλός ὑπηρέτης, πού σέ βοηθάει νά ταπεινωθεῖς, νά ἀγαπήσεις τόν Κύριο, νά τόν πιστέψεις καί νά τόν ἀκολουθήσεις.
«Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ»
Μέ αὐτή τήν ἔννοια, παρακαλῶ, νά ἀναφερθοῦμε λίγο καί στό κοινωνικό τῶν Χριστουγέννων Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ.[7] (Πρέπει νά ἦταν τό 1949 νομίζω, πού ἤμουν στρατευμένος, ὅταν ὁ πατήρ Τιμόθεος χρειάστηκε νά μένει σέ κάποιο σπίτι στίς Σαράντα Ἐκκλησιές. Σάν σήμερα ἔκανε θεία Λειτουργία· εἶχε μαζί του κάποιον φοιτητή καί πῆγα καί ἐγώ· ἤμασταν οἱ τρεῖς μας δηλαδή. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα μᾶς ἔκανε μιάσύντομη-σύντομη ὁμιλία, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτό τό κοινωνικό.)
Δηλαδή, ὅλο αὐτό, τό ὅτι ἦρθε ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος στή γῆ, ἔγινε, γιά νά λυτρωθεῖ ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Λέγοντας λαό τοῦ Θεοῦ, ἐννοεῖ ὁ ψαλμωδός κατ᾿ ἀρχήν τόν ἰσραηλιτικό λαό, ἀλλά ξέρουμε ὅτι μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ λαός τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ χριστιανοί, ἡ χριστιανική Ἐκκλησία. Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ. Καί βλέπετε, ἐνῶ αὐτό εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή, ἄς ποῦμε, τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, καί ἐνῶ χρόνια ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί καί τά ἀκοῦμε αὐτά, δέν ξέρω ἄν ἔχουμε λύτρωση, ἄν εἴμαστε λυτρωμένοι. Διότι λύτρωση εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὅταν εἶσαι μέ τόν Χριστό, ὅταν εἶσαι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, ὅταν ἀκολουθεῖς τόν Χριστό, εἶσαι λυτρωμένος. Ἐκτός Χριστοῦ –εἴπαμε– δέν γίνεται τίποτε.
Ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος ἄνοιξε τόν παράδεισο. Καί ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό μπαίνει στόν παράδεισο, σώζεται. Δέν μπορεῖ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του ὁ ἄνθρωπος νά σωθεῖ. Δέν μπορεῖ νά πεῖ: «Ἐντάξει. Πῆγα στόν Χριστό, πῆγα στήν ἐκκλησία, χρησιμοποίησα τά μυστήρια, ἐντάξει· τώρα σώθηκα» καί νά πάρει τόν δρόμο του. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο λάθος τῶν ἀνθρώπων. Σωτηρία εἶναι νά εἶσαι μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ σωτηρία καί περνάει μέσα σου ἡ σωτηρία αὐτή, ἡ λύτρωση αὐτή, ὅταν εἶσαι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό. Ἀλλά νά εἶσαι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό ἔτσι πού νά τόν ἀγαπᾶς, νά τόν εὐγνωμονεῖς, νά τόν εὐχαριστεῖς· ὄχι νά περιμένεις πῶς καί πῶς νά φύγεις γιά νά πᾶς νά κάνεις τή δική σου ζωή, ὅσο καλή κι ἄν εἶναι. Λύτρωσιν ἀπέστειλεν Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ. Εἴθε, εἴθε, σιγά-σιγά νά ἀρχίσουμε νά ἀνακαλύπτουμε τήν ἀλήθεια καί νά μπαίνουμε στόν δρόμο αὐτόν πού εἶναι ἡ σωτηρία, πού εἶναι ἡ λύτρωση.
Ἄς μήν ὀκνήσουμε, ἄς μήν ἀδιαφορήσουμε, ἄς μή μείνουμε ἀπ᾿ ἔξω. Δέν θά μᾶς ὠφελήσει σέ τίποτε τό νά ἔχουμεἁπλῶς μιά θρησκευτικότητα καί μιά κάποια ἀναφορά στόν Θεό, μόνο καί μόνο γιά νά μᾶς λύσει τά προβλήματα καίνά μᾶς δώσει περισσότερα ἀγαθά ἀπό ὅσα ἔχουμε. Ξέρει ὁ Θεός τί μᾶς χρειάζεται καί ὅλα θά μᾶς τά δώσει. Ἐκεῖνος θέλει νά ζητοῦμε τή βασιλεία του καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ. Καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ἁγιότητα καί σωτηρία καί λύτρωση καί ἁγιασμός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
26-12-2005
[1]. Βλ. Ἠσ. 63, 1-2.
[2]. Βλ. δεύτερο τροπάριο τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ.
[3]. Ματθ. 6, 33.
[4]. Βλ. Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἔργα, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 87-88.
[5]. Γεν. 3, 9.
[6]. Ἰω. 7, 17.
[7]. Ψαλμ. 110, 9.