Αγιολογικα
A+
A
A-

257. Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καί ἀρχιδιακόνου Στεφάνου καί τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ

Τοῦ ἁγίου πρωτομάρτυρος καί ἀρχιδιακόνου Στεφάνου[1]

 

Λόγων στεφάνοις, οἷα τιμίοις λίθοις,

Στέφω Στέφανον, ὅν προέτρεψαν λίθοι.

 

Τόν πετροβόλησαν, ὅπως ξέρουμε, τόν ἅγιο Στέφανο.

Οὗτος ὁ μακάριος πρωτομάρτυς καί ἀρχιδιάκονος Στέφανος, ὅτε ἔγινε μίαν φοράν ζήτησις μεταξύ Ἰουδαίων καί Σαδδουκαίων καί Φαρισαίων καί ἑλληνιστῶν περί τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, σταθείς εἰς ἕνα τόπον ὑψηλόν ἐκήρυξεν εἰς ὅλους τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Οἱ δέ Ἰουδαῖοι  ἀκούσαντες ἔφερον αὐτόν εἰς τό κριτήριον πρός τούς ἀρχιερεῖς, ἐπειδή δέν ἠδύναντο νά ἀντισταθῶσι εἰς τήν σοφίαν καί δύναμιν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν ὁποίαν ἐλάλει ὁ θεῖος Στέφανος. Ἔπειτα παρέστησαν ψευδομάρτυρας, οἵτινες ταῦτα κατά τοῦ ἀποστόλου ἐμαρτύρησαν λέγοντες· «Ἡμεῖς ἠκούσαμεν ὅτι οὗτος ἐλάλει λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ τόπου τούτου τῆς Ἰερουσαλήμ καί ἐναντίον τοῦ θεϊκοῦ νόμου». Εἶπον δέ καί τά λοιπά ἄλλα ὅσα διηγοῦνται αἱ ἱεραί Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἐν κεφαλαίῳ ἑβδόμῳ. Τότε ἔστρεψαν τούς ὀφθαλμούς των εἰς τόν Στέφανον ὅλοι οἱ καθεζόμενοι εἰς τό κριτήριον καί εἶδον τό πρόσωπόν του τόσον λαμπρόν, ὡς ἄν ἦτο πρόσωπον ἀγγέλου. Ὅθεν μή ὑποφέροντες τήν ἐντροπήν ἐλιθοβόλησαν αὐτόν εὐχόμενον δι᾿ αὐτούς καί λέγοντα· «Κύριε, μή στήσῃς αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην», καί ταῦτα εἰπών ἐκοιμήθη.

Σημείωσαι ὅτι ὁ ἅγιος Στέφανος ἐλιθοβολήθη μετά τήν Ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ χρόνους τρεῖς, κατά τούς ἀκριβεστέρους χρονολόγους.

 

Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ

 

Οὗτος ὁ ἅγιος Θεόδωρος μετά τοῦ ἀδελφοῦ του Θεοφάνους (τοῦ ἑορταζομένου ἰδίως κατά τήν ἑνδεκάτην τοῦ Ὀκτωβρίου) ἦτο κατά τούς χρόνους Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου, ἐν ἔτει 830. Τότε δηλαδή πού βρισκόταν σέ ἔξαρση ἡ εἰκονομαχία, ὁ Θεόδωρος, ὅπως καί ὁ ἀδελφός του ὁ Θεοφάνης, ἦταν ὑπέρ τῶν εἰκόνων.

Καί μεγάλως ἠγωνίσθησαν καί οἱ δύο διά τήν τιμήν καί προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὅθεν ἐδάρησαν ἀσπλάγχνως καί κατά προσταγήν τοῦ Θεοφίλου ἐγράφησαν εἰς τό μέτωπόν των μέ σίδηρον πεπυρωμένον οἱ ἰαμβικοί οὗτοι στίχοι. Καί αὐτό γιά νά τούς στιγματίσουν.

Μοῦ ἔκανε τρομερή ἐντύπωση πού οἱ δύο αὐτοί ἀδελφοί εἶχαν ἕνα τέτοιο μαρτύριο. Μέ σίδερο δηλαδή πού τό ἔβαλαν μέσα στή φωτιά –λεπτό σίδερο φαίνεται ἦταν, σάν βελόνα, θά λέγαμε– τό ὁποῖο καίγοντας τή σάρκα ἔγραφε, ἔγραψε ὁ Θεόφιλος ὄχι ἕνα δυό γράμματα ἤ μερικές λέξεις, ἀλλά ὁλόκληρο κείμενο.

Γιά τόν Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἦταν φοβερός εἰκονομάχος, λέγεται ὅτι, ὅταν ἀργότερα ἀρρώστησε βαριά καίπροσευχήθηκε καί ὁ Πατριάρχης, λίγο πρίν κοιμηθεῖ, πιθανόν νά μετενόησε. Καί ὑπῆρχε μιά βεβαιότητα, ἄς ποῦμε, στήν Ἐκκλησία ὅτι τόν συγχώρησε ὁ Θεός· ἄλλο θέμα ἐκεῖνο. Ἀλλά ἦταν φοβερός. Ἔχει κάνει καί ἄλλα πολλά.

Ἔγραψαν λοιπόν στό μέτωπο καί τῶν δύο, καί τοῦ Θεοδώρου τοῦ Γραπτοῦ καί τοῦ ἀδελφοῦ του Θεοφάνους, τούς ἑξῆς ἰαμβικούς στίχους:

 

Πάντων ποθούντων προστρέχειν πρός τήν πόλιν,

Ὅπου πάναγνοι τοῦ Θεοῦ Λόγου πόδες

Ἔστησαν, εἰς σύστασιν τῆς οἰκουμένης,

Ὤφθησαν οὗτοι τῷ σεβασμίῳ τόπῳ,

Σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης.

Ἐκεῖσε πολλά λοιπόν ἐξ ἀπιστίας

Πράξαντες δεινά αἰσχρά δυσσεβοφρόνως,

Ἐκεῖθεν ἠλάθησαν, ὡς ἀποστάται,

Πρός τήν πόλιν δέ τοῦ κράτους πεφευγότες,

Οὐκ ἐξαφῆκαν τάς ἀθέσμους μωρίας.

Ὅθεν γραφέντες, ὡς κακοῦργοι, τήν θέαν,

Κατακρίνονται καί διώκονται πάλιν.

 

Ὅλοι ἔχουν αὐτόν τόν πόθο νά πηγαίνουν στήν πόλη –ἐννοεῖ ἐδῶ τήν Ἰερουσαλήμ– ὅπου περπάτησε ὁ Κύριος, γιά τό καλό τῆς οἰκουμένης, ὅπου πάτησαν τά πάναγνα πόδια τοῦ Θεοῦ Λόγου καί, ἄς ποῦμε, στερεώθηκε ἔτσι ἡ οἰκουμένη. Ἦλθαν καί αὐτοί ἐδῶ οἱ δύο, ὁ Θεόδωρος καί ὁ Θεοφάνης, στήν πόλη αὐτή, στόν σεβάσμιο αὐτόν τόπο. Καί ἐπειδή ἦταν ἐναντίον τῆς εἰκονομαχίας, θεωροῦνταν σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης· ὅτι ἦταν δηλαδή σέ πλάνη. Ὁ Θεόφιλος δέν ἐπλανᾶτο, ἀλλά αὐτοί τάχα ἐπλανῶντο. Καί τόν Χριστό τόν ὀνόμασαν καί λαοπλάνο. Εἶπεν ἐκεῖνος ὁ πλάνος,[2] ἔλεγαν οἱ Ἑβραῖοι, ἄν θυμάστε. Πῶς γίνεται, καί ὁ εἰκονομάχος Θεόφιλος θεωρεῖται εὐσεβής, εἶναι τάχα ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, καί αὐτοί εἶναι σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης!

Καί συνεχίζει: Καί ἐκεῖ, μένοντας στήν πόλη, πολλά ἔπραξαν αἰσχρά δεινά, ἕνεκα ἀπιστίας –τάχα ἦταν ἄπιστοι αὐτοί– χωρίς εὐσέβεια καί χωρίς αἰδώ, καθώς ἦταν σέ πλάνη, ὅπως πίστευε ὁ Θεόφιλος καί οἱ μετ᾿ αὐτοῦ.

Καί ἀπό ἐκεῖ τούς ἔδιωξαν ὡς ἀποστάτες. Πρός τήν πόλιν δέ τοῦ κράτους πεφευγότες… Καί μᾶλλον ἐδῶ θέλει νά πεῖ ὅτι ἔφυγαν ὕστερα ἀπό ἐκεῖ καί πῆγαν στήν Κωνσταντινούπολη. Καί ἐνῶ αὐτοί πού φρονοῦσαν ὅτι δέν πρέπει νά προσκυνοῦνται οἱ εἰκόνες τούς προέτρεψαν νά ἀφήσουν τίς μωρίες τους, αὐτοί οἱ δύο, πού πίστευαν στίς εἰκόνες, στήν τιμή τῶν εἰκόνων, πού εἶχαν σεβασμό καί εὐλάβεια στίς εἰκόνες –καί τελικά, ὅπως ξέρουμε, ἔγινε ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων– δέν ἄφησαν τίς μωρίες αὐτές, ὅπως τίς θεωρεῖ ὁ Θεόφιλος. Καί τότε εἶναι πού ἔγραψαν στό μέτωπό τους ὅλα αὐτά, γιά νά φαίνονται καί νά διαπομπεύονται. Τούς ἀναδεικνύουν κακούργους, καί ὡς κακοῦργοι κατακρίνονται καί διώκονται.

Αὐτοί ἦταν οἱ στίχοι. Ἀφοῦ δέ ἐγράφησαν μέ τούς στίχους τούτους, ἐπέμφθησαν εἰς τήν ἐξορίαν, ὅπου ὁ μέγας ἀριστεύς καί νικητής οὗτος Θεόδωρος πρός Κύριον ἐξεδήμησε.

Μετά ἀπό αὐτό, καταλαβαίνει κανείς τώρα τί ἔγινε στό κεφάλι του, τί ἔγινε στό μέτωπό του μέ ὅλη αὐτή τήν κάψα, ἕως ὅτου νά τά γράψουν αὐτά. Ποιός ξέρει πόση ὥρα τόν εἶχαν δεμένο κάπου καί τόν ἔκαιγαν μέ τό πυρωμένο σίδερο.

Λέγεται δέ ὅτι, ὅταν ὁ ἅγιος οὗτος ἐκοιμήθη, ἐπῆγεν εἰς αὐτόν μέγας τις γέρων καί ἤκουεν ἁγίους ἀγγέλους οἵτινες ἔψαλλον ᾄσματα πνευματικά, μέ τούς ὁποίους συνέψαλλε καί αὐτός. Ἔδειξε δέ ὁ Θεός διά τῶν τοιούτων ᾀσμάτων πόσον ἐτίμα τόν ἑαυτοῦ θεράποντα Θεόδωρον.

 

 

Ἀξιοποίησε τά παθήματά σου γιά τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς σου

 

Χριστιανοί τοῦ γλυκοῦ νεροῦ

 

Δυό λόγια νά ποῦμε ἐδῶ. Ἐμεῖς τώρα εἴμαστε ξένοι ὡς πρός τό πνεῦμα αὐτό. Εἴμαστε τοῦ γλυκοῦ νεροῦ χριστιανοί. Καλοί χριστιανοί ἀπό μιά πλευρά, θέλουμε νά εἴμαστε καλοί χριστιανοί, νά ἔχουμε ἀρετές, νά νιώθουμε ὄμορφα, νά νιώθουμε τίς ὄμορφες ἀρετές καί τήν ὅλη γλυκάδα πού ἔχουν, ἀλλά ὅμως μέ ἄλλο πνεῦμα. Δηλαδή εἴμαστε κοσμικοί, ἔχουμε κοσμικό φρόνημα. Μήν τυχόν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τό ἐγώ, ἀπό τή φιλαυτία μας, μήν τυχόν τά πιστέψουμε τά πράγματα ὅπως τά δίδαξε ὁ Κύριος καί ὅπως τά δίδαξαν καί τά ἔζησαν οἱ ἅγιοι, καί περάσουμε στή σφαίρα αὐτή, στό νά ἀφεθοῦμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί νά δεχθοῦμε ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός.

Αὐτό μοῦ κάνει ἐντύπωση, ὅτι δηλαδή νοιάζεται κανείς νά κάνει καί μετάνοιες, νά κάνει καί προσευχές, νά κάνει καί δωρεές καί ὅ,τι ἄλλο, ἀλλά φροντίζει πάσῃ θυσίᾳ νά κρατήσει τόν ἑαυτό του, τό ἐγώ του μακριά, μήν τυχόν ἀφεθεῖ στά χέρια τοῦ Χριστοῦ καί πάθει τίποτε. Καί γι᾿ αὐτό εἴμαστε τόσο φτωχοί πνευματικά.

Στό σημεῖο αὐτό νά ποῦμε ὅτι καί ἐκεῖνοι πού δέχθηκαν τό μαρτύριο τοῦ αἵματος τιμήθηκαν πολύ ἀπό τόν Θεό καί δοξάσθηκαν, ἀλλά καί ἐδῶ αὐτοί οἱ ἅγιοι ὁμολογητές. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἐγώ τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω.[3] Τά στίγματα βέβαια μποροῦν νά ἔχουν καί χαρακτήρα πνευματικό. Τό νά ἀποφασίσεις νά ζήσεις ὡς χριστιανός στή σημερινή κοινωνία μέσα στήν ὁποία ζεῖς, πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι χριστιανική, θά σοῦ ἐπιφέρει στίγματα. Διότι, ἄν θέλεις νά εἶσαι χριστιανός, θά κάνεις ἔξοδο ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα· δέν γίνεται νά συμφύρεσαι μέ τόν κόσμο. Θά ματώσεις, θά πληγωθεῖς, ἀλλά καί θά σέ ματώσουν, θά σέ πληγώσουν, θά σέ μωλωπίσουν πνευματικά, πολλές φορές θά σέ ἀφήσουν ἀναίσθητο· καμιά φορά καί ἐξωτερικά.

Πόσο χαίρονταν οἱ ἅγιοι νά δέχονται τέτοια στίγματα, νά βαστάζουν τά στίγματα τοῦ Κυρίου, καί τά πνευματικά καί τά σωματικά. Ἐμεῖς δέν τό παίρνουμε ἔτσι. Εἴδατε, καί μόνο πού τά λέμε, τρομάζουμε. Τά ἀκοῦμε σάν ἱστορίες, ἀλλά μήν τυχόν συμβοῦν σ᾿ ἐμᾶς αὐτά. Ὅμως εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νά μήν πάθουμε καί ἐμεῖς. Ὅπως καί νά ἔχει τό πράγμα, ἁμαρτωλός ἄνθρωπος εἶσαι καί θά περάσεις πολλά. Ἀξιοποίησέ τα αὐτά τά πολλά. Ἀγκάλιασέ τα, διότι εἶναι παθήματα, βάσανα, πόνος, πού τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς σου, γιά τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς σου καί γιά τόν ἀμαράντινο στέφανο τόν αἰώνιο.

 

Οἱ ἅγιοι δέν μπερδεύονται

 

Νά ἐπανέλθουμε στόν ἅγιο Στέφανο. Μέ συνέχει καί ἄλλες φορές ἀλλά καί αὐτές τίς ἡμέρες καί σήμερα ἰδιαίτερα ὅλη αὐτή ἡ πραγματικότητα πού βλέπουμε στούς σήμερα ἑορταζομένους ἁγίους.

Βλέπουμε ἐδῶ τόν ἅγιο Στέφανο, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν τόλμη νά ἀντισταθεῖ στούς ἀρχιερεῖς, σέ ὅλους αὐτούς οἱ ὁποῖοι δέν πίστευαν στόν Χριστό, δέν πίστεψαν στόν Χριστό, δέν θέλησαν νά πιστέψουν. Καί ὅμως αὐτός καθόλου μέσα στήν ψυχή του δέν εἶχε κάποιον ἐνδοιασμό, κάποια ἐπιφύλαξη, ἀλλά πίστεψε ἀκράδαντα στόν Κύριο. Καί τελικά πῆρε τή στάση πού πῆρε καί μίλησε ὅπως μίλησε, ὅπως μαθαίνουμε ἀπό τή σχετική ἀποστολική περικοπή.[4] Τούς τά εἶπε ὅλα καί τελικά τόν λιθοβόλησαν.

Τό ἑξῆς μυστήριο μοῦ κάνει ἐντύπωση: Ἐνῶ ὑπάρχει μιά σύγχυση, ὁ ἅγιος Στέφανος δέν μπερδεύεται. Μερικές φορές τά πράγματα δέν εἶναι ξεκάθαρα, ἄς ποῦμε, ἀπό ἐδῶ γκρεμός καί ἀπό ἐκεῖ πεδιάδα, ὁπότε πάει κανείς στήν πεδιάδα. Ἤ ὅπως ἦταν ἀργότερα μέ τούς εἰδωλολάτρες. Οἱ εἰδωλολάτρες ἦταν εἰδωλολάτρες· ξεκάθαρα πράγματα. Καί κανένας δέν μπερδευόταν· ἔπρεπε μόνο νά ἔχει ἀνδρεία μέσα του, νά ἔχει γενναιοψυχία, πίστη ἀκράδαντη στόν Χριστό, γιά νά ἀντέξει τά μαρτύρια.

Ἀλλά ἐδῶ, στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Στεφάνου, δέν εἶναι ξεκάθαρα τά πράγματα, καθώς καί στήν ἄλλη περίπτωση, τῶν ἁγίων Θεοδώρου καί Θεοφάνους τῶν Γραπτῶν, πού ἔχουν νά κάνουν μέ τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὡς εὐσεβής· ἁπλῶς εἶναι εἰκονομάχος. Ὁπότε εἶναι ἐνδεχόμενο νά μπερδευτεῖ κανείς καί νά προβληματιστεῖ, νά διερωτηθεῖ: «Κάνω καλά; Κάνω καλά πού τιμῶ τίς εἰκόνες, πού πιστεύω μέχρι τοῦ σημείου νά δεχθῶ νά μέ κατατραυματίσουν μέ πυρωμένο σίδερο;» Δέν εἶναι δηλαδή μόνο αὐτό καθ᾿ ἑαυτό τό μαρτύριο, ἀλλά καί ἡ ἄλλη δοκιμασία τῆς ψυχῆς, τό δίλημμα, ἄν θέλετε.

Καί ὅμως, οὔτε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος εἶχε μέσα του κάποιο δίλημμα οὔτε ἐδῶ οἱ δύο ἀδελφοί ἔχουν κάποιο δίλημμα γιά τό ἄν ὀρθῶς φρονοῦν καί ὀρθῶς πιστεύουν. Καί δέχονται ὁ ἕνας τό μαρτύριο τοῦ διά τοῦ λιθοβολισμοῦ θανάτου, καί οἱ ἄλλοι αὐτό τό μαρτύριο, νά γράψουν στά μέτωπά τους μέ πυρωμένο σίδερο αὐτούς τούς στίχους, πού τούς στιγματίζουν, πού τούς παρουσιάζουν ὡς δεισιδαίμονες, ὡς πλανεμένους, ὡς σκεύη τοῦ διαβόλου.

 

Ἡ προαίρεσή σου, ὁ πόθος σου νά εἶναι πρός τόν Θεό

 

Νά, ἐδῶ, νομίζω, ζυγίζεται, ἄν θέλετε, ἡ καθαρή πρόθεση τῆς ψυχῆς, ἡ καθαρή ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς. Ἀλλιῶς, θά μπερδευτεῖ ὁ ἄνθρωπος.

Ὅμως, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι κανείς, ὅσο κι ἄν εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπό τό σκοτάδι του, ὅσο ἀμαυρωμένη κι ἄν εἶναι ἡ ψυχή του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινός, δέν εἶναι δύσκολο νά μήν μπερδευτεῖ. Βλέπετε, παρά τήν πτώση, ἄφησε ὁ Θεός ἐλεύθερο τόν ἄνθρωπο σ᾿ αὐτό τό σημεῖο νά εἶναι ἤ νά μήν εἶναι εἰλικρινής, νά εἶναι ἤ νά μήν εἶναι ἀληθινός. Ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει, ἀπό μέσα σου μπορεῖς πολύ ἀληθινά καί πολύ ἀπλανῶς νά ἐπιθυμήσεις τόν Θεό· ἡ προαίρεσή σου, ἡ ἐπιθυμία σου, ὁ πόθος σου νά εἶναι πρός τόν Θεό. Διότι τελικά ἔρχεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί τοῦ δίνει τή βεβαιότητα αὐτή, ὅτι ὀρθῶς πιστεύει, ὅτι πιστεύει τήν ἀλήθεια, ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια, καί ἔτσι εἶναι ἕτοιμος νά πεθάνει γιά τήν ἀλήθεια. Ἀλλά πρέπει νά ὑπάρχει εἰλικρίνεια μέσα στόν ἄνθρωπο, πού δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίποτε αὐτή ἡ εἰλικρίνεια.

Καί ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ πρωτομάρτυς καί οἱ ἅγιοι Θεόδωρος καί Θεοφάνης οἱ Γραπτοί καί ἄλλοι ἅγιοι, ἔτσι, ἔχοντας μέσα τους τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στερεώθηκαν στήν ἀλήθεια. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο κάποια στοιχεῖα ἐξωτερικά τά ὁποῖα τούς στερέωσαν· σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση μπορεῖ καί πάλι κανείς νά πλανηθεῖ.

Σ᾿ ἐμᾶς σήμερα ἀπό τό ἕνα μέρος, θεωρητικά, εἶναι ξεκάθαρα τά πράγματα, ἀλλά βιωματικά δέν εἶναι. Ἐνῶ δηλαδή εἶσαι φίλαυτος, δέν θέλεις νά τό καταλάβεις αὐτό καί νά τόν μαλώσεις τόν ἑαυτό σου, νά τοῦ κάνεις παρατήρηση: «Ἔτσι παρουσιάζεσαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἔτσι πλησιάζεις τόν Θεό; Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία σου καί ἡ προαίρεσή σου; Νά ζητᾶς ἀκριβῶς τό θέλημά σου, νά ζητᾶς νά εὐχαριστηθεῖς, νά ζητᾶς νά γίνει αὐτό πού ἀρέσει σ᾿ ἐσένα;» Γιά, βαθιά μέσα στήν ψυχή μας νά τό ξεκαθαρίσουμε αὐτό. Χωρίς ἐξαίρεση ὁ καθένας μας νά τό ξεκαθαρίσουμε βαθιά στήν ψυχή μας. Πιστεύουμε ἀληθινά, ζητοῦμε ἀληθινά τόν Κύριο, τόν ἀγαποῦμε ἀληθινά;

Καί μήν πεῖ κάποιος ὅτι τάχα μπερδεύεται. Ἄν μπερδεύεσαι, σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου. Ἀλλά δέν εἶναι δύσκολο, καθώς μπερδεύεσαι, νά πεῖς: «Γιά νά μπερδεύομαι, φαίνεται ὅτι ἀκόμη ἀγαπῶ τόν ἑαυτό μου». Ἄν ἔτσι προβληματιστεῖς καί στύψεις τόν ἑαυτό σου, στριμώξεις, ζορίσεις τόν ἑαυτό σου νά σκύψει καί νά προσκυνήσει τόν Κύριο, θά ἀρχίσει ὁ Κύριος σιγά-σιγά νά σέ φωτίζει καί θά τά ξεδιαλύνεις τά πράγματα· δεδομένου ὅτι γενικῶς ξέρουμε ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια. Πρακτικά ὅμως, μέσα στήν καρδιά μας ἔχουμε ἄγνοια.

 

Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι νά σέ κυβερνάει ὁ Χριστός

 

Ὅταν νοιάζεσαι γιά τό θέλημά σου, γιά τήν εὐχαρίστησή σου, γιά τόν ἑαυτό σου, πού σημαίνει ὅτι τήν ὅλη πίστη σου καί τήν ὅλη σχέση σου μέ τόν Θεό τήν παίρνεις πολύ λαθεμένα, αὐτά δείχνουν ὅτι πρακτικά ἔχεις ἄγνοια. Εἶναι σάν νά μήν πιστεύεις στόν ἀληθινό Θεό, ὅταν ἀντιδρᾶς ἔτσι, σάν νά μήν ὑπάρχει ὁ Θεός σου, πού θά σέ προστατέψει, πού θά σέ φυλάξει, πού θά φροντίσει αὐτός γιά σένα, καί ἑπομένως δέν χρειάζεται ἐσύ νά ὑπερασπιστεῖς τόν ἑαυτό σου καί νά ἀντιδράσεις ὅπως ἀντιδρᾶς καί νά θυμώσεις. Δέν χρειάζεται.

Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.[5] Λίγο πολύ ὅλοι οἱ χριστιανοί ἐκτός ἐξαιρέσεων δέν ζητοῦν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δέν ζητοῦν τόν Θεό. Ὅση πίστη κι ἄν ἔχουν, ὅσο κι ἄν προσεύχονται, ὅσο κι ἄν ἀναφέρονται στόν Θεό, τελικά τί θά ζητήσουν; Ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα λέει ὁ Χριστός νά τά ἀγνοήσουμε, διότι θά ἔρθουν μόνα τους. Ἐμεῖς γιά ἐκεῖνα νοιαζόμαστε.

Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἔτσι χριστιανοί. Μήπως δέν τό καταλαβαίνουμε; Καί οἱ μέν διάφοροι πού, φαίνεται, παίζουν κάποιο ρόλο γιά νά παραπλανήσουν τήν ἀνθρωπότητα –ποιός ξέρει ποιοί καί ποῦ εἶναι ὄργανα· ἄλλοι ἐδῶ, ἄλλοι ἐκεῖ– αὐτοί κάνουν τή δουλειά τους. Ἐμεῖς ὅμως γιατί νά παρασυρόμαστε;

Καθαρά λέει ὁ Κύριος: Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει νά ζητοῦμε νά ἔρθει ἐδῶ στή γῆ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως μερικοί λέγοντας ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου ἐννοοῦν νά κάνουμε τή γῆ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι συνδεδεμένη μέ τή γῆ. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό νά εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, νά εἶσαι μέσα στόν Χριστό, νά σέ κυβερνάει ὁ Χριστός. Καί ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ αὐτή ἡ βασιλεία. Δέν εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτό γιά τό ὁποῖο πασχίζουν οἱ ἄνθρωποι: «Νά βελτιώσουμε τή ζωή μας, νά ἔχουμε εἰρήνη, νά μή μαλώνουμε, νά μήν ἔχουμε δυσκολίες». Καλά εἶναι αὐτά, ἀλλά δέν εἶναι αὐτά πού θά ζητήσουμε. Ὅπως καλό εἶναι νά φροντίσεις νά ἔχεις φαγητό, ψωμί, νά ἔχεις στέγη· καλά εἶναι. Ἀλλά ὁ Κύριος λέει: «Αὐτά θά ἔρθουν· δέν εἶναι ἀνάγκη νά νοιάζεστε καί νά ἔχετε μέριμνα καί φροντίδα. Θά ἐργαστεῖτε καί θά ἀποδώσουν οἱ κόποι σας».

Ὅταν πράγματι ζητᾶς τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ –παρακαλῶ νά τό προσέξουμε αὐτό– τότε θά σέ φωτίσει ὁ Θεός νά ξεδιαλύνεις μέσα σου τήν ἀλήθεια. Ἔτσι ἐδῶ, φωτίζει τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο καί τόν κάνει νά μήν ἔχει τό παραμικρό δίλημμα μέσα του καί νά πιστεύει ὅπως πιστεύει· καίτοι οἱ ἀρχιερεῖς καί ὁ λαός ἀπό τόν ὁποῖο προέρχεται φρονοῦν ἀντίθετα. Καί μάλιστα δέν εἶναι εἰδωλολάτρες οὔτε ἄπιστοι. Ἴσα-ἴσα ἐμφανίζονται ὡς θεράποντες τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὑπερασπίζονται τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τούς τιμῶντας τίς εἰκόνες ἁγίους ἀδελφούς Θεόδωρο καί Θεοφάνη τούς Γραπτούς. Ἔχουν νά κάνουν μέ τόν αὐτοκράτορα Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὡς θεοσεβής· καί ὅμως δέν ἔχουν δίλημμα μέσα τους. Ξέρουν κατακάθαρα τί πρέπει νά κάνουν καί δέχονται εὐχαρίστως καί τό μαρτύριο.

 

Δέν ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος μέ ἐξωτερικούς ἐντυπωσιασμούς

 

Αὐτά τά ὁποῖα λέμε τώρα, παρακαλῶ νά τά προσέξουμε. Δέν μποροῦμε ὅλοι ἐμεῖς νά εἴμαστε συνεχῶς ὑποκριτές, ψεῦτες, μή ἀληθινοί, νόθοι, νά μήν ἔχουμε λίγη γνησιότητα μέσα μας. Τό πρόβλημα δέν εἶναι: «Τί εἶναι αὐτά πού κάνει ὁ κόσμος;» Φυσικά, ὁ κόσμος θά κάνει τά δικά του. Ἔσπευσε ὁ Χριστός στίς ἡμέρες του νά ἀλλάξει τόν κόσμο; Θά μποροῦσε. Ἄν εἶχε ἐμᾶς συμβούλους καί μᾶς ρωτοῦσε τί νά κάνει, θά τοῦ λέγαμε νά βγεῖ ἔξω ἀπό τά ὅρια τοῦ Ἰσραήλ καί νά κάνει καί θαύματα, ὥστε νά ἐντυπωσιάσει καί νά βάλει τόν καθένα στή θέση του, καί νά ἀλλάξει ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα.

Δέν εἶναι ἔτσι ἡ σωτηρία οὔτε ἀλλάζει ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα οὔτε ἀλλάζεις ἐσύ, ὁ ὅποιος ἄνθρωπος, ὁ καθένας μας δηλαδή. Δέν ἀλλάζουμε ἁπλῶς μέ ἐξωτερικούς ἐντυπωσιασμούς, ἄν δέν γίνει μέσα στήν καρδιά ἀλλαγή, ἄν δέν φθάσει τό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Καί φθάνει ἐκεῖ, ἅμα τή θέλεις. Ὅμως δέν θέλεις νά εἶσαι ἀληθινός. Δείχνεις ἀμέσως στήν πράξη ὅτι δέν θέλεις νά εἶσαι ἀληθινός. Καί ὑποκριτής εἶσαι καί ψεύτης εἶσαι καί ἀναληθής εἶσαι καί ὅλα τά ἄλλα.

Εἶναι ὅ,τι χρειάζεται αὐτές οἱ μέρες νά δοῦμε καλά αὐτή τήν πραγματικότητα. Καί νά τελειώσει αὐτή ἡ ὑπόθεση. Ἐμεῖς εἴμαστε ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι τά καθυστεροῦμε τά πράγματα. Δέν εἶναι ὅτι κατά φυσιολογικό τρόπο ἀργεῖ ἡ ἀλλαγή μας, ἀργεῖ ἡ ἀναγέννησή μας, ἀργεῖ αὐτή ἡ μεταμόρφωση ἡ ἐσωτερική τῆς ὑπάρξεώς μας. Ὄχι, δέν εἶναι φυσιολογικό. Ἐμεῖς τά καθυστεροῦμε, διότι θέλουμε νά τά φέρουμε στά μέτρα μας. Χριστιανός θέλεις νά εἶσαι. Φοβᾶσαι νά μήν εἶσαι. Θέλεις νά ἔχεις τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στά μέτρα σου. Καί –δέν ξέρω– μήπως αὐτό εἶναι πολύ χειρότερο ἀπό τό νά μήν εἶσαι καθόλου χριστιανός. Αὐτό εἶναι ἕνα παγκόσμιο φαινόμενο, ἡ νόθα αὐτή κατάσταση, ὅλο αὐτό τό μή ἀληθινό. Καί στίς χριστιανικές ψυχές ὑπάρχει αὐτή ἡ νόθα κατάσταση.

Νά εὐχηθοῦμε καί νά παρακαλέσουμε καί τόν ἅγιο πρωτομάρτυρα Στέφανο καί τόν ἅγιο Θεόδωρο καί τόν ἅγιο ἀδελφό του Θεοφάνη –πού αὐτοί ἔχουν πείρα τί ἐστί μαρτύριο καί τί σημαίνει νά πιστεύεις στόν Χριστό– νά τούς παρακαλέσουμε νά μᾶς ἀξιώσουν καί ἐμᾶς νά μυηθοῦμε κάπως στό μαρτύριο πού χρειάζεται νά περάσουμε καί νά σωθοῦμε.

 

27-12-2001 καί 2007

[1]. Βλ. Συναξαριστής, σσ. 421-424.

 

[2]. Ματθ. 27, 63.

 

[3]. Γαλ. 6, 17.

 

[4]. Βλ. Πράξ. 6, 8-15 καί 7, 1-60.

 

[5]. Ματθ. 6, 33.