Ἡ βάση καί τό κορύφωμα τῆς ἐν Χριστῷ μαθητείας
Ὁ Κύριος κάνει τό ὅλο εἶναι μας νά εἶναι θεανθρώπινη ζωή
Εἴμαστε στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο, δέκατο ἕκτο κεφάλαιο, στόν δωδέκατο στίχο.
«Ἔτι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι». Ἔχω πολλά ἀκόμη νά σᾶς πῶ, ἀλλά δέν μπορεῖτε τώρα νά τά βαστάξετε, νά τά σηκώσετε. Καί ἀμέσως-ἀμέσως, σύμφωνα καί μέ τό θέμα μας,1 ἔρχεται αὐτό τό ἐρώτημα: πῶς μπορεῖ νά βαστάξει κανείς αὐτό πού ὀνομάζουμε, πού λέμε ὅτι εἶναι θεανθρώπινη ζωή; Καί θεανθρώπινη ζωή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη, ἡ δική μας ζωή, ἀλλά μαζί μέ τή θεία ζωή, ἡ ὁποία θεία ζωή μεταμορφώνει τή δική μας, τήν ἀνθρώπινη, καί τή θεώνει χάριτι.
Ἐνθυμεῖσθε, στό τρίτο κεφάλαιο τοῦ κατά Ἰωάννην εὐαγγελίου, πού γίνεται λόγος γιά τόν Νικόδημο. Ἐκεῖ λέει ὁ Κύριος στόν Νικόδημο αὐτά πού κρίνει ὡς Κύριος ὅτι πρέπει νά τοῦ πεῖ, κι ἐκεῖνος δέν τά καταλαβαίνει. Τοῦ ὁμιλεῖ γιά τήν πνευματική γέννηση: «Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».2 Κι ἐκεῖνος, καθώς εἶναι ἁπλῶς ἕνας συνηθισμένος ἄνθρωπος –καλός κατά τά ἄλλα, ἀλλά μή ἀναγεννημένος– σκέπτεται μέ τό δικό του μυαλό, συμπεραίνει μέ τό δικό του μυαλό καί τελικά μιλάει μέ τό δικό του μυαλό. «Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, λέει, νά ξαναμπεῖ στήν κοιλιά τῆς μητέρας του καί νά ξαναγεννηθεῖ; Πῶς θά γίνει αὐτό;» Καί δείχνει μέ τά λόγια του αὐτά ὅτι καθόλου δέν κατάλαβε τί θέλει νά πεῖ ὁ Χριστός, καί ὅτι καθόλου δέν συνεννοήθηκαν. Καί τοῦ λέει ὁ Χριστός: «Σοῦεἶπα αὐτά τά ἁπλά πράγματα, καί δέν τά καταλαβαίνεις. Πόσο μᾶλλον δέν θά καταλάβεις, ἄν σοῦ πῶ τά ἐπουράνια, ἄν σοῦ πῶ τά πολύ πνευματικά».
Γιά νά σέ φωτίσει ὁ Θεός, πρέπει νά ὡριμάσεις
Καθώς λοιπόν τώρα διαβάζουμε ἐδῶ αὐτόν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἔτι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι», πρέπει πάρα πολύ νά προβληματισθοῦμε, παρακαλῶ. Δυστυχῶς, ὅλοι μας εἴμαστε ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Σήμερα ὁ καθένας ἔχει λόγο, ἔχει γνώμη, ἔχει σοφίες καί ἐξυπνάδες μέσα του· νομίζει ὅτι αὐτός ξέρει, ὅτι μπορεῖ νά πεῖ σπουδαῖα πράγματα. Ζωντάνεψαν ὅλα αὐτά μέσα στόν ἄνθρωπο. Πιό παλιά ἦταν πιό εὔκολο νά μαθητεύσουν οἱ ἄνθρωποι· νά μαθητεύσουν γενικῶς καί εἰδικότερα νά μαθητεύσουν στήν Ἐκκλησία, στόν Χριστό. Τότε δέν ἤξεραν πολλά οἱἄνθρωποι καί εἶχαν αὐτή τή συναίσθηση: «Δέν ξέρουμε». Τώρα ὅλοι ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι ξέρουν, ὅτι γνωρίζουν. Καί σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή ὅλοι νομίζουν ὅτι ἔχουν φῶς, γι᾿ αὐτό μένουν στό σκοτάδι.3
Πολύ νά προσέξουμε. Ἐφόσον κάπως ἔτσι σκεπτόμαστε, κάπως ἔτσι φρονοῦμε, κάπως ἔτσι τά νομίζουμε τά πράγματα, δέν ἀφήνουμε περιθώρια νά μπεῖ μέσα στήν ψυχή μας ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί μένουμε μέ τίς δικές μας ῾῾ἀλήθειες᾿᾿ –ἐντός εἰσαγωγικῶν βέβαια ἡ λέξη, διότι δέν σώζουν οἱ ἀλήθειες οἱδικές μας· ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ σώζει, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σώζει. Ἀλλά πρέπει νά προσέξουμε ὅτι καί στήν καλύτερη περίπτωση δέν καταλαβαίνουμε, δέν εἴμαστε σέ θέση νά καταλάβουμε. Καί ἄν λίγο δέν τό ὑποψιαστεῖς αὐτό, κινδυνεύεις νά πλανηθεῖς. Νά ἀναρωτηθεῖς λοιπόν: «Μήπως πέφτω ἔξω; Μήπως κάνω λάθος; Μήπως δέν καταλαβαίνω; Μήπως ὑπάρχουν ἀλήθειες πέρα ἀπό μένα, πέρα ἀπό τή δική μου γνώση, κι ἐγώ, μέ τό νά παίρνω μιά τέτοια στάση, ἰδέα δέν ἔχω, καί τελικά κάνω πολύ μεγάλη ζημιά στήν ψυχή μου;»
Ἐδῶ οἱ μαθηταί εἶναι μαζί μέ τόν Χριστό, μαθητεύουν, τόν ἀκολουθοῦν, καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέει: «Πολλά ἔχω νά σᾶς πῶ, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά σηκώσετε τώρα. Θά ἔρθει ἡ ὥρα πού θά τά σηκώσετε». Διότι εἶναι καί αὐτό: Ὅσο κι ἄν ἀπό τή δική σου πλευρά, ἄνθρωπέ μου, δεῖς καί ὁμολογήσεις: «Δέν καταλαβαίνω τίποτε, δέν ξέρω τίποτε· πολύ φτωχός εἶμαι στό μυαλό», πάλι δέν βγαίνει τίποτε. Οὔτε ἄν προσπαθήσεις νά καταλάβεις θά καταλάβεις, οὔτε ἄν μείνεις ἁπλῶς μέ τή σκέψη ὅτι δέν καταλαβαίνεις θά βγεῖ τίποτε. Πρέπει νά φωτίσει ὁ Θεός. Ἅμα δέν φωτίσει ὁ Θεός, δέν θά καταλάβεις ἀσφαλῶς. Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς μόνο νά ἔχεις διάθεση νά καταλάβεις· ἄν θέλετε, ἁπλῶς νά ταπεινωθεῖς, ἁπλῶς νά νιώσεις τήν ἀνεπάρκειά σου. Πρέπει νά σέ φωτίσει ὁ Θεός. Καί γιά νά σέ φωτίσει ὁ Θεός, πρέπει νά ὡριμάσεις. Γι᾿ αὐτό λέει ὁ Χριστός: «Ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά σηκώσετε».
Νομίζει ὅτι ἔμαθε ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά ἔχει διάθεση νά μάθει καί ἄλλα
Παρακαλῶ νά προσέξουμε αὐτό πού θά πῶ στή συνέχεια. Ἕνα παιδάκι πού ἀρχίζει νά πηγαίνει στό σχολεῖο, ἀπό τήν πρώτη κιόλας δημοτικοῦ, κάθε μέρα πού μαθαίνει ὅ,τι μαθαίνει, νομίζει ὅτι ἔμαθε ὅλο τόν κόσμο. Ἀλλά συγχρόνως ὅμως ἔχει διάθεση νά ξαναπάει τήν ἄλλη μέρα νά μάθει καί ἄλλα. Καί λίγο πολύ ὁ κάθε μαθητής ξέρει ὅτι θά τελειώσει τό δημοτικό, θά τελειώσει τό γυμνάσιο, θά τελειώσει τό λύκειο, θά πάει πιό πέρα, καί ἀνάλογα μέ τό τί ἐπιστήμη θά ἀκολουθήσει, θά πρέπει νά εἰδικευθεῖ, γιά νά φθάσει σέ ἕνα κάποιο ὑποφερτό τέλος· γιά νά φθάσει δηλαδή σέ κάποιο σημεῖο πού νά ἔχει κάποιες γνώσεις· νά φθάσει σέ ἕνα μέτρο στό ὁποῖο μπορεῖ νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος. Χρειάζεται λοιπόν νά μαθητεύσει ἐκεῖ, καί μάλιστα ὑπομονετικά. Καί κάνει ἐντύπωση ὅτι ἐδῶ τό παίρνουμε ὡς δεδομένο ἀφ᾿ἑνός ὅτι ὅλα τά παιδιά πρέπει νά πᾶνε στό σχολεῖο –δέν τά ρωτάει κανένας ἄν θέλουν νά πᾶνε ἤ δέν θέλουν– καί ἐπίσης ὅτι χρειάζεται χρόνος γιά νά μάθουν κάποια πράγματα καί νά φτάσουν σέ ἕνα κάποιο σημεῖο, καί ἑπομένως χρειάζεται νά μαθητεύσουν. Ἀλλά καί τά ἴδια τά παιδιά, ἐνῶ κάθε μέρα, προπαντός τά πρῶτα χρόνια, νομίζουν ὅτι ἔμαθαν τά πάντα, συγχρόνως νιώθουν ὅτι ἀνοίγει ἡ ὄρεξή τους καί γιά τήν ἄλλη μέρα.
Κάνει ἐντύπωση ὅμως ὅτι στά πνευματικά δέν τά παίρνουμε ἔτσι. Θεωρεῖται ἔγκλημα τό νά διδάξουμε στά παιδιά τό Εὐαγγέλιο, τό νά τά βάλουμε νά μαθητεύσουν μέσα στήν Ἐκκλησία. Λένε κάποιοι: «Τά ρωτήσαμε τά παιδιά ἄν θέλουν;» Χριστιανικό κράτος τώρα ἐμεῖς, ὀρθόδοξο κράτος ἐδῶ, ὀρθόδοξη χώρα, πού ἔχουμε Σύνταγμα τό ὁποῖο εἶναι στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί αὐτό θεωρεῖται κάτι πού δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται. Κανονικά, οἱ γονεῖς πρῶτα καί ἔπειτα οἱ δάσκαλοι πρέπει νά θεωροῦν ὅτι ἔχουν χρέος νά διδάξουν στά παιδιά τό Εὐαγγέλιο, ἐφόσον εἶναι βαπτισμένα. Ἀλλά καί τά ἴδια τά παιδιά πρέπει νά αἰσθάνονται ὅτι ἔχουν, τρόπον τινά, ὑποχρέωση νά διδαχθοῦν τή χριστιανική ἀλήθεια, νά μαθητεύσουν μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἄν κάνουμε μιά ἔρευνα τώρα, ὑποθέτω πώς θά διαπιστώσουμε ὅτι, ἄν ὄχι περισσότερο, τό ἐνενήντα τοῖς ἑκατό τῶν παιδιῶν πού εἶναι μαθητές στήν πρωτοβάθμια καί στή μέση ἐκπαίδευση καί αὐτῶν πού φοιτοῦν στήν ἀνώτατη ἐκπαίδευση εἶναι βαπτισμένα. Ἀφοῦ εἶναι βαπτισμένα, ἔχουν ὑποχρέωση νά μαθητεύσουν μέσα στήν Ἐκκλησία. Ποιός εἶσαι ἐσύ πού ἔρχεσαι καί λές: «Νά ἀφήσουμε ἐλεύθερα τά παιδιά»; Ἄλλο εἶναι ἄν δέν ἦταν βαπτισμένα. Ἀφοῦ ὅμως βαπτίζονται τά παιδιά, ἔχουν ὑποχρέωση, καθώς μεγαλώνουν, νά μαθητεύσουν ὄχι μόνο στά ἄλλα σχολεῖα, ἀλλά καί στό σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά διδαχθοῦν ὄχι θεωρητικά ἀλλά βιωματικά –νά ζήσουν δηλαδή– τό ὅλο καλό μήνυμα πού ἔφερε ὁ Κύριος, τό Εὐαγγέλιο, τήν ὅλη ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ· καί νά φθάσουν σέ ὅποιο μέτρο πνευματικό μπορεῖ νά φθάσει ὁ καθένας.
Μέσα στήν Ἐκκλησία πηγαίνει κάπως ἀλλιῶς ἡ μαθητεία
Κάνει ἐντύπωση ὅμως, ἐπαναλαμβάνω, ὅτι δέν τό παίρνουμε ἔτσι. Καί στίς περιπτώσεις ἀκόμη πού δέν φθάνουμε στό σημεῖο νά ποῦμε: «Νά ἀφήσουμε ἐλεύθερα τά παιδιά», γενικῶς δέν τό παίρνουμε ἔτσι, ὅτι λίγο-λίγο, λίγο-λίγο θά φθάσουμε σέ κάποιο μέτρο πνευματικῆς καταστάσεως. Κάποια πράγματα σήμερα τά σηκώνουμε, κάποια ἄλλα ἀκόμη ὄχι. Κάποια πράγματα αὔριο θά μποροῦμε νά τά σηκώσουμε, κάποια δέν θά μποροῦμε ἀκόμη. Κάποια πράγματα πού σήμερα δέν τά σηκώνουμε, αὔριο θά μποροῦμε νά τά βαστάξουμε. Διότι δέν εἶναι θέμα μόνο νά ποῦμε κάποιες ἀλήθειες, οὔτε εἶναι θέμα ἁπλῶς λογικά νά τίς καταλάβουμε. Πρέπει νά τίς δεχθεῖ ἡ καρδία, νά τίς δεχθεῖ μέσα ἡ ψυχή μας, καί νά μᾶς ἐπηρεάσουν ἔτσι πού ἡ ὅλη ζωή μας νά συμμορφωθεῖ πρός τίς ἀλήθειες αὐτές τοῦ Θεοῦ.
Κάνει ἐντύπωση ἐπίσης καί τό ἑξῆς. Ἕνας μαθητής τοῦ λυκείου μπορεῖ νά πεῖ: «Ἀκόμη δέν πῆγα στό Πανεπιστήμιο», καί ἕνας τοῦ γυμνασίου: «Ἀκόμη δέν πῆγα στό λύκειο καί δέν τά ξέρω αὐτά». Ἔχουν συναίσθηση ὅτι δέν τά ξέρουν καί ἔχουν ἀκριβῶς διάθεση νά μάθουν, καί κάνουν τήν προσπάθειά τους καί τούς κόπους τους. Στά πνευματικά θέματα ὅμως δέν κάνει ἔτσι κανείς. Σάν νά μή νοιάζεται καθόλου· λίγο πολύ παίρνει μιά στάση τέτοια: «Τά ξέρω αὐτά». Ποῦ τά ξέρεις; Μάλιστα, νά ληφθεῖ ἐδῶ ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι τά πνευματικά δέν εἶναι τόσο θέμα μυαλοῦ ἤ θέμα γνώσεων –ἄκουσες ἤ διάβασες ἤ μελέτησες– ἀλλά εἶναι θέμα ζωῆς ἐσωτερικῆς, εἶναι θέμα ζωῆς τοῦ ὅλου εἶναι μας· εἶναι θέμα βιώματος καί ὄχι ἁπλῶς θεωρητικῆς καταρτίσεως. Νά συναισθανθοῦμε λοιπόν ὅτι δέν ξέρουμε τίποτε.
Δικαιολογεῖται βέβαια νά μήν τά ξέρουμε, ἀλλά τουλάχιστον νά τό γνωρίζουμε αὐτό, νά τό συναισθανόμαστε καί ἀνάλογα νά ἐνεργοῦμε. Νά, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς μαθητάς: «Ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά σηκώσετε»· καί μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀκόμη χρειάζεται νά μαθητεύσουν, καί μέ τήν ἔννοια ὅτι χρειάζεται ἀκόμη νά περάσουν κάποια πράγματα, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι χρειάζεται νά ἔρθει ἄνωθεν ὁ φωτισμός. Γι᾿ αὐτό τούς ὁμιλεῖ γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὄντως θά ἔρθει, ἀφοῦ φύγει ὁ Κύριος –καί γι᾿ αὐτό τούς λέει ὁ Χριστός: «Σᾶς συμφέρει νά φύγω ἐγώ»4– καί θά τούς διδάξει «πάντα».5 Βέβαια, ἐδῶ δέν εἶναι ὅπως στήν παιδεία. Ἐκεῖ κάθε μέρα κανείς ἀποκτᾶὅλο καί καινούργιες γνώσεις. Ἐδῶ εἶναι λίγο διαφορετική ἡ ὅλη μαθητεία καί ἡ ὅλη παιδεία ἡπνευματική.
Ὁ Θεός «ποιεῖ» ἄνθρωπό του ἐκεῖνον πού πείθεται ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν
Ὅσο περισσότερο μπαίνεις σ᾿ αὐτή τή μαθητεία, τόσο πιό πολύ αἰσθάνεσαι αὐτό: «Ἕν οἶδα, ὅτι οὐδέν οἶδα». Καί ἔτσι εἶναι, γιατί πηγαίνει κάπως ἀλλιῶς ἐδῶ ἡ μαθητεία. Ἐδῶ, στά πνευματικά, βοηθιέται κανείς ἔτσι ἤ ἀλλιῶς νά δεῖ ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν. Ἄλλο ὅμως εἶναι νά λέγεται θεωρητικά αὐτό –καθώς τό ἀκούει κανείς καί σκέπτεται ὅτι μπορεῖ ἔτσι νά εἶναι– καί ἄλλο εἶναι νά ἔρθει ἡ ὥρα πού νά τό νιώσει κανείς ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν· μέσα στήν ψυχή του, μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του νά νιώσει ἔτσι κανείς: «Τί εἶμαι, Κύριέ μου; Τίποτε δέν εἶμαι. Μάλιστα ὄχι ἁπλῶς μηδέν, ἀλλά ἁμαρτωλό μηδέν». Καί νά ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νά σέ κάνει ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ μηδενός.
Λέει στή Γένεση: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν».6 «Ἐποίησε». Ἀπό ποῦ«ἐποίησε»; Τί; Βρῆκε κάπου ὁ Θεός ὑλικό, ἤ κάποιος –κανένας ἄλλος θεός– τοῦ προσέφερε ὑλικό, καί τό πῆρε καί ἔφτιαξε ὅ,τι ἔφτιαξε; Αὐτό εἶναι; Ὄχι. Τό ρῆμα «ποιῶ» στήν Ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖται μόνο γιά τόν Θεό καί σημαίνει ὅτι ὁ Θεός κάνει κάτι ἐκ τοῦ μηδενός. «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν». Ἀπό κεῖ πού δέν ὑπῆρχε τίποτε, τίποτε, τίποτε –μόνο ὁ Θεός ὑπῆρχε– ὁ Θεός δημιούργησε ὕλη καί ἔφτιαξε τόν οὐρανό καί τή γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια, ἀπό κάποια πλευρά, καί αὐτοῦ πού εἶπε στούς ἀποστόλους ὁ Χριστός, ὅταν τούς «ἐκάλεσε» ἐκεῖ στήν Τιβεριάδα: «Δεῦτε ὀπίσω μου καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων».7 Ἐλᾶτε καί «ποιήσω». Τό «ποιήσω» ἔχει αὐτή τήν ἔννοια: θά μαθητεύσετε, θά δεῖτε τί εἶστε καί μετά θά γίνει αὐτό.
Βέβαια, δέν βλέπει κανείς ἀμέσως τί εἶναι. Πρέπει νά μαθητεύσει, πρέπει νά ἀγωνίζεται, πρέπει νά προσπαθεῖ. Ὁ χριστιανικός ἀγώνας πιό πολύ ἔχει μιά τέτοια σημασία: ἀγωνίζεσαι καί ἀποτυγχάνεις, ἀγωνίζεσαι καί δέν γίνεται τίποτε, ἀγωνίζεσαι καί τελικά πιό ἁμαρτωλός βγαίνεις, πιό ἐμπαθής, πιό χάλια βγαίνεις μέ τόν ἀγώνα. Ἔτσι εἶναι. Καί πείθεσαι τελικά ὅτι δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτε μόνος σου –αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».8 Καί φθάνει κανείς ἀπό ἀπόψεως φρονήματος, ἀπό ἀπόψεως συναισθήσεως, ἀπό ἀπόψεως βιώματος, σ᾿ αὐτό: ὅτι εἶναι ἕνα μηδέν, καί μόνο ἄν βάλει τό χέρι του ὁ Θεός, θά γίνει κάτι. Καί τότε ἔρχεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἀναγεννᾶ τόν ἄνθρωπο. Ἀλλά γίνεται πρῶτα ὅλη ἐκείνη ἡ ἐργασία πού μοιάζει νά εἶναι πολύ ἀρνητική, καθώς, τρόπον τινά, προχωρεῖς ἀπό συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος σέ μεγαλύτερη συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητός σου. Ἕνα τέτοιο πράγμα γίνεται. Ἀλλά καθώς προηγεῖται ὅλο αὐτό, ἔρχεται ἡ κατάλληλη ὥρα πού εἶσαι πλέον στά χέρια τοῦ Θεοῦ ἕνα μηδέν. Καί τότε ἄνετα ὁ Κύριος ἐκ τοῦ μηδενός σέ δημιουργεῖ ἄνθρωπό του· ἄνθρωπο πού ἔχει θεανθρώπινη ζωή. Δηλαδή, ὁ Κύριος σέ ἑνώνει μαζί του, ἑνώνεται μαζί σου, σέ ἔχει μέσα του, ἔρχεται μέσα σου. Ἔχουμε ἐδῶ τόν Θεάνθρωπο Κύριο, πού κάνει κι ἐμᾶς ὅ,τι εἶναι κι Ἐκεῖνος· μᾶς μεταδίδει θεανθρώπινη ζωή ἤ, μᾶλλον, κάνει τό ὅλο εἶναι μας νά εἶναι θεανθρώπινη ζωή.
«…ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι». Ἀκόμη εἶστε συνηθισμένοι ἄνθρωποι
Κι ἐδῶ θά λέγαμε ὅτι αὐτό τό «ἔτι πολλά ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι» ἔχει διπλή ἔννοια. Κατ᾿ ἀρχήν εἶναι σάν νά μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Μή βιάζεστε, μή βιάζεστε. Ἀκόμη πολλά ἔχουμε νά ποῦμε, ἀλλά δέν εἶστε ἀκόμη ὥριμοι γιά νά ἀκούσετε· δέν ἦρθε ἀκόμη ἐκείνη ἡ ὥρα, δέν ὡρίμασαν τά πράγματα». Βλέπετε, δέν ὡριμάζουμε ἀμέσως ἀλλά σιγά-σιγά. Καί ἑπομένως θά ἔχουμε αὐτό τό κουράγιο, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά νά προχωροῦμε, ἕως ὅτου νά μᾶς τά πεῖ ὅλα ὁ Θεός, ὅσα θέλει νά μᾶς πεῖ, καί νά τά βαστάξουμε, νά τά σηκώσουμε, γιά νά γίνει τό καλό πού θέλει ὁ Θεός νά κάνει στήν ψυχή μας. Ἀλλά ἔχει ὅμως καί τήν ἔννοια ὅτι σάν νά μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Ἔτσι ὅπως τά παίρνετε ἐσεῖς τά πράγματα, ἔτσι ὅπως φρονεῖτε καί ἔτσι ὅπως εἶστε, δέν μπορεῖ νά σᾶς πεῖ κανείς αὐτά πού θέλει. Θά μποροῦσε νά σᾶς τά πεῖ, ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά σηκώσετε ἀκόμη».
Νά, ἐμεῖς τώρα ἐδῶ, γιά παράδειγμα, στίς συνάξεις μας αὐτές, πόσα θά εἴχαμε νά ποῦμε ἔτσι πιό συγκεκριμένα! Ἀλλά, καθώς ἡ ὅλη στάση μας εἶναι ἀρνητική –μοιάζει λίγο νά εἴμαστε κάπως ἀναίσθητοι, λίγο σάν νά μήν ἔχουμε διάθεση, σάν νά μήν ἔχουμε κέφι, σάν νά λέμε «ἔχε με παρητημένο»– δέν μᾶς ἐμπιστεύεται ὁ Θεός. Πῶς ὁ Θεός θά σοῦ φανερώσει τό θέλημά του καί πῶς θά σοῦ ἐμπιστευθεῖ τίς εὐλογίες του, ὅταν ἐσύ δέν δείχνεις προθυμία;
«Ὅταν δέ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».9 Βλέπετε, πάλι εἶναι σάν νά λέει ἐδῶ ὁ Κύριος: «Ὅ,τι ἦταν νά γίνει στήν ψυχή σας ἀπό πλευρᾶς μαθητείας ἔγινε –πού ζοριστήκατε, πού δυσκολευτήκατε, καθώς σᾶς ἀποπῆρα μερικές φορές, σᾶς μάλωσα. Ἀλλά ἀκόμη εἶστε συνηθισμένοι ἄνθρωποι. Καί γι᾿ αὐτό, ὅλα ἐκεῖνα πού θά ἔπρεπε κανονικά νά σᾶς πῶ, δέν μπορεῖτε νά τά βαστάξετε τώρα, διότι δέν εἶστε ἕτοιμοι. Ὅταν ὅμως θά ἔχετε ὡριμάσει πλέον καί θά εἶστε δεκτικοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί θά σᾶς κάνει ἔτσι, πού θά μπορεῖτε τότε νά βαστάξετε ὅλα αὐτά πού τώρα δέν μπορεῖτε».
8-2-1998 Κυριακή ἀπόγευμα