Θεομητορικες Εορτες
A+
A
A-

277. Παράκληση 1η – Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἔχει σωτηριολογικό χαρακτήρα

Παράκληση 1η

Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἔχει σωτηριολογικό χαρακτήρα

 

Μή σᾶς φανεῖ παράδοξο πού καί φέτος, ἔτσι νομίζω εἶναι καλύτερα, οἱ ὁμιλίες αὐτές πού θά κάνουμε τώρα τόν Δεκαπενταύγουστο, αὐτή τήν ὥρα κάθε βράδυ, ἄν θέλει ὁ Θεός καί ὅπως μᾶς φωτίσει βέβαια ὁ Θεός, θά ἔχουν πάλι αὐτόν τόν τίτλο πού εἶχαν καί πέρσι. Ἄν ἐνθυμεῖσθε, ἀρχίσαμε καί συνεχίσαμε καί τελειώσαμε μέ τή φράση αὐτή πού λένε οἱ ψάλτες καί μαζί καί ὅλος ὁ λαός, κυρίως αὐτές τίς ἡμέρες, δηλαδή κυρίως ὅταν ψάλλεται ἡ Παράκληση. Ἀλλά ὅπως ξέρουμε, καί σέ ἄλλες ἀκολουθίες, ὅταν ἔχει τροπάρια πού ἀναφέρονται στήν Παναγία, Θεοτοκία δηλαδή, καί δέν θά ποῦμε «καί νῦν», λέμε τή φράση «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Εἴχαμε πεῖ βέβαια πέρσι, δέν χρειάζεται νά τό ξαναποῦμε, ὅτι μερικοί νομίζουν ὅτι δέν πρέπει νά λέμε «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς» ἀλλά «Ὑπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν». Τό ἐξηγήσαμε πέρσι αὐτό. Καί ὅπως ἀκούσαμε καί ἀπόψε, οἱ ψάλτες εἶπαν ἐπανειλημμένως «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Καί μετά ἀπό τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς» ψάλλουν ἕνα τροπάριο.

Ὅλα τά τροπάρια τῆς Παρακλήσεως, καί τῆς Μικρᾶς καί τῆς Μεγάλης, ὅπως γνωρίζετε, ἀναφέρονται στήν Παναγία. Βέβαια δέν θά ἀναφερθοῦμε εἰδικότερα στήν Παναγία, καθώς παίρνουμε ὡς τίτλο τό «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς» –ἀναφερθήκαμε πέρσι– ἀλλά γενικότερα νά πάρουμε ἀφορμή ἀπό αὐτό καί νά ποῦμε ὅτι ὅλο τό νόημα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅλο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ὅλο τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Ἐκκλησίας ἔχει αὐτόν τόν χαρακτήρα, σωτηριολογικό χαρακτήρα. Δέν ξέρω βέβαια τί θά ποῦν κάποιοι, ὅταν ἀκούσουν ὅτι ἔχουμε πάλι αὐτόν τόν τίτλο. Ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐμεῖς ἐδῶ θά προσπαθήσουμε πάλι νά ποῦμε ὅ,τι φωτίσει ὁ Θεός καί θά ἐπιμείνουμε σ᾿ αὐτό.

Τό ὅτι ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔκανε ὅλο τό ἔργο πού ἔκανε: κήρυξε, δίδαξε ἀκατάπαυστα τά τρία ἐκεῖνα χρόνια καί ἀπέστειλε τό Ἅγιό του Πνεῦμα, ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία του καί ἀπέστειλε τούς Ἀποστόλους, καί ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, καί συνεχίζεται αὐτό –ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική: ξεκινάει ἀπό τούς Ἀποστόλους καί φτάνει ὥς ἐμᾶς μέ κανονική διαδοχή– ὅλο αὐτό τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει ἄλλο σκοπό, δέν ἔχει ἄλλο νόημα, δέν ἔχει ἄλλο χαρακτήρα: τό ὅλο ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι σωτηριολογικό. Δηλαδή ὁ Κύριος μέ ὅλα αὐτά πού εἶπε, μέ ὅλα αὐτά πού ἔκανε, μέ τήν ὅλη παρουσία του καί μέ τή συνεχή τώρα παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅλα αὐτά τά κάνει γιά νά μᾶς σώσει, γι᾿ αὐτό καί τό ὄνομά του εἶναι Σωτήρ. Ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος τό Εὐαγγέλιο, ἄν τό προσέξουμε, αὐτό τό νόημα ἔχει. Καί ἡ ὅλη ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποστολή τῶν Ἀποστόλων, τό ὅλο ἔργο αὐτόν τόν σκοπό ἔχει. Καί γι᾿ αὐτό ἀκόμη καί τήν ὥρα πού ἀναφερόμαστε στήν Παναγία καί τῆς ψάλλουμε ἕνα τροπάριο καί ὕστερα ἄλλο κλπ., λέμε «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι αὐτό εἶναι τό πρῶτο καί κύριο. Καί ἐπίσης ὅ,τι κι ἄν ποῦμε στή συνέχεια σ᾿ ἕνα τροπάριο, ἄσχετα τί λέξεις ἔχει, ἐφόσον προτάσσεται αὐτή ἡ φράση «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», εἶναι σάν νά λέμε “Παναγία, νά, αὐτό θέλουμε, νά μᾶς σώσεις”.

Αὐτό κατά τήν ταπεινή μου γνώμη πρέπει νά τονιστεῖ, διότι πολλά λέγονται, πολλά γίνονται καί ὅλα παίρνουν ἄλλο δρόμο, παρεκκλίνουν, σάν νά μήν εἶναι ἡἘκκλησία γιά τή σωτηρία μας ἀλλά γιά ἄλλους σκοπούς, σάν νά μήν εἶναι τόΕὐαγγέλιο, ἡ ὅλη ἀναφορά μας στόν Χριστό γιά τή σωτηρία μας ἀλλά γιά ἄλλους σκοπούς. Πρέπει νά τό τονίσουμε αὐτό. Παρεκκλίνουμε, φεύγουμε ἀπό τήν ἀλήθεια, πλανώμαστε, ὅταν δέν τό δοῦμε ἔτσι τό θέμα. «Κύριε, σῶσον με», «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Τί θά πεῖ ὅμως αὐτό; Τί θά πεῖ νά μᾶς σώσει; Τί θά πεῖ ὅτι τό πᾶν εἶναι ἡσωτηρία; Τίποτε ἄλλο δέν εἶναι λοιπόν; Ἡ σωτηρία εἶναι μόνο; Τό σωτηριολογικό ἔργο; Ναί, αὐτό εἶναι. Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Γιατί εἶναι ἔτσι; Καί πῶς θά τό καταλάβουμε αὐτό καί τί θά νιώσουμε, τί θά γίνει μέσα μας, γιά νά εἴμαστε στήν ἀλήθεια αὐτή;

 

Ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως ὁ ἄνθρωπος εἶναι δηλητηριασμένος

 

Ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ὅτι λίγοι χριστιανοί, πολύ λίγοι, ἅγιοι ἄνθρωποι μόνο ἔχουν μέσα τους πεποίθηση ὅτι ὑπάρχω, ὑπάρχω καί πηγαίνω. Ποῦ πηγαίνω; Στόν χαμό. Εἶναι κανένας ἅγιος ἄνθρωπος πού δέν διαπιστώνει, καθώς περνοῦν τά χρόνια, ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο μόνο ἐκεῖνο πού τόν ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια ὑπάρχει, ἡ ἁμαρτία δηλαδή; Ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅπως ἔχουμε τονίσει κατά καιρούς, αἰσθάνονται ὅτι δέν ὑπάρχει ἔστω μιά γωνίτσα μέσα στήν ψυχή πού νά εἶναι ἕνα καθαρό μέρος, ἕνα οὐράνιο μέρος, πού μᾶς ἐξασφαλίζει τή σωτηρία. Ὄχι. Στήν ὅλη ὕπαρξή του κανείς αἰσθάνεται ὅπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει δηλητηριασθεῖ, καί ἐνῶ εἶναι νά πεθάνει ἀκαριαίως, ἔχουμε τόν τρόπο καί τόν κρατοῦμε μερικά λεπτά ζωντανό. Σ᾿ ὅλη τήν ὕπαρξή του, σ᾿ ὅλο τόν ὀργανισμό του εἶναι τό δηλητήριο αὐτό τοῦ θανάτου, ἐφόσον τό δηλητήριο μπῆκε μέσα στό αἷμα, καί τό αἷμα πάει παντοῦ, καθώς ὁ ὀργανισμός ζεῖ μέ τό αἷμα, ἄρα παντοῦ εἶναι ὁ θάνατος. Δέν ὑπάρχει κάποιο μέρος πού δέν εἶναι δηλητηριασμένο. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε, ἄς κόψουμε κανένα δάκτυλο, αὐτό δέν εἶναι δηλητηριασμένο. Ὅλο τό σῶμα, καί τό στομάχι καί ὅλα τά ἄλλα ὄργανα καί οἱ μῦς καί τό αἷμα πρωτίστως, τά πάντα εἶναι δηλητηριασμένα.

Ἀπό πνευματικῆς ἀπόψεως λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δηλητηριασμένος, ἔχει θανατηφόρο δηλητήριο μέσα του, τήν ἁμαρτία. Καί νά τό προσέξουμε καλά αὐτό. Δέν εἶναι τό θέμα ὅτι ἔτσι τό λένε οἱ ἄνθρωποι. Ὑπάρχει μέσα ἡ ἁμαρτία ὡς δηλητήριο, θανατηφόρο δηλητήριο. Καί στήν πράξη τό δηλητήριο αὐτό ὄχι μόνο δηλητηριάζει, θανατώνει τόν ἄνθρωπο πνευματικά, ἀλλά καί τόν κάνει νά νομίζει ὅτι κάτι ἄλλο φταίει, δέν φταίει τό δηλητήριο αὐτό, καί κυνηγάει ἄλλα πράγματα γιά νά τά διώξει, νά τά ἐξουδετερώσει καί νά σωθεῖ. Δέν εἶναι ἁπλῶς δηλητήριο, ἀλλά ἀφιονίζει ἔτσι τόν ἄνθρωπο, ὅπως ἔχουμε πεῖ κατά καιρούς, πού σάν νά τό εὐχαριστιέται. Πῶς εἶναι δηλαδή μερικοί ἄνθρωποι πού τούς καταλαμβάνει ἀρρωστημένη ὑπνηλία, καί βλέπουν βέβαια ὅτι δέν εἶναι φυσιολογικό αὐτό, παρά ταῦτα τόν ὕπνο ἐπιδιώκουν, πρός τά κεῖ πηγαίνουν. Ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θά ἀντιδράσουν. Ὁ ἄλλος γίνεται θύμα τῆς καταστάσεως αὐτῆς. Μόλις ξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο καί θέλει πάλι νά κοιμηθεῖ, καίτοι πολλές ὧρες κοιμήθηκε. Αὐτό λοιπόν τό δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας κυλάει ὡς θάνατος μέσα στόν πνευματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου, καί ὄχι μόνο ἔχει τόν θάνατο μέσα του κανείς, ἀλλά καί δέν τό καταλαβαίνει.

 

Ἀποχωρισμένος ἀπό τόν Θεό

 

Ἕνας ὁ ὁποῖος θά πιστέψει στόν Χριστό, θά τόν ἀκολουθήσει, δέν θά φοβηθεῖ καί θά ἀφήσει τόν Χριστό, τήν Χάρι τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι μέσα του νά ξεσκαλίσει καί νά ξεσκεπάσει τήν ψυχή, δέν θά ἀργήσει νά δεῖ αὐτή τήν πραγματικότητα, ὅτι μέσα του μέχρι καί τό τελευταῖο κύτταρο ὑπάρχει ὁ θάνατος, ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς. Κυρίως ὁ θάνατος αὐτός εἶναι –ἔτσι τόν αἰσθάνεται κανείς– ἕνας ἀποχωρισμός ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος παίρνει ὀξυγόνο καί μ᾿ αὐτό ζεῖ, ἄν κάτι συμβεῖ καί τοῦ κόψουν τό ὀξυγόνο, θά ἀρχίσει νά σπαρταράει. Ὁ χωρισμός τοῦ ὀργανισμοῦ του ἀπό τό ὀξυγόνο, πού εἶναι ἡ ζωή, συνεπάγεται τόν θάνατο. Ἐδῶ ἀπό πλευρᾶς ἁμαρτίας ὁ θάνατος δέν θά ἔρθει τώρα· ὁ θάνατος εἶναι μέσα, κυλάει μέσα στήν ὅλη ὕπαρξη. Καί ὅταν κανείς φωτισθεῖ καί βοηθηθεῖ ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ νά τό νιώσει αὐτό τό πράγμα, τό νιώθει ἔτσι, ὅτι εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπό τόν Θεό. Καί νά ἦταν μόνο αὐτό;

Ἔχει κατάσταση κανείς μέσα του σάν νά μή θέλει τόν Θεό. Καί βλέπει κανείς αὐτή τήν κατάσταση καί τρομάζει, καταλαβαίνει τί θά πεῖ ἁμαρτία, τί θά πεῖ ἀποχωρισμός ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά αὐτό ὅλο εἶναι μιά ἐγωιστική διάθεση, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο. Ἀπόδειξη ὅτι μόλις ταπεινωθεῖ κανείς, δημιουργεῖται ἄλλη κατάσταση μέσα του. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐγωισμός, καί ὁ ἴδιος αὐτός ἐγωισμός δέν θέλει νά πεῖ “ναί, ἐγωισμός εἶμαι” καί νά φωνάξει, νά κράξει “σῶστε με ἀπό τόν ἐγωισμό”. Καί ὅλο αὐτό γίνεται ἐπειδή ἀκριβῶς δέν μπῆκε ἡ ἁμαρτία μέσα στόν ἄνθρωπο καί δέν μένει μέσα του ἁπλῶς σάν νά τρύπωσε ἀπό κάπου ἐκεῖ κρυφά καί δέν τό κατάλαβε κανείς, ὅπως μπαίνουν τά μικρόβια μέσα μας καί τί θά κάνουμε. Εἶναι ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου πού συγκατατίθεται. Ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει μ᾿ αὐτό τό δηλητήριο, ἀρέσκεται σ᾿αὐτό τό δηλητήριο, συντάσσεται μέ τόν ἐγωισμό, μέ τήν ἀνταρσία αὐτή ἀπέναντι στόν Θεό, μέ ὅλο αὐτό τό πράγμα πού σέ ἀποχωρίζει ἀπό τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἁμαρτία, γιατί φταῖς, ἔχεις εὐθύνη γι᾿ αὐτό τό πράγμα, δέν ἔβαλε κάποιος κρυφά μέσα στήν ὕπαρξή σου τήν ἁμαρτία.

 

Συμμαχεῖς μέ τόν ἐγωισμό

 

Μή σπεύσει κανείς νά πεῖ “μά, ἀφοῦ γεννιόμαστε ἁμαρτωλοί”. Ναί, γεννιόμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά σάν νά μᾶς καλοαρέσει ἔτσι. Βρέστε ἕναν ἄνθρωπο σήμερα, καί χριστιανό, ὄχι μόνο ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ὁ ὁποῖος κατάλαβε καλά-καλά, θέλει νά καταλάβει καλά-καλά πῶς ἔχουν τά πράγματα καί νά πάρει τή σωστή στάση. Ὄχι. Χίλια-δυό πράγματα θά κάνει ὁ καθένας γιά νά περισώσει τόν ἐγωισμό του, τή φιλαυτία του, τόν παλαιό ἄνθρωπο, τήν ἁμαρτία, αὐτό τό δηλητήριο. Ἐνῶ δέν εἶναι πολύ δύσκολο νά καταλάβει κανείς, εἴτε θυμώνει καί ὀργίζεται εἴτε σηκώνει κεφάλι εἴτε ἀντιδρᾶ εἴτε τάχα τοῦ τρῶν τό δίκιο κλπ., δέν εἶναι δύσκολο νά καταλάβει ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα συμμαχεῖ μέ τό δηλητήριο, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τόν ἐγωισμό αὐτόν πού σηκώνει κεφάλι ἀπέναντι στόν Θεό. Συμμαχεῖ. Ὁπότε τελείως ἀποπροσανατολίζεται κανείς καί ἀλλοτριώνεται. Κατά τά ἄλλα μπορεῖ νά εἶσαι χριστιανός καί νά κάνεις πολλά πράγματα τά ὁποῖα δέν στοιχίζουν. Τί θά σοῦ στοιχίσει νά πᾶς νά ἀνάψεις ἕνα κερί, τί θά σοῦ στοιχίσει νά κάνεις ἕναν σταυρό, τί θά σοῦ στοιχίσει νά σταθεῖς ἔστω καί μέ τίς ὧρες στήν ἐκκλησία καί ὅ,τι ἄλλο; Δέν σοῦ στοιχίζει. Σύμφωνα μάλιστα μ᾿ αὐτό πού λέει ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅτι κι ἄν παραδώσεις τό σῶμα σου νά τό κάψουν, κι ἄν δώσεις ὅλα τά ὑπάρχοντά σου, καί δέν ἔχεις ἀγάπη, τίποτε δέν εἶσαι. Δέν ἀφήνει περιθώρια, ὅτι ἀρχίζεις, ἄς ποῦμε, νά μήν εἶσαι καλός. Ὄχι, δέν εἶσαι τίποτε, τίποτε, ἕνας τενεκές, «κύμβαλον ἀλαλάζον».

 

Περιμένει τή συγκατάθεσή σου ὁ Θεός

 

Δέν εἶναι ἑπομένως ὅτι “θά κάνω αὐτό, θά κάνω ἐκεῖνο”. Θέλεις νά ἀλλάξεις; Θέλεις νά ὑποταχθεῖς στόν Θεό; Θέλεις νά σέ ἀναλάβει ὁ Θεός καί νά σέ μεταμορφώσει, καί νά εἶσαι ἔτσι ὅπως θέλει ἐκεῖνος; Δέν θά τό κάνει κατά μαγικό τρόπο, χωρίς νά καταλάβεις ἐσύ. Ὄχι. Περιμένει ὁ Θεός, καθώς σέ πονάει, νά πεῖς “Θεέ μου, ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου καί ἀκούω ἐσένα καί ἀκολουθῶ ἐσένα”. Θέλει νά δεῖ ὁ Θεός ὅτι τό κάνεις αὐτό· ἔχεις ἐλευθέρα βούληση, δέν σέ δένει κανένας, γιά νά μήν μπορεῖς νά τό πεῖς. Περιμένει λοιπόν τή συγκατάθεσή σου ὁ Θεός, περιμένει τό ναί αὐτό πού μπορεῖς νά πεῖς. Διότι λογικό πλάσμα εἶσαι, ἄκουσες τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, ἀκοῦς τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλες αὐτές τίς θεϊκές ἀλήθειες, καί δέν εἶναι δύσκολο νά καταλάβεις καί νά πεῖς: “Γιά στάσου, τί γίνεται ἐδῶ; Ἐγώ εἶμαι θύμα τοῦ ἐγωισμοῦ μου, τῆς φιλαυτίας μου, τῶν παθῶν μου, τῶν ἀδυναμιῶν μου, καί κάθομαι καί τά κανακεύω. Ὄχι, Κύριε, δέν θά κάνω πλέον τό δικό μου θέλημα· ἀπαρνοῦμαι τόν ἑαυτό μου καί ἀκολουθῶ ἐσένα”. Ἅμα σέ δεῖ ἔτσι ὁ Θεός, σέ ἀναλαμβάνει· σέ ἀναλαμβάνει καί σέ λυτρώνει. Ἐάν ὅμως ἐσύ ἁπλῶς ἀνάβεις τό κερί, νά κάνει κάτι τό κερί, καί νά γίνει καμιά ἀλλαγή στά κρυφά μέσα σου, ἔτσι πού νά τήν εὐχαριστηθεῖς πάλι, νά μήν πάθει τίποτε ἡ φιλαυτία, ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἀλλά νά εἶναι κάπου ἐκεῖ νά ἀπολαύσει καί τά πνευματικά, δέν γίνεται.

Ὅλα λοιπόν ἔχουν σωτηριολογικό χαρακτήρα. Ὅλα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, τά λόγια του, τό Εὐαγγέλιό του, ἡ Ἐκκλησία, τά μυστήρια, τά πάντα ἔχουν σωτηριολογικό χαρακτήρα, νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἀπό τί νά σωθεῖ; Νά σωθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία κυλάει μέσα του σάν δηλητήριο θανατηφόρο. Καί τελικά, ἐνόσω εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί μέχρι τήν τελευταία πνοή, ὅσο θανατηφόρο κι ἄν εἶναι μέσα μας τό δηλητήριο, ὑπάρχει ἐλπίδα νά σωθοῦμε, γι᾿ αὐτό καί εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Ἔφυγες; Τέλειωσε, αὐτό ἦταν ὅλο.

 

Ὅλα εἶναι γιά νά σωθεῖς

 

Ἑπομένως παρακαλῶ νά μήν ξεγελιόμαστε. Τί κάνει ὁ πολύς κόσμος ἄς κάνει, ἀλλά ἐμεῖς ἄν θέλουμε νά μή χάνουμε τόν καιρό μας, νά μήν κοπιάζουμε ἀσκόπως, νά μήν κάνουμε σπασμωδικές κινήσεις ἀλλά νά βροῦμε τήν ἄκρη, τήν ἀρχή τοῦ δρόμου καί νά μποῦμε στόν δρόμο αὐτόν τῆς σωτηρίας, λοιπόν νά προσέξουμε. Δέν εἶναι παιγνίδια, δέν εἶναι ὅσα πᾶνε κι ὅσα ἔρθουν. Καί ὅταν τά πάρει κανείς ἔτσι τά πράγματα –καί δέν εἶναι δύσκολο νά δεῖ μέ τή λογική του ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια– καί τά δέχεται λοιπόν καί συγκατατίθεται, βλέπει μετά ὅτι ὅλο τό θέμα εἶναι νά μή σέ πάρει γρήγορα ὁ Θεός, νά σέ λυπηθεῖ καί νά σέ ἀφήσει νά ζήσεις, ξέρει ἐκεῖνος πόσο χρειάζεται. Καί ὅλα, ὅλα χωρίς ἐξαίρεση, ὅλα εἶναι γιά νά σωθεῖς. Καί τό κρύο καί ἡ ζέστη καί ἄλλες δυσκολίες πού ἔρχονται ἀπό τά φυσικά φαινόμενα, οἱ σεισμοί κλπ., καί πού ἀρρωσταίνουμε καί ἔχουμε προβλήματα καί δυσκολίες, τό βλέπεις καθαρά, ὅλα εἶναι γιά τή σωτηρία, ὅλα, δέν ἐξαιρεῖται τίποτε, καί οἱ ἁμαρτίες μας ἀκόμη. Καί ἄν θέλετε, κι αὐτό τό δηλητήριο πού ἔχουμε μέσα μας, τό θανατηφόρο δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, κι αὐτό εἶναι γιά τή σωτηρία μας τελικά, ὅταν τά πάρουμε ἔτσι τά πράγματα. Αὐτό εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἀλλά ὅταν βρεῖς τόν Χριστό, ὅταν πιστέψεις στόν Χριστό, ὅταν δεχθεῖς τό κήρυγμα, τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, λές μετά: “Ἄχ Θεέ μου, καλά πού εἶμαι σ᾿ αὐτό τόχάλι, καί θέλω δέν θέλω θά ταπεινωθῶ ἐνώπιόν σου, γιά νά μέ σώσεις. Δέν γίνεται ἀλλιῶς, τό βλέπω ξεκάθαρα. Καίτοι μοῦ ᾿ρχεται νά ὑπερηφανευθῶ καί νά ξεφύγω ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, δέν μ᾿ ἀφήνει ὅμως ἡ ἁμαρτία, αὐτό τό δηλητήριο πού ἔχω μέσα μου· μέ ταπεινώνει, καί ἔτσι δέχομαι τήν Χάρι σου καί σώζομαι”.

Ὅλα λοιπόν εἶναι γιά τή σωτηρία. Καί εἶναι χαμένη ἡ ζωή μας, χαμένος ὁ χρόνος μας, χαμένοι οἱ κόποι μας, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε, ἄν δέν ἔχουν αὐτόν τόν σωτηριολογικό χαρακτήρα. Κοπιᾶς γιά νά βγάλεις ἄς ποῦμε τά πρός τό ζῆν, καί καλά κάνεις, διότι εἴμαστε ἐδῶ στή γῆ. Ὁ Θεός θέλει, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς, νά ζήσουμε, γιατί ἔχουμε σπουδαῖο ἔργο νά κάνουμε γιά νά σωθοῦμε. Δέν ζοῦμε γιά νά κάνουμε δέν ξέρω τί, ἀλλά ζοῦμε ὅσο χρειάζεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅσο ἔχει κανονίσει ὁ Θεός γιά τόν καθένα μας, γιά νά κάνουμε ἀκριβῶς αὐτόν τόν κανόνα: εἴτε μᾶς συμβεῖ τοῦτο εἴτε μᾶς συμβεῖ τό ἄλλο, εἴτε ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἕνα εἴτε ἀσχοληθοῦμε μέ τό ἄλλο, ὅλα νά γίνονται ἔτσι πού νά δουλεύουν γιά τή σωτηρία.

Μέ δυσκολία βγάζεις τά πρός τό ζῆν; Μήν προσέχεις ἁπλῶς τό πόσο δύσκολα βγάζεις τό ψωμί σου γιά νά ζήσεις ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου. Μπορεῖς νά τά βελτιώσεις τά πράγματα; Νά τό κάνεις. Δέν μπορεῖς νά τά βελτιώσεις; Δέν πειράζει. Καί στή μιά περίπτωση καλά εἶναι καί στήν ἄλλη περίπτωση καλά εἶναι, ἀρκεῖ νά μή διστάσεις καί νά μήν ἀργήσεις νά τό δεχθεῖς ἔτσι: “Ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ἔχω αὐτή ἤ τήν ἄλλη δυσκολία προκειμένου νά βγάλω τό ψωμί μου γιά νά ζήσω ἐγώ καί τά παιδιά μου, πού ἔχω ὑποχρέωση νά ζήσω καί νά μεγαλώσω τά παιδιά μου, τό ἐπιτρέπει γιά καλό μου, ὄχι γιά κακό. Γιά καλό μου”. Ἀλλά τό καλό μου ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι θά τό χαρῶ, θά τό ἀπολαύσω, θά ἔχω νά περιμένω δέν ξέρω τί. Τίποτε. Τό καλό μου εἶναι αὐτό, ὅτι δουλεύει αὐτό τό πράγμα, ἅμα τό πάρεις σωστά, ἔτσι πού εἶσαι στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, πού βρίσκεις ὅλο καί περισσότερο τόν δρόμο τῆς σωτηρίας καί προχωρεῖς σ᾿αὐτόν τόν δρόμο, ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει.

 

Δέν εἶσαι χριστιανός ἔτσι

 

Μέ συγχωρεῖτε πού ἐπιμένω σ᾿ αὐτό. Ἐξ ὅσων ἐγώ καταλαβαίνω, δέν φρονοῦν ἔτσι οἱ ἄνθρωποι. Ὄχι οἱ πολλοί ἄνθρωποι, οἱ χριστιανοί· ἄς ἀφήσουμε τούς ἄλλους. Δέν βρίσκεις χριστιανό νά φρονεῖ ἔτσι. Θέλει δέν θέλει ἔχει προβλήματα, θέλει δέν θέλει ἔχει δυσκολίες, θέλει δέν θέλει ἔχει ἐμπόδια ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπό τούς δικούς του, ἀπό τούς ἄλλους, θέλει δέν θέλει πικραίνεται, στενοχωρεῖται κλπ. Καί δέν τό παίρνει ἔτσι, ὅτι τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός, τό οἰκονομεῖ ὁ Θεός. Σέ καμιά περίπτωση βέβαια, ὅπως ἔχουμε πεῖ ἄλλη φορά, δέν τό παίρνουμε αὐτό μοιρολατρικά: “Ἄ, οἱ καημένοι, τί πάθαμε!” Ὄχι. Τά ἔχει ὅλα στά χέρια του ὁ Θεός καί προνοεῖ ἔτσι, ὥστε ἀπό ὅλα αὐτά νά βγαίνει καλό καί ὅλα αὐτά νά μᾶς βοηθοῦν νά εἴμαστε στόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Δέν τό παίρνουμε ὅμως ἔτσι. Ἀσχολούμαστε ἁπλῶς μέ τά θέματά μας, μέ τίς δυσκολίες μας, καί ὁ ἀπώτερος σκοπός δέν εἶναι “ἄχ Θεέ μου, νά σωθῶ· νά εἶμαι στόν δρόμο αὐτόν τῆς σωτηρίας, καί ἄς πάθω ὅ,τι πάθω”, ἀλλά πῶς θά ξεγλιτώσω μέ τίς δυνάμεις μου, παρακαλῶ καί τόν Θεό νά μέ βοηθήσει νά ξεγλιτώσω. Γιά νά κάνω τί; Ὄχι γιατί θέλω νά εἶμαι στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἀλλά γιά νά ζήσω τή ζωή ὅπως θέλω. Χριστιανός κατά τά ἄλλα· θά πάω νά ἀνάψω καί κερί, θά κάνω καί μετάνοιες, ἀλλά δέν μέ ἀπασχολεῖ τό θέμα αὐτό τῆς σωτηρίας. Καί ἀπόδειξη πώς ὅ,τι σκεφθοῦμε, ὅ,τι ζητήσουμε, ὅ,τι θελήσουμε, καί πού θά προσευχηθοῦμε, θά παρακαλέσουμε τόν Θεό, εἶναι γιά νά βελτιωθεῖ ἡ ζωή μας, νά εἶναι ὡραία ἡ ζωή μας, νά ἔχει ἀνέσεις, νά τήν εὐχαριστηθοῦμε, μέσα στό ἴδιο δηλαδή πνεῦμα πού ἔχει ἡ ὅλη κοινωνία σήμερα, πού κυνηγάει τά εὐχάριστα, τίς ἀπολαύσεις, ὅλα ἐκεῖνα ἐκεῖ τά εὐδαιμονιστικά. Κάπου σ᾿ αὐτό τό πνεῦμα εἶναι καί οἱ χριστιανοί. Δέν εἶσαι χριστιανός ἔτσι, ὅσα πράγματα χριστιανικά κι ἄν κάνεις, διότι ἡ ὕπαρξή σου εἶναι ἔξω ἀπό αὐτά, ἡ ὅλη πορεία τῆς ὑπάρξεώς σου εἶναι ἔξω ἀπό αὐτά, ἀπό τά τοῦ Θεοῦ δηλαδή.

«Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Τό λέμε αὐτό, τό λέμε μέ θέρμη, τό λέμε μέ πίστη, ἀλλά μέ τήν ἔννοια: “Ἄχ Παναγία μου, τόσα προβλήματα ἔχουμε, τόσα θέματα, τόσες δυσκολίες, δέν ἔχουμε καί καλό αὐτοκίνητο” κλπ. Κάπου ἐκεῖ δηλαδή φωνάζουμε τήν Παναγία, “σῶσε μας”. Εἶναι δυνατόν; Πρόλαβε ὁ Χριστός καί τό εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ἐμεῖς νά ζητοῦμε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τή σωτηρία μας. Ὅλα τά ἄλλα ἔρχονται, δέν θά μᾶς ἀφήσει ἔτσι ὁ Θεός. Ἀλλά ἐμεῖς δέν ζητοῦμε τά ἄλλα μέ τήν ἔννοια ὅτι στερούμεθα καί ὅτι ἄν δέν φροντίσουμε, κάτι θά πάθουμε. Βαθύτερα δέν ζητοῦμε τόν Θεό, δέν τόν ἀγαποῦμε, δέν τόν πιστεύουμε, δέν θέλουμε τόν Θεό βαθύτερα. Ἀπόδειξη ὅτι μᾶς νοιάζει ἡ ζωή αὐτή καί μήν τυχόν γίνει κανένας λόγος ὅτι φεύγουμε ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Θέλουμε δέν θέλουμε βέβαια φτάνουμε σέ μιά ἡλικία, τί θά κάνουμε μετά, θέλουμε νά τελειώσουμε, μάλιστα ὅταν ἕνας βασανίζεται, λέει “ἄντε νά τελειώσουν τά βάσανά μου”. Ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς συνέχει πού ἦρθε ὁ Χριστός στή γῆ ὡς ἄνθρωπος καί ἔπαθε ὅ,τι ἔπαθε, γιά νά μᾶς βάλει στή βασιλεία του, καί νά ἔχουμε λαχτάρα νά μποῦμε στή βασιλεία του καί νά χαιρόμαστε γι᾿ αὐτό. Καί νά μᾶς δεῖ ὁ Θεός καί νά πεῖ: “Κάτι κατάλαβαν αὐτές ἐδῶ οἱ ψυχές, κάτι ἄρχισαν νά ὑποπτεύονται ἀπό τό ὅλο ἔργο πού ἔκανα”, καί νά χαρεῖ ὁ Θεός καί νά μπορεῖ νά μᾶς ἔχει ὕστερα ἐμπιστοσύνη καί νά μᾶς δώσει τήν Χάρι του.

Θά συνεχίσουμε αὔριο βράδυ. Νά πᾶτε στό καλό.

 

1-8-2001