Πονος
A+
A
A-

286. Θέσεις τοῦ π. Συμεών σχετικά μέ τά δυστυχήματα

Νά δοῦμε τήν ἀνοιχτή πόρτα πρός τόν οὐρανό διά τῆς πίστεως

Δέν ξέρω ἄν ταιριάζει αὐτή τήν ὥρα νά ἀναφερθοῦμε σέ κάτι, μιά καί ἦρθε καί στή σκέψη αὐτή τή στιγμή. Ὅλοι, καί οἱ μέν καί οἱ δέ, ὅλες τίς ἡμέρες αὐτές, ναί, πιθανόν νά ἦταν πολύ ἀληθινότερο, πολύ καλύτερα, πολύ πιό εὐλογημένο νά τά δοῦμε τά πράγματα λίγο διαφορετικά –ἀλλά πρέπει νά τά βλέπει κανείς, νά ἔχει κουράγιο, διάθεση νά τά δεῖ ἔτσι– καθώς ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά συμβαίνουν πράγματα, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι σημαδιακά, ἄς ποῦμε. Καί ἄλλοτε μπορεῖ νά εἶναι ἕνα κάτι πού δέν σέ προκαλεῖ καθόλου νά τό προσέξεις –ποῦ νά τό δεῖς;– καί ὅμως ἐκεῖ νά  κρύβεται τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ· καί ἄλλοτε νά εἶναι τέτοια –πῶς νά ποῦμε;– ἡ πρόκληση, πού κυριολεκτικά νά τρελαίνεσαι. Καί χρειάζεται, λοιπόν, ἔτσι νά σιωπήσει κανείς πρό τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ, πρό τοῦ σημαδιοῦ, τοῦ σημείου πού δείχνει ὁ Θεός καί νά ἀφουγκραστεῖ κανείς, νά ἀνοίξει τά μάτια τῆς ψυχῆς του, νά ἀνοίξει τά αὐτιά τῆς ψυχῆς του καί νά δεῖ, νά ἀκούσει τό μυστήριο. Καί νά βγεῖ μέσα ἀπό ἐκεῖ εὐλογία! Νά βγεῖ μέσα ἀπό ἐκεῖ παρηγορία! Νά βγεῖ μέσα ἀπό ἐκεῖ λάμψη θεϊκή, φῶς οὐράνιο!

Ἀναφέρομαι στό φοβερό αὐτό δυστύχημα πού ἔγινε στά Τέμπη[1] καί πού, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, θά μποροῦσαν οἱ πάντες, ἄν θέλετε, καί θά ἔπρεπε οἱ πάντες ἔτσι νά σταθοῦν ἐκστατικοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Διότι –προσέξτε!– γίνεται κάτι. Ἔ, γίνεται, ἀλλά εἶναι κάποια πράγματα πού παραγίνονται. Νά κάνεις τόν σταυρό σου, νά σταθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖς: «Θεέ μου!» Ὁπότε, μέσα ἀπό ἐκεῖ βγαίνει φοβερή ἀποκάλυψη· μέσα ἀπό ἐκεῖ βγαίνει φοβερή ἀλήθεια, φοβερή εὐλογία. Καί ἀπό ἐκεῖ πού μοιάζουν τά πράγματα ὅτι δέν γίνονταν χειρότερα… Ὅπως ἀπό τή φάτνη πού γεννήθηκε ὁ Κύριος ἦρθε τό ἀγαθό, ἀπό τή Ναζαρέτ –πού ρωτάει ὁ Ναθαναήλ: Ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι; Ἔ, νά, ἀπό ἐκεῖ ἦρθε. Ἦρθε ὄχι ἁπλῶς κάποιο ἀγαθό· τό ἀγαθό! Τό ἀγαθό ἦρθε ἀπό τή φάτνη, ἀπό τή Ναζαρέτ, ἀπό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἀπό τόν σταυρό, ἐκεῖ πού ἐξουθενώθηκαν τά πάντα,[2] πού δέν γινόταν χειρότερο ἔγκλημα. Καί ὅμως, καί ὅμως. Δέν μᾶς θέλει ἡ Ἐκκλησία τή Μεγάλη Παρασκευή νά ἀρχίσουμε νά μοιρολογοῦμε. Ὄχι. Νά συλλάβουμε τό μέγα μυστήριο πού βγαίνει ἀπό ἐκεῖ, τή μεγάλη εὐλογία πού βγαίνει ἀπό ἐκεῖ.

Ἔτσι καί ἐδῶ. Ἄφησε ὁ Θεός νά γίνει κάτι, τό ὁποῖο, ὅπως εἶπε κάποιος: «Νά τό μελετοῦσε κανείς, νά τό μελετοῦσε μέρες, νά τό μελετοῦσε μέ τούς πιό εἰδικούς ἀνθρώπους γιά νά ὀργανώσει ἕνα τέτοιο πράγμα, δέν θά μποροῦσε νά τό πετύχει». Καί αὐτό ἔγινε μέσα σέ κλάσματα δευτερολέπτου. Ναί, ναί, ἀλλά πρέπει νά προσπεράσει κανείς αὐτό πού φαίνεται ἁπλῶς καί νά πάει στό μυστήριο βαθύτερα. Ποῦ ξέρουμε ἐμεῖς; Ποῦ ξέρουμε; Ἄν μέ ρωτᾶτε ἐμένα, δέν ἔχω ἀμφιβολία ὅτι ὁ Θεός εἶχε τόν λόγο του. Διότι ὁ Θεός εἶναι σπλαχνικός.

Νά, τώρα ἔρχεται ἄλλο θέμα: νά μιλήσουμε γιά τή σπλαχνικότητα τοῦ Θεοῦ. Εἶπα προηγουμένως ὅτι εἶμαι ὁ ἔσχατος πάντων. Ἀλλά πάλι γιά νά παρηγορηθεῖτε, θά ἔλεγα ὅτι νά, ἐγώ αὐτό βρῆκα. Αὐτό βρῆκα, ὅτι ἀφέθηκα στόν Θεό. Ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι δυνατός ὁ Θεός, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ξέρει ὁ Θεός. Ξέρει τί κάνει ὁ Θεός. Ὅ,τι κι ἄν γίνει, ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει, ὅ,τι κι ἄν εἶσαι ἐσύ, ξέρει ὁ Θεός. Ἐσύ παραδώσου στόν Θεό. Καί τά ἀναλαμβάνει ὁ Θεός. Τά ἀναλαμβάνει. Ἔχω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι οἱ πιό πολλές ψυχές ἴσως τυραννοῦνται, ἐπειδή δέν τά παίρνουν ἔτσι, ἐνῶ ὁ Κύριος, ἄς ποῦμε, τίς προκαλεῖ. Μᾶς προκαλεῖ ὅλους, γιατίπρέπει νά γίνει ἀναμόχλευση, νά φανερωθεῖ μέσα μας τί ὑπάρχει, νά τό δοῦμε. Ναί, ἀλλά ἅμα αὐτό τό δεῖς μέσα σ᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια, ὅτι ξέρει ὁ Θεός, τά ξέρει ὁ Θεός, τά μπορεῖ ὁ Θεός, θά κανονίσει ὁ Θεός τί θά κάνει, –ὤ τοῦ θαύματος!– ἕνα-ἕνα τά τακτοποιεῖ ὁ Θεός καί –ὤ τοῦ θαύματος!– ὁδηγεῖ τήν καθεμιά ψυχή στή σωτηρία.

Νά ἔρθουμε, λοιπόν, τώρα στό δυστύχημα. Ἄν μέ ρωτᾶτε, θά ἔλεγα ὅτι, καθώς ὁ Θεός εἶναι εὔσπλαχνος, ὅλος ἀγάπη, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀφήνει νά γίνονται φοβερά πράγματα ἔτσι. Στήν τύχη γίνονται αὐτά; Ἔχει τόν λόγο του. Ἔχει τόν λόγο του. Λίγο ἄν ἔτσι σταθεῖς μέ θαυμασμό ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ ταπείνωση, θά δεῖς. Ναί, ὁ Θεός ἐνεργεῖ. Μή σπεύδεις νά παραπονεθεῖς στόν Θεό. Γιά, πρόσεξε λίγο! Ὁ Θεός πού εἶναι ἀγαθός, πού εἶναι ὅλος ἀγάπη, εἶναι δυνατόν νά τυραννήσει, νά βασανίσει  τό πλάσμα του; Γιά νά ἀφήνει νά γίνεται κάτι, ἔχει κρύψει ἐκεῖ φοβερό μυστήριο. Ναί.

Καί δέν ἔχω ἔτσι ἀμφιβολία ὅτι αὐτά τά παιδιά τώρα ζοῦν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ· καθώς, μόλις βγεῖ ἡ ψυχούλα μας, ἐντελῶς σέ ἄλλη πραγματικότητα, σέ ἄλλο κόσμο πηγαίνουμε. Δέν ὑπάρχει κανείς, ὅσο κι ἄν ὑποθέσουμε ὅτι τοῦ ἀνοίγουν τήν πόρτα καί τόν ὠθοῦν νά ἔρθει ἀπό ἐκεῖ πρός τά ἐδῶ, ἔστω γιά παρηγορία τῶν ἐδῶ, πού θά δεχόταν νά ἔρθει. Δέν ἔρχεται. Δέν πρόκειται νά ἔρθει κάποιος πού πηγαίνει ἐκεῖ. Εἶναι ἀφύσικο αὐτό, δέν γίνεται. Ὅπως ἕνα μωράκι δέν μπαίνει ξανά μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας του. Βγῆκε, τελείωσε. Ὅταν βγαίνει, νομίζει ὅτι χάνεται, ὅτι βγαίνει στό χάος· ἔφυγε ἀπό τή ζεστή φωλίτσα του. Ἀλλά σέ καμιά περίπτωση, ἄν μποροῦσε νά μᾶς μιλήσει καί ἄν μπορούσαμε νά μιλήσουμε μαζί του, δέν θά δεχόταν νά ξαναμπεῖ ἐκεῖ. Ἔτσι εἶναι μέ ἐκεῖνον πού γεννήθηκε. Ἔτσι καί τήν ὥρα πού ἀποθνήσκει κανείς, μέ ὅποιον τρόπο κι ἄν πεθάνει, γεννιέται· γεννιέται στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Καί ὁ Θεός ὁ ἀγαθός, ὁ φιλάνθρωπος, ὁ ὅλος ἀγάπη, πού δέν βασανίζει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά θέλει μόνο τήν αἰώνια χαρά του, εἶναι δυνατόν νά μήν ἔχει σοφιστεῖ, νά μήν ἔχει σκεφθεῖ ὁ Θεός ἕνα φοβερό μυστήριο γι᾿ αὐτά ἐδῶ τά παιδιά; Καί αὐτά νά ἀγάλλονται στόν οὐρανό. Ἔχει τρόπο ὁ Θεός νά τακτοποιήσει τόν καθένα. Ξέρει ὁ Θεός ποιούς παίρνει, ποιούς δέν παίρνει, πότε τούς παίρνει, πότε δέν τούς παίρνει. Καί ἐμεῖς ἐδῶ, ἄς ποῦμε, σάν νά μήν εἴμαστε χριστιανοί, κάνουμε τά δικά μας. Ἐντάξει, καί αὐτά θά γίνουν. Ἀλλά θά γίνουν μέ μέτρο, θά γίνουν μέσα σέ ἀνθρώπινα, ἄς ποῦμε, ὅρια, ὥστε νά μήν παραβιάσουμε τά ὅρια τοῦ Θεοῦ. Καί ἀφοῦ ζήσουμε τό ἀνθρώπινο –πού χρειάζεται καί αὐτό νά τό ζήσουμε– νά δοῦμε τήν ἀνοιχτή πόρτα πρός τόν οὐρανό διά τῆς πίστεως καί νά δοῦμε ὅλο ἐκεῖνο τό πανηγύρι πού γίνεται ἐκεῖ πάνω· ὅλο ἐκεῖνο τόν χορό τῶν ἁγίων! Ναί, θά ἔλεγαν αὐτά τά παιδιά καί θά λένε: «Νά ξέρατε ποῦ εἴμαστε! Νά ξέρατε! Τώρα βρήκαμε τή ζωή, τώρα ζοῦμε ἀληθινά, τώρα, χωρίς νά κινδυνεύουμε νά πάθουμε ὅσα κινδυνεύει νά πάθει ὁ καθένας πού μένει στή γῆ».

Δέν ξέρω ἄν ταίριαζε τώρα νά ἀναφερθῶ λίγο καί σ᾿ αὐτό· εἶχα κάποιον λόγο. Ἀφοῦ τό ἔφερε ὁ Θεός ἔτσι στή σκέψη μας, ναί, μπορεῖ νά εἶναι καλό καί γιά μᾶς ἐδῶ καί γιά ὅποιους ἄλλους. Νά μήν πῶ ἄλλα.

16.4.2003 (ἀπόσπασμα)

 

«Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Ἀφοῦ τό ἐπιτρέπεις ἐσύ»

 

Σκεπτόμουν αὐτές τίς ἡμέρες πού, θέλαμε δέν θέλαμε, ὅλοι μας λίγο πολύ συγκλονιστήκαμε ἀπό τό ἀτύχημα μέ τό λεωφορεῖο…[3] Καί μάλιστα σήμερα μοῦ τηλεφώνησε κάποια μητέρα, πού ἡ κόρη της τραυματίστηκε ἐκεῖ στό λεωφορεῖο πού ἔπεσε, καί σκέπτομαι νά πάω στό νοσοκομεῖο ὁ ἴδιος. Πρέπει νά εἶναι στήν ἐντατική τό κορίτσι, σέ πολύ δύσκολη κατάσταση. Ἀλλά σκεπτόμουν αὐτές τίς ἡμέρες τώρα: νά ἔρθει κανείς στή θέση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ –τριῶν χρονῶν αὐτό, ὀκτώ χρονῶν ἄλλο παιδί– ἀλλά καί στή θέση ὅλων τῶν ἄλλων πού πέθαναν. Ὅσοι πέθαναν ἀκαριαίως, ἔ, πέθαναν ἀκαριαίως. Ὁ τρόμος πού ἔζησαν, μόλις εἶδαν ὅτι τινάζεται στόν ἀέρα τό λεωφορεῖο καί πάει νά πέσει, δέν κράτησε πολύ, δευτερόλεπτα κράτησε. Μέ τό χτύπημα ὅσοι ἀκαριαίως πέθαναν, δέν εἶχαν τό βίωμα τοῦ τρόμου. Ὅσοι ὅμως δέν ξεψύχησαν ἀκαριαίως, ἀλλά μέσα στά νερά, μέσα στόν βοῦρκο ἐκεῖ, τί ἔζησαν!

Ὅπως εἶχα ζήσει ἕνα παρόμοιο περιστατικό πρίν ἀπό χρόνια, πού ἦρθε μιά μάνα καί μοῦ ἔλεγε γιά τό παιδί της πού ἔπεσε σέ ἕναν βοῦρκο καί πνίγηκε ἐκεῖ μέσα. Παναγία μου! Ἦταν φοβερό! Καί σκεπτόμουν τώρα: ὅταν τά δεῖ κανείς ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, πόσο διαφορετικά εἶναι τά πράγματα. Δέν ξέρω, μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἄν πρέπει νά πῶ καί τό ἑξῆς. Ἀπό παρέκβαση σέ παρέκβαση πᾶμε τώρα.

Ὅταν εἶχε γίνει ὁ σεισμός στήν Τουρκία, ὁ κόσμος ἦταν ξεσηκωμένος ἐναντίον τοῦ πρωθυπουργοῦ –δέν ξέρω ἄν ἦταν ὁ Ντεμιρέλ ἤ ὁ Ὀζάλ. Καί μοῦ εἶχε κάνει τρομερή ἐντύπωση πού εἶπε –ὁπωσδήποτε γιά λόγους πολιτικούς τό εἶπε: «Ἔ, τί θέλετε; Τί νά σᾶς κάνω; Αὐτά εἶναι δουλειές τοῦ Θεοῦ»· δηλαδή πού ἔγινε ὁ σεισμός.

Καί μοῦ κάνει ἐντύπωση τώρα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα: Ἄρχισε τό κακό κάτω ἀπό τήν Πελοπόννησο καί θά ἀνέβει καί πρός τά πάνω· σχεδόν βουλιάζουμε.[4] Αὐτό πού λέμε στίς αἰτήσεις σέ κάποιες ἀκολουθίες: Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν καί τήν πόλιν ταύτην καί πᾶσαν πόλιν καί χώραν ἀπό ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου καί αἰφνιδίου θανάτου… Καί γίνεται ὅλο αὐτό τό κακό καί τίποτε γιά τόν Θεό· οὔτε νά τόν μαλώσουν, ἄς ποῦμε, νά παραπονεθοῦν στόν Θεό· τίποτε. Τόν ἔχουν κηρύξει σέ ἄγνοια καί οἱ ἔχοντες θέσεις καί ἐξουσία καί οἱ ἄλλοι, ὑπηρεσίες διάφορες.

Ἐκτός ἄν βρεθεῖ καμιά ψυχή –ὅπως ἦταν αὐτός ὁ στρατιώτης πού σώθηκε– νά πεῖ μιά ἀλήθεια. Τόν ρώτησαν: «Πιστεύεις στόν Θεό;» «Πιστεύω», λέει, «καί τώρα πιό πολύ». Καί ἀποδίδει στόν Θεό τό ὅτι σώθηκε. Ἔ, καί ἀκοῦς μιά ἀλήθεια, μιά ἀλήθεια ἀκοῦς, ἕνα κάτι. Καί οἱ ἄλλοι, σέ ἄγνοια. Πῶς, ἄς ποῦμε, ἀγνοεῖς ἕναν ἄνθρωπο καί τόν σκοτώνεις μέ αὐτόν τόν τρόπο. Πού καμιά φορά καί νά μαλώσεις μαζί του, τουλάχιστον νά, δείχνεις ὅτι τόν εἶδες, ὅτι ὑπάρχει καί αὐτός. Ἀλλά ὅταν τόν ἀγνοεῖς; Εἶναι σάν νά τόν σκοτώνεις. Αὐτό πού ἔλεγαν τόν Μάιο τοῦ ᾿68 στό Παρίσι, πού ξεσηκώθηκαν οἱ φοιτητές καί ἔγραφαν στούς τοίχους στή Σορβόνη: ὁ Θεός πέθανε, ὁ Θεός πέθανε. Ναί, κάνει ἐντύπωση.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, σκεπτόμουν τώρα τό καημένο αὐτό τό παιδί, καί τό ὅποιο ἄλλο. Ἀλλά ἐμεῖς ὡς χριστιανοί δέν πρέπει νά μείνουμε σ᾿ αὐτό. Γιατί πέρα ἀπό τό ὅτι θά ὑποφέρεις, θά σέ πιάσουν ἐφιάλτες, ἄς ποῦμε, πέρα ἀπό αὐτό, δέν εἶναι σωστό ὁ χριστιανός νά μείνει ἐκεῖ μόνο, ἁπλῶς σέ ἕνα συμβάν. Νομίζω, εἶναι ἀλήθεια νά σκεφτοῦμε καί νά ποῦμε: Δέν θά γινόταν, ἄν δέν τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός, ἀφοῦ οὔτε ἕνα σπουργίτι δέν πέφτει –δέν μπορεῖ νά τό σκοτώσει ὁ κυνηγός· καί νά τό σημαδέψει, δέν θά τό σκοτώσει– ἄν δέν θέλει ὁ Πατήρ ὁ οὐράνιος.[5] Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τώρα ἕνα λεωφορεῖο θά πέσει ἔτσι; Ὄχι ὅτι ὁ Θεός τό ἔσπρωξε νά πέσει· ὄχι, ὄχι. Αὐτά εἶναι ἀνθρώπινα. Ἀλλά ἐν γνώσει τοῦ Θεοῦ ὅμως. Καί γνώριζε ὁ Θεός ποιοί μπαίνουν καί τί τούς περίμενε.

Καί μπορεῖ… Τί ξέρουμε ἐμεῖς; Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί δέν ἐπιτρέπει νά συμβεῖ κάτι, ἁπλῶς γιά νά βασανιστεῖ κανείς –ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ἔτσι πρέπει νά πιστεύουμε. Ἀλλά ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβεῖ κάτι γιά καλό τελικά. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀγάπη, δέν εἶναι ἀστεῖα. Καί μπορεῖ νά τυραννίστηκε αὐτό τό παιδάκι ἐκεῖ ἕως ὅτου ξεψυχήσει τό καημένο, τό ἴδιο καί τό ἄλλο τό μεγαλύτερο, ἡ Στέλλα –πῶς τήν ἔλεγαν;– καί ὁ Θανάσης ὁ μικρός. Ἐν ὅλῳ δεκαπέντε ἄνθρωποι. Ναί, ἀλλά ποῦ ξέρουμε ἐμεῖς; Μπορεῖ νά ἦταν οἱ πιό τυχεροί αὐτοί· πιό τυχεροί ἀνθρωπίνως, ἄν μποροῦμε νά τό ποῦμε –ἐπειδή ἐμεῖς λέμε τέτοιες λέξεις.

Δηλαδή μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔτσι καί ἀλλιῶς μιά μέρα θά ἔφευγαν ἀπό αὐτόν τόν κόσμο. Καί ὁ Θεός οἰκονόμησε νά φύγουν ἔτσι, νά περάσουν ὅλο ἐκεῖνο τό σόκ ἐκεῖ. Μέσα σέ ἕνα δευτερόλεπτο πού περνάει κανείς ἕνα τέτοιο σόκ –δέν ξέρω· δέν πρέπει νά τό ποῦμε σόκ– πού περνάει ὅ,τι περνάει, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή· ὅ,τι καί νά ἦταν ὥς ἐκείνη τήν ὥρα, ὅ,τι καί νά ἦταν. Εἶναι μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὁλοζώντανη αὐτή ἡ φωνή τῆς εἰκόνος πρός τόν Κτίστη-Θεό, κατ᾿ εἰκόνα τοῦ ὁποίου εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος. «Κύριε, σῶσε με». Ἤ μπορεῖ κανείς νά μήν πρόλαβε νά πεῖ τίποτε, ἀλλά ἡ ψυχή ὅμως, ἡ καρδιά, τό βάθος λέει. Καί μπορεῖ νά ἦταν οἱ πιό εὐλογημένοι αὐτοί. Βγῆκαν ἀπό τή σειρά τους, τέλειωσε ἐδῶ ἡ ζωή τους καί εἶναι στόν οὐρανό· στόν οὐρανό κατευθείαν ἐκεῖ στόν παράδεισο, μαζί μέ τόν Χριστό. Ἐμεῖς αὐτό πρέπει νά σκεφτοῦμε: ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ὅ,τι κι ἄν ἔχει ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ὁ Θεός εἶναι δίκαιος· οὔτε πέφτει ἔξω οὔτε εἶναι προκατειλημμένος οὔτε τίποτε.

Ἀπό τό βιβλίο τῶν ἐκδόσεών μας

Θέλεις νά ἁγιάσεις;

Ὁμιλίες σέ ἑορτές ἁγίων – Φεβρουάριος σσ. 416-421

 

 

Ὁ Θεός πού τά ἔχει ὅλα στά χέρια του, γιά νά ἀφήσει νά γίνει αὐτό τό κακό…

 Νά, ἔπεσε τώρα τό ἀεροπλάνο αὐτό.[6] Βέβαια, ὁπωσδήποτε ἐκεῖνοι πού φέρουν εὐθύνη, φέρουν εὐθύνη καί ὁπωσδήποτε πρέπει νά δώσουν λόγο. Ἀλλά πέρα ἀπό αὐτό ὅμως, πέρα ἀπό αὐτό, πάνω ἀπό ὅλα εἶναι ὁ Θεός. Τίποτε δέν θά γινόταν, ἄν δέν ἐπέτρεπε ὁ Θεός νά γίνει. Τά λάθη τά κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τίς παραβάσεις τίς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τά ἀτοπήματα τά κάνουν οἱ ἄνθρωποι. Δέν εἶναι συνένοχος ὁ Θεός. Ὁ Θεός εἶναι Θεός καί ξέρει γιατί ἀφήνει νά συμβεῖ κάτι. Καί δέν ἀφήνουμε ἔτσι ἕνα μικρό περιθώριο, ἔτσι λιγάκι νά ἀφήσουμε ἕνα ἄνοιγμα… Μόνο κλαῖμε καί ὀδυρόμαστε ἤ καί δέν ξέρω τί ἄλλο, καί δέν ἀφήνουμε ἕνα περιθώριο ἔτσι ὅτι μπορεῖ, ἄν ὄχι ὅλοι, ἀλλά ἕνα μεγάλο μέρος αὐτῶν, ἄν μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός καί πᾶμε καί τούς βροῦμε στόν παράδεισο, νά μᾶς ποῦν: «Ξέρεις, ἐγώ ἦρθα ἐδῶ· δέν θά ἐρχόμουνα! Πώ, πώ, πώ, ἦταν ἡ ζωή μου… Ἀλλά αὐτό τό μαρτύριο πού περάσαμε ἐκεῖ, μέσα σέ λίγα λεπτά, μέ ἔκανε νά ἀπαγκιστρωθῶ ἀπό ἕνα σωρό πράγματα πού εἶχαν χωθεῖ μέσα στήν ψυχή μου, μέσα στό μυαλό μου καί μέ ἀπομάκρυναν ἀπό τόν Θεό. Καί εἶδα τόν Θεό, μέ ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, ἔβαλε τό χέρι του ὁ Θεός ἐπάνω μου καί, λίγο πρίν παραδώσω τό πνεῦμα μου, μέ συγχώρησε, μέ καθάρισε, μέ φώτισε, μέ ἁγίασε, καί εἶμαι τώρα στόν παράδεισο».

Προσωπικῶς δέν ἀμφιβάλλω καθόλου γι᾿ αὐτό, καθώς ὅλα τά ἔχει στά χέρια του ὁ Θεός. Δέν ἀφήνει ὁ Θεός ἔτσι ἁπλῶς νά συμβεῖ κάτι. Κάτι ξέρει ὁ Θεός στό καθετί καί ἐπιτρέπει νά γίνει. Θεός εἶναι! Καί ἐμεῖς, καθόλου δέν πάει τό μυαλό μας, δέν ἀφήνουμε λίγο μιά χαραμάδα, νά πάει λίγο τό μυαλό μας πρός τά ἐκεῖ. Ναί, κακό, κάκιστο εἶναι αὐτό πού ἔγινε· ὅσοι φέρουν εὐθύνη, ναί, ἐντάξει, φέρουν εὐθύνη. Ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, τό γεγονός δέν διορθώνεται. Τελείωσε. Ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε! Ἔτσι θά πάει τζάμπα αὐτό; Δέν τό ἔχει στά χέρια του ὁ Θεός; Δέν ξέρει ὁ Θεός;

 Μπορεῖ αὐτά τά πλασματάκια, τά μικρούλικα παιδάκια πού ἦταν ἐκεῖ… Καί ποιός ξέρει, τά καημένα… Δέν ἐπέζησε κανένας ἀπό ἐκείνους πού ἦταν ἐκεῖ μέσα, νά πεῖ λίγο τί ἔγινε! Καί δέν ξέρουμε τί θά μᾶς ποῦν. Δέν ἀποκλείεται νά μᾶς ποῦν πώς ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα· μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα. Καί αὐτός πού ἔστειλε ἕνα μήνυμα μέ τό κινητό του –«Ἐδῶ παγώσαμε. Ἄντε, σέ χαιρετῶ»– ἦταν, φαίνεται, σέ κατάσταση πού τέλειωνε. Καί θά ξεψύχησε καί αὐτός καί οἱ ἄλλοι.

Ἀλλά ἐμεῖς ὡς χριστιανοί ἔτσι θά τό δοῦμε τό θέμα; Ἄντε, ἄφησε ὁ Θεός τόν ὅποιον ὑπεύθυνο ἐκεῖ νά κάνει ὅ,τι ἔκανε, μόνο ἁπλῶς νά τυραννισθοῦν οἱ ἄνθρωποι; Ὁ ἀγαθός Θεός, ὁ φιλάνθρωπος Θεός; Εἶναι ὁλωνῶν ἡ νοοτροπία μας ἔτσι: «Ἄ, χάθηκαν ψυχές, χάθηκαν ἄνθρωποι». Αὐτή εἶναι ἡ νοοτροπία μας, αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας. Δέν θά πεῖ κανείς καί δέν θά σκεφθεῖ ὅτι ξέρει ὁ Θεός γιατί τό ἐπέτρεψε, μέ τήν ἔννοια ὅτι θά ἀθωωθοῦν οἱ ὑπεύθυνοι. Ὄχι! Ἕτερον ἑκάτερον. Καί ἄν ἄς ποῦμε ὁ Θεός κάτι ἄλλο περιμένει ἀπό μᾶς; Πού ἡ ταπεινή μου γνώμη εἶναι λίγο ἔτσι: ὅτι κάτι ἔχουμε πάθει καί τό παίρνουμε ὡς δεδομένο ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί, ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανικός λαός, ἐμεῖς εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, καί δέν τό παίρνουμε λιγάκι ὅτι, ἀκριβῶς ἐπειδή εἴμαστε, ὁ Θεός περιμένει νά εἴμαστε ὅπως μᾶς θέλει. Ἄν δέν εἴμαστε, τί θά κάνει ὁ Θεός μετά μαζί μας; Καί δέν εἴμαστε ὅπως θέλει ὁ Θεός. Ἀπόδειξη πώς ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει, λίγη μετάνοια δέν ἔρχεται! Λίγη μετάνοια καί λίγο ἔτσι νά φοβηθοῦμε μέσα μας.

Τό γεγονός ἔγινε. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε∙ δέν ξεγίνεται. Οὔτε μποροῦμε νά ἀναστήσουμε τούς νεκρούς οὔτε νά φτιάξουμε τό ἀεροπλάνο. Ὅ,τι ἔγινε ἔγινε! Ἀλλά γιατί νά μήν πεῖς: «Πώ πώ! Ὁ Θεός πού τά ἔχει ὅλα στά χέρια του, γιά νά ἀφήσει νά γίνει αὐτό τό κακό, ποιός ξέρει λοιπόν…» Διότι ἅμα τά πάρεις σωστά τά πράγματα, θά δεῖς ποῦ φταῖς ἐσύ καί συγχρόνως θά δεῖς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί νά μήν τό δοῦμε ἁπλῶς ὅτι σάν νά κάκιωσε ὁ Θεός ἤ ὅτι εἶναι ἄσπλαχνος ὁ Θεός. Ὄχι. Δέν ξέρουμε, δέν ξέρουμε τί μπορεῖ νά ἔγινε στίς ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, ἕνεκα ἀκριβῶς τῆς σπλαχνικότητος τοῦ Θεοῦ.

 Γιατί ὅλο τό θέμα γιά τόν καθένα –νά τό ξέρετε αὐτό– εἶναι νά ξεκολλήσει ἀπό ὅλα ὅσα τόν δένουν καί νά πιαστεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ἡ σκέψη γιά τόν θάνατο βοηθάει νά ἀπαγκιστρωθεῖς ἀπό χίλια δυό πράγματα. Αὐτοί τώρα, ὅταν εἶδαν ὅτι πέφτει τό ἀεροπλάνο, ξέχασαν τά πάντα, ἀπαγκιστρώθηκαν ἀπό τό καθετί, τίποτε δέν τούς ἔδενε, τίποτε δέν τούς ἐμπόδιζε –ὅσοι εἶχαν λίγη πίστη, καί ἄλλοι μπορεῖ νά μήν εἶχαν καί τή βρῆκαν ἐκείνη τήν ὥρα– καί ὁ μόνος πού ἦταν ἐκεῖ, ὁ μόνος στόν ὁποῖο μποροῦσαν νά ἀπευθυνθοῦν ἦταν ὁ Θεός. Γιατί ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου –πού ζοῦμε κοσμικά δηλαδή– εἶναι ἐκεῖνα τά ὁποῖα μᾶς ἀποξενώνουν ἀπό τόν Θεό. Καί ὅταν χαθοῦν αὐτά ὅλα, ὅταν ἀπαγκιστρώνεται κανείς ἀπό ὅλα, λίγη καλή προαίρεση νά ἔχει μέσα του –αὐτά τά ξέρει ὅμως ὁ Θεός– μπορεῖ νά βγεῖ ἀπό μέσα τέτοια πίστη, τέτοια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, τέτοιο δόσιμο, τέτοια ἐλπίδα…

Σᾶς εἶχα πεῖ, νομίζω, ὅτι παλιά εἶχε βγεῖ ἕνα βιβλίο πού ὁ τίτλος του ἦταν «Μέσα ἀπό τούς ἤ πύρινους πυλῶνες ἤ φωτεινούς πυλῶνες». Ἔλεγε γιά κάποιον ἱεραπόστολο πού ἦταν κάτω ἐκεῖ στήν Ἀφρική μέ τούς ἀγρίους, καί τόν ἔφαγαν. Τίς κρίσιμες αὐτές ὧρες φεύγουν ὅλα καί μένει μόνος μέ μόνο τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, καθώς ὁ καθένας εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Δέν ξέρουμε λοιπόν τί γίνεται. Μπορεῖ ἀπό τή γήινη πλευρά νά μοιάζουν τά πράγματα ὅτι εἶναι φρικτά, ὅτι εἶναι φοβερά, ἀλλά ἀπό τήν πλευρά τοῦ οὐρανοῦ, καθώς ἀνοίγει ὁ οὐρανός, εἶναι ἄλλη πραγματικότητα. Καί μάλιστα γι᾿ αὐτούς πού κατά πᾶσαν πιθανότητα ξεψύχησαν ὅλοι μαζί –ὁ θάνατος τοῦ ἑνός ἀπό τοῦ ἄλλου θά ἀπεῖχε κλάσματα δευτερολέπτου, τρόπον τινά· ἔτσι φαίνεται· νά δοῦμε τί θά μᾶς ποῦν τελικά οἱ εἰδικοί– νά ἄνοιξαν οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καί νά ἔπεσε τό φῶς τό οὐράνιο, καί αὐτοί νά χαίρουν χαρά μεγάλη.

Βλέπετε τί κακό κάνει αὐτό, πού χριστιανοί ὄντες, δέν εἴμαστε πιασμένοι ἀπό αὐτό: «Ξέρει ὁ Θεός, ξέρει ὁ Θεός! Ὅλα ὁ Θεός τά κυβερνάει, ὅλα εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ». Ὅλες αὐτές οἱ μανάδες, ἐντάξει, πόνεσαν, πονοῦν –φυσικό εἶναι αὐτό– ἀλλά γιά, νά σκεφθοῦν λίγο ἔτσι ὅμως. Αὐτά τά παιδάκια ἐκεῖ –πού ὁ  ἄλλος εἶχε τρία ἐγγόνια– νά τά δοῦν αὐτά νά χαμογελοῦν τώρα μέσα στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Πιό σίγουρο εἶναι αὐτό –ἀφοῦ πιστεύουμε στόν Χριστό– ὅτι ἐκεῖ πάνω εἶναι μέσα στή λαμπρότητα τοῦ Χριστοῦ, στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπό ὅ,τι εἶναι τό ὅτι ἔπεσε τό ἀεροπλάντο. Πιό σίγουρο εἶναι αὐτό!

15.8.2005 (ἀπόσπασμα)

[1]. Ὁ π. Συμεών ἀναφέρεται στό τραγικό δυστύχημα πού συνέβη στίς 13.4.2003 στά Τέμπη. Ἕνα λεωφορεῖο μέ 49 μαθητές τῆς Α’ Λυκείου, πού ἐπέστρεφαν ἀπό σχολική ἐκδρομή, συγκρούστηκε μέ νταλίκα πού κουβαλοῦσε φύλλα ξυλείας-νοβοπάν. Κατά τή σύγκρουση τά νοβοπάν ἔφυγαν ἀπό τήν νταλίκα καί σάν λεπίδες θέρισαν τούς μαθητές. Σκοτώθηκαν 21 παιδιά.

[2]. Βλ. Ἀπόστιχο Ὄρθρου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου:  «Πᾶσα ἡ κτίσις, ἠλλοιοῦτο φόβῳ, θεωροῦσά σε, ἐν σταυρῷ κρεμάμενον Χριστέ· ὁ ἥλιος ἐσκοτίζετο, καὶ γῆς τὰ θεμέλια συνεταράττετο· τὰ πάντα συνέπασχον, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι. Ὁ ἑκουσίως δι᾿ ἡμᾶς ὑπομείνας, Κύριε δόξα σοι.»

[3]. Στίς 22.2.2003 ἕνα λεωφορεῖο τοῦ ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης ἔπεσε στόν ποταμό Ἀλιάκμονα παρασύροντας στόν θάνατο δεκαπέντε ἀνθρώπους.

 

[4]. Ὁ π. Συμεών ἀναφέρεται στό κύμα κακοκαιρίας πού ἔπληξε στίς 20.2.2003 τίς Κυκλάδες, τήν Πελοπόννησο ἀλλά καί τήν Κεντρική καί Βόρεια Ἑλλάδα, ὅπου ἔγιναν καταστροφές λόγῳ χιονοπτώσεων, καθιζήσεων καί κατολισθήσεων. (Βλ. ἐφημερίδα Τά Νέα, 20.2.2003)

 

[5]. Βλ. Ματθ. 10, 29.

 

[6]. Ὁ π. Συμεών ἀναφέρεται στό ἀεροπορικό δυστύχημα πού ἔγινε στίς 14.8.2005, ὅταν ἕνα ἀεροπλάνο ἔπεσε στίς πλαγιές τοῦ Γραμματικοῦ Ἀττικῆς παρασύροντας στόν θάνατο καί τούς 121 ἐπιβαίνοντες. (Βλ. Ἐφημερίδα Ἔθνος)