Διαφορα
A+
A
A-

47. «Καί ἐγένετο σιγή ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς ἡμιώριον…»

{Σιωπή: ἕνας μυστικός δρόμος πρός τόν Θεό}

Σήμερα εἶναι τό ὄγδοο κεφάλαιο ἀπό τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Διαβάζουμε ἀπό τή μετάφραση:

«Ὅταν τό Ἀρνίο ἄνοιξε τήν ἕβδομη σφραγίδα, ἔγινε γιά μισή περίπου ὥρα σιγή στόν οὐρανό. Εἶδα τότε νά δίνονται στούς ἑφτά ἀγγέλους πού στέκονταν μπροστά στόν Θεό ἑφτά σάλπιγγες».

Ξαφνικά, λοιπόν –καθώς ἐγίνοντο ὅλα ἐκεῖνα πού περιγράφει τό ἕβδομο κεφάλαιο πιό μπροστά– μόλις ἄνοιξε ἡ ἕβδομη σφραγίδα, ἔγινε, λέει, ὥς μισή ὥρα σιγή στόν οὐρανό. Καί αὐτό σημαίνει πολλά. Ἄλλοι, βέβαια, τό ἑρμηνεύουν ἔτσι, ἄλλοι τό ἑρμηνεύουν ἀλλιῶς.

Μιά χαριτωμένη ἑρμηνεία εἶναι αὐτή πού προτείνει ἕνας ἀπό τούς καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, πού ἀξίζει νά διαβάζει κανείς πάντοτε τά κείμενά του, διότι εἶναι ὅλα ἀπό πολλές ἀπόψεις πολύ ὡραῖα. Αὐτός, ἀφοῦ λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα ὅσα λένε οἱ ἄλλοι ἑρμηνευταί, προτείνει μιά δική του ἑρμηνεία τῆς σιγῆς αὐτῆς· μιά ἑρμηνεία πού φαίνεται ὅτι δέν τήν ἔχουν ἄλλοι. Καταφεύγει στά ἀπόκρυφα εὐαγγέλια, καί συγκεκριμένα στό πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου, καί βρίσκει ἐκεῖ μιά χαριτωμένη διήγηση πού ἀναφέρεται στή γέννηση τοῦ Κυρίου, καί τά συσχετίζει ὅλα αὐτά. Συσχετίζει δηλαδή τή σιγή πού βρίσκουμε ἐδῶ στό κεφάλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα γράφονται ἐκεῖ.

Ὁ Ἰωσήφ μαζί μέ τήν Παναγία ἦρθαν στή Βηθλεέμ γιά τήν ἀπογραφή, ἀλλά καθ᾿ ὁδόν ἦρθε ἡ ὥρα γιά νά γεννήσει ἡ Παναγία τόν Χριστό, τόν Θεάνθρωπο, τόν βασιλέα οὐρανοῦ καί γῆς, τόν Σωτήρα, Αὐτόν πού εἶναι τό πᾶν. Τότε, μπροστά στή δυσκολία αὐτή, ὁ Ἰωσήφ πῆγε, λέει, νά βρεῖ μιά μαία, γιά νά βοηθήσει στόν τοκετό. Καί τό πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου παραθέτει τή διήγηση αὐτή πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ· ὁμιλεῖ μάλιστα σέ πρῶτο πρόσωπο: «Ἐγώ ὁ Ἰωσήφ, πηγαίνοντας…» Ἔβλεπε, λέει ὁ Ἰωσήφ, τά πάντα ἔτσι πού πήγαιναν νά γίνουν καί δέν ἐγίνοντο. Ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του ἔβλεπε πού ἤθελε νά κινηθεῖ καί τελικά δέν ἐκινεῖτο. Καί παραθέτει πολλά περιστατικά. Ἔβλεπε κάποιους πού πήγαιναν νά μασήσουν καί δέν μασοῦσαν· ἤθελαν νά προχωρήσουν καί δέν προχωροῦσαν· ἤθελαν νά κάνουν κάτι καί δέν ἐγίνετο. (Σάν σέ ὅραμα τά ἔβλεπε ὅλα αὐτά). Μιά πλήρης ἀκινησία δηλαδή. Καί τά συσχετίζει ὁ καθηγητής αὐτά τά δύο. Ἐκεῖ ἀξιώνεται ὁ Ἰωσήφ νά δεῖ αὐτό τό ὅραμα, νά δεῖ αὐτή τήν ἀκινησία τῶν πάντων –πού ἐνῶ θέλουν νά κινηθοῦν, δέν μποροῦν– καί ἔχουμε μιά πλήρη, τρόπον τινά, σιωπή. Καί ἀκολουθεῖ τό μεγάλο γεγονός: γεννιέται ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου. Ἕως ὅτου δηλαδή νά βρεῖ ὁ Ἰωσήφ τή μαία, ἡ Παναγία γέννησε.

Ἔτσι, ἐδῶ στήν Ἀποκάλυψη, εἶδε, λέει ὁ Ἰωάννης, νά γίνεται σιγή στόν οὐρανό γιά μισή ὥρα περίπου. Βέβαια, συνήθως, ὅταν γίνεται σιγή, εἶναι γιά λίγα λεπτά. Μισή ὥρα εἶναι ἀρκετός χρόνος. Ἄν τό δοῦμε ὅμως μέ ἄλλο κριτήριο, εἶναι πάρα πολύ λίγος ὁ χρόνος τῆς μισῆς ὥρας. Εἶναι βέβαια καί συμβολικό αὐτό. Ἀλλά πάντως γίνεται σιγή τῶν πάντων. Καί ἀπό κεῖ καί πέρα, θά ἀκολουθήσουν ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά συμβοῦν στήν ἀνθρωπότητα, μέ σκοπό νά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι. Καί ὅπως γνωρίζετε –θά τά βροῦμε αὐτά στά ἑπόμενα κεφάλαια τῆς Ἀποκαλύψεως– δέν μετενόησαν. «Καί οὐ μετενόησαν ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Βλ. Ἀποκ. 9, 20-21 καί 16, 9, 11) λέει. Παρά τό ὅτι ἐπλήγησαν, πόνεσαν, παιδεύτηκαν, ζορίστηκαν, βόγκηξαν, τελικά δέν μετενόησαν οἱ ἄνθρωποι. Ἕνα φοβερό πράγμα· φοβερό. Αὐτά ὅμως δέν πρέπει νά τά ἀκούει κανείς ἁπλῶς μόνο σάν ἱστορίες ἤ σάν προφητικά ὁράματα, ἀλλά νά δεῖ ὁ καθένας πόση ἀμετανοησία ἔχει ὁ ἴδιος μέσα του.

Κατά κανόνα, ἀπ᾿ ὅ,τι μποροῦμε νά καταλάβουμε, ὁ Θεός μᾶς λυπᾶται. Δέν θέλει νά μᾶς πονέσει, δέν θέλει νά μᾶς ταρακουνήσει, γιατί πάντοτε ὁ Θεός, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, ἐλπίζει. Ἤ, μᾶλλον, δέν θά ποῦμε ἐλπίζει, ἀλλά, νά, θέλει ὁ Θεός, χωρίς νά μᾶς πονέσει, χωρίς νά μᾶς ζορίσει, χωρίς νά ματώσουμε, ἐμεῖς νά μετανοήσουμε, νά ἀλλάξουμε. Καί ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε ἐκεῖνοι πού μετανοοῦν. Εἶναι οἱ πιστοί, τούς ὁποίους ὁ Κύριος, ὅπως εἴδαμε σέ προηγούμενα κεφάλαια τῆς Ἀποκαλύψεως, προστατεύει, τούς σφραγίζει, τούς θεωρεῖ δικούς του. Ἀλλά οἱ πολλοί ὅμως δέν μετανοοῦν. Καί ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά συμβοῦν διάφορα φοβερά γεγονότα. Ἐδῶ ἡ Ἀποκάλυψη ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι θά γίνουν κατά καιρούς τέρατα καί σημεῖα, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, χωρίς νά σημαίνει αὐτό ὅτι θά γίνουν μιά καί ἔξω· θά γίνουν κατά τή διαδρομή τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος. Ἀλλά ἔχει σημασία πού τονίζει ὅτι δέν μετενόησαν οἱ ἄνθρωποι.

Εἶναι σιγή λοιπόν. Καί μετά ἀκούγονται οἱ ἑφτά σάλπιγγες καί ξεσποῦν ὅλες αὐτές οἱ πληγές, ὅπως λέγονται· φοβερά δηλαδή πράγματα συμβαίνουν στή γῆ. Καί μετά ἀπό αὐτά φανερώνεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὅλα αὐτά, λοιπόν, τά συσχετίζει ὁ κύριος καθηγητής, καί δέν πρέπει νά εἶναι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια. Θά μποροῦσε ὄντως κανείς νά τό πάρει καί ἔτσι. Ὅπως δηλαδή ὁ Ἰωσήφ ἔβλεπε τήν ἀκινησία αὐτή ὡς ὅραμα καί αὐτό ὅλο σήμαινε ὅτι θά γεννηθεῖ ὁ Βασιλεύς καί ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου –ὅπως καί ἔγινε– ἔτσι κι ἐδῶ τώρα, πού πρόκειται νά γίνει τό μεγάλο μακελειό στήν ἀνθρωπότητα, καί τελικά θά φανερωθεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γίνεται σιγή.

{Σιωπή: ἡ ἀγαπητική λατρεία καί ἡ λατρευτική διάθεση τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό}

Τώρα ἄλλοι, βέβαια, τό βλέπουν τό θέμα καί ἀλλιῶς. Ναί. Σιωπή. Ἀπό κάποια πλευρά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι, ἐάν δέν σιωπήσουμε βαθιά μέσα μας, ἐάν δέν μάθουμε νά σιωποῦμε, ὅλα δηλαδή νά σιωποῦν ὅπως στόν οὐρανό, δέν θά βροῦμε τόν ἀληθινό Θεό. Αὐτό θυμίζει λίγο ἐκεῖνο πού ἔδειξε ὁ Θεός στόν προφήτη Ἠλία: ὅτι οὔτε στόν δυνατό ἄνεμο οὔτε στή φωτιά οὔτε στόν σεισμό ἦταν ὁ Θεός, ἀλλά ὅταν ἔπνευσε αὔρα λεπτή (Βλ. Γ´ Βασ. 19, 11-12). Νά τό ἔχουμε αὐτό κατά νοῦν. Μπορεῖ, ὅταν ἔρχεται ὁ πειρασμός καί ἡ ὅποια προσβολή τοῦ ἐχθροῦ –καί γενικότερα ὅλα ἐκεῖνα πού θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ὅπως αὐτά πού ἀναφέρει κι ἐδῶ ἡ Ἀποκάλυψη– νά γίνεται ὄντως μακελειό καί μέσα στήν ψυχή καί ἔξω ἀπό τήν ψυχή. Ἀλλά ὅμως αὐτή ἡ σιωπή, τό νά μάθει κανείς νά σιωπᾶ, σημαίνει ὅτι ἀνακάλυψε κανείς ἕνα μυστικό τρόπο, ἕνα μυστικό δρόμο, ἀνακάλυψε κάτι μέσα ἀπό τό ὁποῖο, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, εἶναι σίγουρο ὅτι θά ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό.

Δέν ξέρω ἄν ἐνθυμεῖσθε αὐτό πού λέγαμε παλαιότερα: λίγα δευτερόλεπτα κανείς νά θελήσει νά σιωπήσει ἐντελῶς μέσα του, νά σιωπήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό κάτι ἄλλο. Νά σιωπήσει ὅμως. Σιωπή δέν εἶναι ἁπλῶς τό νά μή λές τίποτε ἤ νά μήν ἀκοῦς τίποτε. Σιωπή δέν εἶναι ἁπλῶς τό νά μή σκέπτεσαι τίποτε. Σιωπή εἶναι νά σιωπήσει τό ὅλο εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι τόσο μέ τρόμο ἀλλά μέ εὐλάβεια πρός τόν Θεό· νά σταθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ διάθεση προσκυνήσεως καί ἀγαπητικῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Νά ὑποχωρήσει καί ὁ ἐγωισμός, νά ὑποχωρήσει καί ἡ φιλαυτία, νά ὑποχωρήσουν καί τά καμώματα καί τά χούγια καί ὅλα αὐτά. Ναί, σιωπή. Εἶναι κάτι τό ὁποῖο ὁ εὐαγγελιστής μᾶς τό παρουσιάζει νά γίνεται στόν οὐρανό, καί θά εὐλογηθεῖ πάρα πολύ ἡ ψυχή ἐκείνη ἡ ὁποία ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν θά τό κάνει αὐτό. Καί, θά λέγαμε, μακάρι νά φτάσει στό σημεῖο ἐκεῖνο πού συνεχῶς ἡ ψυχή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θά σιωπᾶ καί θά πάσχει τά θεῖα.

Μερικές ψυχές εἶναι πολύ ἀδύναμες σ᾿ αὐτό. Ἔχουν πολλή ἐμπιστοσύνη στό συναίσθημά τους, στή δική τους κίνηση, στή δική τους ἐργασία, στό τί θά κάνει ὁ ἑαυτός τους, καί τελικά σάν νά ἐμποδίζουν τόν Θεό νά τίς χαριτώσει. Βέβαια, θά ἔλεγε κανείς ὅτι, ἅμα τά πάρουμε ἔτσι τά πράγματα, μπορεῖ νά νεκρωθεῖ ἡ ψυχή, νά μοιάζει σάν νά μήν ἔχει ζωή, νά πέσει σέ ραθυμία, σέ κατάθλιψη, σέ ἀπραξία, σέ μαρασμό. Μπορεῖ νά γίνει ἔτσι, ἀλλά αὐτό εἶναι μιά νοσηρή κατάσταση. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ταπεινά, εὐλαβικά, ἀγαπητικά, λατρευτικά, προσκυνηματικά παραδίδεται στόν Θεό –μέ αἴσθηση ὅτι εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ, μέ αἴσθηση ὅτι εἶναι τό ὄν πού τό γέμισε ὁ Θεός μέ χάρη, μέ χαρίσματα– καί ὄχι ἁπλῶς κάνοντας ὑπακοή πού ἔχει χαρακτήρα τυπικό, μηχανικό, λίγο –πῶς νά τό ποῦμε;– δουλικό, ἐκεῖνος ὄντως ξυπνάει, ζωντανεύει. Νομίζω ὅτι, ἄν κάποιος ἀρχίσει νά ἔχει μιά τέτοια διάθεση –διάθεση δηλαδή νά κάνει ὁ Θεός ὅ,τι θέλει νά κάνει μέσα στήν ψυχή του, καί αὐτός νά ἀφεθεῖ μέ πολλή ἐμπιστοσύνη στόν Θεό· νά τό προσέξουμε αὐτό: νά ἀφεθεῖ μέ πολλή ἐμπιστοσύνη– αὐτόν θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά τόν γλυκάνει. Ἀπ᾿ ὅ,τι ἐγώ καταλαβαίνω, ὅλες οἱ ψυχές λίγο πολύ ἔχουν τίς ἀμφιβολίες τους, τίς ἐπιφυλάξεις τους· σάν νά νομίζουν ὅτι θά τίς ἀδικήσει ὁ Θεός, ὅτι δέν θά τά καταφέρει, ἤ ὅτι δέν θά τά καταλάβει καλά τά πράγματα. Πῶς θά ἀφεθεῖς ἔτσι στά χέρια τοῦ Θεοῦ;

Τήν ψυχή, λοιπόν, ἐκείνη πού θά θελήσει ἔτσι νά ἀφεθεῖ στόν Θεό, θά βρεῖ τρόπο ὁ Θεός νά τή γλυκάνει, νά τήν ἁπαλύνει, νά τήν κάνει πλάσμα του ἀληθινό· νά τῆς δώσει ἀπέραντη ταπείνωση, ἀπέραντη λατρευτική διάθεση, εὐλάβεια καί δέος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ναί, ὅλα αὐτά τά κάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τόσο δηλαδή ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά κάνει τοῦτο ἤ ἐκεῖνο. Ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο θέλει μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά ἀφήνεται στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει ὁ Θεός· ἀλλά νά τό κάνει ὅμως κανείς μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, ὄχι νωχελικά. Ὁπότε, ὅταν ἐνεργήσεις ἔτσι, ἀποκλείεται νά πέσεις σέ κατάθλιψη, σέ μαρασμό, σέ ἀδράνεια, σέ ραθυμία. Ἀποκλείεται. Βέβαια, μπορεῖ νά περάσει κανείς μιά τέτοια δυσκολία, ἀκριβῶς γιά νά γνωρίσει καλύτερα τόν ἑαυτό του.

{Ἡ τελευταία ἄμυνα τοῦ ἐγώ}

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος ἀπό τόν Θεό νά ζεῖ. Ὁλοζώντανος νά εἶναι· διαρκῶς νά εἶναι ζωντανός. Ὅπως χτυπάει ἡ καρδιά, πού δέν σταματάει καθόλου· καθόλου. Εἶναι ἔτσι φτιαγμένη, καί εἶναι ἀδιανόητο νά σταματήσει. Πολύ περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ὡς ψυχή, ὡς καρδιά πνευματική εἶναι ὁλοζώντανος, πρέπει νά εἶναι ὁλοζώντανος. Ἐάν πέφτει σέ ραθυμία, σέ τεμπελιά, σέ ὀκνηρία, νά τό ξέρετε, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο. Κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, τουλάχιστον γιά ὁρισμένες ψυχές –ἴσως ὄχι γιά ὅλες– εἶναι ἡ τελευταία ἄμυνα τοῦ ἐγώ. Κάνει ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ψυχή –ὅπως ἕνας κάνει τόν ἄρρωστο· τί θά τόν κάνεις αὐτόν;– κάνει τάχα ὅτι πνίγεται στήν κατάθλιψη, ὅτι ὑποφέρει, ὅτι εἶναι δύσκολα τά πράγματα. Εἶναι μιά προσπάθεια νά δικαιολογηθεῖ κανείς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ὅμως, ὁ ὁποῖος μᾶς ξέρει, τά φέρνει ὅλα ἔτσι, πού σάν νά σέ ρωτάει ὠμά καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, προκλητικά: «Γίνεσαι δικός μου ἤ δέν γίνεσαι; Ἀνήκεις σ᾿ ἐμένα ἤ δέν ἀνήκεις; Ἰδού, ἐγώ σέ ἀγαπῶ, σέ περιμένω. Ἅπλωσε τό χέρι σου. Βγάλε τήν ἄχνα σου καί πές τό ναί». Σέ καλεῖ. Περιμένει ὁ Θεός. Ἀλλά ἄν τό κάνει κανείς αὐτό, ἤ, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἅπαξ καί τό κάνει, δέν ἔχει γυρισμό μετά. Δέν μπορεῖς νά δώσεις τόν ἑαυτό σου στόν Θεό καί νά τόν πάρεις πίσω. Ὁ Θεός ὅμως ξέρει τί θά κάνεις, καί δέν σοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη. Καί γι᾿ αὐτό, ἐνῶ ἐσύ ζητᾶς τάχα νά σέ βοηθήσει νά εἶσαι ὅπως σέ θέλει Ἐκεῖνος, τελικά δέν εἶσαι. Ὄχι γιατί δέν σέ βοήθησε ὁ Θεός, ἀλλά γιατί ἐσύ μέσα σου ἔχεις κρατούμενα.

Καί, γιά νά εἴμαστε προσγειωμένοι, νά ἔχουμε κατά νοῦν ὅτι αὐτά ἔτσι ἤ ἀλλιῶς θά συμβοῦν. Ἀλλά νά τό ξέρουμε ὅτι εἶναι ἔτσι, κι ἐμεῖς νά ἐπιμένουμε. Δέν μπορέσαμε σήμερα; Νά τό κάνουμε αὔριο πού θά ξυπνήσουμε. Δέν μποροῦμε τό πρωί; Ὥς τό βράδυ θά εἶναι λίγο καλύτερα τά πράγματα. Τήν ἄλλη μέρα ἴσως. Ἀλλά μήν κάνεις πίσω. Μήν ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου νά κυριευθεῖ ἀπό αὐτή τήν ἀπάτη. Εἶναι πολύ μυστήριος ὁ ἄνθρωπος…

Ἑπομένως –ἄν θέλετε νά εἴμαστε προσγειωμένοι καί κοντά στήν ἀλήθεια– ὅλα αὐτά πού μᾶς συμβαίνουν στή ζωή, πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἶναι βάσανα, στενοχώριες, προβλήματα, καί ἀναρωτιόμαστε τί γίνεται, ποιός μᾶς φταίει, πῶς θά τά λύσουμε, νά ξέρετε ὅτι δέν εἶναι τίποτε. Ὅλα συμβαίνουν γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό: γιά νά βροῦμε τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι ἄν βρεῖς τόν Χριστό –καί θά τόν βρεῖς, ὅταν συνέχεια μέσα σου θυμᾶσαι τή σιωπή αὐτή· πρέπει νά σιωπήσουν ὅλα μέσα σου, νά παραδοθεῖς στόν Χριστό– μετά ὅλα αὐτά σάν νά εἶναι ἀνύπαρκτα. Ἀλλά ὅμως θά ἔχει γίνει, μέσα ἀπό αὐτά τά ὁποῖα ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά περνοῦμε, ἀκριβῶς αὐτό πού πρέπει νά γίνει: νά παραδοθοῦμε στόν Κύριο, νά μᾶς ἀναλάβει ὁ Κύριος, ὁπότε θά μᾶς προστατεύσει καί ἀπό ἀντιχρίστους καί ἀπό θηρία καί ἀπό πειρασμούς καί ἀπό μαρτύρια καί ἀπό ὅλα ὅσα θά συμβοῦν.

Κυρίως ὅμως κινδυνεύουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Εἶναι ἕνα πολύ σοβαρό θέμα αὐτό. Νά ἀναρωτηθοῦμε: αἰσθανόμαστε ὄντως, καί ἀπό πλευρᾶς προαιρέσεως καί ἀπό πλευρᾶς πραγματικότητος, ὅτι –τελείωσε· ὅ,τι ἔγινε, ἔγινε– ἐμεῖς πιά παραδοθήκαμε στόν Χριστό; Ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τή βούλησή μας, ἀπό τή διάθεσή μας, ἀπό τή φτωχή μας πρόθεση, παραδοθήκαμε στόν Χριστό, ὥστε ὁ Κύριος νά τολμήσει νά μᾶς ἀναλάβει; Διότι ἀλλιῶς, πῶς θά μᾶς προστατεύσει, ἀφοῦ δέν θέλουμε νά εἴμαστε δικοί του;

15/16-9-2003 Ἀγρυπνία

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου»