Εἴπαμε πολλές φορές ὅτι ἔτσι ὅπως λειτουργοῦμε γενικότερα σήμερα στήν Ἐκκλησία –ἐννοῶ ἐδῶ ἔτσι ὅπως κάνουμε τά διάφορα καθήκοντά μας– μένουν κάποια κενά, καί ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό τόν καθένα μας, νά γεμίζουμε αὐτά τά κενά, γιατί ὅλοι θά δώσουμε λόγο στόν Θεό. Πιό συγκεκριμένα, ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, καταρχήν ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἄν θέλουν νά εἶναι χριστιανοί, νά ἐξομολογοῦνται, δέν γίνεται ἀλλιῶς. Μόνο κανένας χωρικός, κανένας αὐτοῦ τοῦ τύπου ἄνθρωπος δέν πλένει τό σῶμα του, δέν τό καθαρίζει, ἴσως καί ποτέ. Ἀλλά ὅλοι οἱ ἄλλοι, πού κάπως θέλουν νά ζοῦν στοιχειωδῶς μαζί μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πρέπει νά εἶναι καθαροί, καί πλένονται συχνά. Προκειμένου γιά τό σῶμα. Γιά τήν ψυχή; Πῶς τό κάνουμε αὐτό καί ἀφήνουμε ἀκάθαρτη τήν ψυχή; Οὔτε τακτοποιεῖται κανείς ἁπλῶς μέ τό νά λέει “ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί” ἤ “εἶμαι ἁμαρτωλός”. Χρειάζεται συγκεκριμένα π.χ. γιά τό σῶμα νά πάει νά πλυθεῖ κανείς, δέν γίνεται ἀλλιῶς. Λερώθηκαν τά ἐνδύματα, βρώμισαν; Κατά συγκεκριμένο τρόπο πρέπει κανείς νά πάει νά τά πλύνει· ὄχι ἁπλῶς νά τά μουσκέψει οὔτε ἁπλῶς νά λέει ὅτι χρειάζομαι καθαρά ἐνδύματα.
Συγκεκριμένα λοιπόν ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά μετανοεῖ καί νά ἐξομολογεῖται τίς ἁμαρτίες του, ὄχι ἔτσι ἀόριστα ἀλλά συγκεκριμένα, γιά νά συγχωρηθεῖ. Κι αὐτό δέν γίνεται μιά φορά· συνεχῶς τό χρειάζεται κανείς. Καί γι᾿ αὐτό στούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, πού ξεκίνησε ἡ Ἐκκλησία καί ἔκανε τά πάντα κανονικά, δέν βολευόταν ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, καί ἐξομολόγηση γινόταν κάθε φορά πού ὅλος ὁ λαός συγκεντρωνόταν –«συναχθέντες», λέει· φυσικά γιά νά τελέσουν τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας γινόταν σύναξις. Αὐτή ἦταν ἡ σύναξη, δέν ἔχει ἄλλη σύναξη, ἁπλῶς μαζευόμαστε. Τά πάντα εἶναι γύρω ἀπό τή Θεία Λειτουργία, καί ὅλα τά μυστήρια ἐξαρτῶνται ἀπό τή Θεία Λειτουργία καί οἱ ὅποιες ἄλλες συνάξεις. Ὁ Ὄρθρος καί ὁ Ἑσπερινός ἐξαρτῶνται ἀπό τή Θεία Λειτουργία. Καί οἱ διδαχές πού γινόταν πρωί καί βράδυ ἀπό τόν ἐπίσκοπο στούς πιστούς, στόν κλῆρο καί στόν λαό, γινόταν μέσα στίς ἀκολουθίες, οἱ ὁποῖες ἐξαρτῶνται ἀπό τή Θεία Λειτουργία. Καί ὅταν εἰδικά συγκεντρωνόταν ὁ λαός γιά νά τελέσει τή Θεία Λειτουργία, ἦταν ἀδιανόητο νά κάνουν τή Θεία Λειτουργία χωρίς προηγουμένως νά δώσει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἀντιπρόσωπός του, διότι μία Λειτουργία γινόταν σέ κάθε ἐπισκοπή, καί ἐκεῖ μαζεύονταν ὅλοι. Διότι ποιός μποροῦσε νά σηκωθεῖ, νά σταθεῖ μπροστά καί νά πεῖ “ἐγώ δέν εἶμαι ἁμαρτωλός”,; Ἀλλά ὄχι ἔτσι ἁπλῶς νά δώσει τήν ἄφεση. «Προεξομολογησάμενοι, λέει, τάς ἁμαρτίας αὐτῶν». Ἐξομολογοῦντο πρῶτα, καί μετά προχωροῦσαν νά κάνουν τή Θεία Λειτουργία.
{Ὁ Θεός μᾶς καθαρίζει, ἀλλά ζητάει τήν μετάνοιά μας καί τήν ἐξομολόγησή μας}
Λίγο-πολύ μποροῦμε νά καταλάβουμε πῶς γινόταν ἡ ἐξομολόγηση, δεδομένου ὅτι τότε ἦταν ἀδιανόητο νά σηκωθεῖ κάποιος καί νά πεῖ “ἐπόρνευσα”. Χριστιανός καί νά πορνεύει, νά μοιχεύει, νά φονεύει, νά κλέβει, νά εἶναι ὀργίλος; Κάποια συγγνωστά ἁμαρτήματα εἶχαν, ἀλλά κι αὐτά ἔπρεπε νά τά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἀπορῶ πῶς ἕνας πού κατέχει καί θέση μπορεῖ νά λέει ὅτι μόνο τέσσερεις ἁμαρτίες εἶναι πού θά ἐξομολογηθεῖ κανείς, δέν ἔχει ἄλλες.
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης γράφει ὅτι ὁ ἱερεύς πρέπει νά ἐξομολογεῖται τακτικότατα καί νά λειτουργεῖ. Ἐάν πρέπει νά ἐξομολογούμαστε μόνο αὐτές τίς τέσσερεις ἁμαρτίες, γιά τίς ὁποῖες κάποιος θεολόγος κάνει λόγο, τότε ὁ ἱερεύς, πού πρέπει, κατά τόν ἅγιο Συμεών, νά ἐξομολογεῖται τακτικά, δέν μπορεῖ νά εἶναι κληρικός, ἐφόσον ἐξομολογεῖται τέτοιες ἁμαρτίες,. Ἄρα λοιπόν λάθος κάνει αὐτός ὁ θεολόγος. Καί τό παραμικρό, ἐφόσον εἶναι ἁμαρτία, εἶναι ἁμαρτία. Πῶς γιά τό σῶμα σου δέν λές ὅτι, μόνο ἄν ἔχω σοβαρές βρωμιές, θά τό καθαρίσω; Δέν τό λές αὐτό. Ἔστω καί μόνο ἄν εἶναι ἀπό τόν ἱδρώτα σου τό σῶμα σου βρώμικο, δέν μπορεῖς νά τό ἀφήσεις ἔτσι· θά τό καθαρίσεις. Σκόνη ἁπλῶς νά ἔχει πέσει ἐπάνω, δέν μπορεῖς νά τήν ἀφήσεις. Ἡ ψυχή, πού πρέπει νά εἶναι πεντακάθαρη; Ἐκεῖνος πού μᾶς καθαρίζει εἶναι ὁ Θεός, δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας, ἀλλά ζητάει τήν μετάνοιά μας καί τήν ἐξομολόγησή μας.
Αὐτό παρακαλῶ νά τό καταλάβουμε καλά. Τώρα βέβαια δέν μπορεῖ νά γίνει ἡ ἐξομολόγηση ὅπως γινόταν τότε εἰς ἐπήκοον πάντων, διότι τώρα οἱ ἄνθρωποι δέν ἀφήνουν καμιά ἁμαρτία. Καί γι᾿ αὐτό πρίν ἀπό αἰῶνες καθιερώθηκε ἡ κατ᾿ ἰδίαν ἐξομολόγηση, ἀλλά ὄντως ὅμως νά γίνεται. Καί τό παίρνουμε ὡς δεδομένο ὅτι πηγαίνει ὁ καθένας καί ἐξομολογεῖται, καί λέμε: Ἐξομολογήθηκε ἄς ποῦμε κάποιος τήν 1η Αὐγούστου –ἄς πάρουμε τήν περίπτωση τώρα πού εἶναι μικρή αὐτή ἡ Σαρακοστή. Τοῦ φτάνει ἁπλῶς ἐκείνη ἡ ἐξομολόγηση; Μόνο κάποια βαριά ἁμαρτήματα καλύπτει, τά ὁποῖα δέν ἐπανέλαβε, ἐπειδή ἄν τά ἐπαναλάβει, οὔτε στό ἅγιο Ποτήριο δέν μπορεῖ νά πλησιάσει. Ἀλλά ἀπό κεῖ καί πέρα μικροαμαρτήματα, κι ἄν δέν ἔχει κανείςϜ Ἤ τή Μεγάλη Σαρακοστή, ἄς ποῦμε, ἐξομολογήθηκε ἕνας τήν Καθαρά Δευτέρα. Ὥς τό Πάσχα πού θά κοινωνήσει εἶναι πενήντα μέρες. Θεωρεῖται ἐξομολογημένος ἐπειδή ἐξομολογήθηκε τήν Καθαρά Δευτέρα; Καί γι᾿ αὐτό εἴπαμε ὅτι κάθε τόσο, καί προπαντός ὅταν εἶναι οἱ μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα, τώρα τῆς Παναγίας, πού κατά κανόνα, καί καλῶς κάνουν οἱ χριστιανοί, προσέρχονται στή Θεία Εὐχαριστία, νά μήν ἀρκεστοῦμε ἁπλῶς στό ὅτι ἐξομολογήθηκε κανείς, ἀλλά κι αὐτή τήν ὥρα, λίγο πρίν προσέλθουμε στό ἅγιο Ποτήριο, νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε, μέσα στά πλαίσια τῶν δυνατοτήτων.
{Ὁμαδική ἐξομολόγηση – συγχωρητική εὐχή}
Εἴπαμε, πολλά πράγματα τώρα γίνονται ἔτσι, πού ὑπάρχουν πολλά κενά, καί τελικά ὅλα εἶναι ἕνας τύπος. Δέν πρέπει ἔτσι. Ἐνῶ στά ἄλλα, πού ἀφοροῦν τό σῶμα, πού ἀφοροῦν τήν πρακτική καθημερινή ζωή, μήν τυχόν παραλείψουμε κάτι, ὅμως δέν νοιαζόμαστε νά εἶναι καθαρή ἡ ψυχή μας. Βέβαια αὐτό πού κάνουμε ἐδῶ –ἀναφέρομαι πρωτίστως βέβαια στή λεγομένη ὁμαδική ἐξομολόγηση– πού λέμε κάθε φορά κάτι, τό κάνουμε ὅσο μποροῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὥστε αὐτό τό λίγο πού κάνουμε νά πιάνει, νά εἶναι μέσα στό ὅλο πνεῦμα. Ἀλλά ὅταν κάνουμε συγχωρητική εὐχή πρό τῆς Θείας Κοινωνίας στίς μεγάλες γιορτές, αὐτή ἰσχύει γι᾿ αὐτούς πού ἐξομολογοῦνται ἐδῶ σ᾿ ἐμᾶς, ἐξομολογήθηκαν τίς προηγούμενες ἡμέρες, τούς γνωρίζουμε κλπ. Κι ἄν κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς πάλι πού ἐξομολογοῦνται γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο ἄς ποῦμε δέν πρόλαβε, ἀλλά δέν ἔχει καί κάτι σοβαρό πού νά τόν ἐμποδίζει ἀπό τή Θεία Κοινωνία, καί ἑτοιμάζεται νά κοινωνήσει, εἶναι καί γι᾿ αὐτόν ἡ συγχωρητική εὐχή. Ὅμως γιά ἄλλους δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ συγχωρητική εὐχή.
Τά λέω αὐτά, γιά νά τακτοποιῶ καί τόν ἑαυτό μου, νά προφυλάσσω καί τόν ἑαυτό μου, ὅπως ὁ ἀπ. Παῦλος συμβουλεύει τόν Τιμόθεο νά μή συγκοινωνεῖ, νά μήν ἄς ποῦμε μπερδεύεται μέ ξένες ἁμαρτίες (Τιμ. Α´, 5, 22)· φτάνει αὐτές πού ἔχει ὁ καθένας. Ἔτσι λοιπόν ὅταν δέν θά τά πῶ ἐγώ ὅπως πρέπει νά τά πῶ, νά τά ξεκαθαρίσω, καί κάποιος σκεφθεῖ “ἐντάξει, ἤμουνα ἐκεῖ στήν ἐκκλησία, ἔγινε εὐχή συγχωρητική”, καί ἔχει τοῦ κόσμου τίς ἁμαρτίες, θά νομίσει ὅτι συγχωρέθηκε. Ὄχι! Νά τό καταλάβει καλά.
Τώρα βέβαια οὔτε ἀστυνόμος εἶναι κανείς οὔτε ἀστυνομικούς θά βάλει νά ἐλέγξουν τό πράγμα, μένει στή συνείδηση τοῦ καθενός, ἀλλά τό ξεκαθαρίζουμε. Αὐτά ὅλα ἰσχύουν, καί ἡ εὐχή πού θά κάνουμε τώρα, γιά κείνους οἱ ὁποῖοι ἦρθαν, ἐξομολογήθηκαν τίς προηγούμενες ἡμέρες, καί ἤ δέν εἴχαμε χρόνο νά τά ποῦμε καλύτερα, ἀλλά κυρίως, ὅπως εἴπαμε, πέρασαν κάμποσες ἡμέρες. Καί ὅπως εἴχαμε ἀναφέρει κάποτε τό παράδειγμα, ἡ καλή νοικοκυρά ὄχι ἁπλῶς καθαρίζει μιά φορά τόν μήνα ὅσο γίνεται καλύτερα τό σπίτι της, ὄχι ἁπλῶς καθαρίζει μιά φορά τήν ἑβδομάδα, ἀλλά καί κάθε μέρα. Κι ὅμως μερικά σημεῖα τοῦ σπιτιοῦ καί ἀπόγευμα μπορεῖ νά τά πάρει μέ ἕνα πανάκι, ἐπειδή δέν τό σηκώνει νά βλέπει σκόνη. Ἐμεῖς πῶς νά μείνουμε ἔτσι μέ ἀκάθαρτη ψυχή;
Νά κάνουμε λοιπόν τώρα τίς εὐχές, γιατί ἀπό μιά πλευρά εἶναι καλό ἔτσι συγχωρημένοι νά μποῦμε στή Θεία Λειτουργία, νά προσευχηθοῦμε καλύτερα, νά συμμετάσχουμε στό ὅλο μυστήριο, καί νά ἔρθει ἡ στιγμή πού θά πάρουμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου.
14/15-8-2002
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Συνάξεις Δεκαπενταυγούστου Γ’»