Μυστ. Εξομολογησεως
A+
A
A-

30. Συζήτηση μέ ἀφορμή τήν ἄποψη τοῦ Ρουμάνου πατρός Κλεόπα γιά τόν κανόνα τοῦ ἐξομολογουμένου

{Πνευματικός καί ἐξομολογούμενος}

Θά ἀσχοληθοῦμε σήμερα μέ ἕνα σημείωμα πού μοῦ ἔδωσαν. Ἀναφέρεται σέ κάτι πού εἶπε ὁ π. Κλεόπας, τόν ὁποῖο συναντήσαμε στή Ρουμανία τό καλοκαίρι. Γράφει τό σημείωμα: Αὐτό πού πρότεινε ὁ π. Κλεόπας, νά γίνει δηλαδή ἀπό κοινοῦ συνεννόηση καί συμφωνία μεταξύ πνευματικοῦ καί ἐξομολογουμένου γιά τήρηση κάποιου συγκεκριμένου κανόνα, πρακτικά μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ στήν περίπτωση κάποιου πού χρόνια βλέπει ἕναν πνευματικό, ἀλλά ἴσως ποτέ δέν ἐξομολογήθηκε καθολικά καί ἀληθινά; Ἤ μήπως αὐτό ἔχει ἰσχύ καί ἐφαρμογή μόνο γιά ψυχές πού γιά πρώτη φορά πᾶνε νά συναντήσουν ἕναν πνευματικό; Μπορεῖτε νά μιλήσετε λίγο πιό συγκεκριμένα γι᾿ αὐτό;

Γιατί δέν ρωτήσατε τόν π. Κλεόπα; Βέβαια, καταλαβαίνω τί περίπου εἶπε ὁ π. Κλεόπας, ἀλλά, ὅσο νά ᾿ναι, ἄν δέν εἶσαι ἐκεῖ νά ἀκούσεις τί λέει καί ἄν δέν ἔχεις ὑπ᾿ ὄψιν σου ὅλα ὅσα εἶπε, καί μάλιστα, ἐάν δέν ρωτήσεις τόν ἴδιο πού λέει κάτι, ὥστε νά τό διευκρινίσει καλύτερα, νά τό ἐξηγήσει καί νά προσθέσει μερικά πράγματα, εἶναι λίγο δύσκολο νά ἀπαντήσεις.

Μέ αὐτό πού εἶπε ὁ π. Κλεόπας: Νά γίνει ἀπό κοινοῦ συνεννόηση καί συμφωνία μεταξύ πνευματικοῦ καί ἐξομολογουμένου γιά τήρηση κάποιου συγκεκριμένου κανόνα, ὑποθέτω θά θέλει νά πεῖ –ἐάν τό εἶπε ἔτσι– ὅτι ὁ πνευματικός δέν θά βάλει κανόνα ἀφ᾿ ὑψηλοῦ σάν νά δίνει μιά συνταγή, ἁπλῶς διότι διάβασε κάτι κάπου ἤ ἁπλῶς διότι κάτι ἔτσι συγκεκριμένα λένε οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά θά λάβει ὑπ᾿ ὄψιν τόν ἐξομολογούμενο, τόν κάθε ἐξομολογούμενο. Δηλαδή, σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται, τί κουράγιο ἔχει, τί δυνατότητες ἔχει, ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις του, ποιά εἶναι ἡ ὅλη ψυχική καί ψυχολογική του, θά ἔλεγα, κατάσταση, πόσο εἶναι ἤ δέν εἶναι προχωρημένος στήν πνευματική ζωή. Ὅλα αὐτά πρέπει νά τά λάβει ὑπ᾿ ὄψιν ὁ πνευματικός καί νά μήν κάνει τό ἔργο του σάν νά εἶναι κρυμμένος κάπου, πίσω ἀπό ἕνα παραβάν, ὅπως κάνουν οἱ δυτικοί. Σ᾿ αὐτούς, ὁ πνευματικός οὔτε βλέπει οὔτε τόν βλέπουν, ἀλλά ἁπλῶς ἀκούει τόν ἐξομολογούμενο καί ἀπαντᾶ ὅ,τι ἔχει νά ἀπαντήσει, καί ὅλα ἔχουν ἕναν τυποποιημένο καί ξηρό χαρακτήρα. Στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἔτσι.

Ὁ πνευματικός καί ὁ ἐξομολογούμενος βλέπονται, καί μάλιστα ὄχι μία φορά ἀλλά πολλές φορές. Γνωρίζει καλά ὁ πνευματικός, ὅσο βέβαια μπορεῖ νά γνωρίζει, τόν ἐξομολογούμενο, καί λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα αὐτά πού εἴπαμε πιό μπροστά καί, ἑπομένως, θά τοῦ δώσει ἀνάλογο κανόνα. Δέν εἶναι ὅμως μόνο αὐτό, ὅτι δηλαδή λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν του ὅλα τά τοῦ ἐξομολογουμένου καί τόν ἴδιο τόν ἐξομολογούμενο, καί ἑπομένως δέν δίνεται αὐθαίρετα ὁ κανόνας, ἀλλά σάν νά γίνεται μιά συνεννόηση μέ τόν ἐξομολογούμενο.

Μποροῦμε νά προχωρήσουμε καί λίγο περισσότερο. «Ἐγώ σκέπτομαι –θά μποροῦσε νά πεῖ ὁ πνευματικός– μετά ἀπό ὅσα μοῦ εἶπες, ὅτι θά μποροῦσες νά κάνεις αὐτόν τόν κανόνα… Τί λές ἐσύ;» Καί μπορεῖ νά πεῖ ὁ ἐξομολογούμενος: «Ἔχω αὐτή καί ἐκείνη τή δυσκολία καί, ἀπό ὅ,τι καταλαβαίνω, μᾶλλον δέν θά μπορέσω, τουλάχιστον τώρα, νά κάνω ὅλα αὐτά τά πράγματα. Ἄν γίνεται, νά εἶναι κάπως λιγότερα». Ὁπότε, πάλι ὁ πνευματικός θά τά ζυγίσει καί μπορεῖ νά καταλήξει: «Κάνε αὐτόν τόν κανόνα…»

Αὐτό δέν ἔχει τήν ἔννοια ὅτι χαρίζεται στόν ἐξομολογούμενο, ὅτι τελικά γίνεται τό θέλημα τοῦ ἐξομολογουμένου, ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ὁ πνευματικός, ὅπως ἔχουν τά πράγματα, εἶδε τί μπορεῖ νά κάνει ὁ ἐξομολογούμενος καί τί ἀκριβῶς μπορεῖ νά τόν βοηθήσει.

Καμιά φορά –γιά νά φέρω ἕνα παράδειγμα– μπορεῖ νά πῶ σέ κάποιον, σέ κάποια: «Ἄν σοῦ ἔλεγα ὅτι γιά ἕνα διάστημα δέν πρέπει νά κοινωνήσεις, πῶς θά τό δεχόσουν;» Μέ αὐτόν τόν τρόπο γίνεται μιά βολιδοσκόπηση γιά τό ποιά διάθεση ἔχει ὁ ἐξομολογούμενος. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι, ἄν πεῖ: «Δέν ἔχω καθόλου κουράγιο καί πρέπει τώρα ἀμέσως νά κοινωνήσω», ἔτσι θά γίνει. Ἀλλά, ἐν πάσῃ περιπτώσει, γίνεται μιά κάποια συνεννόηση.

Μπορεῖ ἐπί πολλά χρόνια νά ἐξομολογεῖται κανείς, καί ὅλα νά γίνονταν λίγο τυπικά, ὄχι τόσο διότι δέν πρόσεξε ὁ πνευματικός –μπορεῖ καί αὐτό νά εἶναι– ὅσο διότι ὁ ἐξομολογούμενος δέν σήκωνε τίποτε περισσότερο. Κάποτε ὅμως τά πράγματα δείχνουν ὅτι ὁ ἐξομολογούμενος ἔχει μιά περισσότερη διάθεση καί θέλει νά γίνει κάτι πιό σοβαρό, κάτι πιό σπουδαῖο. Σέ μιά τέτοια περίπτωση μποροῦν πνευματικός καί ἐξομολογούμενος νά μελετήσουν καλύτερα τό ὅλο θέμα, καί νά δοῦν ποιόν σταθερό κανόνα θά μποροῦσε νά τηρήσει ὁ ἐξομολογούμενος. Ἀπό κοινοῦ δηλαδή νά βγάλουν τόν κανόνα πού θά τηρήσει, ὥστε νά γίνει κάτι στήν ψυχή του.

{«Θεέ μου, θέλω νά μέ ὁδηγήσεις»}

Προσωπικῶς, θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ τό ἑξῆς: Ὑπάρχουν ἐξομολογούμενοι πού ἔρχονται ἕνα χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια, πέντε καί δέκα χρόνια. Ἐξομολογοῦνται καί φεύγουν. Λέει ὁ πνευματικός κάτι, ἀλλά ὅμως βλέπει ὅτι δέν εἶναι ὥριμα τά πράγματα, γιά νά πεῖ κάτι παραπάνω. Ὅμως, ἔρχεται ὥρα πού –πῶς νά ποῦμε;– δημιουργεῖται μιά κάποια, θά ἔλεγε κανείς, σύγκρουση, μέ τήν καλή ἔννοια, στήν ψυχή τοῦ ἐξομολογουμένου, γιατί δέν μπορεῖ νά πάει ἄλλο αὐτή ἡ τακτική, πού ἁπλῶς ἐξομολογεῖται κανείς καί τακτοποιεῖ λίγο τήν ψυχή του. Ὁπότε, ὁ πνευματικός ἀναγκάζεται καί λέει μερικά πράγματα, πού δέν τά εἶχε πεῖ ποτέ μέχρι τότε· ὄχι γιατί τά ἔκρυβε ἤ δέν ἤθελε νά τά πεῖ, ἀλλά γιατί δέν τά σήκωνε ὁ ἐξομολογούμενος. (Ξεκίνησα λέγοντας «προσωπικῶς»· ἑπομένως αὐτά ἐκ πείρας τά λέω.) Βέβαια, καμιά φορά ξαφνιάζεται ὁ ὑποτακτικός, ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό αὐτό, γιατί εἶχε τήν ἰδέα ὅτι καλά πήγαιναν τά πράγματα. Δέν πήγαιναν ὅμως καλά. Ξαφνιάζεται καί σάν νά ζητάει λίγο νά διαμαρτυρηθεῖ, λίγο νά παραπονεθεῖ: «Γιατί αὐτό, πού ἴσως τώρα θά ἀρχίσει νά γίνεται, δέν εἶχε γίνει πιό μπροστά;» Ἀλλά σύντομα καταλαβαίνει ὅτι δέν σήκωνε ὁ ἑαυτός του κάτι περισσότερο. Καί τώρα ἀκόμη πού φαίνεται ὅτι ὡρίμασαν τά πράγματα, δέν εἶναι ἐντελῶς ὥριμα. Ἁπλῶς ἔφθασαν σέ μιά κάποια ὡριμότητα, ἴσα-ἴσα γιά νά λεχθεῖ κάτι παραπάνω· ὄχι ὅτι αὐτά θά γίνουν κιόλας. Δέν εἶναι τόσο εὔκολο.

Εἶναι πολύ μεγάλο πράγμα νά φθάσει ἕνας χριστιανός στό σημεῖο νά πάρει τή γενναία ἀπόφαση νά παραδοθεῖ στόν Θεό. Μέ τόν κοινό νοῦ πού ἔχει κανείς, νά πεῖ: «Θεέ μου, θέλω νά μέ ὁδηγήσεις». Νά τό πεῖ εἰλικρινά, τίμια, εὐθέως, μέ πολύ ζῆλο καί μέ ἀποφασιστικότητα: «Θέλω νά μέ ὁδηγήσεις. Πιστεύω ὅτι θά μέ ὁδηγήσεις, ὅτι μπορεῖς νά μέ ὁδηγήσεις, ὅτι θέλεις νά μέ ὁδηγήσεις καί ὅτι θά τό κάνεις. Παραδίδομαι σ᾿ ἐσένα, Θεέ μου». Ἀλλά ἀποφασιστικά νά τό πεῖ. Μέ λόγια βέβαια πολλοί τό λένε, ἀλλά νά τά βάλει ὅλα κάτω ἡ ψυχή καί νά ξεκινήσει ἔτσι εἶναι πολύ δύσκολο. Εἶναι μεγάλο πράγμα νά γίνει αὐτό, ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο καί μερικές φορές ἀργεῖ ἀρκετά νά γίνει.

Ἔχω παρατηρήσει ὅτι ὄχι μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ κάποια ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, μέ κάποια προσπάθεια συγκεκριμένη θέλει κανείς νά πάρει μιά τέτοια ἀπόφαση καί νά ξεκινήσει· καί ἐνῶ γίνεται ἕνα τέτοιο πράγμα, πάλι γυρίζει στά ἴδια.

{Δέν ἀγγίζουμε τό βάθος τῆς ψυχῆς μας}

Ὑπάρχουν μερικές ψυχές, οἱ ὁποῖες ἐξομολογοῦνται κατά ἕναν τέτοιον τρόπο, πού δέν ἀγγίζουν τόν ἑαυτό τους. Μπορεῖ νά ποῦν μερικά συγκεκριμένα περιστατικά, ἀλλά αὐτά λέγονται κατά τέτοιον τρόπο, σάν νά εἶναι ἡ ψυχή αὐτή συνεχῶς στήν περιφέρεια. Δέν βλέπει καί δέν ἀγγίζει τό βάθος τοῦ εἶναι της καί δέν ἐρευνᾶ ἐκεῖ μέσα νά δεῖ τί γίνεται, ὥστε νά παρουσιάσει στόν Θεό τήν πληγή της, τό πύον της καί ὅλη τή δυσωδία της, γιά νά τήν καθαρίσει ὁ Θεός καί νά τή συγχωρήσει.

Αὐτό τό συνηθίζουν κάποιες μητέρες, κάποιοι σύζυγοι –ὁ σύζυγος, ἡ σύζυγος– κάποιοι νέοι, καί δέν ξέρω ποιός ἐξαιρεῖται. Ἔρχεται, π.χ., μιά μητέρα νά ἐξομολογηθεῖ. Ξεκινάει στήν ἀρχή κάπως καλά. Ἀρχίζει νά μιλάει μέ κάποιον πόνο, λέει καμιά δική της ἁμαρτία, ἀλλά, ἀπό δῶ τό φέρνει ἀπό κεῖ τό φέρνει, καταλήγει στούς ἄλλους: «Ὁ σύζυγος ἐάν ἔκανε ἔτσι… Ὅμως δέν κάνει ἔτσι, ἀλλά κάνει ἀλλιῶς καί μᾶς δημιουργεῖ αὐτές τίς δυσκολίες, ἐκεῖνες τίς στενοχώριες…» Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὅτι τό ἕνα παιδί ἔτσι, τό ἄλλο παιδί ἀλλιῶς… Ὅλα αὐτά μπορεῖ νά εἶναι γεγονότα καί καταστάσεις πού ὄντως ἐπηρεάζουν τήν ὅλη ζωή τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι ἐξομολόγηση.

Ἐξομολόγηση σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση εἶναι νά πεῖ: «Σᾶς εἶπα καί ἄλλη φορά, ὁ σύζυγός μου δημιουργεῖ αὐτά τά προβλήματα, τά παιδιά μου ἐκεῖνα τά προβλήματα, ἀλλά ποιός ξέρει καί αὐτοί γιατί φθάνουν σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, γιατί ἔτσι φέρονται, γιατί βασανίζονται! Καί ἐγώ, πού κάνω τήν καλή, πού νομίζω ὅτι εἶμαι καλή, ταράσσομαι, ἀνησυχῶ, θίγομαι, πληγώνομαι, ἀντιμιλῶ, αὐθαδιάζω –ὄχι ἐξωτερικά ἀλλά ἀπό μέσα μου– ἔχω ἕνα θράσος, ἔχω ἕνα παράπονο μέσα μου, πού δέν τό πολυκαταλαβαίνω, ἀλλά μᾶλλον εἶναι ἕνα παράπονο πού πάει τελικά στόν Θεό».

Καί ἔτσι παρουσιάζει ὅλο τό δικό της χάλι ἡ ψυχή, χωρίς νά χρειάζεται νά πεῖ πολλά πράγματα, καί δέν χρειάζεται νά μείνει ὧρες μέσα στό ἐξομολογητήριο γιά νά λέει ἱστορίες. Μέσα σέ λίγη ὥρα θά παρουσιάσει τήν ὅλη πληγή πού ἔχει μέσα της, τίς ἀδυναμίες πού ἔχει, καί ἔτσι θά ἔλθει πραγματική μετάνοια στήν ψυχή, θά ἔλθει ἡ συγχώρηση, ἡ πραγματική συγχώρηση, θά ἔλθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καί ὁπωσδήποτε ἡ ψυχή αὐτή θά προκόψει πνευματικά, ἀλλά καί ὁπωσδήποτε θά πᾶνε καλύτερα τά πράγματα καί στίς σχέσεις της μέ τούς ἄλλους.

Ἐνῶ, ἐάν μένει μόνο στό νά πεῖ: «Ἔχουμε αὐτές τίς δυσκολίες, καί μοῦ κάνει ὁ ἄλφα αὐτό καί μοῦ λέει ὁ βῆτα ἐκεῖνο», ὅπως εἴπαμε, δέν θεωρεῖται ὅτι ἐξομολογεῖται. Ὅμως, καί στήν περίπτωση ἀκόμη πού –ὄχι μόνο μιά μητέρα ἀλλά γενικά κάθε ἐξομολογούμενος– δέν διστάζει νά βάλει τό μαχαίρι βαθιά στήν ψυχή καί νά ὁμολογήσει ἕνα-ἕνα τά ἁμαρτήματά του: «Μίλησα ἔτσι, ἀντέδρασα ἔτσι, πίκρανα τόν ἄλλο, τόν πλήγωσα, χολή ὁλόκληρη ἄφησα στόν ἄλλο» κτλ., καί στήν περίπτωση αὐτή μπορεῖ νά ὑποκρύπτεται βαθύτερα ἕνα παράπονο, τό ὁποῖο εἶναι πάλι μιά δικαιολογία. Ἕνα παράπονο, πού διαφαίνεται λίγο καί πού δέν πολυπροβάλλεται: «Τέτοιος εἶναι ὁ σύζυγός μου… Τί νά κάνω κι ἐγώ; Ἀφοῦ εἶναι τέτοιος, μιλῶ ὅπως μιλῶ καί φέρομαι ὅπως φέρομαι». Δέν τό λέει ἔτσι ἀκριβῶς, ἀλλά ἔτσι ὅμως τό ζεῖ μέσα της. Ἤ θά πεῖ κάποιος: «Τέτοια εἶναι ἡ σύζυγός μου… Τί νά κάνω; Γι᾿ αὐτό φέρομαι ἔτσι καί μιλῶ ἔτσι». Ἤ θά πεῖ: «Ἔτσι εἶναι τά παιδιά μου, ἔτσι εἶναι οἱ γονεῖς μου…» Ὁπότε, δέν γίνεται σωστή ἐξομολόγηση. Αὐτό εἶναι λαθεμένη ἐξομολόγηση.

Ὁπωσδήποτε, εἶναι μιά προσπάθεια, καί γίνεται ἕνα κάτι, καί δέν μπορεῖ παρά ὁ Θεός νά τό λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν, καί ὁ πνευματικός βέβαια πού ἀκούει τό λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψιν καί δίνει τήν ἄφεση, ἀλλά ὅμως δέν εἶναι σωστή ἐξομολόγηση. Ἡ ψυχή πάλι εἶναι φρακαρισμένη, πάλι εἶναι μπλεγμένη στά γρανάζια τῆς φιλαυτίας καί τῆς αὐτοδικαιώσεως, στά γρανάζια τῆς δικαιολογίας καί τοῦ ἐγωισμοῦ. Δέν ξεσκεπάζεται ἡ ψυχή ἔτσι καί δέν ἀφήνεται «γυμνή καί τετραχηλισμένη» (Πρβλ. Ἑβρ. 4, 13) στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, στή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς τήν παραμικρή δικαιολογία καί χωρίς τήν παραμικρή προσπάθεια νά καλυφθεῖ, ὥστε νά τή θεραπεύσει ὁ Θεός.

{Ἡ «πρόνοια» τοῦ ἀνθρώπου νά τακτοποιήσει μόνος του τήν ψυχή του}

Λαμβάνει πρόνοια ὁ ἄνθρωπος νά τακτοποιήσει μόνος του τήν ψυχή του. (Διότι τό νά προσπαθεῖ κανείς νά δικαιολογηθεῖ εἶναι σάν νά θέλει ὁ ἴδιος νά τακτοποιήσει τήν ψυχή του.) Καί αὐτό εἶναι μεγάλο λάθος. Εἶναι σάν νά ἔχεις κάποια ἀρρώστια, πού θέλει ἴσως ἐγχείρηση, καί ἀντί νά πᾶς στόν γιατρό καί νά πεῖς μέ κάθε λεπτομέρεια ἀκριβῶς ὅ,τι συμβαίνει καί μέ πολλή ἐμπιστοσύνη νά ἀφεθεῖς στά χέρια του, καί ὡς γιατρός νά σέ θεραπεύσει, ἐσύ ἤ δέν πᾶς καθόλου ἤ, κι ἄν πᾶς, δέν φανερώνεις ὅλη τήν ἄρρωστη κατάσταση· σάν νά θέλεις μερικά πράγματα νά τά καλύψεις, νά τά σκεπάσεις ἤ μόνος σου νά τά τακτοποιήσεις.

Δέν ξέρω ἐάν ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας ὅτι ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο ἀρρώστησαν βαριά, ἀλλά μπορεῖ νά ἔφυγαν καί ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, ἕνεκα τοῦ ὅτι τά πῆραν ἔτσι τά πράγματα. Νόμιζαν δηλαδή ὅτι μόνοι τους μποροῦν νά τακτοποιήσουν τήν πληγή τους, τήν ἀσθένειά τους, καί γιά τόν ἄλφα ἤ βῆτα λόγο δέν θέλησαν νά τή φανερώσουν στόν γιατρό, καί αὐτή «ἔκανε τή δουλειά της». Ὑπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Στά πνευματικά εἶναι πολύ περισσότερες.

Δέν φανερώνεται ὁ ἄνθρωπος. Ὅ,τι μποροῦν νά πιάσουν οἱ ἄλλοι μέ τή δική τους, ἄς ποῦμε, ἱκανότητα. Ἀκόμη καί στό ἀνδρόγυνο –ὅπου εἶναι πιό στενή ἡ σχέση, καί εἶναι πολύ πιό κοντά οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι, ἀπό ὅ,τι εἶναι σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη περίπτωση– ὁ καθένας ἔχει τά μυστικά του. Δέν μιλοῦμε γιά τό ὅτι πάει ὁ ἕνας ἐδῶ, πάει ὁ ἄλλος ἐκεῖ, κάνει ἁμαρτίες καί τίς κρύβει, πού γίνονται καί τέτοια, ἀλλά γιά τό ὅτι δέν φανερώνουν τό βαθύτερο εἶναι τους.

Βέβαια, δέν εἶναι ὑποχρεωμένοι σέ ἀπόλυτο βαθμό νά φανερώσουν τόν ἑαυτό τους. Τόν ἑαυτό του κανείς τόν φανερώνει στόν Θεό διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά, ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὑποτίθεται ὅτι τόσο πολύ κοινωνοῦν μεταξύ τους, ὥστε εἶναι ὡς ἕνας ἄνθρωπος. Καί ὅμως, ὁ καθένας ἔχει ἕνα βαθύτερο ἑαυτό, ἕναν κρυμμένο ἑαυτό, πού τόν ζεῖ, ἀλλά δέν τόν φανερώνει οὔτε στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.

{«Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»}

Ἔχει τήν τάση ὁ ἄνθρωπος νά κρύβεται καί νά καμουφλάρεται. Ἔχει τήν τάση νά αὐτοδικαιώνεται καί νά δικαιολογεῖται. Ἔχει τήν τάση νά ἀποδείξει καί στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους ὅτι εἶναι ἕνα κάτι. Ἀπό αὐτές τίς τάσεις ξεκινοῦν ὅλα τά κακά. Πρῶτος ὁ Ἀδάμ ἐκδήλωσε τήν τάση αὐτή μετά ἀπό τήν πτώση. Νά ἦταν μόνο ἡ πτώση… Μετά τήν πτώση ἀρχίζουν ὅλα τά κακά.

Θυμάστε, μετά τήν πτώση (Βλ. Γεν. 3, 8-13) ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα κρύφτηκαν, καθώς ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ, καί ὁ Θεός κάλεσε τόν Ἀδάμ: Ἀδάμ, ποῦ εἶ; Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι; Ἄχ, αὐτό τό ἐρώτημα! Τό ἐρώτημα αὐτό ὁ Θεός τό θέτει στόν καθένα: «Ποῦ εἶσαι; Ἔλα ἐδῶ. Ποῦ εἶσαι;» Δέν ξέρει ὁ Θεός ποῦ εἶναι ὁ καθένας μας; Δέν ἤξερε ποῦ εἶναι ὁ Ἀδάμ; Ἤξερε ὅτι ὁ Ἀδάμ πῆγε νά κρυφτεῖ. Καί ὁ Ἀδάμ δέν κρύφτηκε, ἄς ποῦμε, μόνο πίσω ἀπό κάποιο θάμνο, ἀλλά προσπάθησε νά κρυφτεῖ ἐσωτερικά. Ἀδάμ, ποῦ εἶ; Ποῦ εἶσαι;

Ὁ Ἀδάμ, πρίν πέσει, ἦταν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐντελῶς ἀνοιχτός. Ὄχι μόνο ἀπό τήν πλευρά τοῦ Θεοῦ, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ὅλα τά ἔβλεπε καί τά ἤξερε –ὁ Θεός πάντοτε ὅλα τά ξέρει– ἀλλά καί ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ. Ἔνιωθε ἐντελῶς ἀνοιχτός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί καμία ἀπολύτως διάθεση δέν εἶχε νά κρυφτεῖ ἀπό τόν Θεό καί φυσικά ἀπό τόν ἑαυτό του καί τήν Εὔα. Καμία τέτοια διάθεση δέν εἶχε. Μόλις ὅμως μπῆκε ἡ ἁμαρτία, ἄρχισε ὁ Ἀδάμ νά κρύβεται. Τόν πλησιάζει ὁ Θεός, καί ἀρχίζει ὁ Ἀδάμ τή δικαιολογία.

Ἐμεῖς εἴμαστε γραμματιζούμενοι ἄνθρωποι. (Τά παλαιότερα χρόνια πολύ λίγοι ἦταν αὐτοί πού μάθαιναν γράμματα· οἱ πολλοί δέν μάθαιναν. Καί σήμερα ἴσως ὑπάρχουν ἀρκετοί πού δέν μαθαίνουν, πού εἶναι στήν ὕπαιθρο, στούς ἀγρούς, στά βουνά, καί μπορεῖ νά δικαιολογοῦνται.) Καί ὅμως δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε μερικά πράγματα, πού εἶναι πολύ-πολύ ἁπλά καί πολύ στοιχειώδη· ὅτι δηλαδή παίζεις παιχνίδι μέ τόν ἑαυτό σου καί κάνεις κιόλας ὅτι εἶσαι ἀνοιχτός. Αὐτό ὀργιάζει σήμερα, θά ἔλεγε κανείς: νά δείξει ὁ καθένας στόν ἄλλο ὅτι εἶναι ἀνοιχτός, ὅτι δέν κρύβεται καθόλου, ὅτι φανερώνει τόν ἑαυτό του καί τά λέει ὅλα. Ποιά λές, ψεύτη; Ἀφοῦ οὔτε στόν ἑαυτό σου δέν τά λές, τάχα τά λές στούς ἄλλους; Τάχα φανερώνεσαι καί στούς ἄλλους, ἀφοῦ οὔτε στόν ἑαυτό σου δέν φανερώνεσαι;

Ἡ τάση αὐτή πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, νά κάνει ὁ καθένας τόν ἔξυπνο, τί εἶναι; Εἶναι μιά προσπάθεια –καί τό διαπιστώνει κανείς– νά καλυφθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νά κρυφτεῖ, νά δικαιολογηθεῖ, νά δείξει ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού τυχόν οἱ ἄλλοι θά ὑποψιάζονταν, κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού φαίνεται, κάτι ἄλλο, ἄν θέλετε, ἀπό αὐτό πού εἶναι. Διότι ἅμα εἶσαι, εἶσαι. Ἄσ᾿ το. Δέν χρειάζεται νά κάνεις προσπάθεια νά τό δείξεις· θά φανεῖ μόνο του.

Γιατί πουλοῦν ἐξυπνάδες μεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι; Γιατί συμπεριφέρονται ἔτσι ὅπως συμπεριφέρονται; Τόσο ἀνόητα, μέ τέτοια λόξα, τόσο ἐκτός πραγματικότητος, σάν νά γελάει ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Γιατί τό κάνουν; Γιατί δέν θέλουν νά ταπεινωθοῦν. Εἴμαστε γραμματιζούμενοι ἄνθρωποι. Ὑποτίθεται ὅτι μάθαμε πολλά, ξέρουμε πολλά καί ἀκόμη μαθαίνουμε. Τί μᾶς πειράζει νά ταπεινωθοῦμε;

{Τό πιό ἀληθινό πράγμα εἶναι ἡ ταπείνωση}

Τί θά πεῖ ταπείνωση; Τό πιό ἀληθινό πράγμα ἀπό ὅλα εἶναι ἡ ταπείνωση· τό πιό ἀληθινό. Ἅμα ἀκούει κανείς γιά ταπείνωση, πάει τό μυαλό του ὅτι πρέπει νά πεῖ ψέματα. Ποιός σοῦ λέει νά πεῖς ψέματα; Νά πεῖς τήν ἀλήθεια. Καί ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια; Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών (Α΄ Κορ. 4, 7);

Καί ἄν ἀκόμη δέν πιστεύεις στόν Θεό –ἄς πάρουμε καί αὐτή τήν περίπτωση– σκέψου: ἐάν τό μυαλό σου κόβει παραπάνω ἀπό τό μυαλό τῶν ἄλλων, ἐσύ τό ἔφτιαξες νά κόβει; Λίγο νά σκεφθεῖς μέ κοινό νοῦ, δέν θά ἀργήσεις νά πεῖς ὅτι ἡ φύση σοῦ τό χάρισε. Πές ἔστω ἔτσι, ἄν δέν θέλεις νά πεῖς ὅτι ὁ Θεός σοῦ τό χάρισε. Τό πᾶμε καί μέχρι ἐκεῖ, γιατί μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι πρέπει νά πιστεύουμε στόν Θεό, γιά νά ταπεινωθοῦμε· ὄχι. Καί ἄν ἀκόμη δέν πιστεύεις, πρέπει νά εἶσαι ταπεινός, ἀφοῦ βλέπεις ὅτι ἀπό τό μηδέν ἔρχεσαι, καί σιγά-σιγά παρουσιάζονται ὅλα αὐτά πού παρουσιάζονται στόν ἑαυτό σου, καί τά ὁποῖα δέν τά φτιάχνεις ἐσύ.

Ἐσύ, γιά παράδειγμα, τράβηξες τόν ἑαυτό σου καί ἔγινες ψηλός; Ἐσύ σταμάτησες τόν ἑαυτό σου νά ψηλώνει καί εἶσαι κοντός; (Μπορεῖ νά συμβεῖ καί αὐτό, ἀλλά οἱ ἐξαιρέσεις δέν κάνουν τόν κανόνα· ἀντίθετα, τόν ἐπικυρώνουν.) Ἤ, ἐπειδή ἐσύ θέλησες νά γίνεις πολύ ἔξυπνος, γι᾿ αὐτό εἶσαι ἔξυπνος; Εἶσαι ἰδιοφυΐα, ἐπειδή ἐσύ προσπάθησες νά εἶσαι ἰδιοφυΐα;

Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;

Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἔχεις εὐφράδεια λόγου. Χρησιμοποιώντας τήν εὐχέρεια πού ἔχεις, ρητορεύεις καί μέ ὅλο τό εἶναι σου παρακολουθεῖς νά δεῖς ἄν σέ θαυμάζουν. Καί δέν καταλαβαίνεις ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα πέρα γιά πέρα ἀνοηταίνεις. Καμαρώνεις ἀπό μέσα σου καί φουσκώνεις σάν γαλοπούλα καί δέν διανοεῖσαι ἐσύ, ὁ σπουδαῖος, ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα  δέν ἔχεις καμιά σχέση μέ τήν ἀλήθεια, ὅτι εἶσαι ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια. Ἄν θέλεις νά βρεῖς τήν ἀλήθεια, χρειάζεται νά ταπεινωθεῖς ἀμέσως. Γιά νά τό καταλάβετε καλύτερα, νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα: Κρατῶ ἕνα κασετόφωνο στό χέρι καί τό ἔχω σέ λειτουργία κι ἐγώ κοκορεύομαι: «Τί ὡραῖα πού τά λέω!» Ἐγώ τά λέω; Τό κασετόφωνο τά λέει. Ἔτσι λοιπόν, ἄν λές ἐσύ ὅ,τι λές, ποιός νομίζεις ὅτι σέ ἔφτιαξε ἱκανό νά τά λές;

Ὁ ἄνθρωπος μπαίνει μέσα στά γρανάζια τῆς δουλείας, τῆς αἰχμαλωσίας, τοῦ ἁλυσοδέματος, καθώς θέλει νά ὑπερηφανευθεῖ, νά ἐπιδειχθεῖ. Δηλαδή, φεύγει ἀπό τήν ἀλήθεια καί μπαίνει μέσα στά οἰκόπεδα καί τήν περιοχή τοῦ ψεύδους. Μόλις ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, ἀμέσως λυτρώνεται.

{Ἡ ταπείνωση ἐλευθερώνει}

Τώρα νά ἔλθουμε πάλι στόν χριστιανό, σ᾿ αὐτόν δηλαδή πού ἀποφάσισε νά γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος πνευματικός. Ἐάν ταπεινωθεῖ, ὁπωσδήποτε θά ξεκινήσει σωστά. Ὁπωσδήποτε θά δεῖ τόν ἑαυτό του, ὁπωσδήποτε θά ξεγυμνώσει τό ἐσωτερικό του, θά τό φανερώσει, καί δέν θά κάνει καμιά προσπάθεια νά δικαιολογηθεῖ ἤ νά μιλήσει ἔτσι, ὥστε νά μπορέσει νά ἐμπνεύσει στόν ἄλλο καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του.

Αὐτός πού ἀποφάσισε νά γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, καθώς ἔχει μελετήσει τά πράγματα καί ἔχει συνειδητοποιήσει τήν πραγματικότητά του, καταλήγει στό: «Τί περιμένει ἀπό ἐμένα, τό σκύβαλο, ὁ Θεός;» Ὄχι ὅτι τό λέει κανείς μέ τά χείλη του, ἀλλά τό ζεῖ καί τό αἰσθάνεται αὐτό: «Τί περιμένει ἀπό ἐμένα, τό σκύβαλο, ὁ Θεός;» Μετά, τά ἀφήνει ὅλα κανείς στόν Θεό καί παραδόξως, καθώς τά ἀφήνει ὅλα στόν Θεό, κάνει πολλά πράγματα. Ἀλλά πῶς τά κάνει; Δέν τά κάνει νομίζοντας ὅτι αὐτός μπορεῖ νά τά κάνει, ὅτι ἔχει τήν ἱκανότητα νά τά κάνει· ὄχι. Εἶναι ζωντανός ἄνθρωπος, καί ὡς ζωντανό ἄνθρωπο τόν ἀναλαμβάνει ὁ Θεός καί τόν χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό του, καί ἔτσι μποροῦν νά γίνουν ἀπό αὐτόν πολλά πράγματα. Ἀλλά οὔτε διανοεῖται ὅτι αὐτός ἔχει ἱκανότητες νά τά κάνει, ὅτι αὐτός ἔχει προσόντα καί μπορεῖ νά τά κάνει. Εἶναι πεπεισμένος μέσα του ὅτι ὅλα τά κάνει ὁ Θεός. Δέν ξέρω ἄν συνεννοούμαστε.

Νά γυρίσω τώρα στήν περίπτωση τῆς μάνας, πού ἔλεγα πιό μπροστά, ἡ ὁποία ὑποτίθεται ὅτι θέλει τό καλό τοῦ συζύγου, τό καλό τῶν παιδιῶν, καί ὅλο ἐκεῖ στριφογυρίζει τάχα ἀπό καημό, τάχα ἀπό πόνο. Χρειάζεται βαθιά-βαθιά νά τό συνειδητοποιήσει καί νά πεῖ μέσα της: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ὁ σύζυγός μου, καί αὐτά τά παιδιά εἶναι τοῦ Θεοῦ. Αὐτός καί τούς γνωρίζει καί τούς ἀγαπᾶ καί ἀσχολεῖται μαζί τους καί ἐνδιαφέρεται καί ἔχει τούς τρόπους του νά τούς βοηθήσει. Γιατί λοιπόν ἐγώ καίγομαι καί τό παίρνω τό θέμα ἔτσι, σάν νά εἶμαι ἐγώ ἐκείνη ἡ ὁποία θά τούς διορθώσει καί θά τούς τακτοποιήσει; Εἶναι ὁ Θεός πού φροντίζει γι᾿ αὐτούς, καί ἐγώ ἀφήνω τό θέμα στόν Θεό».

Καί τήν ὥρα πού τό ἀφήνει στόν Θεό –ἀλλά τό ἀφήνει ἀπό μέσα της– ἀμέσως κιόλας ἔχει νά κάνει κάτι, πού εἶναι ὅμως ἐντελῶς διαφορετικό. Πρῶτα-πρῶτα συνειδητοποιεῖ τή δική της πονηριά –τό παράπονό της, τίς δικαιολογίες της, τά καμώματά της, ὅτι τάχα ἐνδιαφέρεται, ἐνῶ εἶναι καμώματα αὐτά. Τά συνειδητοποιεῖ ὅλα αὐτά καί ταπεινώνεται ἀκόμη πιό πολύ. Γιά νά τό κάνει ὅμως αὐτό, πρέπει νά εἶναι ἀπογυμνωμένος ἐσωτερικά ὁ ἄνθρωπος· νά εἶναι δηλαδή ταπεινός, πολύ ταπεινός, τόσο πού νά μήν παίρνει, τρόπον τινά, ἄλλο πιό κάτω. Ἀλλά ἐκεῖνος πού ταπεινώνεται δέν θίγεται ποτέ. Δέν τόν θίγει τίποτε. Δέν αἰσθάνεται ποτέ ὅτι εἶναι καταπιεσμένος, ὥστε νά ἀποσύρεται σέ μιά γωνιά παραπονιάρικα, πεισματάρικα. «Ἔ, ἀφοῦ δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε…» Ὄχι. Ἀνά πᾶσαν στιγμήν εἶναι ἕτοιμος νά πεῖ: «Ἰδού ἐγώ, Κύριε. Ἄν δέν βρῆκες ἄλλον καλύτερο καί ἄν ἐσύ τό ἐγκρίνεις, ἰδού ἐγώ, Κύριε». Καί ἀμέσως ἔχει κανείς κάτι νά κάνει καί ἔναντι τοῦ ἑνός καί ἔναντι τοῦ ἄλλου· ἀμέσως. Ὅλα αὐτά ὅμως γίνονται πολύ πιό διαφορετικά ἀπό ὅ,τι πρῶτα καί μπορεῖ νά φέρουν κάποιο ἀποτέλεσμα.

Πάντως, ἕνα εἶναι σίγουρο: μετά δέν ἁμαρτάνει κανείς. Δέν ἁμαρτάνει, διότι εἶναι προσγειωμένος πάντοτε στόν ἑαυτό του, στήν ταπείνωσή του, στό ὅτι αὐτός εἶναι ἕνα σκύβαλο, καί ἔχει μέσα του τή βεβαιότητα πώς ὅ,τι θά γίνει, θά τό κάνει ὁ Θεός, χρησιμοποιώντας καί αὐτόν. Ἐπίσης, εἶναι σίγουρο ὅτι δέν παιδεύεται, δέν τυραννιέται, καί οὔτε παιδεύει τούς ἄλλους οὔτε δημιουργεῖ περισσότερες δυσκολίες στούς ἄλλους, ὥστε νά τά κάνει χειρότερα τά πράγματα. Εἶναι ἐνδεχόμενο μάλιστα νά τά κάνει καλύτερα. Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι, ὅπως κι ἄν ἔχουν τά πράγματα, ἄν πάρει κανείς αὐτή τή στάση, κάπως θά βελτιώσει καί τά γύρω πράγματα καί θά συντελέσει στό νά γίνει κάτι καλό καί στούς ἄλλους.

29-1-1984

* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» Δ´ ἔκδ.