Θά εὐχαριστήσω πρῶτα τόν Πανιερώτατο, τόν ὁποῖο εἶδα σήμερα τό πρωί καί τοῦ ἔβαλα μετάνοια, καί ὁ ὁποῖος μέ δέχθηκε πάλι μέ πολλή ἀγάπη καί μέ πολλή χαρά, πέρα ἀπό τό ὅτι ἔδωσε τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία νά ἔρθω καί κάλυψε μέ τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία του ὅλες αὐτές τίς ἐκδηλώσεις. Ἀκόμη μιά φορά μοῦ εἶπε ὅτι μπορῶ νά ἔρχομαι καί χωρίς ἄδεια· εἶναι ἀνοιχτός ὁ δρόμος. Εὐχαριστῶ τόν Πανιερώτατο μέ ὅλη μου τήν καρδιά γιά τήν ἀγάπη του, γιά τήν καλοσύνη του, γιά ὅλα. Καί γι᾿ αὐτό καί ἐγώ εὐχαρίστως ἔρχομαι καί γιά ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίνονται στήν πρόσκληση αὐτή πού κάνει ἡ Μητρόπολη πρός ὅλους σας.
Πρίν ἀρχίσω, ἐκ τῶν προτέρων ζητῶ συγγνώμη, ἄν σᾶς κουράσω, ἄν σᾶς στενοχωρήσω. Ἄν πῶ κανέναν λόγο παραπάνω, τόν παίρνω εὐχαρίστως πίσω. Ἄν εἶμαι μαζί σας καί ἄν καί ἐσεῖς ἤρθατε ἐδῶ καί εἴμαστε μαζί ἀπόψε, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τό κάνουμε, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται. Πιστεύουμε ὅτι εἶναι παρών ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶπε ὅτι ὅπου εἶναι δυό τρεῖς συνηγμένοι στό ὄνομά του, εἶναι ἐν μέσῳ αὐτῶν (Ματθ. 18, 20). Ἐφόσον ἐμεῖς στό ὄνομά του συγκεντρωνόμαστε, καί δέν εἴμαστε μόνο δυό τρεῖς ἀλλά τόσοι, ὁ Κύριος εἶναι ἐδῶ παρών, τό Πνεῦμα του τό Ἅγιο εἶναι παρόν, καί ὅλους μας θά μᾶς φωτίσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί νά ποῦμε καί νά ἀκούσουμε, νά δεχθοῦμε, νά κατανοήσουμε, νά ἀνταποκριθοῦμε. Ὅλα τά κάνει ὁ Θεός, ὅλα τά κάνει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Θά κάνουμε λοιπόν ὅλοι ὑπομονή, γιά νά μπορέσουμε πάλι ἀπόψε νά κάνουμε ὅλοι μας τό καθῆκον μας, καί ἐγώ ἀπό τή δική μου πλευρά καί ἐσεῖς. Στό τέλος εὐχαρίστως, ὅσο θέλετε, νά μείνουμε νά συζητήσουμε. Τό θέμα εἶναι: «Τί σημαίνει καί πῶς ἐφαρμόζεται ἡ φράση ῾῾νά ᾿ναι εὐλογημένο᾿᾿». Νά ᾿ναι εὐλογημένο, λοιπόν!
{Ὅποιος μάθει νά λέει «νά ᾿ναι εὐλογημένο», λυτρώνεται}
Πιστεύω θά τήν ἔχετε ἀκούσει αὐτή τή φράση καί πότε-πότε θά τή λέτε. Θά ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας ὅτι πιό πολύ ἡ φράση αὐτή χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς μοναχούς, στά μοναστήρια. Δηλαδή κατά κανόνα ἕνας μοναχός, ὅταν τοῦ λέει ὁ γέροντας νά κάνει κάτι ἤ καί ἕνας ἄλλος ἀδελφός, ἀκόμη καί ἕνας λαϊκός καμιά φορά, λέει πρόθυμα-πρόθυμα «νά ᾿ναι εὐλογημένο». Πρέπει λίγο νά τό ξεκαθαρίσουμε. «Νά ᾿ναι εὐλογημένο» σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση δέν σημαίνει βέβαια, ὅπως νομίζουν μερικοί: «Νά εἶσαι εὐλογημένος πού μοῦ λές αὐτό». Δηλαδή κατ᾿ αὐτούς τό λέμε, ὅταν κάποιος μᾶς πεῖ κάτι ἐποικοδομητικό, κάτι χρήσιμο. Βέβαια, μποροῦμε νά τοῦ ποῦμε «νά ᾿σαι εὐλογημένος», ἀλλά ἐδῶ τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» δέν σημαίνει αὐτό τό πράγμα, πού εἶναι καί αὐτό μέσα. Οὔτε πάλι σημαίνει πάντοτε ὅτι αὐτό γιά τό ὁποῖο ἤ ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου θά ποῦμε «νά ᾿ναι εὐλογημένο» ὁπωσδήποτε εἶναι κάτι καλό. Ὄχι. Μπορεῖ κανείς, π.χ., κάποια μέρα νά πέσει σέ μιά ἁμαρτία, νά ἔχει μιά πτώση, καί φυσικά ζορίζεται, δυσκολεύεται, στενοχωρεῖται· καί κάποια στιγμή μπορεῖ νά πεῖ «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου». Τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» δέν σημαίνει «νά ᾿ναι εὐλογημένο πού ἔπεσα», δέν σημαίνει ὅτι καλό πράγμα ἦταν ἡ πτώση, ἀλλά «νά ᾿ναι εὐλογημένο πού τώρα καλοῦμαι νά σηκώσω αὐτή τή δυσκολία, νά ταπεινωθῶ, νά ζοριστῶ, νά πιεστῶ, νά ἀγωνιστῶ, νά μετανοήσω». Ἔχει νά κάνει κανείς τόσα πράγματα, καί φυσικά σάν νά ἀντιδρᾶ ὁ ἄνθρωπος στό νά σηκώνει κάθε τόσο ἕναν κάποιο σταυρό, κάθε τόσο νά σηκώνει κάποιον ζυγό. Ναί, πάντοτε αἰσθάνεται μιά δυσκολία, ἕνα ζόρι, λέει ὅμως «νά ᾿ναι εὐλογημένο». Καί ἅμα πεῖς «νά ᾿ναι εὐλογημένο» ἔτσι ὅπως πρέπει νά τό πεῖς, τέλειωσε· τέλειωσαν ὅλα. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἡ ψυχή εἶναι τακτοποιημένη καί μπορεῖ νά προχωρήσει, νά κάνει μιά καινούργια ἀρχή.
Πρίν προχωρήσω, θά ἀναφέρω κάτι πού θυμήθηκα. Ἔχω ἕναν ἀνεψιό. Ὅταν ἦταν μικρούλικος, κάθε φορά πού τόν ἔβλεπα, προσπαθοῦσα νά τόν βοηθήσω νά ἀποφεύγει, ὅσο γινόταν, τό κακό καί νά δέχεται τό καλό. Καί τοῦ ἔλεγα καμιά φορά: «Νά, τώρα, ἔτσι πού ἔχεις πεῖσμα, πού θυμώνεις, πού μιλᾶς ἔτσι, εἶναι ὁ διάβολος πού σέ παρακινεῖ. Νά τό ξέρεις. Πάτησέ τον». Καί ἔκανε μιά κίνηση μέ τό πόδι, σάν νά τόν πατοῦσε. Μιά φορά μάλιστα –αὐτό θυμήθηκα τώρα– τά μάγουλά του ἦταν γεμάτα δάκρυα, πού ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του σάν μαργαριτάρια, διότι κάτι συνέβη, ἀλλά πιό πολύ ἔκλαιγε ἀπό πεισματάκι, ὅπως κάνουν συνήθως τά παιδιά. Καί τοῦ λέω: «Πάτα τόν διάβολο». Καί τό παιδί, ἐπειδή εἶχε ἐμπιστοσύνη στά λόγια μου καί ἐπειδή εἶχε συνηθίσει λίγο σ᾿ αὐτό, σήκωσε τό πόδι του καί πραγματικά πάτησε μέ δύναμη λέγοντας «νά, ζιάβολε». Δέν μποροῦσε κάν νά πεῖ «διάβολε»· τόσο μικρό ἦταν.
Καί μοῦ εἶχε κάνει τρομερή ἐντύπωση ὅτι, ἐκεῖνο τό προσωπάκι πού ἦταν τόσο ἐπηρεασμένο ἀπό τό πεισματάκι του, ἀπό τή στενοχώρια του καί γι᾿ αὐτό καί ἔκλαιγε, ἀμέσως φωτίστηκε, ἀμέσως ἔλαμψε· καί πραγματικά καί τά δάκρυά του ἀκόμη ἦταν ἀληθινά μαργαριτάρια. Ναί, μοῦ ἔκανε τρομερή ἐντύπωση τό πόσο τό παιδί ἀμέσως πέρασε σέ ἄλλη κατάσταση, ἀμέσως ἔνιωσε πολύ διαφορετικά, σάν νά λυτρώθηκε. Ὄχι ὅτι λυτρώθηκε ἀπό κάτι ἐξωτερικό, ἀλλά ἀπό ἁλυσίδες πού εἶχε μέσα του, ἀπό κάποια πράγματα πού τόν στενοχωροῦσαν μέσα του. Λυτρώθηκε στή στιγμή καί φωτίστηκε τό προσωπάκι του, καί ἀπό κεῖ πού ἔκλαιγε ἄρχισε νά γελάει, νά γελάει ἔτσι ὄμορφα, ὡραῖα. Δέν θά δυσκολευόμουν νά πῶ ὅτι ἐκείνη τή στιγμή –ἀκριβῶς ἐπειδή πῆρε αὐτή τή στάση καί ἐνήργησε ἔτσι καί τό ἔκανε κατά ἀπόλυτο τρόπο, καθώς εἶχε ἐμπιστοσύνη στά λόγια πού τοῦ ἔλεγα καί ἐκείνη τήν ὥρα καί ἄλλη φορά– τό εἶπε καί τό ἔκανε. Δηλαδή λέγοντας «νά, ζιάβολε» τόν πάτησε πράγματι τόν διάβολο. Καί πατώντας τόν διάβολο, πάτησε καί τό πεισματάκι του, πάτησε καί τήν ὅλη ἀρνητική κατάστασή του. Ὅλα αὐτά τά ἄφησε κατά μέρος, καί ἔτσι λυτρώθηκε ἡ ψυχή του καί ἔνιωθε πολύ ὡραῖα. Κάπως ἔτσι γενικά γίνεται μέ τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο».
Ἔχω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι, ὅποιος θά μάθει στή ζωή του νά λέει τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» ἀνά πᾶσαν στιγμήν, τήν πιό κρίσιμη ὥρα, τήν πιό δύσκολη ὥρα, αὐτός ὁ ἄνθρωπος κάθε τόσο, ἐνῶ θά παγιδεύεται ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ἀπό τό κακό πού εἶναι μέσα του, ἀπό τό κακό πού εἶναι γύρω του, ἀπό τό κακό πού εἶναι ὁ διάβολος, τελικά θά λυτρώνεται. Θά λυτρώνεται ἐντελῶς, θά εἶναι ἐλεύθερος καί θά ζήσει αὐτό τό πράγμα πού λέμε λύτρωση ἐσωτερική, ἐλευθερία ἐσωτερική. Θά ζήσει αὐτό τό πράγμα πού λέμε χαρά πνευματική, ἐσωτερική, θά ζήσει καί θά ζεῖ αὐτή τήν κατάσταση τῆς χάριτος, τῆς λυτρώσεως, τήν κατάσταση τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Θεοῦ.
{Προσευχή ὑπέρ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου;}
Θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι, ἄν συνηθίσεις νά λές τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο», αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἀπό ὅλα, ἀπό ὅλα, ἀκόμη καί ἀπό τήν προσευχή· μή σᾶς φανεῖ παράξενο. Τό νά προσευχηθεῖς δέν εἶναι, ξέρετε, πολύ δύσκολο. Εἶναι βέβαια· ὁπωσδήποτε εἶναι. Δέν χωράει ἀμφιβολία ὅτι ὅποιος μάθει νά προσεύχεται, αὐτός τά ἔμαθε ὅλα. Μποροῦμε νά ποῦμε ὅμως ὅτι ἀπό μιά πλευρά δέν εἶναι καί τόσο δύσκολο νά προσεύχεται κανείς, δεδομένου ὅτι καμιά φορά ἡ προσευχή μας εἶναι ὑπέρ –μήν παραξενευτεῖτε γιά ὅσα θά πῶ– ὑπέρ αὐτοῦ τοῦ πράγματος τό ὁποῖο εἶναι μιά ἀντίσταση μέσα στόν ἄνθρωπο καί τό ὁποῖο πρέπει νά φύγει. Ναί, εἶναι ἐνδεχόμενο νά προσεύχεται κανείς κατά τέτοιον τρόπο, σάν νά διατηρεῖ αὐτή τήν ἀντίδραση πού εἶναι μέσα του, σάν νά τρέφει αὐτή τήν ἀρνητική κατάσταση.
Ἔχω πεῖ ἀρκετές φορές ὅτι μπορεῖ νά ἐξομολογεῖται κανείς χάριν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ νά κοινωνεῖ χάριν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, μπορεῖ, ἀκόμη, νά προσεύχεται χάριν τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι δύσκολο, πέρα ἀπό ὁποιαδήποτε ἄλλη προσευχή, νά λές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Βέβαια, τό ὅλο ζόρισμα ἐδῶ θά εἶναι ὅτι θά δυσκολεύεσαι νά τό πεῖς καί νά τό ξαναπεῖς, καί κάνεις μιά προσπάθεια. Ἀλλά ὅμως δέν στριμώχνεται ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, ὅπως στριμώχνεται μέ τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο», μέ τό νά πεῖ κανείς «νά ᾿ναι εὐλογημένο».
Καί θά σᾶς φέρω ἀμέσως ἕνα πιό χτυπητό παράδειγμα. Ἄς ποῦμε, εἶσαι ἄρρωστος ἤ ἔχεις ἕνα πρόβλημα ἤ ἔχεις ἕναν δικό σου ἄνθρωπο ἄρρωστο ἤ ἔχεις ἕνα πρόβλημα ἀπό τόν δικό σου ἄνθρωπο. Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις μάλιστα τό ἴδιο τό γεγονός αὐτό συντελεῖ στό νά προσεύχεσαι, νά προσεύχεσαι θερμά, ἐπίμονα, νά προσεύχεσαι μέ τήν καρδιά σου. Προσεύχεσαι λοιπόν καί θέλεις νά γίνεις καλά, προσεύχεσαι καί θέλεις νά γίνει καλά ὁ ἄνθρωπός σου, προσεύχεσαι καί θέλεις νά λυθεῖ τό πρόβλημά σου, νά λυθεῖ τό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου σου. Καλό εἶναι αὐτό, δέν εἶναι κακό νά τό κάνει κανείς. Ἴσα-ἴσα, νά τό κάνει μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς του. Ὅμως, ἄν προσέξετε, ἔχει τό πράγμα μιά ἰδιοτέλεια. Τί σημαίνει ἰδιοτέλεια; Τελικά, νά, θέλουμε νά γίνει αὐτό πού θέλουμε. Καί ξέρετε, ὅταν κάτι ἔχει ἰδιοτέλεια, εὔκολα γίνεται, δέν ἔχει πολύ ζόρι.
Ἄν ὅμως αὐτή τήν κρίσιμη ὥρα προσευχηθεῖς καί πεῖς ὅ,τι ἔχεις νά πεῖς στόν Θεό γιά τό πρόβλημά σου, γιά τή δυσκολία πού περνᾶς, ἀλλά τελικά σφίξεις τήν καρδιά σου, ἐπιστρατεύσεις τίς δυνάμεις σου, σταθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ ὅλη τήν ἀγάπη σου, μέ ὅλη τήν ὑπακοή σου –μέ ὅλη τή συναίσθηση ὅτι ἐσύ εἶσαι τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ἀπό πάνω εἶναι ὁ Θεός– καί πεῖς: «Ὅμως, Θεέ μου, νά γίνει ὅπως θέλεις ἐσύ. Νά ᾿ναι εὐλογημενο», αὐτό εἶναι δύσκολο.
Γνωρίζω πάρα πολλούς, καί ἐδῶ καί στήν Ἑλλάδα καί παντοῦ, ὅπου κι ἄν ἔχω πάει, οἱ ὁποῖοι κάνουν καυτές, θερμές προσευχές γιά νά λυθοῦν κάποια προβλήματά τους, ὅπως εἴπαμε, ἀλλά γνωρίζω λίγους, θά ἔλεγα –γιατί εἶναι πάρα πολύ δύσκολο– οἱ ὁποῖοι ἔχουν τό κουράγιο, κάθε φορά πού ζορίζονται, πού δυσκολεύονται, νά ποῦν ἀκριβῶς αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος τρεῖς φορές ἐκεῖ στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο· πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ (Ματθ. 26, 39).
{«… ὅμως, Θεέ μου, ἄς γίνει τό θέλημά σου»}
Στό σημεῖο αὐτό νά ἀναφερθοῦμε στόν Κύριο. Ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος, ἀλλά ἀναμάρτητος ἄνθρωπος, δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τόν θάνατο. Ὁ ἁμαρτωλός εἶναι γιά τόν θάνατο· ὁ ἀναμάρτητος δέν εἶναι γιά τόν θάνατο, εἶναι γιά τήν ἀθανασία. Γι᾿ αὐτό δέν εἶχε καμιά ἐξουσία ὁ θάνατος πάνω στόν Χριστό, τόν ἀναμάρτητο ὡς ἄνθρωπο. Καί ἔτσι φυσιολογικότατα ζητάει ἀπό τόν Πατέρα του νά ἀποφύγει αὐτό τό πικρό ποτήρι. Ἄν δέν τό ἔλεγε αὐτό ὁ Χριστός, θά μπορούσαμε νά ἀμφιβάλλουμε: «Ἦταν ἤ δέν ἦταν ἄνθρωπος; Ἦταν ἤ δέν ἦταν ἀναμάρτητος;» Δέν τό εἶπε τυχαῖα λοιπόν αὐτό.
Κατ᾿ ἀρχήν τό νιώθει καί τό λέει ἔτσι, γιατί ὁ Χριστός ζοῦσε ὡς ἄνθρωπος. Δέν ἔκανε τόν ἄνθρωπο· ἦταν ἄνθρωπος. Ἀλλά τό λέει ἐπιπλέον, γιά νά τό ἀκούσουμε καί ἐμεῖς. Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο. Καί σήμαινε αὐτό: «Ἄν εἶναι δυνατόν, Πάτερ, νά μή σταυρωθῶ»· αὐτό σήμαινε σέ τελευταία ἀνάλυση. Ὅμως εἶπε στή συνέχεια: Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. «Ὅμως ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ· ὅπως θέλεις ἐσύ». Καί γνωρίζουμε ὅτι τελικά δέν ἔγινε αὐτό πού ζητοῦσε ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος, καί πού εἶχε κάθε δικαίωμα νά τό ζητάει· ἀλλά ὥς ἐκεῖ ὅμως, ἁπλῶς νά τό ζητάει, νά τό πεῖ. Ἔπρεπε νά πεῖ καί τή συνέχεια, ὅπως καί εἶπε: Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. Καί τελικά ἔγινε αὐτό πού ἤθελε ὁ Πατέρας, ὄχι αὐτό πού ἤθελε ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐδῶ βλέπουμε στήν πράξη αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: Οὐ ποιῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός. Ὅπως εἴπαμε, τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀναμάρτητο. Δέν εἶναι κάτι ἁμαρτωλό, ὥστε νά ποῦμε ὅτι ἀφήνει τό ἁμαρτωλό, γιά νά κάνει τό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι. Καί τό ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀναμάρτητο, ὅμως εἶναι τό ἀνθρώπινο θέλημα, τό ὁποῖο πρέπει νά ὑποταχθεῖ στό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Καί τό βλέπουμε αὐτό ἐκεῖ στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καί στό ὅτι τελικά δέχθηκε τόν Σταυρό καί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ (Φιλιπ. 2, 8).
Αὐτό λοιπόν πού ἔκανε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶπε: Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο· πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ, αὐτό καλεῖται νά κάνει ὁ κάθε χριστιανός πού θέλει νά εἶναι μιμητής τοῦ Χριστοῦ, πού θέλει νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό καί νά ζήσει σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ναί, αὐτό πρέπει νά κάνει. Νά πεῖ τό ἕνα, νά πεῖ ὅμως καί τό ἄλλο. Νομίζω σᾶς ἔλεγα καί ἄλλη φορά ὅτι μέ ρωτοῦν διάφοροι στήν Ἑλλάδα: «Μπορῶ νά ζητῶ ἀπό τόν Θεό τοῦτο; Μπορῶ νά ζητῶ ἐκεῖνο;» «Νά ζητᾶς, λέω, ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι θέλεις, μή διστάζεις καθόλου, ἀρκεῖ στό τέλος νά λές μέ ὅλη σου τήν καρδιά, προθυμότατα-προθυμότατα: Πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. Ὅμως, Θεέ μου, ἄς γίνει τό θέλημά σου». Καί νά εἶναι κανείς ἀποφασισμένος νά δεχθεῖ ὅ,τι ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Προσέξτε. Καί ἐδῶ πάλι μπορεῖ νά περάσει μιά κάποια, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ –ἄς μή χρησιμοποιήσω τή λέξη πονηριά– μιά κάποια ἰδιοτέλεια: «Στάσου νά πῶ στόν Θεό ῾῾ἄς γίνει τό θέλημά σου, Θεέ μου᾿᾿, ἀλλά μέ τήν κρυφή ἐλπίδα μήπως ἔτσι τόν πείσω νά γίνει τελικά πάλι τό θέλημά μου». Ὄχι. Ὄχι ἔτσι.
{«Νά ᾿ναι εὐλογημένο»: ἡ φράση πού λύνει ὅλα τά προβλήματα}
Ἐπανέρχομαι λοιπόν. Τήν ὥρα πού λέει κανείς «νά ᾿ναι εὐλογημένο» πηγαίνει πιό πέρα ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ἀκόμη καί ἀπό τήν προσευχή. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει μάθει ὅλη του ἡ ζωή νά εἶναι σάν νά λέει «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου», αὐτός συνέχεια προσεύχεται, συνέχεια εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὑπακούει στόν Θεό, ἀνταποκρίνεται στόν Θεό· συνέχεια δηλαδή ἀποθνήσκει ὡς πρός τόν ἑαυτό του, συνέχεια ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του καί ἀκολουθεῖ τόν Κύριο, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου: Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι (Ματθ. 16, 24).
Δέν ξέρω πόσο θά γίνω κατανοητός, πόσο θά βροῦν αὐτά τά φτωχά λόγια μου ἀπήχηση στίς ψυχές σας, ἀλλά ταπεινά φρονῶ, ἀπό τή λίγη πείρα πού ἔχω, ὅτι, ὅποιος θά ἔχει τό κουράγιο νά τό δεχθεῖ αὐτό, νά τό καταλάβει, νά τό βάλει μέσα στήν καρδιά του, νά γίνει στό ἑξῆς ζωή του αὐτό τό πράγμα καί νά παραδοθεῖ καί νά ἀφήσει ἔτσι τόν ἑαυτό του στόν Θεό, αὐτός ἔλυσε ὅλα τά προβλήματα. Νά τό ξέρετε. Ἔλυσε ὅλα τά προβλήματα. Καί αὐτή ἡ λύση εἶναι μέσα στήν ψυχή του· δηλαδή λυτρώνεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερώνεται, πανηγυρίζει, ἄσχετα σέ ποιά κατάσταση εἶναι. Δέν λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Ὑπερπερισσεύομαι τῇ χαρᾷ ἐπί πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν (Β´ Κορ. 7, 4); Θλίψεις, θλίψεις ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλά δέν τόν ἀγγίζουν αὐτές οἱ θλίψεις· ἔχει ὑπερπερισσεύουσα τή χαρά.
Ἔχουμε τούς μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι οὔτε λίγο οὔτε πολύ μαρτυροῦν, καί ὅμως πανηγυρίζουν. Πῶς γίνονται αὐτά; Ἔτσι τυχαῖα γίνονται; Ἤ εἶναι ἁπλῶς ἱστορίες γιά νά τίς διαβάζουμε; Ὄχι, εἶναι ἀλήθειες αὐτά. Στίς τοιχογραφίες μέσα στό Ἱερό ἐδῶ τοῦ ναοῦ σας, μιά ἁγιογραφία μαζί μέ τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο τόν διάκονο, τόν πρῶτο διάκονο καί πρῶτο μάρτυρα, ἔχει καί τόν ἅγιο Λαυρέντιο, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος στή Ρώμη καί συνελήφθη μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο, καί τούς ὁδήγησαν στό μαρτύριο. Τόν ἅγιο Λαυρέντιο τόν ξεγύμνωσαν καί τόν ἔβαλαν ἐπάνω σέ μιά πυρακτωμένη σχάρα. Ὅσο κι ἄν ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τό πιάσουμε, ὅμως εἶναι μιά ἀλήθεια ὅτι γιά τόν ἅγιο Λαυρέντιο σάν νά μή συνέβαινε τίποτε. Καί αὐτό φάνηκε ἀπό τό ἑξῆς: Κάποια στιγμή λέει στούς δημίους πού τόν ἔβαλαν στή σχάρα· «Ψήθηκα ἀπό τή μιά πλευρά. Δέν μέ γυρνᾶτε καί ἀπό τήν ἄλλη;» Καί παίζει μέ τή φωτιά. Παίζει, μέ ὅλη τή σημασία τῆς λέξεως. Πῶς γίνονται αὐτά τά πράγματα; Πῶς γίνονται; Στούς ἁγίους λοιπόν δέν βλέπουμε ἴχνος ἰδιοτέλειας, δέν βλέπουμε ἴχνος προσπάθειας νά φροντίσουν γιά τόν ἑαυτό τους, νά τακτοποιήσουν, μέ τήν ἔννοια νά βολέψουν, τόν ἑαυτό τους· αὐτό τό ὁποῖο παρατηροῦμε σ᾿ ἐμᾶς.
{Γιατί τελικά ἡ ζωή μας δέν ἔχει ἄρωμα χριστιανικό;}
Ἐγώ προσωπικῶς δέν ἔχω παράπονο. Δόξα τῷ Θεῷ, πάρα πολλοί ἄνθρωποι θρησκεύουν σήμερα· πάρα πολλοί. Καί ἐννοῶ ἐδῶ τούς καλούς χριστιανούς, καί στήν Ἕλλάδα καί στήν Κύπρο καί ὅπου ἀλλοῦ. Δέν ἐννοῶ ἁπλῶς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τούς θεωροῦν χριστιανούς καί ἡ ταυτότητά τους γράφει «χριστιανός ὀρθόδοξος» ἀλλά κατά τά ἄλλα εἶναι ἀδιάφοροι. Ὄχι, παίρνω τούς καλούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάρα πολλοί. Ἀλλά σᾶς παρακαλῶ πολύ νά προσέξετε τό ἑξῆς (ὑποθέτω ὅτι εἶμαι κοντά στήν ἀλήθεια λέγοντας αὐτά). Καί στήν Ἑλλάδα τό βλέπουμε καί σ᾿ ἐσᾶς ἐδῶ τό βλέπει κανείς, ὅτι ἡ ὅλη θρησκευτική μας ζωή ἔχει αὐτόν τόν χαρακτήρα: τελικά σάν νά χρησιμοποιοῦμε τόν Θεό. Πιστεύουμε βέβαια στόν Θεό, καταφεύγουμε στόν Θεό, προσευχόμαστε, δείχνουμε μιά εὐλάβεια, ἕναν σεβασμό στόν Θεό, εἴμαστε πρόθυμοι νά κάνουμε καί τοῦτο, νά κάνουμε καί ἐκεῖνο, ἀκριβῶς γιά νά δείξουμε τήν πίστη μας, τήν ἐλπίδα μας στόν Θεό, ἀλλά τελικά ὅμως δέν παίρνουμε αὐτή τή στάση: «Θεέ μου, ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου. Ἐσύ τά ξέρεις ὅλα, ἐσύ τά μπορεῖς ὅλα. Ἐσύ τά ἔχεις ὅλα στά χέρια σου καί ξέρεις τί θά γίνει, τί δέν θά γίνει καί πότε θά γίνει τό καθετί. Ἐγώ παραδίδομαι σ᾿ ἐσένα ἄνευ ὅρων. Ὅ,τι θέλεις ἐσύ, Θεέ μου, νά ᾿ναι εὐλογημένο».
Δέν κάνουμε ἔτσι. Ὄχι. Ὅλοι κάνουμε κάποιους λογαριασμούς, κάποιους ὑπολογισμούς, ὅλοι –πάντοτε ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, καί μακάρι ὅλοι νά ἐξαιρούμαστε· μακάρι καί ἐγώ νά κάνω λάθος καί τά λόγια μου αὐτά νά λέγονται στόν βρόντο, ἀλλά φοβοῦμαι ὅτι δέν εἶναι ἔτσι– ὅλοι βαθιά μέσα μας ἔχουμε κάποια ἰδιοτέλεια. Δηλαδή ναί μέν πηγαίνουμε στόν Θεό, ζητοῦμε τόν Θεό, ἀλλά σάν νά θέλουμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε γιά νά μᾶς βολέψει, νά πάει μέ τά νερά μας, τελικά νά συμφωνήσει ἐκεῖνος μέ τό θέλημά μας, σέ τελευταία ἀνάλυση νά μᾶς ὑπηρετήσει: νά λύσει τά προβλήματά μας, νά τακτοποιήσει τά θέματά μας. Ὄχι, ἐπαναλαμβάνω, ὅτι δέν θά φροντίσει ὁ Θεός γι᾿ αὐτά, ὄχι ὅτι δέν θά τοῦ τά λέμε αὐτά· ὄχι. Θά τοῦ τά παρουσιάζουμε ὅλα, ἀλλά τελικά ὅμως πρέπει νά καταλήγουμε ἔτσι: «Ἐσύ, Θεέ μου, ξέρεις πότε θά γίνει αὐτό, πότε θά τό κάνεις· ἐσύ ξέρεις πῶς θά γίνει αὐτό, πῶς θά τό κάνεις, μέ ποιόν τρόπο. Ἐγώ ἐμπιστεύομαι τόν ἑαυτό μου σ᾿ ἐσένα». Ἀλλιῶς, πηγαίνουμε στόν Θεό τελικά, γιά νά μᾶς βολέψει. Τέτοια θρησκευτικότητα ἔχουμε σήμερα!
Καί δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό. Προσέξτε. Πρέπει νά καθίσουμε κάτω καί νά ψάξουμε νά δοῦμε γιατί, ἐνῶ εἴμαστε τόσα χρόνια χριστιανοί –ἐπαναλαμβάνω, ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου τούς καλούς χριστιανούς καί στήν Κύπρο καί στήν Ἑλλάδα– ἐνῶ τόσα χρόνια διαβάζουμε πολλά πράγματα, τόσα χρόνια κάνουμε καί ἕναν κάποιο ἀγώνα, γιατί τελικά ἡ ζωή μας δέν ἔχει ἄρωμα ἁγιότητος, ἄρωμα τέτοιο πού εἶχε ἡ ζωή τῶν ἁγίων; Μπορεῖ μερικές φορές νά εἴμαστε καλοί στή συμπεριφορά μας, νά κάνουμε ἔστω μερικές καλές πράξεις –νά ἐξυπηρετήσουμε κάποιους ἀνθρώπους, νά κάνουμε μιά κάποια φιλανθρωπία– ἀλλά τελικά ἡ ὅλη ζωή μας δέν εἶναι ζωή πού δείχνει ὅτι μπήκαμε στόν δρόμο τῆς ἁγιότητος· πού ἐκεῖ θέλει νά μᾶς βάλει ὅλους ὁ Θεός. Ὑποθέτω ὅτι ὀφείλεται σ᾿ αὐτό, στό ὅτι ἔχει ἰδιοτελή χαρακτήρα ἡ ὅλη προσπάθειά μας. Δηλαδή τά θέλουμε τά πράγματα ὅπως ἐμεῖς τά νομίζουμε, ὅπως ἐμεῖς θά τά θέλαμε, ὅπως μᾶς βολεύουν, καί πολύ λίγο ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό μέ αὐτή τή διάθεση, μέ αὐτό τό δόσιμο, μέ αὐτή τήν ἀφοσίωση· νά τά ἀφήνουμε ὅλα στόν Θεό λέγοντας: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Ὅπως θέλεις ἐσύ».
{Ὅταν ὁ Θεός ἐπιτρέψει αὐτό πού δέν περίμενες ποτέ…}
Στούς μάρτυρες, καί γενικά στούς ἁγίους, δέν βλέπουμε καθόλου τό πνεῦμα αὐτό τό δικό μας, τή δική μας νοοτροπία: νά πιστεύουν στόν Θεό, νά ἐλπίζουν στόν Θεό, νά προσεύχονται, νά κάνουν ὅ,τι κάνουν, ἀλλά γιά νά τούς βολέψει. Ὄχι. Παραδομένοι στόν Θεό, στό θέλημά του, στή χάρη του, στήν ὅλη ἐμπιστοσύνη πού ἔχουν στόν Θεό, τόν ἀφήνουν νά ἐνεργήσει ὅπως ἐκεῖνος θέλει. Γιατί, ἐδῶ πού τά λέμε, ἄν δέν μᾶς φτιάξει ὁ Θεός ὅπως θέλει αὐτός νά μᾶς φτιάξει, δέν μποροῦμε νά γίνουμε χριστιανοί. Δέν θά γίνουμε χριστιανοί ἁπλῶς μέ τό νά προσπαθήσουμε ἐμεῖς νά φτιάξουμε τόν ἑαυτό μας, ὅσο κι ἄν πιστεύουμε στόν Θεό, ὅσο κι ἄν ἔχουμε ὁρισμένα πράγματα ὑπ᾿ ὄψιν μας καί κάνουμε ἕναν κάποιο ἀγώνα. Δέν γίνεται ἔτσι. Ἄν σωζόταν ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς μέ τίς δικές του προσπάθειες, ἄν ἁγιαζόταν μέ τίς δικές του δυνάμεις, ἄν τακτοποιοῦνταν τό ὅλο θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἁπλῶς μέ τήν καλή διάθεση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου, δέν θά ἐρχόταν ὁ Χριστός στή γῆ, δέν θά ἵδρυε τήν Ἐκκλησία, δέν θά ἔδιδε τό Ἅγιό του Πνεῦμα νά εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία οὔτε θά μᾶς ἄφηνε τά μυστήρια, πού ἐκεῖ μέσα βρίσκουμε τή χάρη. Ὄχι πάλι γιά νά τακτοποιήσουμε τά θέματά μας ἤ ἁπλῶς γιά νά εἴμαστε συνεπεῖς πρός τά πνευματικά μας καθήκοντα, ὅπως λέμε, ἀλλά γιά νά ἀνοίξει ἡ ψυχή μας, νά παραδοθεῖ στόν Θεό, καί νά ἔρθει ἡ χάρη μέσα μας νά μᾶς ἀναλάβει, χωρίς νά ἐμποδίζεται ἤ νά δυσκολεύεται ἀπό ἐμᾶς.
Πόσοι θά μπορούσαμε πράγματι αὐτή τήν ὥρα εἰλικρινά, τίμια νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά ποῦμε: «Κύριέ μου, ἐσύ γνωρίζεις ὅτι δέν θέλω τίποτε ἄλλο. Τό μόνο πού θέλω: ἀνάλαβέ με ἐσύ καί κάνε με ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι κι ἄν μοῦ στοιχίσει». Δέν ξέρω πόσοι θά τό λέγαμε. Ἀλλά καί αὐτό δέν εἶναι πολύ δύσκολο νά λεχθεῖ. Τό δύσκολο εἶναι, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα καί σέ ταρακουνήσει ὁ Θεός καί ἐπιτρέψει… –δέν ξέρω τί θά ἐπιτρέψει· αὐτό πού δέν περίμενες ποτέ– νά πεῖς «νά ᾿ναι εὐλογημένο». Θά τό πεῖς τότε; Ἀπό ὅ,τι ἔχω καταλάβει ἐγώ, καί πιστεύω ὅτι καί ἐσεῖς τό ἔχετε καταλάβει, γιά τόν καθένα μας ὁ Θεός θά ἐπιτρέψει ἐκεῖνο πού δέν τό περιμέναμε.
Ἀπό τό πάρε δῶσε πού ἔχω μέ τούς ἀνθρώπους διαπιστώνω ὅτι σχεδόν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λένε: «Ἄν ἦταν μόνο αὐτό, ἄν ἦταν μόνο ἐκεῖνο… Ἀλλά εἶναι καί τοῦτο». Ἐκεῖνο τό «ἀλλά» πού βάζει κανείς ἐκεῖ, τά χαλάει. Καί τό ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Νομίζουμε δηλαδή ὅτι, ἄν ὁ Θεός εἶχε ἐπιτρέψει νά σηκώσουμε τοῦτο, ἐκεῖνο, τό ἄλλο, θά μπορούσαμε νά τά σηκώσουμε, ἀλλά, νά, ἐπέτρεψε καί κάτι ἀκόμη, καί αὐτό εἶναι ἀσήκωτο. Ἐκεῖνο λοιπόν πού νομίζεις ἐσύ ὅτι δέν τό ἀντέχεις, ἐκεῖνο ἀκριβῶς θά κληθεῖς νά σηκώσεις.
Δέν μᾶς ρωτάει ὁ Θεός. Ἄν μᾶς ρωτοῦσε, δέν θά σηκώναμε τίποτε. Θά τοῦ λέγαμε: «Νά, αὐτό θέλω, ἐκεῖνο θέλω, αὐτό μπορῶ, ἐκεῖνο δέν μπορῶ». Ὄχι. Ἐδῶ εἶναι αὐτό πού λέμε, νά τό ἀφήσουμε στόν Θεό, ὥστε ὁ Θεός νά ἀφήσει νά πέσει ἐπάνω μας ὅ,τι αὐτός κρίνει –ξέρει ὁ Θεός– καί σ᾿ ἐμᾶς ἐκεῖνο πού μένει εἶναι νά ποῦμε: «Ἄχ, Θεέ μου, βλέπεις ἐσύ καλύτερα πόσο μέ ζορίζει αὐτό, πόσο μέ πιέζει, πόσο μοῦ φαίνεται ἀσήκωτο. Βλέπεις, Θεέ μου, ὅτι δυσκολεύομαι νά τό πιῶ τό ποτήρι αὐτό» –ὁ καθένας θά ἔρθει ὥρα πού θά τό πεῖ αὐτό– «ἀλλά νά ᾿ναι εὐλογημένο. Νά ᾿ναι εὐλογημένο. Ἀφοῦ ἐσύ τό θέλεις ἔτσι, ἀφοῦ ἐσύ τό ζητᾶς ἔτσι, νά ᾿ναι εὐλογημένο. Νά γίνει ὅπως θέλεις ἐσύ».
{Ἀπό αὐτή τή στιγμή κιόλας νά ἀρχίσουμε ἔτσι νά ζοῦμε}
Ἄν ὁ ἄνθρωπος τήν πιό κρίσιμη ὥρα, τήν πιό δύσκολη ὥρα –τότε πού νομίζει ὅτι τοῦ συνέβη κάτι πού δέν τό περίμενε ποτέ νά συμβεῖ– ἄν ἐκείνη τήν ὥρα πεῖ: «Θεέ μου, νά ᾿ναι εὐλογημένο», καί τό πεῖ μέ διάθεση ταπεινώσεως, μέ διάθεση ὑπακοῆς, μέ ἀγάπη ὅπως οἱ μάρτυρες, τόν ἐπισκέπτεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ μάρτυρες δέν σήκωναν τό μαρτύριο μοιρολατρικά σάν νά ἔλεγαν: «Ἔ, τί νά κάνουμε; Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ θά σηκώσουμε τό μαρτύριο». Ὄχι. Εἶχε φθάσει τό πράγμα σέ τέτοιο σημεῖο, πού ὅλοι τους ποθοῦσαν τό μαρτύριο, ὅλοι τους ἔλεγαν πότε νά ἔρθει ἡ ὥρα νά μαρτυρήσουν, πότε νά ἔρθει ἡ ὥρα νά πέσουν ὅλα τά φοβερά πράγματα ἐπάνω τους. Καί αὐτό, διότι ὁ ἄνθρωπος μεθάει ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν πιάνει μιά «τρέλα», ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, ἀπό τήν ἐπίσκεψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν ἐπίσκεψη τῆς ἕλξεως αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, καί νιώθει ὅτι ὅλα, ὅλα εἶναι ἕνα τίποτε· μόνο ὁ Θεός μένει, καί ἡ ὁρμή αὐτή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό.
Ὅταν θά μάθει κανείς νά παίρνει μιά τέτοια στάση, ὅταν θά φθάσει σ᾿ αὐτό τό σημεῖο νά παίρνει μιά τέτοια στάση, ὅπως καταλαβαίνετε, ἡ ψυχή του εἶναι συνεχῶς προσευχόμενη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί κάνει ἀληθινή προσευχή κανείς. Αὐτή ἡ ψυχή ἀγαπᾶ τόν Θεό, πιστεύει στόν Θεό, ἐλπίζει στόν Θεό, πορεύεται πρός τόν Θεό. Αὐτή ἡ ψυχή θά κάνει πέρα καί τοῦτο καί τό ἄλλο καί τό ἄλλο· ὅλα. Μέσα σ᾿ αὐτό, στή διάθεση πού ἔχει κανείς νά λέει μέ αὐτή τήν ἔννοια τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο», εἶναι ὅλα· ὅλες οἱ προσπάθειες γιά ἀρετή.
Ὅποιος λοιπόν θά μάθει αὐτό τό μάθημα, νομίζω εἶναι λίγο νά ποῦμε ὅτι ἔλυσε τά προβλήματά του, ὅτι λυτρώθηκε. Γιατί ὅλα αὐτά εἶναι λέξεις. Ἐκεῖνο πού θά εἶναι πιό σωστό νά πῶ, καί τό ὁποῖο, ὅσο κι ἄν τό ποῦμε, ὅσο κι ἄν τό φαντασθοῦμε, δέν μποροῦμε νά τό πιάσουμε –μόνο ὅταν ἔρθει αὐτή ἡ ὥρα– εἶναι ὅτι αἰσθάνεται κανείς πώς μπαίνει πλέον σ᾿ αὐτή τήν ἄλλη ζωή πού φανέρωσε ὁ Χριστός. Αἰσθάνεται κανείς ὅτι ὄντως εἶναι κοινωνός μέ τόν Κύριο, μέ τόν σταυρωθέντα καί τόν ἀναστάντα Κύριο. Ὄντως κανείς αἰσθάνεται ὅτι τόν ἀνέλαβε ὁ Θεός, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὄντως αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μέν στή γῆ, ἀλλά κάτι οὐράνιο ὀσφραίνεται. Αὐτά, ὅσο κι ἄν τά ποῦμε, ἐπαναλαμβάνω, δέν ἀρκοῦν, δέν μποροῦν νά μᾶς ποῦν πολλά πράγματα. Ἀλλά ἔρχεται ὥρα πού ὁ καθένας τό ζεῖ αὐτό.
Γι᾿ αὐτό, ἄν ἔγινα κατανοητός, ἄν ὅλα αὐτά πού εἴπαμε ὥς ἐδῶ βρίσκουν ἀπήχηση στήν ψυχή σας, θά παρακαλοῦσα τήν ἀγάπη σας, ἀπό τώρα, ἀπό αὐτή τή στιγμή κιόλας νά ἀρχίσουμε ἔτσι νά σκεπτόμαστε, ἔτσι νά ἐνεργοῦμε, ἔτσι νά ζοῦμε. Μπορεῖ νά μή λέει κανείς τίς λέξεις αὐτές, «νά ᾿ναι εὐλογημένο», καί νά λέει «Δόξα σοι, ὁ Θεός» ἤ νά λέει: «Ὅπως θέλεις, Θεέ μου» ἤ, ὅπως λένε οἱ μοναχοί, «εὐλόγησον». Ἀλλά τό «νά ᾿ναι εὐλογημένο» εἶναι πολύ ζωντανό καί μπορεῖ νά τό πεῖ ὁ καθένας. Καί θά ἔλεγα ὅτι μποροῦμε αὐτό νά τό ἔχουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας καί νά τό χρησιμοποιοῦμε καί νά τό λέμε καί σέ περιπτώσεις πού ἔχουν σχέση μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, καί σέ περιπτώσεις πού ἔχουν σχέση μέ τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κοντά μας, μέσα στήν οἰκογένεια κτλ., καί στίς σχέσεις μας μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί στόν γενικότερο ἀγώνα πού κάνουμε.
{«Γιά μένα δέν ἀνοίγουν οἱ πόρτες»}
Ὑποθέτω ὅτι λίγο πολύ κάθε ἀγωνιζόμενος ἔχει ἕναν καημό μέσα του, ἔχει μιά λαχτάρα, ἕναν πόθο μέσα του: «Ἄχ, Θεέ μου, Θεέ μου, πότε θά φύγουν ἀπό πάνω μου οἱ ἀδυναμίες, τά ἐλαττώματά μου, οἱ ἁμαρτίες μου, ὅλα αὐτά τά πράγματα πού μέ κάνουν νά ἀσχημίζω ἐνώπιόν σου; Πότε θά ἔρθει στήν ψυχή μου ἡ ταπείνωση, ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή, ἡ ἀγάπη; Πότε θά μάθω νά προσεύχομαι;» Ἔχει καημό ὁ καθένας μέσα του. Καί ἐκεῖ πού κάνει μιά προσπάθεια, δέν πάει λίγο καί σκοντάφτει, δέν πάει λίγο καί πέφτει. Ἔβαλε ἀρχή σήμερα τό πρωί καί τό βράδυ διαπιστώνει ὅτι –τί ἔκανε;– πάλι στά ἴδια εἶναι. Τήν ἄλλη μέρα τά ἴδια πάλι. Καί κοντράρεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, συμπιέζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί σάν νά κυριεύεται –ἐκεῖνος, ἐπαναλαμβάνω, πού ἀγωνίζεται τίμια– ἀπό μιά ἀπογοήτευση, ἀπό μιά ἀπελπισία, ἀπό μιά ὀλιγοπιστία.
Κάθε μέρα τό διαπιστώνω ὅλο καί πιό πολύ. Ναί μέν διαβάζουν οἱ ἄνθρωποι τά πατερικά βιβλία, τούς βίους τῶν ἁγίων, βλέπουν ἐκεῖνα τά ὡραῖα πράγματα πού εἶναι γραμμένα ἐκεῖ, τά λιμπίζονται, τά ποθοῦν, τά θέλουν τόσο πολύ, ἀλλά στήν πράξη βλέπουν ὅτι εἶναι μακριά ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις. Καί ἀρχίζουν λίγο-λίγο νά ἀμφιβάλλουν: «Ἄραγε εἶναι ἔτσι τά πράγματα; Ἄραγε ἔγιναν ἔτσι τά πράγματα;» Ἤ, τό λιγότερο, μπορεῖ νά ποῦν: «Κάποτε μπορεῖ νά ἦταν ἔτσι. Κάποτε μπορεῖ ὁ Θεός, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά ἐνεργοῦσε ἔτσι μέσα στούς ἀνθρώπους, ἀλλά τώρα, φαίνεται, μᾶς ἄφησε ὁ Θεός, μᾶς ἐγκατέλειψε. Τώρα δέν γίνονται αὐτά». Καί ὁ ἄνθρωπος παγιδεύεται λίγο-λίγο ὄχι ἁπλῶς ἀπό μιά ἀπογοήτευση, ἀπό μιά αἴσθηση ἀποτυχίας· ὄχι. Γίνεται μιά πεποίθηση μέσα του ὅτι δέν θά γίνει τίποτε μέ αὐτόν.
Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου στήν Ἑλλάδα ψυχές οἱ ὁποῖες εἶναι πνευματικότατες, ἔτσι ὅπως φαίνονται, ἀλλά ἔχουν μέσα τους αὐτή τήν ὀλιγοπιστία. Εἶχα πάρει πρό ἡμερῶν ἕνα σημείωμα ἀπό κάποια ψυχή πού ἔλεγε: «Κατάλαβα πιά ὅτι αὐτά ὅλα εἶναι γιά ὁρισμένους. Ἐμεῖς, κάποιοι ἄλλοι ὁρισμένοι, δέν μποροῦμε νά περιμένουμε, δέν μποροῦμε νά ἐλπίζουμε· δέν γίνονται σ᾿ ἐμᾶς αὐτά».
Θυμᾶμαι, κάτι παρόμοιο μοῦ ἔλεγε ἕνας Ἄγγλος, ὁ Μπάλφουρ, πού εἶχε παίξει καί κάποιον ρόλο στήν Ἑλλάδα τότε μέ τόν Β´ Παγκόσμιο πόλεμο, καί ἔγραψαν πολλά εἰς βάρος του. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, αὐτός ἦταν ἀγγλικανός καί ἔγινε ὀρθόδοξος. Κάποια φορά πού μᾶς ἐπισκέφθηκε, ἔλεγε: «Δέν εἴμαστε ἐμεῖς ὅπως εἶναι ὁ γέρων Σιλουανός –τώρα ἅγιος Σιλουανός· τότε ἀκόμη δέν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ– ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὁ π. Σωφρόνιος πού εἶναι στό Ἔσσεξ, στήν Ἀγγλία. Σ᾿ αὐτούς, μόλις σπρώξουν τήν πόρτα, ἀνοίγει, καί προχωροῦν. Γιά μένα καί γιά ἄλλους δέν ἀνοίγουν οἱ πόρτες». Καί ἀρχίζει σιγά-σιγά ὁ ἄνθρωπος νά πιστεύει κάτι τέτοιο, τό ὁποῖο εἶναι πέρα γιά πέρα πλάνη καί πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο.
{Ἔχεις τή γενναιότητα νά ταπεινωθεῖς;}
Ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο: Καθώς ζορίζεται κανείς καί κυριεύεται ἀπό ἕνα πνεῦμα ἀπογοητεύσεως, διότι τό φέρει βαρέως γιά τό τί εἶναι ὁ ἑαυτός του –δηλαδή, ἐκτίθεται στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, στά μάτια του· ἄλλη ἰδέα εἶχε γιά τόν ἑαυτό του, καί τώρα εἶναι ὑποχρεωμένος νά δεχθεῖ ὅτι ὁ ἑαυτός του εἶναι κάτι ἀλλιώτικο καί ὄχι ἐκεῖνο πού νόμιζε– καί τοῦ στοιχίζει αὐτό τό πράγμα, ἄν θά πεῖ «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Ὅ,τι εἶμαι, εἶμαι. Νά ᾿ναι εὐλογημένο», ἀρχίζει νά λυτρώνεται. Ὁπότε, δέν θίγεται, δέν τό φέρει βαρέως, δέν χολώνεται μέσα του, δέν πικραίνεται.
Μερικές ψυχές εἶναι φαρμακωμένες μέσα τους, ἔχουν πολλή χολή. Καί τί νομίζετε; Τό παράπονο τελικά στρέφεται στόν Θεό, ὅτι τάχα ὁ Θεός δέν τίς προσέχει αὐτές τίς ψυχές, τάχα δέν τίς χαριτώνει, τάχα δέν τίς βοηθάει, τάχα τίς κάνει πέρα, ἐνῶ προσέχει κάποιες ἄλλες. Καί χολώνεται κανείς. Λάθος ὅλα αὐτά.
Ἄν κανείς ἔχει τή γενναιότητα νά ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά πεῖ: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Πέταξέ με ἐμένα», καί νά τό παραδεχθεῖ: «Τό σκύβαλο εἶμαι ἐγώ» –ἐδῶ ἕνας ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε ὅτι εἶναι πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν (Βλ. Α´ Τιμ. 1, 15)– αὐτομάτως παίρνει τήν τελευταία θέση, αὐτομάτως ταπεινώνεται πλήρως, αὐτομάτως, ὅπως εἴπαμε, λυτρώνεται, ἐλευθερώνεται· δέν τόν δαγκάνουν πιά τέτοιες καταστάσεις. (Ἐπιτρέψτε μου νά χρησιμοποιήσω αὐτή τή λέξη. «Δάκνεται», ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.) Καί καθώς ὁ ἄνθρωπος λέει «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου» καί πάλι «νά ᾿ναι εὐλογημένο», βλέπει ὅτι μέρα μέ τήν ἡμέρα ἀνοίγει ὁ δρόμος, μέρα μέ τήν ἡμέρα ἀνοίγει ἡ πόρτα, μέρα μέ τήν ἡμέρα κάτι σπρώχνει τήν ψυχή καί προχωράει. Διότι μέχρι τώρα δέν ἐμπόδιζαν τήν ψυχή οὔτε, ἄν θέλετε, τά πάθη –προσέξτε– οὔτε οἱ ἁμαρτίες. Αὐτά τά τακτοποιεῖ ὁ Θεός. Ὅσες ἁμαρτίες κι ἄν ἔχεις, ὅσα πάθη κι ἄν ἔχεις, θά τά πάρει ὁ Θεός, θά τά ἁρπάξει, θά σέ καθαρίσει τελείως. Οὔτε ἀπό ἄλλα πράγματα ἐμποδίζεται κανείς. Ἐμποδίζεται ἀπό τήν ἄσχημη στάση του, ἀπό τή λαθεμένη στάση του, ἀπό τήν ὑπερήφανη στάση του· ἀπό τό ὅτι δέν θέλει νά ὑποταχθεῖ στόν Θεό καί νά τά ἀφήσει ὅλα στόν Θεό λέγοντας: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Ὅπως θέλεις ἐσύ».
{Μέ αὐτή τήν ἁπλή φράση ἀνασταίνεις τήν ὕπαρξή σου}
Ἔχετε νά κάνετε, ἄς ποῦμε, μέ δικούς σας ἀνθρώπους μέσα στήν οἰκογένεια, καί ὑπάρχουν διάφορα προβλήματα: Ἔχετε νά κάνετε μέ ἕνα παιδί πού δέν σᾶς ἀκούει, πού εἶναι ἔτσι, πού εἶναι ἀλλιῶς, καί σᾶς δημιουργεῖ προβλήματα, ἤ μέ ἕνα παιδί πού εἶναι ἄρρωστο. Ἔχετε νά κάνετε μέ τόν σύζυγό σας ἤ μέ τή σύζυγό σας, μέ τούς γονεῖς σας, μέ τήν κουνιάδα, μέ τόν κουνιάδο, μέ τή νύφη, μέ τόν γαμπρό κτλ. Καί κάθε τόσο ἐπιτρέπει ὁ Θεός πότε τό ἕνα, πότε τό ἄλλο, καί μάλιστα μερικές φορές ἐπιτρέπει ὁ Θεός κατά τέτοιον τρόπο νά ἔρχονται τά βάσανα, οἱ θλίψεις, τά ἐμπόδια, οἱ σουβλιές, ἄς ποῦμε, ἀπό τόν ἕνα καί ἀπό τόν ἄλλο, σάν νά τό κάνει ἐπίτηδες. Καί δέν θά δυσκολευόμουν νά πῶ ὅτι ἐπίτηδες τό κάνει. Ὄχι γιατί θέλει νά μᾶς παιδεύει, νά μᾶς βασανίζει, ἀλλά γιατί αὐτό χρειάζεται γιά τήν ψυχή μας. Ἔχεις τό κουράγιο νά πεῖς: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου»; Εἶναι δύσκολο, διότι αἰσθάνεσαι ὅτι, ἄν τό πεῖς –δηλαδή, ἄν παραδεχθεῖς ὅτι σοῦ χρειάζεται καί τοῦτο καί ἐκεῖνο καί τό ἄλλο καί τό ἄλλο· ὅλα αὐτά πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός– ὤ, τότε σημαίνει πώς παραδέχεσαι ὅτι εἶσαι ὁ χειρότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
Ἐάν λοιπόν σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση πεῖ κανείς: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου, νά ᾿ναι εὐλογημένο», ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅπως εἴπαμε, σάν νά πεθαίνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά αὐτομάτως ἀνασταίνεται· ἀκριβῶς ὅπως εἶπε ὁ Κύριος: Ὅστις ταπεινώσει ἑαυτόν ὑψωθήσεται (Ματθ. 23, 12). Αὐτομάτως λυτρώνεται, αὐτομάτως μπαίνει στή σφαίρα ἐκείνη τήν ἄλλη καί νιώθει κανείς πλέον ὅτι εἶναι μέ τόν Θεό. Ὁ μάρτυς ἦταν ἐπάνω στή φωτιά καί ψηνόταν, ἀλλά ἦταν μέ τόν Θεό. Δέν ἔχει σημασία ἄν ψηνόταν ἤ δέν ψηνόταν. Δέν ἔχει σημασία ἄν τόν ἔβαζαν στόν τροχό ἤ ἄν τόν ἔγδερναν. Τά λέμε βέβαια ἐμεῖς αὐτά, ἀλλά πιό πολύ σάν ἱστορίες τά διαβάζουμε ἤ τά ἀκοῦμε, ἐνῶ εἶναι ἀλήθειες. Δέν τόν ἀπασχολοῦσε αὐτό, πόσο παιδεύεται, πόσο δέν παιδεύεται, πόσο θά μαρτυρήσει, πόσο δέν θά μαρτυρήσει. Ἐκεῖνο πού τόν ἐνδιέφερε ἦταν νά μή χάσει τόν Χριστό. Ἐκεῖνο ἦταν ὅλο τό θέμα. Καί παρέδιδε τόν ἑαυτό του μέ ὅλη του τήν καρδιά στόν Χριστό λέγοντας «νά ᾿ναι εὐλογημένο».
Τό ἴδιο λοιπόν νά ποῦμε καί ἐμεῖς, καί ὅταν μᾶς πειράζει ὁ διάβολος, καί ὅταν μᾶς πειράζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, καί ὅταν πέφτουν ἐπάνω μας ὅλα αὐτά τά πράγματα πού ἔχουμε νά συναντήσουμε στή ζωή μας. «Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Δέν ξέρω ἐσεῖς πόσο τό ἔχετε δοκιμάσει. Ἄς ποῦμε, εἶσαι κάποια ὥρα ἕτοιμος νά ἐκραγεῖς. Ἔρχονται τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου –τοῦτο, ἐκεῖνο, τό ἄλλο– ὅπως εἴπαμε, σάν κάποιος ἐπίτηδες νά τά βάζει ἐπάνω σου. Καί σάν νά μή φθάνουν αὐτά, ἔρχεται καί τό τελευταῖο καρφί· κάτι παρουσιάζεται πάλι. Ὅπως λένε οἱ ἄνθρωποι: «Ἀκόμη αὐτό μᾶς ἔλειπε». Καί εἶναι κανείς ἕτοιμος νά ἐκραγεῖ. Ἐσύ λοιπόν ἐκείνη τήν ὥρα, ὅσο πιό ζόρικα εἶναι τά πράγματα, ὅσο βλέπεις ὅτι σάν ἐπίτηδες κάποιος νά τά φέρνει τό ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου καί νά τά βάζει ἐπάνω σου, τόσο πιό ἕτοιμος νά εἶσαι μέσα σου καί τόσο πιό πολλή διάθεση νά ἔχεις νά πεῖς «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου», ἀλλά καί νά τό ἐφαρμόζεις στήν πράξη.
Μέ αὐτή τήν ἁπλή φράση, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ἀνασταίνεις τήν ψυχή σου, ἀνασταίνεις τήν ὕπαρξή σου. Μέ αὐτή τήν ἁπλή φράση πεθαίνεις. (Δέν τό κάνεις ἐσύ· ἐσύ ἁπλῶς λές τή φράση καί τοποθετεῖσαι ἀνάλογα· τό ὅλο ἔργο τό κάνει ὁ Χριστός.) Ὄντως πεθαίνεις μέ τόν Χριστό καί ὄντως ἀνασταίνεσαι. Μέ τό νά μή λές «νά ᾿ναι εὐλογημένο», μέ τό νά μή σηκώνεις αὐτό πού ἐπιτρέπει ὁ Θεός, μέ τό νά μήν παραδίδεσαι στόν Θεό, εἶναι σάν νά θέλεις νά μήν πεθάνεις· σάν νά θέλεις νά ζήσεις. Καί εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Κύριος: Ὅς ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν (Μάρκ. 8, 35). Ἐκεῖνος πού θέλει νά σώσει τή ζωή του, θά τή χάσει. Καί ὅλος ὁ καημός καί ὅλη ἡ φροντίδα ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι νά μήν πάθουν τίποτε –εἴτε πνευματικά τό πάρουμε εἴτε σωματικά. Καί τελικά χάνεις τήν ψυχή σου. Ὅς ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Ναί, τά πράγματα δέν εἶναι ἀστεῖα. Ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, περιθωριακά, μπορεῖ νά εἴμαστε χριστιανοί μέ τό νά κάνουμε καμιά ψευτοπροσευχή: «Θεέ μου, πάρε αὐτό, πάρε ἐκεῖνο, διόρθωσε αὐτό, διόρθωσε ἐκεῖνο, δῶσε μας τοῦτο, δῶσε μας τό ἄλλο». Δέν εἶναι αὐτά σωστή σχέση μέ τόν Θεό. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι νά φθάσουμε ἐδῶ, σ᾿ αὐτό τό σημεῖο: «Γιά τήν ἀγάπη σου, Χριστέ μου, πρόθυμα νά πεθάνω. Γιά τήν ἀγάπη σου, νά ᾿ναι εὐλογημένο, ἔτσι νά γίνει». Καί νά δεχθοῦμε τόν θάνατο αὐτό πού ξέρει ὁ Κύριος νά φέρει μέσα μας –πεθαίνουμε δηλαδή μέ τόν Χριστό. Καί, ὤ τοῦ θαύματος, τήν ὥρα ἀκριβῶς πού πεθαίνει κανείς, ἐκείνη τήν ὥρα ἀνασταίνεται.
{«Θάλασσα τά ἔκανα»}
Πέρασε ἡ ὥρα· θά σταματήσω. Νομίζω ὅτι δέν χρειάζεται νά πῶ ἄλλα. Μαζί μέ ὅλα αὐτά μπορεῖ κανείς νά σκεφθεῖ καί πολλά ἄλλα. Καί, ἄν θέλετε, νά ὑποβάλετε κάποιες ἐρωτήσεις, γιά νά διευκρινίσουμε καλύτερα μερικά πράγματα. Πάντως τά εἶπα μέ πάρα πολλή ἀγάπη. Καί ἄν τυχόν φάνηκα σκληρός, πιό πολύ μέ τόν ἑαυτό μου ἤμουν σκληρός. Αὐτά ὅλα, μόνο ἄν ἀγαπᾶ κανείς, τά λέει. Ἀλλιῶς, δέν λέγονται. Δέν ἔχεις τό κουράγιο νά τά πεῖς ἔτσι καί νά ζορίσεις τόσο πολύ τόν συνάνθρωπό σου. Τόν φέρνεις δηλαδή στό ἀμήν· δέν ἔχει ἄλλο. Γιά, νά ἀκούσουμε, παρακαλῶ, τίς ἐρωτήσεις.
(Δέν ἀκούγεται ἡ ἐρώτηση)
Πάτερ: Καλά κάνετε καί ὑποβάλλετε μιά τέτοια ἐρώτηση. Συνήθως μπερδεύονται ἐδῶ οἱ χριστιανοί. Ἔχω τήν ταπεινή γνώμη ὅτι κάθε φορά πού μιά σκέψη μας, μιά ἐνέργειά μας μᾶς ρίχνει σέ ἀδράνεια, κάποιο λάθος κάνουμε. Ὁπωσδήποτε κάνουμε κάποιο λάθος, καί ἑπομένως νά μήν ἐπαναπαυθοῦμε. Διότι, ὅσο περισσότερο ἀφήνομαι στόν Θεό, τόσο περισσότερο ζωντανεύω, δραστηριοποιοῦμαι. Ὅσο περισσότερο ἀφήνομαι στόν Θεό, τόσο δέν ἔχει ἐπάνω μου καμιά ἐξουσία αὐτό πού λέγεται ἀκεφιά, ἀκηδία, τεμπελιά, ἀδιαφορία. Ὄχι. Αὐτά ἐξαφανίζονται. Ἐάν μᾶς κυριεύουν κάτι τέτοια, σημαίνει ὅτι κάπου δέν ἐνεργοῦμε σωστά.
Καί ἤθελα τώρα, ἐπειδή πήρατε λίγο τήν ἀρνητική πλευρά, νά πῶ ὅτι μέ τά λόγια ἔτσι εἶναι, ὅπως τά εἴπαμε, ἀλλά στήν πράξη τά κάνουμε θάλασσα. Καί τότε ὅμως μποροῦμε νά ποῦμε «νά ᾿ναι εὐλογημένο». Μέ ποιά ἔννοια; Καθώς ἐμεῖς ἀκούσαμε αὐτά τά πράγματα, ἐνθουσιαστήκαμε καί παίρνουμε τήν ἀπόφαση: «Τώρα θά βάλω μπρός»· κάπως ἔτσι. Καί αὔριο πρωί, ἤ ἀπόψε ἀκόμη πρίν κοιμηθοῦμε, μπορεῖ νά διαπιστώσουμε: «Θάλασσα τά ἔκανα». Αὐτό μᾶς μειώνει, μᾶς ταπεινώνει. Μᾶς ταπεινώνει μέ τήν κακή ἔννοια· μᾶς ἐκθέτει στά μάτια μας. Ὅταν ὅμως ποῦμε: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Καλά νά πάθω. Ἐγώ τά πῆρα τά πράγματα ἐγωιστικά καί νόμισα ὅτι ἀμέσως κιόλας θά τά κάνω. Καλά μέ ταπείνωσες, καλά ἄφησες καί ἀπέτυχα. Νά ᾿ναι εὐλογημένο», τότε δέν χάνουμε τόν στόχο μας. Εἶναι δηλαδή ὅπως ὅταν πηγαίνουμε σέ κάποιον λόφο, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ἕνα σημάδι. Ἀπό ὅπου κι ἄν πᾶμε, ἀκόμη κι ἄν χαθοῦμε, αὐτό τό σημάδι τό βλέπουμε συνέχεια. Ὁπότε, δέν ἔχουμε κανέναν φόβο, ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβεῖ. Προχωρᾶμε πρός τά ἐκεῖ.
Εἶναι πολλή ἀσφάλεια αὐτό τό ὁποῖο λέμε καί πολύ ξεκαθαρίζει τά πράγματα. Θά τό δεῖ κανείς στήν πράξη.
{Φορεῖς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ}
Τώρα νά πῶ κάτι ἀκόμη. Βλέπετε, ὅλος ὁ κόσμος κάνει λόγο γιά Θεό. Θεός ὑπάρχει μόνο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἔξω ἀπό τόν Χριστό. Δηλαδή ἐν σχέσει μέ ἐμᾶς καί ἐμεῖς ἐν σχέσει μέ τόν Θεό, ἄν ψάξουμε τόν Θεό ἤ ἄν κινηθοῦμε πρός τόν Θεό ἔξω ἀπό τόν Χριστό, νά ξέρουμε ὅτι θά φτιάξουμε ἕναν Θεό δικό μας. Καί αὐτό εἶναι πού κάνουν ὅλοι οἱ λαοί –οἱ Μουσουλμάνοι, τοῦτοι, οἱ ἄλλοι. Ὁ Θεός φανερώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Θέλεις νά βρεῖς τόν Θεό; Θά πιστέψεις στόν Χριστό. Ἔξω ἀπό τόν Χριστό δέν ἔχεις Θεό· ἔχεις ἕνα κατασκεύασμα δικό σου.
Ἕνα αὐτό. Ξέρουμε ὅμως ἐμεῖς τώρα στήν πράξη, μέσα δηλαδή ἀπό τήν πραγματικότητα γνωρίζουμε ὅτι καί αὐτό δέν φθάνει. Ὅλοι μιλοῦν γιά τόν Χριστό. Ἔτσι ὅπως ἔγινε σήμερα, ὅλοι μιλοῦν γιά τόν Χριστό. Καί Προτεστάντες καί Καθολικοί… Ἀκόμη καί οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, μέ τόν τρόπο τους βέβαια, κάνουν καί αὐτοί λόγο γιά τόν Χριστό. Οἱ δέ Προτεστάντες, πού εἶναι τριακόσιες μέ τετρακόσιες παραφυάδες, ὅλοι γιά τόν Χριστό μιλοῦν καί διαβάζουν ὅλοι τό Εὐαγγέλιο. Ὅπως λοιπόν Θεός εἶναι αὐτός πού μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός, ἔτσι Χριστός εἶναι αὐτός πού μᾶς φανερώνει ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος ᾿Εκκλησία. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ἔχεις ἀληθινό Χριστό, καί ἑπομένως δέν ἔχεις ἀληθινό Θεό.
Καί τώρα θά τολμοῦσα νά πάω λίγο πιό πέρα. Καί μέσα στήν Ἐκκλησία χρειάζεται κανείς νά γεννηθεῖ πνευματικά ἀπό κάποιον πού ἔχει μέσα του τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό δέν εἶναι δική μου γνώμη. Ἅμα σκύψουμε ἐκεῖ στούς πατέρες, στούς ἁγίους, θά τά βροῦμε αὐτά. Ὅπως ἔλεγε ὁ Παστέρ, καθώς ἔκανε τά πειράματά του: «Πᾶν ζῶν ἐκ τοῦ ζῶντος». Ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν σας ὅτι παλιά οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τή γνώμη πώς παρουσιάζεται αὐτομάτως ἡ ζωή. Ὅταν δηλαδή ἔβλεπαν ὅτι τό κρέας ἔβγαζε σκουλήκια, «νά την ἡ ζωή, ἔλεγαν, βγῆκε μόνη της». Καί ὁ Παστέρ ἔκανε πειράματα. Πῆρε ἕνα κομμάτι κρέας, τό ἔβαλε μέσα σέ μιά γυάλα, ἀπό τήν ὁποία ἔβγαλε τόν ἀέρα, ὁπότε μαζί μέ τόν ἀέρα βγῆκαν καί οἱ διάφοροι μικροοργανισμοί πού ὑπάρχουν στόν ἀέρα. Καί περίμεναν μετά στό κρέας νά ἐμφανιστοῦν σκουλήκια, ἀλλά δέν ἔπιανε σκουλήκια τό κρέας. Καί ὁ λόγος ἦταν ὅτι, καθώς δέν ὑπῆρχε ἀέρας, δέν ὑπῆρχαν καί οἱ διάφοροι μικροοργανισμοί οἱ ὁποῖοι κάθονται ἐπάνω στό κρέας, καί βγαίνουν μετά ἀπό αὐτούς τά σκουλήκια. Καί ἔβγαλε τό συμπέρασμα ὁ Παστέρ: «Πᾶν ζῶν ἐκ τοῦ ζῶντος. Οmnes vivum ex vivum». Κάθε ζωντανό ἀπό ζωντανό γεννιέται· δέν βγαίνει τίποτε μόνο του.
Αὐτό ἰσχύει καί μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν φθάνει ἁπλῶς νά εἶναι κανείς στήν Ἐκκλησία, νά πηγαίνει στήν ἐκκλησία. Μπορεῖ κανείς νά ἐκκλησιάζεται τακτικά, νά ἀκούει κηρύγματα. Ὅλοι ἐσεῖς τώρα ἀκούσατε αὐτά πού εἴπαμε ἀπόψε, καθένας ὅμως μόνος του θά πάρει ὅσα θέλει, θά καταλάβει ὅσα θέλει, θά τά ἐφαρμόσει ὅπως θέλει. Καί τελικά τί γίνεται; Τί κάνουμε;
Γι᾿ αὐτό μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Κύριος ἔδωκε ὄχι ἁπλῶς τό Εὐαγγέλιο ἀλλά τούς μέν ἀποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ εὐαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων (Ἐφ. 4, 11-12). Δέν εἶναι δηλαδή, ὅπως ἐμεῖς τό βλέπουμε, οἱ ἐφημέριοι –ὁ κλῆρος– ἁπλῶς γιά νά κάνουν τίς ἀκολουθίες, γιά νά λειτουργήσουν, καί ἐμεῖς νά πᾶμε νά λειτουργηθοῦμε. Καλό καί ἅγιο αὐτό, ἀλλά δέν ἀρκεῖ. Οὔτε εἶναι ὁ ἱερέας ἁπλῶς γιά νά μᾶς κάνει τή βάπτιση ἤ τά ἄλλα μυστήρια. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται εἶναι ἐμεῖς, ὡς ποίμνιο, νά ἔχουμε τή διάθεση, καί ὁ ἱερέας, ὡς ποιμήν ἀληθινός, νά μᾶς καταρτίζει.
Καί αὐτό ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι ξέρει μερικά πράγματα καί νά μᾶς τά πεῖ. Οἱ ἀπόστολοι εἶχαν ἀκούσει πολλά πράγματα ἀπό τόν Χριστό καί εἶχαν δεῖ κιόλας πολλά, ἀλλά μία φορά μόνο δοκιμαστικά τούς ἔστειλε ὁ Χριστός νά κηρύξουν (Βλ. Ματθ. 10, 5-15), ἄλλη φορά δέν τούς ἔστειλε, ἐνόσῳ ἦταν μαζί τους. Καί ἄν ἤμασταν ἐμεῖς τότε, θά τοῦ κάναμε καί παρατηρήσεις: «Ὁ κόσμος χάνεται, καί ἐσύ τούς κρατᾶς αὐτούς τούς δώδεκα κοντά σου, πᾶς καί ἔρχεσαι μαζί τους. Στεῖλε τους ἐπιτέλους νά κηρύξουν». Ὄχι. Θά ἔρθουν ὅλα στήν ὥρα τους.
Καί ἀφοῦ ἦρθε ἡ Πεντηκοστή καί ἔλαβαν οἱ ἀπόστολοι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καί δέν ἦταν ἁπλῶς αὐτοί μέ τήν καλή διάθεση ἤ αὐτοί πού ἁπλῶς ἔμαθαν καί ἤξεραν μερικά πράγματα, ἀλλά ἦταν φορεῖς πλέον τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τότε πῆγαν καί κήρυξαν. Καί δέν κήρυτταν ἁπλῶς τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά τό Εὐαγγέλιο αὐτό ἦταν ζωή μέσα τους, καί οἱ λέξεις ἔβγαιναν μαζί μέ αὐτό πού εἶχαν μέσα τους· αὐτό πού κρύβουν οἱ λέξεις. Ναί μέν τό Εὐαγγέλιο εἶναι κήρυγμα –χωρίς κήρυγμα δέν γίνεται– εἶναι ἀλήθειες, ἀλλά συγχρόνως οἱ ἀπόστολοι παρέδιδαν τή ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, τή ζωή αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Καί οἱ διάδοχοι αὐτῶν στούς ἄλλους, καί οἱ διάδοχοι ἐκείνων στούς ἄλλους, καί μέχρι σήμερα. Καί σήμερα λοιπόν μέσα στήν Ἐκκλησία αὐτό πρέπει νά γίνεται, καί νά μήν ἀρκούμαστε μόνο σέ κάποια τυπικά πράγματα, καί τελικά ὁ καθένας γίνεται ἀφεντικό στόν ἑαυτό του.
{Οἱ πάντες ὀφείλουμε νά μαθητεύσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία}
Ὅπως σᾶς εἶπα, δέν ἔχω διάθεση νά σᾶς στενοχωρήσω, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καθένας τώρα θά γυρίσετε στό σπίτι σας. «Καλά τά εἶπε ὁ πάτερ», θά λέτε, ἀλλά ἀπό αὐτά ὅσα θέλετε θά κρατήσετε, καί νά δοῦμε πῶς θά τά καταλάβετε καί πῶς θά τά ἐφαρμόσετε. Ἄν ὅμως κανείς τό πάρει ζεστά καί ἀρχίσει νά μαθητεύει, τότε γίνεται ἐργασία στήν ψυχή. Ἄλλο εἶναι νά εἶσαι ἀκροατής μέσα σέ ἕνα σχολεῖο· πάει κανείς, ἀκούει ἁπλῶς, ὅσα ἔμαθε ἔμαθε, ὅσα κατάλαβε κατάλαβε, καί τέλειωσε. Κάτι θά γίνει βέβαια· δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Ἀλλά δέν ἀρκεῖ αὐτό· πρέπει νά γίνει μαθητής: νά καθίσει σπίτι, νά διαβάσει τό μάθημα, νά πάει τήν ἄλλη μέρα, νά τόν ἐξετάσει ὁ καθηγητής, νά ἐλέγξει τήν ἐργασία του· καί μπορεῖ νά τοῦ πεῖ: «Παιδί μου, δέν τό κατάλαβες καλά αὐτό». Καί σιγά-σιγά, σιγά-σιγά μαθαίνει. (Εἶναι μαθητής ὅμως, ὄχι ἁπλῶς ἀκροατής.) Ὅποιος ἔχει διάθεση, ὅποιος ἔχει καί μερικά δεδομένα –γιατί δέν μποροῦν ὅλοι νά μάθουν γράμματα– μαθαίνει. Ἀλλά ὅλοι μποροῦν νά γίνουν ἅγιοι. Δέν ἐξαιρεῖται κανείς. Καθένας ὅμως πρέπει νά μαθητεύσει. Δέν εἶναι τυχαῖο πού οἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ λέγονταν μαθηταί. Μαθήτευσαν. Καί οἱ πάντες ὀφείλουμε νά μαθητεύσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία.
Νά μαθητεύσουμε ὄχι ἁπλῶς μέ τήν ἔννοια νά ἀκούσουμε μερικά πράγματα, νά μάθουμε μερικά πράγματα, ἀλλά γιά νά γίνουμε μέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό σημαίνει παράδοση, βαθύτερα καί οὐσιαστικότερα, μέσα στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή ὅλος ὁ χριστιανισμός παραδίδεται ὡς ζωή, πού ἡ ζωή αὐτή ἔχει καί τό κήρυγμα καί ὅλα τά ἄλλα, ἀλλά πάντως παραδίδεται ὡς ζωή: παραδίδονται βιώματα, παραδίδεται ἡ καινούργια κατάσταση, ἡ θεϊκή ζωή. Μέ αὐτή τήν ἔννοια πρέπει νά μαθητεύσει κανείς. Νά μαθητεύσει ὑπομονετικά καί πάλι καί ξανά.
Ξέρετε πόσο δύσκολο εἶναι στήν πράξη νά μαθητεύεις καί νά ἔρθει ἡ ὥρα νά σοῦ πεῖ ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο μαθητεύεις: «Κοίταξε, ἦρθε ἡ ὥρα νά σοῦ πῶ μερικά πράγματα, πού μέχρι τώρα δέν σοῦ τά ἔλεγα, γιατί δέν τά σήκωνες, δέν θά τά καταλάβαινες, δέν θά τά ἀνεχόσουν. Μπορεῖ καί νά τό ἔβαζες στά πόδια. Λοιπόν, ὁ τρόπος πού σκέπτεσαι, ὁ τρόπος πού ἐνεργεῖς, ὁ τρόπος πού καταλαβαίνεις, ὁ τρόπος πού τά παίρνεις τά πράγματα, πρόσεξε, ἔχει αὐτό τό λάθος, ἔχει ἐκεῖνο τό λάθος». Καί θά περάσει κρίση κανείς. Ἀλλά ἅμα ἔχει διάθεση νά πεῖ: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο. Ἐγώ αὐτό θέλω, νά μοῦ φανερώσουν τά τῆς ψυχῆς μου», σιγά-σιγά, σιγά-σιγά ἀνοίγει ἡ ψυχή, ἀνοίγει ὁ δρόμος καί ὅλα πᾶνε καλά.
Δέν ἔχω τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι, ἄν ἔτσι τά πάρετε τά πράγματα, εἶναι ὅλα ἁπλά καί ὅλα εὔκολα. (Στή Μητρόπολη Σερρῶν εἶχα κάνει μιά ὁμιλία, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, μέ τίτλο «Ὅλα ἁπλά, ὅλα εὔκολα».) Ναί, ὅλα ἁπλά καί ὅλα εὔκολα. Καί μή μοῦ πεῖτε: «Ἐσύ, πάτερ, ζεῖς ἔξω ἀπό τόν κόσμο καί δέν ξέρεις». Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι. Καί ἐγώ ξέρω ἀπό τόν κόσμο. Ὅπως κάπου εἶπα σήμερα, ἔμεινα κάποτε δύο χρόνια στό κρεβάτι ἀκίνητος καί ἔβαζα τό πιάτο πάνω στό στῆθος καί ἔτρωγα. Δύο χρόνια. Δηλαδή καί ὁ ἴδιος πέρασα ὁρισμένα πράγματα, πέρασα μέσα ἀπό τή ζωή. Ἀλλά καί καθώς κάθε μέρα ἔχω νά κάνω μέ ἀνθρώπους, γνωρίζω τά προβλήματα τοῦ κόσμου.
Ἑπομένως, ὅλα αὐτά πού λέμε δέν τά λέμε σάν νά εἴμαστε ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα. Καί ὅταν φθάνουμε στό σημεῖο νά ποῦμε «ὅλα ἁπλά, ὅλα εὔκολα», δέν τό λέμε ἔτσι, σάν νά πετᾶμε ἁπλῶς κάποιες λέξεις. Εἶναι δύσκολα, ἕως ὅτου ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ «νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου». Ἅμα πεῖ «νά ᾿ναι εὐλογημένο», ὅλα ἁπλά καί ὅλα εὔκολα. Αὐτό ὅμως μήν προσπαθεῖς νά τό καταλάβεις μέ τό μυαλό. Ἄσε τόν Θεό νά τό κάνει. Καί θά τό κάνει. Καί θά τό ζεῖς μετά καί θά λές: «Μά ἔτσι ἦταν;» Ναί, ἔτσι ἦταν.
{Δέν ὑπάρχει τίποτε πού δέν δουλεύει ὑπέρ τῆς ψυχῆς μας}
Ἐρώτηση: Μέ ὅλα αὐτά πού μᾶς εἴπατε, γίνεται κατανοητό καί τό τοῦ ἀποστόλου Παύλου: Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν (Ρωμ. 8, 28).
Πάτερ: Ἔτσι εἶναι. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού δέν δουλεύει ὑπέρ τῆς ψυχῆς μας. Τά πάντα εἶναι γιά τό καλό μας, ἀκόμη καί μιά πτώση, ἐφόσον ναί μέν ὡς ἄνθρωπος ἔπεσες, ἀλλά ἀμέσως τρέχεις στόν Θεό χωρίς νά ἀπογοητεύεσαι οὔτε νά θυμώνεις. Γιατί ὑπάρχουν μερικοί πού ἀρχίζουν: «Ἄχ, Θεέ μου, ἐγώ προσευχήθηκα, ἔκανα τοῦτο, ἔκανα ἐκεῖνο, καί ἐσύ δέν μέ κράτησες καί μέ ἄφησες νά πέσω;» Ὄχι. Πές: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο». Λέγοντας «νά ᾿ναι εὐλογημένο» εἶναι σάν νά λές: «Καλά νά πάθω. Μοῦ ἄξιζε. Μοῦ χρειαζόταν αὐτό, νά πέσω, νά σπάσω τά μοῦτρα μου, γιατί εἶχα πάρει ἀέρα ὅτι ἐγώ προχώρησα». Λές «νά ᾿ναι εὐλογημένο» καί, καθώς ταπεινώνεσαι, λυτρώνεσαι ἀμέσως.
Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού λέει ὁ Δαβίδ. Κάτι ἄλλο βέβαια ἐννοεῖ ἐκεῖ, ἀλλά ὅμως μᾶς χρειάζεται: Ἐταπεινώθην καί ἔσωσέ με (Ψαλμ. 114, 6). Μόλις ταπεινώθηκα, μέ ἔσωσε ὁ Κύριος. Ἀλλοῦ λέει: Ἀγαθόν μοι ὅτι ἐταπείνωσάς με (Ψαλμ. 118, 71). Ἦταν σωτήριο γιά μένα πού μέ ταπείνωσες (διά τῶν θλίψεων).
(Ἀκολουθεῖ ἄλλη ἐρώτηση, πού ὅμως δέν ἀκούγεται καθόλου.)
Πάτερ: Θά δοῦμε τί συνέβη, τί πάθαμε, καί ἀμέσως νά ποῦμε: «Νά ᾿ναι εὐλογημένο, Θεέ μου. Ξαναβάζω ἀρχή». Καί πάλι καί πάλι. Χρειάζεται πολλές φορές νά βάλει ἀρχή κανείς. Ἄν χρειαστεῖ, χίλιες φορές τήν ἡμέρα. Ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, χίλιες φορές ἄν πέσεις, πάλι νά σηκωθεῖς, καί νά μήν ἀποκάμεις, νά μήν κουραστεῖς. Αὐτό θέλει ὁ Θεός. Ἅμα βρεῖ τέτοιον ἄνθρωπο ὁ Θεός, τελείωσε, τόν ἁγιάζει. Ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε ἰδιοτελεῖς καί θέλουμε νά περισώσουμε τόν ἑαυτό μας. Δέν γίνεται ἔτσι.
Πέρασε ὅμως ἡ ὥρα. Νά βάλω σέ ὅλους σας μετάνοια, ἄν σᾶς κούρασα, ἄν σᾶς στενοχώρησα. Καί εὔχομαι ὅλους νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός κάποτε νά ἀποφασίσουμε νά μποῦμε σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο. Ἄς εἶναι στενούτσικος, ἄς εἶναι λίγο ζόρικος. Ἐμεῖς θά προσευχόμαστε γιά σᾶς, ἐσεῖς γιά μᾶς, καί ξέρει ὁ Θεός. Δέν κάνει λάθος ὁ Θεός. Ξέρει ποιοί εἴμαστε πρίν κάν ἔρθουμε στόν κόσμο αὐτόν καί, γιά νά μᾶς κάνει χριστιανούς, σημαίνει πώς γνωρίζει ὅτι μποροῦμε νά φθάσουμε μέχρι τό τέλος, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά ὑποταχθοῦμε σ᾿ αὐτόν. «Νά ᾿ναι εὐλογημένο», λοιπόν.
Δεκέμβριος 1989 (Κύπρος)
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Νά ᾿ναι εὐλογημένο»