{Ποῦ εἶναι ὁ Θεός μας; }
Δέν ξέρω ἐάν ὁ Θεός μέ φώτισε, πού σκέφθηκα νά ἀφήσουμε τά θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολούμαστε στίς ἀγρυπνίες αὐτές καί νά ἀναφερθοῦμε σέ κάποιο ἄλλο θέμα. Πιστεύω ὅτι ἔτσι πρέπει νά εἶναι.
Διαπιστώνω κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ, ἀδελφοί μου, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί οἱ χριστιανοί, βρίσκονται σέ κάποια ἀνάγκη, ἔχουν κάποιο πρόβλημα, ἔχουν κάποια δυσκολία, ἔχουν κάτι πού τούς πιέζει. Καί ὅλοι θά ἤθελαν νά μποροῦσαν νά ζητήσουν κάτι ἀπό τόν Θεό, καί νά τούς τό κάνει. Βλέπω, π.χ., τήν προθυμία, ἄν θέλετε, καί τόν καημό, μέ τόν ὁποῖο ἐρχόμαστε νά χρισθοῦμε μέ τό ἅγιο ἔλαιο τοῦ εὐχελαίου. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλοι περιμένουμε κάποια θεραπεία. Κάτι μᾶς βασανίζει, μᾶς δημιουργεῖ ὁλόκληρη ἱστορία, πρόβλημα μεγάλο, κάτι μᾶς κάνει νά ὑποφέρουμε, νά πονᾶμε, καί θέλουμε νά θεραπευθοῦμε.
Πιστεύω ὅτι, ἄν μᾶς ἔδινε ὁ Κύριος τή διαβεβαίωση πώς θά κάνει δεκτό τό ὅποιο αἴτημά μας λέγοντάς μας: «Ζητῆστε ὅ,τι θέλετε, καί ἐγώ θά σᾶς τό δώσω», ὅλοι χωρίς ἐξαίρεση θά εἴχαμε γιά κάτι νά τόν παρακαλέσουμε: ἄλλος γιά τήν ὑγεία του, ἄλλος γιά τήν ὅποια θλίψη του, ἄλλος γιά τή δυστυχία του, γιά τό ὁποιοδήποτε πρόβλημά του, γιά τόν πόνο του, γιά τούς καημούς πού ἔχει. Ἄλλος θά παρακαλοῦσε νά γιατρευτεῖ ἀπό ἀδυναμίες φυσικές, χρόνιες, ἄλλος ἀπό ἐλαττώματα, ἀπό τίς πληγές τῆς ἁμαρτίας, καθώς μιά ζωή περιμένει νά γίνει κάποιο θαῦμα στήν ψυχή του. Νά νιώσει δηλαδή μέσα του τήν ἀνάσταση, τήν καινούργια ζωή. Νά γίνει αὐτό τό θαῦμα: νά ἔρθει μέσα του νά κατοικήσει ὁ Κύριος. Τί δέν θά ἤθελαν ὅλοι νά ζητήσουν! Τό βέβαιο εἶναι ὅτι ὅλοι θά ζητούσαμε κάτι· καί ὄχι μόνο ἕνα, ἀλλά περισσότερα τοῦ ἑνός. Ὄχι μόνο πνευματικά ἤ ψυχικά αἰτήματα ἀλλά καί σωματικά· ὄχι μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά καί πνευματικά.
Γιά σκεφθεῖτε, καθώς γίνεται τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου, πού ἔχει ὡς σκοπό νά θεραπεύει τίς ἀσθένειες τοῦ σώματος ἀλλά καί τίς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς, καί καθώς ἐρχόμαστε ὅλοι καί χριόμαστε μέ τό ἅγιο ἔλαιο, γιά σκεφθεῖτε ἀμέσως μετά ὅλα νά γιατρεύονται! Νά γιατρεύεται ὄντως ὁ καθένας πού ἔρχεται, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο –ὁ καθένας γνωρίζει τόν πόνο του, τό πρόβλημά του, τήν ἀρρώστια του– καί νά φεύγει γιατρεμένος. Γιά σκεφθεῖτε τί θά γινόταν, ἄν συνέβαινε ἔτσι. Καί ὅπως εἶπα, νά γιατρεύονται ἄνθρωποι ὄχι μόνο ἀπό ἀσθένειες τοῦ σώματος ἀλλά καί ἀπό ἀσθένειες τῆς ψυχῆς. Ὅπως θά προσέξατε, οἱ εὐχές τοῦ εὐχελαίου κάνουν λόγο γιά τή θεραπεία τῶν σωματικῶν καί τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν καί ἐπίσης γιά ἄφεση ἁμαρτιῶν. Καί ἐάν γινόταν γνωστό ὅτι, ὅλοι ὅσοι χριόμαστε μέ τό ἔλαιο τοῦ εὐχελαίου –καθώς τό τελοῦμε κάθε Τετάρτη– γιατρευόμαστε, σκεφθεῖτε τί θά γινόταν τήν ἄλλη Τετάρτη! Πόσος κόσμος θά ἐρχόταν! Πολύς κόσμος, γιά νά ζητήσουν ὅλοι τή θεραπεία τους. Ἄλλος θά ζητοῦσε νά γιατρέψει ὁ Θεός τόν φανερό του πόνο καί ἄλλος τόν κρυφό του πόνο· ἄλλος τή φανερή του ἀσθένεια καί ἄλλος τήν κρυφή, ἄλλος τή σωματική καί ἄλλος τήν ψυχική.
Ἀπό τό ἕνα μέρος λοιπόν, ὅλοι χωρίς ἐξαίρεση, καθώς ὅλοι θά εἴχαμε ὄντως νά ζητήσουμε κάτι, θά τό θέλαμε πάρα πολύ αὐτό, δηλαδή νά μᾶς γιατρέψει ὁ Θεός. Ἀπό τό ἄλλο μέρος, πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός παντοδύναμος, Θεός εὐσπλαχνίας, ἀγάπης, Θεός ἐλέους. Ὅμως, τί γίνεται; Ἐνῶ ζητοῦμε τή θεραπεία τῆς ὁποιασδήποτε ἀσθένειας, σωματικῆς ἤ ψυχικῆς, καί ἐνῶ κάνουμε –θά ἔλεγε κανείς– ἀκριβῶς αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε, πηγαίνουμε δηλαδή στήν Ἐκκλησία, ὅπου τελεῖται τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου, πού εἶναι γιά τίς ἀρρώστιες, ἀλλά καί προσευχόμαστε καί λειτουργούμαστε καί ἐξομολογούμαστε καί κοινωνοῦμε, τελικά δέν θεραπευόμαστε.
Πάλι θά τό πῶ: ἀπό τό ἕνα μέρος ὅλοι ἔχουμε τέτοιες ἤ τέτοιες ἀσθένειες, αὐτά ἤ ἐκεῖνα τά προβλήματα, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος ὁ Θεός εἶναι φιλάνθρωπος, ἀγαθός, παντοδύναμος καί μπορεῖ νά μᾶς δώσει αὐτό πού τοῦ ζητοῦμε. Ἐπίσης, ἐμεῖς ἀπό τήν πλευρά μας πηγαίνουμε, τρόπον τινά, σ᾿ Αὐτόν μέσα ἀπό τούς δρόμους πού Ἐκεῖνος μᾶς ἔδειξε, μέσα ἀπό τούς δρόμους πού Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε, μέσα δηλαδή ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τά μυστήρια. Καί ὅμως, δέν φεύγουμε πάντοτε λαμβάνοντας αὐτό πού θά θέλαμε νά λάβουμε, αὐτό τό ὁποῖο ζητήσαμε. Τίς πιό πολλές φορές –γιά νά μήν ποῦμε σχεδόν πάντοτε– φεύγουμε ὅπως ἤρθαμε.
Τί γίνεται, ἀδελφοί μου; Τί γίνεται; Τί κάνει ὁ Θεός μας; Δέν βλέπει; Δέν ἀκούει; Ἔπαψε νά εἶναι φιλάνθρωπος; Ἔπαψε νά εἶναι ἀγαθός Θεός; Ἔπαψε νά μπορεῖ; Ποῦ εἶναι ὁ Θεός μας;
Διαβάσαμε πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ὡς ἀνάγνωσμα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη τά σχετικά μέ τήν ἀνάληψη τοῦ προφήτου Ἠλία (Δ´ Βασ. 2, 1-14). Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀναληφθεῖ, πῆγε ἀπό τήν Ἰεριχώ στόν Ἰορδάνη ποταμό μαζί μέ τόν προφήτη Ἐλισσαῖο, ὅπου μέ τή μηλωτή του χτύπησε τά νερά τοῦ ποταμοῦ, καί διαχωρίστηκαν, καί ἔτσι πέρασαν στήν ἀπέναντι ὄχθη. Εἶπε τότε ὁ προφήτης Ἠλίας στόν Ἐλισσαῖο: «Ζήτησε τί θέλεις νά σοῦ κάνω, πρίν ἀναληφθῶ στόν οὐρανό». Αὐτός τοῦ ἀπάντησε: «Δῶσε διπλή τή χάρη σου σ᾿ ἐμένα». Ὁ προφήτης τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι βαρύ τό αἴτημά του, ἀλλά τόν βεβαίωσε ὅτι, ἐάν τόν δεῖ νά ἀναλαμβάνεται στόν οὐρανό, αὐτό θά πραγματοποιηθεῖ. Καί ἐνῶ βάδιζαν, ξαφνικά ἐμφανίσθηκε πύρινο ἅρμα πού πῆρε τόν προφήτη Ἠλία, καί ἀνελήφθη στόν οὐρανό, καί ἀπό ψηλά ἔπεσε ἡ μηλωτή του. Τήν πῆρε τότε ὁ Ἐλισσαῖος καί θέλησε νά γυρίσει πίσω περνώντας τόν Ἰορδάνη ποταμό. Χτύπησε τά νερά τοῦ Ἰορδάνου, γιά νά διαχωριστοῦν καί νά περάσει, ὅπως εἶχε κάνει καί ὁ δάσκαλός του, ὁ προφήτης Ἠλίας, ἀλλά τά νερά δέν διαχωρίστηκαν. Καί διερωτήθηκε: «Ποῦ εἶναι ὁ Θεός Ἠλιοῦ;» Πίστευε δηλαδή ὅτι αὐτό θά γίνει, ὅτι πρέπει νά γίνει· ὅτι δέν μπορεῖ νά μή γίνει, καί γι᾿ αὐτό ἀπορεῖ: Ποῦ εἶναι ὁ Θεός Ἠλιοῦ; Ξαναχτύπησε, καί αὐτή τή φορά διαχωρίστηκαν τά νερά, καί ἔτσι πέρασε σάν νά ἦταν ξηρά.
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός μας, ἀδελφοί μου; Ὁ Θεός τόν ὁποῖο πιστεύουμε, τόν ὁποῖο λατρεύουμε καί προσκυνοῦμε, ὁ Θεός στοῦ ὁποίου τά μυστήρια καί τή χάρη καταφεύγουμε, καί τοῦ ὁποίου τόν δρόμο πορευόμαστε; Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Μᾶς ἄφησε ἔτσι ἕρμαια; Μείναμε ἁπλῶς μόνο μέ τήν πίστη μας, μόνο μέ τήν ἀπαντοχή μας, μόνο μέ τήν ἐλπίδα μας;
{Αὐτό πού ἀξίζει πολύ-πολύ περισσότερο ἀπό τό νά θεραπευθοῦμε}
Ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, ὑπάρχει καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι παντοδύναμος, νά εἶναι φιλάνθρωπος, ἀγαθός, ἐλεήμων· ἐξακολουθεῖ νά μᾶς ἀγαπᾶ, νά μᾶς συμπονεῖ, νά συγκαταβαίνει, νά σκύβει ἐπάνω μας, νά βλέπει τόν καθένα μας, νά συμπάσχει μέ τόν καθένα μας. Καί περιμένει ὁ Θεός ἀπό μᾶς κάτι. Διότι, ὅσο κι ἄν ὄντως ἔχουμε ἀνάγκες, ὅσο κι ἄν πράγματι ζητοῦμε τήν ἐπέμβασή του μέσα στήν Ἐκκλησία καί μέσα ἀπό τά μυστήρια, προκειμένου ὁ Θεός νά ἀνταποκριθεῖ, περιμένει καί ἀπό μᾶς κάτι. Καί νά μοῦ ἐπιτρέψετε, ἀδελφοί μου, νά πῶ: Ἐάν ἔρχεσαι ἐδῶ καί, καθώς χρίεσαι μέ τό ἅγιο ἔλαιο, πιστεύεις –ἔρχεσαι μέ αὐτή τήν πίστη καί φεύγεις μέ αὐτή τήν πίστη– ὅτι πλησίασες τόν Θεό, ὅτι σέ πλησίασε ὁ Θεός, ὅτι ἐγγίζεις τόν Θεό, ὅτι σέ ἀγγίζει ὁ Θεός, καί τό πιστεύεις αὐτό τόσο, σάν πράγματι νά σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός αὐτό πού ζητοῦσες –καί ἑπομένως φεύγεις ἀπό δῶ θεραπευμένος, σάν δηλαδή ὄντως νά θεραπεύτηκες– αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία.
Τήν ὥρα, ἄς ποῦμε, πού θά διαπίστωνες ὅτι σταμάτησε ὄντως ὁ πόνος σου, θεραπεύτηκε δηλαδή ἡ ἀρρώστια σου καί ἡ ὁποιαδήποτε πληγή σου μέ τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ, θά ἔφευγες βεβαιωμένος ὅτι ὄντως ἔγινε αὐτό. Ἐάν καί τώρα πού δέν συνέβη ἔτσι, ἐσύ πιστεύεις ἔτσι –ὅτι σέ ἄγγιξε ὁ Θεός τόσο, σάν πράγματι νά θεραπεύτηκες– καί μέ τήν πίστη αὐτή βεβαιώνεις τήν καρδιά σου τό ἴδιο καί τώρα πού δέν ἔγινε ἡ θεραπεία σου σάν νά ἔγινε ἤδη, καί μάλιστα τή βεβαιώνεις τόσο, ὅσο θά βεβαιωνόταν ἄν εἶχε γίνει, αὐτή ἡ πίστη ἀξίζει πολύ-πολύ περισσότερο ἀπό τό νά θεραπευτεῖ ὄντως ἡ πληγή σου, ἡ ἀσθένειά σου, ἡ ἀρρώστια σου.
Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔρχεται στήν Ἐκκλησία, στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μέ αὐτή τήν πίστη καί φεύγει μέ αὐτή τήν πίστη, αὐτός παίρνει πολύ περισσότερο ἤ, ἄν θέλετε, κάνει μιά πράξη πού ἀξίζει πολύ-πολύ περισσότερο ἀπό τή θεραπεία ὁποιασδήποτε ἀσθένειας. Ἄνετα θά ἔλεγε ὁ Θεός στόν καθένα μας: «Πιστεύεις ἔτσι; Ἐάν πιστεύεις, αὐτό εἶναι πού θέλω ἀπό σένα». Ἀπό κεῖ καί πέρα ἔπειτα ξέρει ὁ Θεός τί θά κάνει. Αὐτός ὅμως πού πιστεύει ἔτσι, δέν ἐνοχλεῖται μετά ἀπό τό ὅποιο πρόβλημά του καί πλέον δέν τόν ἀπασχολεῖ τί θά γίνει, τί δέν θά γίνει μέ αὐτό, τί θά κάνει δηλαδή ὁ Θεός γι᾿ αὐτό.
Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ· αὐτό εἶναι τό ἀληθινό χριστιανικό πνεῦμα.
Γιά τούς μάρτυρες ἐκεῖνο πού εἶχε ἀξία ἦταν νά πιστεύουν στόν Χριστό, νά μή χάσουν τόν Χριστό, νά μήν τόν ἀρνηθοῦν, νά μήν τόν ἐγκαταλείψουν, νά μήν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό αὐτόν. Δέν τούς ἀπασχολοῦσε ἄν θά γλιτώσουν ἀπό τό μαρτύριο ἤ ὄχι, ἄν θά πονέσουν πολύ ἤ λίγο. Αὐτό καθόλου δέν τούς ἀπασχολοῦσε. Τό κύριο μέλημά τους, ἡ κύρια φροντίδα τους ἦταν νά μή χάσουν τόν Χριστό, μήν τυχόν ἐλαττωθεῖ ἡ πίστη πρός τόν Χριστό, μήν τυχόν ἐλαττωθεῖ αὐτή ἡ βεβαιότητα, μέ τήν ὁποία ἀκουμποῦσε ἡ ψυχή τους ἐπάνω στόν Χριστό. Καί γι᾿ αὐτό δέν τούς ἀπασχολοῦσε ἄν θά πονέσουν πολύ, ἄν θά πονέσουν λίγο, ἄν θά τούς βασανίσουν πολύ, ἄν θά τούς βασανίσουν λίγο. Καί αὐτό ἀκριβῶς ἦταν ἐκεῖνο πού ἄξιζε, αὐτό ἦταν ἐκεῖνο πού ἤθελε ὁ Κύριος ἀπό τούς μάρτυρες.
Δέν θά μποροῦσε ὁ Κύριος νά τούς γλιτώσει ἀπό τό μαρτύριο; Ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί δέν τό ἀξίζουμε, ἀλλά οἱ μάρτυρες ἦταν ἅγιοι, καί ὁπωσδήποτε τούς ἄξιζε νά τούς γλιτώσει ὁ Κύριος ἀπό τόν πόνο, ἀπό τά βασανιστήρια, ἀπό τόν θάνατο τόν μαρτυρικό, καί μποροῦσε ὄντως ὁ Κύριος νά τούς γλιτώσει. Ὅλους μποροῦσε νά τούς σώσει, καί θά λέγαμε ὅτι κανέναν δέν ἔσωσε, κανέναν δέν γλίτωσε. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μποροῦσε νά ἀποφύγει τόν Σταυρό, καί ὅμως πρῶτος ἐκεῖνος δέν τόν ἀπέφυγε, καί ὕστερα οἱ ἀπόστολοί του, οἱ μάρτυρες καί γενικά ὅλοι ἐκεῖνοι πού τόν ἀκολούθησαν. Ἔχουμε, ὅπως ξέρουμε, θαύματα κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τῶν χριστιανῶν. Βασανιζόταν, π.χ., κάποιος, καταπληγωνόταν, καί μετά θεραπευόταν· τόν θεράπευε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἐπίσης σέ ἄλλες περιπτώσεις ἐπενέβη ὁ Κύριος καί τούς ἐλευθέρωσε ἀπό τά δεσμά· ἀλλά ὄχι γιά νά γλιτώσουν τελικά ἀπό τό μαρτύριο. Ὄχι. Τελικά, πάλι μαρτύρησαν, ἀλλά συνέβαινε αὐτό, γιά νά φανεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, γιά νά βοηθηθοῦν μερικές ψυχές, ὅπως, π.χ., κάποιοι δήμιοι, νά πιστέψουν. Τελικά ὅμως, ὅλοι μαρτύρησαν.
{Πάντοτε ὁ Κύριος ὑπερβαίνει τίς προσδοκίες μας}
Δέν εἶναι λοιπόν τίποτε γιά τόν Θεό, καθώς ἐρχόμαστε ἐδῶ ὁ καθένας καί χριόμαστε, νά μᾶς θεραπεύσει ὅλους χωρίς ἐξαίρεση. Δέν εἶναι τίποτε στόν Θεό, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού ἔχει σημασία, δέν εἶναι αὐτό πού ἀξίζει. Ἀλλιῶς, θά τό ἔκανε ὁ Κύριος, ὅπως καί τό κάνει. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά ἐρχόμαστε στή χάρη του καί νά ζητοῦμε ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχουμε ἀνάγκη –π.χ., πονοῦμε καί θέλουμε νά θεραπευθοῦμε– ἀλλά ὅμως δέν εἶναι ἡ θεραπεία αὐτό πού ἀξίζει. Ἐκεῖνο πού ἀξίζει εἶναι νά ἔρχεσαι στό μυστήριο καί νά φεύγεις μέ τέτοια ἐμπιστοσύνη καί μέ τέτοια βεβαιότητα, σάν νά ἔγινε αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο ζήτησες.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς ἰσχύει καί γιά τά πνευματικά. Εἶναι ἀδύνατον, ἄνθρωπέ μου, νά σέ ἀφήσει ὁ Θεός στήν ἁμαρτία, στά πάθη, στίς ἀδυναμίες σου, εἶναι ἀδύνατο νά σέ ἀφήσει μέ τίς πληγές τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἀδύνατο. Θά σέ γιατρέψει ὁ Θεός, ἀλλά θέλει νά δεῖ ὅτι τό πιστεύεις αὐτό, πρίν ἀκόμη γιατρευτεῖς. Καί μάλιστα τό πιστεύεις τόσο, σάν νά γιατρεύτηκες ἤδη. Καθώς δηλαδή συμμετέχεις στό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου, παράλληλα καταφεύγεις στόν Κύριο μέ τήν προσευχή καί τή μετάνοια, γιά νά σέ γιατρέψει, νά σέ κάνει καινούργιο ἄνθρωπο. Καί, πιστεύοντας ὅτι θά τό κάνει αὐτό, παραμένεις ἔτσι κάτω ἀπό τή χάρη του καί ἀναχωρεῖς γιά τό σπίτι σου, σάν νά ἔγινε κιόλας ἔτσι. Μέ αὐτή τή βεβαιότητα, μέ αὐτή τήν πίστη φεύγεις.
Αὐτό εἶναι πού ἔχει μεγάλη ἀξία, καί εἶναι ἀδύνατον ὁ Θεός ἔπειτα νά μή γιατρέψει τήν ψυχή σου, νά μή χορτάσει τήν ψυχή σου, νά μή φτιάξει μέσα σου κατάσταση τέτοια πού, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, θά τρελαθεῖς ἀπό εὐτυχία καί χαρά. Θά τρίβεις τά μάτια σου ἐσύ, πού εἶχες τήν ἐντύπωση ὅτι ποτέ δέν θά διορθωθεῖς, ποτέ δέν θά γιατρευτεῖς, ποτέ δέν θά γίνεις ὅπως σέ θέλει ὁ Θεός. Θά δεῖς ὅτι θά σέ κάνει καινούργιο ἄνθρωπο πολύ-πολύ περισσότερο ἀπό ὅσο μπορεῖς νά φανταστεῖς, ἀπό ὅσο μπορεῖς νά ἐπιθυμήσεις, ἀπό ὅσο μπορεῖς ἐσύ ὁ ἄνθρωπος νά συλλάβεις μέ τόν νοῦ σου καί μέ τόν πόθο σου. Πολύ περισσότερο. Αὐτό πού δίνει καί κάνει στήν ψυχή ὁ Θεός, πάντοτε ὑπερβαίνει ἐκεῖνο πού ζητοῦμε, πού ποθοῦμε, πάντοτε ὑπερβαίνει τήν ὁποιαδήποτε προσδοκία μας. Ὅμως, καί στίς σωματικές ἀσθένειες καί στίς ψυχικές, καί στά μέν καί στά δέ, θέλει αὐτό ὁ Κύριος: αὐτή τήν πίστη, αὐτή τή βεβαιότητα, γιά τήν ὁποία κάναμε λόγο.
Ἐάν κάπως τά δεχθοῦμε αὐτά πού λέμε, ἐάν κάπως τά ἀφήσουμε νά μποῦν μέσα στήν ψυχή μας καί μέ αὐτή τήν πίστη παραμείνουμε ἐδῶ, ὅση ὥρα θά παραμείνουμε, καί μέ αὐτή τήν πίστη καί μέ αὐτή τή βεβαιότητα φύγουμε ἀπό δῶ, καταλαβαίνετε, ἀδελφοί μου, τί θά γίνει μέσα στήν ψυχή μας! Καταλαβαίνετε πόσο ἀλλιώτικοι θά εἴμαστε, πόσο ἀλλιώτικοι θά φύγουμε καί πόσο ἀλλιώτικοι θά πᾶμε ὅπου θά πᾶμε, καί ἀνάλογα θά ζήσουμε ἐκεῖ πού θά βρεθοῦμε.
{Ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας}
Γι᾿ αὐτό, παρακαλῶ, ἀδελφοί μου. Μέ ποιά ἔννοια λέω τό «παρακαλῶ»; Βλέπεις κάποιον νά πονάει, νά βογγάει ἀπό τόν πόνο, καί, ἐνῶ τοῦ δίνεις νά πιεῖ τό φάρμακο πού θά τόν ἀνακουφίσει, πού θά τόν θεραπεύσει, αὐτός σάν νά κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει, σάν νά κάνει διάφορα καμώματα, καί γι᾿ αὐτό τόν παρακαλεῖς: «Σέ παρακαλῶ, πάρε αὐτό τό χαπάκι, πάρε αὐτό τό σιρόπι, κάνε αὐτή τήν ἔνεση». Μέ αὐτή τήν ἔννοια «παρακαλῶ». Ἀλλιῶς, τί νά παρακαλέσει κανείς;
Καθώς λοιπόν βλέπεις τούς ἀνθρώπους νά πονοῦν, νά εἶναι ἀπογοητευμένοι, νά χάνουν λίγο-λίγο τήν ἐλπίδα ὅτι κάτι μπορεῖ νά γίνει στή ψυχή τους, ἐνῶ ἐσύ ξέρεις ὅτι, αὐτό πού θέλουν κατά βάθος, μπορεῖ νά γίνει, μπορεῖ νά τούς τό κάνει ὁ Θεός, ἀρκεῖ νά πάρουν σωστή στάση, ἀρκεῖ νά πιστέψουν ἔτσι ὅπως λέμε, ἀρκεῖ νά βεβαιώσουν τήν καρδιά τους ἔτσι, τούς παρακαλεῖς. Μέ αὐτή τήν ἔννοια λέω «παρακαλῶ».
Μέ αὐτή τήν ἔννοια, παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, μήν ἀδικοῦμε τόν ἑαυτό μας. Δέν εἶναι σωστό νά κάνουμε σάν νά μήν ξέρουμε, σάν νά μήν καταλαβαίνουμε. Ἀκούσαμε πολλά γιά τά θέματα αὐτά, γνωρίζουμε πολλά, καί μένει τώρα νά ξεδιπλώσουμε τήν ψυχή μας μπροστά στόν Θεό, νά τοῦ παραδώσουμε στήν πράξη ἔτσι τήν ψυχή μας, νά ἀφοσιωθοῦμε σ᾿ αὐτόν καί νά ἐμπιστευθοῦμε μέ τήν πίστη καί τή βεβαιότητα πού εἴπαμε. Καί ἐγώ δέν δυσκολεύομαι νά πῶ ὅτι σέ καμιά περίπτωση δέν θά ὑπάρξει κάποιος ὁ ὁποῖος θά ντροπιαστεῖ, ἐνῶ ἐμπιστεύθηκε ἔτσι.
Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἡ ἐλπίς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. 5, 5). Ἡ ἐλπίδα δέν ντροπιάζει. Ἄν ἐλπίσεις –ἑπομένως ἄν πιστέψεις ἔτσι ὅπως εἴπαμε– ἄν ἔτσι πᾶς στόν Θεό, δέν πρόκειται νά ντροπιαστεῖς. Μέ τήν ἔννοια δηλαδή νά φθάσεις στό σημεῖο νά πεῖς: «Ἐγώ ἤλπισα καί πίστεψα ὅτι κάτι θά γίνει, ἀλλά δέν ἔγινε τίποτε». Ἀποκλείεται. Ἄν ἐλπίζεις, δέν θά σέ καταισχύνει αὐτή ἡ ἐλπίδα. Ἄν πιστέψεις, δέν θά σέ ντροπιάσει αὐτή ἡ πίστη. Τό θαῦμα θά γίνει. Πότε θά γίνει, πῶς θά γίνει, εἶναι θέμα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς εἶναι ἔτσι νά πιστέψουμε καί ἔτσι νά βεβαιώσουμε τήν καρδιά μας, σάν νά ἔγινε, καί νά φύγουμε ἀπό τόν ναό του, ἀπό τό μυστήριό του, ἀπό τή λατρεία του, σάν νά ἔγινε. Αὐτό εἶναι πού θέλει ὁ Θεός.
Ἐλπίζω, ἀδελφοί μου, ὅτι ὅλοι λίγο πολύ κάτι καταλάβαμε καί ὅτι ὅλοι λίγο πολύ ἔτσι θά πιστέψουμε, καί μέ αὐτή τήν πίστη θά παραμείνουμε στήν ὑπόλοιπη ἀκολουθία καί μέ αὐτή τή βεβαιότητα θά ἀναχωρήσουμε ἀπόψε ἀπό τόν ναό.
8-6-1988
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Τό μυστήριο τοῦ πόνου» Γ´ ἔκδ.