{Ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ζήσει, καί διότι κάτι περιμένει}
Γνωρίζουμε ὅλοι ἀπό προσωπική μας πείρα ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος πού ὑπάρχει σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο θέλει νά ζήσει. Ἕνας φυσιολογικός, ἕνας κανονικός ἄνθρωπος, πού δέν εἶναι ἄρρωστος, θέλει νά ζήσει, καί μάλιστα ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια μήν τυχόν χάσει αὐτό πού ἔχει. Καί ὁ πιό ἀδιάφορος καί ὁ ἄπιστος, ἄν θέλετε, ἄνθρωπος θέλει νά ζήσει, ὄχι ἁπλῶς διότι δέν θέλει νά χάσει αὐτό πού ἔχει, ἀλλά γιατί κάτι περιμένει. Καί γι᾿ αὐτό πασχίζει νά βελτιώσει τή ζωή του, πασχίζει νά βρεῖ ἐκεῖνο πού τοῦ ξεφεύγει, πού ὅλο νομίζει ὅτι τό βρῆκε καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή τό γυρεύει.
Λίγο-πολύ ὅλοι τό γνωρίζουμε αὐτό. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ξέρουμε λίγο-πολύ ὅλοι ὅτι ὑπάρχουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κάποια στιγμή λένε· «Φθάνει… Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα». Δυστυχῶς δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό συμβαίνει σέ ὅλους. Αὐτό τό βλέπουμε στόν ἅγιο Συμεών, ὁ ὁποῖος ἔχει βέβαια τήν πληροφορία ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅτι δέν θά δεῖ θάνατο, δέν θά πεθάνει, πρίν δεῖ τόν Χριστόν Κυρίου, πρίν δεῖ τόν Μεσσία, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί ἔχει τό κουράγιο νά περιμένει χρόνια καί χρόνια. Γιατί, ἄν ὅλοι, καθώς περιμένουν κάτι, ἔχουν κουράγιο νά ζήσουν πολλά χρόνια, πόσο μᾶλλον ἔχει κουράγιο ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει καί τήν πληροφορία εἰδικά ἀπό τόν Θεό ὅτι δέν θά πεθάνει, πρίν δεῖ τόν Χριστόν Κυρίου.
Περιμένει ὁ ἅγιος Συμεών. Καί ὅταν ἀξιώθηκε ὄχι μόνο νά δεῖ, ἀλλά καί νά βαστάσει στίς ἀγκάλες του τόν Χριστόν Κυρίου _καί ἔτσι ἐκπληρώθηκε ὁ πόθος του, ὁ καημός του_ καί νά προφητεύσει κιόλας, τότε εἶπε ἁπλά-ἁπλά· «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ».
{Ὅλοι ἐμεῖς ἀλλά καί οἱ ἀδιάφοροι τόν Χριστό ζητοῦμε}
Νομίζω, ἀπό κάποια πλευρά, αὐτό θά θέλαμε νά γίνει καί σ᾿ ἐμᾶς καί νομίζω ὅτι λίγο-πολύ ὅλους μας ὁ Θεός μᾶς προορίζει γι᾿ αὐτό. Ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, γιά νά δοῦμε τόν Χριστό, γιά νά συναντήσουμε τόν Χριστό. Ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, γιά νά γνωρίσουμε τόν Κύριό μας, τόν Σωτήρα μας, γιά νά νιώσουμε αὐτή τή σωτηρία καί νά τή δοῦμε ὄχι ἁπλῶς ἐκ τοῦ μακρόθεν. Ὅταν λέει ὁ ἅγιος Συμεών «ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου», ἐννοεῖ ὅτι ζεῖ αὐτή τή σωτηρία, πού εἶναι γι᾿ αὐτόν καί γιά ὅλο τόν κόσμο.
Ζοῦμε, γιά νά φθάσουμε σ᾿ αὐτή τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό, γιά νά δοῦμε, νά νιώσουμε καί νά ζήσουμε τή σωτηρία. Γι᾿ αὐτό ζοῦμε ὄχι μόνο ἐμεῖς ἐδῶ ἀλλά ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· καί αὐτοί πού αὐτή τήν ὥρα δέν εἶναι ἐδῶ καί δέν θά εἶναι οὔτε αὔριο σέ κάποιο ναό, καί, ἄς ποῦμε, εἶναι ἀδιάφοροι καί ἄπιστοι. Καί αὐτοί τόν Χριστό περιμένουν, τόν Χριστό ζητοῦν. Ἀλλά ἀκούγοντας αὐτά, μπορεῖ νά νομίζουν ὅτι αὐτοί ἐξαιροῦνται. Δέν ἐξαιροῦνται. Ἀλλά καί κάποιοι ἀπό μᾶς ἐδῶ, μπορεῖ νά μήν τό πολυπιστεύουν αὐτό, ὅτι καί αὐτοί τόν Χριστό περιμένουν, καί μπορεῖ νά νομίζουν ὅτι ἡ ψυχή τους ὄντως ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτό, τό κάτι διαφορετικό πού ζητοῦν. Ἄλλος ζητάει τήν ὑγεία του, ἄλλος ζητάει τήν πρόοδό του, τήν ἐξέλιξή του γενικά, τήν οἰκονομική, τήν μορφωτική, τήν κοινωνική καί τήν ὅποια ἄλλη ἐξέλιξη. Καί νομίζει ὅτι ἡ ψυχή του αὐτά ζητάει, αὐτά ποθεῖ, αὐτά θέλει, ὅμως στό βάθος ἡ ψυχή του θέλει τόν Χριστό.
Ἄν θέλετε, νά τό ποῦμε κι ἀλλιῶς. Ὅλοι θέλουν νά ζήσουν· κανείς δέν θά ἤθελε νά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό, δέν θά ἤθελε νά πεθάνει. Γιατί; Διότι ζητάει τόν Χριστό. Διότι δέν ὑπάρχει κανείς πού, μόλις βρεῖ τόν Χριστό, δέν θέλει νά τελειώσει, δέν θέλει νά φύγει ἀπό τόν κόσμο· δέν ὑπάρχει κανείς. Ἄν τυχόν, ἀφοῦ βρεῖ τόν Χριστό, θέλει νά ζήσει καί ἄλλο, εἶναι γιά νά βρεῖ ἀκόμη πιό πολύ τόν Χριστό· ὄχι γιά τίποτε ἄλλο. Ἀλλ᾿ ὅμως, ὅταν βρεῖ τόν Χριστό, ἐκπληρώνεται τόσο πολύ ὁ πόθος του, τακτοποιεῖται ἔτσι ἡ ψυχή του, πού αὐθόρμητα ὁ καθένας θά πεῖ· «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα».
Καί ὅταν ἔχει κανείς μιά κάποια κοινωνία μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅταν δεχθεῖ κάποια ψίχουλα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, κάποια ψίχουλα τῆς ἄνω ζωῆς, ὅταν δεχθεῖ κάποια ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, τότε δέν δυσκολεύεται ὁ ἄνθρωπος, ὁποιοσδήποτε καί ἄν εἶναι, νά πεῖ ὅτι αὐτό ἦταν πού ἤθελε, αὐτό ἦταν πού γύρευε. Στή στιγμή ξεχνάει τά πάντα· ἄς νόμιζε μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα ὅτι ζητάει καί θέλει ἄλλα πράγματα. Ὅταν ἔχει τήν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος «ἐν αἰσθήσει», «γνωστῶς», ὅπως λένε οἱ Πατέρες, τότε δέν θέλει τίποτε ἄλλο. Φθάνει σέ μιά ἀνάπαυση, φθάνει σέ μιά τέλεια παρηγορία, φθάνει σ᾿ ἕνα τέλος πού εἶναι ἀρχή, καί δέν ἔχει καμία διάθεση νά ζητήσει κάτι ἄλλο. Αὐτή τήν ἀλήθεια τή βλέπουμε ἀπόψε καί τή ζοῦμε στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Θεοδόχου.
Πόσο, ἀδελφοί μου, θά τό ἤθελα ὅλοι ἐμεῖς, πού λίγο-πολύ ὁ καθένας μας ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας θέλουμε νά εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, ὄντως σ᾿ αὐτό τόν δρόμο νά εἴμαστε. «Θά τό ἤθελα» ὄχι μέ τήν ἔννοια, εἶναι τό θέλημά μου, ἀλλά μέ τήν ἔννοια, πόσο θά τό εὐχόμουν, πόσο θά τό ἐπιθυμοῦσα καί θά τό ποθοῦσα. Νά μή μᾶς παραπλανοῦν ἄλλοι πόθοι καί ἄλλα πράγματα πού φαίνονται τάχα ἑλκυστικά. Πόσο θά τό εὐχόμουν, ὅλοι λίγο-πολύ νά τό ἐννοήσουμε αὐτό, νά τό καταλάβουμε, ὅτι τόν Χριστό ζητοῦμε.
{Ἡ πληροφορία πού ἔχουμε μέσα μας περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἅγιος Συμεών}
Καί χωρίς νά φανεῖ ὑπερβολή, περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Θεοδόχος, ἔχουμε μέσα μας τήν πληροφορία αὐτή, ὅτι ζοῦμε, γιά νά δοῦμε τόν Χριστό. Περισσότερο ἀπό τόν ἅγιο Συμεών ἔχουμε μέσα μας τήν πληροφορία αὐτή, ὅτι δέν θά δοῦμε θάνατο, δέν πρέπει νά δοῦμε θάνατο _ἔτσι κι ἀλλιῶς κάποτε θά φθάσουμε ἐκεῖ, ἀλλά στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὅμως εἶναι ἔτσι τά πράγματα, νά μή δοῦμε θάνατο_ πρίν δοῦμε τόν Χριστόν Κυρίου, πρίν κρατήσουμε στήν ἀγκάλη μας, στήν ἀγκάλη τῆς καρδιᾶς μας, στά βάθη τῆς καρδιᾶς μας, τόν Χριστό.
Τί εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού ἔχουμε μέσα μας, πού πήραμε κατά τό Βάπτισμα; Ἐμεῖς βέβαια δέν ξέραμε τί μᾶς γινόταν τότε, καί δέν ξέρουμε τί μᾶς γίνεται καί τώρα. Ἀλλ᾿ ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Ὁ Θεός ξέρει ποιός εἶναι ὁ καθένας μας, ξέρει τί θά γινόταν στόν καθένα μας, καί οἰκονόμησε τά πράγματα ἔτσι ὥστε νά βαπτισθοῦμε, καί νά γίνουν ὅλα ὅσα ἔγιναν διά τοῦ Βαπτίσματος, καί νά βάλει μέσα στήν ψυχή μας αὐτή τήν πληροφορία, αὐτό τό βίωμα. Ἄσχετα ἐάν ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, εἴτε κάνουμε τό πᾶν, γιά νά τό σβήσουμε εἴτε κάνουμε τό πᾶν, γιά νά τό ἀποπροσανατολίσουμε, ὁ Θεός ἔβαλε μέσα μας αὐτή τήν πληροφορία, αὐτό τό βίωμα, ὅτι δέν θά πεθάνουμε πρίν δοῦμε τόν Χριστό μέσα μας.
Βέβαια, ἐκ κατασκευῆς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ κάθε ψυχή, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἔτσι φτιαγμένη, ὥστε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο, στόν κόσμο τῆς ἐξορίας, νά μή ζητάει τίποτε ἄλλο, παρά νά ζητάει κατά βάθος τόν Θεό. Ἀλλά ὁ βαπτισμένος πολύ-πολύ περισσότερο ζητάει τόν Χριστό. Τό ἐπαναλαμβάνω, αὐτή τήν πληροφορία τήν ἔχει βάλει ὁ Θεός μέσα σ᾿ ἐμᾶς πιό πολύ ἀπ᾿ ὅ,τι στόν ἅγιο Συμεών τόν Θεοδόχο. Διότι σ᾿ ἐμᾶς αὐτή τήν πληροφορία τήν ἔβαλε ὁ Θεός διά μυστηρίου ἀνεξιτήλου, τοῦ Βαπτίσματος. Δέν ἐξαλείφεται τό μυστήριο αὐτό τοῦ Βαπτίσματος. Καί ἑπομένως ἡ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶναι μέσα μας διά τοῦ Βαπτίσματος, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Χρίσματος, ἄν θέλετε, καί διά τῆς Θείας Κοινωνίας, καθώς τόσες φορές κοινωνήσαμε, δέν ἐξαλείφεται. Γι᾿ αὐτό κι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος εἶναι βαπτισμένος καί ἔχει μέσα στήν ψυχή του τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄν τελικά κωφεύσει καί δέν θελήσει νά ζητήσει ὄντως τόν Χριστό, νά βρεῖ ὄντως τόν Χριστό, θά κολασθεῖ πολύ περισσότερο, ἀπ᾿ ὅ,τι θά κολασθοῦν οἱ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι βαπτισμένοι.
{Μήπως εἴμαστε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν ἀγύριστο κεφάλι; }
Πολλές φορές ἔχω διαπιστώσει ὅτι ἄνθρωποι καλοπροαίρετοι κατά τά ἄλλα ὅλο ἐδῶ τριγυρίζουν, ὅμως ἐπειδή ὑπάρχουν κάποιες καταστάσεις μέσα στήν ψυχή τους, ἐπηρεάζονται ἀπ᾿ αὐτές καί τελικά δέν ζητοῦν τόν Χριστό, τελικά σάν νά μήν τό πιστεύουν αὐτό, ὅτι ὁ Χριστός θά ἔλθει στήν ψυχή τους, τελικά σάν νά ἐξαιροῦν τόν ἑαυτό τους. Θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ ἀκόμη μία φορά ὅτι πολλοί ἔχουν ἀγύριστο κεφάλι. Ἐννοῶ καλούς χριστιανούς, πού ὅμως μένουν σέ κάποιο περιθώριο καί κάποιο λεπτότατο νάυλον τούς χωρίζει ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ἀπομονώνονται, φθίνουν καί φτωχαίνουν. Εἶναι ταλαίπωροι καί δυστυχεῖς, γιατί δέν θέλουν νά καταλάβουν.
Διάβαζα τό γράμμα κάποιας ψυχῆς, γιά τά πνευματικά προβλήματα τῆς ὁποίας χρόνια τώρα παιδευόμασταν καί οἱ δύο. Καί ἐγώ προσπαθώντας νά τῆς δώσω νά ἐννοήσει μερικά πράγματα, καί ἐκείνη παιδευόταν, καθώς δέν μποροῦσε νά τά ἐννοήσει τά πράγματα, ἔτσι ὅπως ἐγώ τά ἐννοοῦσα, καί οὔτε πήγαινε τό μυαλό της ὅτι ἦταν ἔτσι ὅπως τῆς τά ἔλεγα. Τά ἄκουγε καί ὑποτίθεται ὅτι τά καταλάβαινε. Εἶναι μορφωμένος ἄνθρωπος· καταλαβαίνει ἄλλα κι ἄλλα, γιατί νά μήν καταλάβει κι αὐτά; Ὅμως τίποτε δέν καταλάβαινε. Καί λέει κανείς, χαλάλι καί οἱ κόποι καί ὁ χρόνος πού πέρασε, ἀφοῦ ἡ ψυχή αὐτή τώρα ἦλθε σ᾿ ἕνα σημεῖο πού κατάλαβε ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά μποροῦσε νά εἶχε καταλάβει ἀπό τήν ἀρχή ἤ ἔστω λίγο ἀργότερα.
Δέν μπορεῖτε νά φαντασθεῖτε πόσο χαίρεται κανείς, τί χαρά καί τί ἀγαλλίαση ἔχει στήν ψυχή του, ὅταν ἐπιτέλους μιά ψυχή ξεπεράσει ὅλη αὐτή τήν ἄγνοιά της, ὅλη αὐτή τήν κατάσταση πού τήν κάνει νά εἶναι ἀγύριστο κεφάλι, ὅλη αὐτή τήν κατάσταση πού τήν κάνει σάν νά μήν βλέπει! Ὅπως εἴπαμε, μπαίνει ἕνα νάυλον ἀδιαφανές μεταξύ τῆς ψυχῆς καί τοῦ Θεοῦ, καί δέν βλέπει κανείς. Καί ἐνῶ ἡ ἀπόσταση εἶναι πολύ μικρή _τί εἶναι ἕνα νάυλον, πού ἔχει πάχος ἑκατοστά χιλιοστοῦ;_ ὅμως χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό. Καί χαίρει κανείς καί ἀγάλλεται, ὅταν ἐπιτέλους θά σπάσει κανείς αὐτό τό φράγμα καί θά βγεῖ στόν ἄλλο κόσμο, καί ἀπό κεῖ καί πέρα εἶναι ἀλλιῶς τά πράγματα.
Ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου ὅτι πολλές ψυχές τυραννιοῦνται καί παιδεύονται καί εἶναι δυστυχισμένες, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά μήν εἶναι. Τί τήν ἔχουμε τήν ὑπακοή μέσα στήν Ἐκκλησία; Τί τούς ἔχουμε τούς ἁγίους μέσα στήν Ἐκκλησία; Τί ἔχουμε, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τούς προφῆτες, τούς διδασκάλους, τούς ποιμένες; Γιατί παιδεύεσαι, ἄνθρωπέ μου; Κάποιος θά βρεθεῖ νά σέ ὁδηγήσει. Ἄν θέλεις πραγματικά νά βοηθηθεῖς, κάποιος θά βρεθεῖ νά σέ ὁδηγήσει. Θά τό πῶ κι ἀλλιῶς· θά βρεθεῖ κάποιος, τόν ὁποῖο ὁ Θεός θά σέ βοηθήσει νά τόν βρεῖς καί στόν ὁποῖο ὁ Θεός θά σέ ὁδηγήσει, καί ὁ ὁποῖος θά εἶναι, ἄν θέλεις, εἰδικός γιά σένα. Τά φροντίζει ὅλα ὁ Θεός. Δέν ὑπάρχει περίπτωση πού ὁ Θεός δέν θά κάνει αὐτό πού χρειάζεται, ἐπειδή δέν ἔχει χρόνο ἤ ἐπειδή δέν ξέρει τί νά κάνει. Γιά τήν καθεμιά ψυχή ἔχει τά πάντα ὁ Θεός, ὅσα ἀκριβῶς χρειάζονται, ἀκόμη καί τόν εἰδικό ἄνθρωπο.
{Μήν κουρασθοῦμε νά περιμένουμε}
Γι᾿ αὐτό λοιπόν, καί εὔχομαι καί παρακαλῶ, ἀδελφοί μου, ἡ ἑορτή αὐτή, ἡ περίπτωση αὐτή τοῦ ἁγίου Συμεών, νά συντελέσει ἀπόψε στό ν᾿ ἀνοίξουν τά μάτια μας, νά συντελέσει στό νά προσανατολίσουμε αὐτή τή ζήτηση πού ὑπάρχει μέσα μας, ὥστε νά ζητήσουμε ὄντως τόν Χριστό. Ζητοῦν πολλοί τόν Χριστό, ἀλλά κατ᾿ οὐσίαν ὅμως δέν ζητοῦν τόν Χριστό, γι᾿ αὐτό καί δέν τόν βρίσκουν. Ζητοῦν νά τούς δώσει ὁ Χριστός ἄλλα καί ὄχι τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Γιατί ὅποιος ζητήσει τόν ἴδιο τόν Χριστό, ξέρει πρῶτα-πρῶτα νά περιμένει. Δέν θά κουρασθεῖ νά περιμένει. Καί ἄν χρειασθεῖ νά ζήσει δεκάδες καί ἑκατοντάδες χρόνια, γιά νά περιμένει, ὅπως ἔζησε ὁ ἅγιος Συμεών, δέν θά κουρασθεῖ. Καί περιμένοντας θά ἔλθει ἡ εὐλογημένη ὥρα, πού θά δεχθεῖ κανείς τόν Κύριο, θά δεῖ τόν Κύριο, θά δεχθεῖ στήν ἀγκάλη τῆς καρδιᾶς του τόν Κύριο.
Θά πεῖτε βέβαια «ἐμεῖς κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ». Κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος, ἀλλά πόσοι ὅμως ἔχουμε ἀληθινή κοινωνία; Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι, ὅταν κάποτε φωτισθεῖ κανείς, τότε καταλαβαίνει πόσο ἐπιπόλαια καί πρόχειρα καί ἐξομολογιόταν καί προσευχόταν καί μελετοῦσε καί κοινωνοῦσε. Ἀλλά βλέπει συγχρόνως ὅτι ὁ Θεός δέν συνερίζεται τόν ἄνθρωπο, δέν τόν ἀποπαίρνει, ἀλλά περιμένει νά ἔλθει ἡ ὥρα πού θά φωτισθεῖ καί θά καταλάβει.
Νά παρακαλέσουμε τόν Θεό νά μᾶς ἀξιώσει νά δεχθοῦμε τόν Χριστό μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς καρδιᾶς μας, καί ὅταν τελειώσει ἐδῶ ἡ ζωή μας, καί φύγουμε ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, νά πᾶμε ἐκεῖ πού πῆγε ὁ ἅγιος Συμεών, ἐκεῖ πού πῆγαν καί ὅλοι οἱ ἅγιοι καί πού εἶναι ὅ,τι καλύτερο. Καμιά σύγκριση δέν μπορεῖ νά γίνει τῆς ἐκεῖ ζωῆς μέ τήν ἐδῶ. Καμία, καμία. Ἀκόμη, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, δέν μπορεῖ νά γίνει σύγκριση τῆς ἐκεῖ ζωῆς μέ τή ζωή σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο τοῦ πιό ἁγίου, ὁ ὁποῖος εἶναι μέσα στή Χάρι τοῦ Θεοῦ. Καμιά σύγκριση δέν μπορεῖ νά γίνει.
Εἴθε ὁ Θεός νά μᾶς ἀξιώσει νά τόν βροῦμε, πρίν φύγουμε ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί νά φύγουμε, βέβαια ἀφοῦ τόν βροῦμε. Καί φυσικά δέν θά φύγουμε χωρίς ἐκεῖνον. Μ᾿ ἐκεῖνον θά φύγουμε καί μ᾿ ἐκεῖνον καί μέ ὅλους τούς ἁγίους θά εἴμαστε αἰώνια. Ἀμήν.
2-2-1988
* Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο «Θέλεις νά ἁγιάσεις;» Α’ ἔκδ.