Τῆς ἁγίας μάρτυρος Σεβαστιανῆς
Ἀπόψε ἔχουμε τή μνήμη τοῦ ἁγίου μεγαλομάρτυρος Ἀρέθα καί τῆς ἁγίας μάρτυρος Σεβαστιανῆς. Λαμβάνοντες ὑπ᾿ ὄψιν γενικῶς τά μαρτύρια καί παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτά πού γράφει τώρα ἐδῶ ὁ Συναξαριστής γιά τήν ἁγία μάρτυρα Σεβαστιανή, μοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Θεός θέλει νά ποῦμε περίπου τά ἑξῆς. Νομίζω ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀναγινώσκουν τά συναξάρια, ὅσοι τά ἀκοῦν, λαμβάνουν μιά κάποια γνώση, ἀλλά ἴσως μένουν καί μέ μιά ἀπορία. Καί ἔχω καί ἕναν φόβο μήπως δέν τά καταλαβαίνουμε τελικά σωστά ὅλα αὐτά πού λέγονται.
Ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ καί θά μποροῦσε νά κάνει τό ὅλο ἔργο του διαφορετικά. Ἀλλά, ἄν τό ἔκανε διαφορετικά, θά ἔμοιαζε ὅτι τό ἔργο του νά εἶναι ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα καί λίγο φανταστικό. Οἱ ἄνθρωποι μέ τή φαντασία τους ὅ,τι θέλουν σκέφτονται, ὅ,τι θέλουν λένε καί ὅ,τι θέλουν νομίζουν. Καί δέν μποροῦν νά πιστέψουν σωστά, γιατί πιό πολύ περνοῦν στήν περιοχή τῆς μαγείας, σκεπτόμενοι ἀκαθόριστα καί φανταστικά πράγματα· ὄχι πραγματικά.
Ὁ Κύριος ὅμως ἀληθινά ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔζησε, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, προσγειωμένα, ἔζησε πολύ μέσα στήν πραγματικότητα. Γεννήθηκε στό σπήλαιο, ἔζησε μαζί μέ τόν θετό πατέρα του, μέ ἕναν μαραγκό, καί πήγαινε καί ἐρχόταν ὅπου εἶχε δάσος γιά νά κόβουν ξύλα καί νά τά δουλεύουν. Ἔζησε πολύ πραγματικά.
Καί μετά, πηγαίνει μέ τά πόδια πάνω κάτω –Θεός ὤν– καί κουράζεται ὅπως κουράζεται κάθε ἄνθρωπος. Ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης: Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοποιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ. Ἐκεῖ στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ εἶχε κουραστεῖ καί κάθισε. Καί τό κάνει αὐτό, τό νά πηγαίνει μέ τά πόδια. Ἐνῶ Θεός ὤν θά μποροῦσε νά μήν τό κάνει. Δέν μποροῦσε νά πεῖ στούς ἀποστόλους: «Πηγαίνετε καί θά συναντηθοῦμε ἐκεῖ στό φρέαρ»; Καί αὐτός, χωρίς νά περπατήσει, νά βρεθεῖ ξαφνικά ἐκεῖ στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ.
Ὅπως ἄλλη φορά τό ἔκανε. Τό ἔκανε μόνο μέ τήν ἔννοια νά δείξει ὅτι μποροῦσε νά κάνει ἔτσι, ἀλλά κατά τά ἄλλα ζεῖ ἔτσι ὅπως ζεῖ κάθε ἄνθρωπος. Ὅπως καί μποροῦσε νά θεραπεύσει ὅλους τούς ἀσθενεῖς, καί νά θεραπεύει μέχρι σήμερα ὅλους τούς ἀσθενεῖς. Δέν τό κάνει ὅμως. Θεράπευσε βέβαια, γιά νά καταλάβουμε ὅτι καί αὐτό μπορεῖ νά τό κάνει –δηλαδή ὅλους μπορεῖ νά τούς θεραπεύσει– ὅτι ὄντως εἶναι Κύριος καί τοῦ θανάτου καί τῆς ζωῆς καί τῶν ἀσθενειῶν καί τῶν πάντων. Ζεῖ λοιπόν πολύ πραγματικά ὁ Χριστός.
Ὕστερα βλέπουμε στή ζωή τῶν μαρτύρων πού τόν ἀκολουθοῦν, πού τόν πιστεύουν, αὐτή τήν συνύπαρξη τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρώπινου. Λέει τό συναξάρι γιά τήν ἁγία Σεβαστιανή ὅτι ὁ ἡγεμόνας Σέργιος τήν ἔστειλε στόν ἡγεμόνα τῆς Ἡρακλείας. Κάνει ἐντύπωση ἐδῶ τώρα αὐτό πού λέει σχετικά τόν ἄγγελο. Τότε ἄγγελος Κυρίου ἐφάνη εἰς αὐτήν καί εἶπεν, ἔχε θάρρος θύγατερ, διότι ὅταν μέλλῃς νά παρασταθῇς εἰς τόν ἡγεμόνα ἐγώ θά εἶμαι μετά σοῦ.
Ὅπως καί ὁ Χριστός μποροῦσε νά μήν ἀφήσει τόν ἑαυτό του νά τόν συλλάβουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἀρχιερέως, νά τόν πάνε στόν Πιλάτο καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν σταυρό. Δέν τό ἔκανε ὅμως· δέν τό ἔκανε. Ὅλο τό σωτηριολογικό ἔργο του θά γινόταν ἀκριβῶς μέ τό νά τά δεχθεῖ αὐτά τά παθήματα, τά μαρτύρια, καί ὄχι μέ τό νά γλιτώσει ἀπό αὐτά.
Ἀπό τό ἕνα μέρος ἐπεμβαίνει κατά θαυμαστό τρόπο ὁ Θεός, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅμως ἀφήνει τούς μάρτυρες σάν νά εἶναι ἕρμαια
Βλέπουμε ὅτι σέ ὅλη τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει πάντοτε καί τό θαῦμα: Ὁ Κύριος θαυμαστῶς συνελήφθη, θαυμαστῶς ἐγεννήθη, θαυμαστῶς κάποια φορά ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπό τούς Ἰουδαίους –δέν μπόρεσαν οὔτε νά τό καταλάβουν πῶς τούς ξέφυγε– θαυμαστῶς περπάτησε στή θάλασσα. Συνέχεια ὑπάρχει ἡ παρουσία ἡ θεϊκή καί τά θαύματα. Ἀλλά ὅμως ὁ Κύριος δέν ζεῖ διαρκῶς ἔτσι. Ζεῖ ὡς πραγματικός ἄνθρωπος.
Ἔτσι ἐδῶ, στήν περίπτωση τῆς ἁγίας Σεβαστιανῆς, ἐμφανίζεται ὁ ἄγγελος, τῆς λέει τί τῆς λέει, ἀλλά δέν τή σώζει ἀπό τά μαρτύρια. Ἐμεῖς θά θέλαμε –πῶς τά καταλαβαίνουμε δηλαδή ἐμεῖς τώρα– νά τή σώσει ἀπό αὐτά. Καθώς οἱ στρατιῶτες τήν πήγαιναν στόν ἡγεμόνα, θά θέλαμε ὁ ἄγγελος νά τούς τυφλώσει, νά τούς μαρμαρώσει, κάτι νά γίνει, ὥστε νά ξεφύγει ἡ κόρη αὐτή, καί νά μείνουν ἐκεῖνοι σκέτοι. Ὄχι· δέν γίνεται ἔτσι. Ἡ ἁγία θά παλαίψει ἐκεῖ. Τῆς λέει ὅμως ὁ ἄγγελος: «Μή φοβᾶσαι· νά ἔχεις θάρρος. Ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου». Αὐτά ὅλα πρέπει νά τά καταλάβουμε σωστά· δέν γίνεται ἀλλιῶς.
Αὐτή τήν ἀντινομία τή βλέπουμε στή ζωή γενικῶς ὅλων τῶν ἁγίων, ἀλλά εἰδικότερα ἐδῶ στούς μάρτυρες. Ἀπό τό ἕνα μέρος ἀφήνει ὁ Θεός τούς ἁγίους του σάν νά εἶναι ἕρμαια, σάν νά εἶναι ἀφημένοι στήν τύχη. Καί τούς συλλαμβάνουν οἱ ἄνθρωποι, καί τούς βασανίζουν καί τούς κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἐπεμβαίνει ὁ Θεός –ἀνάλογα πῶς τό κανονίζει κάθε φορά– κατά θαυμαστό τρόπο. Τούς ρίχνουν στή φωτιά καί δέν καίγονται, τούς δημιουργοῦν πληγές πολλές καί θεραπεύονται. Οἱ πληγές ὅμως γίνονται, ἡ φωτιά, πού τούς ρίχνουν ἐκεῖ μέσα, ὑπάρχει.
Ἕνα πού θέλω νά προσέξουμε τώρα εἶναι αὐτό. Καί ἕνα ἄλλο. Μοῦ φαίνεται ὅτι καλό θά εἶναι νά τό ποῦμε ἀπόψε. Κάποια φορά χρειάστηκε νά ἀναφερθῶ στίς ἀρρώστιες πού περνοῦν οἱ ἄνθρωποι, καί εἶπα ὅτι ἄλλοι μέν ἀρρωσταίνουν καί περνοῦν δυσκολίες, κυρίως ἀπό τίς ἀσθένειες, στά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους. Ἄλλοι στό τέλος.
Γνωρίζω ἐγώ ἀνθρώπους πού σέ ὅλη τους τή ζωή οὐδέποτε πῆραν φάρμακο, οὐδέποτε ἀρρώστησαν καί στό τέλος τῆς ζωῆς τους σάν νά ἦρθαν ὅλα μαζεμένα. Καί ὁρισμένοι σέ ὅλη τους τή ζωή εἶναι ἄρρωστοι ἀπό λίγο· καί στά παιδικά τους χρόνια καί στά νεανικά καί στά πρῶτα χρόνια τῆς ἐνηλικιώσεως καί ἀργότερα καί μέχρι τέλους.
Θά ἔλεγα λοιπόν ὅτι γιά κάποιους λόγους ἐμᾶς σήμερα φαίνεται πώς ὁ Θεός δέν μᾶς κρίνει ἀξίους νά σηκώσουμε τέτοιου εἴδους μαρτύρια ὅπως αὐτό τῆς ἁγίας Σεβαστιανῆς καί, κατά κάποιον τρόπο, μᾶς γλίτωσε ἀπό αὐτά γιά πάντα. Πολύ σπάνια, πολύ μοναδική θά εἶναι μιά περίπτωση νά πέσει κανείς σέ κακούς ἀνθρώπους καί πάλι ὄχι νά βασανισθεῖ ὡς χριστιανός, ἀλλά νά ὑποφέρει, νά ζοριστεῖ, μόνο ἐπειδή αὐτοί εἶναι κακοί. Ἑπομένως, ὁ Κύριος δέν μᾶς κρίνει ἀξίους τοιούτων μαρτυρίων, τά ὁποῖα κρατοῦν γιά λίγο, ἀλλά εἶναι μαρτύρια.
Εἶναι ἕνα μαρτύριο νά καταξεσχίζουν τίς σάρκες σου καί χωρίς τήν παραμικρή συμπόνοια νά σέ βασανίζουν. Οὔτε τά θηρία δέν κάνουν ἔτσι ὅπως κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν βάζουν τήν ὅλη τέχνη τους καί τήν ὅλη μυαλοσύνη τους, στό νά βασανίζουν ὅσο γίνεται χειρότερα. Ἕνα θηρίο θά φάει τό θήραμά του, ἀλλά δέν τό βασανίζει.
Μᾶς θεωρεῖ ἀνάξιους, φαίνεται, ὁ Θεός καί οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα ὥστε ἐμεῖς –ὅσοι θέλουμε νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ– νά ἔχουμε ἐν σχέσει μέ τά μαρτύρια αὐτά τῶν μαρτύρων τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, ἕνα μαρτύριο πολύ πιό ὑποφερτό. Σήμερα ὅ,τι μαρτύριο κι ἄν ἔχει κανείς, εἶναι πολύ πιό ἀνεκτό.
Εἴτε εἶναι ἀσθενής κανείς –εἶναι μαρτύριο μιά ἀσθένεια· προπαντός ὅταν τή δέχεσαι καί δέν ἀντιδρᾶς, δέν γογγύζεις, καί φρονεῖς ὅτι, γιά νά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ἔρθει, σοῦ χρειαζόταν– εἴτε ἔχει ἄλλα μαρτύρια βαθύτερα, πνευματικότερα, πού καμιά φορά πονοῦν πιό πολύ ἀπό μιά ἀσθένεια.
Κυρίως δηλαδή ὅλα αὐτά πού λέγαμε καί χθές τό βράδυ. Γιά νά ἐκπορθήσει, τρόπον τινά, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τό φρούριο, τό ὀχυρό πού ἔχουμε μέσα μας, θά πονέσουμε. Ἀνάλογα μέ τήν ἀντίσταση πού ἀφήνουμε νά ἔχει ὁ παλαιός ἄνθρωπος μέσα μας, θά πονέσουμε καί τώρα καί ἀργότερα καί τοῦ χρόνου. Κρατάει δηλαδή ἕνα τέτοιο μαρτύριο –καθώς δέν ὑπάρχουν τά μεγάλα μαρτύρια– ὅσο ὁ Θεός ξέρει, ἀκόμη καί χρόνια· ἄν καί ἔχουμε πεῖ ὅτι ἡ διάρκεια ἐξαρτᾶται ἀπό τή στάση τῆς ψυχῆς.
Νά παρακαλέσεις τόν Θεό νά σοῦ δώσει πίστη, ὥστε νά μή χρειάζεται νά πάθεις γιά νά πιστέψεις. Ὁπότε πιστεύεις ἐσύ, ἀλλά πιστεύεις εἰλικρινά, ὄχι ἀπό φόβο μήν πάθεις, ἀλλά γιατί τόν ἀγαπᾶς τόν Θεό. Ἄν δέν ἀνοίξει ὁ Θεός αὐτόν τόν δρόμο, ἄν δέν γλυκάνει τήν ψυχή νά ξεσηκωθεῖ ἀπό μέσα ἡ ἀγάπη τῆς ψυχῆς νά ἀνταποκριθεῖ, δέν θά ἔχεις ἀληθινή πίστη. Τό κάνει ὁ Θεός, ὅμως σέ ἐλάχιστες ψυχές· ἐκεῖνος ξέρει σέ ποιές.
Πάντως, ὑπάρχει καί αὐτή ἡ δυνατότητα· ὄχι σώνει καί καλά νά χρειάζεται νά πάθει κανείς γιά νά πιστέψει ἀληθινά. Ἕνας, γιά παράδειγμα, παθαίνει δέκα πράγματα. Ἕνας ἄλλος, γιά τόν ἴδιο λόγο, μπορεῖ νά πάθει μόνο τά ὀκτώ ἤ μπορεῖ νά πάθει μόνο τά ἕξι. Τά ἄλλα δέν τά περνάει. Ἐπειδή ἀνταποκρίθηκε πλήρως καί ἔτρεξε πίσω ἀπό τόν Κύριο, ἦρθε ἡ χάρη, καί δέν χρειάστηκε νά πονέσει καί νά ξαναπονέσει. Νά ποῦμε ὅμως πώς αὐτό, τό ὅτι δηλαδή τά διάφορα παθήματα εἶναι τό μαρτύριο, τό ὁποῖο κρατάει.
Ὅταν ἀπογυμνωθεῖ κανείς πλήρως, βλέπει ὅτι δέν γινόταν ἄν δέν πάθαινε
Καί ὀφείλουμε, παρακαλῶ, τά πάρουμε τά πράγματα ὅπως εἴπαμε, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν ὅλα τά μαρτύρια καί παίρνοντας ἀφορμή καί ἀπό αὐτά πού εἶπε ὁ ἄγγελος στήν ἁγία Σεβαστιανή. Ὅπως ἤδη τό εἴπαμε, εἶναι ὁ ἄγγελος μαζί της καί τήν ἐνθαρρύνει, ἀλλά ὄχι γιά νά γλιτώσει τό μαρτύριο, ἐνῶ μπορεῖ νά τή γλιτώσει. Θά μποροῦσε νά τῆς πεῖ: «Ἄσε, δέν θά σέ ἀφήσω ἐγώ νά πᾶς. Θά σέ σκεπάσω, θά σέ κρύψω ἐγώ, δέν θά τούς ἀφήσω νά σοῦ κάνουν τίποτε». Ἀντίθετα ὅμως, σάν νά μήν μπορεῖ αὐτά ὁ ἄγγελος νά τά κάνει, λέει στήν ἁγία: «Θά πᾶς ἐκεῖ, ἀλλά θά εἶμαι μαζί σου». Ὅλα τά μπορεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ εἶναι ὄργανο τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά μπορεῖ ὁ Θεός· νά μᾶς προλάβει, νά μᾶς γλιτώσει ἀπό κάτι, νά μήν πάθουμε κάτι. Δέν ἔρχεται ὅμως χωρίς παθήματα ἡ σωτηρία στήν ψυχή. Ἄλλωστε, ξέρουμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔπαθε.
Καί νά μήν σπεύσουμε νά ποῦμε πάλι: «Γιατί νά τά κανονίσει ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε νά χρειάζεται νά ὑποφέρει κανείς;» Τό θέμα εἶναι ὅτι δέν σώζεται κανείς ἀλλιῶς· δέν ὑπάρχει ἄλλος λόγος. Δέν χαίρεται ὁ Θεός νά μᾶς βλέπει νά παιδευόμαστε. Δέν σώζεται κανείς ἀλλιῶς. Τέτοιο ἀγύριστο κεφάλι εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού χρειάζεται νά πάθει. Καί ὁ καθένας πείθεται σιγά-σιγά γι᾿ αὐτό.
Γι᾿ αὐτό ἐγώ ἀπορῶ, ὅταν κάποιες ψυχές μοῦ λένε: «Δέν καταλαβαίνω σέ τί φταίω καί γι᾿ αὐτό παθαίνω». Καί ἕως ὅτου νά τό καταλάβει κανείς αὐτό, θά παιδεύεται. Τό ὅτι δέν τό καταλαβαίνει σημαίνει ὅτι ἔχει ἀκόμη κρυψώνα μέσα του· κάτι κρύβεται, κάτι δέν θέλει νά δεῖ. Ὅταν ἀπογυμνωθεῖ κανείς πλήρως, τότε τό βλέπει, τό καταλαβαίνει, ὅτι δέν γινόταν νά ἐρχόταν στήν ψυχή του σωτηρία, ἄν δέν πάθαινε.
Δέν ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος εὔκολα. Εἶναι ἀγύριστο κεφάλι, εἶναι σκληρό καρύδι ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας· ὄχι γιά κάποιον ἄλλο λόγο. Ἀλλά πάλι, μήν πεῖ κανείς: «Ἀφοῦ γεννηθήκαμε ἁμαρτωλοί, τί νά κάνουμε;». Ὄχι, ὄχι. Ὁ Κύριος πέθανε καί θανάτωσε τήν ἁμαρτία, θανάτωσε τόν παλαιό ἄνθρωπο δυνάμει γιά τόν καθένα μας. Ἅμα πᾶς, λοιπόν, στόν Χριστό μέ πλήρη ἐμπιστοσύνη καί πεῖς: «Ξέρεις ἐσύ, Κύριε. Ὅ,τι κι ἄν πεῖς τό δέχομαι, Θεέ μου, καί ἄς μήν τό καταλαβαίνω», τότε σέ ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός. Ἀλλά δέν πείθεσαι· δέν πείθεσαι νά τό κάνεις αὐτό.
Μερικές φορές διαβάζω κανένα σημείωμα –διάβαζα καί σήμερα ἕνα– καί τί ὡραῖα πού τά λέει ἡ ψυχή πού γράφει! Πολύ ὡραῖα! Στό τέλος ὅμως βάζει μιά φράση, πού δείχνει ὅτι δέν κατάλαβε ἀκόμη καλά τά πράγματα.
Ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ περί ψυχῆς μέ κάποιον μαθητή του, ἐκεῖ πού εἶναι στή φυλακή καί περιμένει νά πιεῖ τό κώνειο, ὅταν τελειώνει ὅλη ἡ συζήτηση –Τί ὡραῖα! Ὅλα περί ψυχῆς– λέει στόν μαθητή του: «Τώρα πού φεύγεις, πήγαινε νά κάνεις καί καμιά θυσία στόν Ἀσκληπιό».
Ὅλα καλά καί ὡραῖα, ἀλλά στήν ἐποχή πού ζοῦσε καί μεσουρανοῦσε ἡ εἰδωλολατρία, δέν μποροῦσε νά ξεφύγει ἀπό αὐτήν. Ὅσο κι ἄν ἦταν ἰσχυρό πνεῦμα καί μποροῦσε νά καταλάβει πολλά πράγματα, μπλούμ, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, πάλι ἔπεσε μέσα σ᾿ αὐτήν. Νά, ἔτσι σέ μερικούς συμβαίνει.
Θά κουραστεῖς πολύ, θά πονέσεις πολύ, ἕως ὅτου νά σέ ἐλευθερώσει ὁ Θεός
Τήν ὥρα πού κάποιος σκέφτεται ὡραῖα, τά λέει καί τά γράφει καί τά διαβάζεις καί λές: «Τί γίνεται ἐδῶ; Πόσο καλά τά λέει!», σημειώνει ἤ λέει μιά φράση πού δείχνει ὅτι δέν συνεννοούμαστε. Ὅπως συμβαίνει μέ ὁρισμένους ψυχοπαθολογικούς τύπους, πού, ἐνῶ μιλοῦν πολύ λογικά καί λές: «Εἶναι δυνατόν νά εἶναι αὐτός ἄρρωστος;», πετάει ἕνας τέτοιος τύπος μιά κάποια φράση καί ἀκριβῶς δείχνει τό στίγμα του, δείχνει δηλαδή ποιός εἶναι στήν πραγματικότητα. Τότε καταλαβαίνεις ἀμέσως ὅτι, ἐνῶ φαινόταν πώς εἶναι τόσο καλά, τελικά δέν εἶναι· τσούπ, πετάχτηκε ἀπό μέσα του τό ἄρρωστο πράγμα».
Ἡ ἐγωιστική διάθεση, ἡ φιλαυτία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, καραδοκεῖ νά ἁρπάξει, νά καταβροχθίσει ἀκόμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Τό ζεῖς καί τό ὁμολογεῖς: «Τί ὡραῖα πού εἶναι ὅταν ἔχεις τή χάρη!» Καί ὅμως ὅλη αὐτή ἡ εὐχαρίστηση πού νιώθεις, ἡ ὅλη χαρά πού νιώθεις –εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ βέβαια– ἐσύ τή ζεῖς πιό πολύ σάν φίλαυτος ἄνθρωπος, παρά σάν ἐλεύθερος ἀπό τή φιλαυτία. Γι᾿ αὐτό ἀκόμη πολύ θά κουραστεῖς, πολύ θά πονέσεις, ἕως ὅτου νά σέ ἐλευθερώσει ὁ Θεός ἀπό τή φιλαυτία. Ὄχι γιατί χρειάζεται σώνει καί καλά ἔτσι νά γίνει, ἀλλά γιατί δέν ἐλευθερώνεσαι ἀλλιῶς.
Καί ἐγώ νομίζω ὅτι βοηθάει πολύ, πάρα πολύ ἡ ὑπακοή. Ὅποιος κάνει μιά ἁπλή ὑπακοή, χωρίς κρατούμενα μέσα του, ἐλευθερώνεται ἀπό τόν ἑαυτό του. Δέν σημαίνει βέβαια ὅτι κάνοντας ὑπακοή ἀμέσως κιόλας καταλαβαίνει κανείς –ὁ ἄνθρωπος εἶναι στό σκοτάδι– ἀλλά κάνοντας ὑπακοή, καθώς δέν κινδυνεύει νά πλανηθεῖ ἀπό τόν ἑαυτό του, σιγά-σιγά θά λυτρωθεῖ.
Κάπως ἔτσι. Ὑποθέτω ὅτι ἦταν χρήσιμα αὐτά. Νομίζω ὅτι ἤθελε ὁ Θεός ἔτσι νά τά ποῦμε. Καί τώρα, καθώς τά ἀκούσαμε, μένει στόν καθένα μας τό πῶς θά τά δεχτοῦμε καί πῶς θά ἀνταποκριθοῦμε. Κυρίως νά προσέξουμε τά κρατούμενα πού ἔχουμε μέσα μας.
Γιά σκεφτεῖτε τί θά ἔκανε τώρα ὁ καθένας ἀπό μᾶς, ἐάν ὄντως συναντούσαμε τόν Χριστό καί ὄχι ἁπλῶς τόν συναντούσαμε –πόσοι καί πόσοι τόν συνάντησαν, ὅμως δέν βγῆκε τίποτε– ἀλλά ἐρχόταν μέσα μας αὐτό τό μυστικό βίωμα: «Βρῆκα τόν Θεό μου, καί μέ βρῆκε ὁ Θεός μου». Ἀπό κεῖ καί πέρα εἶναι ὅλα ἕνα τίποτε, καί ἀκολουθεῖς τόν Χριστό. Ἔχουμε τέτοιο κουράγιο μέσα μας;
Ἀκοῦμε τά πιό ἀληθινά, τά πιό χρήσιμα, καί τά πιό καλά πράγματα, ἀλλά πάντοτε ὅμως ἔχοντας κρατούμενα μέσα μας. Δέν τά ἀφήνουμε αὐτά νά μᾶς ἐπηρεάσουν, ἤ μᾶλλον δέν ἀφήνουμε τήν ψυχή μας νά ἐπηρεαστεῖ ἀπό αὐτά. Ὄχι· τήν κρατοῦμε, δηλαδή ἡ φιλαυτία κρατάει τήν ψυχή μας σέ ἀπόσταση ἀπό αὐτά.
Ὅπως μιά μάνα κρατάει τό παιδί της μήν τυχόν φύγει, ἐνῶ πρέπει ἤ γιά σπουδές ἤ γιά ἐργασία νά φύγει. Θέλει τό καλό τοῦ παιδιοῦ της, ἀλλά ὅμως, ὅταν, μέ τό νά πάει νά βρεῖ τό παιδί τό καλό του –πού τό θέλει καί ἡ ἴδια της– κατά κάποιον τρόπο τό χάνει, τότε δέν τό ἀφήνει· καί δέν βλέπει οὔτε τό καλό του οὔτε τίποτε. Εἶναι μερικές μανάδες πού κάπως ἔτσι σκέφτονται.
Ἡ φιλαυτία πού ἔχουμε μέσα μας λοιπόν κάπως ἔτσι σκέφτεται: Μήν τυχόν μᾶς χάσει, γιά νά μή χαθεῖ καί αὐτή. Νά προσέξουμε, παρακαλῶ, καί νά ἀρχίσουμε νά γινόμαστε ἀληθινοί. Ἀληθινά νά πιστέψουμε στόν Χριστό, ἀληθινά νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀληθινά νά ἀνταποκριθοῦμε καί νά ἀφεθοῦμε στά χέρια του. Καί ἐκεῖνος θά μᾶς τά μάθει ὅλα.
24-10-2001