Κυριακοδρομιο
A+
A
A-

109. Κυριακή Η’ Λουκᾶ (10, 25-37) Ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου

Κυριακή Η’ Λουκᾶ

(10, 25-37)

 

Ἡ παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου

 

Καί στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή, ὅπως καί ἄλλες φορές, ἔχουμε κάποιον _νομικό τόν χαρακτηρίζει τό Εὐαγγέλιο_ ὁ ὁποῖος, ὅπως προσθέτει πάλι ὁ εὐαγγελιστής, ἔρχεται καί ἐρωτᾶ τόν Κύριο τί νά κάνει γιά νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή.

 

Ὁ νομικός καί οἱ ἐπιφυλάξεις του

 

Ὁπωσδήποτε ἐνδιαφέρεται γιά τήν αἰώνια ζωή αὐτός ὁ νομικός, βαθύτερα ὅμως φρονεῖ ὅτι εἶναι δύσκολα τά πράγματα, εἶναι μπερδεμένα, δέν εἶναι ξεκαθαρισμένα καί ἐπίσης πιστεύει _γι᾿ αὐτό καί ἔρχεται μέ πειρακτική διάθεση στόν Κύριο_ πιστεύει ὅτι καί ὁ Κύριος δέν μπορεῖ νά τοῦ τά ξεκαθαρίσει.

Ὑπάρχουν πάντοτε τέτοιοι ἄνθρωποι ὁ ὁποῖοι ἔχουν βέβαια μιά γενική πίστη, ἔχουν μιά κάποια ἀναφορά στόν Θεό, δέν εἶναι ἐντελῶς ξένοι πρός αὐτά ἀλλά δέν πιστεύουν ὅτι εἶναι ξεκαθαρισμένα τά πράγματα, δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει ἄνθρωπος πού ξέρει ἀκριβῶς τί πρέπει νά κάνει καί ἑπομένως σίγουρα νά κληρονομήσει τήν αἰώνια ζωή.

«Ἐκπειράζων» λοιπόν, ὅπως λέει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής, «τὸν Ἰησοῦν» (στ. 25) αὐτός ὁ νομικός, τοῦ θέτει αὐτήν τήν ἐρώτηση. Καί ὁ Κύριος, ἀκριβῶς ἐπειδή καταλαβαίνει μέ ποιόν ἔχει νά κάνει, τόν παραπέμπει στόν νόμο· δηλαδή σάν νά θέλει νά τοῦ πεῖ· μήν τά ἔχεις ἔτσι μεσ᾿ στό μυαλό σου ὅτι δέν γράφτηκαν καλά τά πράγματα, δέν διατυπώθηκαν καλά, ὅτι εἶναι μπερδεμένα καί ἑπομένως δέν ξέρεις τί πρέπει νά κάνεις. Τόν παραπέμπει λοιπόν στόν νόμο.

«Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται, πῶς ἀναγινώσκεις;» (στ. 26) Καί ὅπως ὁ Κύριος εἶπε, ἀπήντησε ὀρθῶς. Ἐγνώριζε τόν νόμο ἀλλά σάν νά μήν τοῦ ἔφθαναν αὐτά πού ἔγραφε ὁ νόμος. Πάλι δηλαδή ἔμενε μπερδεμένος. Σήμερα ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἁπλῶς τήν Παλαιά Διαθήκη, τόν Μωσαϊκό νόμο, ἀλλά ἔχουμε τό Εὐαγγέλιο, πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ καί εἶπε ὅλα ὅσα μᾶς χρειάζονται. Καί ὅμως εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θρησκεύουν μέν ἀλλά δέν πιστεύουν βαθύτερα ὅτι ὅ,τι χρειαζόταν νά μᾶς πεῖ ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε, ὅσο χρειαζόταν νά μᾶς τά ξεκαθαρίσει, μᾶς τά ξεκαθάρισε καί εἶναι πολύ καθαρό καί πολύ σαφές αὐτό τό ὁποῖο πρέπει νά κάνουμε γιά νά κερδίσουμε τήν αἰώνια ζωή.

Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος ἔχει τίς ἐπιφυλάξεις, ἔχει τά κρατούμενα, πάντοτε ἔχει τό ῾῾ἀλλά᾿᾿, ῾῾ὅμως᾿᾿, ῾῾ναί μέν ἔτσι τά λέει ὁ Θεός, ἔτσι τά λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅμως κάτι λείπει᾿᾿.

Ἐδῶ ὁ νομικός αὐτός ἀπήντησε ὀρθῶς τί λέει ὁ νόμος· «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (στ. 27). Τί ἄλλο χρειάζεται νά ξέρει κανείς γιά νά κάνει ἀκριβῶς αὐτό πού πρέπει νά κάνει καί ν᾿ ἀνοίξει ὁ δρόμος γιά τήν αἰώνια ζωή, τήν ὁποία αἰώνια ζωή θ᾿ ἀρχίσει ἀπό δῶ νά τήν ἀπολαμβάνει, θ᾿ ἀρχίσει ἀπό δῶ νά τήν γεύεται, νά τήν νιώθει; Τί ἄλλο θέλει κανείς; Ὅλα ἐδῶ μέσα περιέχονται.

Καί ὁ Κύριος τοῦ εἶπε «Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσει» (στ. 28)· νά κάνεις ἀκριβῶς αὐτό πού εἶπες καί θά ζήσεις. Θά ζήσεις, δηλαδή θ᾿ ἀρχίσεις νά μετέχεις τῆς αἰωνίου ζωῆς, θ᾿ ἀρχίσεις νά αἰσθάνεσαι μέσα σου σπέρματα αὐτῆς τῆς αἰωνίου ζωῆς καί θά ἔχεις ἔτσι τήν ἐλπίδα γιά τήν αἰώνια ζωή. «Τοῦτο ποίει καὶ ζήσει».

 

Σπεύδει ὁ ἄνθρωπος νά αὐτοδικαιωθεῖ

 

«Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;» (στ. 29) «Ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτόν». Ὁ καθένας κι ὁ πιό καλός χριστιανός, κάπου ἐδῶ σκαλώνει, ἄν θέλετε νά τό ποῦμε ἔτσι, κάπου ἐδῶ παγιδεύεται, καί φυσικά ἀκριβῶς αὐτή ἡ φράση ἐδῶ δείχνει καί τόν βαθύτερο λόγο, τόν βαθύτερο σκοπό πού ρώτησε ὁ νομικός αὐτός τόν Κύριο τί νά κάνει γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή.

Σπεύδει ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος νά δικαιωθεῖ. Ἐνῶ δηλαδή ὅλα τά ἔχει ἐνώπιόν του, ὅλα μπορεῖ νά τά γνωρίζει, νά ξέρει ἀκριβῶς τί πρέπει νά κάνει καί νά μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, διότι δέν λέει ποτέ ὁ Θεός νά κάνουμε πράγματα πού δέν μποροῦν νά γίνουν· ὡστόσο ἔχει τίς ἐπιφυλάξεις του, ἔχει τά κρατούμενα, ἀκριβῶς διότι δικαιώνει τόν ἑαυτό του καί δέν ἔχουμε προσέξει αὐτό τό σημεῖο.

Καί ὁ πιό ἄς ποῦμε ἀμόρφωτος καί ἀγράμματος χριστιανός, ἄν θέλετε καί ὁ πιό-πιό μορφωμένος καί ἐκεῖνος πού εἶναι στίς πιό ὑψηλές τάξεις κι ἐκεῖνος πού εἶναι στίς πιό χαμηλές, ἐάν ἔρθει μέ ταπείνωση, ἐάν ἔρθει μέ ἁπλότητα, ἐάν ἔρθει μέ πίστη, ὅτι ὁ Θεός ξέρει τί κάνει, ξέρει τί λέει, δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός μπερδεμένους, δέν μᾶς ἀφήνει σέ κατάσταση συγχύσεως καί ἀγνοίας, ὥστε νά μήν ξέρουμε τί γίνεται, αὐτός βρίσκει τήν ἀλήθεια.

Πιστεύει κανείς ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, εἶναι ὅλος ἀγάπη, καί θέλει ὄντως νά μᾶς σώσει καί ἔχει κάνει καί κάνει ὅ,τι χρεάζεται γιά νά μᾶς σώσει. Ὅποιος ἔρθει ἔτσι μέ ἁπλότητα, μέ ταπείνωση, μέ αὐτήν τήν πίστη, μέ αὐτήν τήν βεβαιότητα καί δέν ἔχει κρατούμενα μέσα του, ῾῾ναί, ἀλλά ἔπρεπε κι ἐκεῖνο· ναί, ἀλλά τό ἄλλο δέν τό ξέρω· ναί, ἀλλά…᾿᾿ καμιά φορά κανείς φθάνει καί μέχρι τοῦ σημείου νά πεῖ ὅτι γιά τούς ἄλλους φροντίζει ὁ Θεός, γιά μένα δέν φροντίζει, ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁπλός καί ταπεινός δέν μπερδεύεται.

 

Ποιά στάση ἔχουμε πάρει ἔναντι τοῦ Θεοῦ;

 

Αὐτήν τήν ὥρα θά παρακαλοῦσα ὅλοι μας νά ρίξουμε μιά ματιά στόν ἑαυτό μας καί νά θέσουμε ἕνα ἐρώτημα· ἆραγε ἡ δική μας ἡ ψυχή στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μ᾿ αὐτήν τήν ἁπλότητα, μ᾿ αὐτήν τήν πίστη, μ᾿ αὐτήν τήν ταπείνωση, μ᾿ αὐτήν τήν βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει καί ξέρει τί κάνει καί τά εἶπε ὅλα καί θά τά πεῖ ὅλα καί δέν θά μᾶς ἀφήσει παραγκωνισμένους καί ὅπως ἀγαπάει τόν ἕνα, τόν ἄλλο, ἀγαπᾶ κι ἐμᾶς; Ἆραγε ἔχουμε αὐτήν τήν ἁπλότητα, εἶναι ἔτσι ἀνοικτός ὁ δρόμος ἤ ἔχουμε μέσα μας ὁ καθένας τά ὅποια κρατούμενα; ῾῾Καλά τά λέει τό Εὐαγγέλιο ἀλλά…᾿᾿ Ἄλλοι τό λένε καί ἀκούγεται ὅτι τό λένε. Ἄλλοι δέν τό λένε ἀλλά μέσα τους τό ἔχουν. Ἄλλοι δέν τό λένε ἄν θέλετε οὔτε στόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους ἀλλά τό ζοῦν ἔτσι. Νομίζουν ὅτι ὁ Θεός τούς παραθεωρεῖ, νομίζουν ὅτι ὁ Θεός δέν τούς ἀγαπάει αὐτούς· νομίζουν ὅτι ὁ Θεός τά ἔκανε ἔτσι τά πράγματα πού ἡ δική τους ἡ ψυχή εἶναι μπερδεμένη, πού ἡ δική τους ἡ ψυχή εἶναι παγιδευμένη, καί δέν ἰσχύουν γι᾿ αὐτούς ὅλα αὐτά τά ὁποῖα λέει τό Εὐαγγέλιο. Καί μένουν στήν ἄκρη καί μαραζώνουν καί ταλαιπωροῦνται.

Ψευτοαγωνίζονται, κοπιάζουν ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν1 καί δέν προχωράει ἡ ψυχή, μένει καθηλωμένη, ἐνῶ κανένας μας δέν ἐξαιρεῖται. Ὅλοι θά μπορούσαμε νά πιστεύουμε ἔτσι, νά τά δεχόμαστε ἔτσι τά πράγματα, νά βαδίζουμε τήν ὁδό αὐτή τῆς σωτηρίας καί νά νιώθουμε ὅλη αὐτή τήν σωτηρία μέσα μας, νά νιώθουμε ὅλη αὐτή τήν ζωή τήν αἰώνια μέσα μας, νά προχωροῦμε ὅλοι, νά ἔχουμε ἁγία ζωή ὅπως μᾶς θέλει ὁ Θεός, ὅπως μπορεῖ νά τό κάνει ὁ Θεός.

Ἔχουμε αὐτήν τήν βεβαιότητα; Πιστεύουμε ὅτι κι ἐμᾶς ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς ἁγιάσει, ἄσχετα τί εἴμαστε; Τά ξέρει αὐτά ὁ Θεός· δέν ξέρει τί εἴμαστε ὁ καθένας καί πῶς ἤρθαμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, πόσο βεβαρυμένοι ἤρθαμε ἀλλά καί τί κάναμε ἀπό κεῖ καί πέρα μέχρι σήμερα; Τά ξέρει ὅλα αὐτά ὁ Θεός. Παρά ταῦτα ὁ Θεός μᾶς βεβαιώνει μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιό του ὅτι μποροῦμε νά σωθοῦμε ὅλοι μας χωρίς ἐξαίρεση, νά ἁγιάσουμε ὅλοι μας χωρίς ἐξαίρεση.

Νά φύγουν ὅμως αὐτά τά κρατούμενα ἀπό τή μέση. Νά φύγουν αὐτές οἱ ἐπιφυλάξεις. Νά φύγει ἡ ὀλιγοπιστία ἤ ὅτι δέν τά ᾿κανε καλά ὁ Θεός. Δέν τό λέμε ἀλλά κάπως ἔτσι τό ζοῦμε. Ἄν πιστέψεις ἀκράδαντα ὅτι τά ᾿κανε ὁ Θεός καί γιά τή δική σου ψυχή ἔτσι πού δέν γίνεται καλύτερα καί τελειότερα, καί ν᾿ ἀρχίσεις ἀμέσως νά ἐνεργεῖς σύμφωνα μ᾿ αὐτήν τήν πίστη καί ὅπως λέει ἐδῶ νά ἀγαπήσεις τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου κλπ. καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, θά δεῖς φῶς Θεοῦ. Καί μήν πεῖς ῾῾μά τί εἶναι ἡ ἀγάπη καί πῶς ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη στόν Θεό καί δέν τά καταλαβαίνω᾿᾿ ἤ ὅπως λέει αὐτός ἐδῶ «καὶ τίς ἐστί μου πλησίον». Τάχα δέν γνώριζε ποιός εἶναι ὁ πλησίον· σάν νά ἔλεγε ῾῾ναί, ὅλα αὐτά τά ξέρω καί εἶμαι πρόθυμος νά τά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή ἀλλά νά, δέν ξέρω· δηλαδή ξέρω τόν νόμο ἀλλά δέν ξέρω τί σημαίνει πλησίον μου, ποιός εἶναι πλησίον μου, πότε ὁ ἄλλος εἶναι πλησίον μου᾿᾿.

 

Τό πνεῦμα τῆς παραβολῆς

 

Καί ὁ Κύριος λέει ὅλη αὐτήν τήν παραβολή τήν γνωστή ὡς παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό. Δέν τήν λέει τόσο μέ τήν ἔννοια, παίρνοντας ἀφορμή κανείς ἀπό τήν ὅλη παραβολή νά κάνει ἁπλῶς τέτοια πράγματα, πού καμιά φορά δέν ὁδηγοῦν στήν σωτηρία. Τό θέμα εἶναι νά βρεῖς τόν πλησίον, νά ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὅπως τόν ἑαυτό σου. Τό ἕνα μέρος τῆς ἐντολῆς εἶναι νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό μας καί μέ τήν καρδιά μας καί μέ τήν ψυχή μας, μέ τό πνεῦμα μας καί μέ τήν διάνοιά μας, μέ ὅλο τό εἶναι μας· νά μήν ὑπάρχει κάτι τό ὁποῖο δέν κινεῖται πρός τόν Θεόν, δέν ἀγαπᾶ τόν Θεόν. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον.

Δέν εἶναι ἁπλῶς νά ἀρχίσουμε νά κάνουμε ἄς ποῦμε καλές πράξεις· πού καμιά φορά εἶναι ἁπλῶς μιά δουλειά πού κάνει κανείς καί, καθώς τοῦ περιποιοῦν καί τιμήν αὐτά τά πράγματα, ὑπερηφανεύεται· γι᾿ αὐτό καί γίνονται πολλές φορές τέτοια πράγματα πρός τό θεαθῆναι, γίνονται τέτοια πράγματα γιά νά ἀκουστεῖ κανείς, νά προβληθεῖ. Δέν εἶναι αὐτό πού ἤθελε νά πεῖ ὁ Κύριος, μέ τήν παραβολή.

(Ἡ παραβολή ἀναγινώσκεται ὥς τό τέλος). «Μετά ἀπ᾿ ὅσα σοῦ εἶπα, μπορεῖς νά μοῦ πεῖς, ρωτάει ὁ Κύριος, ποιός ἀπ᾿ τούς τρεῖς αὐτούς ὁ ἱερεύς, ὁ Λευΐτης, ὁ Σαμαρείτης, ποιός ἀπ᾿ τούς τρεῖς αὐτούς ἔγινε πλησίον σ᾿ αὐτόν πού ἔπεσε στούς ληστάς;» (στ. 36) Διότι εἶπε ὁ Κύριος «ἕνας ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπό τά Ἰεροσόλυμα στήν Ἰεριχώ καί λησταῖς περιέπεσε καί τόν ἄφησαν ἡμιθανῆ· καί πέρασε ἕνας ἱερεύς, εἶδε καί ἔφυγε, πέρασε ὁ Λευΐτης, εἶδε καί ἔφυγε καί νά, ἕνας Σαμαρείτης ὁ ὁποῖος τόν σπλαγχνίσθηκε» (στ. 30-33).

Τί θά πεῖ ῾῾τόν σπλαγχνίσθηκε᾿᾿; Ὅλοι ξέρουμε ὅτι ὅταν σπλαγχνιζόμαστε κάποιον, ὅταν ἀγαποῦμε κάποιον, ξέρουμε ὅτι ἐκείνη τήν ὥρα φέρνουμε περίπου τόν ἑαυτό μας στήν θέση ἐκείνου· μπορεῖ νά μήν τό συνειδητοποιοῦμε πλήρως, ἀλλά βαθύτερα αὐτό εἶναι. Βάζουμε στήν θέση τοῦ ἄλλου τόν ἑαυτό μας καί λυπόμαστε τόν ἑαυτό μας καί θά θέλαμε κάποιος πού περνάει νά μᾶς λυπηθεῖ καί νά σταθεῖ νά μᾶς παρηγορήσει, νά μᾶς βοηθήσει.

Ἔτσι σπλαγχνίζεται κανείς· ἀλλιῶς δέν εἶναι ἐπάγγελμα αὐτό οὔτε ἁπλῶς μιά δουλειά· εἶναι θέμα τῆς καρδιᾶς καί εἶναι ἀκριβῶς αὐτό· «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» ἔλεγε ὁ Κύριος πρίν ἀπό μερικές ἑβδομάδες πού διαβάσαμε πάλι τήν σχετική περικοπή. «Ἔτσι νά κάνετε στούς ἀνθρώπους ὅπως θέλετε νά κάνουν κι ἐκεῖνοι σ᾿ ἐσᾶς»2.

Αὐτός εἶναι ὁ νόμος. Δέν χρειάζεται νά ξέρεις πολλά, δέν χρειάζεται ἄς ποῦμε νά ἀνεβεῖς στούς οὐρανούς ἤ νά κατεβεῖς δέν ξέρω ποῦ3. Ἁπλά-ἁπλά ν᾿ ἀκούσεις τί λέει ὁ Κύριος, νά τά δεχθεῖς αὐτά τά λόγια, νά τά πιστέψεις· δέν εἶναι δύσκολο νά τά καταλάβεις καί ν᾿ ἀρχίσεις νά ἐνεργεῖς ἀνάλογα. Ποιός δέν ξέρει πῶς ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας, ποιός δέν ξέρει τί κάνουμε ὅταν ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας; Ἀκριβῶς αὐτό θά κάνουμε καί στόν πλησίον.

Καί εἶπε λοιπόν ὁλόκληρη αὐτήν τήν παραβολή ὁ Κύριος καί στό τέλος τοῦ λέει «Ποιός ἀπ᾿ τούς τρεῖς αὐτούς ἔγινε πλησίον στόν ἄνθρωπο αὐτόν πού ἔπεσε στούς ληστάς καί ἤτανε μισοπεθαμένος;» Καί ἀπήντησε· «Ὁ Σαμαρείτης, πού τόν σπλαχνίσθηκε». Ἔ, πήγαινε κι ἐσύ καί κάνε τό ἴδιο» (στ. 36). Αὐτό θά ἔλεγε καί σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος καθώς εἴμαστε καί σήμερα αὐτήν τήν ὥρα στόν ναό, μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀκούσαμε αὐτήν τήν εὐαγγελική περικοπή πού εἶναι λόγια τοῦ Χριστοῦ· αὐτό θά μᾶς ἔλεγε· Νά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον μας.

 

Νά βάλουμε τόν ἑαυτό μας στή θέση τοῦ πλησίον

 

Ἀπαραιτήτως καί πρωτίστως καί κυρίως νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό μέ ὅλη τήν ὕπαρξή μας· καί νά ἀγαποῦμε τόν Θεό καί νά δώσουμε καί τήν ζωή μας ἄν χρειάζεται γι᾿ αὐτήν τήν ἀγάπη. Ἀλλά ἀπό τό ἄλλο μέρος δέν γίνεται νά σταθεῖς μόνον ἐκεῖ· εἶναι ψεύτικη αὐτή ἡ ἀγάπη στόν Θεό ἄν δέν ἔχεις ἀμέσως καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Καί ἀγάπη πρός τόν πλησίον σημαίνει αὐτό· ὄχι ἁπλῶς ῾῾ἄ, τί νά κάνουμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά κάνουμε κάποιες καλές πράξεις γιά νά ξεγελάσουμε τήν συνείδησή μας, γιά νά φανοῦμε καί στούς ἄλλους καλοί᾿᾿.

Ὁ πλησίον πολλές φορές εἶναι ἐντελῶς ἐντελῶς ὁ διπλανός σου, ὁ ἄνθρωπος ὁ δικός σου, πού ἆραγε τόν συμπόνεσες καμιά φορά, ἔβαλες στήν θέση του τόν ἑαυτό σου, πῶς θά ἤθελες αὐτός νά συμπεριφέρεται σ᾿ ἐσένα; Τόν ἔνιωσες ἔτσι, τόν ἀγάπησες ἔτσι, καί πρόσεξες ποιά ἀκριβῶς εἶναι κάθε φορά ἡ ἀνάγκη του, ποιά εἶναι ἀκριβῶς κάθε φορά ἡ δυσκολία του, τί ἀκριβῶς θά περίμενε ἀπό σένα;

Ἐσύ μπορεῖ γιά νά ξεβγεῖς, νά τοῦ δώσεις κάτι πού δέν τό χρειάζεται αὐτός. Σοῦ περισσεύει ἕνα πιάτο φαγητό καί πᾶς καί τοῦ τό δίνεις· ὅπως κάνουν καί δῶρα μεταξύ τους οἱ ἄνθρωποι καί πιό πολύ τά κάνουν τά δῶρα γιά νά τιμηθοῦν οἱ ἴδιοι, καί νά ὠφεληθοῦν οἱ ἴδιοι· ὄχι γιά νά ὠφελήσουν τόν ἄλλο.

Τό θέμα ὅλο εἶναι νά δεῖς τόν ἄλλον σάν νά εἶσαι ἐσύ στήν θέση του. Καί ἀκριβῶς ἄν τόν ἀγαπᾶς, δέν εἶναι δύσκολο πολύ νά τό καταλάβεις τί ἀκριβῶς τοῦ συμβαίνει, τί ἀκριβῶς τοῦ χρειάζεται καί σ᾿ αὐτό τό θέμα νά προσφερθεῖς καί νά κοπιάσεις ὡσάν νά ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου, γιά νά τόν τακτοποιήσεις τόν ἄνθρωπο, νά τόν ξεκουράσεις, νά τόν παρηγορήσεις, νά τόν γλυκάνεις, νά τόν στηρίξεις τόν ἄνθρωπο, νά τοῦ δείξεις ἀγάπη.

Ἐκεῖνο πού βγαίνει λοιπόν ἀπ᾿ ὅλα αὐτά εἶναι νά τό θέσουμε σέ ἐφαρμογή αὐτό καί μήν κάνουμε πώς δέν καταλαβαίνουμε. Ἀπ᾿ αὐτήν τήν στιγμή κιόλας, νά ἔχουμε στό νοῦ μας ὅτι ὀφείλουμε ἀγάπη στόν πλησίον. Ὁ πλησίον μπορεῖ νά ᾿ναι κι ἕνας πολύ μακρινός, μπορεῖ νά ᾿ναι κι ἕνας τυχαῖος, μπορεῖ νά ᾿ναι κι ἕνας ἄγνωστος, μπορεῖ νά ᾿ναι καί ἐχθρός μας, μπορεῖ νά ᾿ναι καί πολύ κοντινός.

Γιατί πρέπει κι αὐτό νά τό ποῦμε· Πολλές φορές στόν ξένο δείχνουμε μιά στοιχειώδη εὐγένεια, ἐνῶ στόν δικό μας ἄνθρωπο μπορεῖ νά ᾿μαστε κέρβεροι, μπορεῖ νά ᾿μαστε κι ἐγκληματίες καμιά φορά.

Ὁ καθένας εἶναι πλησίον μας καί πρός τόν καθένα μποροῦμε νά γίνουμε ὁ πλησίον· καθένας ἀπό μᾶς νά γίνει πλησίον καί νά προσφέρουμε σ᾿ αὐτόν τήν ἀγάπη μας. Κι ἄν τόν ἀγαποῦμε ἀληθινά ὅπως ἀκριβῶς ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν θά ᾿ναι πολύ δύσκολο κάθε φορά νά διακρίνουμε τί ἀκριβῶς τοῦ χρειάζεται καί μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις, μέ ὅλη τήν ψυχή μας, ὅπως ἀκριβῶς θά θέλαμε νά κάνει ἐκεῖνος σ᾿ ἐμᾶς, νά κάνουμε κι ἐμεῖς σ᾿ αὐτόν, στόν πλησίον. Καί ἔτσι θά ᾿χουμε ἐλπίδα νά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, θά ᾿χουμε ἐλπίδα, θά ἔλεγα βεβαιότητα ὅτι ἔρχεται ἡ αἰώνια ζωή μέσα μας καί θ᾿ ἀρχίσουμε νά νιώθουμε, θά μᾶς πληροφορεῖ καί θά μᾶς λέει ὅτι, νά, ἀνοίγει ὁ δρόμος τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀνοίγει ὁ δρόμος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εὔχομαι ὅλοι νά βρεθοῦμε κάποτε.

 

10-11-1996