Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Στυλιανοῦ τοῦ Παφλαγόνος
Οὗτος ἡγιάσθη ἀπό τήν κοιλίαν τῆς μητρός του καί ἔγινε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι ὅ,τι χρειάζεται αὐτή ἡ φράση, γιά νά μπορέσουμε νά ποῦμε δυό λόγια, ἀλλά ἄς δοῦμε καί τόν ὑπόλοιπο βίο.
Διά τοῦτο σκορπίσας ὅσον πλοῦτον εἶχεν εἰς τούς πτωχούς καί γενόμενος μοναχός ὑπερέβαλεν ὅλους τούς τότε μοναχούς κατά τήν σκληραγωγίαν καί τήν ἐπίπονον ἄσκησιν. Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τήν ἔρημον καί ἐμβῆκεν ἐντός σπηλαίου· ἐκεῖ δέ εὑρισκόμενος ἔλαβε τροφήν ἀπό θεῖον Ἄγγελον καί ἔγινεν ἰατρός διαφόρων καί ἀνιάτων παθῶν, διότι ὅτε ἠκολούθει θανατηφόρος ἀσθένεια εἰς τά νήπια καί ἀπέθνησκον, ἔμενον δέ ἄτεκνοι οἱ γονεῖς των, τότε ὅσαι μητέρες ἐπεκαλοῦντο μετά πίστεως τό ὄνομα τοῦ ἁγίου τούτου Στυλιανοῦ καί ζωγράφιζον τήν ἁγίαν αὐτοῦ εἰκόνα, πάλιν ἐγέννων ἄλλα τέκνα. Ἀλλά καί τά ἀσθενοῦντα νήπια ἐλυτρώνοντο ἀπό τήν ἀσθένειαν.
Γι᾿ αὐτό θεωρεῖται ὁ ἅγιος Στυλιανός προστάτης τῶν παιδιῶν γενικά.
Οὕτω λοιπόν πολιτευσάμενος ὁ ἀοίδιμος καί ἰατρείας καί θαύματα πολλά ἐπιτελέσας ἀπῆλθε πρός Κύριον.
Μεγάλου ἀναστήματος ἅγιος, πού δέν τόν χωράει ἡ ὅλη οἰκουμένη· καί ἡ Ἐκκλησία μέ ἁπλά καί λίγα λόγια παρουσιάζει τόν βίο του. Εἶναι νά θαυμάζει κανείς ἀπό ὅλες τίς πλευρές.
Εἶπα ὅτι θά μᾶς βοηθοῦσε καλύτερα νά ποῦμε ὅ,τι χρειαζόταν αὐτή ἡ πρώτη φράση: Οὗτος ἡγιάσθη ἀπό τήν κοιλίαν τῆς μητρός του −ἀκόμη μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ἁγιάσθηκε− καί ἔγινε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶχε τή δύναμη νά κάνει ὅλα αὐτά τά θαύματα.
Μεγάλα τά κρίματα καί τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Πῶς ἐπιτρέπει ἄλλοι ἐκ κοιλίας μητρός καί σέ ὅλη τους τή ζωή νά εἶναι βεβαρυμένοι, καί ἄλλοι ἐκ κοιλίας μητρός νά εἶναι ἁγιασμένοι καί πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καί νά θεραπεύουν τούς ἀσθενεῖς.
Νομίζω ὅτι αὐτό πού κάθε ἄνθρωπος σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο χρειάζεται νά προσέξει, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: Μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί, μάλιστα στή σημερινή ἐποχή πού ὅλοι κάτι ἔχουν· ἄλλος τοῦτο, ἄλλος ἐκεῖνο. Ἄλλος ἐκ κοιλίας μητρός μπορεῖ νά εἶναι βεβαρυμένος καί ἄλλος μετά τή γέννησή του νά ἔχει μιά κάποια ἐπιβάρυνση καί νά μήν τό καταλαβαίνει ἤ νά μήν μπορεῖ νά τό καταλάβει καί νά ὑποφέρει καί νά μή θέλει νά θεραπευθεῖ, ἐνῶ ὁ Κύριος ὅλους τούς θεραπεύει. Ἐκεῖνο λοιπόν πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος: Μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί.
Ἐξ ὅσων γνωρίζω, πολλοί εἶναι κατασκανδαλισμένοι μέ τόν Χριστό. Ἄλλοι τό ὁμολογοῦν, ἄλλοι δέν τό λένε ἀλλά τό βιώνουν. Ὅταν ἀκοῦν κιόλας ὅτι κάποιος προοδεύει πνευματικά, εἶναι φωτισμένος, ἔχει Ἅγιο Πνεῦμα, καθαρά φαίνεται δηλαδή ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὅτι τόν εὐλογεῖ ὁ Θεός καί εἶναι κάτω ἀπό τή σκέπη τοῦ Θεοῦ, ζηλεύουν, φθονοῦν. Καί ὁ Κύριος λέει: Μακάριός ἐστιν ὅς ἐάν μή σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί. Μακάριος αὐτός ὁ ὁποῖος δέν θά σκανδαλιστεῖ μαζί μου. Πάλι τό τονίζω ὅτι, ἐξ ὅσων γνωρίζω, κι ἐκεῖνοι ἀκόμη πού νομίζουν ὅτι τάχα δέν εἶναι σκανδαλισμένοι μέ τόν Θεό, εἶναι σκανδαλισμένοι.
Τά πράγματα εἶναι ἁπλά. Καθένας πού ἔρχεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν δέν εἶναι ἁγιασμένος ἀπό τήν κοιλία τῆς μητέρας του, ὅπως ὁ ἅγιος Στυλιανός, εἶναι ἀπό τόν Θεό δοσμένος· ὅποιος καί νά εἶναι. Καί ἔρχεται στόν κόσμο αὐτό, γιά νά γίνει, ὅπως κι ἄν ἔχουν τά πράγματα, κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέει τό συναξάρι γιά τόν ἅγιο. Ἀλλά χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος νά θελήσει νά ταπεινωθεῖ, καί ὅσο τοῦ ἔρχεται ἀπό μέσα του ὅτι σάν νά εἶναι ἀδικημένος ἀπό τόν Θεό, τόσο αὐτό νά τό ἀποστρέφεται, νά μήν τό δίνει σημασία. Ἀκόμη καί ἕνας πού λέει: «Ἐγώ δέν ἐννοῶ ὅτι μέ ἀδίκησε ὁ Θεός, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι» καί αὐτός κατά βάθος νιώθει ὅτι τόν ἀδίκησε ὁ Θεός, διότι δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτε οἱ ἄνθρωποι, ἄν δέν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός.
Τελικά δηλαδή ὅταν ἐσύ πατᾶς στό ὅτι σέ ἀδίκησαν, σέ ἀδικοῦν οἱ ἄνθρωποι, αὐτό πηγαίνει στόν Θεό, ὅτι εἶσαι ἀδικημένος ἀπό τόν Θεό, καί εἶσαι κατασκανδαλισμένος, εἴτε τό καταλαβαίνεις, εἴτε ὄχι εἴτε τό ὁμολογεῖς εἴτε ὄχι. Καί αὐτό εἶναι πολύ βλαπτικό. Θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι τό ὅλο ἀνεπρόκοπο πού ἔχουμε τόσα χρόνια χριστιανοί, πού προσευχόμαστε, μελετοῦμε, ἀκοῦμε, ὀφείλεται τελικά στό ὅτι δέν τά ἔχουμε καλά μέ τόν Θεό.
Λέει τό ἀπολυτίκιο, ὅπως θά προσέξατε, γιά τόν ἅγιο Στυλιανό ὅτι ἀνέθεσε τόν ἑαυτό του στόν Θεό καί ἔλαβε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ὅσο κι ἄν ἦταν εὐλογημένος καί ἁγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός, ἐάν δέν ἀνέθετε τόν ἑαυτό του στόν Θεό, δέν θά εἶχε τόν πλοῦτο αὐτό, τήν εὐλογία αὐτή πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή· δέν θά γινόταν κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Θά παρακαλέσω πάρα πολύ, ὅσοι ἔχετε μιά καλή διάθεση, νά προσέξετε αὐτό τό σημεῖο. Ἤλθατε χθές, προχθές, ἔρχεστε ἀπόψε, θά ἔρθετε πάλι. Ἔχετε μιά κάποια καλή διάθεση. Πῶς νά πῶ; Κι ἐγώ δέν θά εἶχα τό θάρρος νά βγαίνω κάθε τόσο νά λέω ὅ,τι λέω, ἐάν δέν αἰσθανόμουν ὅτι μέ ἀποδέχεστε, μοῦ ἔχετε ἐμπιστοσύνη. Ὅλοι, κι ἐγώ κι ἐσεῖς, κάνουμε τόν ἴδιο ἀγώνα. Τόν Θεό μας θέλουμε, σ᾿ αὐτόν θέλουμε νά ἀναθέσουμε τόν ἑαυτό μας, νά ἔχουμε τήν εὐλογία του, νά μᾶς δώσει τό Πνεῦμα του τό Ἅγιο.
Παρακαλῶ λοιπόν πάρα πολύ νά δεῖ ὁ καθένας μας –στήν ἀνάγκη νά ρωτήσουμε κιόλας, ἄν χρειαστεῖ· ἐάν δέν καταλαβαίνουμε ἀλλιῶς– πῶς γίνεται καί τελικά δέν τά ἔχουμε καλά μέ τόν Θεό. Διότι ἄν τά ἔχουμε καλά καί δείχνουμε προθυμία καί φερόμαστε μέ ἐμπιστοσύνη, ἔρχεται ποτάμι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Κάτι συμβαίνει μ᾿ ἐμᾶς τούς σημερινούς χριστιανούς, καί τελικά –πάλι θά πῶ τή λέξη– εἴμαστε ἀνεπρόκοποι. Πέρα ἀπό μιά καλή διάθεση καί ἀπό ἕνα βόλεμα χριστιανικῆς, ἄς ποῦμε, ὑφῆς, δέν μᾶς κέρδισε ὁ Θεός, δέν δουλεύει ὁ Θεός μέσα μας, δέν μπορεῖ νά συνεργαστεῖ μαζί μας. Μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν μᾶς νιώθει πώς γίναμε δικοί του, πώς ἀφεθήκαμε σ᾿ αὐτόν καί μπορεῖ νά μᾶς φωτίσει καί ὅπως θέλει νά μᾶς ὁδηγήσει, νά μᾶς καθοδηγήσει, νά μᾶς φροντίσει. Σάν νά μήν τοῦ δίνουμε τήν ἐλευθερία καί τελικά μένει ἄγονη, ἡ ψυχή μας στείρα, χωρίς χάρη Θεοῦ, χωρίς Πνεῦμα Ἅγιο.
Ἀκούσατε τήν ἀποστολική περικοπή πού ἔλεγε: Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια. Ὅλα αὐτά τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν τά στερεῖ ἀπό κανέναν ὁ Θεός, ὅταν ὅμως ἔχει κανείς τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἐμεῖς τό ἔχουμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἀλλά ἀνενέργητο.
Πρό καιροῦ ἔγραφε μιά ψυχή: «Στηρίζομαι πάρα πολύ στό ὅτι εἶμαι βαπτισμένη καί μέσα μου ἔχω τό Ἅγιο Πνεῦμα». Ναί, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν πρέπει νά μένει ἀνενέργητο καί καταχωνιασμένο βαθιά σέ μιά γωνιά τῆς ψυχῆς μας. Βαπτιστήκαμε καί ἔχουμε μέσα μας διά τοῦ Χρίσματος τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά ἐφόσον ὅμως αὐτά τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ καρπός αὐτός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν φανερώνεται στή ζωή μας –κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν τόν βιώνουμε, δέν τόν ζοῦμε αὐτόν τόν καρπό, καί πρός τούς ἄλλους δέν φαίνεται– κάτι δέν πάει καλά. Καί μήπως δέν τά ἔχουμε καλά μέ τόν Θεό. Μέ τήν ἔννοια δηλαδή ὅτι ραθυμεῖ κανείς, δέν ἔχει κουράγιο, δέν ἔχει ὄρεξη νά κάνει κόπο, νά ἀγωνιστεῖ. Γιατί;
Κάτι λοιπόν βαθιά μέσα μας συμβαίνει. Ἐξ ὅσων γνωρίζουμε καί ἀπό τίς ἀρρωστημένες καταστάσεις, νά μήν ἔχει κανείς μέσα του πίκρα. Ἄν ἔχει, ἀλίμονο καί σ᾿ αὐτόν καί στούς γύρω του. Ἀλλά τελικά μήπως εἴμαστε πάρα πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δέν τά ἔχουμε καλά μέ τόν Θεό; Μήπως εἴμαστε πάρα πολλοί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι βαθύτερα ἔχουμε τό φρόνημα ὅτι σάν νά μᾶς ἀδικεῖ ὁ Θεός; Καί πῶς εἶναι δυνατόν; Διότι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὁ Θεός εἶναι ἔλεος καί μάλιστα γιά τόν ἁμαρτωλό, γιά τόν κάθε ἁμαρτωλό.
Εἴμαστε βέβαια ἁμαρτωλοί κι ἐμεῖς ὅπως καί οἱ ἄλλοι, ἀλλά τελικά γιατί νά εἶναι ξερή, ἄγονη ἡ ψυχή μας, γιατί νά εἴμαστε χωρίς τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Δέν τσιγκουνεύεται, δέν ἔχει κάτι μαζί μας ὁ Θεός. Ἡ ὅλη στάση ἡ δική μας εἶναι τέτοια ἀπέναντι στόν Θεό, σάν νά ἔχει κάτι μαζί μας, καί τοῦ κρατᾶμε κλειστή τήν καρδιά μας καί δέν ἀνοίγει νά ἔρθει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Παρακαλῶ πάρα πολύ, λίγο νά προσέξουμε.
Ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε ἔλεγε: Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἐλᾶτε ὅλοι «οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι», κι ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω. Γιατί δέν γίνεται αὐτό σ᾿ ἐμᾶς; Τό μυαλό μας πηγαίνει στό ὅτι δέν τό κάνει ὁ Θεός. Δέν εἶναι ἔτσι. Ὁ Θεός εἶναι Θεός γιά ὅλους, εἶναι πατέρας γιά ὅλους, καί ἔχει πλοῦτο καί καρπό πολύ γιά ὅλους. Δέν γίνεται, διότι κάποια κρατούμενα ἔχουμε ἐμεῖς μέσα μας Δέν ἔχουμε δηλαδή ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἔτσι πού νά φαίνεται στή ζωή μας καί στήν πράξη τήν καθημερινή ὅτι πράγματι ἐμπιστευόμαστε τόν ἑαυτό μας τόν Θεό.
Ἐκεῖνος πού ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του στόν Θεό, κάνει καί τόν ἀγώνα ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως λέει ὁ Κύριος στή συνέχεια τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς: Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, λέει στήν ἀρχή τῆς περικοπῆς ὁ Κύριος, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Μόλις τόν ἀκούσουμε καί τόν πιστέψουμε, δηλαδή στήν πρώτη ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό, ὄντως ὅλοι νιώθουμε αὐτή τήν ἀνάπαυση. Ἔπειτα ὅμως χρειάζεται νά σηκώσουμε τόν ζυγό.
Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς. Βάλτε στόν τράχηλό σας τόν ζυγό. Δηλαδή νά ἀποφασίσουμε νά ζήσουμε ὅπως θέλει ὁ Κύριος: νά τηρήσουμε τίς ἐντολές του καί νά εἶναι ἡ ζωή μας ὅπως θέλει ἐκεῖνος. Ὅταν ὁ Χριστός ἔλεγε αὐτό τό παράδειγμα, εἶχε ὑπ᾿ ὄψιν του ὡς γεωργός, τρόπον τινά, πού ἦταν καί αὐτός ὅτι γιά νά ὀργωθεῖ μέ τό ἄροτρο τό χωράφι –ὥστε νά εἶναι κατάλληλο στή συνέχεια νά σπαρεῖ καί νά ἀποδώσει καρπούς– χρειαζόταν νά σκύψουν τά ζῶα καί νά μπεῑ πάνω στόν τράχηλό τους ὁ ζυγός.
Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ. Βλέπετε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὄχι γιά νά μᾶς ξεγελάσει, ἀλλά γιά νά μᾶς ἐνθαρρύνει, λέει γιά τόν ἑαυτό του: «Πράος εἶμαι, ταπεινός εἶμαι. Ἐλᾶτε λοιπόν. Μή φοβάστε. Ἐπειδή ἀκοῦτε γιά ζυγό, μή νομίσετε ὅτι εἶναι βαρύς. «Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι».
Ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕναν Κύριο πού εἶναι πράος, ταπεινός, πού θέλει νά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς πράους καί ταπεινούς, πού θέλει νά μᾶς δώσει ὅλη τήν εὐλογία, νά μᾶς δώσει τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί μέχρι τέλους θέλει νά μᾶς ἐνθαρρύνει· ὄχι νά μᾶς ἀποθαρρύνει.
Ἐξ ὅσων γνωρίζω, ἐπειδή ἔκανα κι ἐγώ ἕνα διάστημα γεωργός, ὅταν ἤμουν μικρός, ὁ πιό ἁπλός, ὁ πιό ἀγράμματος χωρικός ἤξερε τή δουλειά του. Ὁ ζυγός γινόταν ἀπό ξύλο φλαμουριᾶς, πού εἶναι ἁπαλό, ἐλαφρό, ἀλλά καί γερό ξύλο. Κατά κανόνα ὁ ζυγός ἦταν πάνω σέ δύο ζῶα. Δέν μποροῦσε νά εἶναι σέ ἕνα ζῶο μόνο. Ἑπομένως, ὑπῆρχε καί στό ἕνα καί στό ἄλλο ἄκρο τοῦ ζυγοῦ ἀκριβῶς ἡ θέση ἡ ὁποία θά ἀκουμποῦσε ἐπάνω στόν τράχηλο τοῦ ζώου. Αὐτή τή θέση τοῦ ξύλου, πέρα ἀπό τό ὅτι τήν ἔκαναν νά εἶναι λίγο καμπυλωτή, γιά νά ἔρχεται ἐφαρμοστά στόν τράχηλο, τήν ἔξυναν ποικιλοτρόπως. Χρησιμοποιοῦσαν διάφορα ἐργαλεῖα, γιά νά σκάψουν, τρόπον τινά, τό ξύλο, καί στό τέλος τό ἔξυναν μέ σπασμένο τζάμι, γιά νά μήν ἔχει τήν παραμικρή ἀκίδα, πού νά ἐνοχλήσει τό ζῶο. Καί σάν νά μήν ἔφτανε αὐτό, ἔβαζαν στή φωτιά αὐτά τά δύο τμήματα τοῦ ζυγοῦ, ὥστε ἡ φλόγα νά κάψει ἀκόμη καί τό τελευταῖο χνοῦδι, καί νά μή μείνει τίποτε. Μόνο μέ τή φωτιά μποροῦσε νά γίνει αὐτό. Ἔβαζες τό χέρι μετά, καί σάν νά ἦταν, τρόπον τινά, ἀλοιφή. Τό εἶδα μέ τά μάτια μου ἐπανειλημμένως, καί ὅταν τό ἔφτιαχναν ἀλλά καί ἐπάνω στόν τράχηλο τῶν ζώων, φαινόταν ὁ ζυγός πού ἦταν μαυρισμένος.
Εἶναι γλυκός, εἶναι ἁπαλός ὁ ζυγός τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό λέει: Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι. Καί θά ἔλεγα, γιά νά βοηθηθοῦμε λιγάκι, νά ρωτήσουμε καί τόν ἑαυτό μας, νά ρωτήσουμε καί ἄλλους. Ἰσως δέν θά βρεθεῖ κανένας νά μᾶς πεῖ ὅτι ναί, ἔτσι εἶναι, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες εὐλογημένες καί χαριτωμένες ψυχές, πού ἔχουν Πνεῦμα Θεοῦ. Οἱ πολλοί κι ἄν δέν τό ὁμολογοῦν, θά φαίνεται ὅτι ἔχουν κάποιο παράπονο, καί ἔτσι σάν νά διαψεύδουν τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι ὁ ζυγός του εἶναι ἁπαλός καί τό φορτίο του ἐλαφρό.
Καί δέν πάει καθόλου τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου ὅτι σκέπτεται λαθεμένα. Διάβαζα ἕνα σημείωμα σήμερα, πού ἔλεγε: «Ἐγώ πάντοτε νοιαζόμουν γιά τό δίκαιο. Ὅλο ἔνιωθα ὅτι μέ ἀδικοῦν οἱ ἄλλοι. Καί κάποιος μοῦ εἶπε: ῾῾Ἴσως καί ἡ δική σου συμπεριφορά νά εἶναι ἔτσι πού νά προκαλεῖ μιά τέτοια στάση ἀπό τήν πλευρά τῶν ἄλλων᾿᾿». Καθώς τό ἄκουσε αὐτό, κάπως φωτίσθηκε, ἐνῶ δέν χρειάζεται νά μᾶς τό πεῖ κανένας. Μόνοι μας νά τό καταλάβουμε. Στίς μεταξύ μας σχέσεις, ὅταν νομίζουμε ὅτι ὁ ἕνας μᾶς ἀδικεῖ, ὁ ἄλλος μᾶς ἀδικεῖ, ὁ ἄλλος μᾶς ἀδικεῖ, σκεφτήκαμε ποτέ κατά πόσο γινόμαστε ἐμεῖς ἀφορμή καί αἰτία νά κάνει ὁ ἄλλος ὅ,τι κάνει, καί νά μοιάζει μετά ὅτι αὐτό εἶναι ἀδικία; Ἀλλά τελικά, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὅλο αὐτό πηγαίνει στόν Θεό. Νομίζουμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀδικεῖ, ὁ Θεός μᾶς φταίει. Ἀλλά πρέπει κανείς νά τά παίρνει ὡς δεδομένα αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή, τό Εὐαγγέλιο, ἔτσι ὅπως τά ἐξηγήσαμε ἀπόψε.
Δηλαδή, εἶναι ἀδύνατον ὁ Χριστός νά ἀδικεῖ κάποιον. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Χριστός νά φορτώνει κάποιον ὑπερβολικά. Εἶναι ἀδύνατον ὁ Χριστός νά μήν εἶναι ἀγαθός καί ὅλος ἀγάπη. Ἐάν ἐσύ δέν τό νιώθεις ἔτσι, σημαίνει ὅτι ἐσύ κάνεις πονηριές. Δέν μπορεῖς νά πᾶς στόν Χριστό, σάν νά εἶναι κάποιος πού θά τόν ἐκμεταλλευτεῖς. Αὐτός εἶναι ὁ Θεός. Ἐμπιστεύεσαι τόν ἑαυτό σου σ᾿ αὐτόν καί –ὤ τοῦ θαύματος!– νιώθεις ὅτι ὁ ζυγός εἶναι ἁπαλός, καί τό φορτίο ἐλαφρό. Ἐάν δέν τό νιώθεις ἔτσι, ἡ δική σου ἡ στάση εἶναι διαστρεβλωμένη· δέν εἶναι σωστή.
Καί ἐπανερχόμαστε στά πρῶτα πού εἴπαμε. Δηλαδή, ἐξ ὅσων καταλαβαίνω –καί καταλαβαίνετε, ὑποθέτω, κι ἐσεῖς– καί στίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο νά φαίνεται ὅτι δέν τά βάζει μέ τόν Θεό, κατά βάθος τά βάζει. Εἶναι ἐκεῖνοι πού λένε: «Οἱ ἄνθρωποι μέ ἀδικοῦν. Ἐγώ ἀπό τούς ἀνθρώπους ἔχω παράπονο· ὄχι ἀπό τόν Θεό». Τάχα. Ὅλα ὅμως πηγαίνουν στόν Θεό. Ὅλα. Τελικά, ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀγαθός Θεός, πού οὔτε λίγο οὔτε πολύ δίνει στόν καθένα τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέ ὅλα τά χαρίσματα, μέ ὅλον αὐτό τόν καρπό, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δίνει ὅλη αὐτή τή χάρη, ὅλη αὐτή τήν οὐράνια πραγματικότητα καί χριστοποιεῖ τόν καθένα, σ᾿ ἐσένα δέν γίνεται ἔτσι, δέν συμβαίνει ἔτσι. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὑπάρχει πρόβλημα στή σχέση σου μέ τόν Χριστό. Δέν τά παίρνεις ἁπλά τά πράγματα, καί εἴτε τό λές εἴτε ὄχι, εἴτε τό καταλαβαίνεις εἴτε ὄχι, δέν συμβαίνει μέσα στήν ψυχή σου αὐτό πού λέει ὁ Χριστός: Μακάριος ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν θά σκανδαλιστεῖ μαζί μου. Ἄρα λοιπόν, ἐφόσον ἐσύ ἔτσι ἤ ἀλλιῶς ἔχεις αὐτόν τόν σκανδαλισμό μέσα σου καί αὐτό τό ἀνεπρόκοπο, δέν νιώθεις νά ἔρχεται μέσα σου ἡ χάρη ἡ οὐράνια, δέν νιώθεις ὅτι εἶσαι παιδί τοῦ Θεοῦ καί ὅτι σέ ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή. Σέ τρώει τό παράπονο, εἶσαι κατασκανδαλισμένος, καί ἑπομένως ἡ σχέση σου μέ τόν Θεό δέν εἶναι σωστή.
Παρακαλῶ πολύ, μετά ἀπό αὐτά πού εἴπαμε, νά μήν ἀκούσω κάποιον νά λέει: «Ἐγώ μέ τούς ἀνθρώπους εἶμαι σκανδαλισμένος. Οἱ ἄνθρωποι νομίζω ὅτι μέ ἀδικοῦν». Σέ τελευταία ἀνάλυση, ἄν μιλᾶς ἔτσι, μέ τόν Θεό εἶσαι σκανδαλισμένος. Ὅποιου ἁγίου κι ἄν δοῦμε λίγο τή ζωή του, θά διαπιστώσουμε ὅτι δέν ἔχει μέ κανέναν τίποτε, ἀκριβῶς διότι ἔχει καλή σχέση καί καλή ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί δέν σκανδαλίζεται ἡ ψυχή του μέ τόν Θεό. Μέσα του εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καί ἑπομένως καί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους εἶναι ἁγιασμένη καί εὐλογημένη ἡ ὅλη σχέση του καί ἡ ὅλη ἀναστροφή του.
26-11-2010