Κυριακοδρομιο
A+
A
A-

115. Κυριακή ΙΔ’ Λουκᾶ (18, 35-43) Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς

Κυριακή ΙΔ’ Λουκᾶ (18, 35-43) Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχοῦς

 

Ἡ εὐαγγελική περικοπή σήμερα ἀναφέρεται στό θαῦμα πού ἔκανε ὁ Κύριος στόν τυφλό πού συνάντησε στήν Ἰεριχώ.

Εἶναι κι αὐτό τό περιστατικό, τό θαῦμα, θά λέγαμε, κλασσικό. Καί φυσικά ὁ Κύριος δέν ἔκανε τά θαύματα ἁπλῶς γιά νά κάνει θαύματα, ἀλλά τά ἔκανε ὥστε καί διά τῶν θαυμάτων νά μιλήσει σέ κάθε ἄνθρωπο, νά φέρει σέ κάθε ἄνθρωπο τό μήνυμα τῆς σωτηρίας.

Ἡ Ἐκκλησία ἀκριβῶς συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Κυρίου καί κάθε Κυριακή ἀλλά καί κάθε φορά πού γίνεται ἡ Θεία Λειτουργία, μᾶς παρουσιάζει καί ἀποστολική καί εὐαγγελική περικοπή.

 

Νά ξεφεύγουμε τόν κίνδυνο

 

Θά παρακαλοῦσα τήν ἀγάπη σας νά προσέξουμε ἀρχικά τόν κίνδυνο πού διατρέχουμε κάθε φορά, νά τά παίρνουμε ἀψήφιστα τά πράγματα, ῾῾ἔ, γνωστά εἶναι αὐτά, γνωστό εἶναι αὐτό τό θαῦμα᾿᾿ καί μένει κανείς σ᾿ αὐτό καί προσπερνᾶ. Κι αὐτός εἶναι ὁ μεγάλος κίνδυνος. Ἐάν ὅμως ξεφεύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κίνδυνο, δέν στεκόμαστε ἐκεῖ, ἀλλά ἀκοῦμε καί βλέπουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο μέσα ἀπ᾿ τό κάθε γεγονός, ἀπ᾿ τό κάθε θαῦμα, βλέπουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἦλθε νά σώσει τούς πάντας καί ἐμᾶς, ἀπό τό κάθε περιστατικό θά βρίσκουμε κι ἐμεῖς ἐκεῖνο ἀκριβῶς πού περιμένει ἡ ψυχή μας, ὅπως κι αὐτός ἐδῶ ὁ τυφλός. Ὄντως θά παρέχει ὁ Κύριος κατά τήν πίστη μας αὐτό τό ὁποῖο χρειαζόμαστε, αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦμε, αὐτό τό ὁποῖο καί Ἐκεῖνος βλέπει ὅτι χρειαζόμαστε.

 

«Ἐβόησε… ἔκραξε λέγων»

 

Ὁ Κύριος πλησιάζει τήν Ἰεριχώ καί ὁ τυφλός αὐτός _πού ὄχι μόνο ἐκείνη τήν ἡμέρα, ἀλλά κάθε μέρα θά καθόταν στήν θέση αὐτή πού βρίσκεται κι αὐτή τήν ὥρα, ὅπως λέει ἐδῶ «προσαιτῶν»_ κάπου καθόταν σέ μιά γωνιά τοῦ δρόμου, σέ μιά ἄκρη τοῦ δρόμου καί ζητοῦσε νά τόν βοηθήσουν.

Ὅμως αὐτή τήν ἡμέρα ἄκουσε νά περνάει πολύς ὄχλος, νά γίνεται κάποιος θόρυβος ἀσυνήθιστος καί «ἐπυνθάνετο», λέει, «τί εἴη ταῦτα», τί εἶναι αὐτά, ρώτησε ὅποιους μπόρεσε καί βρῆκε κοντά του, τί συμβαίνει; Καί τοῦ εἶπαν ἀκριβῶς ὅτι «παρέρχεται», περνάει ἀπό δῶ καί μπαίνει στήν πόλη ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Καί αὐτός λίγο-πολύ εἶχε ἀκούσει περί τοῦ Ἰησοῦ καί τό ἐθεώρησε καλή εὐκαιρία νά ἀρχίσει νά φωνάζει, «καὶ ἐβόησε λέγων» (στ. 36-38).

Ἔχουμε δυό λέξεις ἐδῶ, «ἐβόησε» καί πιό κάτω ἔχουμε τήν λέξη «ἔκραξεν», «ἐβόησε» καί «ἔκραξεν». Ὅταν κανείς ἔχει πόνο, ὅταν κανείς βρίσκεται στήν ἀνάγκη, ὅταν κατά κάποιο τρόπο δέν ἔχει καμιά ἄλλη ἐλπίδα καί περνάει μπροστά του κατά μοναδικό τρόπο ἡ μόνη ἐλπίδα, βοᾶ, βοᾶ καί κραυγάζει.

Ἄς ποῦμε σήμερα πού μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός ἀκόμη μιά φορά νά εἴμαστε μέσα στόν ναό, νά εἴμαστε μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, νά ἔχουμε ὅλη αὐτή τήν εὐλογία, ἆραγε πόσοι ἀπό μᾶς δέν θά ἐμποδισθοῦν ἀπό τήν αὐτάρκειά τους, πού συνήθως φροντίζουν νά ἔχουν οἱ ἄνθρωποι καί νά αἰσθάνονται οἱ ἄνθρωποι; Πόσοι ἀπό μᾶς, ἄν θέλετε, ἀπελπισμένοι ἀπό τόν ἑαυτό τους, ναί, πόσοι ἀπό μᾶς θά ῾῾βοήσουμε᾿᾿; Ὄχι ἁπλῶς νά μένουμε στήν Ἐκκλησία κατά συνηθισμένο τρόπο, ἀλλά μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας _δέν χρειάζεται νά βγάλουμε ἐξωτερική κραυγή, ὅπως χρειαζόταν ἐδῶ νά τό κάνει ὁ τυφλός, ἀλλά_ μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας πόσοι θά ῾῾βοήσουμε᾿᾿, ὥστε ἡ φωνή μας, ἡ παράκλησή μας νά φθάσει στόν Κύριο;

Ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς, εὔκολα μπαίνει σέ μιά ρουτίνα, εὔκολα μπαίνει σέ μιά συνήθεια, εὔκολα ὅλα γίνονται ἕνα κατεστημένο· κάπου βολεύεται ἐκεῖ καί χάνει μπροστά ἀπ᾿ τά μάτια του, χάνει μέσα ἀπ᾿ τά χέρια του ὅλη ἐκείνη τήν εὐλογία πού δίνει ὁ Θεός, χάνει ὅλο ἐκεῖνο πού δίνει ὁ Θεός καί πού τόσο πολύ τό χρειαζόμαστε.

Ὁ ἄνθρωπος κατά κανόνα εἶναι ἀναίσθητος ὡς πρός αὐτά τά θέματα, ἀναίσθητος δηλαδή νά αἰσθανθεῖ τήν ἀνάγκη καί νά ῾῾βοήσει᾿᾿, νά κραυγάσει, ἤ κι ἄν αἰσθανθεῖ τήν ὅποια ἀνάγκη, σιγά-σιγά ἀμβλύνεται αὐτό· πιστεύει περίπου ὅτι δέν πρόκειται νά τόν ἀκούσει κανένας καί δέν πρόκειται νά τοῦ δώσει αὐτό τό ὁποῖο χρειάζεται, καί μένει σιωπηλός. Καί ἤ βασανίζεται ἤ, ὅπως εἴπαμε πολλές φορές, προσπαθεῖ νά κουκουλώσει τά πράγματα.

 

«Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ»

 

Ὁ τυφλός ἐδῶ «ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ υἱέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με· καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ, ἵνα σιωπήσῃ» (στ. 38-39). Ὅπως γίνεται συνήθως. Ναί, ὅταν κανείς ἔχει καημό μέσα του καί ἀρχίζει νά ἀναζητεῖ τόν Θεό, ἀρχίζει νά ἀναζητεῖ τόν σωτήρα, τόν Χριστό, κατά κάποιον τρόπο κάνει ἀσυνήθιστα πράγματα καί λίγο-πολύ ἐνοχλεῖ τούς ἄλλους.

Εἴπαμε, θεωρεῖται σωστό καί καλό νά μπαίνει κανείς σέ κάποιο κατεστημένο, νά συνηθίζει σέ μιά ρουτίνα καί νά περνοῦν οἱ μέρες τῆς ζωῆς καί νά ψευτοαπολαμβάνει κανείς ὅ,τι ἀπολαμβάνει. Τήν στιγμή ὅμως πού κάποιος θ᾿ ἀρχίσει νά ἔχει μιά αἴσθηση ὅτι τόν ἀγγίζει ὁ Θεός, ὅτι ἔρχεται ὁ Θεός, ὅτι κάπου κοντά του εἶναι ὁ Θεός καί χρειάζεται ἀπό μέρους του νά ἀνησυχήσει μέ τήν καλήν ἔννοια καί νά ἐπιθυμήσει τήν σωτηρία του, γίνεται ἐνοχλητικός στούς ἄλλους, δέν τόν σηκώνουν οἱ ἄλλοι, δέν τόν ἀνέχονται, δέν τόν θέλουν.

Ὅσο κι ἄν κανείς προσέχει, ὅσο κι ἄν ἐν κρυπτῷ κάνει ὅ,τι κάνει, θά γίνει ἐνοχλητικός. Κι ἐνοχλητικός, ὅπως ἐδῶ αὐτός ὁ τυφλός γίνεται ἐνοχλητικός, σέ ποιούς; Σ᾿ αὐτούς πού τρέχουν πίσω ἀπ᾿ τόν Χριστό. Ἐνοχλητικός θά γίνει κανείς, ναί, στούς ῾῾καλούς᾿᾿ χριστιανούς. Ἐνοχλοῦνται ὅσοι ἄς ποῦμε ἁπλῶς κινοῦνται μέσα στό χριστιανικό κατεστημένο τους.

«Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ, ἵνα σιωπήσῃ». Καί ἀντί νά τόν βοηθήσουν, νά τόν συνδράμουν, διότι ὁ ἄνθρωπος ἀσφαλῶς χρειαζόταν χειραγώγηση, νά τόν πάρουν ἀπό τό χέρι, τυφλός ἦταν, ἄν θέλετε, νά τόν ἐνθαρρύνουν, μέ τήν ἔννοια «μή στενοχωριέσαι, ἐμεῖς θά σέ πᾶμε κοντά του, κάτι θά κάνουμε» κλπ., τίποτε.

«Οἱ δέ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ, ἵνα σιωπήσῃ», τόν μάλωναν νά σιωπήσει. Ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, τόν ἤθελαν καί αὐτόν ὅπως ἦταν αὐτοί, στήν ρουτίνα, στό συνηθισμένο πράγμα, στό κατεστημένο. Γιατί ὄντως ἐπαναλαμβάνω ἀκόμη μία φορά, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά αἰσθανθεῖ ὅτι ἔχει ἀνάγκη σωτηρίας καί θά ἀνησυχήσει γι᾿ αὐτό τό πράγμα καί θά νιώσει τό πλησίασμα τοῦ Θεοῦ καί τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ, ξυπνάει, ξυπνάει καί ἐνεργεῖ ἔτσι πού οἱ ἄλλοι, οἱ ῾῾καλοί᾿᾿, τόν ἐπιτιμοῦν, καθώς ἐνοχλοῦνται, καθώς δέν ξέρουν ἀπό τέτοια αὐτοί.

 

«Αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν»

 

«Καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων αὐτῷ, ἵνα σιωπήσῃ· αὐτὸς δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν». «Ἐβόησε» πρῶτα, ὕστερα «ἔκραζε πολλῷ μᾶλλον». Καί ἐδῶ εἶναι τό λεπτό σημεῖο πού ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά· διότι ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ὅταν ἀποφασίσεις νά προχωρήσεις πρός τόν Θεό, ὅταν ξυπνήσεις, ὅταν αἰσθανθεῖς τήν ἀνάγκη, ὅταν ἀρχίσεις νά τρέχεις μέ πόθο καί μέ δίψα, θά ἐμποδισθεῖς. Εἶναι ἀναπόφευκτο αὐτό. Ἤ οἱ ἄνθρωποι θά σέ ἐμποδίσουν ἤ ὁ διάβολος θά σ᾿ ἐμποδίσει ἤ ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου.

Ὅπως λέγαμε κι ἄλλη φορά, τήν ὥρα πού πᾶς νά προσευχηθεῖς ἀμέσως-ἀμέσως, ὁ διάβολος δέν ἔχει ἄλλη δουλειά, θά ρθεῖ νά σοῦ φέρει σκέψεις, θά σοῦ φέρει λογισμούς, θά ξεσηκώσει ἀπό μέσα σου ἐμπόδια. Καί καθόλου-καθόλου δέν κάνεις καλά, ὅταν ἐπηρεάζεσαι ἀπό τά ἐμπόδια αὐτά καί παραιτεῖσαι. Ἐδῶ ὁ τυφλός, αὐτός πού δέν ξέρει πολλά πράγματα, ἀλλά ἀπό μέσα καίει ἡ φωτιά, ἀπό μέσα ἔχει πόθο, καημό, ἀπό μέσα ἔχει μιά πεποίθηση ὅτι εἶναι ἡ μόνη του ἐλπίδα, ἄν τήν χάσει, πάει. Καί γι᾿ αὐτό «πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν», ἀκόμη περισσότερο ἔκραζε καί φώναζε «υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» (στ. 39).

Καί φαίνεται ἤ ἄκουσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἤ εἶπαν στόν Κύριο ὅτι κάποιος φωνάζει καί «σταθεὶς _λέει_ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι πρὸς αὐτόν» (στ. 40), ἔδωσε ἐντολή νά τόν φέρουν κοντά του.

Ἐνῶ τώρα αὐτά τά ἀκοῦμε ἀπό χρόνια, ἀπό μικρά παιδιά, τά βλέπουμε ἔτσι σάν μιά καλή ἱστορία, ὅμως, γιά, νά βάλουμε τόν ἑαυτό μας στήν θέση αὐτή! Ὄχι μόνο νά νιώσεις μέσα σου τόν καημό, τόν πόθο καί ν᾿ ἀρχίσεις νά φωνάζεις, νά νιώσεις μέσα αὐτήν τήν ἐλπίδα καί νά ζητᾶς τόν Κύριο, ἀλλά νά δεῖς στήν συνέχεια ὅτι ὁ Κύριος σταματᾶ καί θέλει νά σ᾿ ἀκούσει, θέλει νά σέ δεῖ καί νά σέ ρωτήσει καί θέλει τελικά νά σοῦ δώσει αὐτό τό ὁποῖο ζητᾶς!

Ζοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί κάνουμε ὁ καθένας μας τήν ὅποια ζωή κάνουμε κι ἔχουμε δουλειές κι ἔχουμε φροντίδες κι ἔχουμε νά ἐξασφαλίσουμε τό ἕνα, νά ἐξασφαλίσουμε τό ἄλλο, ὅμως ἑνός ἐστι χρεία, ἑνός ἐστι χρεία1, νά βρεῖς τόν Θεό, νά σέ βρεῖ ὁ Θεός, νά ζητήσεις τόν Κύριο καί νά σταθεῖ ὁ Κύριος καί νά σ᾿ ἀκούσει, νά σ᾿ ἀκούσει τί θέλεις καί νά σοῦ δώσει αὐτό τό ὁποῖο ζητᾶς.

 

Ἡ εὐλογημένη ὥρα· «Τί σοι θέλεις ποιήσω;»

 

Αὐτό εἶναι πού σέ τελευταία ἀνάλυση ζητάει κανείς, ἀπ᾿ αὐτό ἔχει ἀνάγκη. Ὅλα τ᾿ ἄλλα, ὄχι ἁπλῶς, ἔ, δέν εἶναι σπουδαῖα ἀλλά ὅ,τι χρειάζεται ἀπ᾿ αὐτά ὅλα, τά δίνει ὁ Κύριος. Δέν λέει «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»;

Αὐτή ἡ εὐλογημένη ὥρα πού θά ξυπνήσει ἡ ψυχή σου καί θ᾿ ἀρχίσει ἀκατάπαυστα νά ζητεῖ τόν Κύριο καί νά βοᾶ καί νά κράζει· καί, ὅσο ἐμποδίζεται, τόσο πιό πολύ νά κράζει, ἀλλά καί νά αἰσθανθεῖ ὅτι ὁ Κύριος σταματᾶ, ὅπως ἐδῶ στήν περίπτωση αὐτή, καί σέ φωνάζει, «ἐκέλευσε _λέει_ νά τόν φέρουν κοντά του»!

Καί κάνουν ἐντύπωση ὄχι ἁπλῶς οἱ πρῶτες λέξεις τοῦ Κυρίου ἀλλά καί οἱ μοναδικές ἄς ποῦμε σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ναί, «τί σοι θέλεις ποιήσω;» (στ. 41) Ἐπαναλαμβάνω, δέν εἶναι αὐτά ἁπλῶς ἱστορίες, δέν εἶναι αὐτά κάποια πράγματα πού ἔγιναν κάποτε στό πολύ μακρινό παρελθόν, καί τώρα, ἄ, τά ἀκοῦμε, τά διαβάζουμε, τά σκεπτόμαστε λίγο.

Ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὅλα αὐτά ὁ Κύριος τά ἔκανε ὄχι ἁπλῶς γιά νά θεραπεύσει ἕναν τυφλό ἤ ἕναν ἄρρωστο, ἀλλά γιά νά δοῦμε μέσα ἀπ᾿ αὐτό τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος τό ἴδιο ἀκριβῶς θέλει καί μπορεῖ νά κάνει στόν καθένα μας. Νά δώσει στόν καθένα μας αὐτό ἀκριβῶς πού χρειαζόμαστε, καί σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ἡ σωτηρία· ναί ἡ σωτηρία, τό μυστήριο αὐτό τό μέγα πού ἔχει καί τόν καθαρισμό τῆς καρδίας καί τήν ἀνακαίνιση τῆς καρδίας καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τοῦ σώματος τήν θεραπεία, διότι ἕνας εἶναι ὁ ἄνθρωπος, σῶμα καί ψυχή καί δέν θεραπεύεται μόνο ὡς πρός τήν ψυχή ἀλλά καί ὡς πρός τό σῶμα.

 

Τό σῶμα ὑπηρετεῖ τήν ψυχή καί μέ τόν πόνο

 

Ἀλλά πολλές φορές ὅμως τό σῶμα, πού εἶναι ὑπηρέτης τῆς ψυχῆς, καί πού κουράζεται τό σῶμα σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, γιά νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀλλά καί νά σωθεῖ ὡς ψυχή καί ὡς σῶμα ὁ ἄνθρωπος, ναί, ὑπηρετεῖ τήν ψυχή κι ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς τό σῶμα. Χρειάζεται νά ἔχει, ἄς ποῦμε, ἕνα κουσούρι τό σῶμα μας. Τό βλέπουμε αὐτό στίς περιπτώσεις τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ καί εἶναι τόσο γνωστό καί τό τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού χρειαζόταν νά ᾿χει τόν σκόλοπα στό σῶμα του, γιά νά μήν ὑπεραίρεται ἕνεκα τῶν πολλῶν ἀποκαλύψεων πού εἶχε ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ, καί ὁ Ἰακώβ στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἄλλοι.

Ἑπομένως, σωστά νά τό δοῦμε καί ἔτσι νά τό πιστεύουμε. Μπορεῖ νά ἐπιμένεις καί νά θέλεις πάρα πολύ νά γιατρευθεῖς ἀπό κάτι εἴτε εἶναι ψυχικό ἄν θέλετε νόσημα εἴτε εἶναι σωματικό νόσημα. Ὅμως ὁ Θεός κρίνει ὅτι πρέπει νά μένει αὐτό. Ἑπομένως δέν θά σταθοῦμε ἐκεῖ, ὁ ἀπώτερος σκοπός εἶναι καί ὅλα ἀποβλέπουν στό νά σωθεῖ ἡ ψυχή, κι αὐτή τήν σωτηρία τήν δίνει ὁ Κύριος.

 

Ἡ πίστη μαζί μέ τήν ἀγάπη στόν Θεό φέρνει τό ποθούμενο

 

«Τί σοι θέλεις ποιήσω;» τί θέλεις νά σοῦ κάνω; Καί αὐτός εἶπε, «ὁ δὲ εἶπε· ἵνα ἀναβλέψω» (στ. 41), ἐκεῖνο πού θέλω εἶναι ν᾿ ἀνοίξουν τά μάτια μου. Ἄκουγε μιά ζωή ὁλόκληρη ὁ καημένος ὅτι οἱ ἄλλοι περπατοῦν, κινοῦνται, βλέπουν, αὐτός δέν ἔβλεπε τίποτε, ζοῦσε σ᾿ ἄλλον κόσμο καί τοῦ ἦρθε καημός μεγάλος. Καί στήν προκειμένη περίπτωση, τώρα δηλαδή πού ξέρει ὅτι περνάει Αὐτός πού θεραπεύει ἀρρώστους, κραυγάζει νά τόν κάνει καλά καί στήν ἐρώτηση «τί θέλεις νά σοῦ κάνω;», «ἵνα ἀναβλέψω» ἡ ἀπάντηση, θέλω νά δῶ, ν᾿ ἀνοίξουν τά μάτια μου, τά σωματικά μάτια, νά δῶ.

«Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ», ἔτσι ἁπλά-ἁπλά, «ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (στ. 42). Αὐτή ἡ πίστη πάλι ἐδῶ παρούσα. Καί ὁ Κύριος δέν βλέπει τήν πίστη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου μόνον μέ τό ὅτι λέει αὐτά τά λόγια ἐξωτερικά, ὅπως βλέπουμε ἐμεῖς οἱ κοινοί ἄνθρωποι, ἀλλ᾿ ὁ Κύριος, ὅπως σημειώνει ἀλλοῦ τό Εὐαγγέλιο, «ἔβλεπε», λέει «μέσα στήν ψυχή τοῦ καθενός τί ὑπῆρχε καί τί συνετελεῖτο». Ἐδῶ βλέπει ὁ Κύριος ὅτι ἔχει πίστη αὐτός, πίστη, δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι βρίσκεται σέ μιά ἀνάγκη· καί βλέπετε, δέν τοῦ λέει «ἀνάβλεψον, ἀφοῦ ἔχεις ἀνάγκη».

Ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, δέν κάνει ἐδῶ τόν ῾῾καλό᾿᾿ ὁ Χριστός· οὔτε σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις κάνει τόν ῾῾καλό᾿᾿ _νά τό προσέξουμε_ δέν ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Θεός, ὅπως ἐμεῖς καμιά φορά κάνουμε τόν ῾῾καλό᾿᾿. Δέν θεραπεύει τόν τυφλό, γιά νά δείξει ὁ Κύριος ὅτι εἶναι καλός καί κάνει μιά καλοσύνη. Ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστός ὡς Κύριος τῶν πάντων, καί τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου Κύριος, καί τῆς ὑγείας καί τῆς ἀσθενείας Κύριος, ὅτι μπορεῖ ὁ Κύριος ὄντως νά τόν κάνει καλά, δέν ἔχει δυσκολία ὁ Κύριος νά τό κάνει. Ἀλλά τό θέμα δέν εἶναι νά δείξει τήν δύναμή του ὁ Κύριος, τό θέμα εἶναι ἀπ᾿ τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου τί γίνεται. Καί ἀπ᾿ τήν πλευρά τοῦ ἀνθρώπου γιά νά περάσει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καί νά δώσει στόν ἄνθρωπο αὐτό πού χρειάζεται, ἀπαιτεῖται πίστις, «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».

Ὅπως καί σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις, καί εἶναι ν᾿ ἀπορεῖ κανείς πῶς αὐτό δέν τό πιάνουμε. Δέν εἶναι ἁπλῶς νά ζητήσουμε, δέν εἶναι ἁπλῶς νά ἔχουμε ἀνάγκη. Ὁ Κύριος πού μπορεῖ νά δώσει τό κάθε τι, καί ἐδῶ τήν ὑγεία, θέλει νά δεῖ πίστη, καί τήν εἶδε αὐτή τήν πίστη, «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». «Ἀνάβλεψον», «ἀνάβλεψον», χωρίς περιστροφές, χωρίς διαδικασίες. «Ἀνάβλεψον», καί σημειώνει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής, «καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν» (στ. 43). Ἀμέσως ἄνοιξαν τά μάτια του, ἀμέσως, γιά πρώτη φορά στήν ζωή του ἀσφαλῶς εἶδε «καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν».

Καί πρέπει νά τό προσέξουμε αὐτό τό σημεῖο. Ὁ ἄνθρωπος κατά κανόνα ζητάει, ζητάει πολλά πράγματα, εἴτε ἀναφέρονται στό σῶμα ἤ, ἄν θέλετε, ἀναφέρονται στήν ψυχή, στό πνεῦμα του. Ζητάει. Ἄν θέλετε, ἐπιστρατεύει καί τήν πίστη, ἁπλῶς σάν ἕνα ἐργαλεῖο, σάν ἕνα μέσο. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε». Δέν εἶναι ὅτι πίστεψες ἁπλῶς ὅτι «μπορῶ νά σέ κάνω καλά», ἀλλά «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» σημαίνει ὅτι, ναί, μέ δέχεσαι, μέ ἀναγνωρίζεις, πιστεύεις σ᾿ ἐμένα, τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ, τόν Μεσσία, ὅπως ἐδῶ τό δείχνει, ἀκολουθεῖ τόν Χριστό δοξάζοντας τόν Θεό.

Κι ὄχι ὅπως κατά κανόνα κάνει ὁ ἄνθρωπος, κι ὅταν δέν τό δείχνει, ἔτσι ἐνεργεῖ. Κατά κανόνα νά πάρει ὅ,τι μπορέσει, ν᾿ ἁρπάξει ὅ,τι μπορέσει ἀπό τόν Θεό, ἔστω καί μέ τήν προσευχή του καί μέ κάποια πίστη κλπ., ἀλλά νά φύγει μετά, νά φύγει, νά πάει νά κάνει τήν ζωή του. Δέν ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ἐνῶ σωτηρία τελικά αὐτό εἶναι, ν᾿ ἀκολουθήσουμε τόν Χριστό· δέν εἶναι ἁπλῶς κάτι μᾶς δίνει ὁ Κύριος, ἀλλά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ν᾿ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό, νά ἀφήσουμε πλέον τόν ἑαυτό μας, τήν φιλαυτία μας, τό νά κινούμαστε πρός τόν ἑαυτό μας _αὐτό πού ἔπαθε ὁ ἄνθρωπος μέ τήν πτώση του_ καί ν᾿ ἀρχίσει νά κινεῖται πρός τόν Θεό.

Αὐτό κάνει ὁ τυφλός πού τώρα θεραπεύθηκε. Καί αὐτό πρέπει νά ᾿ναι γιά ὅλους τελικά καί μέσα ἀπ᾿ αὐτήν τήν περικοπή, μέσα ἀπ᾿ αὐτό τό θαῦμα, νά φθάσει στίς ψυχές μας αὐτό τό μήνυμα, ἄν θέλετε, αὐτή ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Τό ὅτι ὁ Κύριος εἶναι καί σήμερα παρών, ὅπως ἦταν καί τότε καί ὅτι ὁ Κύριος μπορεῖ ὄντως, ὄντως νά δώσει στόν καθένα μας ὅ,τι χρειάζεται, τό μπορεῖ, δέν ὑπάρχει θέμα. Κι ὅτι μπορεῖ νά τό δώσει στήν κατάλληλη ὥρα, δέν ὑπάρχει θέμα. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται ἀπό μέρους μας εἶναι νά τά καταλάβουμε ὅλα αὐτά τά πράγματα, νά τά πιστέψουμε, νά πάρουμε αὐτή τήν ἀπόφαση, νά κινηθοῦμε ἔτσι, μέ τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα, ὅτι ὁ Κύριος θά σταθεῖ καί θά μᾶς πεῖ «τί θέλεις;» Καί πρέπει _νά τό τονίσουμε ἐδῶ_ νά μποροῦμε συγκεκριμένα νά τοῦ ποῦμε τί θέλουμε. Ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, ὁ Κύριος μέ τήν ἀπάντησή μας νά μείνει, ἄν μπορῶ νά τό πῶ, ἱκανοποιημένος. Ναί, Ἐκεῖνος τό γνωρίζει καί πρίν μιλήσουμε ἐμεῖς, ἀλλά καί ἐξωτερικά νά φανεῖ ὅτι ὄντως ξέρουμε τί ζητοῦμε, ὄντως ξέρουμε τί θέλουμε, ὄντως μέσα μας ὑπάρχει αὐτή ἡ πίστη, ὄντως μέσα μας ζητοῦμε τόν Χριστό, ὄχι ἁπλῶς νά λάβουμε κάτι, ἀλλά ζητοῦμε τόν Χριστό γιά νά ἑνωθοῦμε μαζί Του ἀπ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί νά μείνουμε αἰώνια ἑνωμένοι μαζί Του.

 

1-12-1996