Τῆς ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας
Ξίφει πατήρ θύσας σε, μάρτυς Βαρβάρα,
Ὑπῆρξεν ἄλλος Ἀβραάμ διαβόλου.
Καθώς ὁ πατέρας σου σέ θυσίασε μέ τό ξίφος, μάρτυς Βαρβάρα, ἔγινε ἄλλος Ἀβραάμ, Ἀβραάμ τοῦ διαβόλου. Δηλαδή ἐνῶ ὁ Ἀβραάμ πού γνωρίζουμε ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη πῆγε νά κάνει ἐντολή τοῦ Θεοῦ, θυσιάζοντας τό παιδί του, ὁ πατέρας ὁ δικός σου ἔγινε Ἀβραάμ τοῦ διαβόλου, διότι τελικά τή σκότωσε ὁ ἴδιος ὁ πατέρας της.
Αὕτη ἦτο κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ, ἐν ἔτει 290, θυγάτηρ ἑνός ἕλληνος· καταγομένη μέν ἀπό τήν Ἀνατολήν, φυλαττομένη δέ μέσα εἰς ἕνα πῦργον ὑψηλόν, διά τήν ἀνθοῦσαν τοῦ σώματος αὐτῆς ὡραιότητα. Αὕτη λοιπόν ἡ σεμνοτάτη παρθένος παρά Θεοῦ ἐδιδάχθη τήν εὐσέβειαν. Ὅθεν τόν Χριστόν σεβομένη κρυφίως δέν ἐδυνήθη νά κρυφθῇ ἀπό τόν ἀσεβῆ πατέρα της, διότι ἐκεῖνος ἐγνώρισε τά περί αὐτῆς, ὅτε αὐτός μέν εἶπε νά γένωσι δύο παράθυρα εἰς τό παρ᾽ αὐτοῦ κτισθέν λουτρόν, ἡ δέ ἁγία ἐπρόσταξε νά γένωσι τρία παράθυρα, τά ὁποῖα καί ἔγιναν.
Ὁ πατέρας της εἶχε περί πολλοῦ βέβαια τήν κόρη του καί τή φύλαγε ἐκεῖ στόν πύργο καί σέ καμιά περίπτωση δέν ἤθελε νά μυηθεῖ στόν χριστιανισμό. Τῆς ἔκανε τό λουτρό καί εἶπε νά γίνουν δύο παράθυρα, καί ἡ ἁγία εἶπε στούς μαστόρους νά κάνουν τρία, στό ὄνομα δηλαδή τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἐρωτήσας δέ διά ποίαν αἰτίαν τρία παράθυρα κατεσκεύασεν, ἔμαθεν ἀπό αὐτήν τά ἐποίησεν εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅθεν ὁ βάρβαρος –ὁ πατέρας της δηλαδή– τοῦτο ἀκούσας ὥρμησε νά τήν θανατώσῃ μέ τήν σπάθην του.
Ἐπειδή δέ ἡ ἁγία ἔφυγε κάι φεύγουσα ἐμβῆκεν ἐντός μιᾶς πέτρας, ἡ ὁποία παραδόξως ἐσχίσθη καί τήν ἐδέχθη, διά τοῦτο ὁ πατήρ αὐτῆς τήν ἐκυνήγει. Εὑρών δέ αὐτήν διά τινος μηνυτοῦ τήν ἥρπασεν ἀσπλάγχνως ἀπό τά μαλλία τῆς κεφαλῆς καί φέρων παρέδωκεν αὐτήν εἰς τόν τῆς χώρας ἄρχοντα, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ὁμολογήσασα ἡ ἁγία τόν Χριστόν καί τά εἴδωλα ὑβρίσασα δέρεται δυνατά καί κατεξεσχίζεται εἰς τάς σάρκας καί κατακαίεται εἰς τάς πλευράς.
Μερικοί, ὅπως γνωρίζουμε –μπορεῖ καί κάποιοι ἀπό μᾶς πού εἴμαστε ἐδῶ τώρα– ὅταν διαβάζουν τούς βίους τῶν ἁγίων καί βλέπουν, διαπιστώνουν φοβερά πράγματα, τά ἀμφισβητοῦν, δέν τά πολυπιστεύουν.
Θυμάστε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τά ἔργα ἅ ἐγώ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καί μείζονα τούτων ποιήσει». Ὅποιος πιστεύει σ᾿ ἐμένα θά κάνει τά ἔργα πού ἔκανα ἐγώ καί ἀκόμη μεγαλύτερα ἀπό αὐτά. Ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια ὅτι θά εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι, ἄν χρειαστεῖ, ὁ Χριστός θά τοῦ δώσει χάρη νά κάνει καί μεγαλύτερα θαύματα. Διότι ὁ Χριστός κάνει καί τά μικρά, κάνει καί τά μεγαλύτερα καί τά ἀκόμη μεγαλύτερα. Δέν ἔχει καμιά δυσκολία. Καί ἐμπνέει, ἐνδυναμώνει τούς ἁγίους του νά κάνουν θαυμαστά. Τώρα, ἄν προσέξουμε καλύτερα, καθώς τά διαβάζουμε αὐτά, θαυμάζει κανείς αὐτές τίς ψυχές τῶν ἁγίων.
Εὑρών δέ αὐτήν διά τινος μηνυτοῦ τήν ἥρπασεν ἀσπλάγχνως ἀπό τά μαλλία τῆς κεφαλῆς καί φέρων παρέδωκεν αὐτήν εἰς τόν τῆς χώρας ἄρχοντα, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ὁμολογήσασα ἡ ἁγία τόν Χριστόν καί τά εἴδωλα ὑβρίσασα δέρεται δυνατά καί κατεξεσχίζεται εἰς τάς σάρκας καί κατακαίεται εἰς τάς πλευράς.
Ὁ βάρβαρος τί θά κάνει; Οἱ διῶκτες αὐτά ἔκαναν, ἀλλά ἐδῶ εἶναι τό θέμα ὅτι καθόλου δέν φοβήθηκε ἡ ἁγία. Καθόλου. Ὁμιλεῖ ἔτσι σάν νά τούς προκαλεῖ. Τί ψυχές ἦταν οἱ ἅγιες αὐτές ψυχές καί τί πνεῦμα Θεοῦ καί τί θάρρος καί τί γενναιότητα εἶχαν καί ἀψηφοῦσαν ὄχι μόνο τόν θάνατο ἀλλά καί τά βάσανα καί τά μαρτύρια ὅλα αὐτά.
Ἔπειτα κτυπᾶται εἰς τήν κεφαλήν μέ σφαίρας καί γυμνωθεῖσα περιτριγυρίζει τήν πόλιν καί δέρεται ἐν ταυτῷ. Τελευταῖον δέ διά ξίφους τήν κεφαλήν ἀποκόπτεται ἀπό τάς χεῖρας αὐτοῦ τοῦ ἰδίου ὠμοτάτου πατρός της, ὁ ὁποῖος λέγεται ὅτι, ἀφ᾽ οὗ κατέσφαξε τήν ἁγίαν, καταβαίνων ἀπό τό βουνόν ἐκτυπήθη ἄνωθεν ἀπό κεραυνόν καί οὕτως ἀπέρριψε τήν μιαράν του ψυχήν.
Γι᾽ αὐτό ἡ ἁγία Βαρβάρα εἶναι προστάτιδα τοῦ πυροβολικοῦ.
Οἱ ἅγιοι εἶχαν βαπτιστεῖ, ὅπως βαπτιστήκαμε κι ἐμεῖς, καί ζοῦσαν μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶχαν τόν Χριστό. Δηλαδή τό βάπτισμα, τό χρίσμα, ἡ θεία Λειτουργία ἐπενεργοῦσαν μέσα τους, καί στήν προκειμένη περίπτωση στήν ἁγία Βαρβάρα. Μιά κόρη, ἄς ποῦμε, εὔθραυστη, καί ὅμως γίνεται τόσο γενναία καί ἀντέχει ὅλα αὐτά τά μαρτύρια, καί τήν ἀξιώνει ὁ Θεός τελικά, ἀφοῦ σφαγιάστηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν πατέρα της, νά κληρονομήσει τήν αἰώνια βασιλεία.
Δέν κάνουμε καλά λοιπόν πού γενικότερα τούς τιμοῦμε βέβαια τούς ἁγίους, ἀλλά σάν νά τούς βάζουμε μακριά ἀπό μᾶς, σάν νά εἶναι ξένοι. Καλοί εἶναι, γιά νά τούς παρακαλέσουμε νά μᾶς βοηθήσουν σέ ὅ,τι θέλουμε, ἀλλά σάν νά μή θέλουμε νά τούς πλησιάσουμε, σάν νά μή θέλουμε νά μυηθοῦμε στήν ἁγία ζωή τους, στό πνεῦμα τους, στό πνεῦμα αὐτό τοῦ μαρτυρίου, καί νά ζήσουμε τόν ὑπόλοιπο βίο ἔχοντας μέσα μας αὐτή τή δύναμη.
Καί τίς εἰκόνες σάν νά τίς κρατᾶμε μακριά, ἀλλά καί ὅταν διαβάζουμε ἤ ἀκοῦμε, ὅπως τώρα, τά τροπάρια –καί λέγονται τόσα γιά τούς ἁγίους– μᾶς φαίνονται ὑπερβολικά, μᾶς φαίνονται ἀπίστευτα, μᾶς φαίνεται ὅτι δέν μπορεῖ νά ἔχουν γίνει ὅλα αὐτά, εἴτε ἐδῶ στήν ἁγία Βαρβάρα, εἴτε σέ ἄλλους ἁγίους. Καί κάνουμε κακό στόν ἑαυτό μας.
Δέν ξέρω ἄν μποροῦμε νά συνεννοηθοῦμε λίγο καλύτερα. Ἐνθυμεῖστε, κάποια φορά εἴχαμε πεῖ ὅτι εἶχε ἔρθει ἕνας μοναχός ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ. Γνωριζόμασταν ἀπό παλιά. Καί ἐδῶ στόν κόσμο ἀκόμη ὅταν ἦταν, εἶχε πνευματικές ἐμπειρίες, προχωρημένες ἐμπειρίες, ἀλλά καί ἐκεῖ στό Ἅγιον Ὄρος. Εἶχε ἕνα κάποιο πρόβλημα καί εἶχε ἔρθει νά μιλήσουμε. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση ὅτι πολύ ἀληθινά ἔνιωθε πόθο, καημό νά μαρτυρήσει. Ὄχι δηλαδή ἁπλῶς εἶχε πόθο καί καημό νά πιστεύει στόν Κύριο καί νά προσεύχεται, ἀλλά νά μαρτυρήσει.
Στά χρόνια τῶν διωγμῶν ἔδινε ὁ Θεός στούς χριστιανούς καί αὐτό τό χάρισμα, νά ποθοῦν νά μαρτυρήσουν: νά πονέσουν, νά ματώσουν, νά χύσουν τό αἷμα τους, νά σφαγοῦν. Αὐτά εἶναι ἀλήθειες. Δέν πρέπει ἐμεῖς λίγο νά διερωτηθοῦμε: Τί γίνεται; Ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, δέν τολμάει ὁ Θεός νά ἀφήσει νά περάσουμε καμιά δυσκολία, καί ἀμέσως ἀρχίζουμε νά παραπονούμαστε: δέν ἀντέχουμε, δέν μποροῦμε, τί θά κάνουμε…
Καί πῶς, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ ἔτσι, νά μᾶς δοκιμάσει ὁ Θεός, ὅταν μέ τό νά ἀφήσει νά σηκώσουμε, νά ἀντιμετωπίσουμε, νά βαστάσουμε κάποια πράγματα, πού δέν τά περιμένουμε –τό μαρτύριο εἶναι μαρτύριο· ἔστω καί τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως– ἀμέσως πελαγώνουμε; Ὁ χριστιανός ὁ σημερινός πελαγώνει καί ἀρχίζει: ἔχω τοῦτο, ἔχω ἐκεῖνο, ἔχω τό ἄλλο, τί θά κάνω… Καί δέν μπορεῖ νά ἐξοικειωθεῖ μέ τή σκέψη ὅτι μπορεῖ νά περάσει κάτι σάν μαρτύριο. Τί εἶναι αὐτά πού περνοῦμε; Δέν εἶναι τίποτε μπροστά στά μαρτύρια τῶν ἁγίων. Καί οἱ ἅγιοι ἐπιθυμοῦσαν νά μαρτυρήσουν, ἐπιθυμοῦσαν νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα. Καί ἡ ἁγία Βαρβάρα καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Γι᾽ αὐτό πάλι θά πῶ: Μήπως τελικά τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι τότε ἦταν ἄλλοι καιροί, καί τώρα εἶναι ἀλλιῶς τά πράγματα. Μήπως δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά ὅτι χάσαμε τό ἀληθινό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, χάσαμε τόν Χριστό δηλαδή, καί ἔτσι φυτοζωοῦμε πνευματικά. Καί ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος στήν πρώτη του ἐπιστολή στό τέταρτο κεφάλαιο: Χριστοῦ παθόντος ὑπέρ ἡμῶν σαρκί καί ὑμεῖς τήν αὐτήν ἔννοιαν ὁπλίσασθε. Ἀφοῦ ὁ Χριστός πέθανε γιά μᾶς ὡς ἄνθρωπος, πρέπει κι ἐσεῖς νά ὀπλισθεῖτε μέ τό ἴδιο φρόνημα. Ἐμπρός ἀρχίστε ἔτσι. Ἔτσι ὅπως σκεπτόταν ὁ Χριστός νά σκέπτεστε, ἔτσι ὅπως ἐνεργοῦσε ὁ Χριστός νά ἐνεργεῖτε. Κι ἐσεῖς τό ἴδιο φρόνημα νά ἔχετε καί νά ξεκινήσετε αὐτή τή ζωή.
Δηλαδή δέν μᾶς ξέχασε ἐμᾶς ὁ Θεός. Τό ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά. Ὅλα αὐτά πού παθαίνουμε, ἄν τά πάρουμε σωστά, μᾶς ἁγιάζουν. Ἐνῶ τόσες ἐπιστῆμες, τόσους γιατρούς ἔχουμε, ἐνῶ ἴσως καί σέ ἄλλα θέματα τόσους εἰδικούς ἔχουμε, ὅλοι οἱ χριστιανοί εἶναι φορτωμένοι μέ διάφορα δύσκολα θέματα, μέ προβλήματα, μέ ἀρρώστιες, μέ ἄλλα χειρότερα. Καί ἀντί νά τό δοῦμε τό καθένα ἀπό αὐτά ὅτι εἶναι μιά ἐπίσκεψη Θεοῦ καί νά ποῦμε «νά ᾽ναι εὐλογημένο, Θεέ μου», ἐμεῖς πελαγώνουμε. Ὅταν κανείς τό πάρει τό καθένα ἀπό αὐτά σωστά, πράγματι ἁγιάζεται. Ἀλλιῶς… Νά τό προσέξουμε αὐτό.
Ὁ πόνος, ὅταν τόν πάρεις σωστά, πόνος εἶναι πάλι, ἀλλά ἀλλιώτικος. Εἶναι πόνος πού σέ ἁγιάζει. Τό ἄλλο πρόβλημα, πού θά σέ ὁδηγήσει σέ μιά ἀδιέξοδο, ὅταν τό πάρεις σωστά, καί αὐτό σάν νά εἶναι χειροπιαστή εὐλογία ἀπό τόν Θεό. Καί τό ἄλλο, καί τό ἄλλο, καί τό ἄλλο. Παρακαλῶ νά προσέξουμε.