Τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐλευθερίου.
1
Ἔχοντας, ἀδελφοί μου, ὑπ᾿ ὄψιν τόν ἅγιο Ἐλευθέριο καί τούς ἄλλους ἁγίους πού σήμερα γιορτάζουμε καί πού ἀκούσαμε στό συναξάρι, μόνο αὐτό θά ἤθελα νά ποῦμε· λίγο ἄν κρατήσει κανείς τόν ἑαυτό του κοντά στούς ἁγίους, κοντά στή ζωή τῶν ἁγίων, ἄν μή τι ἄλλο, ταπεινώνεται. Ταπεινώνεται, συντρίβεται. Παύει πιά νά ἔχει κάποια ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του. Τί ἰδέα μπορεῖ νά ἔχει κάποιος ἀπό μᾶς; Τί ἰδέα μποροῦμε νά ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας, ἀφοῦ ἡ δική μας ἡ ζωή καθόλου δέν μοιάζει μέ τή ζωή τῶν ἁγίων; Παρ᾿ ὅλα αὐτά καλλιεργοῦμε καλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας. Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ἀντί λίγο κι ἐμεῖς νά ὑπομείνουμε καί νά σηκώσουμε κάποιο βάρος, γογγύζουμε καί παραπονούμαστε. Παρ᾿ ὅλα αὐτά εἴμαστε ἀμελεῖς, ὀκνηροί καί τό δικαιολογοῦμε κιόλας.
Εἴθε οἱ ἅγιοι πού γιορτάζουμε ἀπόψε νά πρεσβεύσουν γιά μᾶς νά ξυπνήσει λίγο ἡ ψυχή μας. Ἄν μή τι ἄλλο, νά ἔλθουμε σέ συναίσθηση, νά ταπεινωθοῦμε, ν᾿ ἀνάψει λίγο ὁ ζῆλος μέσα στήν ψυχή μας καί ν᾿ ἀρχίσουμε κι ἐμεῖς λίγο-λίγο νά γινόμαστε χριστιανοί.
15-12-1987
2
Ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος, τοῦ ὁποίου σήμερα τελοῦμε τή μνήμη, ἔζησε στίς ἀρχές τοῦ 2ου αἰώνα. Καταγόταν ἀπό τή Ρώμη. Ἔμεινε πολύ νέος ὀρφανός ἀπό πατέρα, καί ἡ μητέρα του τόν ὁδήγησε στόν ἐπίσκοπο τῆς Ρώμης. Ἐκεῖνος τόν ἀνέλαβε καί τόν ἐμύησε στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, στό μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἀξιώθηκε νά γίνει ἱερέας καί ἐπίσκοπος. Ἀξιώθηκε καί νά μαρτυρήσει.
Ἡ μητέρα του, ὅπως λέει ὁ Συναξαριστής, ἐναγκαλισθεῖσα τό νεκρόν λείψανον τοῦ υἱοῦ της καί κατασπαζομένη αὐτό μέ τό ξίφος καί αὐτή θανατώνεται. Καί ἔτσι καί ὁ υἱός καί ἡ μητέρα μαρτύρησαν καί εἶναι μάρτυρες καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἐλευθερίου ὅρισε νά ἀναγινώσκεται στή Θεία Λειτουργία ἡ εὐαγγελική περικοπή πού θ᾿ ἀκούσουμε. Εἶναι ἐκείνη ἡ εὐαγγελική περικοπή στήν ὁποία γίνεται λόγος γιά τούς Ἀποστόλους πού ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου, καθώς περνοῦσαν μέσα ἀπό τά χωράφια, ἐπειδή εἶχαν πεινάσει, ἔτριβαν στάχυα στά χέρια τους καί ἔτρωγαν, γιά νά κορέσουν τήν πείνα τους. Οἱ Φαρισαῖοι καί ἄλλοι σκανδαλίσθηκαν πού μέρα Σάββατο ἔκαναν τάχα τήν ἐργασία αὐτή καί ἔτσι κατέλυαν τό Σάββατο. Ὁ Κύριος τούς θύμισε τό περιστατικό ἐκεῖνο πού οἱ ἄνθρωποι τοῦ Δαβίδ εἶχαν βρεθεῖ πεινασμένοι ἐκεῖ πού ἦταν οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως καί δέν εἶχαν τί ἄλλο νά φᾶνε, καί ὁ ἀρχιερέας τούς ἔδωσε τούς ἄρτους τῆς προθέσεως, πού μόνο οἱ ἱερεῖς μποροῦσαν νά τούς φᾶνε. Καί συμπεραίνει ὁ Κύριος· Τό Σάββατο ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο. Καί παρακαλῶ νά προσέξουμε αὐτά τά λόγια τοῦ Κυρίου ὅτι τό Σάββατο ἔγινε γιά τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο.
Μερικά βασικά δεδομένα γι᾿ αὐτόν πού θέλει νά σωθεῖ
Ἔχουμε μερικά βασικά δεδομένα τά ὁποῖα ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψιν του καί ὁ ἅγιος Ἐλευθέριος καί ἄλλοι ἅγιοι καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού σώθηκαν καί σώζονται, καί μέσα ἀπ᾿ αὐτά φαίνεται ἡ μεγάλη ἀξία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος. Καί εἶναι ἁμαρτία, μεγάλη ἁμαρτία, νά μή λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν καί γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί γιά τούς ἄλλους τήν ἀξία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο κι ἄν φανεῖ παράξενο, ὅταν εἶσαι ἐγωιστής, δέν μπορεῖς νά δεῖς τήν ἀξία τήν ἀνθρώπινη, τήν ἀξία τοῦ ἑαυτοῦ σου, τῆς ψυχῆς σου καί τήν ἀξία τῶν ἄλλων ψυχῶν. Καί ὅσο πιό πολύ ταπεινός εἶσαι, τόσο πιό πολύ συνειδητοποιεῖς αὐτή τήν ἀξία. Ὁ ἐγωισμός, ἐνῶ φαίνεται ὅτι εἶναι ὑπέρ τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, καταστρέφει καί ἐξαφανίζει αὐτή τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἐκείνη πού ἀναδεικνύει αὐτή τήν ἀξία.
Πρῶτο δεδομένο
Τά δεδομένα εἶναι ὅτι, ἄν ὑπάρχουμε ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι _ὅλοι οἱ ἄνθρωποι_ ὑπάρχουμε, γιατί μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός πρίν μᾶς φέρει στήν ὕπαρξη καί ἀπό ἀγάπη μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη. Καί μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη δίνοντάς μας αὐτή τή μεγάλη ἀξία· νά εἴμαστε ἄνθρωποι, λογικά ὄντα, πού πλασθήκαμε κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Κανείς, κανείς ἀπολύτως δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀφαιρέσει αὐτό τό δεδομένο, ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγάπησε πρίν μᾶς δημιουργήσει καί ὅτι ὁ Θεός δίνοντάς μας τήν ὕπαρξη _ἀπό τό μηδέν μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη_ μᾶς ἔδωσε αὐτή τή μεγάλη ἀξία νά ἔχουμε τή δυνατότητα νά γίνουμε κατά χάριν ὅ,τι εἶναι κι ἐκεῖνος. Κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς τό ἀφαιρέσει αὐτό, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς τό ἀμφισβητήσει, κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς τό πάρει, ἐκτός ἄν μόνοι μας τό προδώσουμε, μόνοι μας τό ἀρνηθοῦμε, μόνοι μας, μέ τή ζωή πού κάνουμε, τό χάσουμε.
Δεύτερο δεδομένο
Τό ἄλλο δεδομένο εἶναι ὅτι ἡ ὅλη σχέση πού ἔχει ὁ Θεός μέ τόν κόσμο, μέ τά δημιουργήματά του, εἶναι γιά μᾶς καί ὅ,τι κάνει ὁ Θεός, τό κάνει γιά μᾶς. Καί ὁ κόσμος πού δημιούργησε _ὅλη ἡ κτίση, ὅλη ἡ πλάση_ εἶναι γιά μᾶς, εἶναι στή διάθεσή μας. Ὁ Θεός δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά. Μποροῦσε νά εἶναι καί χωρίς αὐτά, ἀλλ᾿ ὅμως ἔπλασε, ἔκτισε, τά πάντα ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀλλ᾿ αὐτό δέν εἶναι τίποτε. Ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία εἶναι πώς, ὅ,τι κάνει ὁ Θεός ἀπό τότε πού ὑπάρχουμε _αὐτός μᾶς ἔφερε ἀπό ἀγάπη στήν ὕπαρξη καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἐργάζεται γιά μᾶς_ καί ὅ,τι θά συνεχίσει νά κάνει, τό κάνει γιά μᾶς.
Τό Σάββατο τό ἔκανε γιά μᾶς, οἱ προφητεῖες ὑπάρχουν γιά μᾶς, ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα φανέρωσε διά τῶν ἀγγέλων του εἶναι γιά μᾶς, ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔκανε στήν Παλαιά Διαθήκη εἶναι γιά μᾶς. Ἀλλά καί τό ὅτι ἦλθε ὁ ἴδιος καί ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔπαθε, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε, ἔστειλε τό Ἅγιό του Πνεῦμα καί ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία, εἶναι γιά μᾶς.
Καί οἱ ἄγγελοι ἀκόμη γίνονται πιό πολύ κοινωνοί τοῦ Θεοῦ διά μέσου τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ. Διότι οἱ ἄγγελοι εἶναι βέβαια οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ὅμως διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεός ἦλθε πλησιέστερα καί πρός τούς ἀγγέλους. Καί ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, δέν ἔγινε ἄγγελος ὁ Χριστός, ἀλλά ἔγινε ἄνθρωπος, καί ἔτσι ὅλη αὐτή ἡ εὐλογία πρός τούς ἀγγέλους, περνάει μέσα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός μᾶς τίμησε καί μ᾿ αὐτόν ἀκόμη τόν τρόπο. Ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο, ἐμεῖς εἴμαστε πλησιέστερα πρός τόν Χριστό, διότι ἐνεδύθη τήν ἀνθρωπίνη φύση καί μετά ἔρχονται οἱ ἄγγελοι ὡς πρός αὐτό τό θέμα.
Τρίτο καί τέταρτο δεδομένο
Ἐπίσης ἕνα ἄλλο δεδομένο εἶναι τό ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθε νά κρίνει τόν κόσμο καί δέν κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο καί σώζει τόν κόσμο. Ἡ κρίση θά γίνει κάποτε. Θά γίνει, ὅταν λήξει αὐτή ἡ περίοδος, ὅταν θά τελειώσει ὁ κόσμος. Ὅταν θά ἔλθει κατά τή Δευτέρα του Παρουσία, τότε θά γίνει ἡ κρίση. Ὥς τότε δέν κρίνει ὁ Χριστός τόν κόσμο. Καί αὐτό ἐπίσης εἶναι γιά μᾶς. Ἄς μήν ποῦμε ἄλλα δεδομένα ἤ μᾶλλον πρέπει νά προσθέσουμε, καί τό ὅτι ὑπάρχει ὁ Παράδεισος, ἡ αἰώνιος Βασιλεία, καί αὐτό εἶναι γιά μᾶς. Δέν τό ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός αὐτό. Ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ Βασιλεία. Καί πού τήν ἑτοίμασε αὐτή τή Βασιλεία, ὅπως λέει, ἀπό καταβολῆς κόσμου, τήν ἑτοίμασε γιά μᾶς.
Ἔχουμε λοιπόν αὐτά τά δεδομένα. Ἀπό πολλή ἀγάπη πρός ἐμᾶς ὁ Θεός μᾶς ἔφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί μάλιστα ὄχι ἁπλῶς ὅλους μαζί ἀλλά τόν καθένα χωριστά. Μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἔχει στόν νοῦ του, μᾶς ἔχει στό σχέδιό του, πρίν ἀκόμη μᾶς φέρει στήν ὕπαρξη. Καί γιά μᾶς, ἀκριβῶς γιά τήν ἀγάπη αὐτή πού μᾶς ἔχει, ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καί κάνει ὅ,τι κάνει. Ἀκόμη καί τό ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του εἰς θάνατον, γιά μᾶς τό ἔκανε. Καί ἐπιπλέον μᾶς κάνει αὐτή τή χάρη ὅτι δέν μᾶς κρίνει. Μᾶς ἀνέχεται, μᾶς περιμένει, μᾶς ὑπομένει καί ὅλο μᾶς καταδιώκει μέ τό ἔλεός του _τό ἔλεός του μᾶς καταδιώκει ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας _ γιά νά μᾶς σώσει καί ὄχι γιά νά μᾶς κρίνει.
Δέν εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά μᾶς ἀφήσει νά χαθοῦμε
Αὐτά τά ἤξεραν, τά γνώρισαν, τά πίστευσαν, τά δέχθηκαν, ὅλοι οἱ ἅγιοι. Καί ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, αὐτό τό ἐνδιαφέρον καί ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτή ἡ ἀρχοντιά καί ἡ ἁπλοχεριά τοῦ Θεοῦ νά τιμήσει τόν ἄνθρωπο μέ τέτοια ἀξία, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ἔχει τή δυνατότητα νά γίνει ὅμοιος μέ τόν Θεό, αὐτά λοιπόν ὅλα ἀπό τό ἕνα μέρος πλήγωσαν τίς καρδιές ὅλων ἐκείνων πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί ἀνταποκρίθηκαν στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πλήγωσαν τίς καρδιές τους ἀθεράπευτα, μέ τήν ἔννοια ὅτι φύτευσαν μέσα στίς καρδιές ὅλων αὐτῶν τῶν ἁγίων τόν πόθο γιά τόν Θεό, τήν ἀγάπη γιά τόν Θεό, τήν ἕλξη αὐτή πρός τόν Θεό.
Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅσες ἐπιθέσεις κι ἄν εἶχαν, κυρίως ἀπό τόν διάβολο, ἀλλά καί ἀπό τήν ἁμαρτία πού ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ἀπό τήν ἁμαρτία πού ὑπάρχει γενικά στούς κακούς ἀνθρώπους, ὅποιες λοιπόν ἐπιθέσεις κι ἄν εἶχαν καί ὅποιου εἴδους ἐπιθέσεις καί ἐμπόδια κι ἄν εἶχαν, ἀκριβῶς ἐπειδή εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν τους ὅλα αὐτά, ποτέ-ποτέ δέν ἄφησαν τόν ἑαυτό τους νά δειλιάσει, νά φοβηθεῖ, ν᾿ ἀποθαρρυνθεῖ, νά καταληφθεῖ ἀπό ἀπελπισία καί ἀπόγνωση. Ὅλα αὐτά ἔτσι κι ἀλλιῶς θά προσβάλλουν κάθε ἄνθρωπο, θά περικυκλώσουν κάθε ἄνθρωπο, θά ἔλθουν νά πειράξουν καί νά πνίξουν κάθε ἄνθρωπο. Οἱ ἅγιοι δέν φοβήθηκαν ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καθώς εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν τους αὐτά τά δεδομένα.
Ὑπάρχουμε, ἐπειδή μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, ἔκανε καί κάνει τά πάντα· ἀκόμη καί τόν ἑαυτό του ἔδωσε. Καί ἀκριβῶς ἐπειδή μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἀγαπᾶ καί θέλει τή σωτηρία μας, δέν μᾶς κρίνει τώρα, ὅσο κι ἄν εἴμαστε ἄξιοι καταδίκης, ἀλλά περιμένει τή σωτηρία μας. Δέν εἶναι δυνατόν λοιπόν ὁ Θεός νά μᾶς ἀφήσει νά χαθοῦμε. Δέν εἶναι δυνατόν. Ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ὅλες οἱ ψυχές οἱ δοσμένες στόν Θεό πού σώθηκαν καί σώζονται αὐτό τό ἔχουν μέσα τους καί αὐτό δουλεύει μέσα τους. Καί αὐτή ἡ ἐλπίδα, αὐτή ἡ πεποίθηση, ὅτι ἔτσι ἔχουν τά πράγματα, καταστρέφει κάθε δειλία, κάθε φόβο, κάθε ἀρνητική σκέψη, κάθε ἀρνητική διάθεση καί κατάσταση, καταστρέφει κάθε ἀπελπισία καί κάθε ἀπόγνωση.
Αὐτό δέν εἶναι γιά μερικές ψυχές· εἶναι γιά ὅλους. Δέν ἐξαιρεῖται κανείς. Ἀλλά ὅσοι τό καταλάβουν, ὅσοι τό πιάσουν, ὅσοι τό πιστεύσουν ἔτσι καί τό δεχθοῦν ἔτσι. Οἱ ψυχές αὐτές πῆραν ἔτσι τά πράγματα καί ἄσχετα τί ἐμπόδια συνάντησαν, τί δυσκολίες συνάντησαν, τί μαρτύρια συνάντησαν, νίκησαν. Νίκησαν μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σώθηκαν, ἁγίασαν, ἀκριβῶς διότι πίστευσαν ἔτσι.
Ἕνα παράδοξο
Ἐξ ὅσων ἔχω καταλάβει μέχρι σήμερα, ἐκτός τῶν ἄλλων ἀδυναμιῶν, ἄς ποῦμε, πού ἔχουμε καί τῶν ἄλλων, ἄν θέλετε, καταστάσεων πού μᾶς πλανοῦν καί μᾶς μπερδεύουν, νομίζω ὅτι καί σ᾿ αὐτό τό σημεῖο χωλαίνουμε καί τελικά ζημιώνουμε τόν ἑαυτό μας. Φρονῶ ταπεινά ὅτι, ὅποιος θά τά πιστεύσει ὅλα αὐτά, θά τά δεχθεῖ καί θά τά βάλει μέσα στήν καρδιά του, δέν ἔχει νά φοβηθεῖ τίποτε. Ὅ,τι κι ἄν ἔλθει, ἀπό ὅπου κι ἄν ἔλθει καί ὅπως κι ἄν ἔλθει, δέν θά τό φοβηθεῖ καί θά βγεῖ νικητής. Τό θάρρος πού θά πάρει, ἡ ἐνθάρρυνση πού θά πάρει, τό κουράγιο πού θά πάρει, δέν λέγεται. Δέν μπορεῖ νά τό περιγράψει κανείς.
Ὅταν ἡ ψυχή σου, ἡ δική σου ἡ συγκεκριμένη ψυχή, βεβαιωθεῖ ὅτι τήν ἀγαπᾶ ὁ Θεός ὡς Θεός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη δέν ἔχει ὅρια καί μέτρο, ὅταν βεβαιωθεῖ ἡ ψυχή σου ὅτι ἔκαμνε καί κάμνει τό πᾶν ὁ Θεός γιά σένα, γιά τή σωτηρία σου, ὅταν βεβαιωθεῖ ἡ ψυχή σου ὅτι, ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ἐφόσον ζεῖς, ὁ Θεός δέν σέ κρίνει, δέν σέ ἔκρινε ἀκόμη, δέν πῆρε καμιά ἀπόφαση γιά σένα καί σέ περιμένει νά μετανοήσεις, νά ταπεινωθεῖς, νά ἐπιστρέψεις σ᾿ αὐτόν, ν᾿ ἀφήσεις τήν ἁμαρτία, ν᾿ ἀφήσεις, ὅπως εἴπαμε, τή δειλία, ν᾿ ἀφήσεις τήν ὁποιαδήποτε ἀπελπισία καί ἀπόγνωση καί νά ἐπιστρέψεις σ᾿ αὐτόν, ὅταν λοιπόν γιά ὅλα αὐτά βεβαιωθεῖ ἡ ψυχή σου καί ἔτσι τά σκεφθεῖς τά πράγματα, ἔτσι τά πάρεις, ἔτσι τά πιστεύσεις, ἀμέσως γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος.
Ἐνῶ μένει κανείς βαθιά-βαθιά ταπεινός, καί τρόπον τινά δέν ὑπάρχει ἄλλο περιθώριο νά ταπεινωθεῖ, ἀπό τό ἄλλο μέρος βλέπει τήν ἀξία πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, βλέπει ὅλη αὐτή τήν τιμή πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός, βλέπει πόσο καί πῶς ὁ Θεός δουλεύει καί ἁγιάζει τήν ὕπαρξή του. Καί δέν ξέρει ὁ ἄνθρωπος πόσο νά χαρεῖ καί πόσο κι αὐτός μέ τή σειρά του νά τιμήσει τόν ἑαυτό του. Συγχρόνως ὅμως νιώθει τήν ἀνάγκη νά ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς βέβαια δέν ξέρουμε ἀπό τέτοια. Τό μυαλό τό δικό μας πηγαίνει ἀμέσως ὅτι θά ὑπερηφανευθεῖ κανείς, ἅμα συνειδητοποιήσουμε τό τί ἀξία μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός καί τί τιμή μᾶς ἔχει κάνει ὁ Θεός. Καθόλου δέν ὑπερηφανεύεται, ἀλλά συμβαίνει αὐτό τό παράδοξο· συγκλονίζεται κανείς, πέφτει κάτω καί ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κάτω ἀπό κάθε μέτρο, ἄς ποῦμε, καί συντρίβεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί λειώνει ἀπό εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἀπό συναίσθηση αὐτῆς τῆς τιμῆς πού τοῦ ἔχει κάνει ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος μεθάει, κυριολεκτικά μεθάει ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀπ᾿ αὐτή τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ καί ἀπ᾿ αὐτό τό μεγαλεῖο πού βλέπει στόν Θεό καί ἀπ᾿ αὐτό τό μεγαλεῖο πού ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο, καθώς τόν ἔκανε ἔτσι ὅπως τόν ἔκανε τόν ἄνθρωπο καί καθώς ὁ Θεός οὔτε λίγο οὔτε πολύ ἔρχεται καί ἑνώνεται μέ τόν ἄνθρωπο καί μένει μαζί μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει καί τόν ἄνθρωπο ὅ,τι εἶναι ὁ ἴδιος.
Ὅταν κανείς αὐτά τ᾿ ἀκούσει, ὅταν τά πιστεύσει, ὅταν τά δεχθεῖ σωστά, καθώς εἶναι φοβισμένος, καθώς εἶναι ἀπελπισμένος, καθώς εἶναι γονατισμένος, μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι καταπιεσμένος ἀπό φόβο, ἀμέσως σηκώνεται. Ὅπως κάτι τό ὁποῖο εἶναι διπλωμένο κάτω, ἀκριβῶς διότι εἶναι ἐπάνω του ἕνα κάποιο ἀβάσταχτο βάρος, καί μόλις πάρεις τό βάρος, ἀμέσως σηκώνεται, ἀμέσως ὀρθώνεται, ἀμέσως παύει νά εἶναι κάτω καί ἀνεβαίνει ψηλά. Νιώθει κανείς αὐτή τήν ἀνόρθωση, αὐτό τό ἀνέβασμα, νιώθει αὐτή τή λύτρωση, νιώθει ὅλη αὐτή τήν τιμή πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός, καί ὅλο αὐτό τό μεγαλεῖο, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο μέρος, ὅπως εἴπαμε, δέν πάει καθόλου στό μυαλό τοῦ λυτρωμένου αὐτοῦ χριστιανοῦ νά ὑπερηφανευθεῖ, νά ἐγωιστευθεῖ, νά κενοδοξήσει, νά ματαιοδοξήσει. Ὅλα αὐτά τά ἀνόητα πράγματα δέν ἔχουν καμιά θέση. Ὅλα αὐτά τά πράγματα εἶναι τόσο κούφια, τόσο ἄχαρα, τόσο σκοτεινά, τόσο ἕνα τίποτε. Εἶναι σάν μπαλόνια φουσκωμένα ἄχρηστα, πού τά διακρίνει κανείς ἀμέσως, τά βλέπει ἀμέσως καί καθόλου δέν τά δέχεται καί τά πετάει μακριά.
Τό μόνο πού πρέπει νά ἔχουμε μέσα μας, τό μόνο πού πρέπει νά γνωρίζουμε
Μᾶς ἀξιώνει, ἀδελφοί μου, ὁ Θεός πάλι νά εἴμαστε μέσα στόν ναό του, μέσα στή λατρεία του, μέσα στό μυστήριό του καί νά γιορτάζουμε τήν ἑορτή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος, ὅπως κι ἄλλοι κι ἄλλοι κι ἄλλοι, ὅπως εἴπαμε, ἔτσι τά εἶδε καί ἔτσι τά πῆρε τά πράγματα, καί γι᾿ αὐτό δέν δυσκολεύθηκε νά μαρτυρήσει, δέν δυσκολεύτηκε νά θυσιάσει τή ζωή του, δέν δυσκολεύθηκε νά χάσει, ἄς ποῦμε, τά καλά τοῦ κόσμου τούτου. Γιατί εἶναι τέτοια ἡ τιμή πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, πού ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἕνα τίποτε. Εἶναι τόσο φτωχά, εἶναι σάν ἀνύπαρκτα.
Νά παρακαλέσουμε τόν ἅγιο Ἐλευθέριο νά πρεσβεύσει γιά μᾶς. Γιατί εἶναι ἀδιανόητο ἕνας ἅγιος νά εἶναι ἅγιος, χωρίς νά μᾶς νοιάζεται, χωρίς νά μᾶς φροντίζει, προπαντός τήν ἡμέρα πού τόν τιμοῦμε ἰδιαίτερα, χωρίς νά μᾶς ἀγαπᾶ, χωρίς νά θέλει νά γίνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐκεῖνος. Εἶναι ἀδιανόητο νά φαντασθοῦμε ἕναν ἅγιο νά μή θέλει νά γίνουμε κι ἐμεῖς ὅ,τι ἐκεῖνος.
Ἀπόψε, τώρα πού εἴμαστε στόν ναό, νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό, καί νά φύγει ὁ ὁποιοσδήποτε φόβος καί ἡ ὁποιαδήποτε δειλία καί ἡ ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία καί δυσπιστία. Ὅλα νά ἐξαφανισθοῦν καί νά μείνει μόνο, ὅπως ἀκριβῶς στούς ἁγίους, ἀπό τό ἕνα μέρος τό νά εἶναι πληγωμένη ἡ ψυχή μας ἀπ᾿ αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τό ἄλλο μέρος νά ἐμπιστευθοῦμε στόν Θεό μέ πολλή εὐγνωμοσύνη σ᾿ αὐτόν, πετώντας μακριά ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα μπαίνουν σάν ἐμπόδιο, χωρίς καθόλου νά τά προσέχουμε. Καί τίποτε ἄλλο νά μήν ξέρουμε, παρά μόνο τόν δρόμο πού πάει σ᾿ αὐτόν. Τίποτε ἄλλο νά μή γνωρίζουμε, παρά μόνο τόν πόθο αὐτό πού μᾶς σπρώχνει πρός ἐκεῖνον· καί μόνο δεξιές σκέψεις καί δεξιούς λογισμούς, ὅπως λέγονται, νά κάνουμε.
Αὐτό νά μάθουμε μόνο, τό νά τά παίρνουμε θετικά τά πράγματα, διότι ὁ ἄνθρωπος βέβαια ἁμάρτησε, ἀλλά ἦλθε ὁ Κύριος καί πέθανε γι᾿ αὐτόν, καί ὁ χρόνος τῆς ζωῆς αὐτῆς εἶναι γιά τή σωτηρία μας καί ὄχι γιά τήν κατάκρισή μας. Καίτοι ἁμαρτωλοί, ὅ,τι κι ἄν συμβαίνει, μόνο θετικά νά τά βλέπουμε τά πράγματα καί νά προχωροῦμε μέ κουράγιο, μέ θάρρος καί μέ ἐμπιστοσύνη μέρα μέ τήν ἡμέρα ὅλο καί πιό πολύ πρός τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, πρός τόν Παράδεισο, τόν ὁποῖο εὔχομαι νά μᾶς δώσει ὁ Κύριος _νομίζω ὅτι ὁ Θεός μᾶς κάνει αὐτή τή χάρι, ἀπό δῶ ν᾿ ἀρχίσουμε νά τόν γευόμαστε_ ὥστε νά ζήσουμε αἰώνια μαζί του καί μέ ὅλους τούς ἁγίους.
15-12-1988