Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Φωτίου τοῦ μεγάλου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ εἶναι ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ π. Συμεών, πού ἔγινε στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, στίς 17-4-1994, τήν Ε΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν. Τό θέμα τῆς ὁμιλίας εἶναι: Τό Πάθος τοῦ Κυρίου κατά τόν Μέγα Φώτιο.
Νά εὐχαριστήσω τόν Παναγιώτατο Μητροπολίτη μας πού εἶχε τήν καλοσύνη κι αὐτή τήν φορά νά μέ συγκαταλέξει μεταξύ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θά μιλοῦσαν στήν ἀγάπη σας, ὅπως ἔγινε καί σέ προηγούμενα χρόνια, αὐτές τίς Κυριακές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Οἱ ὁμιλίες φέτος ἔχουν ὡς γενικό θέμα τόν Μέγα Φώτιο, τόν μεγάλο αὐτό ἅγιο καί Πατριάρχη τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἡ δική μου ὁμιλία ἔχει τό θέμα· «Τό Πάθος τοῦ Κυρίου κατά τόν Μέγα Φώτιο».
Εἶναι καί γενικότερα καί εἰδικότερα τό θέμα ἐπίκαιρο· καί σήμερα τό πρωί ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀνεγνώσθη ἀναφέρεται στήν πορεία τοῦ Κυρίου πρός τό Πάθος Του, ἀλλά καί ἤδη πλησιάζουμε στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τήν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, πού θά γιορτάσουμε ἀκόμη μία φορά, ἄν μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, καί τά Πάθη τοῦ Κυρίου καί τήν Ἀνάστασή του.
Ὁ ἅγιος Φώτιος, ὁ μεγάλος αὐτός Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε θά λέγαμε, μέ ὅλα τά θέματα, ἀναφέρεται καί σ᾿ αὐτό τό θέμα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Ἔχει τέσσερις-πέντε ὁμιλίες, πού ἄλλες ἀπό αὐτές ἐκφωνήθηκαν κατά τήν Μεγάλη Παρασκευή, καί μιά-δυό ἀπό αὐτές ἀναφέρονται στήν ὁλόσωμη ταφή τοῦ Κυρίου, καί θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἐκφωνήθηκαν ἤ τήν Μεγάλη Παρασκευή ἤ τό Μέγα Σάββατο.
Μοῦ ἔκαναν τρομερή ἐντύπωση οἱ ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Φωτίου, αὐτές εἰδικά πού ἀναφέρονται στό Πάθος τοῦ Κυρίου, καί εἰδικότερα μία, τήν ὁποία ἐξεφώνησε Μεγάλη Παρασκευή. Λέγει ὁ Μέγας Φώτιος ὅτι μέ τό Βάπτισμα γίναμε κοινωνοί τῶν Παθημάτων τοῦ Κυρίου καί τῆς Ἀναστάσεώς Του. Μοῦ κάνει ἐντύπωση ἰδιαίτερη τό ὅτι ὁ Μέγας Φώτιος δέν ἀρκεῖται ἁπλῶς στό νά θεολογήσει ἐπάνω στό ὅλο θέμα, ἀλλά λέγει καταρχήν πῶς θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ καθένας μετά ἀπό τό Βάπτισμά του καί μετά τήν συμμετοχή του στό Πάθος τοῦ Κυρίου καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου διά τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ· θά ἔπρεπε ὁ καθένας νά εἶναι ἕνας ἄλλος Χριστός, καθώς ἡ ἁμαρτία ἀπέθανε ὡς πρός αὐτόν διά τοῦ Βαπτίσματος.
Ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γεγονός ὅτι ἀπέθανε ὁ Κύριος καί ἀνέστη, ἔτσι βαπτιζόμενος κανείς ὄντως πεθαίνει ὡς πρός τήν ἁμαρτίαν καί ὄντως ἀνίσταται καί πάει πιά ἡ παλαιά ζωή, ἡ ζωή τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἡ ζωή τῆς ἁμαρτίας, ὅλη ἐκείνη ἡ ζωή πού κληρονομεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Ἀδάμ, καί ζεῖ τήν νέα ζωή, τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Τό τονίζει αὐτό ἰδιαίτερα ὁ μεγάλος Πατριάρχης, δηλαδή τό πῶς ἔπρεπε νά εἶναι οἱ χριστιανοί· ἀλλά ἐπίσης δέν διστάζει –καί μοῦ κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση– ἐπειδή βλέπει τήν πραγματικότητα, βλέπει τήν κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκονται οἱ χριστιανοί τῶν ἡμερῶν του, πού εἶναι ἐντελῶς ἀντίθετοι ἀπό ἐκεῖνο πού ἔπρεπε νά εἶναι· πού μέ τήν ὅλη ζωή τους προδίδουν τρόπον τινά τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καί ἐξακολουθοῦν νά ἔχουν μέσα τους τόν παλαιό ἄνθρωπο καί ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι ἐκδηλώσεις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τήν κάθε μιά ἁμαρτία, δέν σταματᾶ λοιπόν σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ὁ ἅγιος Φώτιος, ἀλλά προχωρεῖ καί λέγει ὅτι οἱ χριστιανοί, πού καί τότε καί τώρα συγκεντρώνονται στούς ναούς αὐτές τίς ἡμέρες καί βέβαια ἀναμένουν τόν Κύριο, ἀλλά δέν Τόν ἀναμένουν γιά νά τούς θεραπεύσει· δέν ἀναμένουν τόν Κύριο γιά νά συμμετάσχουν ἐκ νέου ἔστω στό Πάθος του, νά ἀποθάνουν μαζί του καί νά ἀναστηθοῦν μαζί του, ἀλλά ὁ καθένας τό δικό του. Ὄχι ὅτι ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ὄχι ὅτι δέν πιστεύουν εἰς Αὐτόν, ὅτι δέν πιστεύουν στά Πάθη του, στήν θυσία του, στόν σταυρόν του, ἀλλά δέν τά ἐκλαμβάνουν ὅλα αὐτά ἔτσι ὥστε νά ἔρθει ἡ ὠφέλεια εἰς τήν ψυχήν. Τουναντίον σάν νά θέλουμε ὅλη ἡ βοήθεια πού ἔρχεται ἀπό τόν Χριστό, ὅλη ἡ εὐλογία πού ἔρχεται ἀπό τόν Χριστό διά μέσου τῶν Παθῶν του, νά νομιμοποιήσει τρόπον τινά τήν ζωή τήν ἁμαρτωλή τῶν ἀνθρώπων καί νά ἐνισχύσει αὐτήν τήν ζωή –κάτι πού τό βλέπουμε στίς ἡμέρες μας.
Τόσα πλήθη, ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἡμέρες, θά συρρεύσουν εἰς τούς ναούς καί μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο θά ἐκδηλώσουν τήν πίστη καί τήν ἀφοσίωσή τους, ἐντός εἰσαγωγικῶν βέβαια ὅλα αὐτά, εἰς τόν Χριστόν καί θά συγκινηθοῦν καί θά ἀφήσουν νά τρέξουν καί δάκρυα ἀπό τά μάτια τους. Ἀλλά πόσοι ἆραγε ἀπό ὅλους ἐμᾶς πού πολλές φορές, ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἡμέρες, θά σπεύσουμε εἰς τούς ναούς γιά νά προσκυνήσουμε τόν Κύριό μας, νά λατρεύσουμε τόν Κύριό μας, νά δείξουμε ὅτι ἀναγνωρίζουμε τά πάθη του, τήν θυσία του γιά μᾶς, πόσοι πράγματι ἀφήνουμε ὅλα τά ἄλλα, ξεπερνοῦμε ὅλα τά ἄλλα καί πράγματι θέλουμε μαζί μέ τόν Χριστό νά πεθάνουμε καί μεῖς καί μαζί μέ τόν Χριστό νά ἀναστηθοῦμε, νά πεθάνει ὄντως ἡ ἁμαρτία μέσα μας, νά πεθάνει ὄντως ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος μέσα μας καί νά ζήσουμε ὄντως τήν καινούργια ζωή; (Θά τό δοῦμε καί πιό κάτω τό θέμα αὐτό.)
Καί συνεχίζοντας ὁ Μ. Φώτιος, –μοῦ κάνει ἐντύπωση– δέν διστάζει νά ἀναφερθεῖ καί συγκεκριμένα στίς διάφορες ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, στίς πτώσεις τους, στά πάθη τους, πού τά ὑπηρετοῦν. Ναί, δέν διστάζει ὁ ἅγιος νά πεῖ, οἱ χριστιανοί κάνουν αὐτό, οἱ χριστιανοί κάνουν ἐκεῖνο, οἱ χριστιανοί κάνουν τό ἄλλο, δέν διστάζει αὐτός ὁ μεγάλος Πατριάρχης, αὐτός ὁ σοφός ἀνήρ, νά κατέβει χαμηλά, νά προσγειωθεῖ, νά γίνει πρακτικός καί νά στηλιτεύσει τήν ἁμαρτωλή ζωή πού κάνουν οἱ χριστιανοί· νά στηλιτεύσει τίς πορνεῖες τους, νά στηλιτεύσει τίς μοιχεῖες τους, ὅλες αὐτές τίς παρεκτροπές.
Καί δέν ξέρω ἐάν μπορῶ νά τό πῶ, ἐάν χρειάζεται νά τό πῶ ὅτι σήμερα τί πάθαμε καί ἐπηρεασθήκαμε κι ἐμεῖς ἀπό τό ὅλο πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, πού ἀφήνει τόν ἄνθρωπο ἀχαλίνωτο νά κάνει ὅ,τι θέλει –μόνο, λέει, νά μήν πειράζει τόν ἄλλο– νά κάνει ὅ,τι θέλει χωρίς νά λογαριάζει τόν Θεό, χωρίς νά λογαριάζει τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά λογαριάζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν ἀνήκει στόν ἑαυτό του καί δέν μπορεῖ νά κάνει ὅ,τι θέλει. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί ἀνήκουμε στόν Χριστό, μᾶς ἀγόρασε μέ τήν τιμήν τοῦ αἵματός Του καί καθένας ἀπό ἐμᾶς, ὅπως τό τονίζει ὁ Μέγας Φώτιος, ἀνήκει ὡς μέλος εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα ἀναφερόμενος στίς πορνεῖες καί στά παρόμοια ἐνθυμεῖται τά σχετικά χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἄρας οὖν τὰ μέλη Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη;» Δέν εἶναι ἁπλῶς δέν πειράζω κανέναν ἤ πειράζω. Ὅπως λέγει καί κάπου ὁ Μέγας Κανών, πού ἀκούσαμε αὐτές τίς μέρες, ὁ ἄνθρωπος γίνεται αὐτοφονευτής, δέν εἶναι τόσο ὅτι μπορεῖ νά κάνει κακό στόν ἄλλον. Ἀφοῦ σκοτώνεις τήν ψυχή σου, μικρό εἶναι αὐτό;
Εἴμαστε ἐπηρεασμένοι λοιπόν κι ἐμεῖς ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς πού, ὅπως εἴπαμε, ἀφήνει ἀχαλίνωτο τόν ἄνθρωπο, μήν τυχόν στενοχωρηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μήν τυχόν πικραθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μήν τυχόν στερηθεῖ, μήν τυχόν πονέσει λίγο, μήν τυχόν ζορισθεῖ λιγάκι. Ἀχαλίνωτος ὁ ἄνθρωπος νά εὐχαριστηθεῖ ὅσο θέλει, νά εὐχαριστηθεῖ ὅπως θέλει, νά ἀπολαύσει τά πάντα. Μόνο νά μήν πειράζει κανέναν.
Ἐπηρεασμένοι κι ἐμεῖς ἀπό τό πνεῦμα αὐτό δέν ἀναφερόμαστε σ᾿ ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα, ἐφόσον τά κρατοῦν οἱ ἄνθρωποι, οἱ χριστιανοί, καί ζοῦν μέσα σ᾿ αὐτά, κυριολεκτικά σκοτώνουν τήν ψυχή τους καί σωτηρία δέν ὑπάρχει, καί ἀναφερόμαστε σέ κάποια πράγματα τά ὁποῖα δέν θά στενοχωρήσουν τό ἀκροατήριο, δέν θά προβληματίσουν τό ἀκροατήριο, δέν θά τό ζορίσουν λιγάκι νά σκεφθεῖ πιό σωστά, νά σταθεῖ λίγο ὑπεύθυνα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά σκεφθεῖ ὅτι φέρει ὁ καθένας μας μεγάλη εὐθύνη, καί θά δώσουμε λόγο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέν θά ἐξαιρεθεῖ κανένας μας καί ὁ Θεός θά μᾶς κρίνει κατά τά ἔργα μας.
Ἀναφέρεται λοιπόν ὁ Μέγας Φώτιος σ᾿ ὅλα αὐτά καί τά στηλιτεύει, καί ἐπαναλαμβάνω ἀκόμα μιά φορά, μοῦ κάνει ἐντύπωση ὅτι αὐτός ὁ μεγάλος Πατριάρχης κατεβαίνει καί δέν τό θεωρεῖ ὅτι εἶναι γιά κάποιους ἄλλους αὐτό, ἀλλά βρίσκει ὅτι κι ὁ ἴδιος πρέπει νά ἀναφερθεῖ στίς συγκεκριμένες ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, στίς συγκεκριμένες ἀσθένειες καί στά συγκεκριμένα πάθη πού προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία στούς ἀνθρώπους καί νά προτρέψει, ὅπως στή συνέχεια λέγει, νά προτρέψει τούς πιστούς εἰς μετάνοιαν.
Μεγάλη Παρασκευή εἶναι, ὅταν τά λέγει αὐτά, καί τούς καλεῖ ὅλους νά μετανοήσουν. Μᾶς ἔφερε σωτηρία, λέει, ὁ Χριστός καί ἐλάβαμε αὐτήν τήν σωτηρία διά τῆς ἐνσωματώσεώς μας στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ἀλλά καί διά τῶν ἄλλων μυστηρίων. Πλήν ὅμως τήν διώξαμε αὐτήν τήν σωτηρία καί βρεθήκαμε πάλι στήν ἁμαρτία. Καί διερωτᾶται τί γίνεται τώρα· ὑπάρχει σωτηρία; Ναί, ὑπάρχει, λέει, ἀλλά ἐάν μετανοήσει κανείς. Ἐάν συναισθανθεῖ τήν κατάστασή του κανείς. Ἐάν ταπεινωθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐάν ὁμολογήσει καί ἐάν ἀληθινά δεῖ ὅτι ἔπεσε, ἀληθινά δεῖ ὅτι δέν ζεῖ σωστά καί ἀληθινά μετανοήσει καί κλαύσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει σωτηρία. Καί γι᾿ αὐτό ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, καί γι᾿ αὐτό ἐξακολουθοῦμε νά ζοῦμε, ὥστε τελικά, κι ἄν πέσουμε, νά μετανοήσουμε καί νά ἐπανέλθουμε. Πάλι διά τῆς αὐτῆς ὁδοῦ, νά γίνουμε κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου· κι ὅπως πέθανε ὁ Κύριος, μαζί του ὄντως θά πεθάνουμε, θά πεθάνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί θά ζήσουμε τήν ἀναστημένη ἐν Χριστῷ ζωή.
Νά μοῦ ἐπιτρέψετε σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, καθώς ἔτσι ἀναφερθήκαμε γενικά-γενικά σ᾿ αὐτά τά ὁποῖα λέγει ὁ Μέγας Φώτιος, χωρίς νά φεύγουμε ἀπό τόν Μέγα Φώτιο ἀλλά ὄντως μέσα στό πνεῦμα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατριάρχου, νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά δοῦμε λίγο τήν εὐαγγελική περικοπή πού ἀκούσαμε τό πρωί στούς ναούς καί νά καταλάβουμε καλύτερα τά πράγματα. Διότι, ἐάν ἁπλῶς λέμε, λέμε καί τελικά μένουμε ἀπ᾿ ἔξω, τελικά μένουμε στήν ἐπιφάνεια, τελικά καθώς ἔχουμε ἀφιονισθεῖ μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς πού δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τήν ἁμαρτία, δέν μᾶς ἀφήνει νά δοῦμε τό βάθος τῆς ψυχῆς μας, πόσο ἀκατέργαστη εἶναι ἡ ψυχή μας, θά περνοῦν οἱ μέρες, θά περνοῦν τά χρόνια, θά γιορτάζουμε καί πάλι θά γιορτάζουμε καί δέν θά μᾶς ἀγγίξει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πού σώζει τόν ἄνθρωπο. Καί ἁπλῶς θά μείνουμε μέ τήν ἰδέα ὅτι καλά πᾶμε, μέ τήν ἰδέα ὅτι καλοί εἴμαστε, μέ τήν ἰδέα ὅτι, ἔ, θά σωθοῦμε κι ἐμεῖς.
Εἴπαμε ὅτι ἡ εὐαγγελική περικοπή πού ἀνεγνώσθη τό πρωί καί πού ἀναγινώσκεται κάθε χρόνο αὐτήν τήν ἡμέρα, Ε’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, εἶναι ἡ περικοπή ἐκείνη πού βρίσκουμε τόν Κύριο νά πορεύεται πρός τά Ἰεροσόλυμα, πρός τό πάθος του. Ὁ Κύριος θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί γνωρίζει τί θά συμβεῖ στήν γῆ. Ἀπό τόν οὐρανό γνωρίζει ὁ Κύριος τί θά κάνει στήν γῆ, καί πῶς θά εἶναι ἡ ζωή του καί ποῦ θά φτάσει. Γνωρίζει ὁ Κύριος ὅτι στό τέλος θά ἀποθάνει ἐπάνω στόν σταυρό, γιά νά ἀναστηθεῖ καί νά σώσει ἔτσι τόν κόσμο, καί ἔρχεται γι᾿ αὐτό. Καί γνωρίζει ὁ Κύριος καί ὡς ἄνθρωπος ὅτι ἐάν μείνει πιστός εἰς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τηρήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργήσει κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά γίνει ὅλο αὐτό τό ἔργο· Θά ζήσει, θά κηρύξει, θά συλληφθεῖ, θά βασανισθεῖ, θά ἐμπτυσθεῖ κλπ., καί θά σταυρωθεῖ καί θά ταφεῖ γιά νά ἀναστηθεῖ τήν τρίτη ἡμέρα. «Ἰδοὺ ἥκω τοῦ ποιῆσαι, ὁ Θεός, τὸ θέλημά σου». Ἔρχεται γιά νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κι ἄλλη φορά νομίζω κι ἐδῶ τό τονίσαμε –προσωπικά μοῦ κάνει τρομερή ἐντύπωση ἐδῶ καί μερικά χρόνια, γιατί παλαιότερα δέν τό εἶχα προσέξει, ναί, πρώτη φορά ἔτσι κάπως πιό ἐπίμονα καί πιό ἐπίσημα τό εἴπαμε στήν Κύπρο πρίν ἀπό ἀρκετά χρόνια– μοῦ κάνει ἐντύπωση λοιπόν πού ὁ Κύριος λέει «οὐ ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός» καί τό δείχνει αὐτό ἰδιαίτερα ἐκεῖ στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ὅταν λέει «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο», αὐτό εἶναι τό δικό του θέλημα καί τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἅγιο θέλημα. Αὐτό παλαιότερα ἐγώ προσωπικῶς δέν τό εἶχα προσέξει. Πιό πολύ νομίζαμε ὅτι κάνουμε τό θέλημά μας ὅταν ἁπλῶς κάνουμε ἁμαρτία. Ὄχι, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Χριστός, ἄν ἔκαμνε τό θέλημά του, θά ἔκαμνε ἁμαρτία ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος. Ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Χριστός.
Δέν φθάνει λοιπόν μόνο νά μήν κάνεις ἁμαρτία καί ἔτσι νά νομίζεις ὅτι δέν κάνεις τό θέλημά σου, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι. Στήν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ τό βλέπουμε καθαρά ὅτι, ἐνῶ αὐτός εἶναι πανάγιος ὁ Κύριος, ἀναμάρτητος ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος, ὄχι ὡς Θεός πού εἶναι Θεός, ἀλλά ὡς ἄνθρωπος, καί τό θέλημά του, τό ἀνθρώπινο θέλημά του εἶναι ἐπίσης ἀναμάρτητο. Κι ὅμως δέν ποιεῖ τό θέλημά του. Στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ, ὡς ἄνθρωπος ἀναμάρτητος, καθώς βλέπει τόν θάνατο νά ἔρχεται, ἦταν φυσιολογικότατο νά μήν θέλει νά πεθάνει, διότι ὁ θάνατος εἶναι μόνο γιά τόν ἁμαρτωλό καί ὁ Χριστός δέν ἦταν ἁμαρτωλός, ἦταν ἀναμάρτητος καί δέν ἔχει καμιά θέση ἐπάνω του, καμιά ἐξουσία ἐπάνω του ὁ θάνατος. Ἐκεῖ ἐκδηλώνει πέρα γιά πέρα ὁ Κύριος ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός ἀλλά ἀναμάρτητος ἄνθρωπος καί παρακαλεῖ· «Πάτερ, εἰ δυνατὸν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο, πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ». Καί τελικά ἀφήνει τό δικό του θέλημα· τό λέει ἁπλῶς.
Μποροῦμε νά ἔχουμε θέλημα, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἔκανε νά ἔχουμε θέλημα, ἀνθρώπινο θέλημα, ἀλλά αὐτό πρέπει νά ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ὄχι ἁπλῶς νά ὑποτάσσεται τάχα στό καλό, τάχα στήν ἀρετή, τάχα σ᾿ ἐκεῖνο πού νομίζουμε ἐμεῖς. Ὄχι. Μπορεῖ νά προτίθεσαι νά κάνεις τό πιό ἅγιο πράγμα, ἀλλά, ἄν δέν εἶναι θέλημα Θεοῦ, νά μήν τό κάνεις. Νά ὑπακούσεις στόν Θεό, στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός λέει ὅτι δέν κάνει τό θέλημά του, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· κι ἔτσι γίνεται ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφήνει τό δικό του θέλημα, καί αὐτό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τόν ὁδηγεῖ στόν σταυρό καί δέχεται ὁ Κύριος νά ἀνεβεῖ στόν σταυρό καί δέχεται ὁ Κύριος νά καρφωθεῖ ἐκεῖ στόν σταυρό, ἑκουσίως, ὄχι ἀναγκαστικά.
Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κανείς δέν τό κάνει καταναγκαστικῷ τῷ τρόπῳ. Ὅπως εἶναι μερικοί ψυχασθενεῖς πού ἔχουν μιά καταναγκαστική λειτουργία μέσα τους καί τούς πιέζουν αὐτές οἱ καταστάσεις. Καί βλέπεις λοιπόν κάποιον τέτοιον νά παίρνει μέ τήν σειρά ὅλες τίς εἰκόνες, νά κάνει ἄλλα πράγματα ὄχι γιατί ἀγαπᾶ ὄντως τόν Θεό, γιατί ἐλεύθερα κινεῖται πρός τόν Θεό, γιατί ἐλεύθερα τό θέλημά του τό ὑποτάσσει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καταναγκαστικῷ τῷ τρόπῳ. Εἴτε λοιπόν γιά λόγους ψυχασθενείας κανείς καταναγκαστικῷ τῷ τρόπῳ, εἴτε διότι κάποιοι ἄλλοι τόν ἐκβιάζουν καί κάνει ἀναγκαστικά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχει ἀξία.
Ὁ Κύριος δέν ἔπαθε, διότι τόν ἔπιασαν καί δέν μποροῦσε νά ξεφύγει, διότι τόν κατεδίκασαν καί δέν μποροῦσε νά ξεφύγει, ἀλλά αὐτό ἦταν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς ἁγίας Τριάδος, αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός καί ὑπακούει ὁ Κύριος στό θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός καί ὄχι στό δικό του· «Οὐ ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμὸν ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός». Καί ἀνεβαίνει στόν σταυρό καί πεθαίνει ἐκεῖ γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθηταί, ὅπως διαβάζουμε στά Εὐαγγέλια, θέλησαν κατά καιρούς νά τόν ἐμποδίσουν, ἀλλά ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, τό πρόσωπον αὐτοῦ ἦταν ἐστηριγμένο στό νά πάει στά Ἰεροσόλυμα. Πῆγε ἐδῶ ὁ Κύριος, πῆγε ἐκεῖ ὁ Κύριος, ἔκανε τό ἕνα, ἔκανε τό ἄλλο, ἦταν μέ τόν λαό· ὁ λαός βέβαια καί βασιλιά ἤθελε νά τόν κάνει, ἀλλά ὅλα αὐτά ἦταν στόν δρόμο αὐτόν πού τόν ὁδηγοῦσε στό πάθος, ὅλα αὐτά ἦταν στόν δρόμο αὐτόν πού τόν ὁδηγοῦσε στόν σταυρό καί τίποτε ἀπολύτως δέν στάθηκε ἱκανό νά κάνει τόν Κύριο νά λοξοδρομήσει, νά κάνει τόν Κύριο νά κοντοσταθεῖ, νά τά ἐξηγήσει κάπως ἀλλιῶς τά πράγματα.
Ἔτσι λοιπόν βλέπουμε καί ἐδῶ στήν εὐαγγελική περικοπή πού ἀνεγνώσθη τό πρωί, ὅτι ἀνεβαίνουν ἀπό τήν Ἰεριχώ στά Ἰεροσόλυμα· «Ἦσαν, λέει, ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἰεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. Καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται».
Τούς τό λέγει ξεκάθαρα. Ἀλλά πῶς σκέπτεται ὁ Κύριος, πῶς ἐνεργεῖ ὁ Κύριος, πῶς προχωρεῖ ὁ Κύριος καί πῶς σκέπτονται οἱ μαθηταί του· ὄχι κάποιοι ἄλλοι, οἱ μαθηταί του· καί, ὅπως λέγαμε καί τό πρωί στήν ἐκκλησία, οἱ πιό κοντινοί μαθηταί, καί ὅλοι βέβαια, ἀλλά καί οἱ πιό κοντινοί, τά δυό ἀδέρφια, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης. Ὁ Κύριος σκέπτεται ὅπως σκέπτεται καί ἐνεργεῖ ὅπως ἐνεργεῖ καί κατά κάποιο τρόπο μέσα στήν Λατρεία –ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές– ἔχουμε τά πάντα παρόντα, ὄχι ἁπλῶς αὐτές τίς ἡμέρες, νά, προχωροῦμε σιγά-σιγά γιά νά φθάσουμε στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, γιά νά θυμηθοῦμε ὅτι κάποτε ἔπαθε ὁ Χριστός καί νά ὠφεληθοῦμε· ὄχι. Μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στήν Λατρεία αὐτό τό ἴδιο γεγονός τό ζοῦμε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι παρών, ὄχι ἐπαναλαμβάνοντας αὐτό πού ἔκανε ἅπαξ, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ τότε Κύριος καί ὁ νῦν φυσικά Κύριος πού ἔκανε ὅ,τι ἔκανε. Ὅλο τό ἔργο του εἶναι παρόν μέσα στήν Λατρεία καί ἐμεῖς, ἐφόσον εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί εἴμαστε μέσα στήν Λατρεία, μαζί μέ τόν Κύριο συμπορευόμεθα, ὄχι ἁπλῶς ἐνθυμούμενοι ὅτι κάποτε κάτι ἔκανε ὁ Κύριος, ἀλλά ἔχουμε αὐτήν τήν ὠμή πραγματικότητα μέσα στήν Λατρεία, μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στίς ἀκολουθίες, μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Καί πολλές φορές ἐμεῖς, καίτοι χριστιανοί, ὀρθόδοξοι χριστιανοί βαπτισμένοι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Φώτιος, καί πού θά ᾿πρεπε ἀλλιῶς νά ζοῦμε ὅλα αὐτά τά πράγματα, ἐμεῖς πού εἴμαστε πολύ κοντά στόν Χριστό, πού εἴμαστε μέσα στόν Χριστό ἀπό μιά πλευρά, ἀφοῦ εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ· πολύ κοντινοί λοιπόν τοῦ Χριστοῦ, πολύ δικοί του, θά τολμοῦσα νά πῶ περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἦταν κοντά του, μαζί του οἱ Ἀπόστολοι οἱ δώδεκα καί ἰδιαίτερα αὐτοί οἱ δύο, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, τά δυό ἀδέλφια, πού ἦταν οἱ δύο ἀπό τούς τρεῖς πού πάντοτε ὁ Κύριος, ὅταν πήγαινε κάπου, ὅπως στό ὄρος Θαβώρ, ὅπως ἀκόμα καί στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ πού ξεχώρισε τούς τρεῖς καί ἄλλη φορά, εἶναι δύο ἀπό τούς τρεῖς λοιπόν πού τούς ἔπαιρνε πάντοτε ὁ Κύριος καί τούς εἶχε πολύ δικούς του.
Κι ὅμως, κι ὅμως, ἐνῶ ἔχουν μπροστά τους τόν ἴδιο τόν Κύριο, τόν ἀκοῦνε νά μιλάει –καί μιλώντας ὁ Κύριος δέν ἔλεγε ἁπλῶς λέξεις, δέν ἔλεγε ἁπλῶς λόγια, ὁ Κύριος ἦταν ὁ ἅγιος Ἰησοῦς Χριστός, πανάγιος, ἀναμάρτητος καί Θεός, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος· μέ τί τρόπο θά τά ἔλεγε, τί πνεῦμα ἔβγαινε μέσα ἀπό τά λόγια του– κι ὅμως αὐτοί οἱ δικοί του, αὐτοί οἱ ἀγαπητοί του, αὐτοί οἱ πολύ κοντινοί του, αὐτοί στούς ὁποίους θά ἐμπιστευθεῖ ἀργότερα τήν Ἐκκλησία του, θά ἐμπιστευθεῖ τήν Ἀποκάλυψη, θά ἐμπιστευθεῖ τήν ὅλη οἰκονομία του γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος, ἔ, αὐτοί σάν νά μήν καταλαβαίνουν τίποτε. Ἐπηρεασμένοι ἀπό τό πνεῦμα κι αὐτοί πού εἶχε γενικότερα ὁ ἰουδαϊκός λαός, πού περίμεναν τόν Μεσσία –ὄχι ὅτι δέν τόν περίμεναν, διάβαζαν τήν Ἁγία Γραφή, ἐγνώριζαν τίς προφητεῖες καί περίμεναν τόν Μεσσία– ἀλλά πῶς τόν περίμεναν. Ὄχι ὅπως θά ἐρχόταν ὁ Μεσσίας, δέν περίμεναν αὐτό πού θά ἦταν ὁ Μεσσίας καί αὐτό πού θά ἔκαμνε ὁ Μεσσίας, ἀλλά ὅπως αὐτοί τόν ἤθελαν, ὅπως αὐτοί τόν φαντάζονταν. Τόν περίμεναν σάν κοσμικό ἄρχοντα, σάν κοσμικό βασιλιά. Γι᾿ αὐτό καί σέ κάποια περίπτωση ἐνθουσιάστηκαν ἔτσι καί θέλησαν νά τόν κάνουν βασιλιά.
Δέν μποροῦσαν νά ὑποψιασθοῦν τό βαθύτερο νόημα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία στή γῆ, δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν –γενικότερα ὁ ἰουδαϊκός λαός καί οἱ δικοί του ἀκόμα Ἀπόστολοι– τί σημαίνουν αὐτά τά λόγια πού λέει ὁ Χριστός «ἀναβαίνομεν καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» κλπ., καί δέν φεύγουν ἀπό τόν Χριστό, δέν ἐγκαταλείπουν τόν Χριστό. Ὄχι, κοντά του εἶναι καί πιάνουν καί κουβέντα, καί ἐκδηλώνουν καί τίς ἐπιθυμίες τους. Καί τί ζητοῦν; Ζητοῦν σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Καθώς τόν ἀκοῦνε τόν Κύριο νά λέει τά λόγια αὐτά, αὐτοί τά ἑρμηνεύουν, τά καταλαβαίνουν ὅπως θέλουν· ὅτι ὁ Χριστός, ἐπιτέλους ὁ Μεσσίας θά νικήσει κατά κράτος τούς ἐχθρούς τοῦ λαοῦ, θά διώξει τούς Ρωμαίους, θά ἐλευθερώσει τόν λαό ἀπό τήν δουλεία αὐτήν, τή ρωμαϊκή, θά γίνει βασιλιάς, θά ἐγκαταστήσει τό νέο βασίλειο καί εἶναι μιά καλή εὐκαιρία νά τόν παρακαλέσουν, ὅταν θά καθίσει στόν θρόνο αὐτόν τόν βασιλικό, τόν ἐγκοσμιοκρατικό, ὁ ἕνας, λέει, νά καθίσει ἀπ᾿ τά δεξιά κι ὁ ἄλλος ἀπ᾿ τά ἀριστερά.
Ὅμως δέν εἶναι ἁπλῶς νά ἔχεις μιά ἐπικοινωνία, μιά σχέση μέ τόν Θεό, καί νά βλέπεις πάλι τά πράγματα μέσα στό περιορισμένο πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου. Ἔχει σημασία μεγάλη νά ξεπερνᾶς τόν κόσμο. Νά βλέπεις πέρα ἀπό τόν κόσμο, νά βλέπεις ὅπως βλέπει ὁ Θεός, νά καταλαβαίνεις ὅπως καταλαβαίνει ὁ Θεός, νά τά παίρνεις τά πράγματα ὅπως τά θέλει ὁ Θεός, ὅπως τά κάνει ὁ Θεός καί ὄχι νά τά μεταφράζεις ὅπως ἐσύ θέλεις.
Ἔτσι τά κατάλαβαν οἱ δύο μαθηταί καί μᾶς κάνει ἐντύπωση πῶς αὐτοί ἔτσι μέ πολλή ἄνεση ζητοῦν κάτι τέτοιο. Ὅπως εἴπαμε ὅτι ἐμεῖς σήμερα εἴμαστε ἐπηρεασμένοι ἀπό τό ὅλο πνεῦμα πού ἐπικρατεῖ, ἀνέκαθεν αὐτό ἦταν τό πρόβλημα. Ἀνέκαθεν. Δυσκολεύεται ὁ ἄνθρωπος νά καταλάβει ὅτι εἶναι στόν κόσμο αὐτό, εἶναι στήν γῆ αὐτήν γιά νά κάνει τόν κανόνα του, διότι ἁμάρτησε, διότι ἔπεσε. Καί μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ κάνει τόν κανόνα του συμμετέχοντας στό Πάθος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά πεθάνει μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ ἁμαρτία πεθαίνοντας κανείς μέ τόν Χριστό, γιά νά κερδίσει τήν αἰώνια ζωή· ὄχι γιά νά καλοπεράσει κανείς ἐδῶ ἤ νά λύσει τά προβλήματά του, τά ὁποῖα πολλές φορές ἤ τά φτιάχνουμε μόνοι μας ἤ αὐτά πού ὄντως ὑπάρχουν εἶναι γιά καλό μας, δέν εἶναι γιά κακό μας.
Τολμοῦν λοιπόν οἱ δύο μαθηταί καί ζητοῦν νά καθίσουν ὁ ἕνας ἀπό τά δεξιά ὁ ἄλλος ἀπό τά ἀριστερά, ὅπως ἐπηρεασμένοι κι ἐμεῖς ἀπό τό πνεῦμα αὐτό, χριστιανοί μέν, στήν Ἐκκλησία κοντά, ὅλο στόν Θεό ἀναφερόμαστε, ὅλο προσευχές κάνουμε –γιά νά πάρουμε τήν καλύτερη περίπτωση– ἀλλά τί ζητοῦμε ὅμως, τί ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό;
Θά μᾶς πεῖ ὁ ἀπόστολος Ἰάκωβος ὅτι «αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε». Διότι αὐτά τά ὁποῖα θέλετε νά πάρετε, ἔχετε πρόθεση νά τά ξοδέψετε στίς ἐπιθυμίες σας, στίς ἁμαρτίες σας. Τό θέμα λοιπόν δέν εἶναι ἁπλῶς ἄν εἴμαστε θρησκευτικοί ἄνθρωποι, ἄν εἴμαστε χριστιανοί, ἄν αὐτές τίς μέρες θά ἐκκλησιασθοῦμε. Ἐγώ σᾶς λέγω ἀκόμη κι ἄν πάει κανείς καί ἐξομολογηθεῖ καί κάνει τό τυπικό αὐτό πού ἔγινε συνήθεια –καί κάποια τέτοια πράγματα ἔγιναν συνήθεια– πού θά πάει νά κοινωνήσει, πού πάρα πολλοί κάθε μέρα, ἔτσι καταλαβαίνω, πάρα πολλοί κοινωνοῦν ἐντελῶς ἀνάξια καί δέν συναισθάνονται τήν ἁμαρτία τους, νά πᾶνε νά ἐξομολογηθοῦν, νά συγχωρηθοῦν, νά καθαρίσουν τήν καρδιά τους καί μετά νά πᾶνε νά κοινωνήσουν. Ἁπλῶς, ἄ, γιά τό καλό τῆς ὑγείας.
Ἔχοντας λοιπόν αὐτό τό πνεῦμα δέν θά καταλάβουμε ἀκόμα μιά φορά, ὅπως τόσες φορές μέχρι σήμερα· δέν θά καταλάβουμε. Ὁ Κύριος τά λέει ἐδῶ στούς μαθητάς καί δέν καταλαβαίνουν. Ἐμεῖς αὐτές τίς μέρες θά τά ἀκούσουμε καί μέσα ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Τά ἀκούσαμε καί σήμερα. Μπαίνουμε στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα· καί τό πρωί καί τό ἀπόγευμα καί τό βράδυ ὅλο αὐτά θά ἀκοῦμε. Ἀλλά τί θά καταλάβουμε ὅμως, τί θά καταλάβουμε; Πῶς θά τά καταλάβουμε ὅλα αὐτά, πῶς θά τά πάρουμε, πῶς θά τά δεχθοῦμε, πόσο θά μυηθοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πόσο θά ἀφήσουμε τό δικό μας θέλημα γιά νά ὑποταχθοῦμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του, ἄν μποροῦμε νά ποῦμε ἔτσι, νά κάνει τό θέλημά του, ἀλλά φροντίδα του εἶναι νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖται στό Πάθος, ὁδηγεῖται στόν Σταυρό.
Πόσοι χριστιανοί ἔτσι πιστεύουν στόν Χριστό; Πόσοι χριστιανοί ἔτσι τόν ἀγαποῦν τόν Χριστό; Πόσοι χριστιανοί ἔτσι τόν ἀκολουθοῦν τόν Χριστό; Πόσοι χριστιανοί ἔχουν αὐτήν τήν διάθεση; Καί τήν ὥρα πού ἐκκλησιάζονται καί τήν ὥρα πού ἐξομολογοῦνται καί τήν ὥρα πού πᾶνε νά ἀνοίξουν τό στόμα νά πάρουν τήν Θεία Κοινωνία, πόσοι χριστιανοί ἔχουν τέτοια πρόθεση μέσα τους; ῾῾Νά πεθάνω, Κύριε, μαζί σου, ὅπως πέθανες ἐσύ καί νά γίνει μόνο τό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὅπως ἔλεγες κι ἐσύ κι ὅπως ἔκανες τό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός᾿᾿. Καί τό θέλημα αὐτό ἦταν νά πεθάνει. Καί τό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός εἶναι νά πεθάνουμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν Χριστό, νά πεθάνει ἡ ἁμαρτία, δέν γίνεται ἀλλιῶς, δέν βλέπουμε Παράδεισο, δέν θά δοῦμε οὐρανό· ὅσα καμώματα κι ἄν κάνουμε ἐξωτερικά, δέν θά δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, ἐάν δέν πεθάνει μέσα μας ἡ ἁμαρτία. Καί ἡ ἁμαρτία πεθαίνει, ὄχι ἁπλῶς ἐπειδή θέλουμε ἐμεῖς. Ἡ ἁμαρτία πεθαίνει ἄν σταυρωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν ἀφήσουμε τά θελήματά μας κι ὑποταχθοῦμε σ᾿ αὐτόν καί συμπορευθοῦμε μ᾿ αὐτόν καί συναποθάνουμε γιά νά συναναστηθοῦμε.
Μοῦ ἔχει κάνει τρομερή ἐντύπωση ἀπ᾿ τό πρωί σήμερα τό ὅτι δυό μαθηταί, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης πού εἶναι τόσο κοντά στόν Χριστό καί μέ καλή διάθεση –δέν χωράει ἀμφιβολία– τελικά δέν τόν ἐγκατέλειψαν τόν Χριστό, τελικά ἔμειναν κοντά του ὅ,τι κι ἄν συνέβη· ὁ Ἰωάννης εἶναι καί ὁ ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου ἰδιαίτερα, χωρίς νά εἶναι ὀλιγότερο ἠγαπημένος ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφός του. Πῶς, ἄς ποῦμε, αὐτοί οἱ μαθηταί τόσο κοντά στόν Χριστό, πού ἔχουν δεῖ τόσα θαύματα, πού ἔφαγαν μαζί μέ τόν Κύριο, πού συνομίλησαν, πού ζοῦσαν μαζί, πῶς αὐτοί λοιπόν παρά τήν καλή τους διάθεση δέν καταλαβαίνουν; Ἐδῶ πού τά λέμε, ἀπέθανε ὁ Χριστός, ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, ἐμφανίζεται στούς μαθητάς του ὁ Χριστός καί πάει κι ἔρχεται, μιά κρύβεται, μιά ἐμφανίζεται ἐπί σαράντα μέρες συναλιζόμενος, τρώγοντας ψωμί κι ἁλάτι, ἄς ποῦμε, μαζί τους. Κι αὐτοί, ὅπως τό βλέπουμε κι ἐκεῖ στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, πάλι δέν καταλαβαίνουν. Εἶναι πολύ σοβαρό τό θέμα. Πάλι δέν καταλαβαίνουν. Μεσολάβησε ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, μεσολάβησε ἡ Ἀνάστασή του, μπροστά τους τόν βλέπουν, καθώς τόν ψηλαφοῦν, «ἔλα, Θωμᾶ, ἔλα· βάλε τὸν δάκτυλόν σου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ βάλε τὴν χεῖράν σου εἰς τὴν πλευράν μου καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός» καί τό κάνει –ἤ δέν χρειάσθηκε ἴσως νά τό κάνει– καί ὁμολογεῖ «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἀλλά τοῦ λέει ὁ Χριστός «μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». Ἔ, εἶδες κάποια πράγματα καί πίστευσες. Ἀλλά εἶναι μιά ἐξωτερική πίστη αὐτή καί γι᾿ αὐτό μέχρι τέλους οἱ μαθηταί, μέχρι καί τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου –μετά τήν Ἀνάληψη ἀρχίζει κάτι νά γίνεται– μέχρι καί τῆς Ἀναλήψεως ἀκόμη εἶναι αὐτοί πού τοῦ λένε· «Εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν;» Πάλι κοντεύει νά ἀναληφθεῖ καί πάλι αὐτοί γιά τήν βασιλεία αὐτή, τήν ἐπίγεια βασιλεία, γιά τό βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ, γιά τήν γῆ, γιά τά ἀνθρώπινα αὐτά ἁπλῶς προβλήματα. Ἀκόμη δέν μποροῦν νά καταλάβουν τήν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ πού δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.
Γιατί; Γιατί δέν ἔχουν τό Πνεῦμα τό ἅγιον μέσα τους. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον θά ἔλθει τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί αὐτό θά κάνει τήν ἀλλαγή.
Θά γίνουμε ὄντως τοῦ Χριστοῦ ὄχι ἁπλῶς ἐπειδή τό θέλουμε, ὄχι ἁπλῶς ἐπειδή κάτι θά κάνουμε. Ὄχι, ὄχι. Καί ὅταν ἀκόμη τόν ἄνθρωπο θά τόν πιάσει ζῆλος νά τά κάνει ὅλα ὅπως λέει ὁ Θεός, ἄν μπορεῖ νά γίνει ἔτσι, πάλι ὁ Χριστός λέει· «Καὶ ἂν ποιήσητε πάντα τὰ διατεταγμένα, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοί ἐσμεν». Καί ἄν κάνετε ὅλα αὐτά πού πρέπει νά κάνετε, πάλι νά λέτε ὅτι εἶσθε ἀχρεῖοι δοῦλοι. Τίποτε δέν πρέπει νά κάνει τόν ἄνθρωπο νά ξιππάζεται, νά ξεθαρρεύει, νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στά ἔργα του, νά ἔχει ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτό πού κάνει αὐτός. Ὅλα γίνονται γιά νά πεισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν εἶναι τίποτε, γιά νά πεισθεῖ ὁ ἄνθρωπος πώς ὅ,τι κι ἄν κάνει δέν σώζεται, ὅ,τι κι ἄν κάνει εἶναι ἀχρεῖος δοῦλος καί νά ἐμπιστευθεῖ στόν Θεό. Νά ἐμπιστευθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἐμπιστευθεῖ στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, νά ἐμπιστευθεῖ στήν ὅλη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις μέσα στόν ἄνθρωπο, τήν ὁποία ἐμεῖς πήραμε καί παίρνουμε, ἀλλά χρειάζεται ἡ συνεργία ἡ ἀνθρώπινη γιά νά ἐνεργεῖ ἡ Χάρις. Ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀλλάζει τόν ἄνθρωπο, θανατώνει τόν παλαιόν ἄνθρωπο καί ἀνιστᾶ τόν νέον ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος ζεῖ κατά Θεόν. Στήν χειροτονία λέει ὁ Ἐπίσκοπος εἴτε εἰς διάκονον χειροτονεῖ κάποιον εἴτε εἰς πρεσβύτερον «ἡ Θεία Χάρις» κλπ. καί ἔπειτα ζητεῖ ὁ Ἐπίσκοπος καί ἀπό τούς ἄλλους κληρικούς πού εἶναι πέριξ τοῦ θυσιαστηρίου, ἀλλά κι ἀπό ὅλον τόν λαόν, καθότι αὐτά γίνονται εἰς ἐπήκοον πάντων, «εὐξώμεθα οὖν ὑπὲρ αὐτοῦ, ἵνα ἔλθῃ ἐπ᾿ αὐτὸν ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος». Ναί, καί ἡ ἔλευσις τῆς Χάριτος, πού πότε-πότε εἶναι αἰσθητή, αἰσθητή ὅπως τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, αὐτή ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος κάνει τόν ἄνθρωπο αὐτόν ἱερέα, τόν κάνει κληρικό εἴτε διάκονο εἴτε πρεσβύτερο.
Ὅπως ἡ Χάρις αὐτή δυό ἀνθρώπους, ἕνα νέον καί μιά νέα, τούς κάνει ἀνδρόγυνο. Δέν γίνονται ἀνδρόγυνο, ἐπειδή ἀγαπιοῦνται, ἄς ποῦμε. Ἡ Χάρις τούς κάνει ἀνδρόγυνο, τό Μυστήριο πού δίδεται διά τῆς Χάριτος τούς κάνει ἀνδρόγυνο καί γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία εἶναι τόσο κατηγορηματική, ἄσχετα ὅτι λέγονται διάφορα, εἶναι κατηγορηματική ἡ Ἐκκλησία ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι ζεῦγος, εἶναι ἀνδρόγυνο καί ποιοῦν τά τοῦ ἀνδρογύνου, ἀφοῦ γίνει τό Μυστήριο. Ἔξω ἀπό τό Μυστήριο καί χωρίς τό Μυστήριο δέν εἶναι ἀνδρόγυνο, δέν εἶναι σάρξ μία κι ἑπομένως ὅλα, ὅλα χωρίς ἐξαίρεση εἶναι ἁμαρτία.
Οἱ δύο μαθηταί λοιπόν δέν καταλαβαίνουν, ἀκριβῶς ἐπειδή δέν ἔχουν τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀκόμη. Θά ἔλθει μετά. Τούς ὑπόσχεται ὁ Χριστός ὅταν φεύγει καί τούς λέει· «Καθίσατε ἐν τῆ πόλει Ἰερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους». Δέν τούς τήν δίδει τήν Χάρι σάν μιά πολυτέλεια, «ἔ, πάρτε κι αὐτό». Ὄχι. Ἡ Χάρις αὐτή πού εἶχαν οἱ πρωτόπλαστοι μέσα στόν Παράδεισο καί τήν ἔχασαν λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἡ Χάρις αὐτή ξαναδίδεται τώρα καί δίδεται ἐν Χριστῷ, ἐν Χριστῷ πού εἶναι πολύ διαφορετικά τώρα τά πράγματα καί ἔχοντας τήν Χάρι αὐτή ὁ ἄνθρωπος, τήν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος. Σκέτος ἄνθρωπος δέν εἶναι τίποτε, ὅσα καλά κι ἄν κάνει. Ἔχοντας τήν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κανείς καταλαβαίνει, κι ἔχοντας τήν Χάρι κανείς ἐπιθυμεῖ ὄντως ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἐπιθυμήσει καί συμμορφώνεται πρός ἐκεῖνο τό ὁποῖο πρέπει νά συμμορφωθεῖ.
Γι᾿ αὐτό οἱ μαθηταί ἐδῶ δέν καταλαβαίνουν. Καί, ὅπως λέγαμε καί τό πρωί, ἀπό τό ἕνα μέρος νά μήν παραξενευόμεθα, ὅταν ὁ ἄλλος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τήν Χάρι, ἄσχετα πόσο χριστιανός εἶναι, –μπορεῖ μέ τό βάπτισμα νά τήν ἔχει μέσα του τήν Χάρι ἀλλά μένει ἀνενέργητος, καταχωνιασμένη κάπου σέ μιά γωνιά– ποῦ νά σέ καταλάβει.
Ἀποροῦμε σήμερα, γιατί δέν μᾶς καταλαβαίνουν ἤ γιατί δέν μᾶς ἀκοῦνε ἤ λένε καμιά φορά ἀρκετοί, ὄχι λίγοι, καί μεγάλοι καί νεώτεροι ῾῾τί νά κάνουμε στήν ἐκκλησία, τί νά κάνουμε στήν Θεία Λειτουργία, δέν καταλαβαίνουμε τίποτε᾿᾿. Ποῦ νά καταλάβετε; Ἄν γινόταν ἔτσι… Γιά, ὅμως νά πιστέψει κανείς ὅτι κάποιοι τά καταλάβαιναν, κάποιοι… οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί δέν τά χόρταιναν αὐτά τά πράγματα. Κάτι συμβαίνει. Κάτι εἶχαν βρεῖ αὐτοί. Κάτι εἶχαν ἀνακαλύψει. Κάτι εἶχε συμβεῖ σ᾿ αὐτούς καί ἔνιωθαν ἔτσι. Καί νά ἀρχίσει κανείς μ᾿ αὐτήν τήν πίστη καί νά ἀρχίσει νά ἀμφισβητεῖ τήν δική του κρίση, νά ἀμφιβάλλει γιά τήν δική του ἐκτίμηση τῶν πραγμάτων. Καί ὄχι ὅπως κάνει ὁ σημερινός ἄνθρωπος πού μόνον ὅ,τι αὐτός καταλαβαίνει, μόνον ὅ,τι αὐτός αἰσθάνεται, μόνον αὐτό ἔχει ἀξία καί μόνον αὐτό ἔχει σημασία. Καί ὅ,τι δέν καταλαβαίνει δέν εἶναι τίποτε.
Νά μήν ἀποροῦμε λοιπόν πού δέν μᾶς καταλαβαίνουν· καί νά μήν ἀπορεῖ ὁ καθένας, κάθε χριστιανός, ὅσο χριστιανός καί ἄν εἶναι, πού τελικά δέν σκέπτεται σωστά, δέν ἐνεργεῖ σωστά, πού τελικά δέν ἀγαπᾶ τόν Χριστό, πού τελικά δέν εἶναι καημός του ὁ Χριστός, καημός του ἡ ἁγία Τριάδα, καημός του ἡ σωτηρία, ἀλλά ἄλλα πράγματα. Πῶς θά εἶναι, ἀφοῦ εἶναι σάν νεκρωμένη μέσα στόν ἄνθρωπο ἡ Χάρις πού πήραμε διά τοῦ βαπτίσματος;
Ἔτσι λοιπόν, ἀδελφοί μου, γιά νά τελειώνουμε, νά μήν σᾶς κουράζουμε, μαζί μέ τόν ἅγιο Φώτιο, τόν μεγάλο αὐτόν Πατριάρχη, πού τό λέγω ἀκόμη μιά φορά μοῦ ἔκανε τρομερή ἐντύπωση πού αὐτός ὁ μεγάλος Πατριάρχης σκύβει κάτω καί πλησιάζει τά θέματα ἔτσι καί πολύ πρακτικά ἀναφέρεται σ᾿ αὐτά καί μέ ὅλη τήν ψυχή του καί μέ ὅλη τήν ἁγιότητά του ἀπευθύνεται πρός τόν λαό καί τούς καλεῖ σέ ἀληθινή μετάνοια.
Νά μετανοήσει κανείς ἀληθινά, νά κάνει ἕνα καινούργιο ξεκίνημα. Δέν θά κάνουμε τίποτε, ὅσο καλή διάθεση κι ἄν ἔχουμε, ἐάν δέν ἀρχίσουμε νά ἀμφισβητοῦμε καί νά ἀμφιβάλουμε ὅτι εἴμαστε καλοί. Ὅλοι νομίζουμε ὅτι εἴμαστε καλοί χριστιανοί. Μάθαμε πέντε πράγματα, καί νομίζουμε… Θά φανεῖ αὐτό ἀπό τό βάθος τῆς ψυχῆς. Βράζει μέσα σου ἡ ἁμαρτία; Μπορεῖ νά βράζει, ἅμα εἶσαι τοῦ Χριστοῦ; Μπορεῖ νά βράζει ἅμα σέ ἀναγέννησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο; Ἄν ὑπάρχει μέσα μας ἡ ἁμαρτία σημαίνει ὅτι δέν ἀναγεννηθήκαμε, σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχει σωτηρία μέσα μας, σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε καλή σχέση μέ τόν Θεό, σημαίνει ὅτι τά πήραμε στραβά τά πράγματα.
Καί ν᾿ ἀκούσουμε σήμερα ἄν θέλετε, ἀδελφοί μου, τόν μεγάλο Πατριάρχη, τόν ἅγιο Φώτιο, πού μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια, νά μετανοήσουμε. Ὄχι ἁπλῶς νά πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε ἔτσι τυπικά, πού, ὅποιος μετανοήσει, κάθε μέρα θέλει νά ἐξομολογεῖται· ὄχι ὅτι δέν θά πάει νά ἐξομολογηθεῖ κανείς, ἀλλά μήν ἀρκεσθοῦμε ἁπλῶς στό ἅμα ἐξομολογηθοῦμε, μετανοήσαμε· ἤ ἁπλῶς ἄν πᾶμε νά κοινωνήσουμε, μετανοήσαμε· ἤ ἁπλῶς ἄν πᾶμε στήν ἐκκλησία, νομίζουμε ὅτι μετανοήσαμε. Ἀληθινά νά μετανοήσουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά κλάψουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νά ἀναγνωρίσουμε ὄχι ἁπλῶς ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνος μᾶς ἁγίασε, ἐνῶ ἐκεῖνος μᾶς ἐκάλεσε, μᾶς ἔκανε μέλη τίμια τῆς Ἐκκλησίας του διά τῶν Μυστηρίων, ἐμεῖς τά ἀπεμπολήσαμε, ἐμεῖς τά ἀμαυρώσαμε ὅλα αὐτά, δέν τά ὑπολογίσαμε, δέν τά ἐκτιμήσαμε, τά ἀψηφήσαμε. Ἔχουμε μιά διπλή ἁμαρτία· κι αὐτό νά τό νιώσουμε καί νά μετανοήσουμε ἔτσι ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας.
Καί ὁ Κύριος, ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, ὅπως τό τονίζει ὁ ἅγιος Φώτιος, ἀκούει τήν δέηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, δέχεται τήν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου, συγχωρεῖ ὁ Κύριος κι ἐκεῖνον πού ἁμάρτησε –πού δέν ἔπρεπε νά ἁμαρτήσει, ἀλλά ἁμάρτησε– τόν συγχωρεῖ, τόν δέχεται, τόν κάνει κοινωνό τῶν παθημάτων του, τόν κάνει κοινωνό τῆς Ἀναστάσεώς του, τόν κάνει δικό του ὄντως ἄνθρωπο ὁ Χριστός, ὄντως, διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Μέσα στόν μετανοημένο, στόν ἐξομολογημένο, στόν συγχωρημένο, σ᾿ αὐτόν ὁ ὁποῖος γίνεται κοινωνός τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ζεῖ μέσα του ὄντως ὁ Χριστός καί ἔτσι ἀξίζει νά λέγεται χριστιανός, νά ζήσει ὡς χριστιανός καί νά μπεῖ ὅπως λένε οἱ ἅγιοι μέσα στόν Παράδεισο μέ τόν Χριστό.
Κι ἄλλη φορά τό λέγαμε· στόν Παράδεισο μόνο ὁ Χριστός μπαίνει, δέν μπαίνει κανένας ἄλλος. Ὅποιος πάει σκέτος ἄνθρωπος, ὅσα καλά κι ἄν ἔχει, δέν μπαίνει μέσα. Ἐκεῖνος πού εἶναι κρυμμένος στόν Χριστό, πού ἀφήνει τά θελήματά του καί τά δικά του ὅλα καί ὑποτάσσεται στόν Χριστό καί κρύβεται μέσα στόν Χριστό «ἡ ζωὴ ἡμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐκεῖνος μπαίνει στόν Παράδεισο κι εὔχομαι ἔτσι νά περάσουμε αὐτές τίς μέρες ἐν Χριστῷ καί νά φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμον ἐν Χριστῷ.