Τῆς ἁγίας ἐνδόξου ὁσιομάρτυρος Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας
Ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας Φιλοθέης, πού εἶναι μικρή, εἶναι οἱ στίχοι 12, 13, 18 καί 19 τοῦ 15ου κεφαλαίου τοῦ κατά Ἰωάννην εὐαγγελίου. Καί παρακαλῶ τήν ἀγάπη σας νά δοῦμε τή μικρή αὐτή εὐαγγελική περικοπή, πού ἀσφαλῶς δέν εἶναι ἄσχετη ἀπό τόν βίο τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ἀπό τήν ὅλη θυσία της, ἀπό τό μαρτύριό της.
Στίχ. 12 «Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς, αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς». Αὐτή εἶναι ἡ δική μου ἐντολή. Μέ τήν ἔννοια αὐτή: πολλές ἄλλες ἐντολές δίνουν οἱ ἄνθρωποι –θά λέγαμε τώρα ὅτι καθένας ὅπως τά θέλει καί ὅπως τά νομίζει τά πράγματα– ἀλλά ὁ Χριστός λέει ὅτι ἡ δική του ἐντολή εἶναι αὐτή ἐδῶ. «Νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως ἐγώ σᾶς ἀγάπησα».
Ὁ λόγος ἐδῶ γιά τήν ἀγάπη. Αὐτή εἶναι ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, ἡ δική του ἐντολή πρός τούς μαθητάς του καί δι᾿ αὐτῶν πρός ὅλο τόν κόσμο· ἀλλά ὄχι ἀόριστα ἡ ἀγάπη. «Νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως ἐγώ σᾶς ἀγάπησα». Αὐτό σημαίνει ἀφ᾿ ἑνός νά μιμηθεῖτε ἐμένα. Ὅπως δηλαδή ἐγώ ἔδειξα ἀγάπη, ἔτσι κι ἐσεῖς νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Ἀφ᾿ ἑτέρου σημαίνει αὐτό πού λέμε συχνά, καί πού ἔχουμε τήν εὐκαιρία ἀπόψε νά τό τονίσουμε πάλι καί νά τό προσέξουμε: νά ἔχετε ἀπό πλευρᾶς ποιότητος τήν ἀγάπη τή δική μου. Τό «ὅπως ἐγώ» δηλαδή ἔχει μέσα καί τήν ποιότητα· δέν ἔχει μόνο τήν ἔννοια: Ἐγώ ἀγαπῶ, νά ἀγαπᾶτε κι ἐσεῖς. Ἀναφερθήκαμε καί σ᾿ αὐτό ἄλλη φορά καί νομίζω ὅτι τό καταλαβαίνουμε.
Ἀλλοῦ λέει καθαρά: «Τήν εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη». Ὅλες τίς ἀρετές καλούμαστε νά ἔχουμε –ὑπομονή, ταπείνωση, προσευχή, χρηστότητα, μακροθυμία κτλ.– ὅπως τίς εἶχε ὁ Χριστός. Ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια νά τόν μιμηθοῦμε, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια νά ἔχουμε τίς δικές του ἀρετές ἀπό πλευρᾶς ποιότητος.
***
Γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅτι πρῶτα μᾶς ἀγαπάει ὁ Κύριος, καί μετά ἔχουμε κι ἐμεῖς ἀγάπη καί τόν ἀγαποῦμε. «Ἀγαπῶμεν αὐτόν ὅτι πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς».
Ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔκανε τήν ἀρχή πρῶτος αὐτός καί μᾶς ἀγαπᾶ, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια ὅτι μᾶς δίνει ἀπό τή δική του ἀγάπη καί τόν ἀγαποῦμε. Ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ἔχεις τό καντηλάκι, τή λαμπάδα, καί εἶναι πανέτοιμα, ἀλλά πρέπει νά ἔρθει φωτιά, γιά νά ἀνάψουν. Γιά νά ἔχει φωτιά τό καντήλι, ἡ λαμπάδα, γιά νά ἔχει φωτιά ὅ,τι τυχόν ἀνάβουμε μέσα στόν ναό κτλ., πρέπει νά ἔρθει φωτιά. Τό καντήλι, ἡ λαμπάδα δέν μποροῦν νά ἔχουν μόνα τους φωτιά. Ἔτσι λοιπόν, ἄν δέν ἀνάψει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο πανέτοιμη καί νά εἶναι, δέν ἔγινε τίποτε. Ἄν εἶναι σβηστή ἡ φωτιά αὐτή πού δίνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, δέν εἶναι τίποτε ὁ ἄνθρωπος.
Παρακαλῶ αὐτό νά τό προσέξουμε. Ἄν ἐνθυμεῖσθε, λέγαμε αὐτό εἰδικότερα πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ὅτι μπορεῖ νά ἔχουμε ἕνα καντήλι, πού νά ἔχει καλό, περιποιημένο ποτήρι, πού τό ἔχει καθαρίσει κανείς καλά, πού νά ἔχει καί λάδι καί φελό καί φυτίλι. Ἄν ὅμως δέν βάλεις φωτιά, εἶναι σβησμένο. Εἶναι ἕτοιμο νά ἀνάψει, ἀλλά δέν ἔχει φωτιά αὐτό τό ἴδιο. Μέ αὐτή τήν ἔννοια εἶναι πλασμένος ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ὅμοιος μέ τόν Θεό, ἀλλά ὅμως ὁ Θεός τοῦ δίνει αὐτή τήν ὁμοιότητα, ὁ Θεός τοῦ δίνει αὐτή τή χάρη.
***
Τώρα ἐμεῖς ὡς βαπτισμένοι πού εἴμαστε, ἕνας λόγος παραπάνω ὅτι, καθώς βαπτιστήκαμε καί χριστήκαμε, ἔχουμε μέσα μας τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά εἶναι καταχωνιασμένη. Νά κάτι πού δέν τό ἔχουμε τόσο τονίσει. Ἔγινε τό μυστήριο, καί ἐν μυστηρίῳ πήραμε τή χάρη. Τό μυστήριο δέν καταργεῖται, ἀλλά ἄν ὅμως κανείς ἀφήσει ἐλεύθερο τόν ἑαυτό του, καταχωνιάζεται ἡ χάρη, καί ἔτσι ἔρχεται ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κι ἐσύ δέν τήν καταλαβαίνεις.
Ἕνα μικρό παιδί δέν ξέρει βέβαια, καί ὅταν μεγαλώσει καί ἀρχίσει νά καταλαβαίνει, ἤδη πιά ἔχει σβήσει κατά κάποιον τρόπο αὐτή τή φωτιά. Πιό συγκεκριμένα, ἄν θέλουμε νά ποῦμε τήν ἀλήθεια, ἁπλῶς ἡ φωτιά αὐτή εἶναι καταχωνιασμένη κάπου βαθιά στήν ψυχή μας, σύμφωνα μέ αὐτά πού ἔχουμε πεῖ, ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖ ἕνα ἀναμμένο καρβουνάκι, ὑπάρχει μιά σπίθα καί πρέπει νά ψάξεις νά τή βρεῖς. Αὐτό πρέπει νά κάνει ὁ καθένας μας.
Ἕνας δηλαδή πού εἶναι χριστιανός βαπτισμένος, ἄν ποτέ θελήσει νά γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, νά μπεῖ ἀληθινά στόν δρόμο αὐτό, δέν μπορεῖ νά ἀφήσει τόν ἑαυτό του ἔτσι. Ἄν δέν τόν θίγεις τόν ἑαυτό σου, ἄν τόν προσέχεις, ἄν τόν φυλάγεις μήν πάθει τίποτε καί δέν βγάζεις ὅλες αὐτές τίς στάκτες καί ὅλα αὐτά πού ἔχουν συσωρευθεῖ μέσα σου, δέν πρόκειται νά γίνεις ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Καθένας πού ἀγωνίζεται ἀληθινά τό ξέρει αὐτό.
Δέν στέκει καθόλου αὐτό πού κάνουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι δέν προσέχουν, δέν ἐρευνοῦν τόν ἑαυτό τους. Τό παίρνουν ὡς δεδομένο ὅ,τι εἶναι ὁ ἑαυτός τους εἶναι, καί τό ἀφήνουν ἀπείραχτο, καί ἁπλῶς κάνουν τόν σταυρό τους, τήν προσευχή τους, πᾶνε στήν ἐκκλησία, μπορεῖ νά κάνουν καί καμιά ψευτοεξομολόγηση, μπορεῖ νά πᾶνε νά κοινωνήσουν. Τίποτε ὅμως δέν κάνουν ὡς πρός τό νά γνωρίσουν τόν ἑαυτό τους καί νά ἀλλάξει. Τίποτε. Ἔτσι, ἡ σπίθα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἔχουμε μέσα μας μένει καταχωνιασμένη καί ἀνενέργητη. Γιά νά ἔρθει φωτιά ἐξ οὐρανοῦ καί νά ἀνάψει ἡ φωτιά αὐτή μέσα στήν ψυχή μας πρέπει νά βροῦμε αὐτή τή σπίθα. Διότι ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε αὐτή τή σπίθα, καθώς ἐμεῖς εἴμαστε βαπτισμένοι. Ὁ ἀβάπτιστος δέν τήν ἔχει ἤ μπορεῖ νά εἶναι ἕνα ἕτοιμο καντήλι μέ τή μετάνοιά του κτλ. ἀλλά πρέπει νά βαπτισθεῖ, νά χριστεῖ, γιά νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
***
Σ᾿ ἐμᾶς πού εἴμαστε βαπτισμένοι, τά πράγματα δείχνουν ὅτι ἡ ὅλη ψυχή μας σάν νά εἶναι ἕνα καντήλι, ἀλλά χωρίς φωτιά. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νά μετανοήσει καί πάλι νά μετανοήσει. Ὅταν λέει ὁ Κύριος «μετανοεῖτε ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν ούρανῶν». Τί θά πεῖ μετανοεῖτε; Πάρα πολλοί χριστιανοί τρέχουν στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μήν τυχόν θίξουν τόν ἑαυτό τους! Ἰδέα δέν ἔχουν ἀπό ἀληθινή μετάνοια· καμιά σχέση δέν ἔχουν μέ αὐτήν. Ἁπλῶς πᾶν στήν Ἐκκλησία. Αὐτά ὅμως πού εἶναι μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ζοῦν καί βασιλεύουν ἐκεῖ. Γι᾿ αὐτό εἶναι χριστιανός κανείς ἀλλά ἀγνώριστος· δέν μοιάζει γιά χριστιανός.
Ἀγαποῦμε λοιπόν τόν Θεό, ὅτι αὐτός πρῶτα μᾶς ἀγάπησε, καί μᾶς ἀγάπησε μέ αὐτή τήν ἔννοια: ἄναψε τή φωτιά αὐτή μέσα μας, ἄναψε τίς καρδιές μας μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὄχι ἁπλῶς δηλαδή εἶναι καθαρή ἡ ψυχή μας, εἶναι καθαρή ἡ καρδιά μας, εἶναι καθαρός ὁ νοῦς. Αὐτό ἀπό μιά πλευρά δέν σημαίνει τίποτε. Εἴπαμε, μπορεῖ νά τό κάνεις τό καντήλι νά στράφτει· ἄν ὅμως δέν βάλεις φωτιά, δέν ἔγινε τίποτε/θά εἶναι σβησμένο. Ἡ λαμπάδα μπορεῖ νά εἶναι τέλεια, ἴσως νά ἔχεις βάλει καί κορδελίτσες. Ἄν ὅμως δέν φέρεις φωτιά νά τήν ἀνάψεις, θά μένει ἔτσι σβησμένη.
Ἐμεῖς εἴμαστε βαπτισμένοι, καί πιό συγκεκριμένα, εἶναι ἔτσι τά πράγματα: ἔχουμε μέν τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας, ἔχουμε τή σπίθα, ἀλλά κρυμμένη. Τό ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά τό παράδειγμα πού θά ἀναφέρω.
Παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἤθελαν τούς χειμερινούς μῆνες νά ἔχουν στό σπίτι συνέχεια ζέστη, ἔβαζαν ἀποβραδίς πολλά ξύλα στό τζάκι. Τό πρωί δέν φαινόταν τίποτε στό τζάκι παρά μόνο πολλή στάχτη. Εἶχαν καεῖ τά πάντα. Ἡ νοικοκυρά ὅμως πού ἤξερε ἀπό αὐτά, καθώς δέν εἶχαν τότε ἀναπτῆρες καί σπίρτα –καί νά εἶχαν δέν τά ξόδευαν εὔκολα– καθόταν καί σκάλιζε νά βρεῖ μέσα στή στάχτη ἕνα μικρό καρβουνάκι ἀναμμένο, νά βρεῖ μιά σπίθα. Τῆς ἔφθανε αὐτό. Ἀμέσως ἔβαζε κάποια χαρτιά, ἔβαζε κάποια προσανάμματα, καί ἄναβε φωτιά.
***
«Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς κι ἐγώ σᾶς ἀγάπησα». Ὅμως, ἐπαναλαμβάνω, δέν τό λέει ὁ Κύριος ἁπλῶς σάν νά λέει «νά μέ μιμηθεῖτε», ἀλλά τό λέει μέ τήν ἔννοια: Δέν μπορεῖτε νά ἔχετε ἀγάπη ἐσεῖς, ἄν δέν ἔχετε τήν ἀγάπη πού ἐγώ θά σᾶς δώσω. Ἀλλιῶς, αὐτό πού θά ἔχετε θά εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ ἀνθρώπινη.
Οἱ ἄνθρωποι ἀγαπιοῦνται μεταξύ τους, γιά νά πᾶνε νά δολοφονήσουν, νά κάψουν, νά κάνουν μιά ἄλλη ἐγκληματική ἐνέργεια. Ἔχουν μιά ἑνότητα μεταξύ τους, μιά ἀγάπη καί μπορεῖ, τρόπον τινά, ὁ ἕνας νά ὑποστηρίζει τόν ἄλλο. Δέν εἶναι ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ αὐτά.
Νά νιώσουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει ὁ Χριστός, νά δεχθοῦμε τήν ἀγάπη του, νά ἀνάψει ἡ φωτιά αὐτή μέσα μας, καί ἔτσι νά ἀγαποῦμε τούς ἄλλους. Ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἀγαποῦμε καί τούς ἄλλους. Μέ τήν ἴδια ἀγάπη μέ τήν ὁποία ἀγαποῦμε τόν Θεόν ἀγαποῦμε καί τούς ἄλλους.
Πῶς μπορεῖς, λέει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, νά λές ὅτι ἔχεις ἀγάπη πρός τόν Θεό καί δέν ἔχεις ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό σου, πού τόν βλέπεις κιόλας; Γιά τόν Θεό πού δέν βλέπεις, λέει, μπορεῖς νά ἔχεις ἀγάπη;
Δική μου ἐντολή εἶναι νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὅπως κι ἐγώ σᾶς ἀγάπησα.
***
Καί συνεχίζει στόν στίχο 13 «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ». Μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπό αὐτήν δέν ἔχει κανείς. Ποιά ἀγάπη; Νά θυσιάσει κανείς τή ζωή του ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ. Μή μᾶς παραξενεύει ἡ λέξη «φίλων». Δέν λέει νά θυσιάσει τή ζωή του γιά τούς ἄλλους, ἀλλά γιά τούς φίλους. Θά δοῦμε.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε ἡ ἁγία Φιλοθέη. Ὅπως ξέρουμε ὅλοι ἀπό τόν βίο της, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ὄχι ἁπλῶς μαρτύρησε, ἀλλά θυσίασε τή ζωή της κυριολεκτικά καί δέχτηκε τό μαρτύριο, γιά νά μήν ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἀγάπη πού εἶχε πρός ὅλες ἐκεῖνες τίς ἀδελφοῦλες, πού ἦταν τριγύρω της.
Κατ᾿ ἀρχήν νά ποῦμε γενικά ὅτι ὁ Θεός οἰκονομεῖ τά πράγματα ἔτσι, πού δέν δυσκολεύεται νά χρησιμοποιήσει καί ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἄς ποῦμε, διάλεξε τόν Μωυσῆ, γιά νά βγάλει τόν λαό ἀπό τήν Αἴγυπτο καί νά τόν ὁδηγήσει στή γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Καί τά οἰκονόμησε ἔτσι ὁ Θεός, ὥστε μόλις γεννήθηκε, νά τόν πετάξουν στόν Νεῖλο ποταμό, νά τόν βρεῖ ἡ κόρη τοῦ Φαραώ, νά τόν πάρει στό ἀνάκτορο, νά μείνει ἐκεῖ καί νά πάρει ἀνατροφή –πῶς νά ποῦμε;– ἀρχοντική. Τό χρειαζόταν αὐτό μετά, γιά νά κυβερνήσει αὐτόν τόν λαό, τόν τόσο σκληροτράχηλο.
Δέν εἶναι τυχαῖα αὐτά. Ὁ Θεός ἐπέτρεψε νά γίνουν ἔτσι. Ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τά ἀνθρώπινα. Ὄχι ὅτι ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά ἐπειδή γιά τόν ἄνθρωπο κάνει ὅ,τι κάνει, γι᾿ αὐτό μέ τούς ἀνθρώπους τά κάνει. Ὁ Θεός τά κάνει ὅλα, ἀλλά μέ τούς ἀνθρώπους γιά τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι ἔγινε καί μέ τήν ἁγία Φιλοθέη.
Ὅπως γνωρίζουμε, γεννήθηκε στήν Ἀθήνα καί ἔζησε ἐκεῖ. Οἱ γονεῖς της ἦταν ὄχι μόνο πλούσιοι ἀλλά καί ἀνωτέρας κοινωνικῆς τάξεως. Παρά τόν πόθο πού εἶχε νά ζήσει μοναχική ζωή, ἀναγκάστηκε νά συνάψει γάμο σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν. Ὁ σύζυγός της, ὁ ὁποῖος τή δυσκόλεψε πολύ τή ζωή της, σέ τρία χρόνια ἐκοιμήθη. Λίγο ἀργότερα ἐκοιμήθησαν καί οἱ γονεῖς της. Ἡ ἁγία ἀφοσιώθηκε στόν Θεό, ἀξιοποίησε τήν πολλή περιουσία της μέ τίς διάφορες ἀγαθοεργίες της καί μέ τό νά κτίσει γυναικεῖο μοναστήρι. Μαζεύτηκαν γύρω της ὄχι λίγες γυναῖκες πού ἔγιναν μοναχές, μέ ἡγουμένη τήν ἴδια, καί χρειάστηκε νά κτίσει καί δεύτερο καί αὐτό στήν περιοχή τῶν Ἀθηνῶν. Κάποιο βράδυ πού ἔκανε ἀγρυπνία μέ τίς ἄλλες μοναχές μπῆκαν στό μοναστήρι ἀγαρηνοί καί τήν ἔδειραν ἀλύπητα. Λίγο ἀργότερα ὑπέκυψε στά τραύματα καί ἐκοιμήθη στίς 19-2-1589.
***
Ὑπάρχει ἕνας κανόνας πού λέει ὅτι τίς γυναῖκες πρέπει νά τίς κάνει μοναχές, δηλαδή νά κάνει τό μυστήριο, τήν ὅλη ἀκολουθία τῆς κουρᾶς ὁ ἐπίσκοπος. Καί αὐτό διότι θέλουν ἰδιαίτερη φροντίδα. Τότε, τά παλιά χρόνια, καί πού γινόταν μοναχός ἕνας ἄνδρας δέν εἶχε καμιά δυσκολία, δέν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Ἀλλά γιά τίς γυναῖκες ἦταν διαφορετικά τά πράγματα, καί ἔπρεπε ὡς ποιμήν ὁ ἐπίσκοπος νά τίς φροντίζει, ἑπομένως καί αὐτός νά κάνει τήν κουρά. Εἶχαν δηλαδή ἀνάγκη νά τύχουν ἰδιαιτέρας φροντίδος, καί τό πρόσεξε αὐτό ἡ Ἐκκλησία, καί κάπως ἔτσι τό κανόνισε τό ὅλο θέμα αὐτό.
Πιθανόν νά μήν εἶναι τυχαῖο τό ὅτι ἡ ἁγία Φιλοθέη ἦταν αὐτή πού ἦταν, μιά ἀρχοντοπούλα μέ πολύ πλοῦτο, ἡ ὁποία εἶχε μιά πείρα, μιά γνώση. Χρειάζονταν ὅλα αὐτά, διότι, τρόπον τινά, σ᾿ αὐτήν θά στηρίζονταν ὅλες οἱ ἄλλες μοναχές, ἀπό αὐτήν θά σκεπάζονταν, ἀπό κεῖ θά ἔπαιρναν κουράγιο. Ὅπως καί ἔγινε. Καί μάλιστα, ὄχι ἁπλῶς τίς στήριξε, τίς κάλυψε, τίς βοήθησε, ὄχι ἁπλῶς τίς ἀγαποῦσε, ἀλλά, ὅπως λέει ἀκριβῶς ἐδῶ τό εὐαγγέλιο, «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, δέχτηκε γιά χάρη τους τό μαρτύριο, καί εἶναι ὁσιομάρτυς.
Κανείς δέν ἔχει, λέει, μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπό αὐτήν. Ἀπό ποιά; Ἀπό τήν ἀγάπη πού τόν κάνει νά θυσιάζει τόν ἑαυτό του «ὑπέρ τῶν φίλων». Ἔχει δηλαδή ἀκριβῶς αὐτή τήν ἀγάπη πού εἶχε ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος παραδόθηκε. Ἄν θυμάστε, στόν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ, ὅταν ἦρθε ὁ Ἰούδας μέ τόν ὄχλο, γιά νά συλλάβουν τόν Κύριο, τούς εἶπε: Εἰ ἐμέ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν. Ἐμένα μέ συλαμβάνετε, ἀλλά ἀφῆστε αὐτούς νά φύγουν». Ὑστερα βέβαια καί αὐτοί θά μαρτυρήσουν, ὅπως καί καθεμιά ψυχή· εἴτε θά ὑποστεῖ τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως εἴτε τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. Ἀλλά ὅμως ἕως ὅτου νά φτάσει κανείς ἐκεῖ, κάποιοι ἄλλοι θά μαρτυρήσουν πρίν ἀπό αὐτόν γι᾿ αὐτόν.
Μεγαλύτερη ἀγάπη λοιπόν δέν ἔχει κανείς ἀπό τό νά θυσιάζει τόν ἑαυτό του ὑπέρ τῶν φίλων, ὑπέρ τῶν δικῶν του. Ὄχι πώς τό λέει μέ τήν ἔννοια ὅτι κάνει χατίρι, ἀλλά τό λέει μέ τήν ἔννοια ὅτι πρέπει πρωτίστως νά φροντίζει γιά τούς δικούς του. Ὅπως λέει κάπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ ποιμήν νά φροντίζει γενικά γιά τούς ἀνθρώπους, ἀλλά κυρίως ὅμως γιά τούς πιστούς. Ὅπως ἕνας πατέρας θά φροντίσει γιά τά παιδιά του. Δέν θά πεῖ: «Σᾶς ἀφήνω. Θά πάω ἄλλους νά φροντίσω». Θά φροντίσει γιά τά παιδιά του. Καί ἄν χρειαστεῖ καί τή ζωή του θά δώσει. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή πατρική ἀγάπη, γιά τά παιδιά του νά θυσιάσει καί τή ζωή του, ἄν χρειαστεῖ.
***
Ἔτσι λοιπόν ὁ ποιμήν, μιά ἡγουμένη, ὅπως ἐδῶ ἡ ἁγία Φιλοθέη, ἡ ὁποία, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα θυσίασε τόν ἑαυτό της γιά τίς μοναχές της. Τέτοια ἀγάπη εἶχε. Ὄχι εἶχε ἁπλῶς ἀγάπη, ἀλλά εἶχε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός θυσίασε τόν ἑαυτό του ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ, Δηλαδή γιά ὅλο τόν κόσμο, καθώς ὅλοι ἔχουν τή δυνατότητα νά γίνουν φίλοι τοῦ Χριστοῦ.
Ἄν δέν γίνεις φίλος τοῦ Χριστοῦ, δέν σέ ὠφελεῖ ἡ θυσία του. Δέν σέ ὠφελεῖ. Ἄν γίνεις τοῦ Χριστοῦ ἄνθρωπος, σέ ὠφελεῖ ἡ θυσία του. Βλέπετε, πῶς εἶναι ἐδῶ τό μέγα αὐτό μυστήριο. Δέν ἀρκεῖ πού θυσιάζεται ὁ Χριστός ἕνεκα τῆς ἀγάπης πού ἔχει. Ἔχει συνέπεια, ἔχει ἀποτέλεσμα αὐτή ἡ θυσία, γιά νά ἔχει ὠφέλεια. Ὅποια θυσία κι ἄν κάνεις γιά κάποιον, ὅταν αὐτή γίνεται, ἀκριβῶς ἐπειδή ἔχεις μέσα σου τήν ἀγάπη πού σοῦ δίνει ὁ Χριστός, αὐτή ἡ θυσία ἔχει ἀποτέλεσμα, ἐφόσον ὅμως ὁ ἄλλος θά γίνει φίλος τοῦ Χριστοῦ, μέ αὐτή τήν ἔννοια: θά πιστέψει, θά ὑπακούσει στόν Χριστό. Ἀλλιῶς, δέν τόν πιάνει, δέν τόν βοηθάει ἡ ἀγάπη σου. Δέν ἀγαπάει ὁ Θεός ὅλο τόν κόσμο; Ὅμως, δέν σώζονται ὅλοι. Τί τούς ὠφελεῖ ἡ ἀγάπη του, ἐφόσον δέν ἀνταποκρίνονται σ᾿ αὐτήν; Τελικά θά χαθοῦν.
***
Καί λέει στή συνέχεια ἡ εὐαγγελική περικοπή στούς στίχ. 18 καί 19 «Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμέ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δέ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διά τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος».
Ἡ μετάφραση: Ἄν σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος, νά ξέρετε πώς πρίν ἀπό σᾶς ἐμένα ἔχει μισήσει. Ἄν ἀνήκατε στόν κόσμο, τότε ὁ κόσμος θά σᾶς ἀγαποῦσε σάν κάτι δικό του. Ἐπειδή ὅμως δέν ἀνήκετε στόν κόσμο, ἀφοῦ ἐγώ σᾶς διάλεξα καί σᾶς ξεχώρισα ἀπό τόν κόσμο, γι᾿ αὐτό σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος.
Νά, αὐτό δέν τό ἔχουμε προσέξει, ἐνῶ οἱ ἅγιοι τό πρόσεξαν. Ἡ ἁγία Φιλοθέη ἀγάπησε τόν Κύριο, ἄσχετα ἄν τή μίσησε ὁ κόσμος, καί στήν προκειμένη περίπτωση οἱ ἐχθροί της, αὐτοί οἱ ὁποῖοι τή θανάτωσαν, ἀφοῦ τή βασάνισαν. Δέν εἶναι παράξενο τό ὅτι αὐτοί δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τόν Χριστό. Μισοῦν τόν Χριστό. Πῶς δέν θά μισήσουν καί τούς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ;
Ἐμεῖς σήμερα τό λαμβάνουμε πολύ ὑπ᾿ ὄψιν αὐτό: μήν τυχόν δέν μᾶς παραδέχονται, δέν μᾶς ἀναγνωρίζουν, ὅπως θά θέλαμε, μήν τυχόν πάρουν τέτοια στάση ἀπέναντί μας πού μᾶς ἀπομονώνουν. Δέν τό σηκώνουμε αὐτό. Ὁπότε, τελικά πηγαίνουμε μέ τά νερά τοῦ κόσμου, ἔχουμε τό κοσμικό πνεῦμα. Μποροῦμε ἔτσι νά εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ; Ἄν ἤσασταν, λέει ὁ Κύριος, ἀπό τόν κόσμο, θά σᾶς ἀγαποῦσε ὁ κόσμος. Πολλοί χριστιανοί ἔχουν ἀγάπη, φιλία μέ τόν κόσμο· αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουν τό κοσμικό πνεῦμα.
Αὐτό τό πράγμα δέν τό ἔχουμε καταλάβει, ὅτι ὅλο τό θέμα εἶναι νά πᾶμε μέ τόν Θεό, νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, νά ἔχουμε μέσα μας τήν ἀγάπη πού μᾶς δίνει ὁ Θεός, καί νά ἀγαπιόμαστε μεταξύ μας μέ τήν ἀγάπη αὐτή.
***
Ὅταν πᾶς μέ τόν Θεό, νά πᾶς χωρίς ὅρους. Λέμε καί ξαναλέμε αὐτό πού παρατηροῦμε σέ ὅλους τούς χριστιανούς σήμερα, ὅτι ἡ ὅλη ζωή τους, ἡ ὅλη σκέψη τους, ἡ ὅλη νοοτροπία τους σάν νά μήν συμφωνεῖ μέ τόν Θεό. Γιατί, λένε, νά τά κάνει ἔτσι ὁ Θεός; Γιατί –λέγαμε καί ἄλλη φορά– νά μήν ἀφήνει νά ζοῦμε διακόσια χρόνια, πεντακόσια χρόνια; Γιατί νά πεθαίνουμε; Γιατί νά χρειάζεται νά ζοριστοῦμε; Γιατί τοῦτο; Γιατί ἐκεῖνο; Πῶς μπορεῖς νά εἶσαι ἔτσι χριστιανός;
Ὅταν σκεπτόμαστε ἔτσι, τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς ὅτι δέν κάνουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, ἀλλά δέν συντονιζόμαστε μέ αὐτόν. Ἀλλιῶς τά ἔκανε ὁ Θεός, ἀλλιῶς τά σκέπτεται, ἀλλιῶς τά θέλει, καί ἀλλιῶς ἐμεῖς. Καί δέν προβληματιζόμαστε πάνω σ᾿ αὐτό, ὥστε νά ποῦμε: Γιατί σκεπτόμαστε διαφορετικά; Εἴμαστε λοιπόν κοσμικοί, ἔχουμε κοσμικό πνεῦμα, καί τελικά δέν εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶχαν αὐτό ἀκριβῶς τό χαρακτηριστικό, ἦταν τοῦ Χριστοῦ, καί γι᾿ αὐτό μαρτύρησαν. Ἀλλά ἐγώ θά ἔλεγα ὅτι, καί ὅποιος θελήσει νά γίνει τοῦ Χριστοῦ, θά μαρτυρήσει μέσα του. Θά μαρτυρήσει, καθώς πρέπει νά κάνει ἀγώνα γιά νά βγάλει τό κοσμικό πνεῦμα ἀπό μέσα του, γιά νά μή συσχηματίζεται μέ τό κοσμικό πνεῦμα καί νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό.
***
Ἐλπίζω νά μή σκανδαλίσουμε κανέναν, ἄν ποῦμε κάτι τολμηρό: Ὅλα τά παιδάκια πού εἶναι μέσα στήν κοιλιά τῆς μητέρας τους, δέν θά ἤθελαν μέ τίποτε νά βγοῦν ἀπό κεῖ μέσα. Τί ἄλλο καλύτερο ἀπό ἐκεῖ; Οὔτε νά διανοηθοῦν –ἄν μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι μποροῦν νά σκεφτοῦν– νά βγοῦν ἀπό κεῖ. Καί ὅταν βγοῦν ἀπό κεῖ, μά οὔτε ἕνα, οὔτε ἕνα –σέ ὅλο τόν κόσμο νά ἀναζητήσουμε– δέν θά ἤθελε νά ξαναμπεῖ ἐκεῖ μέσα. Αὐτό εἶναι.
Ἀλλιῶς λοιπόν τά ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός μετά ἀπό τή ζωή αὐτή, καί ἀλλιῶς ἐμεῖς τά σκεπτόμαστε. Καί νομίζουμε ὅτι, ἄν στερηθοῦμε αὐτή τή ζωή, κακό μεγάλο μᾶς βρῆκε. Καί τί καλά πού εἴμαστε ἐδῶ, καί ἄντε νά ζήσουμε λίγες μέρες ἀκόμη, λίγα χρόνια ἀκόμη. Ἔτσι εἶναι ὅλοι καί οἱ χριστιανοί.
Ὁπότε, εἶσαι ἔτσι χριστιανός; Ναί, ἀλλά χριστιανός θά πεῖ ὅτι πίστεψες στόν Χριστό, τόν γνώρισες, δέχεσαι αὐτά πού λέει Ὅταν πιστέψεις ἀληθινά στόν Χριστό, τά νιώθεις ὅλα σάν νά βγῆκες ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί πῆγες στόν ἄλλο. Ὁ κόσμος αὐτός εἶναι σάν μιά μήτρα, πού μᾶς κυοφορεῖ, γιά νά γεννηθοῦμε στόν ἄλλο κόσμο τόν ἀληθινό. Γι᾿ αὐτό ἕνας χριστιανός, ἕνας ἅγιος, ὅπως ἐδῶ ἡ ἁγία Φιλοθέη δέν ἔχει κανένα πρόβλημα, ἄν θά μαρτυρήσει, δέν θά μαρτυρήσει. Χαρά μεγάλη γιά τήν Φιλοθέη νά μαρτυρήσει, ὅπως καί μαρτύρησε. Ἀλλά αὐτή τήν τιμή τοῦ μαρτυρίου σέ ὅλους τήν κάνει ὁ Κύριος.
Δέν εἶναι ἀνάγκη ὁπωσδήποτε νά βρεθοῦν κάποιοι Τοῦρκοι, κάποιοι εἰδωλολάτρες γιά νά μᾶς βασανίσουν. Ἡ στάκτη, ἡ βρωμιά πού ἔχουμε μέσα μας, τά πάθη πού ἔχουμε μέσα μας, ὅλα αὐτά πού εἶναι τό κοσμικό πνεῦμα καί ἔχουνε ἐδραιωθεῖ, αὐτά ὅλα, ἄν θελήσουμε νά πᾶμε κόντρα σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση, θά μᾶς κάνουν νά μαρτυρήσουμε. Μαρτύριο. Ὄχι ἀστεῖα!
Θά τό κάνουμε ὅμως νά πᾶμε κόντρα. Θά τό δεχθοῦμε τό μαρτύριο. Ὅποιος πιστέψει στόν Χριστό, ὅποιος νιώσει τά τοῦ Χριστοῦ, ὅποιος νιώσει τί σημαίνει νά εἶσαι τοῦ Χριστοῦ, τί σημαίνει ἀπό τή μήτρα αὐτή ἐδῶ τοῦ κόσμου νά βγεῖς στόν ἄλλο ἀληθινό κόσμο, θά πάει κόντρα στήν ὅλη κατάστασή του καί θά δεχθεῖ νά μαρτυρήσει. Νά βγεῖς ὅμως ἀπό τή μήτρα αὐτή ἐν Χριστῷ. Ἄν δέν βγεῖς ἐν Χριστῷ… Ὅπως ἕνα παιδί μπορεῖ νά γεννηθεῖ πεθαμένο, μπορεῖ νά γεννηθεῖ σακάτικο, μπορεῖ… Συγγνώμη πού τά λέγω ἔτσι, ἀλλά γιά νά μπορέσουμε νά συνενοηθοῦμε.
Κάπως ἔτσι, παρακαλῶ, νά καταλάβουμε τό ὅλο πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου, τά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού ἀκούσαμε καί ἐν σχέσει μέ τήν ἁγία Φιλοθέη.
19-2-2004