Αγιολογικα
A+
A
A-

154. Τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τῇ πόλει μαρτυρησάντων

Τῶν ἁγίων τεσσαράκοντα μαρτύρων τῶν ἐν Σεβαστείᾳ τῇ πόλει μαρτυρησάντων

 

Οὗτοι οἱ ἅγιοι τεσσαράκοντα μάρτυρες κατήγοντο μέν ἀπό διαφόρους πατρίδας, ὅλοι δέ ἦσαν στρατιῶται ὑπό ἕνα ἀρχιστράτηγον, κατά τούς χρόνους Λικινίου βασιλέως, ἐν ἔτει τκ’ (320). Πιασθέντες δέ διά τήν εἰς Χριστόν πίστιν καί ἐξετασθέντες πρῶτον μέν φορτώνονται ἁλυσίδας καί δεσμά καί παραδίδονται εἰς τήν φυλακήν, ἔπειτα δέ κτυπῶνται μέ πέτρας εἰς τά πρόσωπα καί εἰς τά στόματα· αἱ δέ πέτραι ριπτόμεναι δέν ἐκτύπων τούς μάρτυρας ἀλλά γυρίζουσαι ὀπίσω ἐκτύπων ἐκείνους οἵτινες τάς ἔρριπτον.

Ἔπειτα, ἐνῷ ἦτο ψῦχος καί πάγος πολύς, καί μάλιστα εἰς τήν χώραν τῆς Σεβαστείας, ὅπου τό ψῦχος εἶναι ὑπερβολικόν, κατεδικάσθησαν οἱ μακάριοι οὗτοι μάρτυρες νά βληθῶσι γυμνοί εἰς τήν λίμνην τῆς πόλεως. Ἐπειδή δέ εἷς ἀπό τούς τεσσαράκοντα μικροψυχήσας ὑπῆγεν εἰς τό λουτρόν, τό ὁποῖον ἦτο ἐκεῖ πλησίον ἀνημμένον καί ἅμα τόν προσέβαλεν ἡ θέρμη τοῦ λουτροῦ διελύθη, διά τοῦτο ὁ φύλαξ, ὅστις ἐφύλαττεν ἔξω, βλέπων τοῦτο ἐμβῆκε μόνος του εἰς τήν λίμνην καί ἀντ᾿ ἐκείνου τοῦ λιποτάκτου κατέστησε τόν ἑαυτόν του μετά τῶν ἁγίων μαρτύρων.

Παρεκινήθη δέ εἰς τοῦτο ἐξ αἰτίας τοιαύτης· προτοῦ νά ὑπάγῃ εἰς τό λουτρόν ὁ ὀλιγόψυχος ἐκεῖνος, εἶδεν ὁ φύλαξ ἕν οὐράνιον φῶς περικυκλώνων τούς ἁγίους μάρτυρας καί στεφάνους λαμπρούς ἐπάνω εἰς τάς κεφαλάς ἑνός ἑκάστου, εἷς δέ μόνον ἀπό αὐτούς ἔμεινεν ἀστεφάνωτος.

Ὅτε δέ ἐξημέρωσεν, ἐπειδή οἱ ἅγιοι ἦσαν μέν λιποθυμισμένοι, ἀκόμη δέ ἦσαν ζωντανοί, συνετρίβησαν αὐτῶν τά σκέλη καί οὕτω παρέδωκαν τάς ψυχάς των εἰς χεῖρας Θεοῦ καί ἔλαβον τούς ἀμαράντους στεφάνους τοῦ μαρτυρίου. Πολλά δέ ἐπιθυμητός ἦτο εἰς τούς τότε Χριστιανούς ὁ ὑπέρ Χριστοῦ θάνατος καί δῆλον ἐκ τούτου.

Εἷς δηλαδή μάρτυς ἀπό τούς τεσσαράκοντα νέος κατά τήν ἡλικίαν, Μελίτων κατά τό ὄνομα, δέν εἶχεν ἀποθάνει. Ὅθεν ὁ τύραννος ἐπρόσταξε νά μή συντρίψωσι τά σκέλη του, ἀλλά νά τόν ἀφήσωσιν ἀπείρακτον νομίζων ὅτι, ἐπειδή ἦτο νέος καί δυνατός εἰς τό σῶμα, θά ζήσῃ, ἴσως δέ καί θά μεταστραφῇ ἀπό τήν πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν βλέπουσα αὐτόν ἡ μήτηρ του ἀκόμη ζωντανόν καί φοβουμένη μήπως διά τό νεαρόν καί φιλόζωον δειλιάσῃ καί εὑρεθῇ ἀνάξιος τῆς τιμῆς καί τάξεως τῶν συστρατιωτῶν του ἵστατο πλησίον τοῦ υἱοῦ της καί ἐκτείνουσα τάς χεῖρας εἰς αὐτόν μέ σχῆμα καί μέ βλέμμα καί μέ πάντα τρόπον ἐσπούδαζε νά ἐμβάσῃ θάρρος καί ἀνδρείαν εἰς τήν καρδιάν του.

«Τέκνον ἐμοί γλυκύτατον, λέγουσα, τέκνον ἤδη τοῦ οὐρανίου Πατρός, ὀλίγον ἀκόμη ὑπόμεινον, διά νά γίνεις τέλειος μάρτυς Χριστοῦ, μή φοβηθῇς τάς βασάνους· ἰδού ἀοράτως παρίσταται ὁ Χριστός βοηθός· ἀκόμη ὀλίγον, τέκνον μου, καί πλέον δέν θέλεις λάβει κἀνέν λυπηρόν, οὔτε κἀνέν ἐπίπονον. Ὅλα τά βάσανα ἐπέρασαν, ὅλα τά δεινά ἐνίκησας μέ τήν ἀνδρείαν σου· χαρά θέλει σέ δεχθῇ μετά ταῦτα, ἡδονή, ἄνεσις, εὐφροσύνη, ἄλλα ἀγαθά, τά ὁποῖα θά ἀπολαύσῃς συμβασιλεύων μέ τόν Χριστόν καί πρεσβευτής γενόμενος εἰς αὐτόν δι᾿ ἐμέ τήν μητέρα σου».

Ἐπειδή δέ εἶδεν ἡ φιλόθεος μήτηρ ὅτι οἱ στρατιῶται ἔβαλαν τά λείψανα τῶν ἁγίων ἐπάνω εἰς τάς ἀμάξας, τόν δέ υἱόν της ἀφῆκαν μέ ἐλπίδα ἴσως καί ζήσει, τούτου χάριν ἡ καλή καί ἀνδρεία μήτηρ νομίσασα τήν ζωήν ταύτην τοῦ υἱοῦ της ὅτι εἶναι περισσότερον θάνατος παρά ζωή κατεφρόνησε μέν τήν ἀσθένειαν τῆς γυναικός, ἐλησμόνησε δέ καί τά σπλάγχνα τά μητρικά καί σηκώσασα τόν υἱόν της ἐπάνω εἰς τούς ὤμους της ἠκολούθη ὀπίσω εἰς τάς ἁμάξας μεγαλοψύχως.

Διότι ἐπληροφορεῖτο ἡ μακαρία ὅτι τότε θέλει ἰδῆ ζωντανόν τόν υἱόν της, ὅταν τόν ἰδῇ διά τόν Χριστόν ἀποθαμένον. Ὅτε δέ εἶδεν ὅτι παρέδωκεν τήν ψυχήν του φερόμενος ἐπάνω εἰς τούς ὤμους της, τότε ἐλευθερωθεῖσα ἀπό πᾶσαν φροντίδα ἐχόρευε καί ἐσκίρτα διά τό τοιοῦτον χαροποιόν τέλος τοῦ υἱοῦ της. Ὅθεν φέρουσα τό λείψανόν του ἕως εἰς τόν τόπον ὅπου ἦσαν τά ἄλλα λείψανα τῶν ἁγίων, ἐκεῖ ἀπέθεσε τό φίλτατον τέκνον της καί μέ τούς ἄλλους συστρατιώτας τοῦτο συνηρίθμησεν, ἵνα μηδέ τό σῶμα του χωρισθῇ ἀπό τά σώματα τῶν ἁγίων, μέ τάς ψυχάς τῶν ὁποίων ἐσπούδαζε νά συναριθμήσῃ καί τήν ψυχήν τοῦ υἱοῦ της.

Ἀνάψαντες δέ οἱ στρατιῶται μεγάλην πυρκαϊάν κατέκαυσαν τά σώματα τῶν ἁγίων. Ἔπειτα εἴ τι ἔμεινεν τό ἔρριψαν εἰς τόν ποταμόν φθονοῦντες νά μή λάβωσιν αὐτά οἱ Χριστιανοί. Ἀλλ᾿ ὅμως κατά θείαν οἰκονομίαν συνήχθησαν τά ἅγια λείψανα εἰς ἕνα κρημνόν τοῦ ποταμοῦ, τά ὁποῖα λαβόντες τινές Χριστιανοί τά ἐχάρισαν εἰς τούς ὀρθοδόξους πλοῦτον ἀσύλητον.

Αὐτά λέει τό συναξάρι γιά τούς τεσσαράκοντα μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν στή λίμνη τῆς πόλεως Σεβάστειας. Εἴχαμε περάσει κάποτε ἀπό τή Σεβάστεια καί, ὅπως τουλάχιστον μᾶς εἶπαν, ἔξω ἀπό τήν πόλη ὅπου τώρα ὑπάρχει σιδηροδρομικός σταθμός, ἦταν ἡ λίμνη, μέσα στήν ὁποία μαρτύρησαν οἱ τεσσαράκοντα μάρτυρες.

Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πάρα πολλά, ἄν λαμβάναμε μάλιστα ὑπ᾿ ὄψιν καί τό ἐγκώμιο πού ἔπλεξε γιά τούς τεσσαράκοντα ἁγίους ὁ μέγας Βασίλειος. Ἀλλά τώρα μοῦ ἔρχεται νά πῶ τά ἑξῆς: Δέν ξέρω γιατί ἐμεῖς ζοῦμε τόσο ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια, τόσο ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα. Αὐτή ἐδῶ ἡ μάνα οὔτε χάνει καθόλου τό θάρρος της, οὔτε ἀλλάζει ἀπό τή γνώμη της, τή σκέψη της, οὔτε σαλεύει ἡ καρδιά της μέσα στό ὅλο μακελειό… Γιά σκεφτεῖτε, νά ξέρουν τώρα ὅλοι ὅτι οἱ τεσσαράκοντα αὐτοί μάρτυρες πέρασαν τή νύκτα μέσα στό παγωμένο νερό καί τό πρωί εἶναι ὅλοι σχεδόν νεκροί καί νά, ὅπου νά ᾿ναι θά τούς φορτώσουν, πτώματα πιά, γιά νά πᾶνε νά τούς κάψουν, νά τούς πετάξουν. Πρέπει νά μυηθοῦμε στό ὅλο πνεῦμα πού ἐπικρατοῦσε τότε, στήν ὅλη κατάσταση πού ὑπῆρχε, καί νά τή δοῦμε αὐτή τή μάνα νά ἐνεργεῖ ἔτσι.

Βλέπει ὅτι ἦταν ἐνδεχόμενο τό παιδί της, ἐπειδή δέν εἶχε πεθάνει ἀκόμη, νά τό ἀφήσουν νά ζήσει, νά τό περιποιηθοῦν καί νά προσπαθήσουν νά τό κάνουν νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, καί γι᾿ αὐτό αὐτή ἐνεργεῖ ὅπως ἐνεργεῖ. Ἀφοῦ φόρτωσαν σέ ἅμαξες τά σώματα τῶν ἁγίων καί τό παιδί της δέν τό πῆραν, τό παίρνει ἐκείνη, τό φορτώνεται καί προχωρεῖ, καί καθώς κατά τή διαδρομή πέθανε τό παιδί της, πηγαίνει καί ρίχνει τό σῶμα του ἐκεῖ ὅπου ἦταν τά λείψανα τῶν ἄλλων μαρτύρων, ὥστε καί τό σῶμα του νά μείνει ἑνωμένο μέ τά δικά τους. Ἔχει πεποίθηση ὅτι τό περιμένει ἡ οὐράνια εὐφροσύνη, ὅπως ἄλλωστε τοῦ τό εἶπε: «Κάνε κουράγιο, παιδί μου, γιά νά τελειώσεις τό μαρτύριο· σέ περιμένει ὅλη ἡ οὐράνια εὐφροσύνη». Λέει αὐτά τά λόγια, πιστεύει ἔτσι καί ἀκριβῶς ἐνεργεῖ ἀνάλογα.

Ἐγώ ἀπορῶ πάρα πολύ, λυποῦμαι πάρα πολύ –δέν ξέρω τί ἄλλο νά πῶ– καθώς ἐμεῖς δέν ἐνεργοῦμε καθόλου ἔτσι. Πῶς τά παίρνουμε τά πράγματα, πῶς ἐπηρεαζόμαστε μόνο ἀπό τά φαινόμενα, ἀπό αὐτά πού βλέπουμε καί πιάνουμε, ἀπό αὐτά πού εἶναι μπροστά μας, καί σάν νά μή γνωρίζουμε καθόλου τήν ἀλήθεια, σάν νά μή γνωρίζουμε πῶς ἔχουν τά πράγματα, κάνουμε ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός ἀληθείας καί ὄχι ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τήν ἀλήθεια.

Μοῦ κάνει ἐντύπωση αὐτό πού γίνεται αὐτές τίς μέρες, πού πέθανε μιά γυναίκα, ἡ ὁποία βέβαια ἦταν ὅ,τι ἦταν, ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, ἀλλά τώρα εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν γλιτώνει κανένας· ὅλοι στόν Θεό πηγαίνουν.

Καί εἶμαι σίγουρος ὅτι αὐτή ἡ γυναίκα λέει ἀπό κεῖ πού βρίσκεται: «Καλά, ἕνας δέν θά πεῖ γιά μένα καμιά εὐχή; Δέν θά πεῖ: ‘’Θεέ μου, συγχώρησέ την’’;». Ἄνθρωπος ἦταν καί θά εἶχε ὁπωσδήποτε τά ἐλαττώματά της, τίς ἁμαρτίες της.

Ἐκεῖνο πού ἔχει ἀνάγκη ὁ κάθε κεκοιμημένος, ὁ καθένας πού φεύγει ἀπό δῶ εἶναι αὐτό: οἱ προσευχές γιά τήν ἀνάπαυσή του. Ὅταν φεύγει ὡς μάρτυρας, βέβαια, ὅπως αὐτοί οἱ σαράντα μάρτυρες, τόν τιμοῦν οἱ ζῶντες ὡς μάρτυρα, ἀλλά ὅταν φεύγει ὅπως φεύγουμε σήμερα, κατά τόν συνηθισμένο τρόπο, ἐπειδή, ὅσο κι ἄν εἴμαστε προσεκτικοί στή ζωή, θά ἔχουμε λερώσει τήν ψυχή μας μέ πολλές ἁμαρτίες, τότε αὐτοί πού μένουν ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνουν εἶναι νά προσεύχονται. Συνέχεια νά προσεύχονται, νά παρακαλοῦν τόν Θεό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς πού ἔφυγε, νά καθαρίσει τήν ψυχή, νά τή γιατρέψει, νά τήν πάρει στόν παράδεισο, νά τή σώσει. Αὐτό θέλει ὁ κάθε κεκοιμημένος.

Ἀπορῶ ἐγώ πῶς τήν ἀλήθεια αὐτή δέν τή λαμβάνουμε καθόλου ὑπ᾿ ὄψιν καί κάνουμε χίλια δυό ἄλλα πράγματα. Παίρνει κανείς ἀφορμή ἀπό αὐτό πού γίνεται αὐτές τίς μέρες, γιά νά πεῖ ὅτι κάτι παρόμοιο κάνουμε σέ ὅλες τίς περιπτώσεις. Πῶς δέν ἔχουμε ἐνώπιόν μας τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχουμε ἐνώπιόν μας τά πράγματα ὅπως εἶναι, δέν τά λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν καί δέν πιστεύουμε ἔτσι ὅπως εἴπαμε.

Τί πίστη ἔχει αὐτή ἡ γυναίκα, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Μελίτωνος! Σάν νά μή βλέπει τήν πραγματικότητα πού βλέπει, σάν νά μήν ἐπηρεάζεται ἀπό τήν πραγματικότητα πού εἶναι ὁλόγυρά της. Πιστεύει ἀκριβῶς σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο φανέρωσε ὁ Κύριος, σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο λέει ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου, ὅτι ἀποθνήσκει ὁ ἄνθρωπος, καί μετά ἀπό τόν θάνατο ἀμέσως κρίνεται.

Καί ἄν μέν εἶναι μάρτυρας, γενικά ἅγιος, εἰσέρχεται στή χαρά τοῦ Θεοῦ ὡς μάρτυρας, ὡς ἅγιος. Ἄν ὅμως δέν εἶναι; Ὁ ἴδιος ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνει τίς τελευταῖες στιγμές του εἶναι νά μετανοήσει εἰλικρινά-εἰλικρινά, νά κλάψει, νά πενθήσει, νά ζητήσει συγχώρηση ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι νά βοηθήσουν μέ τίς προσευχές τους.

Πῶς, ἐνῶ γεννηθήκαμε σέ χριστιανική ἐποχή καί τά γνωρίζουμε ὅλα αὐτά, ζοῦμε μέσα στό ψέμα καί ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τό ψέμα; Διότι, ἅμα δέν λαμβάνεις ὑπ᾿ ὄψιν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλα τά ἄλλα, ὅ,τι κι ἄν λάβεις ὑπ᾿ ὄψιν, εἶναι μιά πλάνη, ἕνα ψέμα, πού ἔχει συνέπειες φυσικά.

Νά πάρουμε ἀφορμή λοιπόν ἀπό αὐτά πού γίνονται αὐτές τίς μέρες, ἀλλά καί ἀπό αὐτά τά ὁποῖα διαβάζουμε ἐδῶ στόν βίο τῶν Τεσσαράκοντα μαρτύρων καί νά ἀρχίσουμε νά στεκόμαστε ὅπως πρέπει ἐνώπιον τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, καί νά σκεπτόμαστε καί νά ἐνεργοῦμε ἀνάλογα.

Δέν εἶναι μόνο κάποιοι κοσμικοί ἄνθρωποι πού δέν ξέρουν ἀπό αὐτά, οἱ ὁποῖοι κάνουν καί λένε ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων· ὄχι, καί πιστοί ἄνθρωποι. Γιατί κάθε φορά νά μήν εἴμαστε ἀληθινοί μπροστά στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά μήν κάνουμε ἀκριβῶς αὐτό τό ὁποῖο λέει ὁ Κύριος;

Ἀπόψε, π.χ., πού εἴμαστε ἐδῶ –καί ἤρθαμε φυσικά γιά τήν ἑορτή τῶν Τεσσαράκοντα μαρτύρων– καί ἰδού τώρα θά μποῦμε στή θεία Λειτουργία, θά εἶναι φοβερό –θά εἶναι… τί νά ποῦμε;– νά μείνουμε ὅση ὥρα θά μείνουμε ἐδῶ καί νά φύγουμε χωρίς ἡ ὅλη ἀλήθεια αὐτή νά ἔχει ἐπηρεάσει τήν ψυχή μας, ὅτι δηλαδή κάποιοι κάποτε δέν φοβήθηκαν νά ὑποστοῦν τό μαρτύριο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Κι ἐμεῖς τούς ἑορτάζουμε, ὄχι μόνο γιά νά τούς παρακαλέσουμε, τώρα πού εἶναι κοντά στόν Θεό, νά μᾶς θυμηθοῦν καί νά μᾶς βοηθήσουν, ἀλλά κυρίως γιά νά εἶναι καί ἡ δική μας ἡ ζωή ὅπως ἡ δική τους. Δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά ζοῦμε στό ψέμα· δέν μποροῦμε νά ξεφεύγουμε ἀπό τήν ἀλήθεια. Δέν μποροῦμε νά τήν κανονίζουμε τή ζωή μέ τό πῶς τήν βλέπουμε ἔξω ἀπό τήν πίστη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅλη μας ζωή πρέπει νά κανονίζεται σύμφωνα μέ τήν πίστη μας.

Πόσοι ἀπό μᾶς, καθώς θά μείνουμε ὥς τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, θά φύγουμε ἐπηρεασμένοι ἀπό ὅλη αὐτή τήν πραγματικότητα, καί ἀπό ὅλη αὐτή τήν ἀλήθεια; Ἀπό τό ἕνα μέρος τί μπορεῖ ἀπό τά δικά μας τά ὅποια ἄσχημα νά συγκριθεῖ μέ τό μαρτύριο αὐτῶν τῶν ἁγίων; Τί μπορεῖ νά συγκριθεῖ; Ἀπό τό ἄλλο μέρος νά ἀγκαλιάσουμε μέ ὅλη μας τή δύναμη, μέ ὅλη μας τήν ψυχή καί τήν καρδιά ὅ,τι ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά μᾶς ἔρχεται, θεωρώντας το σταλμένο ἀπό αὐτόν καί ὅτι τό οἰκονομεῖ ἔτσι, ὥστε λίγο κι ἐμεῖς νά πονέσουμε, νά ζοριστοῦμε, λίγο κι ἐμεῖς νά μαρτυρήσουμε. Νά τό ἀγκαλιάσουμε αὐτό καί νά τό χαροῦμε.

Καί ἡ προσευχή μας νά εἶναι μή τυχόν δεῖ ὁ Θεός ὅτι δειλιάζουμε, ὅτι φοβόμαστε, καί πάρει μερικά πράγματα πού ἀλλιῶς θά τά ἄφηνε, γιά νά πονέσουμε λιγάκι.

Μᾶς βλέπει ὁ Θεός ὅτι εἴμαστε δειλοί καί φοβιτσιάρηδες, μᾶς βλέπει ὅτι δέν τά θέλουμε αὐτά πού ἐπιτρέπει καί τά παίρνει. Καί ἔτσι μένει ἡ ψυχή μας χωρίς τό καλό πού θά ἔβγαινε, καθώς θά ἔρχονταν αὐτά πού θά ἄφηνε ὁ Θεός νά ἔρθουν. Μένει φτωχή ἡ ψυχή· ἐνῶ θά πλούτιζε!

Νά φύγουμε ἀπό δῶ γεμάτοι ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ· καί οὔτε νά μᾶς φοβίζει τίποτε, οὔτε νά ζοῦμε σάν νά μᾶς λείπει τό ἕνα καί τό ἄλλο. Τί μᾶς λείπει; Τίποτε. Ἅμα ἔχεις τόν Θεό, ἅμα ἔχεις τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο θέλεις; Δέν εἶναι μόνο οἱ κοσμικοί καί οἱ ἀδιάφοροι ἄνθρωποι, πού δέν ἔχουν σχέση μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί λένε πράγματα ἐντελῶς ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια, τά ὁποῖα ὅλα εἶναι ἕνα ψέμα. Κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τελικά δέν τήν πιάνουμε τήν ἀλήθεια, δέν τή βάζουμε μέσα στήν καρδιά μας, δέν δίνουμε τήν καρδιά μας στήν ἀλήθεια, στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Μένουμε σ᾿ αὐτά πού βλέπουμε, γιά τά ὁποῖα εἴμαστε σίγουροι, καί ἁπλῶς ζητοῦμε καί τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, γιά νά καλύψουμε τό ψέμα μας, τήν ἀπάτη μας, ὅλο αὐτό τό ὁποῖο εἶναι ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.

Γιατί νά μή γίνουμε πολύ-πολύ ἀληθινοί; Γιατί νά μήν πάρουμε τά πράγματα πολύ-πολύ ἀληθινά; Γιατί νά μένουμε μόνο σ᾿ αὐτό πού βλέπουμε, σ᾿ αὐτό πού πιάνουμε, στήν ἀνθρώπινη ἁπλῶς πλευρά καί νά μήν περνοῦμε διά τῆς πίστεως στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ;

Τί ἔβλεπε αὐτή ἡ γυναίκα, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Μελίτωνος; Τί ἔβλεπε; Σκοτωμούς ἔβλεπε. Γέμισε ἡ λίμνη πτώματα, σώματα νεκρά. Καί τά παίρνουν ἀπό κεῖ χωρίς κανένα σεβασμό, τά φορτώνουν καί τά πηγαίνουν. Δέν μπερδεύεται, δέν συγχύζεται ἡ γυναίκα, δέν τήν καταβάλλει ὁ πόνος. Τίποτε! Αὐτή γνωρίζει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τή βλέπει, καί σκέπτεται σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια καί γι᾿ αὐτό ἐνεργεῖ ἔτσι ὅπως ἐνεργεῖ. Σφίγγει τήν καρδιά της ἡ μάνα αὐτή καί πηγαίνει μόνη της τό παιδί της καί ρίχνει τό σῶμα του ἐκεῖ ὅπου ἦταν τά λείψανα τῶν ἄλλων μαρτύρων, γιά νά ταφεῖ μαζί τους.

Εἴθε ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, νά μᾶς βοηθήσει νά μήν εἴμαστε ψευτοχριστιανοί. Νά μήν εἴμαστε ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια αὐτά πού κάνουμε νά μήν εἶναι περισσότερο ψέμα παρά ἀλήθεια, ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια αὐτή: νά θέλουμε νά βλέπουμε τήν ἀλήθεια, νά θέλουμε νά ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τήν ἀλήθεια καί ὄχι ἀπό τό ψέμα, νά μή μᾶς κρύβει τίποτε τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Καί ἀκόμη, νά τό λέει ἡ καρδιά μας, καί νά δείχνουμε προθυμία, ὅ,τι κι ἄν θά στοιχίζει αὐτό. Γιατί νά μήν εἴμαστε ἔτσι; Ἄλλοι ἄνθρωποι ἦταν ἐκεῖνοι πού διαβάζουμε στά συναξάρια; Διαφορετικότεροι ἦταν; Ἤ μύθος καί παραμύθια ἦταν αὐτά πού πέρασαν; Ὅλα ἦταν πραγματικότητες, καί οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἴδιοι. Ἁπλῶς πίστευαν στόν Χριστό! Πίστευαν στόν Χριστό, καί δέν μποροῦσε νά τούς ἐπηρεάσει τίποτε.

Αὐτό νά κάνουμε κι ἐμεῖς, γιά νά μᾶς ἐλεήσει ὁ Κύριος.

 

9-3-1994