Κυριακή Βαΐων ἑσπέρας
Νομίζω τό πρῶτο πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι νά νιώσουμε βαθιά εὐγνωμοσύνη μέσα στήν ψυχή μας, πού μᾶς ἀξιώνει ὁ Κύριος ἀκόμη μιά φορά νά εἰσέλθουμε στήν Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Νά σταθοῦμε ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ συντετριμμένοι καί ταπεινωμένοι μέ εὐγνωμοσύνη, ὅπως εἴπαμε, καί νά ζητήσουμε ἀφενός συγγνώμη διά τήν μέχρι τοῦδε ζωή μας, πού ὅσο καλή καί ἄν ἦταν, ἀσφαλῶς δέν ἦταν ὅπως ἔπρεπε, ὅπως τήν ἤθελε ὁ Κύριος.
Νά ζητήσουμε συγγνώμη καί μετά δακρύων καί πόνου ψυχῆς νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς κάνει μιά χάρη, ὡσάν νά εἶναι ἡ τελευταία μας Μεγάλη Ἑβδομάδα. Νά μᾶς κάνει τήν χάρη, νά μᾶς βοηθήσει νά ζήσουμε μαζί Του, ὅλα αὐτά πού ὄχι ἁπλῶς ψάλλονται ἤ ἀναγινώσκονται αὐτές τίς ἡμέρες, ἀλλά πού μέσα στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ὅλα αὐτά εἶναι τά ἴδια γεγονότα πού ἔλαβαν χώραν τότε, καί μέσα στό μεγάλο αὐτό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τά ἔχουμε παρόντα αὐτά τά γεγονότα παντοτεινά.
Ὁ Κύριος πού ἄφησε τούς οὐρανούς καί κατῆλθε στήν γῆ κι ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά καί ἀνέβηκε στόν Σταυρό κι ἀπέθανε γιά μᾶς, δέν μπορεῖ τώρα παρά νά δεῖ τήν ταπείνωσή μας, τόν πόνο μας καί τόν πόθο μας καί τήν διάθεσή μας καί νά μᾶς συγχωρήσει γιά τήν μέχρι τώρα ἀδράνειά μας. Νά μᾶς συγχωρήσει γιά τίς μέχρι τώρα ἁμαρτίες μας καί ὄντως νά ἀνοίξει τήν ψυχή μας καί ὄντως νά μᾶς ἀξιώσει νά πορευθοῦμε μαζί του, νά συναποθάνουμε καί νά μᾶς ἀναστήσει.
«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα… Δεῦτε οὖν…»
Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὅλο ἐκεῖνο τό ὁποῖο χρειάζεται νά νιώσουμε τώρα στήν ἀρχή-ἀρχή τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, νά τό ἔχουμε ὑπόψιν καί νά βοηθηθοῦμε νά κάνουμε ὅ,τι πρέπει, ὅλο αὐτό τό βρίσκουμε στό πρῶτο τροπάριο τῶν αἴνων. Ὁ πρῶτος ὄρθρος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι ὁ ὄρθρος τῆς Μ. Δευτέρας, ὁ ὁποῖος ψάλλεται τήν Κυριακή τό ἀπόγευμα, ὅπως ὁ ὄρθρος κάθε ἡμέρας αὐτήν τήν ἑβδομάδα ψάλλεται τήν ἀμέσως προηγούμενη βραδιά.
Εἶναι τό πρῶτο τροπάριο τῶν αἴνων. Ὁ ὑμνογράφος ἔχει ὑπόψιν του τά σχετικά λόγια τοῦ Κυρίου, πού εἶπε στούς μαθητάς του ὅταν γιά τελευταία φορά ἀνέβαινε ἀπό τήν Ἰεριχώ στήν Ἰερουσαλήμ. Ἀλλά καί ὅλα αὐτά ὁ ὑμνογράφος τά βρίσκει ὡς βιώματα μέσα στήν Ἐκκλησία καί εἶναι κοινωνός καί ὁ ἴδιος αὐτῶν τῶν βιωμάτων.
Λέει τό τροπάριο αὐτό· «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον πάθος τοῖς ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί παραδοθήσεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καθώς γέγραπται περί αὐτοῦ». Ἀναφέρεται λοιπόν στό γεγονός αὐτό τῆς ἀναβάσεως τοῦ Κυρίου ἀπ᾿ τήν Ἰεριχώ στά Ἰεροσόλυμα γιά τελευταία φορά, πού ἔρχεται πρός τό ἑκούσιον Πάθος ὁ Κύριος, καί λέει τά λόγια τοῦ Κυρίου· «Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα καί παραδοθήσεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, καθώς γέγραπται περί αὐτοῦ»1.
Ὁ ὑμνογράφος στή συνέχεια μᾶς προτρέπει· «Δεῦτε οὖν καί ἐμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ καί ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ». Δέν μᾶς προτρέπει ὁ ὑμνογράφος νά προσέλθουμε καί νά δοῦμε ἐκ τοῦ μακρόθεν τά Πάθη τοῦ Κυρίου, νά δοῦμε ἐκ τοῦ μακρόθεν τόν πάσχοντα Κύριο. Δέν μᾶς προτρέπει ἁπλῶς νά βρεθοῦμε στούς ναούς καί νά ψάλλουμε ὅλους αὐτούς τούς ὕμνους, ἄν θέλετε, νά τούς εὐχαριστηθοῦμε, νά μᾶς ἐμπνεύσουν καί νά μᾶς χαροποιήσουν. Δέν σταματᾶ ἐκεῖ ὁ ὑμνογράφος, ἀλλά προχωρεῖ καί λέει ὅτι καί ἐμεῖς «κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ».
Χωρίς νά καταλάβουμε μπαίνουμε σέ λαθεμένο δρόμο καί πλανώμεθα
Ὅπως λέγαμε καί τό πρωί τοῦ Σαββάτου τοῦ ἁγίου Λαζάρου, ὁ Κύριος ἀνέστησε πρό τοῦ Πάθους του ἀκόμη τόν Λάζαρο, γιά νά μᾶς δώσει ἕνα ζωντανό παράδειγμα γιά ποιόν λόγο ἐκεῖνος θά σταυρωθεῖ καί θά ἀναστηθεῖ τελικά. Γιά νά σταυρωθεῖ, νά πεθάνει ὁ καθένας μας μαζί Του καί νά ἀναστηθοῦμε μαζί Του.
Ὅπως λέμε στήν Δογματική, ἀπό τό ἕνα μέρος ἔχουμε ὅλο τό ἔργο τοῦ Κυρίου, τήν ὅλη οἰκονομία τοῦ Κυρίου, πού ὅλα ἔγιναν καί ὅλα τελικά εἶναι στήν διάθεσή μας. Δέν ἀρκεῖ ὅμως αὐτό, χρειάζεται νά οἰκειωθεῖ ὁ καθένας ὅλο τό ἔργο τοῦ Κυρίου, νά οἰκειωθεῖ ὁ καθένας ὅλο αὐτό πού ἀπέρρευσε ἀπό τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, ἀπ᾿ τήν σταύρωση τοῦ Κυρίου, ἀπ᾿ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Δέν καλούμεθα ἁπλῶς νά τά μάθουμε, δέν καλούμεθα ἁπλῶς νά τά γνωρίζουμε, δέν καλούμεθα ἁπλῶς ἄς ποῦμε νά ἀσχολούμεθα μέ αὐτά καί νά τά ὑποστηρίζουμε ἔτσι ἤ ἔτσι. Τί τό ὄφελος ἐάν πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστός ἀπέθανε καί μέσα σου ζεῖ ἡ ἁμαρτία, μέσα σου ζεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί δέν ἀπέθανες μαζί μέ τόν Κύριον; Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἄν ἀνέστη ὁ Κύριος καί σύ δέν ἀναστήθηκες καί τό χειρότερο στό βάθος-βάθος δέν τό πολυθέλεις, δέν σέ πολυνοιάζει;
Θά προστρέξουμε βέβαια στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου, θά προστρέξουμε στόν ἐσταυρωμένο, θά προστρέξουμε στήν Ἀνάσταση, στόν ἀναστάντα Κύριο, ἀλλά γιά νά ζητήσουμε ἴσως ἄλλα πράγματα. Δέν σταματᾶ ἐκεῖ τό ἔργο τοῦ Κυρίου. Καί δέν σταματᾶ ἐκεῖ ἡ χριστιανική ζωή, ἁπλῶς νά δεχθοῦμε, ἔστω καί νά μήν ἀμφιβάλλουμε καθόλου γιά τά Πάθη τοῦ Κυρίου, τόν θάνατό του, τήν Ἀνάστασή του καί ἁπλῶς νά ζητοῦμε τήν βοήθειά του στίς ἀνάγκες μας, στίς δυσκολίες μας, στά ἀδιέξοδά μας.
Δέν τό καταλαβαίνουμε ἴσως, ἀλλά μπαίνουμε σέ λαθεμένο δρόμο· χωρίς νά τό καταλάβουμε πλανώμεθα. Καί ἄν θέλετε, τώρα πού εἴμαστε στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος κι ἔχουμε ὅλοι διάθεση βέβαια αὐτές τίς ἡμέρες νά ἐκκλησιασθοῦμε κλπ., νά χαροῦμε, νά πάρουμε ἀπ᾿ αὐτές τίς ἡμέρες ὅ,τι μπορέσουμε ὁ καθένας. Πόσοι ὅμως, πόσοι ἀπό μᾶς τούς καλούς χριστιανούς, ὅπως νομίζουμε, πόσοι ἀπό μᾶς πράγματι βαθιά μέσα μας θέλουμε νά συσταυρωθοῦμε μέ τόν Χριστό, θέλουμε νά συναναστηθοῦμε μέ τόν Χριστό, θέλουμε ὄντως νά πεθάνει μέσα μας ἡ ἁμαρτία καί νά ζήσει μέσα μας ὁ Χριστός, νά εἶναι μέσα μας τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ζωή μας νά ᾿ναι ζωή Χριστοῦ; Πόσοι τό θέλουν;
Τό ὅτι σ᾿ αὐτό τό σημεῖο δέν εἴμαστε ὅπως πρέπει, φαίνεται ἀπό τό ὅτι ἀρχίζουμε νά λέμε ἄλλος ἔτσι ἄλλος ἀλλιῶς, ῾῾δύσκολα εἶναι τά πράγματα, δύσκολα᾿᾿. Μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι δύσκολο νά ἐκκλησιαζόμαστε, μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι δύσκολο νά πιστεύουμε ὅπως θέλει ὁ Κύριος, ὅτι εἶναι δύσκολο νά κάνουμε τίς ἐντολές του, μᾶς φαίνεται ὅτι εἶναι δύσκολο ν᾿ ἀφήσουμε τήν ἁμαρτία καί νά ἀρχίσουμε νά ζοῦμε ἐν Χριστῷ.
Ποῦ τό βρήκαμε αὐτό καί τό λέμε; Δέν εἶναι ὅλα ἕτοιμα, δέν τά ᾿κανε ὅλα ὁ Χριστός; Δέν ἔζησε ὁ Κύριος ἁγία ζωή ἀπό τήν πρώτη στιγμή, διότι εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος; Καί δέν εἶναι αὐτός πού ἔπαθε τά πάντα, ὅπως λέγει ἕνα ἀπό τά τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Δευτέρας πού ψάλλαμε, ὅτι τά πάντα μετέρχεται γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπον;
Δέν διάλεξε ὁ Κύριος τοῦτο ἤ ἐκεῖνο· τά μέν δηλαδή νά δεχθεῖ νά τά ὑποστεῖ, τά ἄλλα νά μήν τά δεχθεῖ· ἀφέθηκε σέ ὅλα. Καί ὅπως εἴπαμε καί ἄλλη φορά, ὄχι ἁπλῶς νά σταυρωθεῖ, ἀλλά καί νά ὑποστεῖ ὅλους ἐκείνους τούς χλευασμούς κι ὅλους ἐκείνους τούς κολαφισμούς καί τούς ἐμπτυσμούς, σάν νά ἦταν ὁ ἔσχατος τῶν ἀνθρώπων καί νά μήν εἶχε καμία δύναμη νά ἀντισταθεῖ καί νά ξεφύγει ἀπό κάτι. Ὑπέστη τά πάντα καί τελικῶς ἐσταυρώθη, ἔχυσε τό αἷμα του, πέθανε, ἐτάφη. Ὁ Κύριος ἔζησε ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὡς ἄνθρωπος τήν ἁγία ζωή καί ὁ Κύριος ὁ ἀναμάρτητος ἔπαθε ὅλ᾿ αὐτά τά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί χρειάζεται νά πάθουμε.
Καί τά ἔπαθε ὁ Κύριος καί ἀνέστη καί ἐνίκησε. Μέ τόν θάνατό του νίκησε τόν θάνατο. Μέ τήν ταπείνωσή του νίκησε _δέν νικᾶ κανείς μέ τόν ἐγωισμό καί μέ τήν κατά κόσμον δύναμη, ἀλλά μέ τήν ῾῾ἀδυναμία᾿᾿ τῆς ταπείνωσης νικᾶ_ τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία.
Καί εἶναι ὅλα ἕτοιμα. Πῶς λέμε ῾῾εἶναι δύσκολο᾿᾿; Πῶς λέμε ῾῾δέν μποροῦμε᾿᾿; Πῶς λέμε ὅτι ῾῾δέν γίνεται᾿᾿ καί ῾῾εἶναι ἀδύνατο᾿᾿; Τό καταλαβαίνουμε ὅτι σέ τελευταία ἀνάλυση αὐτό εἶναι μιά πρόφαση; Σέ τελευταία ἀνάλυση αὐτό εἶναι μιά δικαιολογία. Σέ τελευταία ἀνάλυση σημαίνει ὅτι βαθιά-βαθιά μέσα μας δέν πολυθέλουμε νά γίνει στήν ψυχή μας αὐτό ἀκριβῶς πού ἔγινε μέ τόν Χριστό, νά πάθουμε μαζί του.
Θά μᾶς βοηθήσει Ἐκεῖνος, δέν ὑπάρχει θέμα· δέν ὑπάρχει θέμα νά μᾶς ἐγκαταλείψει καί νά μή μπορέσουμε. Θά μᾶς βοηθήσει Ἐκεῖνος νά περάσουμε κι ἐμεῖς τόν ἴδιο δρόμο, νά πάθουμε κι ἐμεῖς ὅπως ἔπαθε ἐκεῖνος καί νά φθάσουμε στήν ἀνάσταση, νά φθάσουμε στήν νίκη, νά εἶναι ἡ ζωή μας ἐν Χριστῷ σταυρωθέντι καί ἐν Χριστῷ ἀναστάντι.
Τό θέμα, λοιπόν, δέν εἶναι μόνον νά ἀκούσει κανείς ἔστω μέ εὐλάβεια, νά προσευχηθεῖ ὥς ἕνα σημεῖο γιά ὅποιο λόγο, γιά ὅποια ἀνάγκη του. Τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά τά δέχεται ὅλα αὐτά κανείς καί νά μήν ἀμφιβάλλει. Τό θέμα εἶναι πόσο δίνει τόν ἑαυτό του στό νά συμπορευθεῖ μέ τόν Χριστό, στό νά συσταυρωθεῖ μέ τόν Χριστό, γιά νά φθάσει ὄντως καί νά συζήσει μέ τόν Χριστό.
Εἶναι ἀνάγκη νά δώσουμε τήν ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς μας στά τελούμενα μέσα στή θεία λατρεία
Λέγαμε τήν τελευταία Κυριακή ἑρμηνεύοντας τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή καί μιλώντας γιά τήν νοερά προσευχή ὅτι προσευχήσου ὅσο θέλεις, δέν εἶναι κακό βέβαια, καλό εἶναι, ἀλλά ἄν θέλεις νά ὠφεληθεῖς πρέπει νά δώσεις τήν καρδιά σου. Ὁ νοῦς εἶναι πολύ δύσκολο νά συγκεντρωθεῖ μέσα μας, ἀλλά κι ἄν ἀκόμη συγκεντρωθεῖ ὁ νοῦς, πού εἶναι διαχυμένος πρός τά ἔξω, δέν ἀρκεῖ. Χρειάζεται νά δώσει κανείς, καθώς λέει τήν εὐχή εἴτε μέ τόν προφορικό λόγο εἴτε μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, τήν λογιστική δηλαδή δύναμη, καί νά συμμαζεύει ἀπ᾿ ἔξω πρός τά μέσα τήν νοητική δύναμη τοῦ νοῦ, χρειάζεται νά δώσει κανείς καί τήν ἀγαπητική δύναμη, νά δώσει τήν καρδιά του, νά δώσει τήν βούλησή του.
Καί λέγαμε, κάποιοι δέν τό καταλαβαίνουν ὅτι κάνοντας αὐτό _μέ τόν ὅρο βέβαια νά ἐπιμείνει κανείς_ ἔρχεται κατάνυξη στήν ψυχή, ἔρχεται μετάνοια στήν ψυχή, ἔρχεται ταπείνωση, ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στή ψυχή, ἔρχεται μιά γλυκύτητα ἀπ᾿ τόν οὐρανό, γλυκύτητα πού φέρνει ὁ Κύριος. Ἔτσι καί ἐδῶ. Αὐτές τίς ἡμέρες ὄχι ἁπλῶς νά πᾶμε ὥς τήν ἐκκλησία, ὄχι ἁπλῶς νά μᾶς ἀρέσουν οἱ ψαλμωδίες, ὄχι ἁπλῶς νά ἐνθουσιασθεῖ κανείς ἤ νά νιώσει ἔτσι εὐχάριστα, ἀλλά νά δώσουμε τήν καρδιά μας, νά δώσουμε τό εἶναι μας ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας. Νά τό δώσουμε μέ ἀγάπη, μέ ὅλη τήν δύναμή μας, νά δώσουμε τήν ψυχή μας, αὐτή τήν ἀγαπητική δύναμη τῆς ψυχῆς σ᾿ ὅλα αὐτά πού τελοῦνται αὐτές τίς ἡμέρες, σέ ὅλα αὐτά τά ὁποῖα λέγονται αὐτές τίς ἡμέρες, ψάλλονται καί ἀναγινώσκονται. Κυρίως-κυρίως νά δώσουμε τό εἶναι μας μέ ὅλη τήν ἀγαπητική δύναμη, σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό ὁποῖο ἔχουμε ἐνώπιόν μας μέσα στό μυστήριο τῆς θείας λατρείας. Ἔχουμε δηλαδή τόν Κύριο, αὐτόν τόν Κύριο πού μέσα στήν λατρεία τώρα εἶναι στή γῆ. Αὐτόν τόν Κύριο ὁ ὁποῖος πορεύεται πρός τό Πάθος, αὐτόν τόν Κύριο ὁ ὁποῖος πάσχει ὅλ᾿ αὐτά γιά νά μᾶς φιλοτιμήσει νά πάθουμε κι ἐμεῖς μαζί του, γιά νά καταργηθεῖ ἔτσι τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας, γιά νά πεθάνει ἔτσι ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί νά ζήσουμε ἐν Χριστῷ.
Ὄχι ἁπλῶς νά ζήσουμε σάν καλοί ἄνθρωποι, ὄχι ἁπλῶς νά ζήσουμε ἔτσι ὡραῖα, νά νιώθουμε καί νά εἴμαστε εὐχαριστημένοι. Ὄχι. Ὄχι ἁπλῶς, ἄν θέλετε, νά θυμηθοῦμε ὅτι κάναμε κάποια σφάλματα κλπ. Εἶναι ἀνάγκη κανείς μέσα βαθιά στήν ψυχή του νά νιώσει αὐτόν τόν θάνατο, ὅτι συναποθνήσκει μέ τόν Χριστό, γιά νά ζήσει ἐν Χριστῷ κι ὄχι ἁπλῶς ὡς καλός ἄνθρωπος.
Χρειάζεται μέ τήν καρδιά μας νά προσέχουμε μία-μία τίς λέξεις, μία-μία τίς φράσεις, ἕνα-ἕνα τά νοήματα. Τά νοήματα πού περιέχονται στίς λέξεις, πού περιέχονται στίς φράσεις, πού περιέχονται στά τροπάρια, πού περιέχονται στήν ὅλη ἀκολουθία, πού περιέχονται στό ὅλο γεγονός, πού εἶναι παρών ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος πού μᾶς ἀγάπησε, ὁ Κύριος πού ἔκανε συγκατάβαση, ὁ Κύριος πού ὄχι ἁπλῶς μᾶς εἶπε κάποια καλά πράγματα· ὄχι ἁπλῶς μᾶς εἶπε· «Αὐτά εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὅποιος τήν κάνει· ὅποιος δέν τή κάνει ἄς ἔχει τίς συνέπειες». Ἀλλά·
Ὁ Κύριος μπαίνει στόν δρόμο πού ἔχουμε νά περάσουμε. Δέν στέκεται ἐκ τοῦ μακρόθεν
Δέν στέκεται ἀπ᾿ ἔξω ὁ Κύριος, δέν εἶναι ἐκ τοῦ μακρόθεν ὁ Κύριος καί οὔτε ἐμεῖς ἀπ᾿ ἔξω καί ἐκ τοῦ μακρόθεν θέλει νά βλέπουμε. Ἀλλά μπαίνει ὁ Κύριος μέσα στόν δρόμο αὐτόν τόν ὁποῖο ὁ κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά ἀκολουθήσει, μέσα στόν δρόμο αὐτόν τόν ὁποῖο πρέπει νά περάσει ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος. Γιατί ὅλα γίνονται γιά τήν ἁμαρτία, ὅλα γίνονται γιά νά πεθάνει ἡ ἁμαρτία.
Μπαίνει ὁ Κύριος στόν δρόμο αὐτόν ὁ ὁποῖος εἶναι δικός μας δρόμος καί μᾶς καλεῖ ὄχι μόνο μέ τήν ἔννοια νά ἐνθαρρυνθοῦμε κι ἐμεῖς νά βαδίσουμε αὐτόν τόν δρόμο ἀλλά μᾶς καλεῖ νά συμπορευθοῦμε μ᾿ Αὐτόν, νά συμπάσχουμε μ᾿ Αὐτόν. Ὅ,τι καί νά πάθεις, ὅσα κι ἄν πάθεις, χωρίς Χριστό δέν ὠφελοῦν. Ἄν ἦταν ἔτσι ἁπλῶς νά πάθουμε ἐμεῖς καί νά τελειώσει τό ὅλο ἔργο, θά μᾶς ἔλεγε αὐτό ὁ Θεός καί θά ἐγίνετο ἔτσι.
Δέν μπορεῖ νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, χίλια κομμάτια νά γίνει, ὅλα τά μαρτύρια νά ὑποστεῖ ὁ καθένας μας, δέν ἀπαλλάσσεται ἀπ᾿ τήν ἁμαρτία, δέν θεραπεύεται ἀπό τήν ἁμαρτία, δέν γλυτώνει ἀπό τόν παλαιό ἄνθρωπο. Αὐτό τό ἐπέτυχε ὁ ἀναμάρτητος Κύριος, ὁ ὁποῖος πῆρε τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας πού εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, φορτώθηκε ὅλες τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καί πρόσφερε θυσία τόν ἑαυτό του. Καί μέ τόν θάνατό του πέθανε ὁ θάνατος, μέ τόν θάνατό του πέθανε τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας καί καθώς ἀναστήθηκε, ἦρθε ἡ καινούργια ζωή.
Μαζί μέ τόν Κύριο λοιπόν. Ὄχι ἁπλῶς μᾶς δείχνει τόν δρόμο, ὄχι ἁπλῶς μᾶς λέει ὅτι αὐτό πρέπει νά γίνει, ἀλλά συμπορεύεται μαζί μας. Ἤ καλύτερα, αὐτός ἤδη ἔκανε αὐτό τό ἔργο καί μᾶς καλεῖ, καθώς μέσ᾿ στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε συνεχῶς αὐτό τό γεγονός παρόν· μᾶς καλεῖ νά πορευθοῦμε μαζί του, νά συσταυρωθοῦμε, ὅπως λέγει ἐδῶ τό τροπάριο καί νά «νεκρωθῶμεν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ».
Δέν γνωρίζω πόσο βέβαια θά μᾶς ἐπηρεάσουν αὐτά τά ὁποῖα ἀκοῦμε καί πόσο θά βοηθήσουν αὐτά τόν καθένα. Ἡ εὐχή μου ἡ ταπεινή εἶναι ὅλοι μας χωρίς ἐξαίρεση νά προσέξουμε καί νά θελήσουμε τίμια, εἰλικρινά, ταπεινά, μετανοημένα, μέ εὐγνωμοσύνη πρός τόν Κύριο, μέ ἀγάπη πρός τόν Κύριο, νά θελήσουμε νά μποῦμε σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο, νά μποῦμε σ᾿ αὐτό τό γλυκό μαρτύριο. Μήν ἀφήσουμε τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, αὐτήν τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τή φετινή, νά περάσει ἔτσι.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὅπως κάνοντας τήν εὐχή, ἐάν προσπαθήσει κανείς νά συμμαζέψει τόν νοῦ του καί προπαντός ἄν προσπαθήσει νά δώσει τήν καρδιά του στά νοήματα τῶν λέξεων τῆς εὐχῆς, δυσκολεύεται, ἐνῶ κάπου-κάπου ἁρπάζει ἡ ψυχή κάτι τό γλυκό, κάτι πού μοιάζει ὅτι εἶναι οὐράνιο, παρά ταῦτα ἀπ᾿ ἐδῶ θέλει νά ξεφύγει, ἀπό κεῖ θέλει νά ξεφύγει καί χάνει, χάνει τή λύτρωση, χάνει ὅλο ἐκεῖνο τό καλό πού μπορεῖ νά γίνει.
Ἔτσι αὐτές τίς ἡμέρες, θά λέγαμε πολύ περισσότερο, περιορίζεται κανείς ἁπλῶς λίγο στά ἐπιφανειακά, λίγο ἐξωτερικά, λίγο πάνω-πάνω. Περιορίζεται ν᾿ ἀκούσει, νά εὐχαριστηθεῖ, ἄν θέλετε νά φύγει εὐχαριστημένος. Ἀλλά δέν θέλει, δέν τολμᾶ νά τά πάρει βαθύτερα τά πράγματα, ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του νά παραδοθεῖ στόν Κύριο ἄνευ ὅρων, ἐν λευκῷ, χωρίς ὑστεροβουλίες, χωρίς ἐπιφυλάξεις, χωρίς τίς ἄλφα ἤ τίς βῆτα δικαιολογίες, ἀλλά νά παραδοθεῖ ὅπως εἴπαμε ἄνευ ὅρων στόν Κύριο γιά νά συμπορευθεῖ μέ τόν Κύριο.
Ἡ ἁμαρτία πού ἔκαναν ἡ Εὔα καί ὁ Ἀδάμ στόν παράδεισο ἦταν ὅτι αὐτονομήθηκαν
Νομίζω θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι χωρίς ἐξαίρεση οἱ πάντες, ἔτσι καί τό τολμήσουμε αὐτό νά τό κάνουμε, θά νιώσουμε τήν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, θά νιώσουμε τήν γλυκύτητα πού ἔχει αὐτό τό μαρτύριο. Ἄλλος περισσότερο ἄλλος λιγότερο. Δέν ἐξαιρεῖται κανένας, βαπτισμένοι εἴμαστε, ὀρθόδοξοι εἴμαστε, μέσ᾿ στήν Ἐκκλησία τήν ὀρθόδοξη εἴμαστε, μέσ᾿ στήν ἀλήθεια, δέν ἐξαιρεῖται κανένας.
Ἀλλά τό θέμα εἶναι· Θά τό τολμήσουμε; Θά τό προσπαθήσουμε; Θά τό κάνουμε συνεχῶς ἤ θά φοβηθοῦμε; Παράδοξο πράγμα! Ὁ Κύριος σέ γλυκαίνει, ὁ Κύριος σ᾿ ἀγγίζει, ὁ Κύριος σέ θεραπεύει. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νά νιώσεις ἔτσι, νά συμπάσχεις μέ τόν Κύριον, νά συσταυρώνεσαι μέ τόν Κύριον. Μεγάλη ὑπόθεση. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει ὡραιότερο σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀπ᾿ αὐτό. Παρά ταῦτα, παραδόξως, κάνει πίσω ὁ ἄνθρωπος. Λοξοδρομεῖ ὁ ἄνθρωπος καί πάει ἀπ᾿ ἄλλους δρόμους, μένει στήν ἐπιφάνεια, μένει στήν προχειρότητα, δέν θέλει νά τά πάρει σοβαρά τά πράγματα καί νά μπεῖ στό δρόμο αὐτόν, ὅπως εἴπαμε, μέ εἰλικρίνεια, μέ εὐθύτητα, μέ ἀπόφαση ἄνευ ὅρων, μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς νά παραδοθεῖ στά νοήματα, νά παραδοθεῖ στήν ὅλη αὐτή πραγματικότητα. Σάν νά κουράζεται.
Δέν εἶναι ὅμως οὔτε ἡ κούραση. Ἴσα-ἴσα μόλις παραδοθεῖ κανείς σ᾿ αὐτή τήν ἀλήθεια, νιώθει νά ξεκουράζεται, νιώθει νά γιατρεύεται, εἶναι μέ τόν Χριστό. Νιώθει νά ἀνεβαίνει, ὅπως λέει ἐδῶ τό τροπάριο, στούς οὐρανούς, νιώθει γλυκύτητα ἄνευ προηγουμένου. Δέν εἶναι ὅτι κουράζεται ἤ ὅτι εἶναι δύσκολα τά πράγματα.
Ἄλλο εἶναι, ὑπάρχει ῾῾κίνδυνος᾿᾿ _ἐντός εἰσαγωγικῶν τό κίνδυνος_ ἄν ἔτσι ἀφεθεῖς στόν Κύριο, νά σέ αἰχμαλωτίσει ὁ Κύριος μέ τήν καλή ἔννοια. Νά σέ κάνει δικό του ὁ Κύριος καί, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, ῾῾νά σέ ξεγελάσει᾿᾿, ἐντός εἰσαγωγικῶν, τελικά, καί ὄντως νά πεθάνει μέσα σου ἡ ἁμαρτία καί ὄντως νά γίνεις δικός Του.
Φοβᾶσαι αὐτό τό πράγμα καί κάνεις πίσω. Γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία πού ἔκανε ὁ Ἀδάμ. Ἡ Εὔα κι ὁ Ἀδάμ μέσ᾿ στόν παράδεισο αὐτονομήθηκαν. Ἐκεῖ κτύπησε ὁ διάβολος· «Μόλις φᾶτε θά γίνεται κι ἐσεῖς θεοί»2. Καί ξεγελάστηκαν, τό πίστεψαν καί ἔγιναν, τί ἔγιναν; Ἔχασαν τόν Θεό, ἔχασαν τή ζωή, μπῆκε μέσα τους ὁ θάνατος. Αὐτονομήθηκαν. Κι ἀπό κεῖ καί πέρα ὁ ἄνθρωπος καί στήν καλύτερη περίπτωση καί ὅταν ἔχει τίς καλύτερες καταστάσεις μέσα του, κρατάει τελικά τόν ἑαυτό του. Αὐτό τό ἄνευ ὅρων τόν φοβίζει, νά παραδοθεῖ μέ ὅλη τήν δύναμη τήν ἀγαπητική πού ἔχει μέσα του καί πού τοῦ τήν ἔδωσε ὁ Θεός.
Φοβᾶται μή χάσει τήν αὐτονόμησή του. Καί ἔρχονται καί τά ἄλλα, αὐτοδικαίωση κλπ. ἀλλά τό κυρίως κακό τό κάνει ἡ αὐτονόμηση. Εἶναι σάν νά λέει κανείς, δέν τό λέει βέβαια ἀλλά τό ζεῖ ἔτσι, τό ζεῖ ἔντονα μάλιστα, σάν νά λέει· «Προσκυνοῦμε καί τά Πάθη σου, Κύριε, καί τά ἀναγνωρίζουμε ὅλα, τά πιστεύουμε ὅλα καί τά δεχόμαστε ὅλα καί ἐρχόμαστε καί στήν ἐκκλησία καί νά καθήσουμε μέ τίς ὧρες, ἀλλά δέν… δέν ἔχω διάθεση νά παραδοθῶ, δέν θά ᾿θελα νά παραδοθῶ, θέλω νά κρατήσω τήν αὐτονομία μου».
Κάναμε θεό τό ἐγώ μας. Αὐτό φράζει τόν δρόμο πρός τόν Θεό
Θυμᾶστε τούς Ἑβραίους στήν ἔρημο. Τόν Θεό ἔχουν μαζί τους. Τόν Θεό! Τόν Θεό πού τούς ὁδηγεῖ μέρα νύχτα μέ τή νεφέλη, παρών ὁ Θεός καί παρών διά τοῦ Μωυσέως ὁ Θεός. Τόσα θαυμαστά! Τίποτε δέν τούς λείπει. Αὐτοί τά κρεμμύδια ζητοῦν, τά σκόρδα ζητοῦν, τά πράσα ζητοῦν πού ᾿χαν στήν Αἴγυπτο κι ὅλο ἐκεῖ τό μυαλό τους νά γυρίσουν πίσω, γιά νά ᾿χουν τήν ἀσφάλεια κατά τήν δική τους κρίση, τήν ἀνθρώπινη ἀσφάλεια, νά εἶναι αὐτονομημένοι, νά στηρίζονται στά δικά τους σχέδια, στά δικά τους προγράμματα, στούς δικούς τους ὑπολογισμούς. Δέν μποροῦν νά ἐμπιστευθοῦν στόν Θεό, τή στιγμή πού ὁ Θεός τόσο φιλανθρώπως καί τόσο ἀφειδῶς τούς προσφέρει τά πάντα3.
Ἐδῶ εἶναι τό κρίσιμο σημεῖο· Τήν ὥρα πού λές ῾῾ἄ, εἶναι δύσκολα τά πράγματα᾿᾿, τήν ὥρα πού λές ῾῾δέν μποροῦμε ἐμεῖς ἔτσι᾿᾿, τήν ὥρα πού λές ὅτι ῾῾δέν ἔχω τίς δυνάμεις πού χρειάζεται νά ἔχω, δέν μπορῶ ἔτσι, δέν μπορῶ ἀλλιῶς᾿᾿ ἤ φέρνεις καί διάφορα ἐπιχειρήματα καί διάφορες προφάσεις, δέν στέκεται τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Κατά βάθος δέν θέλεις. Ἡ ἀγαπητική δύναμη ἀλλοῦ προσφέρεται, ἡ ὅλη βούληση πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγαπητική αὐτή δύναμη προσφέρεται στό ἐγώ, εἶναι στή διάθεση τοῦ ἐγώ, στή διάθεση τοῦ ἐγώ πού ὁ καθένας ἔκανε θεό.
Κι ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες φορές, σήμερα ἰδιαίτερα αὐτό φαίνεται, ὅτι ὁ καθένας ἔχει θεό τόν ἑαυτό του. Ποτέ ἄλλοτε ἴσως δέν ἦταν τόσο ἐμφανές αὐτό καί τόσο δυνατό αὐτό ὅτι ὁ καθένας θεοποιεῖ τόν ἑαυτό του, καί οἱ χριστιανοί. Ὁμολογοῦν τόν Θεό, ὁμολογοῦν τόν Τριαδικό Θεό, πιστεύουν στόν Χριστό κλπ. ἀλλά ὅμως πάντοτε μένει τό ἐρώτημα ἐκεῖ στό βάθος τῆς ψυχῆς. Ἀκριβῶς ὅπως ρώτησε ὁ Κύριος, τόν παραλυτικό «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;»4. Τόν παραλυτικό πού περίμενε ἐκεῖ τριανταοκτώ ὁλόκληρα χρόνια, «θέλεις ὑγιής γενέσθαι;».
Κατά τήν κρίση τήν δική μας, δέν πρέπει νά ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι κάθε ἄνθρωπος θέλει νά γίνει καλά. Κι ὅμως ὁ Κύριος ρωτάει «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;» Ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους καί εἰδικότερα ποιός ἀπό τούς χριστιανούς δέν θέλει νά γιατρευθεῖ, καί μάλιστα ὅσοι κάνουν ἀγώνα πνευματικό καί νοιώθουν τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας; Πόσοι καί πόσοι δέν θέλουν νά λυτρωθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία, νά σωθοῦν; Καί ὅμως δέν θέλουν. Θά λέγαμε ὅτι πάντες θέλουν κι ὅμως βαθύτερα δέν θέλουν. Καί ἐκεῖ εἶναι τό ἐμπόδιο, ἐκεῖ εἶναι τό πρόσκομμα.
Ὁ Ἰωσήφ ὁ πάγκαλος τέλειος μιμητής τοῦ Χριστοῦ
Στόν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Δευτέρας, στόν ὁποῖο ὄρθρο ἀνήκει καί τό τροπάριο αὐτό πού εἴπαμε, ἡ Ἐκκλησία ποιεῖται μνείαν τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ τοῦ παγκάλου, πού τρόπον τινά εἶναι προτύπωσις τοῦ Κυρίου καί πάσχει καί αὐτός, ὅπως ὁ Κύριος, ἑκατοντάδες χρόνια πιό μπροστά.
Μᾶς δίδεται εὐκαιρία, ἄν δέν τό ᾿χουμε κάνει, νά προσέξουμε ἰδιαίτερα ὅλη τήν ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ, τήν ὅλη στάση τοῦ Ἰωσήφ τοῦ παγκάλου. Τήν ζωή αὐτή πού μιμήθηκαν καί πρό Χριστοῦ καί κυρίως μετά Χριστόν, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀγάπησαν τόν Χριστό καί τελικά θέλησαν νά μιμηθοῦν τόν Χριστό. Διότι σ᾿ ὅποια ἐποχή κι ἄν ζεῖ κανείς, ἄν εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἶναι τοῦ Θεοῦ· ἄν ἔχει μέσα του τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔχει Πνεῦμα Θεοῦ, ἄν ὁ Θεός βρίσκει στήν ψυχή, τήν ἄλφα ἤ τήν βῆτα, ἀκριβῶς τήν διάθεση ἐκείνη πού θέλει νά βρεῖ, ὁ Θεός εὐλογεῖ, χαριτώνει, φωτίζει κι ὁδηγεῖ, σ᾿ ὅποια ἐποχή κι ἄν εἶναι κανείς καί κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθῆκες. Πού καθόμαστε ἐμεῖς σήμερα καί λέμε ῾῾δέν μποροῦμε᾿᾿ καί ῾῾εἶναι δύσκολα τά πράγματα᾿᾿ καί φέρνουμε διάφορες προφάσεις.
Οὔτε εἶναι παραμύθι ἡ περίπτωση τοῦ Ἰωσήφ. Εἶναι ἀλήθεια. Τά ἴδια του τά ἀδέλφια τόν καταδικάζουν. Τά ἴδια του τά ἀδέλφια θέλουν νά τόν φονεύσουν, τά ἴδια του τά ἀδέλφια τόν πουλοῦν νά πάει στά ξένα. Κι αὐτός, καθώς βαθιά μέσα του διαισθάνεται ὅτι αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σάν νά μήν ἔχει στόμα, σάν νά μήν ἔχει μέσα του βούληση νά ἀντιδράσει στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τοῦ φέρονται τ᾿ ἀδέλφια του. Πονάει βέβαια καί συντρίβεται κυριολεκτικά ἀπό τήν συμπεριφορά τῶν ἀδελφῶν του, ὅμως ἔχει μέσα του τή φωνή τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα του αὐτή τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού τόν φωτίζει νά κάνει αὐτό πού πρέπει. Δέν ἀντιμιλᾶ, δέν ἀντιδρᾶ, δέν διαμαρτύρεται, δέν βλέπουμε τίποτε τέτοιο. Καί πηγαίνει ξένος στούς ξένους, στήν Αἴγυπτο καί ὑφίσταται ὅλα ἐκεῖνα πού γνωρίζουμε.
Θά παρακαλέσω ἐδῶ νά τό προσέξουμε αὐτό, καί ἀπό μέρους τοῦ Θεοῦ μοιάζουν τά πράγματα σάν νά εἶναι ἐγκαταλελειμμένος. Ἕνας ὁποιοσδήποτε ἀπό μᾶς, ἔτσι ὅπως εἴμαστε μαθημένοι καί ὅπως τά παίρνουμε τόσο λάθος τά πράγματα ῾῾ποῦ εἶναι ὁ Θεός;᾿᾿ ῾῾γιατί μέ ἐγκατέλειψε ὁ Θεός;᾿᾿ θά λέγαμε. ῾῾Γιατί δέν ἐμπόδισε τ᾿ ἀδέλφια μου νά φερθοῦν ἔτσι;᾿᾿ ῾῾Γιατί δέν ἐμπόδισε αὐτή τή γυναίκα καί μ᾿ ἔβαλε σέ πειρασμό καί ἀναγκάστηκα νά φύγω ἀπό τό σπίτι, ὅπως ἔφυγα;᾿᾿ θά ἔλεγε ἄλλος στή θέση τοῦ Ἰωσήφ, καί τελικά μπῆκε καί στή φυλακή.
Ὁ Ἰωσήφ δέν λέει τίποτε ἀπό αὐτά, τίποτε. Τίποτε. Βαθιά μέσα του ἔχει τή φωνή τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν σιωπᾶ ὁ οὐρανός, ἔστω κι ἄν σιωπᾶ τρόπον τινά ὁ Θεός. Διότι ἔμεινε δύο χρόνια στή φυλακή, δύο χρόνια χωρίς κανένα λόγο, ἐντελῶς ἄδικα. Καί ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ Θεός, μπορεῖ νά ἀργεῖ ἀλλά δέν λησμονεῖ, ὅπως λέγεται, ἔρχεται ἡ ὥρα πού Ἐκεῖνος θά θελήσει. Δέν ἀπασχολεῖ τόν Ἰωσήφ ἄν ἀργεῖ ἤ δέν ἀργεῖ ὁ Θεός. Καί γι᾿ αὐτό ὅταν ἀργότερα φανερώθηκε στά ἀδέλφια του καί τρομοκρατήθηκαν, «Μή φοβᾶστε ἀπό μένα», τούς λέει, «μή φοβᾶστε, ἐγώ εἶμαι τοῦ Θεοῦ»5. Πόσα χρόνια πρίν ἔρθει ὁ Χριστός ἔζησε ὁ Ἰωσήφ κι ἦταν τέλειος μιμητής τοῦ Χριστοῦ, ναί, τέλειος ἄνθρωπός του, ἄν θέλετε νά τό πῶ, τέλειος ὀπαδός του, ὑπήκοός του. Καί ἔφθασε στήν ἀνάσταση.
«Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ»
Πόσοι ἀπό μᾶς τούς χριστιανούς τώρα κατά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πού μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία ἔτσι ἤ ἀλλιῶς καί πού ἐμεῖς πλέον ἔχουμε ἐνώπιόν μας τόν ἴδιο τόν Κύριο, πόσοι ἀπό μᾶς τούς χριστιανούς θά τά δοῦμε ἔτσι τά πράγματα, ἔτσι θά τά πάρουμε, νά ὑπάρξει αὐτή ἡ διάθεση μέσα μας καί νά μᾶς ἀναλάβει ὁ Κύριος, νά μᾶς φωτίσει, νά μᾶς ὁδηγήσει; Νά ὑπάρχει αὐτή ἡ διάθεση μέσα μας καί νά πάθουμε καί νά περιφρονηθοῦμε καί νά χλευασθοῦμε καί ν᾿ ἀδικηθοῦμε καί ὄντως νά συσταυρωθοῦμε μέ τόν Χριστό καί ὄντως νά φθάσουμε στήν ἀνάσταση μέ τόν Χριστό;
Αὐτό τό πόσοι ἀπό μᾶς, τίθεται ἔτσι ὡς ἐρώτημα μέ τήν ἔννοια ὅλοι νά προβληματισθοῦμε, ὅλοι νά συγκλονισθοῦμε καί τελικά νά κάνουμε αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε.
«Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι᾿ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ καί ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ· οὐκέτι εἰς τήν ἐπίγειον Ἰερουσαλήμ διά τό παθεῖν, ἀλλά ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν· καί συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν Οὐρανῶν».
Ἀπ᾿ τό ἕνα μέρος εἶναι τά ἐπίγεια, εἶναι τά ἀνθρώπινα, ἐπίγειος Ἰερουσαλήμ, ὅλ᾿ αὐτά πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι στόν Κύριο κι ὅλα αὐτά πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι στούς ἀνθρώπους καί στούς ἀνθρώπους τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ὁ Κύριος δέν ἐμποδίζεται καί φθάνει ἐκεῖ πού θέλει νά φθάσει καί ἐπίσης ὁδηγεῖ ὥς ἐκεῖ καί ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θά τόν ἀκολουθήσουν, θά συσταυρωθοῦν μέ τόν Κύριο, καί ἑπομένως θά ζήσουν μαζί του καί θά συναναστηθοῦν. Ὅλους αὐτούς θά τούς ἀνυψώσει, ὅπως λέει, «εἰς τήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν».
Πρός τά ἐκεῖ πρέπει νά ᾿ναι στραμμένη ἡ ψυχή μας. Αὐτό νά ποθοῦμε, αὐτό νά θέλουμε, τόν Κύριό μας _γιατί μπορεῖ νά κάνει κανείς αὐτό τό λάθος_ νά ζητάει τόν Κύριο ἁπλῶς νά βολευτεῖ. Ὄχι! Ζητοῦμε τόν Κύριο, καταφεύγουμε στόν Κύριο, συμπάσχουμε μέ τόν Κύριο, συνανιστάμεθα μέ τόν Κύριο, ὥστε ν᾿ ἀνυψωθοῦμε στήν ἄνω Ἰερουσαλήμ, τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀπό τοῦδε, ἀπ᾿ αὐτήν ἀκόμη τή ζωή. Δέν εἶναι ὅτι μᾶς ὑπόσχεται τήν οὐράνιο, τήν ἄνω Ἰερουσαλήμ ὁ Κύριος, τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν· μᾶς κάνει νά τήν γευθοῦμε ἀπό δῶ. Ὁ θάνατός του ὄντως θανάτωσε τόν θάνατο καί ἀναστήθηκε καί κατήργησε τόν θάνατο.
Καί θανατώνει τήν ἁμαρτία μέσα στόν καθένα καί ἀνιστᾶ τόν καθένα καί εἶναι ὄντως ἀναστημένος κανείς καί ὄντως γεύεται αὐτήν τήν ζωή τῆς ἄνω Ἰερουσαλήμ, γεύεται κανείς τήν ζωή τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πολίτης αὐτῆς τῆς Βασιλείας.
Εὔχομαι, ταπεινά, ὁ Θεός νά κάνει μέσα στήν ψυχή μας αὐτό τό ὁποῖο γνωρίζει Ἐκεῖνος καί θέλει καί μπορεῖ, ὥστε νά γίνει αὐτό τό θαῦμα μέσα μας.
7-4-1996