Μεγάλη Τετάρτη ἑσπέρας
Τό συναξάρι τοῦ Τριωδίου γιά τήν Μεγάλη Πέμπτη λέει· «Τῇ Ἁγίᾳ καί Μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων καί τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν· τόν ἱερόν Νιπτῆρα, τόν Μυστικόν Δεῖπνον, δηλαδή τήν παράδοσιν τῶν καθ᾿ ἡμᾶς φρικτῶν μυστηρίων, τήν ὑπερφυᾶ Προσευχήν καί τήν Προδοσίαν αὐτήν».
Καί μάλιστα ἔχει πολύ ὡραίους στίχους·
Εἰς τόν ἱερόν Νιπτῆρα.
Νίπτει Μαθητῶν ἑσπέρας Θεός πόδας,
Οὗ πούς πατῶν ἦν εἰς Ἐδέμ δείλης πάλαι.
Ὁ Θεός, ὁ Χριστός, νίπτει τούς πόδας τῶν μαθητῶν τό ἑσπέρας ἐκεῖνο, στό ἀνώγειον πού ἔγινε ὁ Μυστικός Δεῖπνος, τοῦ ὁποίου Θεοῦ ὁ πούς, τό πόδι, ἤ καί στόν πληθυντικό τά πόδια, «πατῶν ἦν τῆς Ἐδέμ δείλης πάλαι». Τά πόδια αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, πού νίπτει τά πόδια τῶν μαθητῶν, περπάτησαν ἐκεῖνο τό δειλινό στήν Ἐδέμ, τότε πού πῆγε νά βρεῖ τούς δύο πρωτοπλάστους, οἱ ὁποῖοι ἤδη εἶχαν ἁμαρτήσει.
Εἰς τόν Μυστικόν Δεῖπνον.
Διπλοῦς ὁ Δεῖπνος· Πάσχα γάρ νόμου φέρει,
καί Πάσχα καινόν, Αἷμα, Σῶμα Δεσπότου.
Ὁ Δεῖπνος εἶναι διπλοῦς, διότι Πάσχα νόμου φέρει καί Πάσχα καινόν. Δηλαδή τήν ὥρα πού ὁ Κύριος τελεῖ μετά τῶν μαθητῶν του τό ἑβραϊκό Πάσχα, ὅπως γιόρταζαν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, τελεῖ λοιπόν αὐτό τό παλιό Πάσχα. Τώρα ὁ Κύριος θεσπίζει καί τό καινό Πάσχα, τό καινούργιο Πάσχα. Τότε βέβαια ἦταν ἡ διάβασις τοῦ λαοῦ διά τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, καί τώρα τό καινόν Πάσχα, τό καινούργιο Πάσχα εἶναι αἷμα καί σῶμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Καί ἄν προσέξουμε στά Εὐαγγέλια πού ὁμιλοῦν γιά τό Μυστικό Δεῖπνο, ἰδιαίτερα φαίνεται αὐτό, νομίζω, στόν εὐαγγελιστή Λουκᾶ· τελεῖται ὁ Μυστικός Δεῖπνος «μετά τό δειπνῆσαι»· δηλαδή πρῶτα τρῶνε καί μετά κοινωνοῦν. Ἄν θέλετε νά τό ποῦμε ἔτσι, δηλαδή τελειώνει τό ἕνα Πάσχα καί ὁ Κύριος καθιερώνει τό δεύτερο Πάσχα. Πάσχα βέβαια εἶναι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ, ἡ ταφή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι τό καινόν Πάσχα. Τό συνεχές καινό Πάσχα εἶναι μέσα στή Θεία Λειτουργία, μέσα στή Θεία Εὐχαριστία καί δέν θά μπορούσαμε ποτέ-ποτέ νά ἐννοήσουμε ὅτι κάνουμε Πάσχα χωρίς Θεία Λειτουργία καί χωρίς Θεία Κοινωνία.
Ἔτσι παίρνουν μία ἀπάντηση ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἄς ποῦμε, δυσανασχετοῦν στό θέμα τῆς νηστείας, τῆς ἀσιτίας δηλαδή πρό τῆς θείας κοινωνίας. Ὅτι, νά, ὁ Χριστός τήν ὥρα πού τρώγανε, ἔδωσε στούς μαθητές τό σῶμα καί τό αἷμα Του. Ναί, τό ἔκαμε αὐτό ἀκριβῶς διότι ἐτέλεσε τό ἑβραϊκό Πάσχα· στό κατά Λουκᾶν, ὅπως εἶπα, φαίνεται καθαρότερα1. Στήν ἀρχή-ἀρχή δίδει ὁ Κύριος τό πρῶτο ποτήριον, πού ἔχει σχέση μέ τό παλιό Πάσχα. Καί μετά πῆρε τόν ἄρτο στά χέρια του, ἔκανε εὐχαριστήρια προσευχή, τό ἔκοψε κομμάτια καί τό ἔδωσε λέγοντας· «Λάβετε, φάγετε· τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου κλπ.». «Ὡσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνῆσαι», δίδει λοιπόν καί τό ποτήριον, ὅμως εἶναι τό ποτήριον τῆς Καινῆς διαθήκης, «πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες κλπ.».
Εἰς τήν ὑπερφυᾶ Προσευχήν.
Προσεύχῃ· καί φόβητρα, θρόμβοι αἱμάτων,
Χριστέ, προσώπου, παραιτούμενος δῆθεν
θάνατον, ἐχθρόν ἐν τούτοις φενακίζων.
Προσεύχεσαι, Κύριε _ἀναφέρεται ἐδῶ στήν προσευχή πού ἔκανε στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ_ καί «φόβητρα» καί φοβερά πράγματα συμβαίνουν. «Θρόμβοι αἱμάτων», «ἐγένετο ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος», λέει τό Εὐαγγέλιο. Στάζει δηλαδή ἀπό τό πρόσωπό του ἱδρώτας, ὁ ὁποῖος ἴσως, ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, ἔβγαζε καί αἷμα, ἦσαν θρόμβοι αἵματος. Θρόμβοι αἱμάτων, Χριστέ, ἀπό τό πρόσωπό σου. «Παραιτούμενος δῆθεν θάνατον», ἐκεῖ στήν προσευχή αὐτή ὁ Κύριος λέει· «Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο». «Παραιτούμενος δῆθεν θάνατον», κάνει πώς παραιτεῖται ἀπό τόν θάνατο ὁ Κύριος. «Ἐχθρόν ἐν τούτοις φενακίζων» καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο φενακίζει, παραπλανᾶ τόν ἐχθρό, τόν διάβολο. Διότι, ὅπως τό ἀκοῦμε καί στά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, τρόπον τινά ὁ διάβολος καί ὁ ἅδης παγιδεύτηκαν, νομίζοντας ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος. Παγιδεύτηκαν καί ὁ διάβολος μέ τό νά ἀνεβάσει στόν σταυρό τόν Χριστό καί ἐνόμισε ὅτι ἐπέτυχε τό ἔργο πού ἤθελε νά πετύχει, ἀλλά καί ὁ ἅδης πού δέχθηκε μέσα στά σπλάγχνα του τόν Χριστό καί δέν μποροῦσε νά τόν κρατήσει.
Τί δεῖ μαχαιρῶν, τί ξύλων, λαοπλάνοι,
πρός τόν θανεῖν πρόθυμον εἰς κόσμου λύτρον;
Αὐτοί εἶναι οἱ στίχοι στήν προδοσία, στό τέταρτο θέμα τῆς ἡμέρας.
Τί ἔρχεσθε λοιπόν μέ μαχαίρια καί μέ ξύλα, λαοπλάνοι, πρός αὐτόν ὁ ὁποῖος εἶναι πρόθυμος νά πεθάνει, γιά νά λυτρώσει τόν κόσμο; Δέν χρειάζεται νά πᾶτε ὁπλισμένοι σάν νά ἔχετε νά κάνετε μέ κάποιον ὁ ὁποῖος ἀνθίσταται. Ἄν ἀντισταθεῖ, δέν μπορεῖτε οὔτε νά πλησιάσετε. Τί πηγαίνετε λοιπόν μέ μαχαίρια καί μέ ξύλα, λαοπλάνοι, πρός αὐτόν, ὁ ὁποῖος εἶναι πρόθυμος νά πεθάνει γιά νά λυτρώσει τόν κόσμο;
Αὐτά εἶναι τά τέσσαρά τινα, ὅπως λέει ἐδῶ, πού ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τήν Μεγάλη Πέμπτη. Καί ὅπως θά προσέξατε, ὅλα τά τροπάρια τοῦ ὄρθρου τῆς Μεγάλης Πέμπτης πού ψάλλονται τήν Μεγάλη Τετάρτη τό βράδυ, ἀναφέρονται σ᾿ αὐτά τά θέματα. Καί πάρα πολύ τά τροπάρια τά βάζουν μέ τόν Ἰούδα, «Ἰούδας ὁ παράνομος, ὁ δόλιος».
Καί ὅπως συνέβαινε καί τίς προηγούμενες ἡμέρες, αὐτά καί τά τέσσερα στοιχεῖα περιέχονται στό Εὐαγγέλιο πού ἀναγινώσκεται ὄχι στόν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀλλά στόν ἑσπερινό πού γίνεται συνήθως τήν Μεγάλη Πέμπτη τό πρωί μαζί μέ τήν Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Καί ἀναγινώσκεται ἐκεῖ στήν κανονική θέση ἡ εὐαγγελική περικοπή ἡ ὁποία εἶναι μικρές-μικρές περικοπές, ἀπό τό κατά Ματθαῖον, τό κατά Ἰωάννην, πάλι ἀπό τό κατά Ματθαῖον, ἀπό τό κατά Λουκᾶν καί ἀπό τό κατά Ματθαῖον.
Ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρησε καλό νά συγκεντρώσει ἀπό τά τρία Εὐαγγέλια _δέν ἔχει ἐδῶ τόν Μᾶρκον_ καί νά κάνει αὐτή τήν εὐαγγελική περικοπή τήν μεγάλη, πού ἀναγινώσκεται, ὅπως εἴπαμε, στόν ἑσπερινό τῆς Μεγάλης Πέμπτης πρός τήν Μεγάλη Παρασκευή, πού τελεῖται καί ἡ ἑσπερινή Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Καί ἔχουμε ἀκριβῶς αὐτήν τήν μεγάλη εὐαγγελική περικοπή πού ἀποτελεῖται ἀπό τά τρία Εὐαγγέλια, καί ἀναφέρεται στά παραπάνω τέσσερα θέματα.
«Εἰ οὖν ἐγώ ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, ὁ Κύριος καί διδάσκαλος, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας»
Πρῶτα λοιπόν ἡ εὐαγγελική περικοπή ἡ αὐριανή, ἡ περικοπή πού ἀναγινώσκεται στόν ἑσπερινό τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁμιλεῖ γιά τόν Νιπτῆρα. «Εἰδώς δέ ὁ Ἰησοῦς, ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ Πατήρ εἰς τάς χεῖρας, καί ὅτι ἀπό τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθε καί πρός τόν Θεόν ὑπάγει, ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καί τίθησι τά ἱμάτια, καί λαβών λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν· εἶτα βάλει ὕδωρ εἰς τόν νιπτῆρα, καί ἤρξατο νίπτειν τούς πόδας τῶν μαθητῶν καί ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος».
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν γιά νά φᾶνε μαζί τό πασχάλιο Δεῖπνο καί ὁ Κύριος θέλησε νά δώσει ἕνα μάθημα, μέ τήν καλήν ἔννοια, νά δώσει ἕνα ὑπόδειγμα στούς μαθητάς του. Καί φαίνεται καθώς εἶχαν ξαπλώσει οἱ μαθηταί, πού ξάπλωναν τότε στά ἀνάκλιντρα, γύρω γύρω ἀπό τό τραπέζι, ἀκουμποῦσαν στόν ἀριστερό βραχίονα μᾶλλον, καί μέ τό δεξί χέρι ἔπαιρναν καί ἔτρωγαν καί τά πόδια περίσσευαν, ἄς ποῦμε, ἔξω ἀπό τό ἀνάκλιντρο. Καί ἴσως σ᾿ αὐτή τή θέση, ἴσως ὅμως καί πρίν ἀκόμη ξαπλώσουν, ἐνῶ ἐκάθοντο, ἔπλυνε τά πόδια. Ὁ Κύριος ἔζωσε τή μέση του μέ μία πετσέτα, ἔβαλε νερό στό νιπτήρα καί ἄρχισε νά πλένει τά πόδια τῶν μαθητῶν καί νά τά σπογγίζει μέ τήν πετσέτα πού ἦταν ζωσμένος.
«Ἔρχεται οὗν πρός Σίμωνα Πέτρον, καί λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μοῦ νίπτεις τούς πόδας; Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καί εἶπεν αὐτῷ· Ὅ ἐγώ ποιῶ, σύ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δέ μετά ταῦτα. Λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Οὐ μή νίψῃς τούς πόδας μου εἰς τόν αἰῶνα». Νά, ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί ἐδῶ, σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση, ὅπως εἶναι ἐκδηλωτικός σ᾿ ὅλες τίς περιπτώσεις, ἐκδηλώνει εὐθύς αὐτό πού αἰσθάνεται, βέβαιος ὅτι καλῶς πράττει, ἐνῶ δέν ἔπραττε καλῶς. Σύ νά μοῦ νίψεις τούς πόδας μου; Δέν θά γίνει αὐτό στόν αἰώνα, ποτέ, δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό τό πράγμα. Ἀλλά ὁ Χριστός ὅμως δέν κάνει λάθος, καί κακῶς ὁ Πέτρος πάει νά τόν διορθώσει. «Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐάν μή νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ». Μεγάλο μυστήριο κρύβεται ἐδῶ, ὁ Θεός πλύνει τούς πόδας τῶν μαθητῶν, τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Καί αὐτό εἶναι μιά πρᾶξις τοῦ Ἰησοῦ, πού δέν ἔχει τήν σημασία της μόνο γιά ἐκείνη τήν ὥρα ἀλλά γιά πάντοτε.
Καλός μαθητής τοῦ Χριστοῦ τελικά εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά παραδοθεῖ στά χέρια τοῦ Θεοῦ
Δηλαδή ὁ Χριστός πλησιάζει ὅλους μας, τόσο μᾶς ἀγαπάει, τόσο ταπεινώνεται, «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», πού δέν ἔχει δυσκολία νά νίψει τά πόδια μας. Καί τελικά καλός μαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά δεχθεῖ, ἀφοῦ ὁ διδάσκαλος ἔτσι ἐνεργεῖ, ἀφοῦ ὁ διδάσκαλος ἔτσι λέει, νά παραδοθεῖ στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.
Τό λέμε καί τό ξαναλέμε, ὅτι πρέπει νά μᾶς βάλει στά χέρια του ὁ Θεός, νά ἐμπιστευθοῦμε σ᾿ αὐτόν· πρέπει νά παραδοθεῖ ὁ ἄνθρωπος κατά τέτοιο τρόπο στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά νιώσει ὅτι ὄχι ἁπλῶς τόν ὑπηρετεῖ ὁ Θεός, ἀλλά ἀσχολεῖται μαζί του ἔτσι πού ἀκόμη καί τά πόδια του μπορεῖ νά τοῦ πλύνει.
Τόσο συγκαταβαίνει, τόσο ταπεινώνεται, τόσο μᾶς ἀγαπᾶ, τόσο βγάζει ἀπό τή μέση ὁποιοδήποτε ἐμπόδιο καί πρέπει νά εἶναι κανείς πολύ ταπεινός γιά νά δεχθεῖ τόν ταπεινό Κύριο νά ἐκδηλώνεται ἔτσι καί νά φροντίζει ἔτσι τήν ψυχή. Πρέπει νά εἶναι κανείς πολύ ταπεινός. «Ἐάν μή νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ». Τί εἶναι αὐτά πού λές; Ἄν δέν δεχθεῖς νά σέ νίψω, δέν μπορεῖς νά ᾿σαι δικός μου, οὔτε λίγο οὔτε πολύ δέν ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ. «Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος»· Πέτρος εἶναι, ἀμέσως-ἀμέσως δέν ἔχει δυσκολία, καθώς εἶναι εἰλικρινής. «Λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, μή τούς πόδας μου μόνον ἀλλά καί τάς χεῖρας καί τήν κεφαλήν». Ἄν εἶναι ἔτσι, ὄχι τά πόδια μου νά πλύνεις, ἀλλά καί τά χέρια μου καί τήν κεφαλή. Αὐτό εἶναι. Σκέφτεται ὡς ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά καταλάβει μερικά πράγματα πού κάνει ὁ Θεός. Ἀλλά ὁ Θεός θά βρεῖ τρόπο νά σοῦ δείξει τήν συγκεκριμένη ὥρα ὅτι δέν σκέφτεσαι σωστά, καί ἀμέσως νά εἶσαι ἕτοιμος νά ἀλλάξεις.
Δέν εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο στήν περίπτωση τῆς Παναγίας, ἀλλά ἀξίζει νά θυμηθοῦμε καί τῆς Παναγίας ἐδῶ, ὅτι ὅταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ τῆς λέει ὅτι θά γεννήσει τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη ἐρωτᾶ, πῶς θά γίνει αὐτό τό πράγμα, «ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Κάνει ἐντύπωση, δηλαδή, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ προσγειωμένοι, δέν εἶναι φαντασμένοι ἄνθρωποι νά πετοῦν στά σύννεφα. Πῶς θά γίνει αὐτό; «Ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω, πῶς ἔσται μοι τοῦτο;» Καί ὅταν τῆς ἐξήγησε ὁ ἄγγελος, «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου». Βέβαια ἡ στάση τῆς Παναγίας εἶναι πάνω ἀπό κάθε σύγκριση.
Ὡστόσο ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶναι μέσα σ᾿ αὐτό τό πνεῦμα κατά κάποιο τρόπο. Πρῶτα λέει, «οὐ μή νίψῃς τούς πόδας εἰς τόν αἰῶνα» καί ὅταν παίρνει τήν ἀπάντηση ἀπό τόν Χριστό, τότε νά μοῦ νίψεις, λέει, ὄχι μόνο τά πόδια ἀλλά καί τά χέρια καί τήν κεφαλή. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἤ τούς πόδας νίψασθαι, ἀλλ᾿ ἔστι καθαρός ὅλος· καί ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ᾿ οὐχί πάντες». Καί προχωροῦμε λίγο πιό κάτω.
«Ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα, καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιῆτε».
«Ὅτε οὖν ἔνιψε τούς πόδας αὐτῶν καί ἔλαβε τά ἱμάτια αὐτοῦ, ἀναπεσών πάλιν εἶπεν αὐτοῖς». «Ἀναπεσών πάλιν»· ἀπ᾿ ἐδῶ βγαίνει ὅτι εἶχαν ξαπλώσει καί πρίν ἀρχίσουν νά τρῶνε, μιά στιγμή σηκώθηκε καί ἔπλυνε τά πόδια καθώς ἦταν ξαπλωμένοι. Καί τώρα ξαναέπεσε ἐκεῖ στό ἀνάκλιντρο τό δικό του, καί τούς λέει, «Γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν;» Καταλαβαίνετε τί ἔκανα σέ σᾶς; «Ὑμεῖς φωνεῖτέ με ὁ διδάσκαλος καί ὁ Κύριος καί καλῶς λέγετε», μέ φωνάζετε διδάσκαλο καί Κύριο καί καλά κάνετε· εἶμαι διδάσκαλος, «εἰμί γάρ». Εἶμαι ὁ διδάσκαλός σας καί ὁ Κύριος. «Εἰ οὖν ἐγώ ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, ὁ Κύριος καί ὁ διδάσκαλος», ἐάν λοιπόν ἐγώ σᾶς ἔνιψα τά πόδια, πού εἶμαι ὁ Κύριός σας καί ὁ διδάσκαλος, «καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας. Ὑπόδειγμα γάρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα, καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιῆτε». Σᾶς ἔδωκα ἕνα παράδειγμα, ὅπως ἔκανα ἐγώ σέ σᾶς, νά κάνετε καί σεῖς μεταξύ σας.
Αὐτή εἶναι ἡ χριστιανική ζωή, αὐτή εἶναι ἡ ταπείνωση, αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη, αὐτό εἶναι τό χριστιανικό πνεῦμα, αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὅταν τό ἔχουμε μέσα μας.
Ἔτσι ἀγαποῦμε, ἔτσι συγχωροῦμε, ἔτσι ἀνεχόμεθα, ἔτσι ὑπηρετοῦμε, ἔτσι ζοῦμε· γίνεσαι δοῦλος τοῦ ἄλλου, ὄχι δουλοπρεπῶς, ἀλλά ἀγαπητικῶς γίνεσαι δοῦλος. Μόνο αὐτό τό παράδειγμα νά πάρουμε, τίποτε ἄλλο, μᾶς φθάνει, ἄς ποῦμε, τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μας νά ζήσουμε ἔτσι πού καί μεῖς νά ᾿χουμε ἀνάπαυση στήν ψυχή μας καί ὁπωσδήποτε θά κάνουμε καλό καί στούς ἄλλους. Καί ἐκεῖνοι πού εἶναι καί ἀνήμερα θηρία μερικές φορές ἐναντίον μας θά ἡμερέψουν κι αὐτοί, ὅταν ἐμεῖς παίρνουμε μιά τέτοια στάση. Ὀφείλουμε λοιπόν νά νίπτουμε τούς πόδας ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου. Αὐτά σχετικά μέ τόν νιπτήρα, ἀλλά μαζί μέ τόν νιπτήρα εἶναι καί τά ἄλλα.
Διά τῆς Θείας Κοινωνίας γινόμεθα κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἀναστάσεώς Του
Ἔρχεται μετά ὁ διπλοῦς, ὅπως λέει, δεῖπνος· συνέχεια στήν ἴδια εὐαγγελική περικοπή γίνεται λόγος. «Ἐσθιόντων δέ αὐτῶν _ἄς μή διαβάσουμε τά προηγούμενα_ λαβών ὁ Ἰησοῦς τόν ἄρτον καί εὐχαριστήσας, ἔκλασε καί ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καί εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου· καί λαβών τό ποτήριον καί εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τό αἷμά μου τό τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Λέγω δέ ὑμῖν ὅτι οὐ μή πίω ἀπ᾿ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτό πίνω μεθ᾿ ὑμῶν καινόν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου. Καί ὑμνήσαντες ἐξῆλθον».
Ἄλλος εὐαγγελιστής τό λέει μέ περισσότερα λόγια· ὅπως ξέρουμε, ἀκόμη καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στήν Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολή, στό ἑνδέκατο κεφάλαιο, λέει, λοιπόν, αὐτό πού παρέλαβα, αὐτό καί σᾶς παραδίδω. Ἀναφέρεται σ᾿ αὐτούς τούς λόγους τοῦ Κυρίου καί στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πού ἐθέσπισαν οἱ θειότατοι Πατέρες νά ἑορτάζουμε τήν Μεγάλη Πέμπτη· Τόν Μυστικόν Δεῖπνον. Δηλαδή τελείωσε τό παλιό Πάσχα καί ἄρχισε τό νέο Πάσχα πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία, πού εἶναι τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως εἴπαμε δέν νοεῖται Πάσχα χωρίς Θεία Λειτουργία καί χωρίς Θεία Κοινωνία. Δέν νοεῖται καί Μεγάλη Πέμπτη χωρίς Θεία Λειτουργία, χωρίς δηλαδή νά λειτουργηθοῦμε καί νά κοινωνήσουμε. Θά ᾿ταν εὐχῆς ἔργο ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅλοι-ὅλοι νά προσπαθοῦν νά κοινωνοῦν καί τή Μεγάλη Πέμπτη, νά κοινωνοῦν καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Καί πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψιν μας, ὅτι, ἔτσι ὅπως τό λέει ἐδῶ, Πάσχα καινόν· αἷμα καί σῶμα Δεσπότου.
«Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου τό ὑπέρ ὑμῶν καί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Δηλαδή τρῶμε τό σῶμα πού ἐσταυρώθη, παίρνουμε ἑπομένως τό σῶμα τοῦ ἐσταυρωμένου καί τοῦ ἀναστάντος. Πίνουμε τό αἷμα πού χύθηκε ἐκεῖ στόν Σταυρό καί εἶναι τό αἷμα τοῦ Κυρίου, τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος. Ἔτσι γινόμεθα κοινωνοί τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνοί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Κοινωνοί τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνοί τῆς Ἀναστάσεως. Δέν εἶναι ἁπλῶς, νά, παίρνουμε τό ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ἅγιο αἷμα, ἀλλά γινόμαστε κοινωνοί τῆς ὅλης προσφορᾶς πού μᾶς ἔκανε ὁ Κύριος, διά τοῦ σταυροῦ του καί διά τοῦ θανάτου του, καθώς μᾶς δίνει τό σῶμα καί τό αἷμα Του.
Καί γι᾿ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οἱ πιστοί κοινωνοῦν καί σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ Καθολικοί, ὅπως εἴχαμε πεῖ κι ἄλλη φορά, δίνουν τήν ὄστια μόνο, πού θεωροῦν σῶμα. Γιά μᾶς τῶν Καθολικῶν τά μυστήρια δέν εἶναι μυστήρια. Δίνουν τήν ὄστια πού εἶναι τό σῶμα· ἕνα σῶμα, λένε, ἔχει καί αἷμα μέσα καί ἑπομένως δέν δίνουν αἷμα στούς πιστούς τους. Ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι. Βεβαίως ἕνα σῶμα ἔχει αἷμα, ἀλλά τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού ἀνέβηκε στό σταυρό καί καρφώθηκε καί ἔτρεξε τό αἷμα καί γνωρίζουμε πολύ καλά ὅτι ὅταν εἶναι ἀνοιχτές πληγές μεγάλες, τρέχει τό αἷμα καί φεύγει. Ὅταν, ἄς ποῦμε, σφάζουν ἕνα ζῶο, γίνεται τό ὅλο ἔργο κατά τέτοιο τρόπο πού φεύγει τό αἷμα. Φεύγει, ἀλίμονο ἄν κατακρατηθεῖ στό κρέας αἷμα. Φροντίζουν, αὐτοί πού εἶναι εἰδικοί, νά τρέξει τό αἷμα, νά μή μείνει.
Ἑπομένως τρέχει τό αἷμα τοῦ Κυρίου καί πίνουμε χωριστά τό αἷμα καί ἐσθίουμε χωριστά τόν ἄρτο, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἔπαθε, ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἐσταυρώθη, ὁμολογοῦμε ὅτι κοινωνοῦμε τόν σταυρωθέντα Κύριο καί τόν ἀναστάντα Κύριο. Καί ὄχι ἁπλῶς παίρνουμε τό ἁγιασμένο σῶμα, τόν ἁγιασμένο ἄρτο καί τόν ἁγιασμένο οἶνο ὡς σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά κοινωνοῦμε ἔτσι τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔτσι πεθαίνει μέσα μας ἡ ἁμαρτία, ῾῾εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν᾿᾿ πού λέει ὁ λειτουργός· πεθαίνει μέσα μας ἡ ἁμαρτία καί ἀνασταινόμεθα.
«Πάτερ, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο»
Γιά νά μήν ἀργοῦμε, ἐπειδή δέν ἔχουμε χρόνο, προχωροῦμε λοιπόν στό τρίτο θέμα, πού εἶναι ἡ ὑπερφυής προσευχή. Οἱ στίχοι εἶναι στήν ὑπερφυᾶ προσευχή. Καί ἐπίσης κι αὐτό τό θέμα τό ἔχουμε ἐδῶ, στήν εὐαγγελική περικοπή πού ἀναγινώσκεται στόν ἑσπερινό τῆς Μεγάλης Πέμπτης. «Τότε ἔρχεται μετ᾿ αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεθσημανῆ καί λέγει τοῖς μαθηταῖς· καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθών προσεύξωμαι ἐκεῖ. Καί παραλαβών τόν Πέτρον καί τούς δύο υἱούς Ζεβεδαίου ἤρξατο λυπεῖσθαι καί ἀδημονεῖν. Τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καί γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ. Καί προελθών μικρόν, ἔπεσεν ἐπί πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καί λέγων· Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο· πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ». Αὐτή εἶναι ἡ ὑπερφυής προσευχή τοῦ Κυρίου πού ἔγινε ἐκεῖ στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Καί «ὤφθη _λέει_ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν». Εἶναι ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα. Ὅλα τά ζεῖ ὡς ἄνθρωπος καί ἔρχεται καί τόν ἐνισχύει ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ.
«Καί γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο· ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν. Καί ἀναστάς ἀπό τῆς προσευχῆς, ἔρχεται πρός τούς μαθητάς καί εὑρίσκει αὐτούς καθεύδοντας καί λέγει τῷ Πέτρῳ· οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ; Γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής. Πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθών προσηύξατο λέγων· Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τό ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἐάν μή αὐτό πίω, γεννηθήτω τό θέλημά σου. Καί ἐλθών εὑρίσκει αὐτούς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γάρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί βεβαρημένοι. Καί ἀφείς αὐτούς ἀπελθών προσηύξατο ἐκ τρίτου τόν αὐτόν λόγον εἰπών».
Τρεῖς φορές λοιπόν προσευχήθηκε. Ὁπωσδήποτε στήν προσευχή αὐτή εἶπε καί πολλά ἄλλα λόγια ὁ Κύριος, ἀλλά τό κύριο στοιχεῖο τῆς προσευχῆς ἦταν τό «Πάτερ, εἰ δυνατόν, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον τοῦτο». Ὅπως εἴπαμε, ὁ Κύριος δέν εἶχε καμιά σχέση μέ τόν θάνατο. Ὁ θάνατος εἶναι γιά τόν ἁμαρτωλό, δέν εἶναι γιά τόν ἀναμάρτητο. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἄν δέν ἁμάρτανε, δέν θά ἀπέθνησκε. Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα καί ὅλοι μας πεθαίνουμε λόγω τῆς ἁμαρτίας. Ἐνῶ γιά μᾶς εἶναι φυσικό νά πεθάνουμε, γιά τόν Χριστό πού εἶναι ἀναμάρτητος ἦταν ἀφύσικο γεγονός νά πεθάνει, γι᾿ αὐτό ὡς ἄνθρωπος λέει «Πάτερ, εἰ δυνατόν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τό ποτήριον». Ἀλλά συγχρόνως, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπ᾿ ἐδῶ ἀπ᾿ τούς στίχους, τρόπον τινά κρύπτεται, κάνει πώς δέν θέλει τόν θάνατο, κάνει πώς δέν πηγαίνει στόν θάνατο, γιά νά παραπλανήσει ἔτσι τόν ἐχθρό, τόν διάβολο.
Εἶναι ἐνδεχόμενο, τήν ὥρα πού εἴμαστε φίλοι τοῦ Χριστοῦ, νά τόν προδίδουμε
Καί ἔχουμε ἔπειτα τήν προδοσία, πού ἔρχονται μέ τόν Ἰούδα ἐπικεφαλῆς, ὁ ὁποῖος παραδίδει καί προδίδει τόν διδάσκαλο μέ φίλημα. «Ἐγείρεσθε ἄγωμεν· ἰδού ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με. Καί ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδού Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα, ἦλθε καί μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολύς μετά μαχαιρῶν καί ξύλων, ἀπό τῶν ἀρχιερέων καί πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. Ὁ δέ παραδιδούς αὐτόν ἔδωκε σημεῖον λέγων· Ὅν ἄν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν».
Δέν ἔρχονται ἁπλῶς ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κακοί ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή πού προστατεύονται ἀπό τούς ἀρχιερεῖς καί τούς πρεσβυτέρους καί ἔρχονται ὡς ἐντεταλμένοι αὐτῶν, ἀλλά μαζί τους καί ὁ Ἰούδας, γιά νά μή γίνει κανένα λάθος. Δηλαδή γιά νά τούς πεῖ μέσ᾿ στήν νύχτα, διότι νύχτα ἔγιναν ὅλα αὐτά, νά τούς πεῖ ποιός εἶναι ἀκριβῶς. Καί θά σᾶς τόν προδώσω, θά φανερώσω ποιός εἶναι μέ φίλημα. «Ὅν ἄν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν. Καί εὐθέως προσελθών τῷ Ἰησοῦ εἶπε· Χαῖρε, ραββί, καί κατεφίλησεν αὐτόν. Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει; Τότε προσελθόντες ἐπέβαλαν τάς χεῖρας ἐπί τόν Ἰησοῦν καί ἐκράτησαν αὐτόν». Καί ἔχει στή συνέχεια, πού ἕνας ἐκ τῶν μαθητῶν ἔβγαλε μάχαιρα κλπ. καί ἄλλα.
«Οἱ δέ κρατήσαντες τόν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρός Καϊάφαν τόν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καί οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ συνήχθησαν», γιά νά τόν δικάσουν.
Τήν ἡμέρα λοιπόν αὐτή τῆς Μεγάλης Πέμπτης γιορτάζουμε καί τήν προδοσία, διότι ὁ Ἰούδας ἐπρόδωσε τόν Κύριο καί μάλιστα μέ φίλημα. Δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό, δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σημάδι, ἄς ποῦμε, γιά νά καταλάβουν ποιός ἦταν ὁ Χριστός. Τό οἰκονόμησε νομίζω ὁ Θεός ἔτσι γιά νά ἔχουμε ὑπόψιν μας ὅτι εἶναι ἐνδεχόμενο, τήν ὥρα πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι λατρεύουμε τόν Θεό, τήν ὥρα πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε μέ τόν Θεό, εἴμαστε φίλοι τοῦ Θεοῦ, προσευχόμαστε στόν Θεό, ἐκδηλώνουμε τήν λατρευτική μας διάθεση στόν Θεό, μπορεῖ νά τόν προδίδουμε. Καί προδοσία φυσικά δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά οἱ ἁμαρτίες μας, ἐφόσον ὁ Κύριος τά παθαίνει ὅλα αὐτά γιά τήν ἁμαρτία μας, γιά νά μᾶς σώσει ἀπ᾿ τήν ἁμαρτία. Ὄχι γιά ἄλλο λόγο οὔτε ἁπλῶς διότι ἔπεσε σέ κακούς ἀνθρώπους, ἀλλά διότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί θέλει νά μᾶς σώσει.
Ὅταν λοιπόν ἐσύ ἀπό τό ἕνα μέρος προσεύχεσαι, λατρεύεις, ἐκδηλώνεσαι ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, πού πολλές φορές μάλιστα εὔκολα κανείς μπορεῖ νά δώσει χρήματα, μπορεῖ νά δώσει εἶδος, ἄς ποῦμε, στήν ἐκκλησία, νά κάνει τάματα κλπ. Ὅμως μέ τήν ζωή μας ὑπάρχει κίνδυνος νά προδώσουμε τόν Κύριο ῾῾μέ φίλημα᾿᾿· γι᾿ αὐτό καί λέμε ἐκεῖ, προπαντός ὅταν κοινωνοῦμε «οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ὁ Ἰούδας». Τήν ὥρα λοιπόν πού ἐκδηλωνόμαστε ἔτσι, καί δείχνουμε ὅτι ἀγαποῦμε τόν Χριστό καί τόν γνωρίζουμε τόν Χριστό καί εἴμαστε μέ τόν Χριστό, εἶναι ἐνδεχόμενο νά τόν προδίδουμε. Διότι δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο νά κάνουμε, ἐφόσον ὁ Κύριος ἔπαθε καί παρεδόθη στούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς καί στόν Πιλάτο καί σταυρώθηκε, ἀπέθανε κλπ. ὅλα αὐτά γιά τίς ἁμαρτίες μας, ἐάν ἐμεῖς τήν ὥρα πού κάνουμε τά ὅποια καλά, δέν ἀφήνουμε καί τήν ἁμαρτία ἀλλά κάνουμε καί τίς ἁμαρτίες μας, τότε λοιπόν ὄχι ἁπλῶς προδίδουμε τόν Κύριο, ὄχι ἁπλῶς παραδίδουμε τόν Κύριο, ἀλλά μέ φίλημα, ὅπως καί ὁ Ἰούδας.
Ἐνῶ φαίνεται φοβερό αὐτό, νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός, ἀλλά ἀπό τό ἄλλο μέρος πρέπει νά εἶναι πολύ σύνηθες. Γι᾿ αὐτό βλέπετε ἡ Ἐκκλησία, ὅταν κοινωνοῦμε, ἔβαλε νά ψάλλουμε αὐτό τό τροπάριο· «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱέ Θεοῦ, κοινωνόν με παράλαβε· οὐ μή γάρ τοῖς ἐχθροῖς σου τό μυστήριον εἴπω· οὐ φίλημά σοι δώσω, καθάπερ ὁ Ἰούδας».
Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει ὅλους καί νά μᾶς φωτίσει τίς ἅγιες αὐτές ἡμέρες, τώρα καί πάντοτε, καθώς εἶναι ταπεινός, καθώς εἶναι πράος, καθώς συγκαταβαίνει, ἐκδηλώνει τήν ἀγάπη Του, πάσχει γιά μᾶς, νά μᾶς βοηθήσει, νά μᾶς φωτίσει νά γίνουμε καί μεῖς συγκοινωνοί τῶν παθημάτων καί κοινωνοί τῆς Ἀναστάσεώς Του. Ἀμήν.
10-4-1996