Μεσοπεντηκοστή
Ὁ πολύ εὔκολος καί σύντομος δρόμος πρός τόν Χριστό
Ἄσχετα τί κάνει ὁ καθένας μας καί πῶς ἀνταποκρινόμαστε, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι τά πράγματα ὅσο πᾶνε καί στενεύουν. Στενεύουν, ὄχι γιατί εἶναι αὐτά καθ᾿ ἑαυτά τά πράγματα δύσκολα καί βαριά…Ὄχι. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» καί ὁ μαθητής του πάλι φωτιζόμενος ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λέει: «αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν». Στενεύουν λοιπόν ὄχι ἐπειδή αὐτά καθ᾿ ἑαυτά τά πράγματα εἶναι δύσκολα, δυσβάστακτα, ἀλλά διότι λίγο-λίγο, λίγο-λίγο, τά διάφορα ἄλλοθι πού ἔχει κανείς καταρρίπτονται, ἀποδεικνύονται ψεύτικα καί τελικά καλεῖται κανείς νά παραδεχθεῖ τήν ἀλήθεια.
Ἐνόσῳ κανείς ζεῖ ὡς χριστιανός ἔτσι γενικά-γενικά καί, ὅπως γίνεται συνήθως, κάνει ὅ,τι κάνουν καί οἱ ἄλλοι, καθώς μάλιστα ἔχει καί ἄγνοια, καί βολεύεται ὅπως-ὅπως. Μιά ἀπό δῶ ξεφεύγει, μιά ἀπό κεῖ ξεφεύγει, μιά ἀπό δῶ ξεχνιέται, μιά ἀπό κεῖ. Δέν ξέρει, δέν γνωρίζει, δέν καταλαβαίνει, καί πιάνεται ἀπό ὅλα αὐτά τά ἄλλοθι καί ἀποφεύγει νά σταθεῖ τίμια, εἰλικρινά ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί τίμια καί εἰλικρινά, σάν τίμιος δηλαδή ἄνθρωπος, νά κάνει τί θά κάνει.
Θέλουμε δέν θέλουμε, καθημερινά ὁ Κύριος μᾶς γνωρίζει τό θέλημά του, μᾶς φανερώνει τίς ἐντολές του, τήν ἀλήθειά του, μᾶς ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του. Μέρα μέ τήν ἡμέρα ἡ κλήση καί ἡ πρόσκληση τοῦ Θεοῦ γίνεται πιό συγκεκριμένη, γίνεται πιό χειροπιαστή· τήν ἀκούει κανείς εὐκρινῶς καί δέν μπορεῖ νά ξεφύγει. Καί μέ αὐτά πού ἀκοῦμε καί μέ αὐτά πού μελετοῦμε καί μέ αὐτά πού μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο μαθαίνουμε καί πληροφορούμαστε, ἀλλά καί στήν καθημερινή πραγματικότητα ὁ Κύριος, ναί, ὅλο καί ξεκαθαρίζει ἐνώπιόν μας τά πράγματα.
Καί ὅσο κι ἄν κανείς ξεφεύγει ἀπό δῶ, ξεφεύγει ἀπό κεῖ, κάνει ὅτι δέν καταλαβαίνει, ὅσο κι ἄν κανείς ὅλο καί θέλει νά πιαστεῖ ἀπό κάποια ἄλλοθι, θέλει δέν θέλει, τελικά δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἔτσι, ἔχοντας ἕνα μπέρδεμα μέσα του, ἔχοντας μιά σύγχυση μέσα του, σάν νά μήν ξέρει τί πρέπει νά κάνει.
Ἐμεῖς σήμερα, καίτοι εἴμαστε χριστιανοί καί ζοῦμε στή χριστιανική ἐποχή, καί ὅλα ὅσα εἶχε νά δώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο τά ἔχει δώσει καί ὅλα ὅσα εἶχε νά φανερώσει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο τά ἔχει φανερώσει, ζοῦμε σάν νά εἴμαστε χωρίς νόμο. Τά κατάφεραν ἔτσι οἱ χριστιανοί, ὥστε νά ζοῦν μπερδεμένα, σάν μέσα σέ σκοτάδι, σάν μέσα σέ σύγχυση, σάν μέσα σέ ἄγνοια, σάν νά μή ξέρουν τί γίνεται. Ἀλλά μέρα μέ τήν ἡμέρα τά πράγματα στενεύουν. Ὥς πότε, ὥς πότε μπορεῖ κανείς νά ἰσχυρίζεται ὅτι ἀγνοεῖ, νά ἰσχυρίζεται ὅτι δέν καταλαβαίνει, νά ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι μπερδεμένα τά πράγματα; Ὥς πότε θά πιάνεται πότε ἀπό δῶ, πότε ἀπό κεῖ καί θά δικαιολογεῖ τόν ἑαυτό του μέ τό νά πιάνεται ἀπό διάφορα ἄλλοθι; Ὥς πότε; Δέν μπορεῖ νά πάει πολύ αὐτό.
Καί καλούμαστε καί ἐμεῖς τώρα ἤ νά τηρήσουμε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, νά ὑπακούσουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἤ νά ὁμολογήσουμε τήν ὅλη ἀσθένειά μας –τήν ὅλη ἁμαρτωλή κατάστασή μας τήν ὅλη ἀδυναμία μας, ὅτι δηλαδή δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε αὐτό, ὁπότε ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι ἡ ταπείνωσίς μας– ἤ θά ἀρνηθεῖ κανείς. Ἤ θά πεῖ κανείς τό «ναί» –μέ τό νά ἀνταποκριθεῖ πλήρως στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ νά ὁμολογήσει τήν ἀδυναμία του καί νά πάρει τήν τελευταία θέση. Δέν μπορεῖ νά ἔχει κανείς ψηλά τό κεφάλι, δέν μπορεῖ νά ἔχει τουπέ, ὅπως ἀκριβῶς κάνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος: δέν τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἀλλά συγχρόνως θέλει νά ἔχει καί τήν αἴσθηση ὅτι καλά πάει.
Καί εἶναι καιρός, καθώς ἑορτάζουμε ἀπόψε τή Μεσοπεντηκοστή, νά ξεκαθαρίσουμε τή θέση μας, καθώς ὁ Κύριος ἐμφανίζεται ὡς διδάσκαλος, ὡς ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί δέν χωράει νά ξεφύγει πάλι κανείς. Διότι, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού φανερώθηκε, ποιός μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ἄγνοια, ποιός μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ σύγχυση, καί ὅτι δέν ξέρει τί πρέπει νά κάνει;
Καθώς λοιπόν ἑορτάζουμε ἀπόψε τή Μεσοπεντηκοστή, πού εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἑορτή τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, νά σκεφτοῦμε ὅσο γίνεται σοβαρότερα, ὄχι ὅμως τρομαγμένοι… Εἴπαμε, στενεύουν τά πράγματα γιά νά σταθοῦμε μπροστά στήν ἀλήθεια: «Αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσί» καί «ὁ ζυγός εἶναι χρηστός καί τό φορτίον ἐλαφρόν».
Μή λέμε ὅ,τι θέλουμε, ὅτι τάχα εἶναι δύσκολα, ὅτι εἶναι βαριά τά τοῦ Θεοῦ, ὅτι δέν μποροῦμε καί δέν ἀντέχουμε, καί βολευόμαστε. Νά τό πεῖς αὐτό καί νά ταπεινωθεῖς, ναί· νά τό πεῖς ὅμως ὡς ἕνα ἄλλοθι γιά νά δικαιολογηθεῖς, δέν στέκεται. Εἶναι δηλαδή σάν νά λές: «Ἐγώ ἤθελα πάρα πολύ, πάρα πολύ ἤθελα νά εἶμαι ἐντάξει μέ τόν Θεό, ἀλλά εἶναι βαριά αὐτά πού ζητάει ὁ Θεός, εἶναι δύσκολα, δέν γίνονται». Αὐτό εἶναι καταστροφή τῆς ψυχῆς.
Νά πεῖς: «Ἐγώ ὁ ἄθλιος, ὁ πονηρός, ὁ ἀνέντιμος, ὁ πλάγιος, ὁ μή εὐθύς, τό σκύβαλο, τό… –καί ὅ,τι ἄλλο μπορέσεις νά πεῖς στόν ἑαυτό σου– ναί, δέν ἀνταποκρίνομαι σ᾿ αὐτά πού λέει ὁ Θεός. Ἀλλά λυπήσου με κι ἐμένα, Χριστέ μου, σπλαχνίσου με κι ἐμένα, ἅπλωσε τό χέρι σου τό σπλαχνικό, πιάσε κι ἐμένα τόν ἀδύναμο καί κράτησέ με στά πόδια μου». Ἀλλά σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση –μέσα σ᾿ αὐτά τά λόγια– δέν ὑπάρχει ἡ παραμικρή δικαιολογία. Ἀλλά τί; Καταδικάζει καί κατηγορεῖ ὁ ἄνθρωπος πέρα γιά πέρα τόν ἑαυτό του.
Ὅλη ἡ δυσκολία –πού φτιάχνουμε ἐμεῖς αὐτή τή δυσκολία– εἶναι σ᾿ αὐτό: Δέν θέλεις νά καταδικάσεις τόν ἑαυτό σου. Θέλεις νά εἶσαι ἀσπροπρόσωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θέλεις νά δικαιολογεῖς τόν ἑαυτό σου, θέλεις νά ἔχεις τουπέ.
Ἐάν, ὅμως, ὄχι ἁπλῶς ἐξωτερικά ἀλλά καί μέσα σου, σπάσει ἡ ραχοκοκαλιά πού σέ κρατάει εὐθυτενή, ἄς ποῦμε, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐάν σπάσει ἡ ραχοκοκαλιά σου καί ταπεινωθεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί προσκυνήσεις καί λατρεύσεις τόν Θεό, τότε δέν μένει δικαιολογία, δέν κρατᾶς καμιά δικαιολογία, δέν κρατᾶς κανένα ἄλλοθι. Καί αὐτό εἶναι τό δύσκολο –φαίνεται σάν δύσκολο. Καί ἀποφεύγει κανείς νά κάνει αὐτό καί τοῦ φαίνονται ὕστερα ὅλα δύσκολα. Ἐνῶ ἄν κάνει αὐτό τό ἕνα, ὅλα τά ἄλλα εἶναι εὔκολα. Διότι ἤ τηρεῖ κανείς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἤ, καθώς δέν τίς τηρεῖ, καταδικάζει καί ἐξουθενώνει πλήρως τόν ἑαυτό του καί γίνεται χαλί νά πατηθεῖ, ὄχι ἁπλῶς ἀπό τούς πάντες ἀλλά καί ἀπό τά πάντα, καί δέχεται νά ἀδικηθεῖ ἀπό τούς πάντας καί τά πάντα.
Καί ἀφοῦ ταπεινωθεῖ ἔτσι καί ἀφοῦ μετανοήσει ἔτσι καί ἀφοῦ μεμφθεῖ καί καταδικάσει ἔτσι τόν ἑαυτό του, αὐτό εἶναι ὁ πολύ εὔκολος καί πολύ σύντομος δρόμος πρός τόν Χριστό, διότι σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἔρχεται μέσα σου. Ἔρχεται ἀπό τήν πόρτα τῆς ταπεινώσεως, ἀπό τήν πόρτα τῆς μετανοίας, ἀπό τήν πόρτα τῆς αὐτομεμψίας πού ἄνοιξες. Δέν βρίσκει καμιά ἀντίσταση, δέν βρίσκει καμιά ἀντίδραση μέσα σου, ὁπότε ἔρχεται, κατοικεῖ μέσα στήν ψυχή σου καί τηρεῖ ἐκεῖνος ἐν σοί τίς ἐντολές του, καί γίνεται ἐκεῖνος ἡ κάθε ἀρετή μέσα σου, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἄλλες φορές.
Μεσοπεντηκοστή, 23-24/5/1989