Ἀπόδοση τοῦ Πάσχα
Ἀπόψε γίνεται ἡ ἀπόδοση τῆς μεγαλύτερης ἑορτῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως. Καί πρίν ποῦμε ὅ,τι ἄλλο, ἄς ἐπιτραπεῖ νά ἀναφέρουμε ἀκόμη μία φορά, ὅτι πρίν περίπου τριάντα χρόνια, μιά τέτοια νύχτα, πού κάναμε ἀγρυπνία ἐπί τῇ ἀποδόσει τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στόν ἱερό ναό τῆς Παναγούδας, ὁ ἀναστάς Κύριος πέρα ἀπό τό ὅτι μᾶς εὐλόγησε ἐκεῖνο τό βράδυ, νά γευθοῦμε ἀκόμη μία φορά τήν ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως, μᾶς ἐφώτισε νά σκεφθοῦμε ὅτι ἀπ᾿ ἐκεῖ καί ἔπειτα θά μπορούσαμε νά κάνουμε ἀγρυπνίες συχνά καί μάλιστα ὄχι ὁλονύκτιες, πού δέν ἦταν εὔκολο νά παρακολουθοῦν ἐργαζόμενοι χριστιανοί, μᾶς ἐφώτισε νά κάνουμε τίς σύντομες ἀγρυπνίες, πού συνεχίζονται καί σήμερα.
Γι᾿ αὐτό τήν αἰσθανόμαστε ἰδιαίτερα αὐτή τήν βραδιά. Καί εὐγνωμονοῦμε τόν Κύριο, πού συγκαταβαίνει στά πλάσματά του καί δέν λαμβάνει ὑπόψιν τήν ἁμαρτωλότητά μας. Τουναντίον, ἀκριβῶς ἐπειδή εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μᾶς παρέχει τίς εὐλογίες του μέσα ἀπό τίς ἑορτές, μέσα ἀπό ὅλες τίς ἀκολουθίες πού ἔχουμε στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί μέσα ἀπό τίς ἀγρυπνίες. Καί μᾶς ἀξιώνει καί ἀπόψε ὁ Κύριος, τήν ἴδια αὐτή ὥρα, νά εἴμαστε μέσα στό ναό καί νά ἑορτάζουμε μαζί μέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, νά τελοῦμε τήν ἀπόδοση τῆς μεγάλης ἑορτῆς του, τῆς Ἀναστάσεώς του.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἀπό μιά ἄλλη σκοπιά
Εἶναι μιά καλή εὐκαιρία νά δοῦμε αὐτό τό θέμα, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί ἀπό μιά ἄλλη σκοπιά, καί νά προσπαθήσουμε νά ποῦμε αὐτή τήν ὥρα ὅ,τι ὁ Κύριος δώσει καί ὅ,τι μᾶς φωτίσει. Ὅλα εἶναι δικά του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι δική του, οἱ πιστοί εἶναι δικοί του, ὅλοι μας εἴμαστε δικοί του καί οἱ ἑορτές εἶναι δικές του. Ἐκεῖνος δίνει τήν Χάρι, ἐκεῖνος δίνει τό φῶς, τόν φωτισμό, ἐκεῖνος δίνει τήν δύναμη, ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθειά του. Ἐκεῖνος κάνει τά πάντα γιά νά σωθοῦμε, κάνει τά πάντα γιά νά μᾶς κάνει πολίτες τῆς οὐρανίου βασιλείας του, ἀρχίζοντας βέβαια ἀπό ἐδῶ, ἀπό τόν κόσμο αὐτό.
Καί ἀκριβῶς εὐθύς ἐξ ἀρχῆς νά τονίσουμε αὐτό τό θέμα. Ὁ Κύριος ἔκαμνε λόγο στούς μαθητάς του γιά τήν Ἀνάστασή του _μιλοῦσε γιά τά πάθη του βέβαια, ἀλλά πάντοτε τελείωνε μέ τήν Ἀνάστασή του_ ὅτι τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθεῖ, καί αὐτό ἀντί νά ἔρχεται, φαινόταν νά μακραίνει. Καί σχεδόν καί οἱ μαθηταί του δέν πίστευαν, δέν καταλάβαιναν καλά-καλά τί θά γίνει καί ὅτι θά ρθεῖ ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Καί πέρασαν, ὅπως γνωρίζουμε, μεγάλο πειρασμό τίς ἡμέρες, θά λέγαμε, τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τίς ἡμέρες πού προηγήθηκαν τῆς Ἀναστάσεως, τίς ἡμέρες πού ὁ Κύριος πιά γιά τελευταία φορά ἀνέβηκε στά Ἰεροσόλυμα, γιά νά πάθει, ἐν γνώσει του ὅτι θά πάθει. Μιλοῦσε λοιπόν ὁ Κύριος γιά ὅλα αὐτά πού θά προηγοῦνταν καί ὅτι στό τέλος θά ἀναστηθεῖ καί δέν φαινόταν ὅτι θά γίνει, ἀλλά ἔγινε, ἔγινε.
Ὁ Κύριος μπορεῖ νά καθυστέρησε τρία ὁλόκληρα χρόνια _πέρα ἀπό τά τριάντα χρόνια πού ἔκανε ὡσότου νά βγεῖ στόν δημόσιο βίο, ἀλλά καί ἄλλα τρία χρόνια_ καί νά συνήντησε πολλά ἐμπόδια καί πολλές δυσκολίες κι ὅπως εἴπαμε καί τό γνωρίζουμε, τίς ἡμέρες πού προηγήθηκαν τῆς Ἀναστάσεώς του, κατά τό φαινόμενο πῆγαν ὅλα, ἄς μήν πῶ τίποτε ἄλλο, ἔτσι πού δέν τά περίμεναν οἱ μαθηταί του. Καί ὅλοι ἀπογοητεύθηκαν, πλήρως ἀπογοητεύθηκαν καί φαίνεται αὐτό καί στίς ἄλλες περιπτώσεις ἀλλά ἰδιαίτερα στούς δύο ἐκείνους μαθητάς, στόν Κλεόπα καί ἴσως καί στόν Λουκᾶ, πού πήγαιναν πρός Ἐμμαούς τήν ἡμέρα πού εἶχε ἀναστηθεῖ ὁ Κύριος. Καί νά ὁ Κύριος συμπορεύεται μ᾿ αὐτούς καί ἐκεῖνοι λένε ὅσα λένε καί δείχνουν μ᾿ αὐτά, ὅτι πᾶνε καί οἱ ἐλπίδες τους, πᾶνε καί ὅλα.
Καί ἡ δική μας ἀνάσταση θά συμβεῖ, ἐνόσω εἴμαστε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο
Πέρασε ἀπό πολλά ἐμπόδια, πέρασε ἀπό πολλές δυσκολίες ὁ Κύριος, τρόπον τινά ἔδειξαν τά πράγματα ὅτι ἀπέτυχε τό ἔργο του. Κι ὅμως ὁ Κύριος ἀπέθανε καί ἀνέστη. Ὅπως σ᾿ αὐτήν τήν περίπτωση ἤ, ἄν θέλετε, στήν μοναδική αὐτή περίπτωση τοῦ Κυρίου, πού ἐγίνετο λόγος περί Ἀναστάσεως καί δέν ἐφαίνετο Ἀνάσταση, καθώς δέν ἐφαίνοντο καί ὅλα τά παθήματα πού θά προηγοῦνταν τῆς Ἀναστάσεως καί ὅταν ἐφάνησαν, ἀκόμη περισσότερο συνετέλεσαν, ὥστε νά μήν ἐλπίζουν στήν Ἀνάσταση, κι ὅμως ὁ Κύριος ἀνεστήθη, ἡ Ἀνάσταση ἦρθε. Ἔτσι _παρακαλῶ νά τό προσέξουμε καί νά τό καταλάβουμε καλά_ ἔτσι λοιπόν σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἐδῶ, ἐνόσω ζοῦμε, ἄσχετα τί θά μᾶς συμβεῖ, ἄσχετα ἀπό ποῦ θά περάσουμε, πόσο θά ἀπογοητευθοῦμε, ἄσχετα πόσο θά ἐλπίσουμε, ἄσχετα πόσο θά κινδυνεύσουμε, τελικά καί ἡ δική μας ἡ ἀνάσταση, ὅσο μπορεῖ νά γίνει στόν ἄνθρωπο κατά χάριν, γίνεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο. Θά συμβεῖ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ἐνόσω εἴμαστε ἀκόμη σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο.
Ὁ Κύριος ἀνέστη καί ἀνελήφθη στούς οὐρανούς. Καί πᾶς πιστός, ἄσχετα ἀπό ποῦ θά περάσει, θά ἀναστηθεῖ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα του, θά ἀνέλθει στούς οὐρανούς. Μαζί μέ τόν Χριστό πορεύεται ὁ πιστός· μέ τόν Χριστό, τρόπον τινά, μπῆκε μέσ᾿ στήν κολυμβήθρα, μέ τόν Χριστό βγῆκε ἀπ᾿ τήν κολυμβήθρα, μέ τόν Χριστό πορεύεται σ᾿ ὅλη του τήν ζωή, μέ τόν Χριστόν πάσχει, κινδυνεύει, ἀποθνήσκει, μέ τόν Χριστό ἀνίσταται καί μέ τόν Χριστό ἀναλαμβάνεται στούς οὐρανούς.
Βέβαια ὅταν ἐμεῖς τά ἀκοῦμε αὐτά, ὅταν τά διαβάζουμε, ὅταν τά διαπιστώνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία _διότι στήν Ἐκκλησία, στούς ναούς, στίς ἀκολουθίες, πληροφορούμεθα γιά ὅλη τή ζωή τοῦ Κυρίου καί γιά ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα καί ἔκανε καί εἶπε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀλλά καί ἔπαθε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο καί πέρασε ἀπό τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί ἀπέθανε καί ἀνέστη· ἴσως, ἴσως δέν τά μελετοῦμε καλά, ἴσως δέν τά προσέχουμε ὅπως πρέπει, ἴσως νά εἶναι λίγο ἀπ᾿ ἔξω, σάν νά μήν εἶναι γιά μᾶς αὐτά, σάν νά ᾿ναι ξένα. Δέν μυούμεθα στό ὅλο μυστήριο. Καί νομίζουμε ἔ, νά, ὅλα αὐτά ἔγιναν διότι εἶχε νά κάνει ὁ Κύριος μέ κακούς ἀνθρώπους καί τελικά τόν ὁδήγησαν στόν θάνατο, στόν Σταυρό.
Ὁ Κύριος «ἔμαθεν ἀφ᾿ ὧν ἔπαθε τήν ὑπακοήν»
Καί τά βλέπουμε ἔτσι πιό πολύ σάν ἱστορία, πού μᾶς ἀρέσει νά τήν ἀκοῦμε, μᾶς ἀρέσει νά τήν διαβάζουμε, μᾶς ἀρέσει νά τήν θυμόμαστε, τήν ὅλη αὐτή ἱστορία, κάθε χρόνο, κάθε τόσο. Ἀλλά δέν ἐμβαθύνουμε στό ὅλο θέμα, ὅπως λέγαμε καί σ᾿ ἄλλη περίπτωση τίς προηγούμενες ἡμέρες, ὅτι ὁ Κύριος «ἔμαθεν ἀφ᾿ ὧν ἔπαθε τήν ὑπακοήν». Ἔμαθε νά ὑπακούει στόν οὐράνιο Πατέρα, ὅπως τό λέει καί τό τονίζει, ὅτι δέν κάνει τό θέλημά του, ἀλλά τό θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ἔμαθε ἀπ᾿ αὐτά πού ἔπαθε, ἔμαθε τήν ὑπακοή. Καί ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ Κύριος ἔπρεπε νά πάθει, γιά νά μάθει τήν ὑπακοή. Οὔτε νά τό διανοηθοῦμε.
Ὅπως οὔτε νά διανοηθοῦμε ὅτι ὁ Κύριος δέν ἦταν ἀναμάρτητος. Ἀναμάρτητος ἦταν. Ὅμως μπαίνει μέσα στήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ἀποθνήσκει γιά νά θανατωθεῖ ἡ ἁμαρτία καί νά λυτρωθοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν ἁμαρτία, νά συγχωρηθοῦν καί νά ἁγιασθοῦν. Ἀναμάρτητος εἶναι ὁ Κύριος, ἀλλά περνάει μέσα ἀπ᾿ ὅλα, σάν νά εἶναι αὐτός ὁ ἁμαρτωλός, ἐνῶ εἶναι ἀναμάρτητος. Καί σταυρώνεται τελικά ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ἀλλά φέρει τίς ἁμαρτίες ὅλων καί ὀδυνᾶται πάνω στόν Σταυρό, κατά τόν προφήτη Ἠσαΐα, ἀκριβῶς γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων, ἐνῶ εἶναι ἀναμάρτητος. Καί ἔτσι θανατώνεται τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας.
Ἔτσι ὁ Κύριος ἐνῶ εἶναι ἀπολύτως-ἀπολύτως ὑπάκουος στόν οὐράνιο Πατέρα, ἀπολύτως ὑπάκουος, ὅμως μαθαίνει τρόπον τινά τήν ὑπακοή αὐτή μέσα ἀπό τά παθήματα. Μέ τήν ἔννοια ὅτι δείχνει τήν ὑπακοή του _πού ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶναι ὑπάκουος καί τήν δείχνει αὐτήν τήν ὑπακοή του_ ὄχι χωρίς δυσκολίες καί περνῶντας καλά, ἀλλά καθώς παθαίνει, ὅσα παθαίνει.
Καί γίνεται αὐτό ἀκριβῶς γιά νά τό καταλάβουμε καλά-καλά ἐμεῖς, ὅτι ἀφοῦ ὁ Κύριος πού εἶναι ἀναμάρτητος, ἀλλά χάριν ἡμῶν παθαίνει καί μαθαίνει ἔτσι τήν ὑπακοή, ἐμεῖς δέν μποροῦμε ἀπ᾿ ἄλλον δρόμο νά πᾶμε στήν σωτηρία· κι ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου νά γίνει καί δικός μας θάνατος καί ἡ ὑπακοή τοῦ Κυρίου νά γίνει καί δική μας ὑπακοή καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου νά γίνει καί δική μας ἀνάσταση. Δέν μποροῦμε νά πᾶμε ἀπ᾿ ἄλλον δρόμο, ἀλλά θά πᾶμε ἀπ᾿ τόν δρόμο αὐτόν, τῶν παθημάτων.
Ὅπως λοιπόν σ᾿ αὐτό τό θέμα τῆς ὑπακοῆς, ἔμαθε ὁ Κύριος ἀπ᾿ αὐτά πού ἔπαθε τήν ὑπακοή, χωρίς νά εἶναι ἀνάγκη νά τά πάθει, ἔτσι καί εἰδικότερα χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη ὁ Κύριος νά περάσει ὅλα ὅσα πέρασε, οὔτε κάν εἶχε ἀνάγκη νά ρθεῖ, νά γίνει ἄνθρωπος στήν γῆ καί νά ζήσει ὡς ἄνθρωπος, νά ζήσει ὅλα τ᾿ ἀνθρώπινα. Ἀλλά πολύ περισσότερο στήν συνέχεια καί προπαντός τίς τελευταῖες ἡμέρες, πού προηγήθηκαν τῆς Ἀναστάσεως, δέν εἶχε καμία ἀνάγκη ὁ Κύριος νά πάθει ὅλα αὐτά. Τά παθαίνει γιά μᾶς. Καί φυσικά ὄχι μέ τήν ἔννοια, ἔπαθε ὁ Κύριος, ἐντάξει, ἐμεῖς καρπούμεθα ἁπλῶς τόν καρπό πού βγαίνει ἀπό τά παθήματα τοῦ Κυρίου. Ὄχι.
Καλούμεθα κι ἐμεῖς νά πάθουμε, νά περάσουμε ἀπό τόν ἴδιο δρόμο, νά περάσουμε ἀπό τά ἴδια παθήματα, πού ἄν περάσουμε μόνοι μας, οὐδένα καρπό θά ἔχουμε. Δέν θά ἔχουμε σωτηρία, δέν θά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας. Τίς ἁμαρτίες μᾶς τίς συγχωρεῖ ὁ Κύριος. Τήν ψυχή μας τήν ἀνασταίνει ὁ Κύριος, τήν ψυχή μας τήν σώζει ὁ Κύριος, ἀλλά καθώς καί ἐμεῖς θά πάθουμε ὅπως ἐκεῖνος, καί θά μάθουμε ὅπως ἐκεῖνος τήν ὑπακοή, μέσ᾿ ἀπ᾿ αὐτά πού θά πάθουμε.
Τήν ὥρα πού συντρίβονται τελείως οἱ μαθηταί ἀπό τήν ῾῾ἀποτυχία᾿᾿ τοῦ Διδασκάλου τους, τήν ὥρα ἐκείνη ἀνασταίνεται ὁ Κύριος καί ἐμφανίζεται
Καί θέλω ἔτσι εἰδικότερα νά τονίσω, ὅπως ἀκριβῶς στήν περίπτωση τοῦ Κυρίου πού κάνει λόγο γιά τήν Ἀνάσταση _ἐκεῖνος ξέρει τί λέει, ἐκεῖνος ξέρει ποῦ πηγαίνει, ἐκεῖνος ξέρει ποῦ θά φτάσουν τά πράγματα_ καί ὁμιλεῖ γιά τόν Σταυρό του, ὁμιλεῖ γιά τό θάνατό του, ἀλλά ὁμιλεῖ καί γιά τήν Ἀνάσταση. Καί μοιάζει σάν νά μήν ἔρχεται ἡ Ἀνάσταση. Καί μοιάζει σάν νά μήν ἔρχεται ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου. Γι᾿ αὐτό καί τόσο ἀπογοητευμένοι οἱ μαθηταί του. Δέν τούς μίλησε τόσες φορές; Δέν τούς τά εἶπε τόσες φορές; Καί τόν ἀγαποῦσαν καί τόν πίστευαν καί τόν ἀκολουθοῦσαν. Ἔ, δέν φθάνουν αὐτά, δέν φθάνουν.
Ἄν δέν ἔρθει μέσ᾿ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἡ πίστη ἡ ἀληθινή καί ἡ βεβαιότητα ἡ ἀληθινή, δέν φθάνουν τά ἄλλα τά ἐξωτερικά. Τήν κρίσιμη ὥρα οἱ μαθηταί σάν νά μήν θυμοῦνται καθόλου, ὅτι τούς ἔχει μιλήσει γιά τήν Ἀνάστασή του. Δέν θυμοῦνται τίποτε. Ἐπηρεάζονται ἀπό αὐτό πού βλέπουν. Ἐπηρεάζονται ἀπό τό ὅτι κινδυνεύει ὁ διδάσκαλός τους, ἀπό τό ὅτι συλλαμβάνεται ὁ διδάσκαλός τους, ἀπ᾿ τό ὅτι ὑφίσταται αὐτά πού ὑφίσταται· καί τελευταῖα, ὅλοι πληροφοροῦνται, καί ἐκεῖνοι ἀκόμη πού δέν ἦταν ἐκεῖ ἐκ τῶν μαθητῶν του, πληροφοροῦνται ὅτι κατεδικάσθη εἰς θάνατον, κατεδικάσθη στόν σταυρικό θάνατο καί ὅτι ἤδη ἐσταυρώθη καί ἀπέθανε πάνω στόν Σταυρό. Πλήρως ἀπογοητευμένοι, πλήρως ἀπελπισμένοι, ἔχασαν τά πάντα. Ἴσως δέν τό μελετήσαμε αὐτό τό θέμα, ἴσως δέν τό προσέξαμε.
Τήν ὥρα πού, ὅπως ἔδειχναν, πίστευαν ὅτι βρῆκαν τόν Μεσσία, εἶναι κοντά στόν Μεσσία, εἶναι κοντά στόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ _τί ἄλλο ἤθελαν· ὅ,τι, ὅ,τι ὑψηλότερο μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὅ,τι ἀληθινότερο μπορεῖ νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος_ εἶχαν τόν Μεσσία, τόν Χριστό, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, καί κατά κάποιο τρόπο ἀνάλογη ἦταν ἡ ἐλπίδα τους, ἀνάλογη ἦταν ἡ ἐμπιστοσύνη τους. Καί ξαφνικά ἔρχονται ἔτσι τά πράγματα πού ἐντελῶς-ἐντελῶς χάνουν αὐτή τήν ἐλπίδα καί ἐντελῶς-ἐντελῶς χάνουν αὐτή τήν ἐμπιστοσύνη, ἀπογοητεύονται καί ἀπελπίζονται. «Ἡμεῖς δέ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἰσραήλ». Ἐλπίζαμε· πάει αὐτό τώρα, οὔτε τό ἐλπίζουμε, οὔτε περιμένουμε τίποτε.
Νιώθουν, ἄς ποῦμε, ὄχι μόνο ὅτι παταγωδῶς, τρόπον τινά, ἀπέτυχε ὁ διδάσκαλός τους, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι σωριάζονται μέσα τους. Συντρίβονται ἐντελῶς μέσα τους. Διότι εἶχαν ἐπενδύσει, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, τήν ὅλη ἐλπίδα τους εἰς Αὐτόν, καί τώρα δέν ἔχουν νά περιμένουν τίποτε. Ἀκριβῶς τότε εἶναι πού ὁ Κύριος ἀνασταίνεται. Καί ἀνασταίνεται ὄχι κρυφά ἀπό ᾿δῶ καί κρυφά ἀπό ᾿κεῖ, ὄχι. Ἐμφανίζεται στούς μαθητάς του καί ξαναεμφανίζεται στούς μαθητάς του καί τούς μιλάει καί τρώγει μαζί τους καί περπατάει μαζί τους καί ὁμιλεῖ μαζί τους. Πλήρως νά πεισθοῦν ὅτι ἀνέστη ὁ Κύριος. Αὐτό λοιπόν πού δέν περίμεναν νά γίνει, καίτοι τούς τό ᾿λεγε ὁ Κύριος, ὅτι θ᾿ ἀναστηθεῖ, καί προπαντός τίς τελευταῖες ἡμέρες, τελείως ἀπογοητεύθηκαν, αὐτό ἔγινε. Ἔγινε. Ἀναστήθηκε ὁ Κύριος.
«Δέν ἀνήκετε στόν ἑαυτό σας· σᾶς ἀγόρασε ὁ Θεός καί πλήρωσε τό τίμημα»
Πόσο πρέπει νά τό μελετήσουμε αὐτό τό θέμα, διότι περίπου στόν καθένα γίνεται τό ἴδιο. Ἄν ἀποφασίσεις ν᾿ ἀκολουθήσεις τό Χριστό, τά πράγματα δέν εἶναι ὅπως τά θέλεις ἐσύ καί πῶς τά σκέφτεσαι ἐσύ καί πῶς τά νομίζεις ἐσύ. Καί τώρα δέν εἶναι, ἄν θέλετε, οὔτε κάν ὅπως ἦταν μέ τούς μαθητάς. Οἱ μαθηταί βαπτίστηκαν τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἀπό κεῖ καί πέρα ἔγιναν, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε, αὐτό πού ἐμεῖς εἴμαστε ἤδη. Διότι ἐμεῖς εἴμαστε βαπτισμένοι. Ὅμως δέν συνειδητοποιήσαμε καλά-καλά, δέν καταλάβαμε καλά-καλά, ὅτι «οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν _λέει_ ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς». Μᾶς ἀγόρασε ὁ Κύριος μέ τό αἷμα του καί δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτόν μας, ἀνήκουμε σ᾿ Ἐκεῖνον. Καί νά ζήσουμε ὅπως Ἐκεῖνος θέλει. Ἡ ζωή μας θά ᾿ναι ὅπως θέλει ὁ Χριστός.
Δέν κάνουμε καθόλου καλά πού ἐμεῖς βολεύουμε τήν ζωή μας, τήν ὅποια ζωή μας κι ἁπλῶς ἔχουμε μιά ἀναφορά στόν Χριστό· πᾶς χριστιανός. Δέν ἐξαιρεῖται κανείς. Δέν εἶναι αὐτό μόνο γιά ἱερεῖς, μόνο γιά μοναχούς. Εἶναι γιά κάθε χριστιανό. Ὁ κάθε χριστιανός, ὅποιος κι ἄν εἶναι, ἀνήκει στόν Χριστό μέ τό βάπτισμα. Καί ἄν ποτέ θά μπεῖ στόν δρόμο αὐτό καί θά θελήσει κανείς _γι᾿ αὐτό καί πολλοί βαπτίστηκαν ἀλλά δέν ἔχουν καμιά σχέση, ἄς ποῦμε, οὔτε μέ τό βάπτισμά τους, οὔτε μέ τήν ζωή πού θά ᾿πρεπε νά ζοῦν ὡς βαπτισμένοι. Ὅποιος ὅμως ἀποφασίσει, θελήσει νά ζήσει ὅπως τρόπον τινά ὁμολόγησε ὅτι θά ζήσει, ὁμολόγησε διά τοῦ ἀναδόχου του, τήν ὥρα πού βαπτιζόταν, θά μπεῖ κανείς σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο καί ἀνήκει στόν Χριστό καί θά τόν ὁδηγήσει ὁ Χριστός. Καί θά σέ ὁδηγήσει ὁ Χριστός μέσα ἀπό τέτοιους δρόμους. Ἔγινε βέβαια ἐν μυστηρίῳ τό ὅλο θαῦμα καί συνετελέσθη τό ὅλο μυστήριο, ὅταν βαπτιστήκαμε καί γενικά ἐνσωματωθήκαμε στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὅμως στήν πράξη τελικά θά γίνει, ἄν βαδίσουμε αὐτόν τόν δρόμο.
Καί μήν φανεῖ παράδοξο ἄν πῶ, ὅτι μέ ὅση καλή διάθεση κι ἄν ξεκινήσει κανείς καί μέ ὅση καλή πρόθεση καί ὅσα μέτρα κι ἄν λάβει κι ὅσο κι ἄν εἶναι μελετημένος κι ὅσο κι ἄν προσέξει κλπ. ἡ πορεία, ἡ ὅλη πορεία εἶναι περίπου αὐτή ἡ πορεία τοῦ Κυρίου. Ὁ ὁποῖος Κύριος εἶναι ἀναμάρτητος κι ὅμως μπῆκε σ᾿ αὐτή τήν πορεία. Ἐμεῖς εἴμεθα μέν βαπτισμένοι, ἀλλά δέν εἴμαστε ἀναμάρτητοι. Καί πολύ περισσότερο λοιπόν ἐμεῖς θά μποῦμε σ᾿ αὐτή τήν πορεία, θά μποῦμε σ᾿ αὐτό τόν δρόμο.
Μήπως ὑποβόσκουν καί στήν δική μας ψυχή ἀμφιβολίες, ὅπως συνέβη καί μέ τούς μαθητάς;
Καί θέλω νά τονίσω ἰδιαίτερα, τό ἕνα αὐτό, ὅτι λίγο-πολύ στήν πλειονότητα τῶν χριστιανῶν, ἀλλά θά ἔλεγα ἴσως λίγο-πολύ σ᾿ ὅλους ὑποβόσκει μέσα στήν ψυχή, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε μέ τούς μαθητάς καί ὅλους τούς ἄλλους στούς ὁποίους μιλοῦσε ὁ Κύριος· ὅτι θά ρθεῖ ἡ ὥρα πού θά πάθει καί θά ἀναστηθεῖ; Καί βέβαια δέν ἀσχολοῦνται ἰδιαίτερα μέ τό θέμα, ἀλλά σάν νά τούς φαίνεται ἀπίστευτο. Σάν νά τούς φαίνεται μακρινή ἡ ἀνάσταση· τόσο, πού τήν ξεχνοῦν ἐντελῶς. Τόσο, πού δέν θυμοῦνται καθόλου ὅτι τούς μίλησε κι ὅτι τούς εἶπε ἐπανειλημμένως ὅτι θά ἀναστηθεῖ. Ὑποβόσκει μέσα καί στόν πιστόν ἀκόμη, αὐτό· Ναί μέν, λέγονται αὐτά, μᾶς τά λένε καί οἱ ἅγιοι, ἀλλά θά γίνει αὐτό; Θά ρθεῖ ἡ ἀνάσταση; Θά συντελεσθεῖ ἡ ἀνάσταση; Θά ἀναστηθοῦμε;
Καί μάλιστα θά ἤθελα νά τονίσω, ὅτι ὅσο κι ἄν κανείς παρακινούμενος ἀπό τίς ὅποιες ἀμφιβολίες πού μπαίνουν μέσα του _βιωματικά μιλοῦμε ἐδῶ τώρα, θεωρητικά τά πιστεύει κανείς ὅλα, ἀλλά βιωματικά_ μπαίνουν οἱ ἀμφιβολίες καί ἑπομένως προσπαθεῖ κανείς ἔτσι νά πιστεύει, προσπαθεῖ νά πείθει τόν ἑαυτό του, ὅτι θά ρθεῖ ἡ ἀνάσταση· ἐπειδή ὅμως αὐτό τό θέμα τῆς σωτηρίας, τό θέμα τῆς ἀναστάσεως, τό θέμα ὁ ἁμαρτωλός νά γίνει Χριστός, Χριστός πού περνάει ἀπό τόν θάνατο καί Χριστός πού ἀναστήθηκε καί ζεῖ ἀναστημένη ζωή _γιατί ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὁ κάθε πιστός, πρέπει νά γίνει Χριστός_ αὐτά δέν γίνονται ἔτσι, οὔτε θεωρητικά οὔτε ἁπλῶς μέ λόγια.
Πρέπει νά βαδίσει κανείς τόν ἴδιο δρόμο. Πού σημαίνει στήν πράξη, ὅτι συνέχεια χρειάζεται κανείς νά προσπαθεῖ νά πείσει τόν ἑαυτό του ὅτι ὑπάρχει τό τέλος, ὅτι θά φθάσει κανείς στό τέλος, ὅτι θά φθάσει ἐκεῖ στόν τελικό σκοπό, ὅτι ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα θά ἀναστηθεῖ ἡ ψυχή του. Κι ἄς ληφθεῖ ὑπόψιν, ὅτι ὅσο περισσότερο κανείς στηρίζει τόν ἑαυτό του, ἐνθαρρύνει τόν ἑαυτό του καί, ἄς ποῦμε, προχωρεῖ μέ ἐνθουσιασμό, τόσο πιό πολύ ἔρχονται δύσκολα τά πράγματα, γιατί πρέπει νά γίνει δουλειά μέσ᾿ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πεθαίνει εὔκολα ἡ ἁμαρτία. Δέν πεθαίνει εὔκολα τό θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν πεθαίνει εὔκολα ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ὅλο αὐτό τό κακό πού ἔχει γίνει. Καί περνάει κανείς ἀπό λαχτάρες, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι. Ἐκεῖ πού προχωρεῖ αἰσιόδοξα καί νομίζει ὅτι κάπου φθάνει, μπορεῖ νά βουλιάξει ἀκόμη περισσότερο, ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν βουλιαγμένος πιό μπροστά. Κι ἄντε πάλι. Καί μπορεῖ νά περάσει κανείς, ὄντως δηλαδή νά περάσει, δέν ξέρω ἀριθμητικῶς πόσες φορές καί ἀπό ἀπόψεως χρονικῆς διαρκείας πόσο, ἀλλά μπορεῖ νά περάσει ὁ καθένας τήν μεγάλη του ἑβδομάδα.
Ὅπως ἐκεῖ ὁ Κύριος προχωρεῖ, εἶναι ὁ Κύριος πού προχωρεῖ, εἶναι ὁ Θεός μας, πού δέν κάμπτεται ἀπό τίποτε καί δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τίποτε, ὅλα τά ὑφίσταται καί φθάνει στήν Ἀνάσταση. Ἀλλά οἱ μαθηταί καί νομίζουν ἀπό τό ἕνα μέρος ὅτι ἀπέτυχε τό ἔργο τοῦ Κυρίου καί ἀπό τό ἄλλο μέρος εἶναι ἐντελῶς ἀπαρηγόρητοι, ἀπογοητευμένοι καί ἀπελπισμένοι.
Πόσες φορές κανείς θά περάσει ἀπό τέτοιες καταστάσεις, πόσες φορές κανείς θά βρεθεῖ μέσα σέ τέτοιες καταστάσεις. Πόσες φορές τήν ὥρα ἀκριβῶς πού νομίζει ὅτι ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεως _ὅπως οἱ δυό μαθηταί, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης πού μόλις ἄκουσαν ὅτι ὁ Κύριος πάει νά βασιλεύσει, λένε «θέλουμε ἕνας νά καθίσει ἀπό τά δεξιά καί ὁ ἄλλος ἀπό τά ἀριστερά», δέν ξέρουν δηλαδή τί λένε, δέν ξέρουν τί ζητοῦν.
Ὁ Κύριος ἔκανε τό ἔργο του, ἔφθασε στό τέλος· καί ὅλο αὐτό τό ἔργο ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τό κάνει πραγματικότητα σέ μᾶς
Αὐτά ὅμως δέν θά συνέβαιναν μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μετά τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦταν ἀδιανόητο νά συμβεῖ τέτοιο πράγμα στούς δυό μαθητάς καί σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους καί νά ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες καί τέτοια πράγματα. Τό ᾿μαθαν πιά τό μάθημα, σταυρώθηκαν πιά ὄντως μέ τόν Χριστό καί ὄντως ἀναστήθηκαν μέ τόν Χριστό. Καί τά ᾿κανε ὅλα αὐτά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Διότι ἔγιναν μέν ἀντικειμενικά ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά γιά νά γίνουν ἔτσι προσωπικά στόν καθένα, εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἔρχεται καί τά κάνει. Καί τό ἔκανε αὐτό στούς μαθητάς. Πιό μπροστά εἶναι ἁπλῶς ἄνθρωποι μέ καλή διάθεση. Μέ καλή πρόθεση ἀκολουθοῦν τόν Κύριο, ἀλλά συγχρόνως ὅμως ζοῦν ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως κάθε ἄνθρωπος, πού εἶναι ἁπλῶς σκέτος ἄνθρωπος ὅσο καλός κι ἄν εἶναι, πού ἀπογοητεύεται, πού θά ἀπελπισθεῖ, πού θά νομίζει ὅτι δέν θά φθάσει ποτέ στήν ἀνάσταση, δέν θά φθάσει ποτέ στήν σωτηρία, δέν θά φθάσει ποτέ σ᾿ αὐτήν τήν καινούργια ζωή, πού γίνεται σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο ἀκόμη.
Ὅμως θά γίνει. Ὅμως θά γίνει. Καί ἀπόψε ἀκριβῶς πού μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός νά εἴμαστε μέσα στόν ναό του, νά εἴμεθα μέσα στήν ὅλη ἀκολουθία τήν ἀναστάσιμη, νά εἴμεθα μέσα στό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας, μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεός νά προβληματισθοῦμε, νά τά καταλάβουμε ὅλα αὐτά καλά-καλά. Νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει νά τά καταλάβουμε, νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει καί νά μᾶς βοηθήσει νά μήν φοβηθοῦμε νά προχωρήσουμε.
Νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς δώσει αὐτήν τήν βεβαιότητα ἔτσι ἤ ἔτσι. Καί τήν πιό δύσκολη ὥρα καί τήν ὥρα πού θά δείχνουν τά πράγματα σάν νά χάνουμε τό πᾶν, ὁ Κύριος πού τά ξέρει ὅλα αὐτά καί ἔτσι τά οἰκονομεῖ ὁ Κύριος, ὅπως τά οἰκονόμησε καί στούς μαθητάς του, νά μᾶς βοηθήσει νά στηριχθοῦμε καί μιά φορά καί δυό φορές καί πολλές φορές. Καί τότε πού εἶναι λιγότερο δύσκολα τά πράγματα καί τότε πού εἶναι περισσότερο δύσκολα τά πράγματα, νά μᾶς στηρίξει ὁ Κύριος μέ τήν βεβαιότητα αὐτή, ὅτι ὄντως καθώς Ἐκεῖνος ἐπάτησε μέ τόν θάνατό του τόν θάνατο, μαζί του καί μεῖς, πού ζοῦμε τόν θάνατό μας, θά πατήσουμε μέ τόν θάνατό Του τόν θάνατό μας καί θά ἀναστηθοῦμε.
Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἦρθε νά κάνει. Ὑπέστη τά πάντα, ἀλλά ὅ,τι κι ἄν συνέβη δέν ἔμεινε σ᾿ αὐτά. Ἀνέστη, τελικά. Καί τότε ἀκόμη πού ὁ διάβολος νόμισε ὅτι τελείως τόν ἐξόντωσε τόν Κύριο, τότε Ἐκεῖνος ἀνέστη. Ὁ Κύριος ἔφθασε στό τέλος, τό ἔργο του τό ἔκανε. «Τό ἔργο Σου ἐτελείωσα» εἶπε στόν οὐράνιο Πατέρα· καί αὐτό τό ἔργο εἶναι ὅλο γιά μᾶς. Καί οὔτε νά διανοηθοῦμε ὅτι δέν μπορεῖ νά γίνει. Ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβεῖ στήν πορεία μας, ὅ,τι χειρότερο κι ἄν συμβεῖ, νά εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος θά βρεῖ τρόπο νά μᾶς πλησιάσει, ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ὅπως οἱ μαθηταί, πού συνέβαινε τό ἕνα, συνέβαινε τό ἄλλο, καί δέν ἔφευγαν ἀπό κοντά του. Μόνο ἐκεῖνος ἔφυγε, ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας. Τούς ἄλλους βρῆκε ὁ Κύριος τρόπο καί τούς ἔβγαλε ἀπό τήν ἀπελπισία, τούς ἔβγαλε ἀπό τήν ἀπογοήτευση, τούς ἔβγαλε ἀπό τόν φόβο καί τούς ἔκανε νά χαροῦν. «Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».
Καί σέ μᾶς τώρα συντελοῦνται αὐτά ὅλα μαζί, καθώς εἴμαστε μέσ᾿ στήν Ἐκκλησία, καθώς εἴμαστε βαπτισμένοι, καθώς βαδίζουμε αὐτόν τόν δρόμο, καθώς εἴμαστε μέ τόν Κύριο διά τῆς πίστεως, διά τῆς μετανοίας, διά τῆς ταπεινώσεως, διά τῆς ἀγάπης μας. Καί βαδίζουμε τόν δρόμο καί περνοῦμε ἀπό τά παθήματα καί μπαίνουμε στόν τάφο μαζί μέ τόν Κύριο, μπαίνουμε στόν θάνατο μαζί μέ τόν Κύριο, ἀλλά καί ἀνασταινόμεθα μαζί μέ τόν Κύριο καί συγχρόνως πληρούμεθα Πνεύματος Ἁγίου. Τό ὁποῖο Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «σᾶς συμφέρει νά φύγω ἐγώ· ἅμα δέν θά φύγω δέν θά ρθεῖ ὁ Παράκλητος». Καί τά διαβάζει κανείς αὐτά καί τί σημαίνουν;
Νά τί σημαίνουν· Ὅτι τό ὅλο ἔργο αὐτό, πού ὁ Κύριος ἔκανε γιά μᾶς, εἶναι ἕτοιμο. Ὅλο αὐτό τό ἔργο ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό κάνει μιά πραγματικότητα σέ μᾶς. Καί ὄντως κανείς εἶναι πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καί ὄντως κανείς ἀποθνήσκει συνεχῶς γιά τήν ἁμαρτία καί ὄντως κανείς συνεχῶς ἀνίσταται καί ὄντως γεύεται τήν ἀνάσταση ἀπό τόν κόσμο αὐτόν καί θά ζήσει αἰώνια ὁ καθένας μας.
Θά ζήσουμε αἰώνια μέ τόν Κύριό μας καί μέ ὅλους τούς ἁγίους, ἀναστημένοι καί εὐλογημένοι καί χαρούμενοι στόν αἰώνα τόν ἅπαντα.
22-5-1996