Δεσποτικες Εορτες
A+
A
A-

173. Πεντηκοστή

Πεντηκοστή

Ἡ γιορτή τῆς Πεντηκοστῆς ἀπό κάποια πλευρά εἶναι ἡ μεγαλύτερη

 

Σήμερα εἶναι ἡ γιορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Μεγάλη ἑορτή. Τρόπον τινά ὅλες οἱ γιορτές καταλήγουν σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν γιορτή, ὅπως καί στήν γιορτή πού ἔχουμε τήν προσεχή Κυριακή, τῶν Ἁγίων Πάντων. Διότι ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Θεός _πού ἦρθε καί πού ἔγινε ἄνθρωπος καί σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε_ τά ᾿χουμε γιά νά ᾿ρθει στή συνέχεια τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, νά ἁγιάζει τούς πιστούς, νά ἁγιάζει τίς ψυχές. Αὐτός εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός. Καί ἀκριβῶς γι᾿ αὐτόν τόν λόγο ἡ γιορτή ἡ σημερινή εἶναι ἀπό κάποια πλευρά ἡ μεγαλύτερη ἑορτή.

Λέγαμε ἄλλη φορά, ὅτι τό σπουδαιότερο σημεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἐπίκληση καί ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά γίνει ὁ ἄρτος σῶμα Χριστοῦ καί ὁ οἶνος αἷμα Χριστοῦ. Ἐπειδή ὅλο τό μυστήριο γίνεται ἀκριβῶς γιά νά ρθει ἡ ὥρα πού θά κοινωνήσουν οἱ πιστοί καί μέ τήν Θεία Κοινωνία θά γίνει ἡ ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων. Αὐτός εἶναι ὁ ἀπώτερος σκοπός.

Καί ὅπως σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα ἀπό τήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ καταλαβαίνουμε, ἄν καλά ἀρχίσαμε καί καλά προχωρήσαμε καί καλά φθάσαμε στό τέλος· ἀλλιῶς ἄν δέν φθάσουμε στόν σκοπό, πῆγαν χαμένοι καί οἱ κόποι, πῆγαν χαμένες καί οἱ προσπάθειες καί τά ὅποια, ἄς ποῦμε, ἔξοδα καί οἱ ὅποιες δαπάνες. Ἔτσι καί ἐδῶ, ὁ εἰδικότερος σκοπός στή Θεία Λειτουργία εἶναι νά κοινωνήσουμε τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γενικότερα δέ νά λάβουμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό ὁποῖο μορφώνει μέσα μας τόν Χριστό.

Βλέπετε, Θεία Λειτουργία γίνεται, κοινωνοῦμε, καί στό τέλος λέμε «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον». Διότι ὁ Χριστός μέσα μας ἔρχεται ὡς Χάρις, ἔρχεται μέσα μας ὡς φῶς, ὡς Πνεῦμα ἐπουράνιο. Ἔχω τήν ταπεινή γνώμη, ὅτι ὅταν τό κάθε τί τό δοῦμε σωστά, τό σκεφθοῦμε, τό μελετήσουμε σωστά, θά ὠφεληθοῦμε καί ἀνάλογα. Δέν φθάνει ἁπλῶς νά ποῦμε σήμερα εἶναι Κυριακή, νά πᾶμε στήν ἐκκλησία ἤ σήμερα εἶναι Πεντηκοστή, νά πᾶμε στήν ἐκκλησία καί νά μείνουμε ἔτσι κατά ἕνα τρόπο ἀκαθόριστο σ᾿ αὐτό, καί τελείωσε. Ἐάν δέν μελετήσουμε ὡς λογικά ὄντα, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νοῦ, τό ὅλο θέμα, τό ὅλο περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, τήν ὅλη σημασία, ἐάν δέν δώσουμε τήν καρδιά μας νά βιώσει τό μεγάλο νόημα πού ἔχει αὐτή ἡ ἑορτή ἤ κάποια ἄλλη ἑορτή, δέν ὠφελούμαστε ἁπλῶς μέ τό νά φέρουμε τόν ἑαυτό μας ὥς τήν ἐκκλησία.

Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη ἔτσι ἀπό τόν Θεό νά εἶναι λογικό πλάσμα, λογικό ὄν, καί σκέπτεται καί νοεῖ καί αἰσθάνεται, καί μέ ὅλες του τίς δυνάμεις καί αἰσθήσεις, ἄν θέλετε, πρέπει νά στρέφεται πρός τόν Θεό, νά ζητεῖ τόν Θεό. «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Μέ ὅλες τίς δυνάμεις μας νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, νά δώσουμε τόν ἑαυτό μας στόν Θεό. Καί ὄχι ἔτσι, ὅσα πᾶνε καί ὅσα ἔρθουν, ὄχι πρόχειρα καί ἐπιπόλαια, ὄχι ἔτσι πού νά μοιάζει ἡ ὅλη σχέση μας μέ τόν Θεό, ἔ, ζοῦμε τήν ζωή μας καί θυμούμαστε λίγο καί τόν Θεό ἤ θυμούμαστε τόν Θεό, ἐπειδή ἔχουμε ἀνάγκη, ἐπειδή κάτι δέν πάει καλά.

 

Δέν μπορεῖς νά εἶσαι χριστιανός ἄν δέν ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα

 

Ἆραγε θά ρθεῖ ἡ εὐλογημένη ἡμέρα, θά ρθεῖ ἡ εὐλογημένη ὥρα πού θά ἀποφασίσουμε νά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί, πού θά θελήσουμε νά γίνουμε ἀληθινοί χριστιανοί, πού θ᾿ ἀρχίσουμε νά τά παίρνουμε σωστά τά πράγματα καί ν᾿ ἀρχίσει ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό νά εἶναι σωστή; Καί γιατί αὐτή ἡ ἡμέρα καί αὐτή ἡ ὥρα νά μήν εἶναι σήμερα; Ὅπως λέγαμε καί χθές τό βράδυ, οἱ Ἀπόστολοι ἔμεναν μέ τόν Χριστό τρία χρόνια ὁλόκληρα καί εἶδαν καί ἄκουσαν κλπ. Ἀλλά ἔμελλε νά ρθεῖ αὐτή ἡ ὥρα, ἡ ὥρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ὥρα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ἐκεῖ ἔγινε ὅλο τό θαῦμα, ἐκεῖ ἔγινε ὅλο τό μυστήριο, ἐκεῖ συνετελέσθη ἡ ὅλη ἀλλαγή.

Εἶναι ἀπορίας ἄξιο, πῶς ἐμᾶς τώρα _ἐπειδή ἔτυχε νά γεννηθοῦμε σ᾿ αὐτόν τόν τόπο καί νά γεννηθοῦμε ἀπό οἰκογένειες χριστιανικές καί μᾶς βάπτισαν καί μᾶς ἔκαναν κάποτε χριστιανούς καί ἐπαναπαυόμαστε σ᾿ αὐτό_ πῶς καθόλου δέν μᾶς νοιάζει, ἄν αὐτό τό ὁποῖο ἔγινε στούς Ἀποστόλους, ἔγινε καί σέ μᾶς; Καί δέν ἦταν αὐτό μιά πολυτέλεια πού εἶναι μόνο γιά τούς Ἀποστόλους. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι χριστιανός ἄν δέν ἔχεις τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἦρθε γιά ὅλους, ἦρθε στήν Ἐκκλησία, καί εἶναι ἀπορίας ἄξιο, πῶς δέν μᾶς ἐνοχλεῖ αὐτό τό πράγμα, δέν μᾶς βάζει σέ ἀνησυχία. Ἔχουμε Πνεῦμα Ἅγιο; Πήραμε Πνεῦμα Ἅγιο; Ζοῦμε ὅπως μᾶς ὁδηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο; Εἴμαστε πνευματέμφοροι; Εἴμαστε δοσμένοι στό Πνεῦμα τό Ἅγιο; Ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στό Πνεῦμα τό Ἅγιο; Εἴμαστε ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἔγιναν οἱ Ἀπόστολοι, ὅπως οἱ ἅγιοι; Ἤ ζοῦμε τή ζωή μας καί αὐτό τό ἀφήνουμε, ῾῾ἔ, οἱ ἅγιοι ἐντάξει, τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι, γιατί νά τό κάνουμε ἐμεῖς᾿᾿. Σάν νά εἴμαστε ἐμεῖς πιό ἔξυπνοι, σάν νά τά ξέρουμε ἐμεῖς καλύτερα καί ἀνακαλύψαμε ὅτι κάτι ἄλλο εἶναι καλύτερο, καί ὄχι αὐτό πού ἔκαναν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀπαρνήθηκαν τά πάντα, οἱ ὁποῖοι πίστευσαν μέ ὅλη τήν καρδιά τους στόν Χριστό, παρέδωκαν τόν ἑαυτό τους στόν Χριστό, τούς ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός καί ἔδωκε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅπως εἴπαμε, καί στούς Ἀποστόλους καί στούς ἁγίους.

Δέν εἶναι ὅτι κανείς αἰσθάνεται ἀδύναμος, ἁμαρτωλός, ποῦ νά σκεφθεῖ ὅτι αὐτός, νά, πλησιάζει τή ζωή τῶν ἁγίων; Δέν τό κάνουμε ἀπό ταπείνωση. Τό κάνουμε μέ τήν ἔννοια ὅτι ἐμᾶς μᾶς ἀρέσει ἄλλη ζωή, ὄχι αὐτή πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι αὐτή πού δημιουργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ἀλλά ἄλλου εἴδους ζωή μᾶς ἀρέσει, αὐτή ἡ ἀνθρώπινη, κατά τήν κρίση μας. Ὑπάρχει χειρότερη ἁμαρτία ἀπ᾿ αὐτήν, πού μέ τήν ὅλη στάση μας _μπορεῖ νά μήν τό λέμε_ ἀλλά μέ τήν ὅλη στάση μας, μέ τήν ὅλη τακτική μας, περιφρονοῦμε τό ὅλο ἔργο τοῦ Θεοῦ; Καί τό ἔργο τοῦ Θεοῦ ἦταν αὐτό ἀκριβῶς, νά γίνουμε κοινωνοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά λάβουμε τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία αὐτή Χάρι ἔχασαν οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο.

 

Τό χωρίς Θεό κοσμικό πνεῦμα εἶναι δαιμονικό

 

Ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔρχεται καί γιά μᾶς· καί ἐμᾶς δέν μᾶς πολυενδιαφέρει. Καί δέν τό λέμε, ἐπαναλαμβάνω, ἀλλά μέ τή στάση μας δείχνουμε ὅτι δέν μᾶς νοιάζει, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει, τό περιφρονοῦμε. Τί θά πεῖ ὁ Θεός τώρα, τί γνώμη θά ᾿χει γιά μᾶς ὁ Θεός, τί θά κάνει μέ μᾶς ὁ Θεός, ὅταν ἐμεῖς παίρνουμε μιά τέτοια στάση καί ἔχουμε πρόχειρες τίς δικαιολογίες, ἔχουμε πρόχειρα τά ἐπιχειρήματα; Καί εἶναι ἕνα καθολικό φαινόμενο. Κάνει ἐντύπωση ὅτι οἱ ἄνθρωποι σήμερα, καθένας ἔχει τή γνώμη του, καθένας ἔχει τόν ἀτομισμό του, τόν ἐγωισμό του. Κανένας δέν παραδίδεται, δέν ὑπακούει στόν ἄλλο. Καί γι᾿ αὐτό δέν μποροῦν καθόλου νά ταιριάξουν οἱ ἄνθρωποι οὔτε μέσ᾿ στήν οἰκογένεια οὔτε τά ἀνδρόγυνα, καθένας τοῦ κεφαλιοῦ του. Καί κάνει ἐντύπωση, ἐνῶ ἀπό τό ἕνα μέρος ἔτσι εἴμαστε, ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅλοι ἀφήσαμε τόν ἑαυτό μας, νά μπεῖ μέσα μας καί νά μᾶς ἐπηρεάζει τό πνεῦμα αὐτό τό κοσμικό, τό πνεῦμα τό δαιμονικό, τό πνεῦμα τό ὁποῖο δέν μᾶς ἀφήνει νά ἀγαπήσουμε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν μᾶς ἀφήνει νά ζητοῦμε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, νά ᾿χουμε λαχτάρα γιά τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ἀκοῦμε γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, νά τό λέει τό Εὐαγγέλιο, τό λένε τά ἐκκλησιαστικά βιβλία, αὐτές τίς ἡμέρες ἔχουμε μιά τέτοια γιορτή. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἄλλου πνεύματος ἄνθρωποι εἴμαστε, ἄλλου πνεύματος. Ἅμα δέν ἔχεις μέσα σου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἄλλο πνεῦμα θά ᾿χεις. Τό κοσμικό πνεῦμα θά ᾿χεις, πού σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι δαιμονικό πνεῦμα. Καί τό λέω ἀκόμη μιά φορά, εἶναι ἀπορίας ἄξιο, πῶς ἀπό τό ἕνα μέρος οἱ ἄνθρωποι καμιά-καμιά συνεννόηση δέν ἔχουν μεταξύ τους· δέν ξέρω, θά βρεῖς δυό ἀνθρώπους χωρίς συμφέρον νά συμφωνοῦν, δέν ξέρω, μπορεῖς νά βρεῖς; Ἀπό τό ἄλλο μέρος ὅλοι μέσ᾿ στήν καρδιά τους ἔχουν τό πνεῦμα αὐτό, πού δέν εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί εἶναι κάποιο πνεῦμα ἄλλο. «Μή παντί πνεύματι πιστεύετε» λέει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀλλά στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μόνο.

Ὅμως ὅποιοι καί ἄν εἴμαστε ἐμεῖς καί ὅ,τι καί ἄν κάνουμε καί ὅποιο πνεῦμα καί ἄν μᾶς παρασύρει, ὅποιο δρόμο καί ἄν πάρουμε, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μένει. Ὁ Θεός μένει στόν αἰώνα, τό θέλημά του μένει στόν αἰώνα, τό ἔργο του μένει στόν αἰώνα, ἡ ἀλήθειά του μένει στόν αἰώνα. Καί ἕνας νά βρίσκεται κάθε ἑκατό χρόνια, ἄς ποῦμε, καί ἕνας νά βρίσκεται πού νά θέλει νά βρεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά θέλει νά πιστεύσει στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί νά ἀγαπᾶ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, οἱ ἄλλοι ἅμα δέν θέλουν, ἄς χαθοῦν.

Δέν κάνω στατιστική αὐτήν τήν ὥρα. Αὐτά τά ξέρει ὁ Θεός. Ποιοί τόν ἀγαποῦν, ποιοί δέν τόν ἀγαποῦν, ποιοί πιστεύουν σ᾿ αὐτόν, ποιοί δέν πιστεύουν, ποιοί δέχονται τό Πνεῦμα του, ποιοί λαχταροῦν γιά τό Πνεῦμα του τό Ἅγιο, ποιοί προσεύχονται, ὅπως λέγει ὁ Κύριος· «Ἄν προσεύχεσθε μέρα καί νύχτα, εἶναι δυνατό νά μή σᾶς δώσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὁ Θεός;» Ὁ Θεός ξέρει ποιοί τό λαχταροῦν, σέ ποιούς τό δίνει, ποιοί τό ἔχουν. Δέν κάνω στατιστική, ἀλλά δέν μποροῦμε νά μήν ποῦμε, ὅτι κατά κανόνα ἔτσι ἀπό κακή νοοτροπία, ἀπό κακή γενικῶς γνώμη καί σκέψη πού ἔχουμε, ἀφηνόμαστε σέ ὅποιο ἄλλο πνεῦμα καί ὄχι στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως τό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε, εἶναι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ καί μένει, ἄσχετα ἄν ἐμεῖς τό ἀκοῦμε ἤ δέν τό ἀκοῦμε, ἄν τό καταλαβαίνουμε ἤ δέν τό καταλαβαίνουμε, ἄν τό δεχόμαστε, ἄν τό πιστεύουμε ἤ ἄν δέν τό πιστεύουμε.

 

«Ἄν κάποιος διψᾶ, ἄς ἔρθει σέ μένα νά πιεῖ»

 

«Ἐν δέ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἰστήκει ὁ Ἰησοῦς καί ἔκραξε λέγων». Τήν τελευταία ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς, πού εἴπαμε ὅτι δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά τῆς σκηνοπηγίας _δέν ἔχει ὅμως σημασία. Ἐδῶ οἱ Πατέρες παίρνουν τίς λέξεις πού ταιριάζουν, ὅπως εἴχαμε καί τή Μεσοπεντηκοστή καί βάζουν αὐτήν τήν περικοπή σήμερα νά ἀναγνωσθεῖ ὡς Εὐαγγέλιο_ τήν τελευταία λοιπόν ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς, στάθηκε «ὁ Ἰησοῦς καί ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω». Ἄν κάποιος διψᾶ, ἄς ἔρθει σέ μένα, νά πιεῖ. Τίποτε ἄλλο νά μήν ποῦμε, μόνο αὐτό νά ποῦμε· Ἆραγε τό πιστεύουμε ἔτσι; Πιστεύουμε ὅτι ὁ Κύριος εἶπε αὐτόν τόν λόγο, «ὅποιος διψᾶ, νά ρθεῖ σέ μένα καί νά πιεῖ»; Καί, ἄν πιστεύουμε, πηγαίνουμε στόν Κύριο, βρίσκουμε αὐτό τό νερό νά πιοῦμε, νά ξεδιψάσει ἡ ψυχή μας καί νά χορτάσει; Ἆραγε γίνεται ἔτσι;

 

Καί «ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος»

 

Κάτι βέβαια θά παίρνουμε, κάτι θά παίρνουμε _φιλάνθρωπος ὁ Θεός_ καί μόνο ἁπλῶς πού κάνουμε τόν σταυρό μας. Ἀλλά δέν φθάνει αὐτό· δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἔτσι χριστιανοί. Πρέπει νά πιστεύουμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά, νά πιστεύουμε, ὅπως λέγαμε κι ἄλλη μέρα, ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὄχι νά τά ἑρμηνεύουμε ἐμεῖς, νά τά κάνουμε ὅπως θέλουμε. «Ἄν κάποιος διψᾶ, ἄς ἔρθει σέ μένα καί νά πιεῖ».

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ γραφή», αὐτός πού πιστεύει σέ μένα, ὅπως τό λέει ἡ Γραφή ἀπό παλαιά, «ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». Μέσα ἀπό τήν καρδιά του, ἀπό τήν ψυχή του, ἀπ᾿ τό εἶναι του, θά βγαίνουν ποταμοί ὕδατος ζῶντος. Δέν εἶναι φτωχός ὁ Θεός, δέν εἶναι τσιγκούνης ὁ Θεός, νά μήν ἔχει σέ πολλούς νά δώσει, γιατί ξοδεύτηκε καί δέν ἔχει ἄλλο. Πλούσια εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πλούσιο εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ποταμοί _λέει_ ποταμοί, ὄχι ποτάμι, εἶναι σχῆμα ὑπερβολῆς ἄς ποῦμε, γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα, ἀλλά ποιός πιστεύει. Ἄς πιστεύσουμε ἔτσι σήμερα, μήν τ᾿ ἀφήσουμε γιά ἄλλη μέρα. Τό λέει ὁ Κύριος, εἶναι λόγια τοῦ Κυρίου· «αὐτός ὁ ὁποῖος διψάει, ἄς ἔρθει σέ μένα νά πιεῖ, ὅπως εἶπε ἡ γραφή· αὐτός πού πιστεύει σέ μένα τόση Χάρη θά πάρει, τόσο Πνεῦμα Θεοῦ θά πάρει, τόση οὐράνια δύναμη θά πάρει, πού μέσα ἀπό τήν ψυχή του θά βγαίνουν ποταμοί ὕδατος ζῶντος».

«Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». Καί γιά νά μή μείνει καμιά ἀμφιβολία μήπως ἐννοεῖ τίποτε ἄλλο, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι αὐτά τά λόγια τά εἶπε ὁ Χριστός καί ἐννοεῖ μ᾿ αὐτούς τούς ποταμούς ὑδάτων ζωῆς τό Πνεῦμα πού ἐπρόκειτο νά λάβουν οἱ πιστοί. Δέν ἀναφέρει ἁπλῶς θεωρητικά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἀλλά αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο πού ἐπρόκειτο νά λάβουν ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά πιστεύσουν σ᾿ αὐτόν.

«Οὔπω γάρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη». Μέχρι τότε δέν εἶχε ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅπως ἦρθε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, γιατί ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε δοξασθεῖ. Γιατί δέν εἶχε σταυρωθεῖ ὁ Χριστός καί δέν εἶχε ἀναστηθεῖ, γιά νά πατήσει μέ τόν θάνατό του τόν θάνατο, νά νικήσει κατά κράτος τόν θάνατο, τόν Ἅδη καί τήν ἁμαρτία.

Δέν θέλω νά σᾶς κουράσω, διότι θά ἔχουμε στή συνέχεια καί τήν ἀκολουθία τῆς Γονυκλισίας. Θά σταματήσω ἐδῶ καί θά παρακαλέσω, ἀδελφοί μου, ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά ὅλοι μας. Καί ἄσχετα τί μπορεῖ νά σκεπτόμασταν ὥς αὐτήν τή στιγμή καί τί νά νομίζαμε, εἴμαστε μέσα στόν ναό τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε μέσα στό μεγάλο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στή Θεία Λειτουργία. Καί ἡ Θεία Λειτουργία, τό ὅλο μυστήριο καί τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὅλη ἡ Χάρις πού ἀπορρέει ἀπό τή Θεία Λειτουργία, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό τό Πνεῦμα· γι᾿ αὐτό λέμε στό τέλος «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον».

Ἄς παρακαλέσουμε θερμά, ἀφοῦ σκεφθοῦμε σοβαρά καί μελετήσουμε μέσα μας σοβαρά τά πράγματα. Ἄς παρακαλέσουμε νά εἶναι σήμερα καί γιά μᾶς, ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα αὐτή, ὅπως ἦταν καί γιά τούς Ἀποστόλους, καί νά εἴμαστε στό ἑξῆς πνευματέμφοροι.

 

11-6-1995